Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Παιδαγωγικής – Χριστιανικής Παιδαγωγικής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ
Αν και φαινόταν εδώ και καιρό ότι
ήταν προδιαγεγραμμένη και τετελεσμένη η
κατάληξη της όλης ιστορίας με το Σκοπιανό, μας προξένησε βαθύτατη θλίψη η τελική κύρωση της επαίσχυντης αυτής συμφωνίας από το
ελληνικό κοινοβούλιο.
Είναι εμφανές ότι αποτελεί μια πράξη
αυτοχειρίας, με δυσμενείς για το μέλλον
συνέπειες. Και τούτο, διότι, δεν είναι δυνατόν οι εκπρόσωποι του ελληνικού λαού
να μην ακούν και να μην υπολογίζουν τον λαό που τους ανέδειξε.
Δεν είναι δυνατό να περιφρονούν το
ελληνικό αίσθημα, όπως αυτό εκφράστηκε και εκφράζεται, διαχρονικά, σε όλη τη
χώρα και να ψηφίζουν, κατά τη γνώμη μας, με διεθνιστικά και όχι με εθνικά
κριτήρια τέτοιας σπουδαιότητας θέματα.
Δεν είναι δυνατό να βασίζονται σε ένα
αφήγημα ιδεοληπτικού χαρακτήρα και να μην δέχονται την κραυγή της ελληνικής
ψυχής, ερχόμενοι σε πλήρη αντίθεση με το διαχρονικό εθνικό αίτημα της πλειονότητας
των Ελλήνων για δημοψήφισμα, αδιαφορώντας αν η απόφασή τους θα βλάψει
μακροπρόθεσμα τα ελληνικά συμφέροντα.
Ωστόσο, εάν, όπως ισχυρίζονται
ορισμένοι, πιστεύουν πως η συλλογική βούληση είναι λανθασμένη, τότε υιοθετούν
μια μη δημοκρατική θέση - βόμβα στην καρδιά της Δημοκρατίας, διότι αναιρούν την
δημοκρατική ισχύ της πλειοψηφίας, που είναι εκείνη με την οποία εξελέγησαν στην
ηγεσία της χώρας.
Η ως άνω πράξη κύρωσης της ταπεινωτικής
συμφωνίας των Πρεσπών, όντως, αποτελεί μια εθνική ήττα και μια εκούσια
παραχώρηση των ελληνικών συμφερόντων και είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει, για
το μέλλον της χώρας, δυσοίωνες συνέπειες αλλά και σοβαρά και αθεράπευτα
τραύματα.
Εάν
η κύρωση της συμφωνίας είναι, όπως υποστηρίζει το αφήγημά τους, υπέρ των
ελληνικών συμφερόντων, φαίνεται από το γεγονός ότι το κείμενο που επικυρώθηκε
όχι μόνο δεν είναι συγκεκριμένο, αλλά δεν έχει και ασφαλιστικές δικλείδες και
δεν προβλέπει την προστασία ή τη δυνατότητα αντίδρασης της Ελλάδας, ως κράτους
μέλους του ΟΗΕ, της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, έναντι των τυχόν αυθαιρεσιών και
παραβάσεων των Σκοπίων, οι οποίες ήδη πραγματοποιούνται, πριν καν στεγνώσει το
μελάνι της κύρωσης και περάσει, διαδικαστικά, από την Ελληνική Βουλή.
Με βάση τα ανωτέρω,
είναι άγνωστα τα κίνητρα των ψηφισάντων Βουλευτών, που επέδειξαν αυτήν την
ενδοτική στάση, παραχωρώντας ουσιαστικά κέρδη και προνόμια, αλλά κυρίως
ατράνταχτες θέσεις και επιχειρήματα στα Σκόπια.
Αυτά όλα θα φανούν ολοκάθαρα, είτε
βραχυπρόθεσμα είτε μακροπρόθεσμα, όταν θα δούμε να εφαρμόζεται η συμφωνία και θα
αρχίσουν να ισχύουν οι όροι που
κυρώθηκαν και να γίνονται πράξεις σε βάρος των εθνικών δικαίων, πληγώνοντας βαθύτατα
τις ψυχές των Ελλήνων, κυρίως για θέματα αλυτρωτισμού.
Εκτός των άλλων, θεωρείται απαράδεκτο
αλλά και περίεργο το γεγονός ότι για ένα τόσο ευαίσθητο εθνικό θέμα, η παρούσα
πολιτική ηγεσία δεν αναζήτησε μια από κοινού εθνική λύση με όλα τα κόμματα, που
θα διασφάλιζε τη διατήρηση της ενότητας και την αποφυγή του διχασμού ούτε όμως
δέχτηκε τη φωνή του λαού να προσφύγει στη λύση του Δημοψηφίσματος.
Διότι, δικαίως, έχει λεχθεί ότι τα
προβλήματα που δημιουργεί ένα οικονομικό μέτρο ξεχνιούνται με τον χρόνο σχετικά
εύκολα, αλλά οι πληγές που ανοίγει μια εθνική τραγωδία δεν είναι δυνατό να
κλείσουν ποτέ. Αυτό θα ισχύσει περίτρανα και στο Σκοπιανό θέμα και δυστυχώς θα φέρει ανυπολόγιστες
εθνικές βλάβες.
Μετά την ζοφερή απόφαση του ελληνικού
Κοινοβουλίου, οι πλείστοι των Ελλήνων
αισθάνονται ένα βρόγχο στον λαιμό και ένα κόμπο στην καρδιά. Ο κόμπος αυτός γίνεται
ισχυρότερος από το γεγονός ότι οι Βουλευτές που υπερψήφισαν τη συμφωνία, όχι
μόνον αγνόησαν και περιφρόνησαν τη θέση των Ελλήνων, αλλά, επιπλέον, τους λοιδόρησαν
και τους λοιδορούν, με διχαστικού και ιδεολογικού χαρακτήρα συκοφαντίες και
χαρακτηρισμούς, παραγνωρίζοντας το συνταγματικά προβλεπόμενο δικαίωμα των
πολιτών, να οργανώνουν ειρηνικά συλλαλητήρια για να εκφραστούν.
Η παρούσα πολιτική ηγεσία, για μια
ακόμη φορά, έδειξε, αφενός, απέχθεια προς το δημοκρατικό πρότυπο πολιτεύματος
και, από την άλλη, οικειότητα και συμπάθεια προς το αντιλαϊκό και ολιγαρχικό.
Ίσως, δεν έχει καταλάβει ακόμη ότι το
μη δημοκρατικό και βίαιο πρόσωπο του Μαρξισμού - Λενινισμού, που φαίνεται να αποτελεί
συστατικό στοιχείο της ιδεολογίας τους, είναι αναχρονιστικό και ότι δεν μπορεί
ως πολιτική δύναμη μιας δημοκρατικής χώρας, αφενός να δέχεται να εκλέγεται πλειοψηφικά
και δημοκρατικά ως κυβέρνηση, αλλά στη συνέχεια να πολιτεύεται ολιγαρχικά και
αντιδημοκρατικά, περιφρονώντας τη δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας και
ακολουθώντας μαρξιστικά μοντέλα που θυμίζουν τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Έτσι, με αυτοπεποίθηση ότι πράττει το
σωστό, η πολιτική ηγεσία συνεχίζει να υποστηρίζει πεισματικά, έως και σήμερα,
ότι η διά της Βουλής κύρωση της συμφωνίας, είναι υπέρ της Ελλάδος.
Όλοι οι Έλληνες, όμως, γνωρίζουν τον
ρόλο που έπαιξαν οι εξωτερικές πιέσεις και τα γεωπολιτικά σχέδια των ισχυρών
και ότι αυτά εκφράζουν τα δικά τους και όχι τα ελληνικά συμφέροντα.
Γι’ αυτό η πολιτική ηγεσία κάνει
μεγάλος λάθος, αν πιστεύει ότι οι Σκοπιανοί, που θα συνεχίσουν να έχουν την εύνοια
των ισχυρών και να εξυπηρετούνται από τα ως άνω διεθνή συμφέρονται, δεν θα
χρησιμοποιήσουν, ως βάση, αυτό που ανέλπιστα τους χαρίστηκε τώρα, προκειμένου
να διεκδικήσουν στο μέλλον και πολλά άλλα σε βάρος της Μακεδονία μας.
Ήδη, τα γεγονότα δείχνουν ότι οι
Σκοπιανοί είναι έτοιμοι να σταθούν στο πλευρό των Τούρκων, όταν χρειαστεί,
για να εκδηλώσουν τους αλυτρωτικούς τους
στόχους.
Δυστυχώς, Έλληνες Βουλευτές ψήφισαν ότι οι Σκοπιανοί έχουν
μακεδονική εθνότητα, ενώ εμείς, ως Έλληνες, αυτό που έχουμε είναι απλή περιοχή
ή περιφέρεια Μακεδονίας. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό, θα αναδειχθεί πολύ σύντομα
από τις εξελίξεις.
Μια ελληνική πολιτική ηγεσία, αν
ήθελε να λειτουργήσει με εθνικά κριτήρια θα έπρεπε να έχει χρησιμοποιήσει ως
διαπραγματευτικό μέσο και μοχλό πίεσης, αφενός την αντιπολίτευση και τις
αντιρρήσεις της και, αφετέρου, το δημοψήφισμα, που αν γινόταν, θα αποτελούσε
επίσης ένα ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο υπέρ των ελληνικών θέσεων, οι οποίες,
στην ουσία, έμειναν ανυπεράσπιστες.
Πήγαμε εκουσίως, ως πρόβατο επί
σφαγής, και αυτοκτονήσαμε, παραχωρώντας στους Σκοπιανούς τα όπλα, με τα οποία
θα μας πολεμήσουν ανελέητα και στο μέλλον, για να πάρουν σε βάρος της
Μακεδονίας μας όσα μπορέσουν περισσότερα.
Αυτά που χάσαμε, ως χώρα, είναι αυτά
που από μόνοι μας δώσαμε με την κύρωση της συμφωνίας. Εν όψει, μάλιστα, των
ανοιχτών θεμάτων που έχουμε και με άλλους γείτονες, οι τόσο απλόχερες
παραχωρήσεις και υποχωρήσεις δεν ήταν η ενδεδειγμένη πολιτικά και διπλωματικά
ορθή επιλογή. Και τούτο, διότι ανοίγονται ή και ενισχύονται οι ορέξεις κάποιων
από αυτούς και συνεπώς και οι πιέσεις και οι διεκδικήσεις που θα είναι πολύ
επώδυνες.
Πιο πολύ όμως από όλα, πληγώθηκε η
περηφάνια των Ελλήνων, που, μετά από τόσα χρόνια έμπονης ιστορικής διαδρομής,
παραχωρήσαμε τα ιστορικά μας κειμήλια,
το ιστορικό όνομα της Μακεδονίας, τη Μακεδονική γλώσσα και τη Μακεδονική
εθνότητα, κειμήλια, που είχαμε κερδίσει με αγώνες και θυσίες.
Όμως, είμαστε βέβαιοι ότι, τελικά, εκείνοι που
τόσο εύκολα μήδισαν, δεν θα τα καταφέρουν, όποιο τρόπο και αν επιλέξουν, να
μειώσουν την ένταση της φωνής των Ελλήνων αγνών πατριωτών και να σβήσουν την
αγάπη τους για την μία και μοναδική
Ελληνική Μακεδονία.
Και, αν δεν το γνωρίζουν, τους το
κάνουμε γνωστό ότι, σύμφωνα με την ελληνική ιστορία, πάντοτε, σχεδόν, μετά από
μια εθνική ήττα, τέτοιου βεληνεκούς, το ηθικό των Ελλήνων χαλυβδώνεται και ο
αγνός πατριωτισμός ενισχύεται και γιγαντώνεται.
Οι Έλληνες, συνεπώς, έχουν μάθει, μέσα από τους αγώνες
των προγόνων τους ότι, είτε στο άμεσο, είτε στο απώτερο μέλλον, οι αδίκως
ηττημένοι δικαιώνονται και τελικά νικούν. Μια μάχη, λοιπόν, χάθηκε, αλλά δεν
χάθηκε ο αγώνας, ο οποίος συνεχίζεται και θα συνεχίζεται, δημοκρατικά, έως τέλους.
Είναι βέβαιο ότι οι έχοντες ελληνική ψυχή, δεν πρόκειται, ποτέ, όσα χρόνια και
αν περάσουν, να αποδεχτούν αυτή την ταπεινωτική συμφωνία σε βάρος της Ελλάδος
και της Μακεδονίας, και θα κάνουν τα πάντα για να την ανατρέψουν.ΠΗΓΉ