Τὸ ράσο
καὶ τὰ γένεια
(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)
Φώτης
Κόντογλου
Ὁ
Φώτης Κόντογλου ἀπαντᾶ στοὺς νεωτεριστές, μετα-πατερικούς, ψυχικοὺς ξερόλες, δηλ.
τοὺς οἰκουμενιστὲς ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν
τὴν κατάργηση τοῦ ράσου καὶ τῶν γενιῶν!
Πολλὰ
ἔχουν γραφῇ γιὰ τὰ ράσα καὶ τὰ γένια τῶν κληρικῶν. Οἱ περισσότεροι ἀπ᾿
ἐκείνους ποὺ δὲν τὰ χωνεύουνε, εἶναι κάποιοι ποὺ θέλουνε νὰ φαίνουνται
ἐλεύθεροι καὶ νεωτεριστικὰ πνεύματα. Αὐτοὶ ὅλοι εἶναι πάντα «πρακτικοὶ»
ἄθρωποι, ποὺ κρίνουνε τὰ τῆς θρησκείας μὲ τὸ πρακτικὸ καὶ πεζὸ μυαλό τους, ἐνῷ
ἡ χριστιανικὴ θρησκεία δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὰ πρακτικὰ μυαλά, γιατὶ εἶναι ἡ
βαθύτερη ποίηση, ἡ ἄβυσσο τῆς ποίησης. Ἡ κακοδαιμονία τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχει
τὴν αἰτία της, κατὰ τὴν γνώμη μου, στὸ ὅτι λείψανε ἀπ᾿ αὐτὴν οἱ ποιητικὲς
ψυχές, μὲ τὴν πραγματικὴ σημαία τῆς ποίησης, καὶ γέμισε ἀπὸ «πρακτικοὺς
ἀνθρώπους, ἤγουν ἀπὸ ξεραΐλα καὶ τὸ μέγα ἔλεος.
Νὰ βάλῃ κανεὶς μὲ τὸν νοῦ του καὶ ν᾿ ἀπορήσῃ τί σχέση
ἔχουν αὐτοὶ οἱ «θετικοὶ καὶ πρακτικοὶ» ἄνθρωποι, οἱ λεγόμενοι φρόνιμοι καὶ
ἔξυπνοι, μὲ τὸν Χριστό, ποὺ εἶπε τὰ παρακάτω λόγια: Ἂν δὲν γυρίσετε πίσω καὶ
γίνετε σὰν τὰ παιδιά, δὲν θὰ μπεῖτε στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.- μὴν φροντίζετε
τί θὰ φᾶτε καὶ τί θὰ πιῆτε καὶ τί ροῦχο θὰ φορέσετε.- Ἐγὼ σᾶς λέγω μὴν
ἀντισταθεῖτε στὸν πονηρό, ἀλλὰ ὅποιος σὲ χτυπήσει ἀπὸ τὸ δεξὶ μάγουλό σου,
στρέψε καὶ τ᾿ ἄλλο.- Μακάριοι ὅσοι καταδιώκονται γιὰ μένα. - Ἀγαπᾶτε τοὺς
ἐχθρούς σας.- Μὴ θησαυρίζετε θησαυροὺς ἀπάνω στὴ γῆ.- Ἐμπᾶτε ἀπὸ τὴν στενὴ
πύλη, γιατὶ εἶναι στενὸς καὶ θλιμμένος, ὁ δρόμος ποὺ πηγαίνει στὴ ζωή, κ᾿ εἶναι
λίγοι ποὺ τὸν βρίσκουνε.- Ἀφῆστε τοὺς νεκροὺς νὰ θάψουν τοὺς πεθαμένους τους.-
Δὲν ἦλθα νὰ φέρω εἰρήνη ἀλλὰ μάχαιρα.- Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ παίρνεται μὲ τὴ βία
κ᾿ οἱ βιαστὲς τὴν ἀρπάζουνε».
Ποιὰ σχέση μποροῦνε νὰ ἔχουνε αὐτὰ τὰ πράγματα κι᾿
ἄλλα πολλὰ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός, μὲ τὸ πρακτικὸ μυαλό; Τὸ πρακτικὸ μυαλὸ κοιτάζει
ποιὸ εἶναι τὸ συμφέρον καὶ τὸ ὠφέλιμο γιὰ τὴν ὑλικὴ ζωὴ καὶ γιὰ τὴν ἀσφάλειά
της· δὲ μπορεῖ νὰ πετάξει ἐλεύθερο ἐκεῖ ποὺ τὸ καλεῖ ὁ Χριστός. Μιὰ θρησκεία
ποὺ παραγγέλνει κάποια πράγματα ποὺ εἶναι ὁλότελα ἀνάποδα ἀπὸ ὅ,τι νοιώθει τὸ
πρακτικὸ μυαλό, μπορεῖ νὰ εἶναι γιὰ πρακτικοὺς ἀνθρώπους; Πῶς νὰ παραδεχθῇ ὁ
πρακτικὸς ἄνθρωπος πὼς δὲν ὠφελεῖται σὲ τίποτα ἂν κερδίσῃ τὸν κόσμον ὅλον; Πῶς,
αὐτὸς ὁ θετικὸς ἄνθρωπος νὰ θυσιάσει ὅλα τὰ χεροπιαστὰ τούτου τοῦ κόσμου,
κυνηγώντας τοὺς ἴσκιους τῆς μέλλουσας ζωῆς; «Οἱ βιαστὲς ἁρπάζουνε τὴ βασιλεία
τοῦ Θεοῦ», λέγει ὁ Χριστός. Μπορεῖ νὰ εἶναι βιαστὴς ὁ πρακτικὸς ἄνθρωπος, ποὺ
τὰ μετρᾶ ὅλα καὶ δὲν ριψοκινδυνεύει ποτέ; Πρακτικοὶ ἤτανε οἱ Φαρισαῖοι, οἱ
Ρωμαῖοι, ὁ ἴδιος ὁ Ἰούδας, ποὺ φρόντιζε τόσο πολὺ γιὰ τὸ γλωσσοκόμο. Ὁ
πρακτικὸς ἄνθρωπος δὲ μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι καχύποπτος, πονηρός, κι᾿ ὁ Χριστὸς
εἶπε στοὺς Ἰουδαίους: «Πῶς μπορεῖτε νὰ μιλᾶτε ἀγαθά, ἀφοῦ εἶστε πονηροί»; Ἡ
Σαμαρείτιδα δὲ καταλάβαινε τί τῆς ἔλεγε ὁ Χριστός, ἐπειδὴ τὸ μυαλό της ἤτανε
πρακτικό, καὶ σὲ καιρὸ ποὺ τῆς μιλοῦσε γιὰ «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν τὸ ἀλλόμενον εἰς
ζωὴν αἰώνιον», αὐτὴ μιλοῦσε γιὰ τὸ φυσικὸ νερό, «γιὰ νὰ μὴ διψᾷ, καὶ νὰ πηγαίνῃ
στὸ πηγάδι νὰ τ᾿ ἀνεβάζῃ μὲ τὸν κουβᾶ», «ἵνα μὴ διψῶ, μηδὲ ἔρχομαι ἐνθάδε
ἀντλεῖν».
Πρακτικοὶ ἤτανε οἱ Ἑβραῖοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης,
κολλημένοι στὸ ἐπίγειο συμφέρον, καὶ γι᾿ αὐτό, ὅσα τοὺς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, τὶς
«επαγγελίες», τὶς καταλαβαίνανε γιὰ ὑλικές με τὸ ὑλικὸ φρόνημά τους...
Λοιπόν, οἱ πρακτικοὶ ἄνθρωποι, ποὺ εἶναι καὶ
μικρολόγοι, τὰ ζητήματα τῆς θρησκείας τὰ βλέπουνε καὶ τὰ κρίνουνε μὲ τὸν
ὠφελιμιστικὸν τρόπο ποὺ δουλεύει τὸ μυαλό τους. Αὐτοὶ εἶναι ποὺ ἀγαπᾶνε τὶς
καινοτομίες στὴ λατρεία καὶ σὲ ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα. Αὐτοὶ θέλουνε τὴ
συντόμεψη τῶν ἀκολουθιῶν, αὐτοὶ δείχνουνε ὑπερβολικὴ φροντίδα γιὰ τὰ ἀναπαυτικὰ
καθίσματα τοῦ ναοῦ, γιὰ τὴν ἐξωτερικὴ τάξη καὶ καθαριότητα, γιὰ τὸν συγχρονισμὸ
τῆς λατρείας μὲ εὐρωπαϊκὴ μουσική, μὲ φυσικὴ σαρκικὴ εἰκονογράφηση, μὲ τὴν
ἀλλαγὴ τοῦ κάθε τί ποὺ βαστᾶ ἀπὸ τὴν παράδοση, μὲ τὴν κατάργηση τελετουργικῶν
διατάξεων, καὶ τέλος, μὲ τὴν ἀλλαγὴ τῆς ἐξωτερικῆς μορφῆς τῶν κληρικῶν: Κατὰ
τὴν γνώμη τους τὸ ράσο πρέπει νὰ καταργηθῇ, κι᾿ ὁ παπὰς νὰ φορᾷ πανταλόνι καὶ
σακκάκι ὅπως ὅλοι οἱ ἄνδρες, πρέπει οἱ ἱερεῖς νὰ κόψουν τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ γένεια
τους, νὰ ξουρίσουνε τὸ μουστάκι τους, «για νὰ εἶναι καθαροί».
Βλέπετε πὼς οἱ
πρακτικοὶ ἄνθρωποι προσέχουνε πολύ, ὅπως εἶπα καὶ πρίν, «τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου
καὶ τῆς παροψίδος». Λοιπόν, μὲ τὶς σοφὲς καὶ βαθυστόχαστες ὑποδείξεις τους δὲν
θὰ εἶναι παραμελημένοι καὶ λεροὶ σὰν τὸν ἅγιο Γιάννη, σὰν τὸν ἅγιο Ἀντώνιο, σὰν
τὸν ἅγιο Χρυσόστομο, σὰν τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλὸ μὲ τὴν γιδότριχα, ἀλλὰ θὰ
κάνουνε ταχτικὰ τὸ μπάνιο τους, θὰ συχνοξουρίζονται, καὶ θὰ μοσκοβολοῦνε, ὅπως ὅλοι
οἱ σημερινοὶ πολιτισμένοι, ἀκόμα κ᾿ οἱ γκάγκστερς, οἱ μεγάλοι ἀπατεῶνες, οἱ
ἄνθρωποι τῶν πάρτυ, τῶν ἱπποδρομίων, τῶν πλάζ, κλπ.
Ἔγραψα πολλὲς φορὲς γιὰ τὴν περιβολὴ τῶν ἱερωμένων καὶ
γιὰ τὴν ἐξωτερικὴ ὄψη τους, ἀπ᾿ ἀφορμὴ κάποιων «πρακτικῶν» νεωτεριστῶν ποὺ
κόπτονται γιὰ «την ἀναχρονιστικὴ καὶ βάρβαρη ἀμφίεσή τους καὶ γιὰ τὴν ἀσχήμια
(πόση εὐαισθησία καὶ καιλαισθησία!) τῶν μαλλιῶν καὶ τῶν γενιῶν των». Δὲν θὰ
ξαναγράψω ὅσα ἔγραψα ἄλλη φορά, περασπίζοντας τὴν ἐξωτερικὴ μορφὴ τῶν κληρικῶν
μας ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς παράδοσης.
Τοῦτο μονάχα θὰ πῶ τώρα σχετικὰ μὲ τὴν παράδοση στὸ
ντύσιμο τοῦ κλήρου μας: Ἂς φαντασθῇ ὅποιος θέλει, ἂν μπορῇ νὰ σταθῇ πιὰ τίποτε
ἑλληνικό, ἀπὸ τὴ μέρα ποὺ θὰ ἐμφανισθῇ ὁ παπὰς στὸ χωριὸ μὲ σακκάκι καὶ μὲ
πανταλόνι, μὲ γραβάτα καὶ μὲ ρεπούμπλικα, ξουρισμένος καὶ μαδημένος, ὅπως εἶναι
μερικοὶ ποὺ ἔρχουνται ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό, καὶ ἀηδιάζει κανένας νὰ βλέπη
ξουρισμένους σβέρκους, μάγουλα σὰν καθαρισμένα αὐγά, προγούλια, ἔκφραση
τραπεζίτη ἢ ὀπερατὲρ τοῦ κινηματογράφου, χειρονομίες καὶ φωνὲς τῆς πιάτσας,
κλπ.
Σήμερα θὰ πῶ λίγα λόγια μονάχα γιὰ τὸ ράσο καὶ γιὰ τὰ
γένεια, «ἀπὸ αἰσθητικῆς ἀπόψεως», ὅπως λένε κ᾿ οἱ αἰσθητικοί, ἐπειδὴ οἱ
νεωτεριστὲς ποὺ φωνάζουνε πῶς πρέπει νὰ καταργηθοῦνε, λένε πῶς ἀηδιάζουνε ἀπὸ
τὴν ἀσχήμια τοῦ ράσου καὶ τῶν γενείων, καὶ πὼς ὅσα λένε τὰ λένε ἐν ὀνόματι «τῆς
καλαισθησίας».
Καὶ πρῶτα - πρῶτα ποιὰ εἶναι ἡ καλαισθησία στὰ
θρησκευτικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα; Σ᾿ αὐτὰ δὲν ὑπάρχει «καλαισθησία» κατὰ
τὰ γοῦστα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ εἶναι καλὸ καὶ ἔμορφο ὅ,τι εἶναι εὐπρεπὲς καὶ σεμνό,
ὅ,τι εἶναι πρέπον στὸ πνευματικὸ ἀξίωμα τοῦ ἱερέως. Ὅπως ἡ μορφὴ ποὺ ἔχουνε
τόσα ἀντικείμενα εἶναι σχετικὰ μὲ τὴν ἐκκλησία, κτίρια, εἰκόνες, ψαλμός, σκεύη,
βιβλία, ἄμφια, ποὺ εἶναι τέτοια, ὥστε νὰ ἀνεβάζουν τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ
πιστοῦ στὸν πνευματικὸ κόσμο, σὰν νὰ εἶναι σύμβολα ἱερὰ καὶ ὑπομνήματα στὸν
λόγο τοῦ Θεοῦ, «ἀναγωγικὰ» ἀπὸ τὸν ὑλικὸ στὸν φθαρτὸ κόσμο στὸν πνευματικὸ καὶ
ἄφθαρτον τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἔτσι καὶ ἡ ἀμφίεση κ᾿ ἡ ὄψη τῶν κληρικῶν,
πρέπει νὰ δείχνῃ τὸ πνευματικὸ ἀξίωμά τους. Ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ποὺ ζοῦσαν πρὸ
Χριστοῦ, οἱ ἱερεῖς, οἱ μάντεις, οἱ πυθίες, εἴχανε ἰδιαίτερη στολὴ κ᾿ οἱ ἄντρες
εἴχανε καὶ γένεια καὶ μαλλιά, ὥστε νὰ δυναμώνῃ μὲ τὴ μορφὴ καὶ τὸ πνευματικὸ
ἐπιβάλλον τους. Οἱ Ἕλληνες ποὺ ἐκτιμήσανε τὴ μορφὴ μέχρι λατρείας, δίνανε
μεγάλη προσοχὴ σ᾿ αὐτὰ ποὺ τὰ νομίζουνε «ἄνευ σημασίας καὶ πάρεργα» οἱ εὐρύνοες
καὶ ἐλευθερόφρονες πρακτικοὶ χριστιανοὶ μὲ τὸ θετικὸ μυαλό τους. Τουλάχιστον
δὲν φαντάζονται πὼς κ᾿ ἕνα λιοντάρι στὴ φυσική του κατάστασή του, ποὺ τὸ
στόλισε ὁ Θεὸς μὲ τὴ μεγαλοπρέπεια τῆς χαίτης του, θὰ γίνη σὰν ἕνα ψωρόσκυλο,
ἂν τὸ κουρέψουνε; Μήτε ἕνα τόσο πρακτικὸ πράγμα δὲν βάζουνε στὸν νοῦ τους αὐτοὶ
οἱ «πρακτικοὶ» κύριοι; Μὰ τέτοια κεφάλια δὲν γεμίζουνε μήτε μὲ χίλια πράγματα
ποὺ μπορεῖ νὰ πῇ κανένας ἀπάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα.
Ἀλλὰ ὅπως εἶπα καὶ παραπάνω, ἂς πάρουμε τὸ πράγμα κι᾿
ἀπὸ τὴ μεριὰ «τῆς καλαισθησίας», γιατὶ τώρα τελευταῖα οἱ πρακτικοὶ νεωτεριστὲς
γυρίσανε τὸ τραγούδι τοῦ ράσου καὶ τῶν γενειῶν στὴν αἰσθητική, ἴσως ἐπειδὴ ἡ
ἐποχή μας ποὺ εἶναι ἡ πιὸ ἀκαλαίσθητη, δίνει μεγάλη σημασία στὴν «αἰσθητικὴ»
καὶ στὸ «καλὸ γοῦστο».
Θά ῾θελα νὰ γράψω ἕνα φυλλάδιο ὁλόκληρο ποὺ νἄχῃ γιὰ
τίτλο «Η ἀκαλαισθησία ὁμιλοῦσα περὶ αἰσθητκῆς». Νὰ τὸ γράψω μάλιστα στὴν
καθαρεύουσα, ὥστε νὰ εἶναι σύμφωνο μὲ κείνους ποὺ μοῦ δώσανε ἀφορμὴ γιὰ νὰ
γράψω.
Λοιπόν, ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀποτροπιάζονται τὸ ράσο
καὶ τοὺς γενειοφόρους ἱερεῖς, στὄνομα τῆς καλαισθησίας; Ἀπάντηση; Κατὰ κανόνα
εἶναι οἱ πιὸ ἀκαλαίσθητοι, οἱ ἄνθρωποι τοῦ «κακοῦ γούστου», ποὺ δὲν ἔχουνε
καμία σχέση μὲ τὴν τέχνη, καὶ μήτε κἂν μὲ τὴ συνηθισμένη καλαισθησία. Μπῆτε στὰ
σπίτια τους καὶ στὰ γραφεῖα του καὶ θὰ φρίξετε. Ἀρχιτεκτονική, ἔπιπλα, εἰκόνες,
βιβλία, βάζα, πολύφωτα, ὅλα σε σπρώχνουνε νὰ βγῇς ἔξω. Ἐκεῖνο ποὺ θὰ σοῦ κάνῃ
τὴ μεγαλύτερη ἐντύπωση, εἶναι κανένα ἐλεεινὸ κάντρο μὲ ἐλεεινότερη κορνίζα,
κρεμασμένο ἀπάνω ἀπὸ τὸ γραφεῖο ἢ ἀπὸ τὸ κρεβάτι, ποὺ θὰ παριστάνῃ κενέναν
«γλυκὺν Ἰησοῦν» γεμάτον ζαχαρίνη, μ᾿ ἐκεῖνο τὸ μειδίαμα ποὺ παραγγέλνουν οἱ
φωτογράφοι στοὺς πελάτες μπροστὰ στὸ φακό, μὲ ρεφλεδάκια στὸ πρόσωπο, μὲ μαλλιὰ
ποὺ ἔχουνε γίνει μποῦκλες στὸ κομμωτήριο, μὲ κινηματογραφικὲς χειρονομίες κλπ.
Ὅποτε τυχαίνει νὰ συναπαντήσω κανέναν παπᾶ, καὶ πρὸ
πάντων ἂν τύχῃ νὰ εἶναι εὐμορφάνθρωπος, στέκουμαι καὶ τὸν θαυμάζω γιὰ τὴν
μεγαλοπρέπειά του, γιὰ τὸ ἐπιβάλλον καὶ μαζὶ γιὰ τὴν σεμνότητα ποὺ ἔχει ἡ ὄψη
του, καὶ γιὰ τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ ἔχει τὸ παρουσιαστικὸ καὶ ἡ ἀμφίεσή του. Ἱερὸ
πρόσωπο! Ἀλλὰ καὶ τί γραφικότητα ἔχει ὅλο τὸ παράστημά του. Εἶμαι ζωγράφος, τὸ
μάτι μου εἶναι ἀκονισμένο στὸ τί εἶναι γενικὰ τὸ ἔμορφο, κι᾿ ὄχι μοναχὰ δὲν
βρίσκω κανένα ψεγάδι ἀπάνω του, ἀλλὰ καὶ τὸν θαυμάζω. Καὶ νὰ συλλογίζεσαι πῶς
ὑπάρχουν κάποιοι Ἕλληνες, καὶ θεολόγοι μάλιστα, ποὺ ξυνίζουνε τὰ μοῦτρα τους,
ποὺ τὸν βρίσκουνε «ἀντιαισθητικόν»! Ἀντιαισθητικὸν βρίσκουνε τὸν Ὅμηρο, τὸν
μάντη Τειρεσία, τὸν Μέντορα, τὸν Ἀχιλλέα μὲ τὰ μαῦρα στριφτὰ γένια, τὸν
Θεμιστοκλῆ, τὸν ἅγιο Βασίλειο, τὸν ἅγιο Λουκιανὸ ποὺ τὸν εἶδε καὶ τἄχασε ὁ
σκληρὸς Διοκλητιανός, τὸν ἅγιο Νικόλαο, τὸν Κωνσταντῖνο τὸν Παλαιολόγο, τὸν
Θανάση Διάκο, τὸν Παπαφλέσσα, τὸν Ἡσαΐα Σαλώνων, τέλος βρίσκουνε ἄσχημο τὸν
πνευματικὸ λέοντα μὲ τὴν φυσικὴ χαίτη του, καὶ ἔχουνε γιὰ ὄμορφον ἐκεῖνον τὸν
μαδημένον, ποὺ εἶναι σὰν τὸ κριάρι ποὺ τὸ κουρέψανε καὶ γίνηκε ἀγνώριστο, μὲ τὰ
στραβὰ ποδάρια του, μὲ τὸ λαιμὸ τῆς γαλοπούλας καὶ μὲ τὸ κωμικὸ μούσι! Μὴ
χειρότερα! Ποὺ μπορεῖ νὰ φτάσῃ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ ξιπασιὰ γιὰ νὰ φανῇ
εὐρωπαϊσμένος! Ἐμεῖς ποὺ κάτι γομᾶμε ἀπὸ τέχνη, νοιώθουμε αὐτὰ τὰ αἰσθήματα, κ᾿
οἱ ἀπελέκητοι καὶ κακόγουστοι «ἀχαλοῦν γιὰ τὴν ἄκομψον καὶ βάρβαρον ἐμφάνισιν
τῶν κληρικῶν»! Ποιοί; ἐκεῖνοι ποὺ τὸ μάτι τους θέλει νὰ βλέπει τριμμένα κι᾿
ἀνέκφραστα σχήματα.
Ἀλλὰ καὶ κακοφτιαγμένος νὰ εἶναι ὁ παπάς, μὲ τὸ
ντύσιμό του παρουσιάζεται εὐπρεπισμένος, παρὰ ἂν φοροῦσε σακκάκια καὶ
πανταλόνια: μὲ τὰ γένια καὶ τὰ μαλλιὰ κρύβονται οἱ ἀσχήμιες τοῦ κεφαλιοῦ, τὰ
προγούλια, οἱ σβέρκοι, τὰ πλατειὰ χείλια, τὰ παχειὰ μάγουλα. Βάλε καὶ τὸ
καλυμαύχι, ποὺ εἶναι ἕνα θαυμάσιο κάλυμμα, καὶ ποὺ γίνεται πιὸ θαυμάσιο με τὸ
ἐπανωκαλύμμαυχο*. Τὰ κουσούρια (ἐλαττώματα) πάλι ποὺ ἔχει τυχὸν τὸ σῶμα ἑνὸς
κληρικοῦ κρύβουνται καὶ μετασχηματίζονται ἀπὸ τὰ ράσα, οἱ κοιλιές, τὰ στραβὰ
πόδια, τὰ μακρυὰ χέρια, ἡ καμπούρα, κ.ο.κ. Ὅλα ντύνουνται μὲ εὐπρέπεια καὶ
πνευματικὴ ἀρχοντιά, μπροστὰ στὰ στενὰ καὶ στὰ μεσάτα των καθολικῶν, τὰ κλὸς
καὶ τὰ μοδιστράδικα πλισσέ. Οἱ παπάδες μας εἶναι σὰν πνευματικοὶ ἄρχοντες. Δόξα
σοι ὁ Θεὸς ποὺ βλέπουμε ἀκόμα τέτοιες βιβλικὲς μορφὲς στὸν αἰώνα τῆς
μονοτονίας, τῆς ἀνέκφραστης ὁμοιομορφίας καὶ τῆς ἀντιπνευματικῆς πεζότητας!
Ὡστόσο, κ᾿ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν χωνεύουν τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ ράσα, μιλοῦμε συχνὰ μὲ γεροντοκοριτσίστικη
ἔκσταση γιὰ κάποιες «βιβλικές μορφές». Θέλεις μῆλον ἔπαρε, θέλεις κυδώνι λάβε,
ποὺ λέγει καὶ ἡ παροιμία.
Τὸ πόσο στολίζουν τὰ γένεια ἕνα ἱερὸ πρόσωπο καὶ τοῦ
δίνουνε εὐπρέπεια καὶ πνευματικὸ ἀξίωμα, τὸ δείχνει ἀνάμεσα σὲ ἄλλα καὶ τὸ
ἄγαλμα τοῦ Μωϋσῇ ἀπὸ τὸν Μιχαὴλ Ἄγγελο. (Τὸ γράφω αὐτὸ γιὰ τοὺς
δυτικόπληκτους). Ἐνῶ κατὰ τὴν ἀρχαία παράδοση ὁ Μωϋσῆς παριστάνεται σπανὸς μὲ
λίγες ἀραιὲς τρίχες στὸ πηγούνι, ὁ Μιχαὴλ Ἄγγελος. δηλ. ἕνας τεχνίτης
κατόλικος, ποὺ ἔβλεπε γύρω τοὺς ξουρισμένους κληρικούς, τὸν ἔκανε μὲ μακρυὰ καὶ
μπλεγμένα γένεια καὶ μὲ πολλὰ σγουρὰ μαλλιά, γιὰ νὰ δώσῃ χαρακτήρα ὑπερανθρώπου
καὶ ἱερατικόν, ὅπως στὸν Σαβαώθ, στοὺς Πατριάρχες καὶ στ᾿ ἄλλα σεβάσμια πρόσωπα
τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Κάποιος γνωστός μου κληρικὸς ποὺ ταξίδεψε πρὶν ἀπὸ
λίγα χρόνια στὴ Συρία καὶ στὸ Λίβανο, μοῦ ῾λεγε πῶς τοῦ εἶπε ἕνας ἀρχιμανδρίτης
Σῦρος πὼς ὁ βασιλιὰς τῆς Ἰορδανίας Ἀβδουλλάχ, ἔλεγε στὸν μακαρίτη Πατριάρχη
Ἀντιοχείας: «Ἐσεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχετε στὸ παρουσιαστικό σας κάποιο πράγμα ποὺ
μᾶς κάνει, ἐμᾶς τοὺς μουσουλμάνους, νὰ νοιώθουμε σεβασμό. Ἐνῷ ἐκεῖνοι οἱ
φραγκοπαπάδες μᾶς φαίνουνται σὰν πράκτορες ὑπόπτων ὑποθέσεων». Ἀλλὰ καὶ κάποιοι
ἱερεῖς μας ποὺ πήγανε σὲ ξένες χῶρες χριστιανικὲς τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς,
μὲ τὰ ράσα καὶ τὰ γένεια, ὅπως κάνουνε ὁ Ρῶσοι, ἤτανε σεβάσμιοι γιὰ τοὺς
ντόπιους, ἐνῶ στοὺς κουρεμένους φραγκοφορεμένους δικούς μας δὲν δείχνανε κανένα
σεβασμὸ σὰν σὲ θρησκευτικοὺς ἀνθρώπους. Πολλοὶ ξένοι μοῦ τὸ τονίσανε αὐτό, καὶ
γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας ποὺ στέλνει στὶς παροικίες παπάδες, ἔχει ξεπέσει στὴν
συνείδηση τῶν ξένων. Ἐξ ἄλλου, τὸ κοστούμι κ᾿ ἡ γραβάτα ἔχει μεγάλη ἐπίδραση
στὸ ἦθος τῶν κληρικῶν μας ποὺ τὰ φορᾶνε.**.
Ἕνας εὐλαβὴς ἱερεύς, γνωστός μου, μοῦ ἔλεγε πὼς ὅταν
τὸ βράδυ βγάλῃ τὰ ράσα γιὰ νὰ κοιμηθῇ, δὲν γνωρίζει τὸν ἑαυτό του, καὶ θαρρεῖ
πῶς ἡ θεία χάρη ποὺ νοιώθει ὅταν τὰ φορῇ, φεύγει ἀπὸ πάνω του.
Ὅπως ὁ ἀξιωματικὸς ἢ ὁ ἀστυνόμος ποὺ ὑπηρετεῖ τὴν
ἐπίγεια ἐξουσία, φορεῖ τὴ στολή του γιὰ νὰ γνωρίζεται, ἔτσι κι᾿ ὁ ἱερωμένος,
καὶ πολὺ περισσότερο, γιατὶ ὑπηρετεῖ τὴν οὐράνια ἐξουσία πρέπει νὰ φορεῖ τὴν
στολή του, κι᾿ ὄχι νὰ ντρέπεται, ὅπως κάνουνε ἐκεῖνοι ποὺ δὲν θέλουν τὸ ράσο.
Ἂν βγάζανε τὴν ἱερατικὴ περιβολή τους οἱ παπάδες καὶ βάζανε πολιτικά, θὰ
βλέπανε τί περίπαιγμα θὰ παθαίνανε ἀπὸ τοὺς ἄθρησκους, προπάντων στὴν ἐπαρχία.
Γιατὶ τὸ ράσο εἶναι ἀσπίδα.
Γιὰ τοῦτο, πῶς ἀλλοίμονο ἂν παρουσιασθῇ ὁ παπὰς στὸ
χωριὸ μὲ πανταλόνια καὶ μὲ γραβάτα, καὶ τὸ καλοκαίρι μὲ κοντὰ μανίκια! Ὢ τί
δυστυχία! Ὢ διάλυση τῶν πάντων! Τί Ἑλλάδα μπορεῖ νὰ σταθῇ πιά; Ὅλα θὰ
διαλυθοῦνε. Ὁ παπὰς στὸ χωριὸ εἶναι σύμβολο. Σύμβολο θρησκευτικὸ καὶ ἐθνικό, ἂς
εἶναι καὶ ἀγράμματος, ὁ πιὸ ἀπελέκητος. Τὸ ράσο θυμίζει στὸν λαὸ τὴν ἱστορία
του, τὶς θυσίες του, τοὺς πόνους του, τὶς χαρές του, καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸ ράσο τὸν
ζεσταίνει, τοῦ δίνει φρόνημα, πίστη, πεποίθηση, ἐμπιστοσύνη κι᾿ ἀγάπη στὴ φυλή
του. Αὐτοὶ ποὺ θέλουνε νὰ καταργήσουνε τὸ ράσο καὶ νὰ μοντερνίσουνε τὴν ἀρχαία
ὄψη τοῦ παπᾶ, συλλογιστήκανε καλὰ τί ζητᾶνε; Ἂς ρωτήσουν τοὺς ξενητεμένους
Ἕλληνες τί χαρὰ καὶ τί κατάνυξη νοιώθουν ὅταν ἀντικρύσουν, στὶς χῶρες ποὺ ζοῦν,
κάποιον ἱερέα μας μὲ γένεια καὶ μὲ ράσο. Εἶδα κάπου νὰ γράφει ἕνας διάκος
εὐσεβὴς ὅτι σὲ ἕνα γράμμα ποὺ ἔλαβε ἀπὸ ἕναν γνωστό του νέον, ἀλλὰ ἔγγαμον
ἱερέα, ποὺ ὑπηρετεῖ στὴν Τασμανία τῆς Αὐστραλίας, ἔγραφε τὰ παρακάτω λόγια: «τὸ
εὐχάριστο εἶναι ὅτι κατώρθωσα νὰ διατηρῶ τὰ ράσα καὶ τὰ γένειά μου, καὶ οὕτω
ἀπολαμβάνω σεβασμοῦ καὶ πολλῆς ἐκτιμήσεως ἀπὸ τοὺς ὁμογενεῖς της Τασμανίας».
Ἀλλὰ ἂς γυρίσουμε γιὰ λίγο ἀκόμα σὲ ἐκείνους ποὺ δὲ
μποροῦνε νὰ χωνέψουνε τὸ ράσο καὶ τὰ γένεια τῶν ἱερέων ἀπὸ τὴ μεγάλη «αἰσθητική»
καλλιέργεια ποὺ ἔχουνε.
Ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς, ποὺ εἶναι τώρα μακαρίτης κ᾿ ἤτανε
τότε ποὺ ζοῦσε καθηγητὴς σπουδαῖος της Θεολογίας, μὲ προσκάλεσε στὸ σπίτι του
γιὰ νὰ μοῦ δείξῃ τὰ «καλλιτεχνήματα» ποὺ εἶχε... Δὲν ἔβλεπα τὴν ὥρα καὶ τὴν
στιγμὴ νὰ φύγω ἀπὸ κεῖ μέσα καὶ σὰν βγῆκα, ἔκανα τὸν σταυρό μου, ἀνασαίνοντας
βαθειά, καὶ εὐχαρίστησα τὸν Κύριο ποὺ δὲν μὲ ἀξίωσε νὰ γίνω σοφὸς καθηγητής.
Λοιπόν, ἐκεῖνος ὁ φτωχὸς ἄνθρωπος, ἐκεῖνος ὁ ψυχικὸς ξέρακας ποὺ περνοῦσε γιὰ
σοφός, δὲν χώνευε μήτε τὰ ράσα, μήτε τὴ βυζαντινὴ εἰκονογραφία, μήτε «την
βάρβαρον βυζαντινὴν μουσικήν, ἠνάλωσε δὲ τὰς δυνάμεις αὐτοῦ μέχρι τοῦ θανάτου
του, μοχθήσας διὰ τὴν συγχρόνισιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡμῶν τεχνῶν»! Θεὸς συχωρέστον.
*
Κ᾿ ἡ μίτρα τοῦ δεσπότη (ἡ κορόνα) εἶναι ἀπὸ τὰ πλέον ἐπιβλητικὰ καὶ θαυμαστὰ
καλύμματα, μ᾿ ὅλο ποὺ εἶναι ρώσικη. Ἐνῶ ἡ τιάρα τῶν καρδιναλίων
ἐκφράζει ἀλαζονεία καὶ σατανικότητα, εἶναι καὶ κακοῦ γούστου κατασκεύασμα.
** Κάποιος πολύξερος καὶ σπουδασμένος καὶ ποὺ γνωρίζει
καλὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα, μοῦ ἔλεγε πὼς ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἱερωμένοι μας
βγάλανε τὰ ράσα, πλήθυνε ἡ κακοήθεια τοῦ κλήρου σὲ κείνη τὴ χώρα ποὺ
κατοικοῦσε.