Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«Ὑμεῖς ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος» (Β΄ Κορ. 6,16)
Χαίρω, ἀγαπητοί μου, ποὺ βρίσκομαι σήμερα ἐδῶ, σὲ μιὰ ὡραία ἐκκλησία ποὺ ἔχτισε ἡ εὐσέβειά σας. Καὶ δὲν εἶνε μόνο αὐτή· κι ἄλλες ἐκκλησίες ἔχουν χτίσει οἱ πιστοί, στὶς πόλεις καὶ στὰ χωριά. Στὴν Πρέσπα π.χ., σ᾽ ἕνα πολὺ μικρὸ χωριό, ποὺ ἔχει μόνο 15 κατοίκους,
οἱ φτωχοὶ αὐτοὶ ἔχτισαν μιὰ ὡραία ἐκκλησία ἐπ᾿ ὀνόματι τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου.
Ποιοί χτίζουν τὶς ἐκκλησίες, οἱ πλούσιοι; Αὐτοὶ δὲ δίνουν. Ποιοί δίνουν; Ἂς ἔχῃ δόξα ὁ Θεός· ὁ λαός μας, ὁ φτωχὸς λαός· οἱ ἀγρότες, οἱ βοσκοί, οἱ ἐργάτες, αὐτοὶ χτίζουν τὶς ἐκκλησίες· καὶ δίνουν ἑκατομμύρια.
Ποιοί χτίζουν τὶς ἐκκλησίες, οἱ πλούσιοι; Αὐτοὶ δὲ δίνουν. Ποιοί δίνουν; Ἂς ἔχῃ δόξα ὁ Θεός· ὁ λαός μας, ὁ φτωχὸς λαός· οἱ ἀγρότες, οἱ βοσκοί, οἱ ἐργάτες, αὐτοὶ χτίζουν τὶς ἐκκλησίες· καὶ δίνουν ἑκατομμύρια.
Διότι εἶνε ἀναγκαῖες οἱ ἐκκλησίες.
Ὅπως μαζεύονται στὸ σχολεῖο οἱ μαθηταὶ καὶ στὸ στρατῶνα οἱ στρατιῶτες, ἔτσι στὴν ἐκκλησία ἔρχονται οἱ πιστοί· εἶνε σχολεῖο ὅπου ἀκούγονται τὰ ὡραιότερα μαθήματα,
εἶνε στρατώνας καὶ στρατόπεδο ὅπου ἐκπαιδεύονται οἱ στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ· εἶνε καὶ λιμάνι τοῦ Θεοῦ, ὅπου ἀράζουν τὰ ταλαιπωρημένα καράβια. Ἔχει μεγάλη ἀποστολὴ ἡ Ἐκκλησία.
Ἀλλὰ τώρα τελευταῖα τί ἀκούγεται; Ἦταν προφητευμένο ὅτι θὰ ἔρθῃ ὁ ἀντίχριστος καὶ φαίνεται ὅτι βρισκόμαστε σὲ παραμονὲς τῆς ἐμφανίσεώς του. Ὁ ἀντίχριστος εἶνε ἐκεῖνος ποὺ θὰ πολεμήσῃ τὴν Ἐκκλησία· σύνθημά του θὰ εἶνε «γκρεμίστε τὶς ἐκκλησίες!». Ἄρχισαν λοιπὸν τώρα ν᾽ ἀκούγωνται τέτοιες βραχνὲς φωνές. Φωνάζουν. Ποῦ; Σὲ νηπιαγωγεῖα δάσκαλοι, σὲ σχολεῖα καθηγηταί, παντοῦ. Πρώτη φορὰ ἀκούγονται τέτοια λόγια. Εἶνε φωνὲς τοῦ διαβόλου, ποὺ ἔρχονται μέσ᾽ ἀπὸ τὴν κόλασι. Καὶ τί λένε· Δὲν θέλουμε ἐκκλησίες πλέον!…
Στὴ Φλώρινα ἕνας ἀπ᾽ αὐτοὺς περνοῦσε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος τὴν ὥρα ποὺ χτυποῦσε γλυκὰ ἡ καμπάνα· κι αὐτὸς ἀκούγοντας τὴν καμπάνα βλαστήμησε. Νὰ δοῦμε, λέει, πόσο καιρὸ θὰ χτυπᾶνε ἀκόμα καμπάνες! Δὲ θά ᾿ρθοῦν ἔτσι τὰ πράγματα νὰ γκρεμίσουμε τὶς ἐκκλησιές, θὰ σφάξουμε τοὺς παπᾶδες!… Μὴ σᾶς φανῇ παράξενο· μπορεῖ νὰ συμβῇ κάτι τέτοιο, ἂν τὸ παραχωρήσῃ ὁ Θεός. Στὴν Ἀλβανία ὑπῆρχαν χίλιες ἐκκλησίες. Ἡ Βόρειος Ἤπειρος εἶχε ὡραῖες ἐκκλησίες χτισμένες μὲ τὸν κόπο καὶ τὸν ἱδρῶτα τῶν ἀδελφῶν μας. Καὶ ἦρθαν χρόνια, ὅταν κυβερνοῦσε ὁ Ἐμβὲρ Χότζα (1908-1985), ποὺ οἱ καμπάνες σταμάτησαν νὰ χτυποῦν κ᾽ οἱ ἐκκλησίες ἔκλεισαν ἢ ἔγιναν καφενεῖα, ἑστιατόρια, ἀποθῆκες τροφίμων καὶ κινηματογράφοι, γιατὶ ἐκεῖ βασίλευε ἡ ἄθεη δικτατορία.
Καὶ στὴν Ἑλλάδα, ὅπως εἴπαμε, ἀκούγονται τέτοιες φωνές, κάτω ἡ θρησκεία – ζήτω ἡ ἀθεΐα. Ἀλλὰ στὴν πατρίδα μας τὸ βλέπω δύσκολο νὰ ἐπιτύχουν τὸ σχέδιό τους. Γιατὶ ἐδῶ δὲν εἶνε Ἀλβανία οὔτε Ῥωσία. Στὴ ῾Ρωσία τὶς ἐκκλησίες τὶς ἔχτιζαν τσάροι, μεγάλοι πλούσιοι, καὶ τὶς ἔντυναν μὲ ἀσήμι καὶ χρυσάφι· ἐδῶ δὲν ἔχουμε τσάρους, ἔχουμε φτωχὸ λαό. Κατὰ κανόνα αὐτοὶ ποὺ ἔχουν καράβια στὴ θάλασσα καὶ ἐργοστάσια στὴ στεριὰ δὲν χτίζουν ἐκκλησίες· ὁ φτωχὸς λαός, αὐτὸς χτίζει τὶς ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτὸ μοῦ φαίνεται δύσκολο νὰ ξερριζωθῇ ἡ πίστι. Ἔχει ῥίζες βαθειὲς στὴν καρδιὰ τοῦ λαοῦ μας. Κ᾽ ἕνα δέντρο – ἕνα πλατάνι, μὲ ῥίζες βαθειὰ στὸ χῶμα, δὲν μποροῦν νὰ τὸ ξερριζώσουν ἄνεμοι καὶ θύελλες· ἀντέχει. Ἔτσι καὶ ἡ πίστι μας. Γιατὶ δὲν εἶνε κάτι ἐπίκτητο στὸν ἄνθρωπο, εἶνε κάτι φυσικό.
Νὰ τὸ πῶ κάπως ἐπιστημονικά; ἡ θρησκεία μας εἶνε ἔμφυτη. Τί θὰ πῇ ἔμφυτη; Θὰ τὸ ἐξηγήσω μ᾽ ἕνα παράδειγμα. Εἶνε ὅπως τὸ ὅτι ἀγαπᾷ ἡ μάνα τὸ παιδί· αὐτὸ τὸ ἔχει ἀπὸ τὴ φύσι της. Δὲν τὸ διδάχθηκε ἀπὸ κανένα, δὲν πῆγε σὲ κάποιο σχολεῖο νὰ τὴ διδάξουν ὅτι πρέπει ν᾽ ἀγαπᾷ τὸ παιδί· ἡ μητρικὴ ἀγάπη εἶνε ἔμφυτη. Κάθε μάνα τὴν αἰσθάνεται. Καὶ προτιμᾷ νὰ πεθάνῃ παρὰ νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸ παιδί της. Καὶ χίλιες κ᾽ ἕνα ἑκατομμύριο διαταγὲς νὰ βγοῦν καὶ νὰ διατάζουν νὰ πάψουν οἱ μανάδες ν᾽ ἀγαποῦν τὰ παιδιά τους, αὐτὲς δὲν θὰ πειθαρχήσουν. Ἡ μητρικὴ ἀγάπη πηγάζει μόνη της ἀπ᾽ τὴν καρδιά, εἶνε κάτι φυσικό, κι ὅ,τι εἶνε φυσικὸ δὲν ξερριζώνεται. Ἔτσι λοιπὸν εἶνε καὶ ἡ θρησκεία μας· καμμιά, ἀπολύτως καμμιά διαταγὴ στὸν κόσμο δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ ξερριζώσῃ ἀπ᾿ τὶς καρδιὲς τῶν Χριστιανῶν τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ. Μένει καὶ θὰ μένῃ, εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων, εἰς πεῖσμα τῶν ἀθέων καὶ ἀπίστων. Καμμιά σατανικὴ δύναμις δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ βγάλῃ ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς ἀνθρωπότητος τὴ δίψα γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεό.
Κι ἂν ὑποθέσουμε ὅτι γίνεται μιὰ τέτοια ἀπόπειρα κι ὅτι ἐπικρατεῖ ἀπιστία καὶ ἀθεΐα καὶ κλείνουν οἱ ἐκκλησιές; Ἀπατῶνται οἱ διῶκτες τῆς Ἐκκλησίας ἂν νομίζουν ὅτι ἔτσι θὰ σβήσῃ ἡ πίστι μας. Μποροῦν νὰ κλείσουν τὶς ἐκκλησίες· ἔτσι ἔγινε στὴν Ἀλβανία, ἀλλὰ οἱ Χριστιανοὶ μαζεύονταν ἐκεῖ κρυφὰ τὴ νύχτα σὲ σπίτια καὶ κατακόμβες καὶ προσεύχονταν μὲ δάκρυα.
Καὶ ἂν κλείσουν καὶ τὶς κατακόμβες; Οὔτε καὶ τότε ἡ θρησκεία μας θὰ ἐκλείψῃ. Διότι καὶ πάλι θὰ ὑπάρχῃ γιὰ τοὺς πιστοὺς μιὰ ἄλλη ἐκκλησία, ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ τὴ γκρεμίσῃ κανείς, ἀπολύτως κανείς. Ποιά εἶνε ἡ ἐκκλησία αὐτή; Ὁ οὐρανὸς μὲ τ᾽ ἀστέρια του! Τί εἶνε κι ὁ μεγαλύτερος πολυέλεος τοῦ πιὸ εὐρύχωρου ναοῦ συγκρινόμενος μ᾽ αὐτὸ τὸν πολυέλεο τοῦ ναοῦ τοῦ σύμπαντος ποὺ κρέμασε ὁ Θεὸς πάνω ἀπ᾽ τὰ κεφάλια μας; Αὐτὸς ἔχει ὄχι εἰκοσιπέντε ἢ πενήντα κεριά, ἀλλὰ ἑκατομμύρια καὶ δισεκατομμύρια ἄστρα ποὺ λάμπουν στὸ στερέωμα. Σ᾽ αὐτὸ τὸ ναὸ «οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ» (Ψαλμ. 18,2)· ποιός μπορεῖ νὰ ἐμποδίσῃ τὴ λατρεία αὐτή; Θὰ εἶνε ἄφρων ὅποιος νομίσῃ ὅτι μπορεῖ νὰ καταλύσῃ αὐτὸ τὸ ναὸ καὶ νὰ σταματήσῃ τη λατρεία τοῦ Δημιουργοῦ.
Κι οὔτε ἐδῶ σταματᾷ ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει, πάνω ἀπὸ τὸν ὁρατὸ αὐτὸ ναὸ τοῦ ὑλικοῦ σύμπαντος, κ᾽ ἕνας ἀόρατος ναός. Ποῦ; Στὰ οὐράνια δώματα, ἐκεῖ ποὺ εἶνε ὁ θρόνος τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ ποὺ λατρεύεται ἡ ἁγία Τριὰς ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους.
Ἀλλὰ τώρα τελευταῖα τί ἀκούγεται; Ἦταν προφητευμένο ὅτι θὰ ἔρθῃ ὁ ἀντίχριστος καὶ φαίνεται ὅτι βρισκόμαστε σὲ παραμονὲς τῆς ἐμφανίσεώς του. Ὁ ἀντίχριστος εἶνε ἐκεῖνος ποὺ θὰ πολεμήσῃ τὴν Ἐκκλησία· σύνθημά του θὰ εἶνε «γκρεμίστε τὶς ἐκκλησίες!». Ἄρχισαν λοιπὸν τώρα ν᾽ ἀκούγωνται τέτοιες βραχνὲς φωνές. Φωνάζουν. Ποῦ; Σὲ νηπιαγωγεῖα δάσκαλοι, σὲ σχολεῖα καθηγηταί, παντοῦ. Πρώτη φορὰ ἀκούγονται τέτοια λόγια. Εἶνε φωνὲς τοῦ διαβόλου, ποὺ ἔρχονται μέσ᾽ ἀπὸ τὴν κόλασι. Καὶ τί λένε· Δὲν θέλουμε ἐκκλησίες πλέον!…
Στὴ Φλώρινα ἕνας ἀπ᾽ αὐτοὺς περνοῦσε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος τὴν ὥρα ποὺ χτυποῦσε γλυκὰ ἡ καμπάνα· κι αὐτὸς ἀκούγοντας τὴν καμπάνα βλαστήμησε. Νὰ δοῦμε, λέει, πόσο καιρὸ θὰ χτυπᾶνε ἀκόμα καμπάνες! Δὲ θά ᾿ρθοῦν ἔτσι τὰ πράγματα νὰ γκρεμίσουμε τὶς ἐκκλησιές, θὰ σφάξουμε τοὺς παπᾶδες!… Μὴ σᾶς φανῇ παράξενο· μπορεῖ νὰ συμβῇ κάτι τέτοιο, ἂν τὸ παραχωρήσῃ ὁ Θεός. Στὴν Ἀλβανία ὑπῆρχαν χίλιες ἐκκλησίες. Ἡ Βόρειος Ἤπειρος εἶχε ὡραῖες ἐκκλησίες χτισμένες μὲ τὸν κόπο καὶ τὸν ἱδρῶτα τῶν ἀδελφῶν μας. Καὶ ἦρθαν χρόνια, ὅταν κυβερνοῦσε ὁ Ἐμβὲρ Χότζα (1908-1985), ποὺ οἱ καμπάνες σταμάτησαν νὰ χτυποῦν κ᾽ οἱ ἐκκλησίες ἔκλεισαν ἢ ἔγιναν καφενεῖα, ἑστιατόρια, ἀποθῆκες τροφίμων καὶ κινηματογράφοι, γιατὶ ἐκεῖ βασίλευε ἡ ἄθεη δικτατορία.
Καὶ στὴν Ἑλλάδα, ὅπως εἴπαμε, ἀκούγονται τέτοιες φωνές, κάτω ἡ θρησκεία – ζήτω ἡ ἀθεΐα. Ἀλλὰ στὴν πατρίδα μας τὸ βλέπω δύσκολο νὰ ἐπιτύχουν τὸ σχέδιό τους. Γιατὶ ἐδῶ δὲν εἶνε Ἀλβανία οὔτε Ῥωσία. Στὴ ῾Ρωσία τὶς ἐκκλησίες τὶς ἔχτιζαν τσάροι, μεγάλοι πλούσιοι, καὶ τὶς ἔντυναν μὲ ἀσήμι καὶ χρυσάφι· ἐδῶ δὲν ἔχουμε τσάρους, ἔχουμε φτωχὸ λαό. Κατὰ κανόνα αὐτοὶ ποὺ ἔχουν καράβια στὴ θάλασσα καὶ ἐργοστάσια στὴ στεριὰ δὲν χτίζουν ἐκκλησίες· ὁ φτωχὸς λαός, αὐτὸς χτίζει τὶς ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτὸ μοῦ φαίνεται δύσκολο νὰ ξερριζωθῇ ἡ πίστι. Ἔχει ῥίζες βαθειὲς στὴν καρδιὰ τοῦ λαοῦ μας. Κ᾽ ἕνα δέντρο – ἕνα πλατάνι, μὲ ῥίζες βαθειὰ στὸ χῶμα, δὲν μποροῦν νὰ τὸ ξερριζώσουν ἄνεμοι καὶ θύελλες· ἀντέχει. Ἔτσι καὶ ἡ πίστι μας. Γιατὶ δὲν εἶνε κάτι ἐπίκτητο στὸν ἄνθρωπο, εἶνε κάτι φυσικό.
Νὰ τὸ πῶ κάπως ἐπιστημονικά; ἡ θρησκεία μας εἶνε ἔμφυτη. Τί θὰ πῇ ἔμφυτη; Θὰ τὸ ἐξηγήσω μ᾽ ἕνα παράδειγμα. Εἶνε ὅπως τὸ ὅτι ἀγαπᾷ ἡ μάνα τὸ παιδί· αὐτὸ τὸ ἔχει ἀπὸ τὴ φύσι της. Δὲν τὸ διδάχθηκε ἀπὸ κανένα, δὲν πῆγε σὲ κάποιο σχολεῖο νὰ τὴ διδάξουν ὅτι πρέπει ν᾽ ἀγαπᾷ τὸ παιδί· ἡ μητρικὴ ἀγάπη εἶνε ἔμφυτη. Κάθε μάνα τὴν αἰσθάνεται. Καὶ προτιμᾷ νὰ πεθάνῃ παρὰ νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸ παιδί της. Καὶ χίλιες κ᾽ ἕνα ἑκατομμύριο διαταγὲς νὰ βγοῦν καὶ νὰ διατάζουν νὰ πάψουν οἱ μανάδες ν᾽ ἀγαποῦν τὰ παιδιά τους, αὐτὲς δὲν θὰ πειθαρχήσουν. Ἡ μητρικὴ ἀγάπη πηγάζει μόνη της ἀπ᾽ τὴν καρδιά, εἶνε κάτι φυσικό, κι ὅ,τι εἶνε φυσικὸ δὲν ξερριζώνεται. Ἔτσι λοιπὸν εἶνε καὶ ἡ θρησκεία μας· καμμιά, ἀπολύτως καμμιά διαταγὴ στὸν κόσμο δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ ξερριζώσῃ ἀπ᾿ τὶς καρδιὲς τῶν Χριστιανῶν τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ. Μένει καὶ θὰ μένῃ, εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων, εἰς πεῖσμα τῶν ἀθέων καὶ ἀπίστων. Καμμιά σατανικὴ δύναμις δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ βγάλῃ ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς ἀνθρωπότητος τὴ δίψα γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεό.
Κι ἂν ὑποθέσουμε ὅτι γίνεται μιὰ τέτοια ἀπόπειρα κι ὅτι ἐπικρατεῖ ἀπιστία καὶ ἀθεΐα καὶ κλείνουν οἱ ἐκκλησιές; Ἀπατῶνται οἱ διῶκτες τῆς Ἐκκλησίας ἂν νομίζουν ὅτι ἔτσι θὰ σβήσῃ ἡ πίστι μας. Μποροῦν νὰ κλείσουν τὶς ἐκκλησίες· ἔτσι ἔγινε στὴν Ἀλβανία, ἀλλὰ οἱ Χριστιανοὶ μαζεύονταν ἐκεῖ κρυφὰ τὴ νύχτα σὲ σπίτια καὶ κατακόμβες καὶ προσεύχονταν μὲ δάκρυα.
Καὶ ἂν κλείσουν καὶ τὶς κατακόμβες; Οὔτε καὶ τότε ἡ θρησκεία μας θὰ ἐκλείψῃ. Διότι καὶ πάλι θὰ ὑπάρχῃ γιὰ τοὺς πιστοὺς μιὰ ἄλλη ἐκκλησία, ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ τὴ γκρεμίσῃ κανείς, ἀπολύτως κανείς. Ποιά εἶνε ἡ ἐκκλησία αὐτή; Ὁ οὐρανὸς μὲ τ᾽ ἀστέρια του! Τί εἶνε κι ὁ μεγαλύτερος πολυέλεος τοῦ πιὸ εὐρύχωρου ναοῦ συγκρινόμενος μ᾽ αὐτὸ τὸν πολυέλεο τοῦ ναοῦ τοῦ σύμπαντος ποὺ κρέμασε ὁ Θεὸς πάνω ἀπ᾽ τὰ κεφάλια μας; Αὐτὸς ἔχει ὄχι εἰκοσιπέντε ἢ πενήντα κεριά, ἀλλὰ ἑκατομμύρια καὶ δισεκατομμύρια ἄστρα ποὺ λάμπουν στὸ στερέωμα. Σ᾽ αὐτὸ τὸ ναὸ «οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ» (Ψαλμ. 18,2)· ποιός μπορεῖ νὰ ἐμποδίσῃ τὴ λατρεία αὐτή; Θὰ εἶνε ἄφρων ὅποιος νομίσῃ ὅτι μπορεῖ νὰ καταλύσῃ αὐτὸ τὸ ναὸ καὶ νὰ σταματήσῃ τη λατρεία τοῦ Δημιουργοῦ.
Κι οὔτε ἐδῶ σταματᾷ ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει, πάνω ἀπὸ τὸν ὁρατὸ αὐτὸ ναὸ τοῦ ὑλικοῦ σύμπαντος, κ᾽ ἕνας ἀόρατος ναός. Ποῦ; Στὰ οὐράνια δώματα, ἐκεῖ ποὺ εἶνε ὁ θρόνος τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ ποὺ λατρεύεται ἡ ἁγία Τριὰς ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους.
* * *
Ἐὰν ὅμως, ἀγαπητοί μου, τὰ οὐράνια δώματα εἶνε ὁ τελευταῖος καὶ ὑπέρτατος ναός, ὅπου ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ φθάνει στὸ ἀποκορύφωμά της, γεννᾶται τὸ ἐρώτημα·
ἐδῶ στὴ γῆ ποιός εἶνε ὁ πρῶτος καὶ βασικὸς ναὸς ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἀρχίζει ἡ θεάρεστη αὐτὴ λατρεία; Σ᾽ αὐτὸ ἀπαντᾷ ὁ σημερινὸς ἀπόστολος.
Πέρα, λέει, ἀπὸ τὶς ἐκκλησιὲς αὐτές, ποὺ χτίζονται μὲ πέτρες καὶ κεραμίδια, ὑπάρχει μιὰ ἄλλη ὑπέροχη ἐκκλησία, μυστικὴ ἐκκλησία·
καὶ αὐτὴ εἶνε ὁ ἄνθρωπος. «Ὑμεῖς», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος», σεῖς εἶστε ναὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ (Β΄ Κορ. 6,16). Ὁ καθένας ἄνθρωπος δηλαδὴ εἶνε ναός. Πῶς εἶνε ναός;
Κατὰ τοὺς ἁγίους πατέρας ὁ Χριστιανὸς γίνεται ναὸς ὅταν διατηρῇ στὴν καρδιά του τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ καὶ προσεύχεται σ᾽ αὐτόν, ὅταν στὰ ἱερὰ ἄδυτα τῆς ὑπάρξεώς του ―σὰν σὲ ἅγιο βῆμα― λατρεύῃ τὴν ἁγία Τριάδα, ὅταν ἡ φωνὴ τῆς ψυχῆς του ὑμνῇ τὸν Κύριο νοερῶς.
Ἀπὸ τὴν ὥρα τοῦ βαπτίσματος ὅλος ὁ ἄνθρωπος, ψυχὴ καὶ σῶμα, γίνεται ναός, μέσα στὸν ὁποῖο κατοικεῖ ὁ Κύριος. Ὅλη ἡ ὕπαρξί μας ἀνήκει σ᾽ αὐτόν. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ σῶμα πρέπει νὰ εἶνε καθαρὸ ὅπως μιὰ ἐκκλησία. Λένε μερικοὶ ἀνόητοι· Δικό μου εἶνε τὸ κορμί, ὅ,τι θέλω τὸ κάνω. Ποιός σοῦ τό ᾽πε; ἔχεις λάθος. Δὲν ξέρετε, λέει ἀλλοῦ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι τὸ σῶμα σας εἶνε ναὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο λάβατε ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ κατοικεῖ μέσα σας, κι ὅτι «οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν», ὅτι δὲν ἀνήκετε στὸν ἑαυτό σας; (Α΄ Κορ. 6,19). Τὸ κορμὶ σοῦ τό ᾿δωσε ὁ Θεὸς ὄχι γιὰ ν᾽ ἁμαρτάνῃς μ᾽ αὐτὸ ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐκτελῇς τὶς ἐντολές του. Σοῦ ᾽δωσε τὰ χέρια, νὰ κάνῃς τὸ σταυρό σου, νὰ βοηθᾷς τὸν ἄλλο, νὰ ἐλεῇς. Σοῦ ᾽δωσε τὰ πόδια, νὰ τρέχῃς στὸ καλό. Σοῦ ᾽δωσε τὰ μάτια νὰ βλέπῃς τὰ δημιουργήματα καὶ νὰ πιστεύῃς. Σοῦ ᾽δωσε τ᾽ αὐτιὰ ν᾽ ἀκοῦς τὰ πουλιὰ καὶ νὰ τὸν δοξάζῃς. Σοῦ ᾽δωσε τὸ μυαλὸ νὰ τὸν στοχάζεσαι. Σοῦ ᾽δωσε τὴν καρδιὰ γιὰ νὰ τὸν ἀγαπᾷς. Λοιπὸν εἶσαι ναός. Κι ὅπως μέσα στὸ ναὸ δὲν γίνονται ἀπρέπειες, ἔτσι κ᾽ ἐδῶ. Ὅπως στὴν ἐκκλησία δὲν τολμάει κανεὶς νὰ διαπράξῃ ἀσχημίες, ἔτσι δὲν πρέπει καὶ στὴν σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ὕπαρξί μας νὰ γίνεται τίποτε τὸ ἄσχημο καὶ ἄτακτο.
Γιὰ νὰ γίνεται αὐτό, οἱ πατέρες συνιστοῦν νὰ φρουροῦμε τὶς πέντε αἰσθήσεις, ποὺ εἶνε τρόπον τινὰ τὰ παράθυρά του. Ὅπως ὁ ναὸς τῆς παλαιᾶς διαθήκης στὰ Ἰεροσόλυμα εἶχε δικτυωτὲς θυρίδες (Ἰεζ. 41,16), παράθυρα μὲ σίτες γιὰ νὰ μὴ μπαίνουν ζωΰφια, ἔτσι ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ ἔχῃ στὶς αἰσθήσεις του ἀντὶ γιὰ σίτες τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, τὴ μνήμη τῆς κρίσεως καὶ τῆς κολάσεως, καὶ ἔτσι νὰ διατηρῇ τὴ θεία χάρι.
Κατὰ τοὺς ἁγίους πατέρας ὁ Χριστιανὸς γίνεται ναὸς ὅταν διατηρῇ στὴν καρδιά του τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ καὶ προσεύχεται σ᾽ αὐτόν, ὅταν στὰ ἱερὰ ἄδυτα τῆς ὑπάρξεώς του ―σὰν σὲ ἅγιο βῆμα― λατρεύῃ τὴν ἁγία Τριάδα, ὅταν ἡ φωνὴ τῆς ψυχῆς του ὑμνῇ τὸν Κύριο νοερῶς.
Ἀπὸ τὴν ὥρα τοῦ βαπτίσματος ὅλος ὁ ἄνθρωπος, ψυχὴ καὶ σῶμα, γίνεται ναός, μέσα στὸν ὁποῖο κατοικεῖ ὁ Κύριος. Ὅλη ἡ ὕπαρξί μας ἀνήκει σ᾽ αὐτόν. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ σῶμα πρέπει νὰ εἶνε καθαρὸ ὅπως μιὰ ἐκκλησία. Λένε μερικοὶ ἀνόητοι· Δικό μου εἶνε τὸ κορμί, ὅ,τι θέλω τὸ κάνω. Ποιός σοῦ τό ᾽πε; ἔχεις λάθος. Δὲν ξέρετε, λέει ἀλλοῦ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι τὸ σῶμα σας εἶνε ναὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο λάβατε ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ κατοικεῖ μέσα σας, κι ὅτι «οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν», ὅτι δὲν ἀνήκετε στὸν ἑαυτό σας; (Α΄ Κορ. 6,19). Τὸ κορμὶ σοῦ τό ᾿δωσε ὁ Θεὸς ὄχι γιὰ ν᾽ ἁμαρτάνῃς μ᾽ αὐτὸ ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐκτελῇς τὶς ἐντολές του. Σοῦ ᾽δωσε τὰ χέρια, νὰ κάνῃς τὸ σταυρό σου, νὰ βοηθᾷς τὸν ἄλλο, νὰ ἐλεῇς. Σοῦ ᾽δωσε τὰ πόδια, νὰ τρέχῃς στὸ καλό. Σοῦ ᾽δωσε τὰ μάτια νὰ βλέπῃς τὰ δημιουργήματα καὶ νὰ πιστεύῃς. Σοῦ ᾽δωσε τ᾽ αὐτιὰ ν᾽ ἀκοῦς τὰ πουλιὰ καὶ νὰ τὸν δοξάζῃς. Σοῦ ᾽δωσε τὸ μυαλὸ νὰ τὸν στοχάζεσαι. Σοῦ ᾽δωσε τὴν καρδιὰ γιὰ νὰ τὸν ἀγαπᾷς. Λοιπὸν εἶσαι ναός. Κι ὅπως μέσα στὸ ναὸ δὲν γίνονται ἀπρέπειες, ἔτσι κ᾽ ἐδῶ. Ὅπως στὴν ἐκκλησία δὲν τολμάει κανεὶς νὰ διαπράξῃ ἀσχημίες, ἔτσι δὲν πρέπει καὶ στὴν σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ὕπαρξί μας νὰ γίνεται τίποτε τὸ ἄσχημο καὶ ἄτακτο.
Γιὰ νὰ γίνεται αὐτό, οἱ πατέρες συνιστοῦν νὰ φρουροῦμε τὶς πέντε αἰσθήσεις, ποὺ εἶνε τρόπον τινὰ τὰ παράθυρά του. Ὅπως ὁ ναὸς τῆς παλαιᾶς διαθήκης στὰ Ἰεροσόλυμα εἶχε δικτυωτὲς θυρίδες (Ἰεζ. 41,16), παράθυρα μὲ σίτες γιὰ νὰ μὴ μπαίνουν ζωΰφια, ἔτσι ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ ἔχῃ στὶς αἰσθήσεις του ἀντὶ γιὰ σίτες τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, τὴ μνήμη τῆς κρίσεως καὶ τῆς κολάσεως, καὶ ἔτσι νὰ διατηρῇ τὴ θεία χάρι.
* * *
Χαίρω, ἀγαπητοί μου, διότι βρίσκομαι στὸ ναό σας καὶ διότι ἐκκλησιάζεσθε. Εὔχομαι, ὁ Θεὸς νὰ σᾶς εὐλογῇ ὅλους, τὰ παιδιά, τὶς γυναῖκες, τὰ χωράφια, ὅλα τὰ ὡραῖα ἔργα σας, καὶ νὰ σᾶς ἀξιώσῃ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος