Τοῦ Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Ποιά εἶνε ἡ ῥίζα τοῦ δέντρου τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ὅλοι οἱ δαίμονες νὰ μαζευτοῦν δὲν θὰ μπορέσουν ποτέ νὰ τὸ ξερριζώσουν; Εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἡ πίστις ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ Θεός, ὄχι ἁπλῶς ἄνθρωπος, κι ὅτι «ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» (Βαρ. 3,38). Ἔτσι ἔγινε ὁρατὸς καὶ περιγραπτός· μπορεῖ νὰ ζωγραφίζεται, καὶ γι᾽ αὐτὸ σήμερα «προσκυνοῦμεν τὴν ἄχραντον εἰκόνα» αὐτοῦ (ἀπολυτ.), ὅπως καὶ τῶν ἁγίων. Ἀφ᾽ ὅτου ὅμως ὁ Χριστὸς ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς, δὲν εἶνε πλέον ὁρατὸς ὅπως προηγουμένως ποὺ τὸν ἔβλεπαν ὅλοι· τώρα εἶνε ἀόρατος, δὲν τὸν βλέπουμε μὲ τὰ μάτια τὰ σαρκικά· τὸν βλέπουμε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, μὲ τὴν πίστι.
⃝ Τὸ ἴδιο καὶ ἡ Ἐκκλησία. Εἶνε καὶ αὐτὴ καὶ ὁρατὴ καὶ ἀόρατη. Ἀόρατη μὲν ὡς πρὸς τὴν κεφαλὴ – τὸν ἀρχηγό της, δηλαδὴ τὸν Χριστό. Ἀόρατη ἀκόμη ὡς πρὸς τὴν ψυχή της, δηλαδὴ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Ἀόρατη καὶ ὡς πρὸς ὡρισμένα μέλη της, δηλαδὴ τοὺς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους, τοὺς ἁγίους, καθὼς καὶ τὶς ψυχὲς τῶν «τετελειωμένων πνευμάτων» (τρισάγ.).
⃝ Εἶνε ὅμως καὶ ὁρατὴ ἡ Ἐκκλησία μας. Γιατί; Διότι κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου ἐξαπλώνεται πάνω στὴ Γῆ, ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους, καὶ ἔτσι λαμβάνει ἕνα ὑλικὸ σχῆμα. Ἂς τὸ ἀναλύσουμε αὐτὸ ἀκόμη ἁπλούστερα.
Ἡ Ἐκκλησία ἐν πρώτοις εἶνε – ποιό; ὁ ναός. Ὅταν ἐκκλησιαζόμαστε ἂς σκεφτοῦμε ὡς ἑξῆς. Προτοῦ νὰ κτιστῇ ὁ ναὸς αὐτός, ἐδῶ τί ἦταν; Ἕνα οἰκόπεδο σὰν ὅλα τὰ ἄλλα, οἰκόπεδο ποὺ ἔπαιζαν μπάλλα τὰ παιδιά. Ἀλλ᾽ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ πιστὸς λαὸς τῆς περιοχῆς ξεχώρισε αὐτὸ τὸ τετράγωνο καὶ εἶπε, Ἐδῶ θὰ χτίσουμε ἐκκλησία, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἔβαλαν θεμέλιο μὲ τὸν τίμιο σταυρό, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ στήθηκε ἁγία τράπεζα κι ὁ ναὸς ἄρχισε νὰ λειτουργῇ, ὁ χῶρος αὐτὸς ξεχώρισε. Δὲν εἶνε πιὰ οἰκόπεδο τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου. Ἐδῶ πλέον δὲν εἶνε γῆ. Ὅταν μπαίνῃς στὴν ἐκκλησία μὲ πίστι, ὄχι ὅπως μπαίνει ὁ ἄπιστος καὶ ἄθεος, τότε δὲν πατᾷς πλέον τὴ γῆ, βρίσκεσαι στὸν οὐρανό· ἐδῶ εἶνε κομμάτι τοῦ οὐρανοῦ. Ἀπὸ τὴν ὥρα λοιπὸν ποὺ ὁ ναὸς ἐγκαινιάσθηκε, εἶνε τόπος ἱερὸς καὶ ἅγιος. Ἐδῶ μέσα τελεῖται τὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας κι ἀκούγεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· ἐδῶ ὁ ἄνθρωπος βαπτίζεται καὶ παίρνει ὄνομα χριστιανικό, ἐδῶ στεφανώνεται, ἐδῶ ἀποχαιρετᾷ τοὺς νεκρούς του, ἐδῶ στὸ τέλος κηδεύεται κι αὐτός. Ὅ,τι βλέπουμε καὶ ἀκοῦμε μέσα στὸ ναὸ εἶνε ἅγιο. Ὁ ναὸς ἀποτελεῖ τὸ ὁρατὸ κέντρο τῆς Ἐκκλησίας μας. Καὶ γι᾽ αὐτὸ ὁ πιστὸς ἀγαπᾷ νὰ βρίσκεται στὸ ναό. «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων. ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου», λέει ὁ ψαλμῳδός (Ψαλμ. 83,2-3).
Δυὸ πράγματα δείχνουν τὸν πολιτισμὸ μιᾶς χώρας, ὁ ναὸς καὶ τὸ σχολεῖο. Ἐγώ, ποὺ περιώδευσα ὡς ἱεροκήρυκας πολλὰ χωριά, αὐτὸ συμπέρανα· ῥημαγμένο σχολειὸ – χωριὸ ἄξεστο, ἀπεριποίητη ἐκκλησιὰ – χωριὸ ἀφώτιστο· ὅταν δῇς σχολειὸ περιποιημένο καὶ ἐκκλησία λαμπρὴ καὶ μεγάλη, στὸ χωριὸ αὐτὸ κατοικοῦν ἄνθρωποι εὐγενεῖς.
Ἐκκλησία λοιπὸν ἴσον ναός· ἀλλ᾽ ὄχι μόνο ναός. Εἶνε καὶ κάτι ἄλλο σπουδαιότερο, ποὺ δυστυχῶς τὸ περιφρονοῦμε, κι αὐτὸ εἶνε ὁ ἱερεύς. Μπορεῖς νὰ φανταστῇς σχολειὸ χωρὶς δάσκαλο, νοσοκομεῖο χωρὶς γιατρό, στρατὸ χωρὶς ἀξιωματικό, πλοῖο χωρὶς καπετάνιο; Ὄχι. Ἔτσι δὲν ὑπάρχει καὶ Ἐκκλησία χωρὶς ἱερέα.
Θέλετε νὰ τὸ καταλάβετε; Ἐπάνω στὴν ἁγία τράπεζα, ὅταν γίνεται θεία λειτουργία, βάζουμε λίγο ψωμὶ καὶ λίγο κρασί. Ὅλος ὁ κόσμος νὰ μαζευτῇ καὶ νὰ παρακαλῇ (λαὸς καὶ ἄρχοντες, στρατηγοὶ καὶ καθηγηταί, μοναχοὶ καὶ ἀσκηταὶ ἀκόμη), τὸ ψωμὶ δὲν γίνεται σῶμα Χριστοῦ καὶ τὸ κρασὶ δὲν γίνεται αἷμα του. Ἕνας παπᾶς ὅμως, ἂς εἶνε ἀγράμματος – ἀστοιχείωτος, εἶνε ἱκανὸς νὰ τελέσῃ τὸ μυστήριο. Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας. Ἂν δὲν πιστεύετε, μὴ μπαίνετε στὴν ἐκκλησία· καὶ χαρὰ σ᾽ ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει καὶ κοινωνεῖ εἰς ζωὴν αἰώνιον.
Μὰ τί ἀκούω· Ὁ παπᾶς εἶνε τέτοιος καὶ τέτοιος!… Ἄκουσε, ἀδελφέ μου. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θὰ βάλῃ τὰ ἄμφια καὶ θὰ πῇ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…», ἢ θ᾽ ἁγιάσῃ τὴν κολυμβήθρα ἢ θὰ εὐλογήσῃ τὰ στέφανα, τὸ μυστήριο ἔγινε· ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν εἶνε πλέον ὁ ἄλφα ἢ ὁ βῆτα – ἂν ἔχῃ ἁμαρτίες θὰ τὸν κρίνῃ ὁ Θεός. Ὅπως στὸν ἀξιωματικὸ ἐν ὑπηρεσίᾳ, ὅ,τι κι ἂν εἶνε στὴν ἰδιωτική του ζωή, ἀναγνωρίζουν τὴν ἐξουσία του καὶ πειθαρχοῦν, κατὰ παρόμοιο τρόπο κ᾽ ἐδῶ. Φόρεσε τὸ πετραχήλι ὁ παπᾶς; Ἄ ἐκεῖνο τὸ πετραχήλι! εἶνε Ἰορδάνης, στὸν ὁποῖο πλένονται καὶ καθαρίζονται οἱ ψυχές. «Αὕτη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων» (Συνοδ.), ἡ πίστις ἡ ἀποστολική. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶνε τὰ ντουβάρια καὶ οἱ εἰκόνες, εἶνε ὁ ἱερεύς. Στὶς ἄλλες ὀρθόδοξες χῶρες σέβονται τὸν παπᾶ, ἐδῶ ντρέπομαι νὰ πῶ τί κάνουν… Σύ, ἂν ἀγαπᾷς τὴν Ἐκκλησία, τίμησε τὸν ἱερέα.
Ἐκκλησία ἴσον ναός, Ἐκκλησία ἴσον ἱερεύς, ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο· Ἐκκλησία εἶνε καὶ ὅλος ὁ πιστὸς λαός. Κάθε ὀρθόδοξος Χριστιανός, βαπτισμένος στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, εἶνε ἕνα ζωντανὸ κύτταρο μέσα στὸν ὀργανισμὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἱερεύς, ποὺ εἴπαμε, καὶ ἐν γένει ὁ ἱερὸς κλῆρος ὑπάρχουν γιὰ τὸν πιστὸ λαό. Ἀλλὰ ἐπ᾽ αὐτοῦ δὲν ἐπεκτείνομαι· σπεύδω νὰ προσθέσω κάτι τελευταῖο καὶ σημαντικώτερο.
Ἡ Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου, τί εἶνε; Εἶνε τὸ Σύμβολο τῆς πίστεώς μας, τὸ «Πιστεύω». Ὤ αὐτὸ τὸ «Πιστεύω»! Μετρῆστε τὶς λέξεις του. Τὸ «Πιστεύω» δὲν εἶνε γραμμένο μὲ πέννα καὶ μελάνι, εἶνε γραμμένο μὲ αἷμα, αἷμα ποὺ ἀχνίζει. Κάθε λέξις τοῦ «Πιστεύω» δὲν γράφτηκε σὲ σχολὲς καὶ γραφεῖα καὶ βιβλία ἐπιστημονικά· τὸ «Πιστεύω» γράφτηκε μέσα σὲ ἱερὲς Συνόδους, πάνω στὴ μάχη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ· στάζει δάκρυ προσευχῆς καὶ μαρτυρικὸ αἷμα ὀρθοδόξου ὁμολογίας. Τὸ «Πιστεύω» αὐτὸ εἶνε ἡ ἀκριβὴς διατύπωσις τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ποιά εἶνε, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία; Ἐκκλησία στὴν οὐσία της εἶνε ὅ,τι δίδαξε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὅ,τι κήρυξαν οἱ ἀπόστολοι, ὅ,τι ἑρμήνευσαν οἱ πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης, ὅ,τι ὥρισαν οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, ὅ,τι ὁμολογεῖ ἡ Ὀρθοδοξία μας. Αὐτὴ εἶνε ἡ Ἐκκλησία. Καὶ δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ πειράξουμε κάτι. Ὅπως δὲν μπορεῖς νὰ πᾷς στὴν Ἀκρόπολι καὶ νὰ διορθώσῃς κάτι πάνω στὸν Παρθενῶνα, γιατὶ θεωρεῖται ὡς κάτι τέλειο, ἕνα ἀριστούργημα, ἔτσι καὶ ἡ Ὀρθοδοξία μας εἶνε τὸ ἀριστούργημα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Δὲν μπορεῖς νὰ προσθέσῃς ἢ νὰ ἀφαιρέσῃς οὔτε ἕνα γιῶτα. Εἶνε τὸ γνήσιο ἐκτύπωμα τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Σήμερα,
ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ καὶ πανήγυρις μεγάλη. Δὲν ἑορτάζει ἕνας ἢ δύο
ἢ τρεῖς ἢ σαράντα ἢ χίλιοι ἅγιοι· ἑορτάζει ἐκείνη ποὺ γέννησε ὅλους
τοὺς ἁγίους καὶ μάρτυρας, ἡ «μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ
Ἐκκλησία» (Σύμβ. πίστ. 9). Πανηγυρίζει τὴν ἔνδοξη νίκη της, τὸν θρίαμβο
ποὺ κατήγαγε ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τῶν εἰκονοκλαστῶν, καὶ τιμᾷ τὴ
μνήμη «τῶν τῆς Ὀρθοδοξίας προμάχων» (Συνοδικόν).
Θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς ἐξηγήσω μὲ ἁπλᾶ λόγια τί εἶνε Ἐκκλησία, στὴν ὁποία κ᾽ ἐμεῖς ἀνήκουμε, καὶ τί χρέος ἔχουμε ἀπέναντί της.
* * *
Θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς ἐξηγήσω μὲ ἁπλᾶ λόγια τί εἶνε Ἐκκλησία, στὴν ὁποία κ᾽ ἐμεῖς ἀνήκουμε, καὶ τί χρέος ἔχουμε ἀπέναντί της.
Ἡ Ἐκκλησία, ἀδελφοί μου, εἶνε
σὰν τὸ δέντρο, ποὺ ἕνα μέρος του φαίνεται καὶ τὸ ἄλλο εἶνε
κρυμμένο στὴ γῆ, σπουδαιότερο ὅμως εἶνε τὸ κρυμμένο, ἡ ῥίζα· ἂν
κόψῃς κλαδιὰ ἢ καὶ τὸν κορμὸ τὸ δέντρο βλαστάνει πάλι, ἐνῷ ἂν
καταστραφῇ ἡ ῥίζα τὸ δέντρο νεκρώνεται. Καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶνε δέντρο
οὐράνιο, ἀγλαόκαρπο καὶ εὐσκιόφυλλο· καὶ ὅπως τὸ δέντρο ἔτσι κι αὐτὴ
εἶνε ἐν μέρει ὁρατὴ καὶ ἐν μέρει ἀόρατη, καὶ τὸ σπουδαιότερο εἶνε ἡ
ῥίζα της.
Ποιά εἶνε ἡ ῥίζα τοῦ δέντρου τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ὅλοι οἱ δαίμονες νὰ μαζευτοῦν δὲν θὰ μπορέσουν ποτέ νὰ τὸ ξερριζώσουν; Εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἡ πίστις ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ Θεός, ὄχι ἁπλῶς ἄνθρωπος, κι ὅτι «ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» (Βαρ. 3,38). Ἔτσι ἔγινε ὁρατὸς καὶ περιγραπτός· μπορεῖ νὰ ζωγραφίζεται, καὶ γι᾽ αὐτὸ σήμερα «προσκυνοῦμεν τὴν ἄχραντον εἰκόνα» αὐτοῦ (ἀπολυτ.), ὅπως καὶ τῶν ἁγίων. Ἀφ᾽ ὅτου ὅμως ὁ Χριστὸς ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς, δὲν εἶνε πλέον ὁρατὸς ὅπως προηγουμένως ποὺ τὸν ἔβλεπαν ὅλοι· τώρα εἶνε ἀόρατος, δὲν τὸν βλέπουμε μὲ τὰ μάτια τὰ σαρκικά· τὸν βλέπουμε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, μὲ τὴν πίστι.
⃝ Τὸ ἴδιο καὶ ἡ Ἐκκλησία. Εἶνε καὶ αὐτὴ καὶ ὁρατὴ καὶ ἀόρατη. Ἀόρατη μὲν ὡς πρὸς τὴν κεφαλὴ – τὸν ἀρχηγό της, δηλαδὴ τὸν Χριστό. Ἀόρατη ἀκόμη ὡς πρὸς τὴν ψυχή της, δηλαδὴ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Ἀόρατη καὶ ὡς πρὸς ὡρισμένα μέλη της, δηλαδὴ τοὺς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους, τοὺς ἁγίους, καθὼς καὶ τὶς ψυχὲς τῶν «τετελειωμένων πνευμάτων» (τρισάγ.).
⃝ Εἶνε ὅμως καὶ ὁρατὴ ἡ Ἐκκλησία μας. Γιατί; Διότι κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου ἐξαπλώνεται πάνω στὴ Γῆ, ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους, καὶ ἔτσι λαμβάνει ἕνα ὑλικὸ σχῆμα. Ἂς τὸ ἀναλύσουμε αὐτὸ ἀκόμη ἁπλούστερα.
Ἡ Ἐκκλησία ἐν πρώτοις εἶνε – ποιό; ὁ ναός. Ὅταν ἐκκλησιαζόμαστε ἂς σκεφτοῦμε ὡς ἑξῆς. Προτοῦ νὰ κτιστῇ ὁ ναὸς αὐτός, ἐδῶ τί ἦταν; Ἕνα οἰκόπεδο σὰν ὅλα τὰ ἄλλα, οἰκόπεδο ποὺ ἔπαιζαν μπάλλα τὰ παιδιά. Ἀλλ᾽ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ πιστὸς λαὸς τῆς περιοχῆς ξεχώρισε αὐτὸ τὸ τετράγωνο καὶ εἶπε, Ἐδῶ θὰ χτίσουμε ἐκκλησία, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἔβαλαν θεμέλιο μὲ τὸν τίμιο σταυρό, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ στήθηκε ἁγία τράπεζα κι ὁ ναὸς ἄρχισε νὰ λειτουργῇ, ὁ χῶρος αὐτὸς ξεχώρισε. Δὲν εἶνε πιὰ οἰκόπεδο τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου. Ἐδῶ πλέον δὲν εἶνε γῆ. Ὅταν μπαίνῃς στὴν ἐκκλησία μὲ πίστι, ὄχι ὅπως μπαίνει ὁ ἄπιστος καὶ ἄθεος, τότε δὲν πατᾷς πλέον τὴ γῆ, βρίσκεσαι στὸν οὐρανό· ἐδῶ εἶνε κομμάτι τοῦ οὐρανοῦ. Ἀπὸ τὴν ὥρα λοιπὸν ποὺ ὁ ναὸς ἐγκαινιάσθηκε, εἶνε τόπος ἱερὸς καὶ ἅγιος. Ἐδῶ μέσα τελεῖται τὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας κι ἀκούγεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· ἐδῶ ὁ ἄνθρωπος βαπτίζεται καὶ παίρνει ὄνομα χριστιανικό, ἐδῶ στεφανώνεται, ἐδῶ ἀποχαιρετᾷ τοὺς νεκρούς του, ἐδῶ στὸ τέλος κηδεύεται κι αὐτός. Ὅ,τι βλέπουμε καὶ ἀκοῦμε μέσα στὸ ναὸ εἶνε ἅγιο. Ὁ ναὸς ἀποτελεῖ τὸ ὁρατὸ κέντρο τῆς Ἐκκλησίας μας. Καὶ γι᾽ αὐτὸ ὁ πιστὸς ἀγαπᾷ νὰ βρίσκεται στὸ ναό. «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων. ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου», λέει ὁ ψαλμῳδός (Ψαλμ. 83,2-3).
Δυὸ πράγματα δείχνουν τὸν πολιτισμὸ μιᾶς χώρας, ὁ ναὸς καὶ τὸ σχολεῖο. Ἐγώ, ποὺ περιώδευσα ὡς ἱεροκήρυκας πολλὰ χωριά, αὐτὸ συμπέρανα· ῥημαγμένο σχολειὸ – χωριὸ ἄξεστο, ἀπεριποίητη ἐκκλησιὰ – χωριὸ ἀφώτιστο· ὅταν δῇς σχολειὸ περιποιημένο καὶ ἐκκλησία λαμπρὴ καὶ μεγάλη, στὸ χωριὸ αὐτὸ κατοικοῦν ἄνθρωποι εὐγενεῖς.
Ἐκκλησία λοιπὸν ἴσον ναός· ἀλλ᾽ ὄχι μόνο ναός. Εἶνε καὶ κάτι ἄλλο σπουδαιότερο, ποὺ δυστυχῶς τὸ περιφρονοῦμε, κι αὐτὸ εἶνε ὁ ἱερεύς. Μπορεῖς νὰ φανταστῇς σχολειὸ χωρὶς δάσκαλο, νοσοκομεῖο χωρὶς γιατρό, στρατὸ χωρὶς ἀξιωματικό, πλοῖο χωρὶς καπετάνιο; Ὄχι. Ἔτσι δὲν ὑπάρχει καὶ Ἐκκλησία χωρὶς ἱερέα.
Θέλετε νὰ τὸ καταλάβετε; Ἐπάνω στὴν ἁγία τράπεζα, ὅταν γίνεται θεία λειτουργία, βάζουμε λίγο ψωμὶ καὶ λίγο κρασί. Ὅλος ὁ κόσμος νὰ μαζευτῇ καὶ νὰ παρακαλῇ (λαὸς καὶ ἄρχοντες, στρατηγοὶ καὶ καθηγηταί, μοναχοὶ καὶ ἀσκηταὶ ἀκόμη), τὸ ψωμὶ δὲν γίνεται σῶμα Χριστοῦ καὶ τὸ κρασὶ δὲν γίνεται αἷμα του. Ἕνας παπᾶς ὅμως, ἂς εἶνε ἀγράμματος – ἀστοιχείωτος, εἶνε ἱκανὸς νὰ τελέσῃ τὸ μυστήριο. Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας. Ἂν δὲν πιστεύετε, μὴ μπαίνετε στὴν ἐκκλησία· καὶ χαρὰ σ᾽ ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει καὶ κοινωνεῖ εἰς ζωὴν αἰώνιον.
Μὰ τί ἀκούω· Ὁ παπᾶς εἶνε τέτοιος καὶ τέτοιος!… Ἄκουσε, ἀδελφέ μου. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θὰ βάλῃ τὰ ἄμφια καὶ θὰ πῇ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…», ἢ θ᾽ ἁγιάσῃ τὴν κολυμβήθρα ἢ θὰ εὐλογήσῃ τὰ στέφανα, τὸ μυστήριο ἔγινε· ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν εἶνε πλέον ὁ ἄλφα ἢ ὁ βῆτα – ἂν ἔχῃ ἁμαρτίες θὰ τὸν κρίνῃ ὁ Θεός. Ὅπως στὸν ἀξιωματικὸ ἐν ὑπηρεσίᾳ, ὅ,τι κι ἂν εἶνε στὴν ἰδιωτική του ζωή, ἀναγνωρίζουν τὴν ἐξουσία του καὶ πειθαρχοῦν, κατὰ παρόμοιο τρόπο κ᾽ ἐδῶ. Φόρεσε τὸ πετραχήλι ὁ παπᾶς; Ἄ ἐκεῖνο τὸ πετραχήλι! εἶνε Ἰορδάνης, στὸν ὁποῖο πλένονται καὶ καθαρίζονται οἱ ψυχές. «Αὕτη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων» (Συνοδ.), ἡ πίστις ἡ ἀποστολική. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶνε τὰ ντουβάρια καὶ οἱ εἰκόνες, εἶνε ὁ ἱερεύς. Στὶς ἄλλες ὀρθόδοξες χῶρες σέβονται τὸν παπᾶ, ἐδῶ ντρέπομαι νὰ πῶ τί κάνουν… Σύ, ἂν ἀγαπᾷς τὴν Ἐκκλησία, τίμησε τὸν ἱερέα.
Ἐκκλησία ἴσον ναός, Ἐκκλησία ἴσον ἱερεύς, ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο· Ἐκκλησία εἶνε καὶ ὅλος ὁ πιστὸς λαός. Κάθε ὀρθόδοξος Χριστιανός, βαπτισμένος στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, εἶνε ἕνα ζωντανὸ κύτταρο μέσα στὸν ὀργανισμὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἱερεύς, ποὺ εἴπαμε, καὶ ἐν γένει ὁ ἱερὸς κλῆρος ὑπάρχουν γιὰ τὸν πιστὸ λαό. Ἀλλὰ ἐπ᾽ αὐτοῦ δὲν ἐπεκτείνομαι· σπεύδω νὰ προσθέσω κάτι τελευταῖο καὶ σημαντικώτερο.
Ἡ Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου, τί εἶνε; Εἶνε τὸ Σύμβολο τῆς πίστεώς μας, τὸ «Πιστεύω». Ὤ αὐτὸ τὸ «Πιστεύω»! Μετρῆστε τὶς λέξεις του. Τὸ «Πιστεύω» δὲν εἶνε γραμμένο μὲ πέννα καὶ μελάνι, εἶνε γραμμένο μὲ αἷμα, αἷμα ποὺ ἀχνίζει. Κάθε λέξις τοῦ «Πιστεύω» δὲν γράφτηκε σὲ σχολὲς καὶ γραφεῖα καὶ βιβλία ἐπιστημονικά· τὸ «Πιστεύω» γράφτηκε μέσα σὲ ἱερὲς Συνόδους, πάνω στὴ μάχη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ· στάζει δάκρυ προσευχῆς καὶ μαρτυρικὸ αἷμα ὀρθοδόξου ὁμολογίας. Τὸ «Πιστεύω» αὐτὸ εἶνε ἡ ἀκριβὴς διατύπωσις τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ποιά εἶνε, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία; Ἐκκλησία στὴν οὐσία της εἶνε ὅ,τι δίδαξε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὅ,τι κήρυξαν οἱ ἀπόστολοι, ὅ,τι ἑρμήνευσαν οἱ πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης, ὅ,τι ὥρισαν οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, ὅ,τι ὁμολογεῖ ἡ Ὀρθοδοξία μας. Αὐτὴ εἶνε ἡ Ἐκκλησία. Καὶ δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ πειράξουμε κάτι. Ὅπως δὲν μπορεῖς νὰ πᾷς στὴν Ἀκρόπολι καὶ νὰ διορθώσῃς κάτι πάνω στὸν Παρθενῶνα, γιατὶ θεωρεῖται ὡς κάτι τέλειο, ἕνα ἀριστούργημα, ἔτσι καὶ ἡ Ὀρθοδοξία μας εἶνε τὸ ἀριστούργημα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Δὲν μπορεῖς νὰ προσθέσῃς ἢ νὰ ἀφαιρέσῃς οὔτε ἕνα γιῶτα. Εἶνε τὸ γνήσιο ἐκτύπωμα τοῦ Χριστιανισμοῦ.
* * *
Αὐτή, ἀγαπητοί μου, μὲ λίγες
λέξεις εἶνε ἡ Ἐκκλησία μας. Εἶνε δένδρο θεοφύτευτο. ῾Ρίζα του ὁ Χριστός,
κλαδιά του ἐμεῖς. Κέντρο τῆς Ἐκκλησίας ὁ ναός, λειτουργοὶ οἱ ἱερεῖς.
Ὅπως στὸ στρατὸ σαλπίζει σάλπιγγα, ἔτσι σάλπιγγα στὴν Ἐκκλησία εἶνε τὸ
κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Τὸ Πιστεύω μας εἶνε ἡ ἁγία ὀρθόδοξος πίστις. Σ᾽
αὐτὴ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία βαπτισθήκαμε καὶ σ᾽ αὐτὴν ἀνήκουμε οἱ
Ἕλληνες.
Καὶ ἐὰν τὴν ᾽Ορθόδοξο Ἐκκλησία τὴν γνωρίζουν διὰ τῆς ἱεραποστολῆς καὶ τὴν ἀσπάζωνται λαοὶ τῆς Ἀφρικῆς καὶ τῆς Ἀσίας, ἐὰν τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τὴν ἀγαποῦν μιὰ φορὰ οἱ Σέρβοι καὶ οἱ Βούλγαροι καὶ οἱ ῾Ρουμᾶνοι καὶ οἱ ῾Ρῶσοι, ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες πρέπει χίλιες φορὲς νὰ τὴν ἀγαποῦμε. Γιατὶ ἡ ἱστορία μας βεβαιώνει ὅτι, ἂν δὲν ὑπῆρχε Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, δὲν θὰ ὑπῆρχε Ἑλλάς. Τὸ ῥάσο ἔφτειαξε πατρίδα. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀνέστησε τὴν Ἑλλάδα. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶνε ἡ ψυχὴ τοῦ ἔθνους μας, ἡ μεγάλη μάνα μας. Σ᾽ αὐτὴν γεννηθήκαμε καὶ σ᾽ αὐτὴν θὰ πεθάνουμε.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἂς εἶνε μαζί μας ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ· ἀμήν.
Καὶ ἐὰν τὴν ᾽Ορθόδοξο Ἐκκλησία τὴν γνωρίζουν διὰ τῆς ἱεραποστολῆς καὶ τὴν ἀσπάζωνται λαοὶ τῆς Ἀφρικῆς καὶ τῆς Ἀσίας, ἐὰν τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τὴν ἀγαποῦν μιὰ φορὰ οἱ Σέρβοι καὶ οἱ Βούλγαροι καὶ οἱ ῾Ρουμᾶνοι καὶ οἱ ῾Ρῶσοι, ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες πρέπει χίλιες φορὲς νὰ τὴν ἀγαποῦμε. Γιατὶ ἡ ἱστορία μας βεβαιώνει ὅτι, ἂν δὲν ὑπῆρχε Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, δὲν θὰ ὑπῆρχε Ἑλλάς. Τὸ ῥάσο ἔφτειαξε πατρίδα. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀνέστησε τὴν Ἑλλάδα. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶνε ἡ ψυχὴ τοῦ ἔθνους μας, ἡ μεγάλη μάνα μας. Σ᾽ αὐτὴν γεννηθήκαμε καὶ σ᾽ αὐτὴν θὰ πεθάνουμε.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἂς εἶνε μαζί μας ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε
στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Σπυρίδωνος Αἰγάλεω – Ἀθηνῶν τὴν 19-3-1967. Καταγραφὴ καὶ
σύντμησις 16-2-2019.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 154β΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868).
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 154β΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868).