Σάββατο 23 Μαρτίου 2019

Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά! Εάν μισούνται ανάμεσό τους, δεν τους πρέπει ελευθεριά.


Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
                   Εάν μισούνται ανάμεσό τους, δεν τους πρέπει ελευθεριά. 
Διονύσιος Σολωμός  
       Γράφει ο Γιάννης Φρύδας
 
ΣΤΟ  ΚΑΦΕΝΕΙΟ  ΤΟΥ  ΓΙΑΝΝΗ  28

Εθνική εορτή
   Του Ευαγγελισμού μεθαύριο… Πώς να προσπεράσεις αυτή τη μέρα της διπλής γιορτής και διπλής χαράς που γιορτάζουμε οι Έλληνες όπου γης; Για τούτο επετειακός και ο σημερινός τίτλος με τον αιώνιο στίχο από τον Εθνικό Ύμνο μας.                                    
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
 Θυμόμαστε και τιμάμε την απόφαση των προγόνων μας να πάρουν το δρόμο του χρέους και της θυσίας με το συγκλονιστικό σύνθημα «ελευθερία ή θάνατος» και τον τιτάνιο αγώνα τους. Στρέφουμε ευλαβικά το νου και την ψυχή μας στις ηρωικές μορφές τους, που με το αίμα και το δάκρυ τους  εξαγόρασαν την πολυτίμητη  ελευθερία μας και προσφέρουμε το λιβανωτό της ευγνωμοσύνης μας.
 Κάθε τόπος αυτής της πατρίδας είναι μαρτυρικός και δίνει την ξέχωρη μαρτυρία του.
Πώς να χωρέσει ο σημερινός νους τα δρώμενα των Ελεύθερων Πολιορκημένων  και
κείνον το χορό της Σουλιώτισσας στα βράχια του Ζαλόγγου και του Σέλτσου;
  Αυτή τη μαρτυρία θα δίνουμε σταθερά κι εμείς ως ελεύθεροι Έλληνες κατά την ιστορία μας, όπως την κατέγραψε ο λαός μας στη συλλογική του μνήμη, στα τραγούδια του και στην παράδοσή του κι όπως την κατέγραψαν οι ίδιοι οι αγωνιστές του. Δεν θα αφήσουμε τον κάθε Σόρο και ανισόρροπο να αναθεωρεί την αλήθεια κατά πως τον βολεύει στα όποια σχέδιά του. Θα κρατήσουμε τη νέα γενιά έξω απ’ τα ποικίλα μηδενιστικά ρεύματα και μακριά απ’ τους παραχαράκτες και πλαστογράφους της ιστορίας μας.


Ήρθε και η άνοιξη.
  Πώς να το καταλάβουμε πια που αποστρέψαμε το πρόσωπό μας απ’ τη φύση και το κολλήσαμε στις οθόνες και το μυαλό μας τρέχει στις καθημερινές έγνοιες; Λησμονήσαμε και τα όμορφα ποιήματα που τυχεροί ως μαθητές γνωρίσαμε:
 «Στους κλώνους της αμυγδαλιάς σμίγουν ανθοί και χιόνια
και φέρνουνε την άνοιξη γοργά τα χελιδόνια».
Πόσες εικόνες μάς φέρνουν αυτοί οι στίχοι του Δροσίνη! Πώς να τις αναπλάσεις αυτές τις εικόνες με το τσιμέντο γύρω σου να σε πνίγει; Ποιητικά μάς τη φέρνανε τότε την άνοιξη τα χελιδόνια, τα κουκάλογα, οι κούκοι (γιατί ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη) και τ’ αηδόνια.
  Πόση προσμονή για το λάλημα του κούκου! «Δόξα του Θιό, άκ’σα κι φέτου κούκου!»  έλεγαν  οι γεροντότεροι. «Σήκω και  πάρε  μια χαψιά  ψωμί  να φας  μη  σε κουμπώσει ο κούκος!» Απλά πράγματα που έδιναν χαρά, ομορφιά και περιεχόμενο στις ζωές των απλών ανθρώπων.
 Τώρα αλλιώς μετράμε τη ζωή μας, μα πάντα θα ’ρχονται στο νου μας οι ακατανίκητες εικόνες και οι αλησμόνητοι ήχοι του τόπου μας.
Τώρα μετράς τις μέρες με της πίεσης τα χάπια
και πιο γλυκό σου φαίνεται το λάλημα του κούκου.

Φέξε μου φεγγαράκι μου να πάω όθι θέλου!
−Φεγγαράκι μου λαμπρό,                                                      −Φεγγαράκι ποιος θα βγει;
φέξε μου να περπατώ!                                                            −Αι, παράτα με κι εσύ!
Μην ανάψω το φακό                                                              Μόνο ένα θα σου πω,
και με δούνε στο χωριό.                                                         κράτα το για μυστικό!
Στα σοκάκια τριγυρνώ                                                           Βγεις εσύ ή άλλος βγει,
και παντού ψήφο ζητώ.                                                          ίδια θα ’ναι η προκοπή…

Τι Βρυσούλες, τι Βρυξέλλες…
   Ο δήμαρχος πήγε στις Βρυξέλλες. Ξαναγύρισε, μη στεναχωριέστε! Είπα, ξαναγύρισε, μη χαίρεστε! Πώς πύτ’χι κι ματαγύρ’σι, αρέ, του θηρίου; Ε, όσου να ’νι τουν βουήθ’σαν κι αυτά τα γραμματάκια π’ ξέρει.
  Τον πήρα τηλέφωνο για μια αποκλειστική συνέντευξη, είχαν κυκλοφορήσει και κάτι περίεργες φήμες και ήθελα να κάνω μια σχετική έρευνα.  Άρχισα με οικειότητα:
̶  Μπράβου, Λάμπρου, να χ’λιάσουν οι στράτις σ’!  Τι χαμπέρια απ’ τ’ς Βρυξέλλις; Ίφιρις κάνα ιβρώ σια δώθι ή γύρ’σις μι άδεια χέρια σαν τουν Τσακαλώτου; Τίπουτα λαχανάκια Βρυξιλλών ν’ αλλαξουφαΐσουμι κάνι, π’ μας πέθανι του γουρ’νουκρίατου;
̶  Ποιες  Βρυξέλλες  λες και χαζοκουβεντιάζεις;  Στις Βρυσούλες στο Λεοντίτο ήμουν.
Και τι με πέρασες διαιτολόγο για να σας φέρνω λάχανα; Εγώ δήμαρχος είμαι.
̶ Ξέρουμε, κύριε δήμαρχε, ότι δεν είστε διαιτολόγος, το μαρτυρά άλλωστε η σωματοδομή σας, αλλά πρέπει να απαντήσετε και σε ερωτήματα, είναι υποχρέωση της δημόσιας θέσης σας, του είπα με σοβαρό ύφος και τους ανάλογους πληθυντικούς ευγενείας, αποστάσεως και χαζομάρας.
̶ Εντάξει, ήμουν στις Βρυξέλλες. Ήμουν, όμως, και στις Βρυσούλες δεν σου είπα ψέματα. Μόλις γύρισα. Σε τι πρέπει να απαντήσω;
̶ Ακούγεται ότι ταξίδεψες για το εξωτερικό με το κυβερνητικό αεροπλάνο της Βενεζουέλας που ήρθε επίτηδες και σε παρέλαβε απ’ το αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος. Λένε μάλιστα ότι κι εσύ έβγαλες στο εξωτερικό, σε άγνωστο προορισμό, το χρυσάφι της Αργιθέας. Καταλαβαίνεις πόσο σοβαρό είναι αυτό. Τι απαντάς;
̶ Απαντώ ότι, ναι, είμαι ελέφαντας αλλά μεταλλαγμένος, γι’ αυτό δεν έχω προβοσκίδα. Ποιο χρυσάφι Αργιθέας; Τσίγκους έχει πολλούς η Αργιθέα, όχι χρυσάφι. Από χρυσό έχει μόνο τον Χρυσούλη στο Μεζήλο και πεντέξι γυναίκες με το όνομα Χρύσα. Για οποιονδήποτε άλλο χρυσό ρώτα κάναν χρυσοθήρα.
̶  Καλά και με το χρυσό της Βενεζουέλας τι σχέση έχουμε εμείς ως Αργιθέα;
̶ Καμία. Απλώς μου πρότειναν μιας και είμαστε απομονωμένη περιοχή να τον κρύψουμε εδώ σε κάποιες σπηλιές, όπως η σπηλιά Χαϊντούτη, η σπηλιά Καψάλη και να έχουμε, εννοείται, κάποια ανταλλάγματα.
̶  Αντισταθμιστικά κι εδώ δηλαδή. Και ποια είναι αυτά; 
̶  Όχι, αντισταθμιστικά. Αυτά τα δίνουν αυτοί με τις ανεμογεννήτριες. Ο Μαδούρος θα  έδινε  δωρεάν  πετρέλαιο  στο δήμο μας, ώστε  κάθε Αργιθεάτης θα μπορούσε να
πηγαίνει με το μπιτόνι του στην αποθήκη και να παίρνει για τη σόμπα του, για τη λάμπα του, για εντριβές και ό,τι άλλο χρειάζονταν. Φυσικά, αρνήθηκα.
̶  Και το λες; Και το βρίσκεις και φυσικό; Για ποιο λόγο;
̶ Η Αργιθέα είναι Ευρώπη και νομίζω δεσμευόμαστε από την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στο καθεστώς της Βενεζουέλας.
̶  Η Ευρωπαϊκή Ένωση σε τι δεσμεύεται απέναντι στην Αργιθέα; Τι σου είπαν;
̶  Καμιά ευκολότερη ερώτηση δε βρήκες να κάνεις;
  Κάπως  έτσι ο δήμαρχος, απαντώντας μου με ερώτηση, μου απάντησε αυτά που δεν ήθελε να απαντήσει.
 
Δεν γίνεται σωρός, ορέ, όχι!
Σόρος και Αρτέμης Σώρρας
είναι απ’ τα δεινά της χώρας…



Κάνει ο Ούγγρος ΜιΚιΟ                                            Ποιος  λαός; Λαός γκαντέμης! τρώει το κηφηναριό,                                                   Θα  τον σώσει ο Αρτέμης!
όμως τζάπα δεν ταΐζει                                                 Πώς πιστεύανε καμπόσοι
την Ελλάδα ροκανίζει…                                             ότι θα τους ξεχρεώσει;



Προς Γιάννην Στουρνάραν
  Επειδή είμαι στουρνάρι στα οικονομικά, για πες μου, γιατί άμα πλησιάζω σε τράπεζα βαράει ο συναγερμός; Μήπως επειδή δεν έχω καταθέσεις, νομίζει ότι πάω για ληστεία;        
  Αλλά ποια ληστεία; Εκτός του Δραγασάκη και οι ληστές ξέρουν ότι δεν έχουν λεφτά οι τράπεζες. Ξανακούσατε είδηση με ληστεία τράπεζας. Τώρα βγαίνουν οι τραπεζίτες για ληστεία. Το νου σας!
  Θα σας κάνουν και ρύθμιση σε 120 δόσεις. Θα σας το πιουν λίγο λίγο το αίμα.
(παρακαλώ βαράτε ρυθμικά παλαμάκια σε ρυθμό συρτολαϊκού άσματος)
Φαρμάκι λίγο λίγο μου ρίχνεις στην καρδιά,
γιατί με τόσες δόσεις μου παίρνεις τα λεφτά;
Έχω ακόμα ελπίδα (καλά αυτός παραμένει ακόμα σύριζα), αγάπη μου γλυκιά,
πως θα μου τα χαρίσεις τα χρέη μια βραδιά…

Ήταν άδικο έγινε πράξη
   Έλεγε ο Θάνος Μωραΐτης:
«Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ είναι η μεγαλύτερη απάτη της μεταπολίτευσης»
«Εμείς με αυτούς που εξαπάτησαν τον ελληνικό λαό δεν πρόκειται να συνεργαστούμε ποτέ»
Πρόσφατα έγινε υπουργός.  Τα ξέχασε ο Τσίπρας, τα ξέχασε κι αυτός.
                                                 Έχασε πάσα ιδέα κι ο έρμος ο λαός…
   Κύριε, πρωθυπουργέ
Γιατί δεν με έκανες κι εμένα υπουργό, που γράφω τόσα εναντίον του Σύριζα; Ούτε υφυπουργό; Ούτε κλητήρα; Έστω, ολετήρα! Έχεις τόσους πολλούς και δεν με χρειάζεσαι; (ισύ ΓΑΠ τήρα μπρουστά σ’ κι μη ρουτάς τι είναι ου ουλιτήρας!)
  Καλά, αν μάθαινες και τι λέω προφορικά για την κυβέρνησή σου θα το τσέπωνα σίγουρα το χαρτοφυλάκιο.  
  Δεν ξέρουμε τι χούια έχει κι ο Κυριάκος να εφαρμόσουμε την κατάλληλη στρατηγική. Μήπως έχει κανένας το τηλέφωνο του Τατσόπουλου;

Από πίτα σε πλαστό και μετά σε ζιουματούρα
  Μια μέρα φτάνει  στο ΚΑΦΕΝΕΙΟ η πληροφορία ότι γίνεται στα Βραγκιανά στο μαγαζί του Πολύζου κοπή πίτας από την  ΤΟ της Νέας Δημοκρατίας (πως λέμε Τ + Ο = ΤΟ). Καλά να τα βάρισι η ζέστα στου κεφάλι απού τώρα; είπα μέσα μ’. Αυτή ήταν η πρώτη μου σκέψη. Έπρεπε να μάθω. Δεν μπορεί να περάσει  ατ’φέκ’στου (δηλαδή ασχολίαστο) τέτοιο γεγονός.. 
   Ας πάρου του Βαγγέλη, λέου. Φιγένεια, Τούλα κι Τάκ’ς δεν αδειάζουν άμα είνι τέτοια ικδήλουση. Ου Βαγγέλ’ς  κάθιτι, δεν κάνει τίπουτα, όπους ου Προυκόπ’ς ου Παυλόπουλους.  Βαρού τηλέφανου. Του σήκουσι, χιριτήθ’καμαν, μπήκα στου θέμα:
̶ Καλά, αρέ Βαγγέλη τι γένιτι αυτού σήμιρα. Είνι αλήθεια ότι κόβει πίτα η Νέα Δημουκρατία; Δεν τ’ς φτάνει πο’ ’κουψι συντάξεις θα μας κόβει κι τ’ς πίτις τώρα;
Μαζώχ’καν πουλλοί;
̶ Τι να σ’ που, αρέ Γιάννη, έχει λίγου κουσμάκου, αλλά μη μ’ ανακατών’ς ιμένα μ’αυτά τα πουλιτικά.  Θα τα γράψει ου Μήτσιους κι θα τα μάθιτι κι  αυτού σια κάτ’.
̶  Καταλαβαίνου, ιπαγγιλματίας είσι, αλλά μη σκιάζισι. Στα μαγαζιά κι πιλάτις θα μπουν (λιφτάδις κι φουκαράδις) κι κόμματα κι παρατάξεις θα διάβουν , ιφοριακοί να μη μπουν. Κρίνι σιγότιρα κι πες μ’!
̶  Ε, τι να που; Είνι κι ου Χαρακόπουλους ιδώ κι τ’ χαρακιάζει για να τ’ν κόψει. Τ’ν ίφιρι κι τρεις γιουρ’βουλιές πρώτα…
̶  Καλά έκανι! Έτσι θέλει, τρεις γύρις για να θ’ μόμαστι κι τα μνημόνια. Ια τήρα ποιος θα βρει του φλουρί;
̶  Γιάννη, ισύ έχ’ς όριξη για κουβέντα κι ιγώ έχου δ’λειά. Σι κλειου, άιτι γεια!
Από πίτα που δεν τρως τι σε μέλει κι αν καεί
κι απ’ την πίτα της ΝουΔου ποιος το βρήκε το φλουρί.
  Ο Μήτσιος, αργότερα το βράδυ, παρά του λεπτομερές ρεπορτάζ, δεν αποκάλυψε τον τυχερό. Μπορεί  να το κέρδισε ο Κυριάκος κι ας μην ήταν εκεί ή να του το έστειλαν. Σάμπως ξέρω τι προβλέπει το καταστατικό της Νέας Δημοκρατίας;
  Τις επόμενες μέρες ακολούθησαν και άλλα κόμματα:
Το Κινάλ (ποιο κινάλ το πασόκ πες) έχασε δύναμη τα τελευταία χρόνια και δεν είχε τη δυνατότητα για πίτα. Την πίτα την έφαγε όλη τότε που κυβερνούσε. Τώρα ξέπεσε και έκοψε έναν πλαστό, αλλά ξέμεινε κι από ξυνόγαλο από τότε που έφυγε η Ξυνογιαννακοπούλου με εκείνα τα ξυνισμένα μούτρα. Δεν πειράζει ας είναι και  πλαστός. Εκείνος ο πλαστός σοσιαλισμός μάς έπεσε πλάκωμα.
 Ο Σύριζα έκοψε ζιουματούρα από κολοκύθι (το φυσάς και δεν κρυώνει), ο Κουβέλης μια πίτα μέλι απ’ το κουβέλι, ο Σταύρος μια πίτα με γύρο, ο Λεβέντης μια χυλόπιτα προσφορά της Μεγαλοοικονόμου κι ο Καμμένος έκοψε πέρα.
  Πήρα τηλέφωνο και τον Πάνο Στάθη να μου πει ως φυσικός αν είναι φυσικό να κόβουν πίτες τα κόμματα κι αν είναι φυσιολογικό να παρίσταται ο λαός. Μου απάντησε:
 ̶ Τα κόμματα, γι’ αυτό λέγονται κόμματα, επειδή κόβουν. Έκοψαν ακόμα και τη δυνατότητα του λαού να κόβει ο καθένας τη δική του πίτα, σε πολλές δε περιπτώσεις του πήραν και το ταψί. Ωστόσο ο λαός πρέπει να παρίσταται όταν κόβουν πίτες για να παραλαμβάνει το κομμάτι του φτωχού μιας και το κομμάτι του σπιτιού το παραλαμβάνει πια μόνον ο τραπεζίτης. Όλα αυτά είναι συνέπεια της αδράνειας και άρα ανυπαρξίας δράσης, αντίδρασης, ορμής, κρούσης, κινητικής ή δυναμικής ενέργειας…
̶  Εννοείς την αδράνεια του λαού;
̶  Μη με διακόπτεις, τώρα που πήρα φόρα και φορά!
̶  Πάνο, σε διακόπτω. Μια ερώτηση έκανα, δεν είπα θέλω να μάθω Φυσική…

Δόξα σ’ εσέ μικρέ λαέ, λαέ τρανέ και μέγα…
   Ας είναι ο επίλογος  ένα μικρό δοξαστικό κι ένα απλό μνημόσυνο χρέους  προς όλους εκείνους τους γνωστούς και άγνωστους προγόνους μας που περπάτησαν τα πικρά μονοπάτια του μαρτυρίου, για να θεριέψει σε τούτο το χώμα το δέντρο της λευτεριάς. Ας ανάψουμε μεθαύριο ένα κεράκι για την ψυχή του Μάρκου, του Διάκου, του Καραϊσκάκη και για όλων τις ψυχές…

             «Πατρίς,
να μακαρίζεις όλους τους Έλληνες,
ότι θυσιάστηκαν δια σένα
να σ’ αναστήσουνε,
να ξαναειπωθείς άλλη μίαν φορά
ελεύτερη πατρίδα,
οπού ήσουνε χαμένη και σβυσμένη
από τον κατάλογον των εθνών.
Όλους αυτούς να τους μακαρίζεις».

Μακρυγιάννης