Καθηγούμενος Γέροντας Γρηγόριος: ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ
Δὲν ἐλέγξαμε ἀδελφοὺς μοναχοὺς γιὰ τὴν προσωπική τους ζωή. Ἐλέγξαμε αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ ἀλλάξουν τὸν τρόπο ζωῆς στὸν ἅγιο αὐτὸν τόπο, στὸ Ἁγιώνυμον Ὄρος. Ἐλέγξαμε αὐτοὺς ποὺ κουβάλησαν στὸ Ὄρος ὅλο τὸν σύγχρονο πολιτισμὸ καὶ ἐπῆλθε μία τέλεια ἐκκοσμίκευση στὴν ζωὴ τῶν μοναχῶν, μὲ ἀκριβὰ κινητά, κτλ. κτλ. Θυμᾶμαι ἀντιπρόσωπος Μονῆς νὰ λέγη μέσα στὴν Κοινότητα ὅτι τὸ μέλλον τοῦ κόσμου εἶναι τὸ κομπιοῦτερ!
Ἂς εἶναι γιὰ τοὺς κοσμικούς, ἀλλὰ ὁ μοναχὸς ἂς ἔχη καὶ τὸν κοντυλοφόρο καὶ τὸ μελάνι. Ἄλλη δύναμη ἔχει τὸ χειρόγραφο καὶ ἄλλη τὸ τυπωμένο. Συνήθης ἐρώτησή μας εἶναι πόσα χειρόγραφα ἔχει ἕνα μοναστήρι. Τὸ χειρόγραφο ἔχει ψυχή, ἔχει πρόσωπο, ἔχει ἀποτυπωμένη ἔκφραση ἀνθρώπινη. Καὶ τὰ χειρόγραφα ποὺ εἶχαν παλιὰ τὰ βερεσέδια-δοσοληψίες εἶναι σήμερα τερπνὰ ἐντρυφήματα. Χαίρομαι τὸν μοναχὸ ποὺ σέρνει τὸ κοντύλι. Τὸ χειρόγραφο εἶναι ζωντανὸ πρᾶγμα, ὅσοι αἰῶνες καὶ νὰ περάσουν. Αὐτὰ βέβαια δὲν ὑπάρχουνε πιὰ σ᾽ αὐτὸν τὸν ἅγιο τόπο.
Ὑποστήριξα πολλὲς φορὲς ὅτι ὁ ὀρθόδοξος ἀνατολικὸς μοναχισμὸς εἶναι ἀγροτικός. Αὐτὴν τὴν φωνὴ τὴν ὕψωσα καὶ μέσα σὲ διπλὲς συνάξεις στὴν αἴθουσα τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος. Δυστυχία ὅμως, ὁ λόγος ἀκούστηκε πολὺ βαρύς, μᾶλλον ἀβάστακτος, σὲ ὅλους τοὺς καλογήρους. Ἄλλαξε ὁ τρόπος αὐτὸς τῆς ζωῆς καὶ ἔγινε ἐπιχειρηματικός. Τὸ ρίξαμε στὴν ἐπιχείρηση καὶ ὄχι στὸν τρόπο ζωῆς τοῦ ἀρχαίου μοναχισμοῦ. Τὸ ἐπιχειρεῖν εἶναι πρᾶγμα ὀθνεῖο μέσα στὴν ζωὴ τοῦ μοναχοῦ, γιατὶ ὁ μοναχὸς ἔδωσε ὅρκους ὅτι θὰ κρατήση τὴν ἀκτημοσύνη. Πῶς μπορεῖ λοιπὸν τὴν ἄλλη μέρα τῆς κουρᾶς του νὰ προσπαθῆ νὰ γίνη φιλοκτήμων, μὲ τὴν πρόφαση νὰ ἐλεῆ τοὺς ἀνήμπορους; Αὐτὸ δὲν μᾶς τὸ λένε οἱ μοναχικὲς ὑποσχέσεις οὔτε οἱ παραινέσεις τῶν ἁγίων πατέρων. Τὸ ἐπιχειρεῖν ἔχει πολλὴ μέριμνα. Τὰ μοναστήρια ἐπροικίζοντο ἀπὸ τοὺς κτίτορες μὲ περιουσιακὰ στοιχεῖα, γιὰ νὰ ἐξασφαλίζουν στὸν μοναχὸ τὸ ἀμέριμνο, χωρὶς νὰ ὑπάρχη ἐκ μέρους τῶν μοναχῶν ἡ προσπάθεια νὰ πολλαπλασιάσουν τὰ γενήματά τους καὶ τὰ ἔσοδά τους. Σήμερα ὅμως ἡ προσπάθεια ἐπικεντρώνεται στὸ νὰ αὐξήσουμε τὰ ἔσοδά μας! Ἄλλωστε, τὸ ἐπιχειρεῖν αὐτὴν τὴν ἔννοια ἔχει: τὰ πέντε ποὺ ἔχω σήμερα νὰ γίνουν δέκα. Καὶ μάλιστα στὴν ἐποχή μας, ποὺ ἔχουν γίνει ἄδηλες καὶ κρύφιες οἱ ἐπιχειρήσεις, κεκαλυμμένες μὲ διάφορες διεθνεῖς ὀνομασίες, εἶναι δύσκολο νὰ βρῆ κανεὶς τὰ ὑποστατικὰ τῶν ἐπιχειρηματιῶν. Γι᾽ αὐτὸ καὶ σ᾽ ἕναν ἔλεγχο μπορεῖ νὰ φανοῦνε πάμπτωχοι. Ὅσο ὅμως καὶ νὰ κρύπτωνται, φαίνεται ὁ πλοῦτος ὅταν ρέη, φαίνεται ἡ καρδιὰ ποὺ εἶναι ἀκουμπισμένη σ᾽ αὐτόν, ἀντίθετα μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ προφήτη «Πλοῦτος ἐὰν ῥέῃ, μὴ προστίθεσθε καρδίαν». Τὰ αὐτοκίνητα τὰ πολυτελῆ, τὰ τέλεια στὴν κυκλοφορία, τὰ ταχύπλοα ποὺ ταξιδεύουν στὰ παράλια τοῦ Ὄρους κ.ἄ., κ.ἄ., καὶ οἱ κουβέντες ποὺ ξεφεύγουν ἀπὸ τὰ ἀπόκρυφα καὶ μυστικὰ τῆς ἐπιχείρησης εἶναι ἀρκετὲς ἐνδείξεις, ἵνα μὴ εἴπω ἀποδείξεις, ὅτι ὑπάρχει θησαυρὸς κεκρυμμένος, αὐξανόμενος ὁσημέραι.
Καὶ στὰ κελλία ἄλλαξε ὁ τρόπος τῆς βιοτῆς. Ὁ κελλιώτης στὸ Ἅγιον Ὄρος ζοῦσε ἀπὸ τὴν καλλιέργεια τῆς γῆς· εἶχε τὰ φουντούκια του, τοὺς κήπους του, τὰ ἀμπέλια του. Ζοῦσε ἐπίσης μὲ τὸ ἐργόχειρό του, ἐνίοτε καὶ μὲ τὸ μεροδούλι. Διηγεῖτο ὁ παπα-Διονύσης στὴν Κολιτσοῦ ὅτι ἐργαζότανε σὲ μοναστήρι, γιὰ νὰ πάρη ἕνα ψωμὶ τὴν ἡμέρα γιὰ τὸ Κελλί. Τώρα ὅμως, ἔφυγε ἀνεπιστρεπτὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν τρόπο τῆς ζωῆς καὶ ἀπέκτησε ταξί. Ψόφησαν τὰ μουλάρια καὶ τὰ γαϊδούρια καὶ δὲν κάνουνε ἀγώγι. Δὲν ὑπάρχουνε πιὰ στὸ Ἅγιον Ὄρος οὔτε γιὰ σουβενίρ. Τώρα τὸ ἀγώγι εἶναι μὲ ταξί. Ἕνα, δύο, ἀνάλογα μὲ τὴν δυνατότητα ποὺ διαθέτει τὸ κάθε Κελλί. Ἔχουμε καὶ ὁδηγοὺς ξένους καὶ τρέχουνε στὴν ραχοκοκκαλιὰ τοῦ Ὄρους, ποιὸς θὰ προλάβη νὰ κάνη τὰ περισσότερα δρομολόγια. Ἐλάχιστοι ἔχουν μείνη στὰ παραδεδομένα, στὸ ἐργόχειρο καὶ στὴν καλλιέργεια τῆς γῆς. Κομποσχοινάδες ἔχουν μείνη λίγοι καὶ κομπολογάδες. Φανοποιοί, ὑποδηματοποιοί, σαμαράδες, βιβλιοδέτες, ἀργυροχόοι ἔχουν ἀπαλειφθῆ ἀπὸ τὸ Ὄρος. Σκοῦφοι καλογερικοὶ δὲν κατασκευάζονται· καμμιὰ πιὰ νεροτριβὴ δὲν δουλεύει στὸν Ἄθωνα.
Καὶ τὸ σεπτὸ κέντρο τῶν Καρυῶν ἔγινε τόπος γιὰ νιτερέσα, γιὰ ἐπιχειρήσεις. Τὰ πάντα βρίσκεις, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία. Πολλοὶ κοσμικοὶ δουλεύουν αὐτὰ τὰ μαγαζιὰ καὶ πολὺ παζάρι πέφτει καὶ συμφέρον. Δὲν ὁμιλῶ γιὰ τοῦ καλογέρου τὸ μαγαζάκι ποὺ πουλοῦσε κομποσχοίνια καὶ κομπολόγια καὶ λιβάνι καὶ εἰκονίτσες, τὰ πρέποντα στὸν τόπο καὶ στὸ περιβάλλον. Ὅλα αὐτὰ ἀφέθηκαν ἐλεύθερα καὶ μπαίνοντας στὶς Καρυές, στὸν τόπο τῆς Παναγίας, γεμίζεις ἀπορίες καὶ ἐρωτηματικά. Τὰ ταπεινὰ καὶ ἀπέριττα μαγαζάκια ἔγιναν κέντρα ἐμπορικά. Καὶ δυστυχῶς ὅλα τὰ ἐμπορεύματα ἔρχονται ἀπ᾽ ἔξω· ἀπὸ τὸ Ὄρος εἶναι μόνον ὁ ἀέρας καὶ τὸ νερὸ τῆς βρύσης τῆς Μονῆς Ζωγράφου. Ἡ Δάφνη δὲν ἔχει καλύτερη τύχη· τόπος κι αὐτὴ ἐμπορίου καὶ νεοπλουτισμοῦ.
Ὅλα αὐτὰ σ᾽ ἕνα παλιὸ μοναχὸ τοῦ φέρνουν χτικιὸ στὴν ψυχή του. Τὰ ἐρωτηματικά του μπορεῖ νὰ τὰ ἔχη καὶ κάθε εὐλαβὴς κοσμικὸς ποὺ ἔρχεται ἐδῶ γιὰ προσκύνημα: Ἔχουμε ἀπὸ τὴν ξηρὰ τὰ ταξὶ καὶ ἀπὸ τὴν θάλασσα τὰ ταχύπλοα. Σὰν νὰ μισήσαμε τὴν ἡσυχία καὶ ἀγωνιζόμαστε νὰ τὴν διώξουμε. Κάθε γωνιὰ τοῦ τόπου αὐτοῦ ἔγινε τόπος ἐμπορίου καὶ νιτερέσου.
Μεγάλε καὶ μεγάλοι ἡγούμενοι, τί τὴν θέλετε τὴν ἐπιχείρηση; Θὰ σωθῆτε εὐκολώτερα μὲ τὸ νὰ ἔχετε χρήματα ἢ μὲ τὸ νὰ εἶστε φτωχοί; Καὶ ἐλεημοσύνες νὰ κάνετε, δὲν ζητᾶ ὁ Θεὸς ἀπὸ μᾶς τοὺς μοναχοὺς ἐλεημοσύνες. Πωλήσαμε τὴν ζωὴ τῆς Ναζαρέτ, τὴν ζωὴ τῆς Βηθλεέμ, καὶ πιαστήκαμε ἀπὸ τοὺς τρόπους ζωῆς τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων. Νά ᾽χω λεφτά, νὰ κάνω ἐλεημοσύνες. Ποιός; Ἐγὼ ὁ μοναχός, ποὺ ζοῦσα μὲ τὴν ἐλεημοσύνη. Τὸ κάμποτο σταμάτησε πιὰ νὰ εἶναι τὸ ἔνδυμα τῶν μοναχῶν. Ἡ συρτὴ παντόφλα μὲ σόλα ἀπὸ ρόδα αὐτοκινήτου ἔχει ἀντικατασταθῆ μὲ τὸ σκαρπίνι. Κι ὁ καλογερικὸς σκοῦφος ὁ μάλλινος μὲ τσόχινα σκουφιά.
Αὐτὰ δὲν θὰ πάψω νὰ τὰ λέγω, νὰ τὰ ἀντιλαλῶ στὸν κόσμο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Λαχταρῶ ἔστω καὶ τὴν φιγούρα τοῦ ταπεινοῦ μοναχοῦ, τοῦ ἀπέριττου, τοῦ φτωχοῦ, τοῦ περιφρονημένου κι ὄχι τοῦ ὁμιλητῆ στὶς αἴθουσες τὶς κοσμικές. Ὄχι μὲ συνάξεις στὸν κόσμο καὶ ἐπιδείξεις καὶ μὲ παρουσιάσεις τόμων καὶ ἐργασιῶν. Προτιμῶ τὸν μοναχὸ μὲ τὸν ντορβᾶ στὴν πλάτη ποὺ γύριζε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ καὶ εὐαγγέλιζε τὸν κόσμο.
– Ποῦ ἔμαθες, μπαρμπ᾽-Ἀναστάση, νὰ κάνης ἀκολουθία καὶ νὰ ψάλλης;
– Διάβηκε μοναχὸς στὰ μικρά μου χρόνια ἀπὸ τὸ χωριό μου, τὰ Δολιανὰ τῆς Εὐρυτανίας, καὶ μὲ δίδαξε νὰ ψάλλω καὶ νὰ διαβάζω ἀκολουθίες.
Πέρασε ἕνας μοναχὸς ἀπὸ τὸ πρῶτο μοναστήρι ποὺ ἐγκαταβίωσα. Μοῦ λέγει:
– Μοῦ χάρισαν αὐτὰ τὰ ὑποδήματα, ἀλλὰ δὲν εἶναι καλογερικά. Νὰ στὰ ἀφήσω νὰ μοῦ δώσης τὰ δικά σου.
Βρῆκα στὴν Θεσσαλονίκη ἕνα μοναχὸ ποὺ ζῆ στὰ ἄκρα τῆς ἁγιορειτικῆς γῆς.
– Τί ζητᾶς ἐδῶ; –τὸν ρωτάω.
– Κάνω –μοῦ λέει– ὀλίγη ἱεραποστολή.
– Ἡ Θεσσαλονίκη –τοῦ ἀπαντῶ– δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἱεραποστόλους· ἔχει ἱερεῖς, ἱεροκήρυκες, διδασκάλους. Ἂν θὲς νὰ κάνης ἱεραποστολή, νὰ πᾶς στὰ Ἄγραφα, νὰ πᾶς στὰ χωριὰ τῆς Ἠπείρου. Ἐκεῖ ὑπάρχει ἀνάγκη νὰ ἀκούσουνε λόγο Θεοῦ, ἀλλιῶς γύρισε στὴν ἀποκλείστρα σου.
Μὴ περιμένετε ἀπὸ μᾶς τοὺς μοναχοὺς ἐλεημοσύνες, ἀλλὰ ἄσκηση καὶ προσευχὴ καὶ ἀγῶνα κατὰ τῶν παθῶν τῆς ψυχῆς. Μὴ μοῦ λέτε ὅτι ὁ τάδε ἡγούμενος ἐλεεῖ ἀπὸ δῶ καὶ ἀπὸ κεῖ. Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ δουλειά του. Ἂν τὸ κάνη, νὰ σιωπήση καὶ νὰ μὴ τὸ ξέρη οὔτε ὁ Θεός. Ὁ ἀγῶνας του νὰ εἶναι ἡ κάθαρση τῶν παθῶν καὶ ὄχι ἡ προβολὴ ἁγίων ἀμφιβόλου ἀναδείξεως. Ἡ διπλωματία καὶ ἡ πολιτικὴ στὸν καλόγερο δὲν ταιριάζει· εἶναι αἰσχρὸ πρᾶγμα. Καὶ ἡ ψευδοπροφητεία δαιμονικὴ κατάσταση.
Αὐτὰ μπορῶ νὰ πῶ, αὐτὰ μπορῶ νὰ ὑποδείξω καὶ αὐτὰ θὰ κάνω, ὅσοι πόλεμοι καὶ νὰ σηκωθοῦν ἐναντίον μου. Ἕτοιμος εἶμαι καὶ γιὰ δικαστήρια καὶ γιὰ κάθε μέσο ἐξαφανίσεώς μου. Ἀλλὰ δὲν θὰ σὲ ἀφήσω νὰ ἀνατρέπης τὴν καθεστηκυῖα τάξη τοῦ ἁγίου τόπου τούτου. Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ.
Ἄνοιξε τὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν. Ἂς προχωρήσουμε καὶ ἂς δοξάζουμε τὸν Θεὸ ποὺ μᾶς τὸ χάρισε καὶ μᾶς τὸ ὑπέδειξαν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἀμήν.
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης