Ερμηνεία του Ιερού Χρυσοστόμου στην αποστολική
περικοπή
από την Α΄«Προς Κορινθίους» επιστολή
του αποστόλου Παύλου,
κεφάλαιο 8,εδάφια
8-13
«Βρῶμα δὲ ἡμᾶς οὐ
παρίστησι τῷ Θεῷ· οὔτε γὰρ ἐὰν φάγωμεν
περισσεύωμεν, οὔτε ἐὰν μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθα(:Ενώ λοιπόν ο ασθενής αδελφός βλάπτεται και
εσύ δεν έχεις να κερδίσεις τίποτε από το φαγητό αυτό. Δεν είναι το φαγητό που μας παρουσιάζει ευάρεστους στο Θεό. Διότι
ούτε εάν φάμε προκόπτουμε και προοδεύουμε στην αρετή, ούτε εάν δεν φάμε
υστερούμε και μένουμε πίσω σε αυτήν)»[Α΄Κορ.8,8].
Βλέπεις πως πάλι περιόρισε την αλαζονεία τους; Διότι, αφού είπε ότι «έχουμε γνώση όλοι και όχι μόνο εκείνοι, και
ότι κανείς τίποτε δε γνωρίζει όπως πρέπει να το γνωρίζει και ότι η γνώση καθιστά τον άνθρωπο αλαζόνα», κατόπιν, αφού τους
παρηγόρησε και
τους είπε ότι όλοι δεν κατέχουν τη γνώση και ότι αυτοί μολύνονται εξαιτίας της
αδυναμίας τους, για να μη λένε εκείνοι «και
τι μας ενδιαφέρει, αν όλοι δεν κατέχουν τη γνώση; Γιατί δεν έχει γνώση ο τάδε; Γιατί να είναι ασθενής στην πίστη;». Για να
μην προβάλλουν αυτά τα επιχειρήματα λοιπόν, δεν προχώρησε ευθέως να τονίσει
σαφώς ότι πρέπει κανείς να απέχει από τα
ειδωλόθυτα, για να μη βλάψει εκείνον που είναι ασθενής ως προς την πίστη,
αλλά αφού ανέφερε ακροθιγώς αυτό μόνο, κατά πρώτον αναφέρει κάτι ανώτερο από
αυτό.
Ποιο λοιπόν είναι αυτό; Ότι και αν ακόμη δεν βλαπτόταν κανείς και ούτε
υπήρχε ο κίνδυνος παρεξηγήσεως του πλησίον, ούτε τότε θα έπρεπε να κάνει κανείς
αυτό. Αυτό όμως θα ήταν ματαιοπονία· διότι
εκείνος ο οποίος άκουσε να βλάπτεται μεν άλλος, ο ίδιος όμως έχει κέρδος, δεν
απέχει από κάτι, αλλά απέχει μάλλον
τότε, όταν μάθει ότι ο ίδιος δεν έχει καμία ωφέλεια από το πράγμα. Για τον
λόγο αυτόν, θέτει αυτό πρώτο λέγοντας «βρῶμα δὲ ἡμᾶς οὐ
παρίστησι τῷ Θεῷ(:Δεν είναι το φαγητό που μας παρουσιάζει
ευάρεστους στο Θεό)». Είδες πώς
εξευτελίζει αυτό, το οποίο φαινόταν ότι προερχόταν από τέλεια γνώση; «Οὔτε γὰρ ἐὰν φάγωμεν
περισσεύωμεν(:Διότι
ούτε εάν φάμε, προκόπτουμε και προοδεύουμε στην αρετή)»,
δηλαδή δεν προοδεύουμε κατά Θεόν με το να κάνουμε κάτι καλό και μέγα· «οὔτε ἐὰν μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθα (:ούτε εάν δε φάμε υστερούμε και μένουμε πίσω
σε αυτήν)», δηλαδή δεν υστερούμε σε τίποτε.
Έως εδώ λοιπόν απέδειξε ότι αυτό δεν είναι
τίποτε και περιττό· διότι ό,τι ούτε ωφελεί με το να γίνεται, ούτε βλάπτει, αν δε γίνεται, αυτό
είναι περιττό· στη συνέχεια όμως αποκαλύπτει
και όλη τη βλάβη του πράγματος. Τώρα όμως αναφέρει τη βλάβη που γίνεται στους
αδελφούς· διότι
λέγει: «Βλέπετε δὲ μήπως ἡ ἐξουσία ὑμῶν αὕτη
πρόσκομμα γένηται τοῖς ἀσθενοῦσιν(:Προσέχετε όμως μήπως το δικαίωμα αυτό που
έχετε να τρώτε από όλα, ακόμη και τα ειδωλόθυτα, γίνει αιτία να αμαρτήσουν οι
αδελφοί σας, που είναι αδύναμοι στην πίστη)». Δεν είπε ότι «η ελευθερία σας γίνεται εμπόδιο», ούτε
εξέφρασε σαφή γνώμη, για να μην τους καταστήσει περισσότερο αδίστακτους· αλλά τι
είπε; «Προσέχετε», προσπαθώντας να τους εμπνεύσει φόβο και
δισταγμό και να τους φέρει να αρνηθούν να κάνουν αυτό. Και δεν είπε «αυτή η
γνώση σας, το οποίο θα ήταν μάλλον εγκώμιο, ούτε είπε: «αυτή η τελειότητά σας» αλλά «το ελεύθερο δικαίωμα που έχετε», το
οποίο θεωρούνταν ότι είναι μάλλον
χαρακτηριστικό απερισκεψίας και αυθάδειας και αλαζονείας.
Και δεν είπε «στους αδελφούς», αλλά «στους
ασθενείς κατά την πίστη αδελφούς», αυξάνοντας την κατηγορία ότι δεν σκέπτονται ούτε τους ασθενείς στην
πίστη, και μάλιστα αδελφούς. «Έστω
λοιπόν· δεν
διορθώνεις, ούτε εγείρεις· γιατί αντιθέτως και υπονομεύεις και
συντελείς σε παραπτώματα, ενώ έπρεπε να βοηθείς; Αλλά δε θέλεις να κάνεις αυτό;
Ούτε να καταστρέφεις λοιπόν. Εάν μεν ήταν πονηρός θα χρειαζόταν κόλαση, εφόσον
όμως είναι ασθενής χρειάζεται θεραπεία. Τώρα μάλιστα δεν είναι μόνο ασθενής
αλλά και αδελφός».
«Ἐὰν γάρ τις
ἴδῃ σε, τὸν ἔχοντα γνῶσιν, ἐν εἰδωλείῳ
κατακείμενον, οὐχὶ ἡ
συνείδησις αὐτοῦ ἀσθενοῦς ὄντος οἰκοδομηθήσεται
εἰς τὸ τὰ εἰδωλόθυτα ἐσθίειν;(: Και είναι επόμενο να βλαφτούν σοβαρά οι
αδύναμοι αδελφοί. Διότι, εάν κανείς από αυτούς δει εσένα που έχεις την ορθή
γνώση να κάθεσαι στο τραπέζι κάποιου ναού των ειδώλων, δε θα παρασυρθεί και δε
θα παγιωθεί η συνείδησή του στο να τρώει τα ειδωλόθυτα ως κάτι ιερό και άξιο
ευλαβείας, αφού αυτός είναι ασθενής)». Αφού
είπε «Προσέχετε μήπως η ελευθερία σας
αυτή γίνει εμπόδιο», λέγει πώς και με ποιο τρόπο γίνεται. Και θέτει παντού
την ασθένεια, για να μη φανεί ότι η βλάβη προέρχεται από τη φύση του πράγματος
και φανούν φοβεροί οι δαίμονες. «Τώρα μεν»,
λέγει, «είναι πολύ πλησίον στο να
εγκαταλείψει αυτός ο αδελφός σου εντελώς τα είδωλα·
επειδή όμως βλέπει εσένα να εισέρχεσαι στον ναό ειδώλων με ευχαρίστηση, το
εκλαμβάνει ως παραίνεση και μένει και ο ίδιος εκεί». Ώστε η επιβουλή δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της
ασθένειας εκείνου αλλά και της δικής σου άκαιρης συμπεριφοράς·
διότι εσύ τον κάνεις ασθενέστερο.
«Καὶ ἀπολεῖται ὁ ἀσθενῶν ἀδελφὸς ἐπὶ τῇ σῇ γνώσει,
δι᾿ ὃν Χριστὸς ἀπέθανεν(:Και θα χαθεί παρασυρόμενος στην ειδωλολατρία
ο αδελφός σου που είναι αδύνατος πνευματικά, εξαιτίας της δικής σου γνώσεως.
Αλλά για τη σωτηρία του αδελφού σου αυτού ο Χριστός θυσίασε τη ζωή Του)». Δηλαδή
δύο είναι αυτά, εξαιτίας των οποίων δεν
είναι δυνατόν να συγχωρηθείς για τη βλάβη αυτήν, το ότι είναι ασθενής στην πίστη και το ότι
είναι αδελφός· μάλλον υπάρχει και τρίτο, που
είναι και το φοβερότερο όλων. Ποιο
λοιπόν είναι αυτό; Ότι ο Χριστός δέχθηκε
ακόμη και να πεθάνει υπέρ αυτού, εσύ όμως δεν ανέχεσαι ούτε συγκατάβαση να
δείξεις σε αυτόν. Για τον λόγο αυτόν λοιπόν και υπενθυμίζει τον τέλειο,
ποιος ήταν και ο ίδιος προηγουμένως, και ότι και υπέρ αυτού πέθανε. Και δεν
είπε: «για τον οποίο έπρεπε ακόμη και να
πεθάνεις», αλλά είπε αυτό που ήταν πολύ μεγαλύτερο, ότι και ο ίδιος ο
Χριστός πέθανε γι΄αυτόν. « Επομένως, ο
μεν Κύριός σου δέχθηκε να πεθάνει υπέρ αυτού, εσύ όμως τόσο πολύ δεν τον
σκέπτεσαι, ώστε να μην απομακρύνεσαι ούτε από μολυσμένη τράπεζα χάριν αυτού·
και μετά τη σωτηρία του, η οποία με τέτοιο τρόπο του δόθηκε, τον αφήνεις να
χαθεί, και το φοβερότερο, εξαιτίας του φαγητού;». Διότι
δεν είπε «εξαιτίας της τελειότητάς σου»,
ούτε «εξαιτίας της γνώσεώς σου», αλλά
«εξαιτίας του φαγητού σου». Ώστε τέσσερα είναι τα εγκλήματά σου και μάλιστα
πάρα πολύ μεγάλα, ότι είναι αδελφός σου, ότι είναι ασθενής στην πίστη, και ότι
ο Χριστός τόσο ενδιαφέρθηκε γι΄αυτόν, ώστε και να πεθάνει υπέρ αυτού, και ότι
πέραν όλων αυτών χάνεται εξαιτίας του φαγητού.
«Οὕτω δὲ ἁμαρτάνοντες
εἰς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ
τύπτοντες αὐτῶν τὴν
συνείδησιν ἀσθενοῦσαν εἰς Χριστὸν ἁμαρτάνετε(:Και έτσι διαπράττετε αμάρτημα, από το οποίο
βλάπτονται πολύ οι αδελφοί, και για τον λόγο αυτόν αποτελεί αμάρτημα προς τους
αδελφούς. Και πληγώνετε έτσι και χτυπάτε σκληρά τη συνείδησή τους, η οποία
είναι ασθενική και αδύνατη. Αλλά υποπίπτετε συγχρόνως και σε αμάρτημα που
αναφέρεται στον ίδιο τον Χριστό, ο οποίος πέθανε για να σώσει τους αδελφούς
αυτούς)»[Α΄Κορ.8,12].
Βλέπεις ότι σιγά σιγά ανήγαγε το αμάρτημα στην ίδια την κορυφή της παρανομίας;
Και πάλι υπενθυμίζει την ασθένεια των
Κορινθίων προς τους οποίους απευθύνεται. Αυτό δηλαδή που νόμιζαν εκείνοι ότι
είναι υπέρ αυτών, τούτο το στρέφει από παντού κατά της κεφαλής τους. Και δεν
είπε «σκανδαλίζοντας», αλλά «πληγώνοντας», ώστε με την έμφαση της λέξεως να δείξει την ωμότητα. Διότι τι σκληρότερο θα ήταν δυνατόν να
υπάρξει από έναν άνθρωπο, ο οποίος χτυπά έναν ασθενή; Διότι ο σκανδαλισμός είναι το φοβερότερο από κάθε
χτύπημα· ως γνωστόν, αυτός πολλές φορές προκάλεσε ακόμη
και θάνατο. Και πώς αμαρτάνει απέναντι στον Χριστό; Πρώτον, με το να θεωρεί
δικά του όσα ανήκουν στους δούλους Του· δεύτερον
με το ότι όσοι πληγώνονται, το αποδίδουν στο σώμα και στο μέλος Αυτού· τρίτον,
ότι το έργο Του, το οποίο οικοδόμησε με
τη δική Του θυσία, αυτό το καταστρέφουν με την πλεονεξία τους.
«διόπερ εἰ βρῶμα
σκανδαλίζει τὸν ἀδελφόν
μου, οὐ μὴ φάγω
κρέα εἰς τὸν αἰῶνα, ἵνα μὴ τὸν ἀδελφόν
μου σκανδαλίσω(:Γι' αυτό
λοιπόν, εάν αυτό που τρώω γίνεται αιτία σκανδάλου και αμαρτίας στον αδελφό μου,
δε θα φάω ποτέ οποιοδήποτε είδος κρεάτων, για να μη σκανδαλίσω τον αδελφό μου.
Και έρχομαι τώρα να σας δείξω ότι για τους αδύνατους αδελφούς έκανα και
εξακολουθώ να κάνω θυσίες των δικαιωμάτων μου)».Αυτό
είναι χαρακτηριστικό διδασκάλου αρίστου, το να διαπαιδαγωγεί δια του εαυτού του
όσα λέγει. Και δεν είπε «είτε δικαίως είτε αδίκως», αλλά «καθ’ οιονδήποτε τρόπο». «Και δεν αναφέρω», λέγει, «ειδωλόθυτο, το οποίο μου απαγορεύεται και για άλλη αιτία·
αλλά εάν σκανδαλίζει ακόμη και κάτι από όσα έχω το δικαίωμα και μου
επιτρέπονται, θα αποφύγω και εκείνα· και όχι μόνο μία ή δύο ημέρες, αλλά σε όλη
τη ζωή μου»· διότι λέγει: «δε θα φάγω ποτέ κρέας». Και δεν είπε «για να μη συντελέσω στην απώλεια του αδελφού»,
αλλά απλώς «για να μη σκανδαλίσω». Δείχνει
λοιπόν εσχάτη μωρία εκ μέρους μας, αυτά
που είναι πολύ σημαντικά για τον Χριστό και είναι τέτοια, ώστε ακόμη και θάνατο να προτιμήσουμε γι' αυτά, αυτά να τα θεωρούμε τόσο
ευκαταφρόνητα ώστε ούτε από φαγητά να απέχουμε προς χάριν τους.
Αυτά θα ήσαν επίκαιρα να λέγονται όχι μόνο
προς εκείνους, αλλά και προς εμάς, οι
οποίοι καταφρονούμε τη σωτηρία των πλησίον και λέμε τους σατανικούς εκείνους
λόγους. Διότι το να λέμε «τι με
νοιάζει αν ο τάδε σκανδαλίζεται και ο τάδε χάνει τη σωτηρία του;». Ομοιάζει με την ωμότητα εκείνου(:του
σατανά) και το μίσος του κατά του ανθρώπου. Κα τότε μεν ο σκανδαλισμός
οφειλόταν στην αδυναμία των σκανδαλιζομένων,
στην εποχή μας όμως δεν οφείλεται πλέον σε αυτήν· διότι είναι τέτοια τα αμαρτήματά μας, που
σκανδαλίζουν και τους ισχυρούς. Όταν δηλαδή χτυπούμε και αρπάζουμε και
δείχνουμε πλεονεξία και συμπεριφερόμαστε προς ελεύθερους ανθρώπους ως σε
δούλους, ποιον δεν μπορούν αυτά να σκανδαλίσουν; Μην πεις ότι ο τάδε είναι
υποδηματοποιός, ούτε ότι ο άλλος είναι βαφέας, ούτε ότι ο άλλος είναι
χαλκουργός, αλλά σκέψου ότι είναι πιστός
και αδελφός. Είμαστε μαθητές εκείνων
των αλιέων, των τελωνών, των σκηνοποιών, Εκείνου που ανατράφηκε μέσα στην οικία
ξυλουργού, την μνηστή του οποίου αξιώθηκε να έχει Μητέρα, Εκείνου που
τοποθετήθηκε από τα σπάργανα επάνω σε φάτνη και δεν είχε πού να κλίνει την
κεφαλή Του, Εκείνου που έκανε τόσες οδοιπορίες ώστε να είναι κατάκοπος από
αυτές, Εκείνου που Τον έτρεφαν άλλοι.
Αυτά να σκέπτεσαι και να θεωρείς τιποτένια την ανθρώπινη αλαζονεία, αλλά και τον
σκηνοποιό και εκείνον που μεταφέρεται επάνω σε όχημα και έχει μυρίους υπηρέτες
και προχωρεί στην αγορά με μεγαλοπρέπεια να τον θεωρείς αδελφό, και μάλιστα
περισσότερο αυτόν παρά εκείνον. Ορθώς ονομάζεται αδελφός εκείνος που ομοιάζει περισσότερο. Ποιος λοιπόν
ομοιάζει με τους αλιείς; Εκείνος που τρέφεται από την καθημερινή εργασία του
και δεν έχει δούλο, ούτε κατοικία, αλλά είναι σε όλα εσταυρωμένος ή εκείνος ο
οποίος έχει τόση αλαζονεία και ενεργεί αντίθετα από τους νόμους του Θεού; Μη λοιπόν καταφρονείς τον αληθινό αδελφό
σου, διότι αυτός είναι εγγύτερα προς την εικόνα των Αποστόλων.
«Αλλά»,
θα έλεγε κάποιος, «αυτός είναι έτσι όχι
με τη θέλησή του, αλλά διότι πιέζεται από την ανάγκη·
δεν το κάνει, διότι το θέλει». Από πού το γνωρίζεις αυτό; Δεν
άκουσες το «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε(:Μην κρίνετε, για να μην κριθείτε)»;[Ματθ.7,1]. Για να μάθεις επίσης ότι ζει έτσι με τη θέλησή του, πλησίασε και
δώσε μύρια χρυσά τάλαντα, και θα τον
δεις να τα αποκρούει. Ώστε, εάν και δεν κληρονόμησε πλούτο από τους
προγόνους του, εφόσον ενώ του είναι δυνατόν να λάβει, δεν τον δέχεται, ούτε τον
προσθέτει σε όσα έχει, παρουσιάζει
μέγιστο παράδειγμα περιφρονήσεως των χρημάτων. Και ο Ιωάννης ο γιος του
Ζεβεδαίου ήταν υιός ενός πολύ φτωχού ανθρώπου, αλλά οπωσδήποτε δε θα
ισχυριστούμε ότι η πενία του ήταν εξ ανάγκης. Όταν λοιπόν δεις κάποιον να
καρφώνει καρφιά, να σφυροκοπεί τα σίδερα, να έχει μαυρισμένο το πρόσωπό του από
την καπνιά του εργαστηρίου τους, μην τον περιφρονείς για τον λόγο αυτόν, αλλά για τον λόγο αυτόν ακριβώς να τον
θαυμάζεις, διότι και ο Πέτρος φόρεσε
ζώνη απλού εργάτη και έσυρε δίχτυα και αλίευε μετά την Ανάσταση του Κυρίου.
Και τι αναφέρω τον Πέτρο; Ο ίδιος ο Παύλος μετά τα μύρια ταξίδια και τα τόσα
θαύματα έμενε σε σκηνορραφείο και έραβε
δέρματα, και οι άγγελοι τον σέβονταν και οι δαίμονες τον έτρεμαν· και δεν
ντρεπόταν να λέγει: «Αὐτοὶ
γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις
μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν
αἱ χεῖρες αὗται(:Εσείς οι ίδιοι
γνωρίζετε ότι για τις ανάγκες τις δικές μου και για τις ανάγκες εκείνων που
ήταν μαζί μου υπηρέτησαν τα ροζιασμένα αυτά χέρια)»[Πρ.20,34]. Και τι λέγω ότι «δεν ντρεπόταν»; Αντιθέτως μάλιστα, καυχιόταν γι'
αυτό.
«Και
ποιος είναι τώρα», θα έλεγε κάποιος, «όμοιος
με τον Παύλο στην αρετή;». Και εγώ γνωρίζω ότι κανείς δεν είναι, αλλά για
τον λόγο αυτόν δεν είναι άξιοι να περιφρονούνται όσοι υπάρχουν τώρα. Διότι, εάν τον τιμάς για τον Χριστό, ακόμη
και αν είναι ο έσχατος, είναι όμως πιστός, δικαιούται να τιμάται. Εάν
δηλαδή έλθουν στρατηγός και απλός στρατιώτης, και οι δύο φίλοι του βασιλιά, και
εσύ ανοίξεις την οικία σου και στους δύο, με ποιον φάνηκες περισσότερο ότι
τιμάς τον βασιλέα; Είναι φανερό ότι τιμάς τον Χριστό με τον στρατιώτη· διότι ο
μεν στρατηγός και χωρίς τη φιλία του βασιλιά είχε πολλά προσόντα ικανά να σε
πείσουν να του αποδώσεις αυτήν την τιμή, ο
δε στρατιώτης δεν είχε τίποτε άλλο παρά την φιλία του βασιλιά. Για τον λόγο
αυτόν και ο Θεός μάς παρήγγειλε να καλούμε στα συμπόσια και τα δείπνα μας
χωλούς και αναπήρους και όσους δεν
μπορούν να μας τα ανταποδώσουν, διότι αυτές προπαντός είναι οι αγαθοεργίες που
γίνονται για τον Θεό. Αν
φιλοξενήσεις κάποιον μεγάλο και επιφανή, η πράξη σου δεν είναι εντελώς καθαρή
ελεημοσύνη, αλλά πολλές φορές έχει μερίδιο και η κενοδοξία σου και η
επιθυμία σου να ευεργετείς και γίνεσαι επιφανέστερος σε πολλούς χάρη σε
εκείνον.
Θα μπορούσα λοιπόν να δείξω πολλούς, οι
οποίοι περιποιούνται τους επισημότερους των αγίων, για να έχουν περισσότερη
παρρησία στους άρχοντες χάρη σε εκείνους και για τον λόγο αυτόν να γίνονται
χρησιμότεροι στις περιουσίες και τις οικίες τους. Και πολλές τέτοιες χάριτες ζητούν από τους αγίους εκείνους, πράγμα το
οποίο καταστρέφει την ανταμοιβή της φιλοξενίας, εφόσον την προσφέρει με τέτοια
κίνητρα. Και γιατί πρέπει να αναφέρω αυτό περί των αγίων; Διότι εκείνος ο οποίος ζητεί από τον Θεό εδώ την
ανταμοιβή των κόπων του και ασκεί την αρετή για τα παρόντα, ελαττώνει τον μισθό
του· εκείνος όμως ο οποίος ζητεί ολόκληρους τους
στεφάνους εκεί, φαίνεται πολύ θαυμαστότερος, κατά το παράδειγμα
εκείνου του Λαζάρου, που απολάμβανε όλα τα αγαθά εκεί, κατά το παράδειγμα των
τριών παιδιών, οι οποίοι, ενώ επρόκειτο να ριφθούν στην κάμινο έλεγαν ότι «ἔστι γὰρ Θεὸς ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς, ᾧ ἡμεῖς
λατρεύομεν, δυνατὸς ἐξελέσθαι ἡμᾶς ἐκ τῆς καμίνου
τοῦ πυρὸς τῆς
καιομένης, καὶ ἐκ τῶν χειρῶν σου,
βασιλεῦ, ῥύσεται ἡμᾶς(:Διότι
υπάρχει ο Θεός μας στους ουρανούς, τον οποίο εμείς λατρεύουμε και ο οποίος
είναι δυνατός να μας περιφρουρήσει από την φλόγα της καμίνου της καιομένης και
να μας γλυτώσει από τα χέρια σου·
αλλά και αυτό εάν δεν γίνει,
μάθε, βασιλιά μου, ότι εμείς τους θεούς σου δεν θα τους λατρεύσουμε, και το
άγαλμα, το οποίον εσύ έστησες, δεν θα το προσκυνήσουμε)»[Δαν.3,17-18],
κατά το παράδειγμα του Αβραάμ, ο οποίος
έφερε τον υιό του στο όρος και τον θυσίασε, και αυτά δεν τα έκανε για κάποιον
μισθό, αλλά θεωρώντας μία αμοιβή μέγιστη, την υπακοή στον Κύριο.
Αυτούς
ας τους μιμούμαστε και εμείς· διότι έτσι θα έλθει σε εμάς άφθονη η ανταπόδοση
των αγαθών, όταν με τέτοια αγαθά κίνητρα πράττουμε τα πάντα, οπότε θα
επιτύχουμε λαμπρότερους στεφάνους· αυτούς
είθε να τους επιτύχουμε όλοι εμείς με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας
Ιησού Χριστού, στον οποίο μαζί με τον Πατέρα και το άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα
στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
·
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-i-ad-corinthios.pdf
·
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα
στην Προς Κορινθίους Α΄επιστολήν
, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον»,
Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 18, ομιλία Κ΄, σελίδες 572-583 .
·
Π. Τρεμπέλα, Η
Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική),
εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
·
Η Καινή
Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις
αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
·
Η Παλαιά
Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις
του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή»,
έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
·
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm