Τί σημαίνει αἵρεση Γράφει ο καθηγητής
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
Ἔχουν γραφτεῖ πολλὰ καὶ θεολογικώτατα κείμενα γιὰ τὸ τί
έστι αἵρεση. Ὅλα ἀποσκοποῦσαν νὰ ἀφυπνίσουν τὸ ποίμνιο, ὥστε νὰ ἀντιμετωπίσει
τὴν Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Δυστυχῶς ὅμως τὸ ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας ἔχει
νανουριστεῖ ἀπὸ τὸ γλυκύτατο νανούρισμα τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ τραγικῷ τῷ τρόπῳ τῶν
ἀχρικαιριστῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καὶ παραδομένο στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ οἰκουμενιστικοῦ
Μορφέως παραβλέπει, ὑποβιβάζει σημασιολογικῶς καὶ ὀντολογικῶς ἢ ἀδυνατεῖ νὰ
καταλάβει, τί σημαίνει αἵρεση καὶ ποιὸν σωτηριολογικὰ θανατηφόρο κίνδυνο αὐτὴ
ἐπιφέρει.
Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο καὶ μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Κυριακῆς τῆς
Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ φαίνεται ἀναγκαῖο νὰ ἐπαναληφθεῖ
γιὰ πολλοστὴ φορὰ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περὶ τῆς αἱρέσεως, πόσῳ μάλιστα
ὅταν οἱ Οἰκουμενιστὲς κατήργησαν συνοδικῶς τὸν ὅρο αἵρεση μετονομάζοντάς την σὲ
«Ἐκκλησία» καὶ παρουσιάζουν μὲ κάθε τρόπο καὶ ὅπου βρεθοῦν τὶς αἱρέσεις ὡς
ἄλλους τρόπους ἔκφρασης τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεό. Ὅσα παραθέτουμε, λοιπόν, δὲν
τὰ παραθέτουμε μόνο πρὸς μάθηση ἢ ἐμπέδωση, ἀλλὰ πρὸς συνειδητοποίηση τῶν
καταστροφικῶν ἀποτελεσμάτων ποὺ ἐπιφέρει ἡ αἵρεση στὶς ψυχές μας καὶ στὶς ψυχὲς
τῶν δικῶν μας, τὸν κίνδυνο νὰ ἀπωλέσουμε τὴν σωτηρία μας, ἂν συμβιβασθοῦμε ἢ
καθ’ οἱονδήποτε τρόπο ἐρωτοτροποῦμε μὲ τοὺς αἱρετικούς ἢ αὐτοὺς ποὺ τοὺς
ἀνέχονται.
Αἵρεση γιὰ τὴν Ἐκκλησία εἶναι
αὐτὴ ἡ διδασκαλία ποὺ παρεκκλίνει ἀπὸ ἢ παρερμηνεύει τὴν ὀρθόδοξη, τὴν αὐθεντική
χριστιανικὴ πίστη καὶ ἑπομένως καταντάει πλανεμένη, ἀντορθόδοξη, ἑτερόδοξη καὶ
ἀντιχριστιανική. Εἶναι γλυκόπιοτο δηλητήριο ποὺ μπορεῖ νὰ προσβάλει ἀκόμα καὶ
τὰ γεγυμνασμένα πνευματικὰ αἰσθητήρια καὶ ἀλλοιώνει τὸν ψυχικὸ κόσμο τῶν πιστῶν,
τοὺς ἀποπροσανατολίζει καὶ τοὺς ὁδηγεῖ στὸν δρόμο τῆς ἀπωλείας. Εἶναι «ἀνατροπὴ τῆς πίστεως, ἡ ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν
ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια, ἡ ἀστοχία περὶ τὴν ἀλήθεια, τὸ ναυάγιο περὶ τὴν πίστη,
ψευδοδιδασκαλία, ψευδοπροφητεία, βλασφημία, ξένη καὶ ἀλλοτρία βοτάνη» (Δ. Θ.
Κόκορη, «Ορθοδοξία και κακοδοξία», Β΄ Έκδοση, σελ. 12).
Αἵρεση εἶναι ἡ ἀλλοίωση
τοῦ ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς καὶ Τοπικὲς Συνόδους ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ὁρισμένου καὶ
διατυπωμένου Ὀρθόδοξου δόγματος καὶ τῆς Εὐαγγελικῆς καὶ Πατερικῆς διδασκαλίας
τῆς Ἐκκλησίας «καθὼς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ
ἀπ’ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου» (Λουκ. 1, 2) περὶ τῆς
Τριαδικότητος τοῦ Θεοῦ, τοῦ προσώπου καὶ τῆς φύσεως τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου
καὶ τῆς ἀπάντησης τοῦ ἐρωτήματος, τί ἐστι Ἐκκλησία.
Γιὰ τὴν Ἐκκλησία δὲν
ὑπάρχουν σημαντικὲς ἢ ἀσήμαντες, ἀνώδυνες ἢ ἐπώδυνες αἱρέσεις (ὁ Οἰκουμενισμὸς
ἀποκαλεῖται Παναίρεση, γιατὶ δὲν ἀποτελεῖ μία μεμονωμένη αἵρεση, ἀλλὰ ἑνώνει
μέσα του καὶ διατυπώνει ὅλες τὶς αἱρέσεις τοῦ παρελθόντος καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ
γεγονὸς τὸν καθιστᾶ ὡς τὴν πιὸ ὀλέθρια διδασκαλία στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας). Κάθε ψευδὴ διδαχή, κάθε παραχάραξη, κάθε
διαστρέβλωση, κάθε πρωτόγνωρη γιὰ τὴν Ἐκκλησία διδασκαλία ἀποτελεῖ παρερμηνεία τοῦ περιεχομένου Της καὶ προβολὴ μίας ἄλλης
«ἀλήθειας» ἀντὶ τῆς Μίας Ὀρθόδοξης Ἀλήθειας, τὴν ὁποία παρουσιάζει ὡς ἀτελὴ καὶ
κίβδηλη. Εἶναι ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴ πίστη καὶ ἀπώλεια τῆς σωτηρίας· «τῷ δὲ εἰς τὸ
Ἅγιον Πνεῦμα βλασφημήσαντι οὐκ ἀφεθήσεται» (Λουκ. 12, 10) καὶ «ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν
ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους,
ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ
τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5, 19).
Ὁ Μέγας Βασίλειος στὸν λόγο του «Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ἐπισημαίνει:
«Τὸ ναὶ καὶ τὸ ὄχι εἶναι δύο συλλαβές·
ἀλλ’ ὅμως τὸ καλύτερο ἀπὸ τὰ ἀγαθά, ἡ ἀλήθεια, καὶ τὸ ἔσχατο ὅριο τῆς πονηρίας,
τὸ ψεῦδος, πολλὲς φορὲς ἐμπεριέχονται σ’ αὐτὲς τὶς μικρὲς λέξεις. Καὶ τί λέγω
αὐτά; Ἤδη, καὶ μόνον νὰ κινήσει κανεὶς καταφατικὰ τὴν κεφαλή του γιὰ τὰ
μαρτύρια χάριν τοῦ Χριστοῦ, κρίθηκε ἐκπληρωτὴς ὁλόκληρης τῆς εὐσέβειας. Καὶ ἐὰν
αὐτὰ εἶναι ἔτσι, ποιές ἀπὸ τὶς θεολογικὲς ἐκφράσεις εἶναι τόσο μικρή, ὥστε εἴτε
καλὴ εἶναι εἴτε κακή, νὰ μὴ παρέχει μεγάλη ροπὴ γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο; Ἐὰν
λοιπὸν ἀπὸ τὸν Νόμο «ἰῶτα ἓν καὶ μία κεραία δὲν θὰ παρέλθει” (Ματθ. 5, 18), πῶς
θὰ ἦταν δυνατὸν σὲ μᾶς νὰ παραβαίνουμε καὶ τὰ πιὸ μικρά;» (Περί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος 1, 2 PG 32, 69C, μετάφραση).
Ὁ δὲ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει: «Ὅπως στὰ βασιλικὰ νομίσματα, αὐτὸς ποὺ
περικόβει ἔστω καὶ λίγο τὸν χαρακτῆρα τοῦ νομίσματος καθιστᾶ ὅλο τὸ νόμισμα
κίβδηλο, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ ἀνατρέπει
ἀκόμα καὶ τὸ ἐλάχιστο τῆς ὑγιοῦς πίστεως, καταστρέφει τὸ ὅλον, ἐξελισσόμενος σταδιακὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὰ
χειρότερα» (Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολήν, PG 61, 622, μετάφραση).
Ἡ Αἵρεση σημαίνει
ψυχικὸ θάνατο, χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καθὼς τονίζει ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμάς: «Καὶ γὰρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί, καὶ οἱ μὴ τῆς
ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσί» (Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου,
3). Οἱ αἱρετικοὶ εἶναι ἀκολούθως ἐχθροὶ τοῦ
Θεοῦ καὶ ἑπομένως καὶ τοῦ ἀνθρώπου· «Ἐχθροὶ
τοῦ Θεοῦ εἶναι κατὰ πρῶτο καὶ κύριο λόγο οἱ ἀκάθαρτοι δαίμονες. Δεύτεροι μετὰ
ἀπὸ ἐκείνους ὅσοι πρεσβεύουν τὴν εἰδωλολατρία καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν αἱρέσεων» (Μ. Ἀθανασίου, Ἑρμηνεία εὶς τὸν
138ο Ψαλμόν, PG 27, 536Α, μετάφραση). Γιὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο τὸν
Στουδίτη μάλιστα, σὲ συμφωνία μὲ τὸν ἅγ. Ἰωάννη τὸν Χρυστόστομο καὶ σὲ ἀντίθεση
μὲ τοὺς χαρτοπολεμικοὺς ἀντιοικουμενιστές, ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μόνο οἱ
αἱρετικοὶ ἀλλὰ καὶ οἱ κοινωνοῦντες μὲ αὐτούς· «Ἐχθροὺς γὰρ τοῦ Θεοῦ, Χρυσόστομος λέγει, οὐ μόνον τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς τοῖς τοιούτοις κοινωνούντας».
(P.G. 99. 1049 Α).
Οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὡς
φορεῖς τῆς Χάριτος καὶ τῆς ἀποστολικῆς Παραδόσεως, παρουσίασαν τὴν διδασκαλία
τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν αἵρεση ὅπως τὴν παρέλαβαν κατὰ πρῶτον λόγο ἀπὸ τὴν Ἁγία
Γραφή: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ
δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν
αὐτοκατάκριτος» (Αἱρετικὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ὕστερα ἀπὸ πρώτην καὶ δευτέρα
συμβουλὴ μένει μὲ πεῖσμα εἰς τὴν πλάνη του, παράτησέ τον, γνωρίζοντας ὅτι τέτοιος
ἄνθρωπος ἔχει πλέον παρεκκλίνει ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ ἁμαρτάνει, αὐτοελεγχόμενος
καὶ αὐτοκαταδικαζόμενος· πρὸς Τίτον 3, 10-11), «Ἐγένοντο δὲ καὶ ψευδοπροφῆται ἐν τῷ λαῷ, ὡς καὶ ἐν ὑμῖν
ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας, καὶ τὸν ἀγοράσαντα
αὐτοὺς δεσπότην ἀρνούμενοι ἐπάγοντες ἑαυτοῖς ταχινὴν ἀπώλειαν» (Ὑπῆρξαν καὶ ψευδοπροφῆται μεταξὺ τοῦ λαοῦ, ὅπως καὶ
μεταξύ σας θὰ
ὑπάρξουν ψευτοδιδάσκαλοι, οἱ ὁποῖοι θὰ εἰσαγάγουν καταστρεπτικὲς αἱρέσεις, ἀρνούμενοι ἀκόμη καὶ τὸν Δεσπότην Κύριον ποὺ τοὺς ἀγόρασε ἀπὸ τὴν
ἁμαρτία, προκαλώντας ἔτσι γρήγορα τὴν καταστροφήν τους, Β΄Πετρ.2,1).
Ὁ ἅγιος Θεοφάνης ὁ
Ἔγκλειστος μᾶς λέει, ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος χρησιμοποιεῖ γιὰ τὴν αἵρεση τὴν
ἔκφραση «μυστήριο τῆς ἀνομίας» (Β’ Θεσ. 2, 7) σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ «μυστήριο τῆς εὐσεβείας». «Μέγα ἐστί τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον· Θεὸς
ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α' Τιμοθ. 3, 16). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, τὸ
συγκεκριμενοποιεῖ: «”Μυστήριον ἀνομίας” τὰς τῶν αἱρέσεων διδασκαλίας εἶναί φησι καὶ
τὰ ψευδῆ αὐτῶν δόγματα. Ἐκείνου γὰρ προβαδίζουσιν ὁδοποιοῦντες αὐτῷ καὶ
καιρὸν ἀπάτης παρεχόμενοι· ἐξεληλύθεισαν δὲ ἤδη ἀπὸ τοῦ καιροῦ τῶν Ἀποστόλων αἱ
αἱρέσεις» (ΕΠΕ 12, 282).
Ἡ αἵρεση λοιπὸν
ἐμφανίζεται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐμφανίζεται ἐκ τῶν ἔσω,
κυρίως ἀπὸ ὑποτιθέμενους ποιμένες, ποὺ χρησιμοποιώντας εὐκολόπιστα
ἐπιχειρήματα, σοφίσματα καὶ χαϊδευτικοὺς γιὰ τὰ αὐτιὰ λόγους, γοητεύουν καὶ
πλανοῦν τοὺς πιστούς· «Πονηροὶ δὲ
ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι»
(Ἄνθρωποι δὲ κακοὶ καὶ μοχθηροί, πλάνοι καὶ ἀπατεῶνες θὰ προκόψουν στὸ
χειρότερο πλανῶντες τοὺς ἄλλους, πλανώμενοι καὶ οἱ ἴδιοι, Β´ Τιμ. 3, 13). Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ αἵρεση προέρχεται
ἐκ τῶν ἔσω καὶ εἶναι στὴν ἀρχὴ τουλάχιστον δυσδιάκριτη, ἀποτελεῖ τὸν μέγιστο κίνδυνο
γιὰ τὸ ποίμνιο, κίνδυνο μεγαλύτερο κι ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς τῶν εἰδωλολατρῶν.
Ἐξηγεῖ ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυστόστομος, ὅτι ὁ κάθε αἱρετικὸς στὴν προσπάθεια του
νὰ ἐξαπατήσει τοὺς πιστούς: «τῇ
ἀληθείᾳ ἀεὶ παρεισάγειν τὴν πλάνην, πολλὰ
ἐπιχρωννύντα αὐτῇ τὰ ὁμοιώματα, ὥστε εὐκόλως
κλέψαι τοὺς εὐεξαπατήτους» (Εἰς τὸ Ματθαίου, PG 58, 475).
Θὰ ρωτήσει φυσικὰ κανείς:
γιατὶ ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει τὴν αἵρεση καὶ δὲν προστατεύει τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ αὐτήν;
Τὴν ἀπάντηση τὴν δίνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «δεῖ
γὰρ καὶ αἱρέσεις ἐν ὑμῖν εἶναι, ἵνα οἱ δόκιμοι φανεροὶ γένωνται ἐν ὑμῖν»
(Α’ Κορ. 11, 19). Πρέπει δηλ. νὰ ἐμφανιστοῦν οἱ αἱρέσεις γιατὶ αὐτὲς δοκιμάζουν
τοὺς Χριστιανούς, καὶ φανερώνουν ἂν ζοῦν ἐννόμως ἢ ἀνόμως, ἂν ἔχουν σταθερὸ
φρόνημα ἢ ὄχι, ἂν κατέχουν ὁμολογιακὸ πνεῦμα. Μάλιστα ὅσο αὐξάνει ἡ ἀνομία θὰ
ἐμφανίζονται ὅλο καὶ πιὸ πολλὲς αἱρέσεις (μὲ ἀποκορύφωμα τὴν παναίρεση τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ), οἱ ὁποῖες ὡς θανατηφόρα ἀσθένεια θὰ κατατρώγουν τὸ ποίμνιο: «Διότι δὲν θὰ σταματήσουν μέχρι ἐδῶ... Διότι
λέγει “Ἐπί πλεῖον προκόψουσιν ἀσεβείας
καὶ ὁ λόγος αὐτῶν ὡς γάγγραινα νομήν ἕξει” [Β’Τιμ. 2, 17]. Εἶναι ἀσταμάτητο
κακό, ποὺ πιὰ δὲν μπορεῖ νὰ περιορισθεῖ ἀπὸ κάποια γιατρειά, ἀλλὰ καταστρέφει
τὸ πᾶν. Δείχνει ὅτι ἡ καινοφωνία εἶναι ἀρρώστια, ἢ μᾶλλον χειρότερη ἀπὸ ἀρρώστια»
(Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν Β’ Πρὸς Τιμόθεον 5, 2, PG 62, 626, μετάφραση). Ὁ δὲ Ἅγιος Νικόδημος ὁ
Ἁγιορείτης λέει περὶ αὐτοῦ: «τῶν αἱρετικῶν ἡ κακοδοξία, πάντοτε πηγαίνει εἰς τὸ χειρότερον καὶ
γίνεται μεγαλυτέρα πληγή… οἱ αἱρετικοὶ καὶ ψευδοδιδάσκαλοι, ἀφοῦ ἄρχισαν μίαν
φορὰν νὰ ἐξερνοῦν τὰ πονηρὰ καὶ πεπλανημένα των δόγματα, δὲν θέλουν σταθοῦν
μέχρι τούτου, ἀλλὰ πάντοτε θέλουν ἐφευρίσκουν νεώτερα καὶ πονηρότερα δόγματα» (Νικοδήμου
Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία εἰς τὰς ΙΔ΄ Ἐπιστολὰς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τόμ. 3ος, Ἐκδ.
«Ὀρθόδοξος Κυψέλη», σελ. 318 καὶ 339).
Γιὰ τοὺς Πατέρες ποὺ
ἐξετάζουν σὲ βάθος τὰ πράγματα, ἄλλο εἶναι ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ ἄλλο ὁ αἱρετικός.
Διότι ἡ ἁμαρτία ἀνήκει στὴν μετὰ τὸν Ἀδὰμ πεπτωκυῖα ἀνθρώπινη φύση. Ὁ ἄνθρωπος
δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀναμάρτητος. Μόνο ὁ Χριστὸς ἦταν ὡς τέλειος Θεὸς καὶ
τέλειος ἄνθρωπος ἄνευ ἁμαρτίας: «Εἴμαστε
ὀρθόδοξοι, ἔστω ἄν καὶ κατὰ τὰ ἄλλα εἴμαστε
ἁμαρτωλοί, μακαριώτατε, χωρίς στὸ θέμα αὐτὸ νὰ κάνουμε τὴν παραμικρὴ
ὑποχώρηση ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ πίστη» (Θεοδώρου Στουδίτου, Λέοντι Πάπα Ρώμης (τῷ αὐτῷ), Ἐπιστολὴ 34, Ρ.G.
1028). Ἡ πτώση καὶ ἡ ἁμαρτία πολεμεῖται μέσῳ τῆς μετανοίας καὶ τῆς ταπείνωσης.
Αἱρετικὸς τώρα θεωρεῖται
ἐκεῖνος ποὺ παρὰ τὶς νουθεσίες καὶ τὶς πολλαπλὲς προσπάθειες ἐπιμένει μὲ ἔπαρση
καὶ παντελὴς ἔλλειψη μετανοίας στὴν συνειδητὴ καὶ ἐπίμονη δαιμονικοῦ χαρακτῆρος
ἄρνηση τῆς Ἀληθείας. Ἀντιθέτως ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος πέφτοντας σὲ πλάνη πιστεύει
κακοδόξως, ἀλλὰ ὅταν νουθετεῖται εἰσέρχεται εἰς ἑαυτόν, ἀνακαλεῖ, ὁμολογεῖ τὴν
ἀληθινὴ πίστη καὶ ἀπαρνεῖται τὶς κακοδοξίες του, βρίσκει ἔλεος κι ἀγάπη ἀπὸ τὸν
Χριστό, καὶ βέβαια τὴν Ἐκκλησία, ὅπως διδάσκει ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυστόστομος: «Τὸ μὲν πλανᾶσθαι ἀνθρώπινον, τὸ ὁμολογεῖν
τὴν πλάνην θεῖον, τὸ δὲ ἐμμένειν τῇ πλάνῃ, δαιμονικόν».
Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας –σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς Οἰκουμενιστὲς καὶ μὲ ὅσα αὐτοὶ τοὺς
κατηγοροῦν– πολεμοῦσαν τὴν αἵρεση καὶ τὸν ἑκάστοτε ἱδρυτή της μὲ κάθε τρόπο καὶ
μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς τους, ἀλλὰ παράλληλα προσπαθοῦσαν νὰ σώσουν καὶ δὲν
μισοῦσαν τὸν αἱρετικό, θεωρώντας τον κι αὐτὸν θεῖο δημιούργημα ποὺ ἔπεσε θῦμα
τοῦ σατανᾶ «τῷ λόγῳ διώκω, οὐ τὸν αἱρετικόν, ἀλλὰ τὴν αἵρεσιν, οὐ τὸν ἄνθρωπον ἀποστρέφομαι, ἀλλὰ τὴν
πλάνην μισῶ, καὶ ἐπισπάσασθαι βούλομαι» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τὸν ἅγιον
ἱερομάρτυρα Φωκᾶν, PG 50, 701). Τὸν ἀντιμετώπιζαν ὡς νοσοῦντα καὶ γι’ αὐτὸ στὴν
ἀρχὴ προσπαθοῦσαν πάντα νὰ τὸν θεραπεύσουν. Μετὰ ὅμως ἀπὸ τὴν πρώτη καὶ δευτέρα
νουθεσία παραιτοῦντο καὶ ἀφιερώνοντο ψυχῇ τε καὶ σώματι στὴν ἐκδίωξη, ἀπομόνωση
καὶ ἐξαφάνιση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῶν αἱρετικῶν καὶ στὸ πῶς θὰ προστατεύσουν τὸ
ποίμνιο ἀπὸ τὴν μόλυνση ποὺ ἡ αἵρεση ἐπιφέρει: «Γράφουν συγκεκριμένα οἱ Πατέρες, πὼς οἱ αἱρετικοὶ εἶναι νοσοῦντες. Ἡ
νόσος τους δέ, ὅσο περισσότερο χρόνο παραμένουν στὴν αἵρεση, γίνεται
δυσθεράπευτη καὶ ἀθεράπευτη. Τὸ νὰ συζητᾶ κανεὶς μαζί τους
χωρὶς νὰ ἐπισημαίνει τὴν ἀρρώστια τους καὶ νὰ ἀποκόπτει τὰ σεσηπότα μέλη τῆς
αἱρέσεως, μοιάζει σὰν κάποιο πονηρὸ γιατρό, ποὺ κάνει πὼς δὲν βλέπει τὰ σάπια
μέλη τοῦ ἀρρώστου καὶ συζητᾶ γιὰ τὰ ὑγιῆ. Μ’ αὐτή του τὴ στάση δὲν δείχνει
ἀγάπη, ἀφοῦ συντελεῖ στὸ νὰ χειροτερεύει ὁ ἀσθενής. Καὶ ἐπιπλέον ἐκθέτει σὲ
κίνδυνο τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς ἄλλους νὰ μολυνθοῦν, ὄχι μόνο γιατὶ ἡ ἀσθένεια
εἶναι μεταδοτική, ἀλλὰ καὶ γιατὶ μὴ λαμβάνοντάς την ὑπ‘ ὄψιν, ἀψηφώντας τὶς
Ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων, χάνει καὶ τὴ θεία Χάρη» (Παναγιώτη
Σημάτη, «Ἡ Πατερικὴ στάση στοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους καὶ ὁ Οἰκουμ. Πατριάρχης
Βαρθολομαῖος», σελ. 90).
Διαφωτιστικότατο
γιὰ τὰ ἄνω συμπεράσματα εἶναι καὶ τὸ
παρακάτω κείμενο ἀπὸ τὶς «Διαταγὲς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων διά Κλήμεντος): «Τοὺς μετανοοῦντας προσδέχεσθε, τοῦτο
γὰρ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ· …τοὺς ἀθέους
αἱρεσιώτας ἀμετανοήτως ἔχοντας διαστείλαντες ἀφορίσατε ἀπὸ τῶν πιστῶν καὶ τῆς Ἐκκλησίας
τοῦ Θεοῦ ἐκκηρύκτους ποιήσατε, καὶ παραγγείλατε τοῖς πιστοῖς παντοίως αὐτῶν ἀπέχεσθαι
καὶ μήτε λόγῳ μήτε προσευχαῖς κοινωνεῖν αὐτοῖς. Οὗτοι γάρ εἰσιν ἀντίδικοι
καὶ ἐπίβουλοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ διαφθείροντες τὸ ποίμνιον καὶ μολύνοντες τὴν
κληρονομίαν, οἱ δοξόσοφοι καὶ παμπόνηροι … Οὗτοί εἰσιν, περὶ ὧν ὁ Κύριος πικρῶς
καὶ ἀποτόμως ἀπεφήνατο λέγων, ὅτι εἰσὶν ψευδόχριστοι καὶ ψευδοδιδάσκαλοι…, οἱ
Θεὸν τὸν ἐπὶ πάντων βλασφημοῦντες καὶ τὸν Υἱὸν αὐτοῦ καταπατοῦντες καὶ τὴν
διδασκαλίαν τοῦ Πνεύματος διαπτύοντες, οἱ τοὺς θείους λόγους ἀρνούμενοι ἢ μεθ' ὑποκρίσεως
προσποιούμενοι δέχεσθαι, ἐφ' ὕβρει Θεοῦ καὶ ἀπάτῃ τῶν προσιόντων αὐτοῖς, οἱ τὰς
ἱερὰς γραφὰς ἐνυβρίζοντες... Φεύγετε οὖν
τῆς κοινωνίας αὐτῶν καὶ τῆς πρὸς αὐτοὺς εἰρήνης ἀλλότριοι τυγχάνετε· περὶ αὐτῶν
γὰρ ὁ προφήτης ἀπεφήνατο, λέγων, ὅτι “Οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν, λέγει Κύριος”.
Οὗτοι γάρ εἰσιν οἱ κρύφιοι λύκοι, οἱ ἐνεοὶ κύνες οἱ οὐ δυνάμενοι ὑλακτεῖν, οἳ νῦν
μὲν εἰσὶν ὀλίγοι, προκόψαντος δὲ τοῦ χρόνου καὶ τῆς συντελείας ἐγγιζούσης πλείονες
καὶ χαλεπώτεροι ἔσονται, περὶ ὧν ὁ Κύριος ἔλεγεν, ὅτι “Ἆρα ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν
εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;”. Καί· “Διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται
ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν, καὶ ἐλεύσονται ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι
σημεῖα ἐν τῷ οὐρανῷ, ὥστε εἰ δυνατὸν καὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἀπατῆσαι”. … Καὶ γὰρ καὶ
ἡμεῖς, διερχόμενοι τὰ ἔθνη καὶ ἐπιστηρίζοντες τὰς Ἐκκλησίας, τοὺς μὲν ἐν πολλῇ
νουθεσίᾳ καὶ λόγῳ ἰατικῷ ὑγιάσαντες ἐπανηγάγομεν μέλλοντας ὅσον οὐδέπω θνήσκειν
ἀπάτῃ, τοὺς δὲ ἀνιάτως ἔχοντας ἐξεβάλομεν
τῆς ποίμνης, ἵνα μὴ ψωραλέας νόσου μεταδῶσιν καὶ τοῖς ὑγιαίνουσιν ἀρνίοις, ἀλλὰ
καθαρὰ καὶ ἄχραντα, ὑγιῆ καὶ ἄσπιλα διαμείνῃ Κυρίῳ τῷ Θεῷ» (Διαταγαὶ τῶν Ἁγίων
Ἀποστόλων διὰ Κλημέντος).
Οἱ Ἅγιοι λοιπόν, πιστοὶ στὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, δίδασκαν κι ἐφήρμοζαν
τὴν παντελὴ διακοπὴ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικούς. Τὸν λόγο γιὰ τὸν
ὁποῖο ὅλοι οἱ Ἅγιοι ἔπρατταν ἔτσι τὸν ἐξηγεῖ ὁ Μ. Βασίλειος:
«Ἐὰν γιὰ αὐτοὺς ποὺ σφάλλουν σὲ
ἠθικὰ θέματα ἡ βλάβη εἶναι τόσο μεγάλη, τί
πρέπει νὰ λέμε γιὰ αὐτοὺς ποὺ κακοδοξοῦν στὰ θέματα τῆς πίστεως καὶ τῶν ὁποίων
ἡ κακοδοξία δὲν τοὺς ἀφήνει καὶ στὰ ἄλλα θέματα νὰ ὑγιαίνουν καὶ παραδίδονται ἐξ
αἰτίας της γιὰ πάντα στὰ πάθη τῆς ἀτιμίας;» [Εἰ δὲ ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς ἠθικοῖς σφαλλομένων τοσαύτη ἐστὶν ἡ βλάβη,
τί χρὴ λέγειν περὶ τῶν περὶ Θεοῦ κακοδοξούντων, οὓς ἡ κακοδοξία οὐδὲ ἐν τοῖς ἄλλοις
ὑγιαίνειν ἐᾷ, παραδιδομένους ἅπαξ δι' αὐτὴν τοῖς τῆς ἀτιμίας πάθεσιν;] (Ὅροι κατ’ Ἐπιτομήν,
Ἐρώτησις κʹ, μετάφραση).
«Ἐπειδὴ ὅμως ἔφθασε ἕως ἐμὲνα ἡ
διάδοση ὅτι μερικοὶ ἐξ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι μένουν μαζί μὲ τὴν ἀγάπην σου εὑρίσκονται
εἰς αὐτὴν τὴν ἀσθένειαν τῶν λογισμῶν, καὶ οἱ ὁποῖοι παραχαράσσουν τὸ ὀρθὸν
δόγμα περὶ τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου μὲ διεστραμμένας γνώμας (των), ἔκρινα ἀναγκαῖον
νά… περιέχῃ ἡ ἐπιστολή μας κάτι σχετικόν, τὸ ὁποῖον θὰ δύναται καὶ νὰ οἰκοδομήσῃ
τὰς ψυχάς… Διὰ τοῦτο λοιπὸν παρακαλοῦμεν ἀφ’ ἑνὸς αἱ ἰδέαι αὐταὶ νὰ τύχουν ἐκκλησιαστικῆς
διορθώσεως καὶ ἀφ’ ἑτέρου νὰ ἀπέχετε ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνίαν μὲ τοὺς αἱρετικούς,
ἀφοῦ γνωρίζετε ὅτι ἡ εἰς αὐτὰ ἀδιαφορία
μᾶς στερεῖ τὴν παρρησίαν ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ» [Ταῦτα οὖν παρακαλοῦμεν
διορθώσεώς τε τυχεῖν ἐκκλησιαστικῆς καὶ τῆς πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς κοινωνίας ὑμᾶς
ἀπέχεσθαι, εἰδότας ὅτι τὸ ἐν τούτοις ἀδιαφορεῖν τὴν ἐπὶ Χριστοῦ παρρησίαν ἡμῶν ἀφαιρεῖται]
(Οὐρβικίῳ μονάζοντι, ἐπιστ. 262, μετάφραση).
«Ἐπειδὴ λοιπὸν πολλὰ στόματα ἀνοίχτηκαν
κατὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ πολλὲς γλῶσσες ἀκονίζονται γιὰ νὰ βλασφημήσουν ἐναντίον
Του, ἀξιοῦμε, ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐσᾶς, νὰ καταστήσετε ὀλιγάριθμους τοὺς
βλασφημοῦντες καὶ νὰ δέχεσθαι σὲ κοινωνία αὐτοὺς ποὺ λένε, ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν
εἶναι κτίσμα, γιὰ νὰ ἀπομονωθοῦν οἱ βλάσφημοι καὶ ἔτσι ἢ ντροπιασμένοι νὰ ἐπανέλθουν
στὴν ἀλήθεια ἤ, ἂν ἐπιμένουν στὴν αἵρεση, νὰ καταντήσουν ἀναξιόπιστοι ἐξ αἰτίας
τῆς ἀπομόνωσης καὶ τοῦ μικροῦ τους ἀριθμοῦ» [Ἐπεὶ οὖν πολλὰ στόματα ἤνοικται κατὰ τοῦ Πνεύματος
τοῦ Ἁγίου καὶ πολλαὶ γλῶσσαι ἠκόνηνται εἰς τὴν κατ' αὐτοῦ βλασφημίαν, ἀξιοῦμεν ὑμᾶς,
ὅσον ἐστὶν ἐφ' ὑμῖν, εἰς ὀλίγον ἀριθμὸν περιστῆσαι τοὺς βλασφημοῦντας καὶ τοὺς
μὴ λέγοντας κτίσμα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον δέχεσθαι εἰς κοινωνίαν, ἵνα μόνοι
καταλειφθῶσιν οἱ βλάσφημοι καὶ ἢ καταισχυνθέντες ἐπανέλθωσι πρὸς τὴν ἀλήθειαν ἢ
ἐπιμένοντες τῇ ἁμαρτίᾳ ἀναξιόπιστοι ὦσι διὰ τὴν ὀλιγότητα], (Τοῖς ἐν Ταρσῷ πρεσβυτέροις, ἐπιστ.
113, μετάφραση).
Ὁ Μ. Βασίλειος (ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι) λοιπὸν μᾶς
διδάσκει, ὅτι πρέπει νὰ διακόπτουμε τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς ἀμετανόητους
αἱρετικοὺς ὄχι γιὰ νὰ ἀναζητοῦμε τιμές, ὅπως τελευταῖα ὑποστηρίζεται, ἀλλὰ ἀγνοώντας
τὸ οἰοδήποτε κόστος α) διότι ἡ αἵρεση ἀποτελεῖ φοβερὴ μεταδοτικὴ ἀσθένεια καὶ
βλάβη ἄνευ ἰάσεως, β) διότι ἡ κοινωνία μὲ τὴν αἵρεση μᾶς στερεῖ τὴν σωτηρία καὶ
τὴν παρρησία μας στὸν Χριστό, γ) διότι πρέπει νὰ προστατευτεῖ τὸ ποίμνιο τῆς
Ἐκκλησίας. Ὅταν δηλ. ἀπομονωθοῦν οἱ αἱρετικοὶ διὰ τῆς διακοπῆς τῆς
ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, χάνουν τὴν δύναμη καὶ τὴν ἐπιρροή τους, λιγοστεύει ὁ
ἀριθμός τους, ἀφοῦ καταντοῦν ἀναξιόπιστοι καὶ προστατεύεται τὸ ποίμνιο, μέχρι τελικὰ
νὰ καταδικαστοῦν συνοδικὰ οἱ αἱρετικοί.
Πόσο ἀπέχουν ἀπὸ αὐτὴν τὴν διδασκαλία οἱ σημερινοὶ
αὐτοονομαζόμενοι καὶ αὐτοϊκανοποιούμενοι Ἀντιοικουμενιστές! Αὐτοί ποὺ ἐνῶ
κατονομάζουν τὸν Οἰκουμενισμὸ ὡς Παναίρεση καὶ ἄρα ὡς τὴν χειρότερη,
ἐπιβλαβέστερη καὶ δεινότερη αἵρεση, ἐνῶ τὸν ἀναθεματίζουν τουλάχιστον γιὰ τὸ
θεαθῆναι, ἐνῶ γνωρίζουν τί μᾶς διδάσκουν οἱ Πατέρες, ὅτι πρέπει νὰ πραχθεῖ,
αὐτοὶ ἀναλίσκονται σὲ χαρτοπόλεμους καὶ ἀγῶνες ἄνευ κόστους ὑπογράφοντας
σύμφωνο συμβίωσης μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ καριέρα παρὰ μὲ τὴν διδασκαλία τῶν
Πατέρων. Διότι οἱ Οἰκουμενιστές, ὅπως καὶ οἱ ἑκάστοτε αἱρετικοὶ δὲν πρόκειται
νὰ ἀλλάξουν, πόσῳ μάλλον ποὺ ἀντὶ γιὰ ὀλιγάριθμοι γίνονται ὅλο καὶ πιὸ πολλοὶ
καὶ ἀντὶ γιὰ ἀναξιόπιστοι, ἐμφανίζονται φεῦ ὡς οἱ μόνοι ἀξιόπιστοι. Ἐναπόκειται
σ’ ἐμᾶς νὰ ἀποφασίσουμε, ποιόν δρόμο θὰ ἀκολουθήσουμε: τὴν αἵρεση ἢ τὴν
Ἐκκλησία;
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου