Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

Κακόδοξη “σύνοδο” της Κρήτης το 2016

Δημοσίευμα  της Εφημερίδος :
"ΑΓΩΝΑΣ"  αρ φυλ. 249/ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ  2018 http://www.agonas.org/


Κακόδοξη “σύνοδο”
της Κρήτης το 2016 
Προς τα απανταχού τέκνα της Εκκλησίας του Χριστού και κάθε ενδιαφερόμενο.
Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατρός και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είη μετά πάντων υμών.
Α΄. Μια πρώτη και σύντομη αποτίμηση της οικουμενιστικής «Συνόδου» της Κρήτης.
Παρήλθε ένα και ήμισυ έτος από της συγκλήσεως και πραγματοποιήσεώς της, από των αρχών του 20ου αιώνος προετοιμαζομένης και ως «Αγίας και Μεγάλης» φερομένης «Συνόδου» των Οικουμενιστών, η οποία έλαβε χώρα στο Κολυμπάρι των Χανίων της Κρήτης τον Ιούνιο του παρελθόντος έτους 2016. Περί αυτής της Συνόδου πολλά ελέχθησαν, λέγονται και μέλλουν να λεχθούν. Και είναι φυσικό να γίνεται περί αυτής πολύς λόγος, διότι η πολυχρόνια προετοιμασία της και οι μεγάλες και ποικίλες προσδοκίες που αυτή είχε δημιουργήσει σε πολλούς, ανεξαρτήτως της θετικής ή αρνητικής στάσεώς τους απέναντί της, την θέτουν αναμφιβόλως στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και των εξελίξεων στο χώρο των εκκλησιαστικών πραγμάτων.

Αρκετός λόγος περί αυτής και περί συναφών προς αυτήν θεμάτων είχε γίνει λίγο προ της συγκλήσεώς της και στο υπ’ αριθμ. 3478/24-5-2016 Διάγγελμα της Ιεράς ημών Συνόδου; Γνησίων ορθοδόξων χριστιανών, όπου, μεταξύ άλλων, διετυπώθησαν και κάποιες κρίσεις, προβλέψεις και εκτιμήσεις σχετικώς με τους σκοπούς, την προετοιμασία, το έργο και τα αποτελέσματά της.
Δυστυχώς οι κρίσεις, οι προβλέψεις και οι εκτιμήσεις αυτές, επαληθεύθησαν πλήρως από την εν λόγω «Σύνοδο» των οικουμενιστών. Όσα συνέβησαν προ και μετά τη «Σύνοδο» αυτή, εντός και εκτός αυτής και τα οποία αφορούν στη λειτουργία, στις συζητήσεις, στα εγκριθέντα κείμενα – αποφάσεις της, στην Εγκύκλιο και στο Μήνυμά της, καθώς επίσης και στις γενόμενες, παντοειδείς και πολύπλευρες αναλύσεις των πεπραγμένων της, αλλά και στις αντιδράσεις που προέκυψαν στο χώρο των νεοημερολογιτών και των κοινωνούντων αυτοίς, όλα επαληθεύουν πλήρως όχι μόνο τα αναφερθέντα και προβλεφθέντα περί αυτής στο προαναφερθέν Διάγγελμα της Ιεράς ημών Συνόδου, αλλά, επιπλέον, δικαιώνουν σαφέστατα όλον τον Ιερόν Αγώνα των Γνησίων Ορθοδόξων κατά του οικουμενισμού.
Ο Αγώνας αυτός άρχισε ως έπρεπε ευθύς αμέσως μετά την πραξικοπηματική εισαγωγή της καταδικασμένης πανορθοδόξως καινοτομίας του νέου παπικού ημερολογίου το έτος 1924. Η αλλαγή αυτή, όπως ιστορικώς και διαχρονικώς αποδεικνύεται, ήταν το πρώτο, πλην όμως καίριο και απαραίτητο, βήμα για την εφαρμογή του οικουμενιστικού προγράμματος, το οποίο εισήγαγε επισήμως η διαβόητος εγκύκλιος του Οικουμενικού Πατριαρχείου το έτος 1920.
Αυτό ακριβώς το πρόγραμμα, μετά τη σταδιακή και μεθοδευμένη εφαρμογή του σε πρακτικό κυρίως επίπεδο, βρίσκει πλέον και την δήθεν «πανορθόδοξη» συνοδική «νομιμοποίηση» και «κατοχύρωσή» του, δια της «Συνόδου» του Κολυμπαρίου της Κρήτης.
Η «Σύνοδος» αυτή αποδεικνύεται καταφανώς και πολυπλεύρως αντορθόδοξη, αιρετική και ληστρική διότι:
1) Συνεκλήθη υπό αιρετικών οικουμενιστών.
2) Δεν ακολούθησε – επικύρωσε τις προγενέστερες οικουμενικές και πανορθοδόξους Συνόδους.
3) Κατέλυσε αποφάσεις Οικουμενικών και πανορθοδόξων Συνόδων.
4) Κατέλυσε την Ορθόδοξη συνοδικότητα δια του αποκλεισμού της δυνατότητος συμμετοχής όλων των «Επισκόπων», δια της αναβαθμίσεως των προκαθημένων σε «υπερεπισκόπους» και δια της πραγματοποιήσεώς της άνευ της συμμετοχής και παρουσίας εκπροσώπων όλων των τοπικών «εκκλησιών».
5) Ακολούθησε καινοφανείς μεθόδους στη θεματολογία και στη λειτουργία της.
6) «Επικύρωσε» και «νομιμοποίησε» θεσμικώς και συνοδικώς την αίρεση του οικουμενισμού.
7) Ανεγνώρισε ως «Εκκλησίες» τις αιρέσεις.
8) Ανεγνώρισε και επαίνεσε το έργο του παναιρετικού «παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών».
9) Συσχηματίσθηκε «τω αιώνι τούτω» (πρβλ. Ρωμ. ιβ΄, 2) τόσο ως προς τον τρόπο λειτουργίας της, όσο και ως προς τις επιδιώξεις, τα πρόσωπα, τα μέσα, αλλά και τον εκκοσμικευμένο τρόπο προβολής των πεπραγμένων της δια των μέσων μαζικής ενημερώσεως.
10) Αποτελεί σαφώς το θεμέλιο για την περαιτέρω προώθηση των οικουμενιστικών ανοιγμάτων και πρακτικών ως «κατοχυρωμένων» συνοδικώς, αλλά και την απαρχή και άλλων παρομοίων με αυτήν «Συνόδων» (χωρίς να αποκλείεται πλέον η συνδιοργάνωσή τους με αιρετικούς), με σκοπό την πλήρη «ενότητα» των παντοειδών Οικουμενιστών στην παγκόσμια ψευδοεκκλησία τους.
Β΄. Ο Οικουμενισμός αναδεικνύεται
πρόδρομος του Αντιχρίστου.
Όσο περνά ο καιρός οι ίδιες οι εξελίξεις στον οικουμενιστικό χώρο φανερώνουν όλο και ποιο καθαρά τον χαρακτήρα και το βάθος, την πονηρία και τους σκοπούς της παναιρέσεως του οικουμενισμού.
Αν οι άλλες αιρέσεις που ανεφάνησαν στην ιστορία της Εκκλησίας, υπήρξαν τρομερές και κατατάραξαν το λαό του Θεού, οδηγώντας πολλούς στην απώλεια, η αίρεση του Οικουμενισμού είναι ακόμη πιο τρομερή. Η πονηρία της είναι σαφώς μεγαλύτερη από εκείνη των άλλων αιρέσεων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία αναλόγου προς αυτή συγχύσεως και πλάνης «ει δυνατόν και στους εκλεκτούς» (πρβλ. Ματθ. κδ΄, 24).
Όλες οι άλλες αιρέσεις έβαλλαν ευθέως κατά της δογματικής αληθείας της Εκκλησίας, αλλοιώνοντας εμφανώς την ιερά παράδοση και το εν γένει βίωμα του εκκλησιαστικού σώματος. Ο Οικουμενισμός όμως, δεν επιχειρεί να προσβάλλει και αλλοιώσει με τρόπο εμφανή και ευκολοδιάκριτο αυτά τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της Εκκλησίας του Χριστού. Δια του οικουμενισμού ο Διάβολος προσπαθεί να ακυρώσει ουσιαστικώς την Εκκλησία του Χριστού, δια της ύπουλης, συγκεκαλυμμένης και σταδιακής αναμείξεως της αληθείας με το ψεύδος. Αποδομεί τη μοναδικότητα και αποκλειστικότητα της Εκκλησίας του Χριστού με την παρουσίαση των ποικίλων αιρέσεων ως δήθεν πραγματικών Εκκλησιών του Χριστού. Σχετικοποιεί τα σωτήρια δόγματα εξισώνοντάς τα με τις αιρετικές δοξασίες και παρουσιάζοντας αμφότερα ως δήθεν ποικίλες εκδοχές και όψεις του ίδιου πράγματος και ως διαφορετικές οδούς προς τον ίδιο προορισμό. Δηλητηριάζει και εν τέλει θανατώνει πνευματικώς όσους εκ των μελών της Εκκλησίας του Χριστού πλανήσει και σύρει στην αναγνώριση των αιρέσεων ως Εκκλησιών του Χριστού, τη συμπροσευχή και τελικώς την πλήρη ένωση με τους παντοειδείς αιρετικούς. Απώτερος σκοπός του είναι η τελική συγχώνευση όλων των θρησκειών σε μία πολυπεριεκτική και αδογμάτιστη πανθρησκεία της «Νέας Εποχής».
Πραγματικά, η δογματική περιεκτικότητα του Οικουμενισμού και η πονηρότατη «ανοχή» του στη διαφορετικότητα, σε θέματα που αφορούν, τόσο στην πίστη, όσο και στη λειτουργική πράξη, είναι σαφώς τα στοιχεία εκείνα τα οποία τον αναδεικνύουν ως τον υπουλότερο εχθρό της αληθείας και πραγματικό πρόδρομο του Αντιχρίστου.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι, όπως ο Αντίχριστος θα αντιποιείται το πρόσωπο του Χριστού, παρουσιαζόμενος ως «Θεάνθρωπος» και απαιτώντας τη λατρεία των ανθρώπων, όμοια και ο Οικουμενισμός αντιποιείται την Εκκλησία του Χριστού απαιτώντας την υποταγή και την προσχώρηση όλων σε αυτόν.
Γ΄. Η συνέχιση της αντιφατικής και
αναποτελεσματικής στάσεως 
των λεγομένων «αντιοικουμενιστών».
Όπως δείχνουν τα σημεία των καιρών, έχουμε ήδη φθάσει στην εποχή κατά την οποία η δημόσια έκφραση της Ορθοδόξου πίστεώς μας και η ομολογία ότι η Εκκλησία του Χριστού είναι μια και μοναδική, δηλαδή η Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία μας, ενώ οι άλλες θεωρούμενες ως «Εκκλησίες» δεν είναι παρά αιρετικές και σχισματικές ομάδες οι οποίες ανήκουν στο χώρο της πλάνης και της απωλείας, θα θεωρείται ως έκφραση και κήρυγμα «μίσους», θρησκευτικού «φανατισμού» και «ρατσισμού». Μετά δε την πραγματοποίηση της «Συνόδου» της Κρήτης και την προβολή της υπό των Οικουμενιστών ως την δήθεν «αυθεντική» έκφραση της «ορθοδόξου» αυτοσυνειδησίας στο σύγχρονο κόσμο, κάθε αντίδραση και εναντίωση στα αποφασισθέντα και προγραμματισθέντα υπ’ αυτής θα θεωρείται ως ανταρσία και αντισυνοδική – αντιεκκλησιαστική ενέργεια. Ήδη έχουν αρχίσει και οι μεθοδεύσεις υπό των υψηλοβάθμων παραγόντων του Οικουμενισμού για την πάταξη κάθε εναντιώσεως και την παραδειγματική τιμωρία παντός αντιδρώντος στα σχέδιά τους.
Η εξέλιξη αυτή φανερώνει όχι μόνο τι μέλλει γενέσθαι, αλλ’ επίσης αποκαλύπτει το μέγεθος της πλάνης και της αδυναμίας των λεγομένων «αντιοικουμενιστών», τόσο του νεοημερολογιτικού χώρου, όσο και κάποιων παλαιοημερολογιτών, να εκτιμήσουν και αξιολογήσουν ορθά τα γεγονότα και να λάβουν την πρέπουσα θέση απέναντί τους. Οι μεν νεοημερολογήτες «αντιοικουμενιστές» ή εξακολουθούν να «αντιδρούν» στον Οικουμενισμό θεωρητικώς και δια λόγων μόνο, ενώ εν τη πράξει επικοινωνούν πλήρως με τους Οικουμενιστές, ή «αποτειχίζονται» ελάχιστοι εξ αυτών ή διακόπτουν το μνημόσυνο των «επισκόπων» που αποδέχονται τη «Σύνοδο» της Κρήτης, εναποθέτοντας όλες τις ελπίδες τους σε μία ουτοπική μελλοντική «Πανορθόδοξη» Σύνοδο η οποία, όπως φαντάζονται, μέλλει να καταδικάσει τη «Σύνοδο» της Κρήτης και να ανατρέψει τις αποφάσεις και τα προγράμματά της. Οι δέ παλαιοημερολογίτες «αντιοικουμενιστές», παρότι οι ραγδαίες οικουμενιστικές εξελίξεις αποκαλύπτουν πλήρως το οικουμενιστικό υπόβαθρο και τη σημασία της εφαρμογής του νέου ημερολογίου για την επιτυχή εξέλιξη του Οικουμενισμού, αυτοί εξακολουθούν να αποφεύγουν να αποφανθούν αν η πραξικοπηματική επιβολή του Νεοημερολογιτισμού, ως πανορθοδόξως καταδικασμένη προ πολλού καινοτομία και εντασσομένη πλήρως στα πλαίσια της αιρέσεως του Οικουμενισμού, έχει προκαλέσει και συνεχίζει να συνιστά τετελεσμένο σχίσμα, με όλες τις εκκλησιολογικές και κανονικές συνέπειες αυτού. Τα ανωτέρω σημαίνουν ότι, δυστυχώς και οι μεν και οι δε, πέφτουν στο ίδιο ουσιαστικώς σφάλμα. Θεωρούν την έκπτωση των αιρετικών εκ της Εκκλησίας, ως συνοδική «ποινή» και όχι ως αποτέλεσμα του αυτοχωρισμού τους από τον Χριστό δια της αιρέσεως. Με άλλα λόγια, νομίζουν ότι η Σύνοδος της Εκκλησίας δίνει υπόσταση στους αιρετικούς και όχι η αίρεσή τους αυτή καθ’ εαυτήν. ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Διονύσιος Σακκάς