Δημοσίευμα της Εφημερίδος :
"ΑΓΩΝΑΣ" αρ φυλ. 249/ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2018 http://www.agonas.org/
ΕΝΑ ΑΚΟΜΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ
ΤΗΣ ΠΑΛΙΚΑΡΙ ΤΙΜHΣΕ
Η ΤΣΑΡΙΤΣΑΝΗ του ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΚΟΝΤΟΥ καθηγητού
(Την ψυχή της ηρωικής εξόδου του
Μεσολογγίου:
τον επίσκοπο Ρωγών Ιωσήφ τον
Τζαριτζανιώτη)
Χρόνια τώρα, την Κυριακή της Ορθοδοξίας (φέτος είναι στις 25
Φεβρουαρίου) μνημονεύεται μαζί με τους άλλους Επισκόπους-Κληρικούς που
ανέδειξε, ας μας επιτραπεί ο όρος, η πνευματομάνα Τσαριτσάνη, είναι και
ο ήρωας του Μεσολογγίου, ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ.
Επικράτησε όμως και όχι άδικα, τη μεγάλη αυτή μέρα της
Ορθοδοξίας να γίνεται αναφορά μόνο στο μεγάλο Οικουμενικό δάσκαλο τον
Κωνσταντίνο Οικονόμο των εξ Οικονόμων. Όχι ότι και στη μορφή αυτή εξαντλούνται
οι υποχρεώσεις μας με τα δέκα (10) λεπτά της ομιλίας μέσα στο Ναό κάθε χρόνο!
Το πνευματικό ταμείο του Οικονόμου είναι ανεξάντλητο, οικουμενικό και
ουσιαστικό, επίκαιρο και διαχρονικό. Μακάρι να βρισκότανε τρόπος να
μεταφέρονται κάθε φορά οι θέσεις του στα εκκλησιαστικά (πνευματικά) και
κοινωνικά προβλήματα της Χώρας μας και όχι μόνο! Με τις μικρές μας δυνάμεις θα
προσπαθήσουμε μελλοντικά να μεταφέρουμε το “χθες” του Οικονόμου στο σήμερα!
Όμως εμείς τώρα από τις στήλες της εφημερίδας, θα αναφερθούμε
στον επίσκοπο, στον ήρωα της εξόδου του Μεσολογγίου, την ψυχή των πολιορκημένων
Ιωσήφ Ρωγών τα αποκαλυπτήρια της προτομής του οποίου έγιναν την Κυριακή 25/2
στον προαύλιο χώρο του Ιερού Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Τσαριτσάνη.
Θα μεταφέρουμε εδώ από το βιβλίο “Η ελληνική επανάσταση του
1821” Πελοπόννησος – Στερεά – Νήσοι – Βόρειος Ελλάς Δ΄ Μέρος Αθήνα 2014 του
Ιστορικού Σαράντη Ι. Καργάκου τις σελ. 166-169 που αναφέρονται στην απόφαση της
εξόδου του Μεσολογγίου και στον πνευματικό ρόλο που έπαιξε ο Ιωσήφ σε κρίσιμες
στιγμές, όπως στην περίπτωση της εξόδου. Αλήθεια, πόσο μας χρειάζονται και
σήμερα τέτοιες μορφές!
Αλλά την πλέον αψευδή μαρτυρία για το επίπεδο της τραγικής
αθλιότητας, εξ αιτίας της πείνας, την προσφέρει η επιστολή που συνέταξε την
επαύριο του έπους της Κλείσοβας (26 Μαρτίου) εκ μέρους των Μεσολογγιτών ο
Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος και την απέστειλε στη Ζάκυνθο, προς τους Διον. Ρώμα,
Σταμ. Μπουντούρη και Κων. Δραγώνα. Στην επιστολή εκτίθενται τα νέα τρόπαια αλλά
και η θλιβερή κατάσταση των πολιορκημένων:
«Ο Ελληνικός στόλος δεν εφάνη ακόμη, αδελφοί, κατά τα
γραφόμενα της Σ(εβαστής) Διοικήσεως και των αυτού φιλογενών, και τούτο είναι το
οποίον δειλιάζει τους εδώ εγκλείστους αδελφούς, οι οποίοι δεν έχουν καθόλου την
αναγκαίαν ζωοτροφήν και έφαγαν και τρώγουν ολονέν γαϊδούρια και αυτούς τους
ποντικούς, βαστώντες με τα δόντια το προπύργιον της Ελλάδος και ελπίζοντες να
δουν ημέραν παρ’ ημέραν τον Στόλον. Αμετάθετον δε απόφασιν έχουν να
μακελλευθούν με τους εχθρούς μάλλον παρά να αφήσουν εις αυτούς το φρούριον
τούτο» (βλ. στου Ανδρέα Δημητρίου, όπ. π., σ. 76).
Απόφαση της εξόδου
Παρά την εξάντληση, δεν χάθηκε το υπερήφανο ήθος των
πολιορκημένων. Απέρριψαν και τις τελευταίες προτάσεις για παράδοση και
αποφάσισαν να ενεργήσουν έξοδο, προτού φθάσουν στα έσχατα της εξαντλήσεως.
«Έκδηλα, η ιδέα της ένοπλης εξόδου, ως μόνης λύσης, είχε πλέον κυοφορηθεί στη
σκέψη όλων. Ως εκφραστής της αναφέρεται εκ νέου, κατά τις τοπικές αφηγήσεις, ο
(Θανάσης) Ραζηκότσικας».
Κάθε ελπίδα για ενίσχυση είχε χαθεί. Μοναδική ελπίδα έμενε η
έξοδος, με συνδυασμένη επίθεση των ελληνικών σωμάτων από το Ζυγό και τη
Βαράσοβα. Έγινε συμβούλιο προκρίτων και οπλαρχηγών στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνος
υπό την προεδρία του μεγάθυμου επισκόπου Ρωγών Ιωσήφ που ήταν κατά τη πολιορκία
η ψυχή της άμυνας - ό,τι και ο πατριάρχης Σέργιος για την ΚΠολη στην πολιορκία
του 626. Το συμβούλιο αποφάσισε να γίνει η έξοδος τη νύχτα της 9ης
προς 10η Απριλίου (Σάββατο Λαζάρου προς Κυριακή Βαΐων). Συνέταξαν
επιστολή προς τους έξω της πόλεως καπεταναίους στην οποία εξέθεσαν όλο το
σχέδιό τους. ο Κασομούλης διέσωσε από μνήμης την επιστολή. Παραθέτουμε το
τελευταίο μέρος!
«Εις τάς δύο της νυκτός εσείς να ριχθήτε οι μεν εις το έν
στρατόπεδον (Κιουταχή), οι δε εις το άλλον (Ιμπραήμ), και ημείς να πέσωμεν εις
ετούτους οπού ευρίσκονται [εδώ] και μας πολιορκούν. Κτυπώντας ούτως [ημείς],
όταν σμίξωμεν όλοι ομού με την κολώναν (φάλαγγα) του Αγίου Συμιού, ορμούμεν
κατά των δύο στρατοπέδων, και ίσως ο Θεός να βοηθήση και σείσωμεν το ορδί. Εάν
τους νικήσωμεν και τους διώξωμεν, μένομεν κύριοι της θέσεώς των, και πάλι το
Μεσολόγγι είναι εδικό μας. Εάν όχι, πάλιν όλοι μαζί τραβούμεν τον ανήφορον, και
πολεμούντες (ελπίζομεν ούτω) να γλυτώσωμεν τους λαβωμένους και ασθενείς και τα
γυναικόπαιδα. Το σύνθημά μας να είναι… εάν δεν κινηθήτε, να όψεσθε, να όψεσθε,
να όψεσθε.- Μεσολόγγι, 3 (καν 4) Απριλίου (υπογραφή:) ++++».
Ο Κασομούλης επεξηγεί ότι
έβαλαν τους τρεις σταυρούς διότι δεν ξαναγράφουν άλλη φορά και ότι οι
καπεταναίοι «πρέπει να τρέξουν δια την αγάπην του Σταυρού» (όπ. π., σ.
249). Στη θέση του συνθήματος υπάρχει κενό. Ο Βλαχογιάννης που εξέδωκε το
χειρόγραφο του Κασομούλη γράφει ότι αρχικά ο Μακεδόνας πολεμιστής και
απομνημονευματογράφος είχε γράψει σαν σύνθημα «Τζικούρι (στορ[νάρι]) και
Μεσολόγγι» και το διέγραψε. Φαίνεται πως δεν θυμόταν. Ο Αρτέμις Μίχου στα
δικά του ενθυμήματα (σ. 86) γράφει πως το σύνθημα ήταν «Καστρινός-Λογκίσιος».
Ενώ συνεδρίαζαν οι αρχηγοί, μια ομάδα πολεμιστών, περνώντας
έξω από τον Άγιο Σπυρίδωνα, μπήκε στο ναό και απαίτησε απειλητικά να σφαγούν
πρώτα όλα τα γυναικόπαιδα, για να μην αιχμαλωτισθούν και ατιμασθούν, και μετά
να γίνει η έξοδος. Άρχισαν αμέσως αντεγκλήσεις. Τη φρικαλέα πράξη απέτρεψε ο
Ρωγών Ιωσήφ. Κατά την μαρτυρία του Κασομούλη, που ήταν αυτόπτης, ο Ιωσήφ
σηκώθηκε επάνω κι άρχισε να λέει:
«Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος, είμαι Αρχιερεύς – αν τολμήσετε
να πράξετε τούτο, πρώτον θυσιάσατε εμένα! Και σας αφήνω την κατάραν του Θεού
και της Παναγίας και όλων των Αγίων – και το αίμα των Αθώων να πέση εις τα
κεφάλια σας!
Εκφώνησε τούτο, εκάθισε και άρχισε να κλαίγη». Τα λόγια και
τα δάκρυα του σεπτού ιεράρχη μαλάκωσαν την καρδιά των άγριων πολεμιστών.
Ξαναβρήκαν την ανθρωπιά τους και υποχώρησαν από την αξίωσή τους. Άρχισαν να
προετοιμάζονται για την έξοδο. Το πρωί (Σάββατο Λαζάρου) έγινε λειτουργία και
οι περισσότεροι κοινώνησαν των αχράντων μυστηρίων. Ο Αθ. Ραζηκότσικας ανέπτυξε
το σχέδιο της εξόδου. Το απόγευμα άρχισαν οι αποχαιρετισμοί φίλων και συγγενών.
Τα νήπια ποτίστηκαν με αφιόνι, για να μην κλάψουν την ώρα της εξόδου. Οι
πολιορκημένοι ήσαν 5.000 πολεμιστές, 1.000 εργάτες και 5.000 γυναικόπαιδα. Οι πληγωμένοι
και οι ασθενείς θα έμεναν μέσα στην πόλη, κρατώντας αντίσταση μέχρι εσχάτης
πνοής. Κλείσθηκαν στις πιο γερές οικίες, στο Διοικητήριο και τον Ανεμόμυλο.
Ένας ανάπηρος έμεινε στην μπαρουταποθήκη του προμαχώνα Μπότσαρη. Ο πρόκριτος
Χρ. Καψάλης κλείσθηκε με γέροντες, ασθενείς και γυναικόπαιδα στην οικία του που
ήταν και μπαρουταποθήκη.
Το σχέδιο της εξόδου,
προέβλεπε τα εξής: α) Να επιτεθούν πρώτα στα νώτα του εχθρικού στρατοπέδου τα
στρατιωτικά τμήματα που βρίσκονταν απ’ έξω. β) Τα εντόπια τμήματα θα έκαναν
επίθεση από δύο σημεία της ανατολικής πλευράς εναντίον του απέναντι εχθρικού
περιβόλου. Θα χτυπούσαν και το δυτικό άκρο του περιβόλου για ν’ αποσπάσουν την
προσοχή των Τούρκων που βρίσκονταν στον ανατολικό περίβολο. γ) Οι μεσολογγίτες,
που θα έμεναν ως την τελευταία στιγμή στους προμαχώνες, θα εξακολουθούσαν να
χτυπούν, για να μην αντιληφθεί ο εχθρός την έξοδο. Ταυτόχρονα 500 επίλεκτοι
πολεμιστές με αρχηγό τον Αθαν. Ραζηκότσικα θα έκαναν επίθεση στον ανατολικό
περίβολο, για να ανοίξουν ρήγμα και να περάσουν τα γυναικόπαιδα, που
συνοδεύονταν από τους λοιπούς Μεσολογγίτες και το σώμα του Μακρή.
Φαίνεται πάντως ότι οι δύο πασάδες είχαν υποψιαστεί ή
πληροφορηθεί το σχέδιο της Εξόδου. Ο Αύγουστος Φάμπρ γράφει για ένα Βούλγαρο,
γνώστη του σχεδίου, που «πέρασε στο εχθρικό
στρατόπεδο κι έτρεξε να το μαρτυρήσει στον Ιμπραήμ» (όπ. π., σ. 194). Ο αυτός
συγγραφέας παρατηρεί πως αν ο Ιμπραήμ είχε δείξει απόλυτη πίστη και είχε
τοποθετήσει το στρατό του σύμφωνα με τις υποδείξεις του Βούλγαρου λιποτάκτη «οι
χριστιανοί θα είχαν συναντήσει ανυπέρβλητα εμπόδια στο εγχείρημά τους».
Προφανώς, φοβήθηκε το ενδεχόμενο παραπλανήσεως. Δεν πρέπει, πάντως, να μας
διαφεύγει ότι για κάθε πολεμική συμφορά παρεμβάλλεται ως αιτία και το στοιχείο
της προδοσίας. Και αυτό δεν απαντάται μόνο στην ελληνική ιστορία. Στο Βατερλώ,
τη νύκτα της συμφοράς, οι στρατιώτες του ηττημένου Ναπολέοντα εκραύγαζαν «Νου
σομ τραΐ» (= είμαστε προδομένοι). Όπως θα δούμε, και για την κραυγή «πίσω-πίσω»,
που έρχεται αυθόρμητα στα χείλη προ ενός ασφυκτικού αποκλεισμού ή θανατηφόρου
εμποδίου έχει εδραιωθεί η αντίληψη ότι επρόκειτο όχι για κραυγή αγωνίας ή
απελπισίας αλλά προδοσίας.