Δημοσίευμα της Εφημερίδος :
"ΑΓΩΝΑΣ" αρ φυλ. 248/ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2018 http://www.agonas.org/
Η ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ 12 ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ
Ανασκαλεύοντας
το αρχειακό υλικό και απομακρύνοντας την σωρευμένη σκόνη της σκοπιμότητας που
για λίγο θάμπωσε τον οπτικό μας ορίζοντα και μετά διαλύθηκε, διαπιστώνουμε ότι
καπνιά ήταν τα ψεύδη και οι συκοφαντίες που εκτόξευε η στρατευόμενη
ρυμουλκούμενη προπαγάνδα. Ο Ιερώνυμος Κοτσώνης στέκεται εκφραστικός και
επιβλητικός, προσηλωμένος στους φύλακες της αλήθειας, στους ανταγωνιστές των
λεόντων, στους αχθοφόρους της αποστολικής παραδόσεως, στους μάρτυρες της
ορθοδοξίας που τους θαύμαζε.
Οι έντιμοι και
νηφάλιοι ερευνητές εκείνης της εποχής εκπλήσσονταν ολοένα και περισσότερο με
την αλέκιαστη αρχιερωσύνη του, την δυναμική του εξάρτηση από την Παράδοση των
Αποστόλων και των αγίων και την εκδίπλωση της εφευρετικότητας και ακάματης
ποιμαντικής του φροντίδας.
Ψάχνοντας σε βάθος
χρόνου και σε εύρος χώρου δεν βρήκα άλλες φυσιογνωμίες, που να σκιάζουν το δικό
του ΜΕΓΑΛΟ (άγνωστο στον κόσμο) αντιστασιακό και αντιδικτατορικό αγώνα του).
Η
ΠΑΡΑΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΣΤΑ ΠΑΝΩ ΤΗΣ
Αναγκαζόμαστε
να γυρίσουμε μισόν αιώνα πίσω, και να θυμηθούμε την πληρωμένη παραπληροφόρηση,
που εξαπάτησε το λαό με την σπορά των ψευδών ειδήσεων, παρουσιάζοντας μια
ολότελα πλαστή εικόνα που δεν είχε καμιά συγγένεια με τα πραγματικά γεγονότα.
Τα
σχέδια ήταν κομμένα σε ξένα εργαστήρια, ερχόμενα σχεδόν έτοιμα.
Η πλάνη
ήταν αγορασμένη, η εμπάθεια καμουφλαρισμένη με το μανδύα της αληθοφάνειας και η
παραβίαση της εντιμότητας νομιμοποιημένη με την παροχή των αργυρίων.
Τα
χέρια τους χούφτωναν το ιερό χρήμα και η καρδιά τους γέμιζε με τη σκοτεινιά της
απαίσιας αντιπαροχής.
Τα
αργύρια έκαναν το καταλυτικό τους έργο στρεβλώνοντας την αλήθεια. Παρουσίασαν
τον Σεραφείμ Τίκα (της ΧΟΥΝΤΑΣ) ως μέγα δημοκράτη, αντιστασιακό… και τον
ενάρετο πατέρα της Εκκλησίας Ιερώνυμο Κοτσώνη ως “χουντικό”, παραβάτη των Ιερών
Κανόνων και πολλών άλλων ψευδών κατασκευασμάτων.
Εδώ
έρχονται στο νου μας οι αντίστοιχες δόλιες ενέργειες των Εβραίων αρχιερέων
προκειμένου να πνίξουν την Ανάσταση του Χριστού. “Αργύρια ικανά έδωκαν τοις
στρατιώτες…” (Ματθ. 28, 12). Πληρώνουν μονάχα οι ανέντιμοι, που δεν έχουν
την αντοχή να αναμετρηθούν με την καθαρότητα. Προσφέρουν βρώμικο χρήμα οι
ένοχοι για να νομιμοποιήσουν την συκοφαντία και να παραπληροφορήσουν τον άδολο
λαό του Θεού.
Η
μαρτυρία της Βίβλου είναι αδιάψευστη και η εμπειρία της ιστορίας χειροπιαστή: “Τα
γαρ δώρα εκτυφλοί οφθαλμοίς σοφών και εξαίρει λόγους δικαίους” (Δευτερ. 16,
19).
Το αυτό
έκανε ο Σεραφείμ Τίκας διότι είχε λόγους να κρατήσει το “χριστεπώνυμο πλήρωμα”
μακριά από την πραγματικότητα και τα σκοτεινά σχέδιά του.
Κι όταν
κάποια εφημερίδα ή περιοδικό έγραφε τα πραγματικά γεγονότα – που συνήθως δεν
συνέφεραν στον Σεραφείμ – έλεγε εκείνο το αξιοθρήνητο: “ρίξε κανένα
ξεροκόκαλο στο κοπρόσκυλο (δημοσιογράφο) να σταματήσει το γαύγισμα”
ζητώντας μονάχα την εκδούλευση να μην ανακοινώνουν ό,τι βλέπουν κι ακούνε αλλά
να σκεπάζουν τα σκάνδαλα παραπληροφορώντας και συκοφαντώντας τον Ιερώνυμο (!),
αφού τους ήταν “βαρύς και βλεπόμενος” (Σοφ. Σολ. 2, 14).
Και
τούτο γιατί έζησε, περπάτησε και απέθανε φτωχός, “αργύριον και χρυσίον ούχ
υπάρχον εν αυτώ” (Πράξ. 3, 6), αφού δαπανώνταν σε έργα αγάπης, παρηγορίας
και ανακούφισης των χειμαζομένων. Ο τρόπος αυτός της ζωής του θεωρήθηκε μεμπτός
γι’ αυτό και υποβλήθηκε σε περιπέτειες και διωγμούς, δεδομένου ότι “οι
θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ισηού διωχθήσονται” (Τιμ. Β, 3, 12).
ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΟΣ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ
Ο π.
Ιερώνυμος δεν ήταν ο εκλεκτός της δικτατορίας γιατί ήταν προσωπικότητα με κύρος
και γνώμη. Αυτή όμως ήθελε τον Καστοριάς Δωρόθεο (Γιανναρόπουλο) – έναν
αχυράνθρωπο – για να κάνουν τις δουλειές τους όπως ήθελαν.
Βρέθηκαν
προ τετελεσμένων γεγονότων και έκαναν την ανάγκη φιλοτιμία. Στην αρχή
υπολόγισαν ότι μπορούσαν να τον χρησιμοποιήσουν παίζοντας το ρόλο του
συνδετικού κρίκου ανάμεσα στην στρατιωτική εξουσία – δικτατορία – και στο
Παλάτι. Δεν βρήκαν όμως πρόσφορο έδαφος, διότι ο Ιερώνυμος πρόβαλε άρνηση στην
ικανοποίηση των αιτημάτων τους.
Όποιος
αναδιφήσει στα κείμενα εκείνης της εποχής (1967-1974) θα συναντήσει μεγάλους
παραχαράκτες (δημοσιογράφους που σκάρωναν την πλαστή είδηση, παραμορφωτικούς
φακούς που αλλοίωναν την εικόνα, και ιδιοκτήτες συγκροτημάτων που μανουβράριζαν
τα κοινωνικά ρεύματα) να ξεδιπλώνουν μπροστά μας πλάνα μηχανορραφίας,
διαστροφής και παραπληροφόρησης, κακοποιημένες ειδήσεις, παραποιημένα γεγονότα,
απαλλαγές ενόχων και ενοχοποιημένους αθώους.
Τα μέσα
μαζικής ενημέρωσης βρίσκονταν στα χέρια της στρατιωτικής εξουσίας. Το ραδιόφωνο
και η τηλεόραση ήταν κρατικά. Οι εφημερίδες είχαν αυτοπαραδοθεί. Μετέδιδαν μόνο
ειδήσεις με εικόνες ειδυλλιακές. Καμιά αντίδραση για το τυραννικό καθεστώς.
Σταύρωσαν τα χέρια και συμμορφώθηκαν σαν φρόνιμα παιδιά της πρώτης δημοτικού.
Εκείνη
την εποχή που καταλύθηκε η ελευθερία και η δημοκρατία, μόνο ένας δεν υπέστειλε
τη σημαία, δεν φοβήθηκε τις συνέπειες, και όρθωσε το ανάστημά του. Αυτός ήταν ο
αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α΄ Κοτσώνης, ο οποίος ζήτησε μάλιστα να παύσουν οι
διώξεις αντιφρονούντων.
Οι
περιπτώσεις, γνωστές και άγνωστες, είναι αμέτρητες. Οι διωγμοί, λόγω κοινωνικών
φρονημάτων, δεν είχαν τελειωμό. Ονόματα διαφόρων κοινωνικών τάξεων είχαν μπει
στις μαύρες λίστες της ΚΥΠ.
Ο
Ιερώνυμος με την ιδιότητα του προηγούμενου επαγγέλματός του – καθηγητής
Πανεπιστημίου – όταν πληροφορήθηκε ότι πρόκειται να απομακρύνουν ή να μην εγκρίνουν διορισμούς σ’
αυτά, νομίμως εκλεγέντων αλλά θεωρηθέντων αριστερών πεποιθήσεων, έκρινε ιερό
καθήκον, ως πνευματικός ηγέτης, να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια και με
παραστάσεις να αναθεωρήσει η Στρατιωτική ηγεσία την απόφασή της.
«Εθεώρησα – γράφει ο
ίδιος – ιδιαίτερον χρέος μου να καταβάλω πολλάς προσπαθείας. Εξ αυτών άλλαι μεν
ήσαν αποτελεσματικαί, – και αναφέρει αρκετά ονόματα (καθηγητών Πανεπιστημίων, άλλων εκπαιδευτικών
ιδρυμάτων και διοικητικών υπαλλήλων) απ’ όσα διασώζει η μνήμη του – άλλαι
δε, προς μεγάλην μου λύπην, έμειναν άνευ αποτελέσματος…
Τας
ενεργείας μου αυτάς… δεν τας ανεκοίνωσα ούτε τότε ούτε αργότερον εις ουδένα,
ούτε καν εις τους ενδιαφερομένους, διότι δεν επεσκόπουν εις το να συλλέγω
εύσημα, αλλ’ εις το να εκτελώ το καθήκον μου».
Χαρακτηριστικό γεγονός
αποτελεί η περίπτωση του Χρ. Λαμπράκη (του συγκροτήματος “το ΒΗΜΑ” που ζήτησε
την βοήθειά του στις πρώτες ημέρες του πραξικοπήματος, μέσω της Δώρας Στράτου,
και τον προστάτεψε κρύβοντάς τον στο σπίτι του, μέχρι που έπαυσε η καταδίωξής
του.
Αυτό το συγκρότημα -
Λαμπράκη- που αργότερα, με τα εντυπά του (Βήμα, Νέα, Ταχυδρόμος) τον
πολέμησαν με δαιμονικό πείσμα.
Είχαμε συλλήψεις και
φυλακίσεις ιερέων, επειδή εκφράστηκαν κατά του καθεστώτος, οι οποίες με την
παρέμβασή του όχι μόνον αφέθηκαν ελεύθεροι, αλλά αψηφώντας τας κατ’ αυτών
κατηγορίας των, τους χρησιμοποίησε, εκτός της εφημερίας των, διορίζοντάς τους
σε διάφορες νευραλγικές θέσεις (Προϊστάμενο του ΟΔΔΕΠ, “Κίνημα Αγάπης”, Κεντρική
Υπηρεσία Αρχιεπισκοπής, Ηγούμενο της Ι.Μ. Πεντέλης). «Πόσον μου εστοίχισεν (γράφει
ο ίδιος) η πράξις μου αυτή εις εμπιστοσύνην του αρχηγού της ΕΣΑ δεν
γνωρίζω».
Η δικτατορία ζήτησε από τον
αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο να κινηθεί η εκκλησιαστική δικαστική διαδικασία σε
αρχιερείς (Πειραιώς Χρυσόστομο, Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου Αλέξανδρο, Σύρου
Δωρόθεο, Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιο, Φλωρίνης Αυγουστίνο) για λόγους καθαρά
πολιτικούς.
«Εγώ όμως – δήλωσε –
σύμφωνα με την αρχή μου όπως μη διώκεται ουδείς για τα φρονήματά του, ηρνήθην
δια τοιούτους λόγους να στραφώ εναντίον οιωνδήποτε, έστω και αν ούτοι
εστρέφοντο και προσωπικώς εναντίον μου».
Η απροθυμία του Ιερωνύμου να
μην δεχθεί η εκκλησιαστική δικαιοσύνη να στραφεί κατά μητροπολιτών για
πολιτικούς λόγους, πρόσθεσε έναν ακόμη λόγον δυσαρέσκειας της δικτατορίας
εναντίον του.
ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ
Με την επιβολή της
δικτατορίας γέμισαν τα στρατόπεδα της Γυάρου, Λέρου, αγ. Ευστρατίου… με
αντιπάλους του στρατιωτικού καθεστώτος που τους κατέδιδε η ξέφρενη κατασκοπεία.
Συμπιεσμένη ήταν η κατάσταση
των φυλακισμένων στο Μπογιάτι, Ωρωπό και σε άλλες φυλακές της χώρας. Τα μέτρα
σκληρά και απάνθρωπες οι συνθήκες διαβίωσης. Οι εφημερίδες μετέδιδαν τις
ειδήσεις κολοβωμένες. Έγραφαν για να επαινέσουν, όχι όμως και για να ψέξουν την
τραγική κατάσταση των κρατουμένων. Εμφάνιζαν εικόνες που κάλυπταν το στεναγμό
και το πένθος.
Ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος
ακούγοντας για τη σκληρή μεταχείριση των ανεπιθύμητων, για τα βασανιστήρια των
συλλαμβανόμενων κ.ά. αποφάσισε να επισκεφθεί προσωπικώς τα κέντρα που
εκρατούνταν για να έχει προσωπική αντίληψη των συνθηκών κράτησής των.
«Εθεώρουν χρέος μου (γράφει), όπως όχι μόνον να επεμβαίνω εις τας
συγκεκριμένας περιπτώσεις υπέρ των διωκομένων, αλλά και να φροντίσω, ίνα
ληφθούν γενικότερα μέτρα, προς τερματισμόν των διαπραττομένων ωμοτήτων».
«Τα βασανιστήρια των
συλλαμβανομένων και ανακρινομένων, που ενθυμίζουν μεθόδους χιτλερικάς ή
κομμουνιστικάς, αι άνευ λόγου ταλαιπωρίαι των συγγενών και των φίλων των
κρατουμένων, η επί μήνας παράτασης της κρατήσεώς των απλώς υπόπτων και τα τόσα
άλλα, τα οποία αποκαλύπτονται τώρα, και που ως ανθρώπους μας γεμίζουν με
αγανάκτησιν, ως Έλληνας δε πατριώτας μας προκαλούν εντροπήν, και περί των
οποίων μόνον ένα ελάχιστο μέρος επληροφορούμεθα, δεν είναι δυνατόν να αφήσουν
ασυγκίνητον οιανδήποτε άνθρωπον, έχοντα έστω και ίχνος ανθρωπιάς μέσα του, πολύ
περισσότερον δε έναν υπεύθυνον Ιεράρχην» (ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΕΝΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ).
Επίσης είχε δώσει εντολή
στον Πρωτοσύγκελο της Αρχιεπισκοπής επίσκοπο Περιστεράς π. Ηλία Τσακογιάννη –
μετέπειτα μητροπολίτη Δημητριάδος – να συγκεντρώνει πληροφορίες για κάθε
περίπτωση κακοποίησης κρατουμένου και να του την αναφέρει με συγκεκριμένα
στοιχεία. Αμέσως πήγαινε ο ίδιος στον Παπαδόπουλο και διαμαρτύρονταν για τα όσα
συνέβαιναν.
Εκτός όμως απ’ αυτά, υπήρχε
εντολή του στο Ταμείο Αρωγής του Αρχιεπισκόπου και στη Χριστιανική Αλληλεγγύη
της Αρχιεπισκοπής να αντιμετωπίζονται ανάγκες οικογενειών, οι οποίες υπέφεραν
από την κράτηση στις φυλακές των προστατών τους. Υπήρχαν περιπτώσεις που
δίνονταν επί σειρά ετών μηνιαίο βοήθημα.
Το θέμα αυτό της
συμπεριφοράς του έναντι των αντιπάλων της δικτατορίας «με έφερεν (γράφει ο ίδιος) εις εντονωτέραν
αντίθεσιν με τους περισσοτέρους και ισχυροτέρους παράγοντας της δικτατορίας».
ΒΑΣΙΛΙΚΟ
ΑΝΤΙΚΙΝΗΜΑ
Υπήρξε
όμως μια αναπάντεχη εξέλιξη. Στις 13 Δεκεμβρίου 1967 ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος
έκανε αντικίνημα για να ανατρέψει το δικτατορικό καθεστώς. Την είδηση αυτή την
πληροφορήθηκε την ώρα του γεύματος από το ραδιόφωνο. Αναστατώθηκε. Τον άκουσαν,
όσοι γευμάτιζαν μαζί του, να λέει: «Αυτό είναι φοβερό, μπορεί να γίνει αφορμή
εθνικού διχασμού και αδελφοκτονίας».
Επιχείρησε
να επικοινωνήσει με αρμόδιους παράγοντες για να πάρει πληροφορίες. Όλες οι
τηλεφωνικές γραμμές ήταν κομμένες και η επαφή του με τον έξω κόσμο εμποδισμένη.
Στις 8 το
βράδυ τον τηλεφώνησε ο Πατακός και τον ρώτησε εάν ήθελε να πάει στο Πεντάγωνο.
Ο ίδιος αποδέχθηκε την πρόσκληση αμέσως με το σκεπτικό να αναλάβει μεσολαβητικό
ρόλον, ώστε να αποφευχθεί ένας εμφύλιος σπαραγμός.
Μαζί του
πήρε και τον Πρωτοσύγκελόν του επίσκοπον π. Ηλίαν. Η στρατιωτική Κυβέρνηση είχε
σύσκεψη και εκλήθη να παρευρεθή και ο αρχιεπίσκοπος.
Νά πως
περιγράφει ο ίδιος την κατάσταση: «Αμέσως, αφού ο τότε Υπουργός παρά τω
Πρωθυπουργώ κ. Γ. Παπαδόπουλος με κατετόπισεν επί της καταστάσεως, ήρχισα τον
αγώνα, όπως επιτύχω την αποτροπήν του εμφυλίου σπαραγμού και την συνδιαλλαγήν…
Εζήτησα, όπως, πριν από κάθε άλλην συζήτησιν γίνουν δεκτοί από την Επανάστασιν
τέσσαρες όροι. Με πολλήν προσπάθειαν και χάρις στην σθεναράν στάσιν μου,
κατόρθωσα τότε να αποσπάσω την αποδοχήν των τεσσάρων εκείνων όρων, ένας από
τους οποίους ήταν η χορήγησις γενικής αμνηστίας. Και μάλιστα η αποδοχή των
τεσσάρων αυτών όρων έγινε κατά τρόπον πανηγυρικόν, διότι οι τρεις συναρχηγοί της Επαναστάσεως εσηκώθηκαν όρθιοι και ενώπιον
όλων των υπουργών, έδωκαν τον λόγον της στρατιωτικής των τιμής, ότι θα τους
τηρήσουν».
Η γενική αμνηστία μεταδόθηκε
από το ραδιόφωνο στις 2 μετά τα μεσάνυχτα. Κανένας όμως δεν έμαθε ότι τα
κρατητήρια άνοιξαν με την επέμβαση του Ιερωνύμου – που ήταν απαίτησή του – και
αφέθηκαν ελεύθεροι όλοι όσοι είχαν συλληφθεί. Αυτή η εναγώνια προσπάθειά του να
σώσει την Ελλάδα από το αιματοκύλισμα, έμεινε εντελώς άγνωστη.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ