Ἐὰν
πρέπει κάποτε νὰ χαίρη ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ σκιρτᾶ καὶ νὰ ψάλλη μὲ
εὐφροσύνη, ἐὰν ὑπάρχη μιὰ περίοδος ποὺ ἀπαιτεῖ νὰ λεχθῆ ὅ,τι ὑπάρχει πιὸ
μεγάλο καὶ πιὸ λαμπρὸ καὶ ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ποθῆ νὰ ἔχη ὅσο τὸ
δυνατὸν εὐρύτερη σχέση, ὡραιότερη ἔκφραση καὶ δυνατώτερο λόγο, γιὰ νὰ
ὑμνήση τὰ μεγαλεῖα της, δὲν βλέπω ποιὰ ἄλλη μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτή, ἂν ὄχι
ἡ σημερινὴ γιορτή. Γιατί σὰν σήμερα ἔφθασε στὴ γῆ Ἄγγελος ἀπὸ τὸν
οὐρανὸ ἀναγγέλλοντας τὴν ἀπαρχὴ ὅλων τῶν καλῶν. Σήμερα ὁ οὐρανὸς
μεγαλύνεται. Σήμερα ἡ γῆ ἀγάλλεται. Σήμερα ὁλόκληρη ἡ κτίση χαίρει. Καὶ
δὲν μένει ἔξω ἀπὸ τὴ γιορτὴ οὔτε Αὐτὸς ποὺ κρατεῖ στὰ χέρια τοῦ τὸν
οὐρανό. Γιατί αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν σήμερα εἶναι ἕνα πραγματικὸ πανηγύρι.
Ὅλοι συναντιοῦνται σ’ αὐτό, στὴν ἴδια χαρά. Ὅλοι ζοῦν καὶ δίνουν καὶ σ᾿
ἐμᾶς τὴν ἴδια εὐφροσύνη: Ὁ Δημιουργός, τὰ δημιουργήματα ὅλα, ἡ ἴδια ἡ
μητέρα τοῦ Δημιουργοῦ ποὺ τοῦ πρόσφερε τὴ φύση μας καὶ τὸν ἔκαμε ἔτσι
κοινωνὸ στὶς χαρμόσυνες συνάξεις καὶ τὶς γιορτές μας. Χαίρει πρὶν ἀπ’
ὅλους ὁ Δημιουργός. Γιατί εἶναι βέβαια εὐεργέτης κι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς
δημιουργίας ἔχει σὰν ἔργο Του τὴν εὐεργεσία. Ποτὲ Του δὲν εἶχε ἀνάγκη
ἀπὸ τίποτε καὶ δὲν ξέρει ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ προσφέρη καὶ νὰ εὐεργετῆ.
Σήμερα
ὅμως, χωρὶς νὰ σταματήση τὸ σωτήριο ἔργο Του, περνᾶ στὴ δεύτερη θέση,
ἔρχεται ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ποὺ εὐεργετοῦνται. Καὶ δὲν χαίρεται τόσο γιὰ
τὶς μεγάλες δωρεὲς ποὺ χάρισε Αὐτὸς στὴν κτίση καὶ ποὺ τὸν ἀποδεικνύουν
γενναιόδωρο, ὅσο γιὰ τὰ μικρὰ ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τοὺς εὐεργετημένους, γιατί
ἔτσι φανερώνεται ὅτι εἶναι φιλάνθρωπος. Καὶ θεωρεῖ ὅτι τὸν δοξάζουν ὄχι
μόνο ἐκεῖνα ποὺ ὁ ἴδιος ἔδωσε στοὺς φτωχοὺς δούλους, ἀλλὰ κι ὅσα oι
φτωχοί του χάρισαν. Γιατί ἂν καὶ διάλεξε ἀπὸ τὴ θεία δόξα τὴν κένωση καὶ
καταδέχθηχε νὰ πάρη σὰν δῶρο ἀπὸ μᾶς τὴν ἀνθρώπινη φτώχεια, ὁ πλοῦτος
Του ἔμεινε ἀναλλοίωτος καὶ μετέτρεψε πάνω του τὸ δῶρο μας σὲ κόσμημα καὶ
βασιλεία. Γιὰ τὴν κτίση πάλι -καὶ λέγοντας κτίση ἐννοῶ ὄχι μόνο τὴν
ὁρατή, ἀλλὰ κι ἐκείνη ποὺ ξεπερνᾶ τὸ ἀνθρώπινο μάτι- τί θὰ μποροῦσε νὰ
ἀποτελέση μεγαλύτερη ἀφορμὴ εὐφροσύνης ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι βλέπει τὸ
Δημιουργό της νὰ ἔρχεται μέσα της καὶ τὸν Κύριο τῶν ὅλων νὰ παίρνη θέση
ἀνάμεσα στοὺς δούλους; Κι αὐτὸ ὄχι ἀπογυμνώνοντας τὸν ἑαυτό Του ἀπὸ τὴν
ἐξουσία Του, ἀλλὰ προσλαμβάνοντας τὸ δοῦλο, ὄχι ἀποβάλλοντας τὸν πλοῦτο,
ἀλλὰ μεταδίδοντας τὸν στὸ φτωχό, ὄχι ξεπέφτοντας ἀπὸ τὰ ὕψη Του, ἀλλὰ
ἐξυψώνοντας τὸν ταπεινό. Ἀλλὰ χαίρει καὶ ἡ Παρθένος, χάρις στὴν ὁποία
ὅλες αὐτὲς oι δωρεὲς δόθηκαν στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ χαίρει γιὰ πέντε
λόγους. Πρὶν ἀπ’ ὅλα σὰν ἄνθρωπος, ποὺ συμμετέχει, ὅπως ὅλοι, στὰ κοινὰ
ἀγαθά. Χαίρει ὅμως καὶ γιατί oἱ δωρεὲς δόθηκαν σ’ Αὐτὴν καὶ πρὶν καὶ
ἀφθονώτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους, κι ἀκόμη περισσότερο, γιατί Αὐτὴ εἶναι ἡ
αἰτία ποὺ oἱ δωρεὲς αὐτὲς δόθηκαν σ᾿ ὅλους. Ὁ πέμπτος ὅμως καὶ
μεγαλύτερος λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο χαίρει ἡ Παρθένος εἶναι ὅτι ὄχι ἁπλῶς
διὰ μέσου αὐτῆς ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ ἴδια, χάρις σ᾿ ἐκεῖνα ποὺ
γνώρισε καὶ προεῖδε, ἔφερε τὴν ἀνάσταση στοὺς ἀνθρώπους.
Γιατί ἡ Παρθένος δὲν εἶναι ὅπως ἡ γῆ ποὺ
συνετέλεσε μέν, ἀλλὰ δὲν ἔκαμε ὅμως ἡ ἴδια τίποτε στὴ δημιουργία τοῦ
ἀνθρώπου, ποὺ χρησιμοποιήθηκε σὰν ἁπλὴ ὕλη ἀπὸ τὸν Δημιουργὸ καὶ ἁπλῶς
“ἔγινε” χωρὶς νὰ “πράξη” τίποτε. Ἡ Παρθένος πραγματοποίησε ἡ ἴδια μέσα
της καὶ πρόσφερε στὸν Θεὸ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ προσείλκυσαν τὸν Τεχνίτη στὴ
γῆ, ποὺ παρακίνησαν τὸ δημιουργικὸ χέρι. Και ποιὰ εἶναι αὐτά; Βίος
πανάμωμος, ζωὴ πάναγνη, ἄρνηση κάθε κακίας, ἄσκηση ὅλων τῶν ἀρετῶν, ψυχὴ
ἀπὸ τὸ φῶς καθαρώτερη, σῶμα ἐντελῶς πνευματικό, λαμπρότερο ἀπὸ τὸν
ἥλιο, ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καθαρώτερο, ἀπὸ τοὺς χερουβικοὺς θρόνους ἱερώτερο.
Φτερούγισμα νοῦ, ποὺ δὲν δειλιάζει μπρὸς σὲ κανένα ὕψος, ποὺ ξεπερνᾶ
ἀκόμη καὶ τὰ φτερὰ τῶν Ἀγγέλων. Θεῖος ἔρως, ποὺ ἀπορρόφησε καὶ ἀφομοίωσε
κάθε ἄλλη ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς. Κτῆμα τοῦ Θεοῦ, ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ ποὺ δὲν
χωράει σὲ καμμιὰ ἀνθρώπινη σκέψη.΄Ἔτσι, ἔχοντας στολίσει μὲ τέτοιο
κάλλος καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή Της, κατορθώνει νὰ ἑλκύση ἐπάνω της τὸ
βλέμμα τοῦ Θεοῦ. Ἀνέδειξε, χάρις στὴ δική Της ὡραιότητα, ὡραία τὴν κοινὴ
ἀνθρώπινη φύση. Καὶ κατέκτησε τὸν ἀπαθῆ. Καὶ ἔγινε ἄνθρωπος ἐξ αἰτίας
τῆς Παρθένου Ἐκεῖνος ποὺ ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας ἦταν στοὺς ἀνθρώπους
μισητός.
Καὶ τὸ “μεσότοιχον τῆς ἔχθρας” καὶ ὁ
“φραγμὸς” δὲν εἶχαν γιὰ τὴν Παρθένο καμμιὰ ἰσχύ, ἀλλὰ καθετί ποὺ χώριζε
τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ἴδια εἶχε καταργηθῆ.
Ἔτσι καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ καταλλαγὴ εἶχε συναφθῆ ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ
τὴν Παρθένο μόνη εἰρήνη. Ἀκόμη περισσότερο, δὲν χρειάσθηκε ποτὲ νὰ
προσφέρη ἐκείνη σπονδὲς εἰρήνης καὶ συμφιλιώσεως, μία καὶ στεκόταν ἀπὸ
τὴν ἀρχὴ στὴν κορυφὴ τοῦ χοροῦ τῶν φίλων. Ὅλα αὐτὰ πραγματοποιήθηκαν γιὰ
τοὺς ἄλλους. Καὶ ὑπῆρξε πρὶν ἀπὸ τὸν Παράκλητο, «παράκλητος ὑπὲρ ἡμῶν
πρὸς τὸν Θεόν», γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴν ἔκφραση τοῦ Παύλου,
ὑψώνοντας πρὸς Αὐτὸν γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων ὄχι τὰ χέρια Της, ἀλλά, ἀντὶ
γιὰ ἄλλη ἱκεσία, τὴν ἴδια τὴ ζωή Της. Κι ἔφθασε ἡ ἀρετὴ μίας ψυχῆς νὰ
σταματήση τὴν κακία τῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν αἰώνων. Ὅπως ἡ Κιβωτὸς ποὺ
ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο κατὰ τὸ κοινὸ ναυάγιο τῆς οἰκουμένης δὲν ἔλαβε ἡ ἴδια
μέρος στὶς συμφορὲς καὶ διέσωσε στὸ γένος τὴ δυνατότητα νὰ συνεχισθῆ, τὸ
ἴδιο συνέβηκε καὶ μὲ τὴν Παρθένο. Διατήρησε πάντοτε τὴ σκέψη Της τόσο
ἄθικτη καὶ ἱερή, σὰν νὰ μὴν εἶχε ἀποτολμηθῆ ποτὲ στὴ γῆ καμμιὰ ἁμαρτία,
σὰν νὰ ἦταν ὅλοι συνεπεῖς σ᾿ αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε, σὰν νὰ ἔμεναν ὅλοι ἀκόμα
στὴν ἑστία τοῦ Παραδείσου. Οὔτε κἂν αἰσθάνθηκε, πράγματι, τὴν κακία ποὺ
ξεχύθηκε σ᾿ ὅλη τὴν γῆ. Καὶ ὁ κατακλυσμὸς τῆς ἁμαρτίας ποὺ ξαπλώθηκε
παντοῦ κι ἔκλεισε τὸν οὐρανὸ κι ἄνοιξε τὸν Ἅδη κι ἔβαλε σὲ πόλεμο τοὺς
ἀνθρώπους μὲ τὸν Θεὸ κι ἐδίωξε ἀπὸ τὴ γῆ τὸν Ἀγαθό, φέρνοντας στὴ θέση
του τὸν Πονηρό, δὲν κατάφερε οὔτε στὸ παραμικρὸ νὰ θίξη τὴ μακαρία
Παρθένο. Ἀλλ’ ἐνῶ κυριάρχησε σ’ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη κι ἔσεισε καὶ
συντάραξε καὶ γκρέμισε τὰ πάντα, νικήθηκε ἀπὸ ἕνα μόνο λογισμό, ἀπὸ μία
ψυχή. Καὶ δὲν νικήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο μόνο, ἀλλὰ χάρις σ᾿ αὐτὴν
ὑποχώρησε ἡ ἁμαρτία κι ἀπὸ ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Αὐτὴ ἦταν ἡ
συμβολὴ τῆς Παρθένου στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας, πρὶν φθάση, ἡ ἡμέρα ἐκείνη,
κατὰ τὴν ὁποία ἔπρεπε ὁ Θεός, σύμφωνα μὲ τὸ προαιώνιο σχέδιό Του, νὰ
κλίνη τοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ κατέβη στὴ γῆ: ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ γεννήθηκε
οἰκοδομοῦσε κατάλυμα γιὰ ἐκεῖνον, ποὺ μποροῦσε νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο,
ἀγωνιζόταν νὰ καταστήση ὡραία τὴν κατοικία τοῦ Θεοῦ, τὸν ἑαυτό Της,
τέτοια ποὺ νὰ μπορῆ νὰ εἶναι ἄξια γι᾿ Αὐτόν.Ἔτσι τίποτε δὲν βρῆκε νὰ
κατηγορήση στὰ ἀνάκτορα ὁ βασιλιάς. Κι ἀκόμη περισσότερο, δὲν τοῦ
πρόσφερε ἡ Παρθένος μόνο βασιλικὴ κατοικία ἀξία τοῦ μεγαλείου του, ἀλλὰ
τοῦ ἑτοίμασε ἀπὸ τὸν ἑαυτό της καὶ τὴ βασιλικὴ πορφύρα καὶ τὴ ζώνη καί,
ὅπως λέγει ὁ Δαβίδ, τὴν “εὐπρέπεια”, τὴ “δύναμη” καὶ τὴν ἴδια τὴ
“βασιλεία”. Ὅπως μία λαμπρὴ πολιτεία, ποὺ ξεπερνᾶ ὅλες τὶς ἄλλες στὸ
μέγεθος καὶ τὴν ὡραιότητα, στὸ ὑψηλὸ ἠθικὸ φρόνημα καὶ στὸ πλῆθος τῶν
κατοίκων καὶ στὸν πλοῦτο καὶ σὲ κάθε εἴδους δύναμη, δὲν περιορίζεται
μόνο στὸ νὰ δεξιωθῆ καὶ νὰ φιλοξενήση ἁπλῶς τὸ βασιλιά, ἀλλὰ γίνεται τὸ
κράτος του καὶ ἀποτελεῖ τὴν ἐξουσία του καὶ τὴν τιμή του καὶ τὴ δύναμη
καὶ τὸν ὁπλισμό του. Ἔτσι καὶ ἡ Παρθένος, μὲ τὸ νὰ δεχθῆ μέσα της τὸν
Θεό, μὲ τὸ νὰ τοῦ δώση τὴ σάρκα της, ἔκαμε νὰ παρουσιασθῆ ὁ Θεὸς μέσα
στὸν κόσμο καὶ νὰ γίνη στοὺς μὲν ἐχθροὺς συμφορὰ ἀκαταμάχητη, στοὺς δὲ
φίλους σωτηρία καὶ πηγὴ ὅλων τῶν ἀγαθῶν.
Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ὠφέλησε τὸ ἀνθρώπινο
γένος πρὶν ἀκόμη ἔρθη ὁ καιρὸς τῆς γενικῆς σωτηρίας: Ἀλλὰ κι ὅταν ἦρθε ὁ
καιρὸς καὶ παρουσιάσθηκε ὁ οὐράνιος ἀγγελιοφόρος, πάλι ἔλαβε ἐνεργητικὸ
μέρος στὴ σωτηρία μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι πίστεψε σὲ ὅ,τι τῆς εἶπε καὶ
δέχθηκε νὰ ἀναλάβη τὴ διακονία ποὺ τῆς ζήτησε ὁ Θεός. Γιατί ἦταν κι αὐτὰ
ἀπαραίτητα καὶ χρειάζονταν ὁπωσδήποτε γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ἂν ἡ Παρθένος
δὲν τηροῦσε αὐτὴ τὴ στάση, καμμιὰ πιὰ ἐλπίδα δὲν θὰ ἀπόμενε στοὺς
ἀνθρώπους. Δὲν ἦταν βέβαια δυνατό, ὅπως εἶπα πιὸ πάνω, νὰ προσβλέψη ὁ
Θεὸς μὲ εὐμένεια πρὸς τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ νὰ θελήση νὰ κατέβη στὴ γῆ,
ἂν δὲν εἶχε προπαρασκευασθῆ ἡ Παρθένος, ἂν δὲν ὑπῆρχε δηλαδὴ ἐκεῖνος
ποὺ θὰ τὴν ὑποδεχόταν, καὶ θὰ μποροῦσε νὰ διακονήση στὴ σωτηρία. Κι οὔτε
πάλι ἦταν δυνατὸ νὰ πραγματοποιηθῆ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία
μας, ἂν δὲν πίστευε σ᾿ αὐτὸ ἡ Παρθένος καὶ δὲν δεχόταν νὰ διακονήση.
Αὐτὸ γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ μὲν Γαβριὴλ μὲ τὸ “χαῖρε” ποὺ εἶπε στὴν
Παρθένο καὶ μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι τὴν ὀνόμασε “κεχαριτωμένη” τελείωσε τὴν
ἀποστολή του, φανέρωσε ὁλόκληρο τὸ μυστήριο. Ὅση ὅμως ὥρα ἡ Παρθένος
ζητοῦσε νὰ μάθη τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖον θὰ γινόταν ἡ κύηση, ὁ Θεὸς δὲν
κατερχόταν. Ἐνῶ τὴ στιγμὴ ποὺ πείσθηκε κι ἀποδέχθηκε τὴν πρόσκληση,
ὁλόκληρο τὸ ἔργο μὲ μιᾶς πραγματοποιήθηκε: ὁ Θεὸς πῆρε ἐπάνω Του σὰν
ἐνδυμασία τὸν ἄνθρωπο κι ἔγινε μητέρα τοῦ Κτίστου ἡ Παρθένος. Ἀλλὰ τὸ
ἀκόμη πιὸ θαυμαστὸ εἶναι τὸ ἑξῆς: Ὁ Θεὸς οὔτε προειδοποίησε τὸν Ἀδὰμ
οὔτε τὸν ἔπεισε νὰ τοῦ δώση τὴν πλευρά, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ
δημιουργηθῆ ἡ Εὔα. Τὸν ἐκοίμισε κι ἔτσι, ἔχοντάς του ἀφαιρέσει τὶς
αἰσθήσεις, τοῦ ἀπέσπασε τὸ μέλος. Ἐνῶ γιὰ νὰ προχωρήση στὴ δημιουργία
τοῦ Νέου Ἀδὰμ ἐδίδαξε προηγουμένως τὴν Παρθένο καὶ περίμενε τὴν πίστη
καὶ τὴν παραδοχή της. Γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ Ἀδὰμ πάλι συσκέπτεται μὲ τὸν
μονογενῆ του Υἱὸ λέγοντας: “ποιήσωμεν ἄνθρωπο”. Ὅταν ὅμως χρειάσθηκε νὰ
“εἰσαγάγη τὸν πρωτότοκον”-αὐτὸν τὸν “θαυμαστὸν Σύμβουλον” -“εἰς τὴν
οἰκουμένην”, ὅπως λέγει ὁ Παῦλος, καὶ νὰ πλάση τὸν δεύτερο Ἀδάμ, παίρνει
στὴν ἀπόφασή του αὐτὴ συνεργάτη τὴν Παρθένο. Ἔτσι τὴ μεγάλη ἐκείνη
“βουλὴ” τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Ἠσαΐας, τὴν ἀνήγγειλε ὁ Θεὸς
καὶ τὴν ἐπεκύρωσε ἡ Παρθένος. Καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου
ἦταν ἔργο ὄχι μόνο τοῦ Πατρός, ποὺ “εὐδόκησε”, καὶ τῆς Δυνάμεώς του,
ποὺ “ἐπεσκίασε”, καὶ τοῦ Πνεύματος, ποὺ “ἐπεδήμησε”, ἀλλὰ καὶ τῆς
θελήσεως καὶ τῆς πίστεως τῆς Παρθένου. Γιατί, ὅπως χωρὶς ἐκείνους δὲν
ἦταν δυνατὸν νὰ ὑπάρξη καὶ νὰ προσφερθῆ στοὺς ἀνθρώπους ἡ ἀπόφαση γιὰ τὴ
σάρκωση τοῦ Λόγου, ἔτσι χωρὶς τὴν προσφορὰ τῆς θελήσεως καὶ τῆς πίστεως
τῆς Πανάγνου ἦταν ἀδύνατη ἡ πραγματοποίηση τῆς θείας βουλῆς.
Ἀφοῦ λοιπὸν μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν
καθοδήγησε καὶ τὴν ἔπεισε ὁ Θεός, τὴν κάνει στὴ συνέχεια μητέρα του.
Ἔτσι δανείζεται τὴ σάρκα ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ καὶ θέλει νὰ τὴ δανείση
καὶ ξέρει γιατί τὸ κάνει. Γιατί ἔπρεπε νὰ συμβῆ στὴν Παρθένο ὅ,τι
συνέβηκε καὶ στὸν ἴδιο. Ὅπως Αὐτὸς ἤθελε καὶ “συνελήφθη”, ἔτσι κι ἐκείνη
ἔπρεπε νὰ κυοφορήση καὶ νὰ γίνη μητέρα τοῦ ὄχι ἀναγκαστικά, ἀλλὰ μ᾿ ὅλη
τὴν ἐλεύθερη θέλησή της. Γιατί ἔπρεπε ἀκόμη –πράγμα πολὺ σημαντικώτερο–
ὄχι μόνο νὰ συντελέση στὴν oικovoμία τῆς σωτηρίας σὰν κάτι τὸ
ἑτεροκίνητο, ποὺ ἁπλῶς χρησιμοποιήθηκε, ἀλλὰ νὰ προσφέρη ἡ ἴδια τὸν
ἑαυτό Της καὶ νὰ γίνη συνεργάτης τοῦ Θεοῦ στὴ φροντίδα γιὰ τὸ ἀνθρώπινο
γένος ἔτσι, ὥστε νά ᾿χη μ᾿ Αὐτὸν μερίδιο καὶ νὰ εἶναι κοινωνὸς καὶ στὴ
δόξα ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτὴ τὴ φιλανθρωπία. Ἔπειτα, ἀφοῦ ὁ Σωτήρας δὲν
ἦταν ἄνθρωπος καὶ υἱὸς ἀνθρώπου ἐξ αἰτίας μόνο τῆς σάρκας, ἀλλ᾿ εἶχε καὶ
ψυχὴ καὶ νοῦ καὶ θέληση καὶ καθετί τὸ ἀνθρώπινο, ἦταν ἀνάγκη νὰ ἔχη καὶ
μητέρα τελεία, ποὺ θὰ ὑπηρετοῦσε στὴ γέννησή Του ὄχι μόνο μὲ τὴ φύση
τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴ θέληση καὶ μὲ ὅλη τὴν ὕπαρξή της:
νὰ εἶναι μητέρα καὶ κατὰ τὴ σάρκα καὶ κατὰ τὴν ψυχή, νὰ εἰσαγάγη
ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀπόρρητη γέννηση. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν
ὁποῖο πρὶν ἡ Παρθένος θέση τὸν ἑαυτό της στὴν ὑπηρεσία τοῦ θείου
μυστηρίου μαθαίνει, πιστεύει, θέλει καὶ εὔχεται τὴν πραγματοποίησή του.
Ἀλλὰ αὐτὸ ἔγινε καὶ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ κάμη μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο φανερὴ
τὴν ἀρετὴ τῆς Παρθένου. Πόσο δηλαδὴ μεγάλη ἦταν ἡ πίστη της καὶ πόσο
ὑψηλὸ τὸ φρόνημά της, ποιὰ ἡ ἀκεραιότης τοῦ νοῦ καὶ ποιὸ τὸ μεγαλεῖο τῆς
ψυχῆς της, πράγματα ποὺ φανερώθηκαν μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Παρθένος
παραδέχθηκε καὶ πίστεψε τὸν παράδοξο λόγο τοῦ Ἀγγέλου: ὅτι δηλαδὴ
ἐπρόκειτο νὰ ἔρθη ἀληθινὰ ὁ Θεὸς στὴ γῆ καὶ νὰ φροντίση προσωπικὰ ὁ
ἴδιος γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ ὅτι αὐτὴ θὰ εἶναι ἱκανὴ νὰ διακονήση
συμμετέχοντας ἐνεργητικὰ σ᾿ αὐτὸ τὸ ἔργο. Τό γεγονὸς δηλαδὴ ὅτι πρῶτα
ζήτησε ἐξηγήσεις καὶ πείσθηκε, εἶναι λαμπρὴ ἀπόδειξή του ὅτι γνώριζε
πολὺ καλὰ τὸν ἑαυτό της καὶ δὲν ἔβλεπε τίποτε μεγαλύτερο, ἄξιο νὰ τὸ
ἐπιθυμήση. Ἐξάλλου τὸ ὅτι ὁ Θεὸς θέλησε νὰ φανερώση τὴν ἀρετὴ της εἶναι
ἰσχυρὴ ἀπόδειξή του ὅτι ἡ Παρθένος γνώριζε πολὺ καλὰ τὸ μέγεθος τῆς
θείας ἀγαθότητος καὶ φιλανθρωπίας. Καὶ μόνον φαίνεται ὅτι χάριν αὐτοῦ
ἀκριβῶς δὲν μυήθηκε κατὰ τρόπο ἄμεσο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, γιὰ νὰ
ἀποκαλυφθῆ δηλαδὴ πλήρως ὅτι ἡ πίστη μὲ τὴν ὁποία ζοῦσε κοντὰ στὸν Θεὸ
ἦταν αὐτοπροαίρετη ἐκδήλωσή Της καὶ νὰ μὴ θεωρηθοῦν ὅλα σὰν ἀποτελέσματα
τῆς δυνάμεως τοῦ πείθοντος Θεοῦ. Γιατί ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς
πιστοὺς ποὺ δὲν εἶδαν καὶ ἐπίστευσαν εἶναι πιὰ μακάριοι ἀπὸ ὅσους
ἀπαιτοῦν νὰ δοῦν, ἔτσι κι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν πιστεύσει στὰ μηνύματα ποὺ
ἔστειλε διὰ μέσου δούλων ὁ Δεσπότης ἔχουν περισσότερη φρόνηση ἀπὸ
ἐκείνους πού χρειάσθηκε νὰ τοὺς πείση ὁ ἴδιος. Τὸ γεγονὸς πάλι ὅτι εἶχε
συνείδηση πὼς δὲν ὑπῆρχε στὴν ψυχὴ της τίποτε τὸ ἀταίριαστο πρὸς τὸ
μυστήριο καὶ πὼς τὰ ἤθη της ἅρμοζαν πρὸς αὐτὸ τόσο πολύ, ὥστε νὰ μὴν
κάνη μνεία καμμιᾶς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας, καθὼς καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν
ἀμφέβαλε γιὰ τὸ πῶς θὰ συμβοῦν ὅλα αὐτὰ καὶ δὲν συζήτησε καθόλου γιὰ
τοὺς τρόπους ποὺ θὰ τὴν ὁδηγοῦσαν στὴν καθαρότητα, οὔτε εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ
μυσταγωγό, ὅλα αὐτὰ δὲν ξέρω ἂν εἶναι πράγματα ποὺ μποροῦμε νὰ
ὑποθέσουμε ὅτι ἀνήκουν στὴν κτιστὴ φύση. Γιατί κι ἂν ἀκόμη ἦταν
Χερουβεὶμ ἢ Σεραφεὶμ ἢ κάτι πολὺ καθαρώτερο ἀπὸ τὶς ἀγγελικὲς αὐτὲς
ὑπάρξεις, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ὑποφέρη αὐτὴ τὴ φωνή; Πῶς θὰ νόμιζε ὅτι
ἦταν δυνατὸ νὰ ἐκπληρώση τὶς ἐπαγγελίες; Πῶς θὰ εὕρισκε δύναμη κατάλληλη
γι᾿ αὐτὰ τὰ μεγαλειώδη ἔργα; Καὶ ὁ Ἰωάννης βέβαια, ἀπὸ τὸν ὁποῖον
«καvείς δὲν ὑπῆρξε ποτὲ μεγαλύτερος», σύμφωνα μὲ τὴν κρίση τοῦ ἴδιου τοῦ
Σωτήρα, δὲν ἀξίωσε τὸν ἑαυτό του οὔτε τὰ ὑποδήματα Ἐκείνου νὰ ἀγγίξη,
κι αὐτὸ καίτοι ὁ Κύριος ἐμφανιζόταν μὲ τὴν πτωχὴ ἀνθρώπινη φύση. Ἐνῶ ἡ
Πανάμωμη τὸν ἴδιο τὸν Λόγο τοῦ Πατρός, τὴν ἴδια τὴν ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ,
καὶ πρὶν ἀκόμη κενωθῆ, πῆρε τὸ θάρρος νὰ φέρη μέσα στὰ σπλάχνα της. «Τὶς
εἰμὶ ἐγὼ καὶ τὶς ὁ οἶκος τοῦ πατρός μου; Καὶ ἐν ἐμοί, Κύριε, σώσεις τὸν
Ἰσραήλ;». Τέτοιες φράσεις μπορεῖ κανεὶς ν’ ἀκούση ἀπὸ τοὺς δικαίους,
μολονότι καλοῦνται σὲ ἔργα πολλὲς φορὲς κι᾿ ἀπὸ πολλοὺς
πραγματοποιημένα. Ἐνῶ τὴ μακαρία Παρθένο ὁ Ἄγγελος τὴν κάλεσε νὰ
πραγματοποιήση κάτι τὸ ἐντελῶς ἀσυνήθιστο, κάτι ποὺ δὲν ἦταν σύμφωνο μὲ
τὴν ἀνθρώπινη φύση, ποὺ ξεπερνοῦσε τὴ λογικὴ κατανόηση. Γιατί στ᾿
ἀλήθεια τί μικρότερο τῆς ζητήθηκε ἀπὸ τὸ νὰ ἀνυψώση τὴ γῆ στὸν οὐρανό,
ἀπὸ τὸ νὰ μετακινήση καὶ νὰ ἀλλάξη, χρησιμοποιώντας σὰν μέσο τὸν ἑαυτό
Της, τὸ σύμπαν; Κι ὅμως δὲν ταράχθηκε ὁ λογισμός Της οὔτε θεώρησε ὅτι
δὲν ἄξιζε γι᾿ αὐτὸ τὸ ἔργο. Ἀλλὰ ὅπως σὲ τίποτε δὲν ἐνοχλοῦνται τὰ
μάτια, ὅταν πλησιάζη τὸ φῶς, κι ὅπως δὲν εἶναι παράξενο νὰ ἰσχυρισθῆ
κανεὶς ὅτι, μόλις ἀνατείλη ὁ ἥλιος, γίνεται ἡμέρα, ἔτσι καθόλου δὲν
παραξενεύθηκε ἡ Παρθένος, ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι θὰ μπορέση νὰ δεχθῆ καὶ
νὰ κυοφορήση μέσα της τὸν ἀχώρητο σὲ ὅλους τούς τόπους Θεό. Καὶ δὲν
ἄφησε βέβαια νὰ περάση ἀνερεύνητη ἡ προσφώνηση οὔτε ἔπαθε τίποτε
ἀνεξέταστα κι οὔτε πάλι παρασύρθηκε ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἐγκωμίων. Ἀλλὰ
συγκέντρωσε τὴν προσοχή της καὶ μὲ ὅλη της τὴν ἔνταση ἐξέταζε τὸ
χαιρετισμό, ζητώντας νὰ μάθη μὲ ἀκρίβεια τόσο τὸν τρόπο τῆς κυήσεως, ὅσο
καὶ καθετί τὸ σχετικό. Πέρα ὅμως ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἐνδιαφέρεται καθόλου νὰ
ρωτήση ἂν εἶναι ἡ ἴδια ἱκανὴ καὶ κατάλληλη γιὰ μία τόσο ὑψηλὴ διακονία,
ἂν ἔχη ἀγνίσει ὅσο χρειάζεται τὸ σῶμα Της καὶ τὴν ψυχή Της. Ἐκπλήσσεται
γιὰ τὰ θαυμάσια ποὺ ἐπέρχονται στὴ φύση καὶ ἀντιπαρέρχεται καθετί ποὺ
ἔχει σχέση μὲ τὴ δική Της προπαρασκευή. Γι᾿ αὐτὸ ζήτησε τὴν ἐξήγηση γιὰ
τὸ πρῶτο ἀπὸ τὸν Γαβριήλ, ἐνῶ τὸ δεύτερο τὸ ἤξερε ἀπὸ τὸν ἑαυτό της. Τὸ
θάρρος πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν παρρησία τὰ εὕρισκε πράγματι ἡ Παρθένος μέσα
της, ἀφοῦ δὲν εἶχε «τὴν καρδίαν τῆς καταγινώσκουσαν”, ὅπως λέγει ὁ
Ἰωάννης, ἀλλὰ “συνηγοροῦσαν”.
«Πῶς θὰ γίνη αὐτό;» ἐρωτᾶ. Ὄχι γιατί ἔχω
ἡ ἴδια ἀνάγκη ἀπὸ περισσότερη καθαρότητα καὶ μεγαλύτερη ἁγιότητα, ἀλλὰ
γιατί εἶναι νόμος τῆς φύσεως νὰ μὴν μποροῦν νὰ κυοφορήσουν ὅσοι, ὅπως
ἐγώ, ἔχουν διαλέξει τὴ ζωὴ τῆς παρθενίας. «Πῶς θὰ γίνη αὐτό, ἐρωτᾶ, ἀφοῦ
δὲν ἔχω σχέση μὲ ἄνδρα;» Ἐγὼ βέβαια, συνεχίζει, εἶμαι ἕτοιμη γιὰ τὴν
ὑποδοχὴ τοῦ Θεοῦ. Ἔχω ἀρκετὰ προπαρασκευασθῆ. Πές μου ὅμως σύ, ἂν ἡ φύση
θὰ συμμορφωθῆ καὶ μὲ ποιὸ τρόπο. Καὶ τότε, μόλις ὁ Γαβριὴλ ἀνακοίνωσε
τὸν τρόπο τῆς παράδοξης κυοφορίας λέγοντας τὸ γνωστό: «Πνεῦμα Ἅγιον
ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι» καὶ τὰ ἐξήγησε
ὅλα, ἡ Παρθένος δὲν ἀμφιβάλλει πλέον γιὰ τὸ ἀγγελικὸ μήνυμα, ὅτι εἶναι
μακαρία, τόσο γι᾿ αὐτά, τὰ τόσο ὑπέροχα, στὰ ὁποῖα διακόνησε, ὅσο καὶ
γι᾿ αὐτὰ στὰ ὁποῖα πίστεψε, ὅτι δηλαδὴ θὰ εἶναι ἀξία νὰ ἀναλάβη αὐτὴ τὴ
διακονία. Κι αὐτὸ δὲν ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα μιᾶς ἐλαφρότητος. Ἦταν ἡ
φανέρωση τοῦ θαυμαστοῦ καὶ ἀπόρρητου ἐκείνου θησαυροῦ, ποὺ ἔκρυβε μέσα
της ἡ Παρθένος, θησαυροῦ γεμάτου ἀπὸ ὕψιστη σύνεση, πίστη καὶ
καθαρότητα. Αὐτὸ τὸ ἔκανε φανερὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα ὀνομάζοντας τὴν
Παρθένο μακαρία, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἀποδέχθηκε τὸ μήνυμα καὶ δὲν
δυσκολεύθηκε καθόλου νὰ πιστέψη στὶς οὐράνιες ἀγγελίες. Ἡ μητέρα τοῦ
Ἰωάννου, πράγματι, μόλις γέμισε ἡ ψυχή της ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν
ἐμακάρισε λέγοντας: «Ἂς εἶναι μακαρία αὐτὴ ποὺ πίστεψε ὅτι θὰ
πραγματοποιηθοῦν ὅσα τῆς εἶπε ὁ Κύριος». Ἡ ἴδια ἡ Παρθένος ἄλλωστε εἶχε
εἰπεῖ γιὰ τὸν ἑαυτὸ τῆς ἀπαντώντας στὸν Ἄγγελο: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου».
Γιατί εἶναι, στ᾿ ἀλήθεια, δούλη τοῦ Κυρίoυ αὐτὴ ποὺ τόσο βαθιὰ κατανόησε
τὸ μυστήριο τοῦ ἐρχομοῦ του. Αὐτὴ πού, “ὅταν ἦρθε” ὁ Δεσπότης καὶ
“ἔκρουσε”, ὅπως λέγει ἡ Γραφή, ἄνοιξε ἀμέσως τὴν οἰκία τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ
σώματός της καὶ χορήγησε ἔτσι σ᾿ Ἐκεῖνον ποὺ ἦταν πρὶν ἀπὸ αὐτὴν
ἃ-οἶκος πραγματικὸ κατοικητήριο ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Συνέβη στὸ
σημεῖο αὐτὸ κάτι παραπλήσιο μ’ ἐκεῖνο ποὺ συνέβη στὸν Ἀδάμ. Ἐνῶ ὅλο τὸ
ὁρατὸ σύμπαν κτίσθηκε γιὰ χάρη δική του κι ὅλα τὰ ὑπόλοιπα κτίσματα
εἶχαν βρεῖ τὸ καθένα τὸν κατάλληλο σύντροφό του, μόνο γιὰ τὸν Ἀδὰμ δὲν
βρέθηκε, πρὶν ἀπὸ τὴν Εὔα, κατάλληλος βοηθός. Ἔτσι καὶ γιὰ τὸ Λόγο, ποὺ
ἔφερε στὴν ὕπαρξη τὰ πάντα κι ὅρισε γιὰ τὸ κάθε πλάσμα του τὸν κατάλληλο
τόπο, δὲν ὑπῆρχε κανεὶς τόπος καὶ καμμιὰ κατοικία πρὶν ἀπὸ τὴν Παρθένο.
Ἡ Παρθένος ὅμως δὲν ἔδωσε «ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς οὐδὲ νυσταγμὸν τοῖς
βλεφάροις» ὡς τὴ στιγμὴ ποὺ πρόσφερε σ᾿ Αὐτὸν σκήνωμα καὶ τόπο. Γιατί
βέβαια τὰ λόγια αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ θεωρήσουμε σὰν φωνὴ τῆς Πανάγνου, ποὺ
τὴν πρόφερε ἡ γλώσσα τοῦ Δαυΐδ, μιά κι αὐτὸς ἦταν ὁ ἀρχηγὸς τῆς γενιᾶς
της. Ὅπως ἀκριβῶς, σύμφωνα μ᾿ αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ Παῦλος, στὸ πρόσωπο τοῦ
Ἀβραάμ, ποὺ ἔδωσε τὴ δεκάτη στὸν Μελχισεδέκ, ἔχει δώσει δεκάτη καὶ ὁ
Λευΐ «ἐν τῇ ὀσφύϊ τοῦ πατρὸς ὤν».
Ἀλλὰ τὸ πιὸ μεγάλο καὶ πιὸ παράδοξο ἀπὸ
ὅλα εἶναι ὅτι, χωρὶς τίποτε νὰ ξέρη ἀπὸ πρίν, χωρὶς καμμιὰ προειδοποίηση
τόσο πολὺ ἦταν προετοιμασμένη γιὰ τὸ μυστήριο, ὥστε μόλις φάνηκε
ξαφνικὰ ὁ Θεός, νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ τὸν ὑποδεχθῆ ὅπως ἔπρεπε, μὲ ψυχὴ
ἕτοιμη καὶ ἄγρυπνη καὶ σταθερή. Κι αὐτὸ τὸ λόγο, ποὺ ἦταν κατάλληλος καὶ
ἅρμοζε σ᾿ αὐτήν, ἀπάντησε γιὰ νὰ γνωρίσουν ὅλοι oι ἄνθρωποι τὴ
σωφροσύνη μὲ τὴν ὁποία ἔζησε πάντοτε ἡ μακαρία Παρθένος, πόσο δηλαδὴ
ἦταν ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση, πόσο ἦταν πρωτοφανής, πόσο ἦταν
μεγαλύτερη ἀπὸ ὅσο μποροῦσαν νὰ καταλάβουν oι ἄνθρωποι, Αὐτὴ ποὺ ἄναψε
μέσα στὴν ψυχὴ της τόσο σφοδρὸ ἔρωτα γιὰ τὸν Θεό, ὄχι γιατί τῆς εἶχαν
προαγγελθῆ αὐτὰ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ τῆς συμβοῦν προσωπικὰ καὶ στὰ ὁποῖα
αὐτὴ μόνο θὰ λάβαινε μέρος, ἀλλὰ χάρις στὶς γενικὲς δωρεὲς ποὺ δόθηκαν ἢ
ἐπρόκειτο νὰ δοθοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸ στοὺς ἀνθρώπους. Γιατί, ὅπως ὁ Ἰὼβ
θαυμάζεται ὄχι τόσο γιὰ τὴν ὑπομονὴ ποὺ ἔδειξε μέσα στὶς συμφορές του,
ὅσο γιατί δὲν ἤξερε τί ἐπρόκειτο νὰ τοῦ δοθῆ σὰν ἀμοιβὴ γι᾿ αὐτὸ τὸν
ἀγώνα τῆς ὑπομονῆς, ἔτσι κι ἐκείνη ἀνέδειξε τὸν ἑαυτὸ της ἄξιο νὰ λάβη
τὶς δωρεὲς ποὺ ξεπερνοῦν κάθε ἀνθρώπινη λογική, χάρις σ᾿ αὐτὰ ποὺ δὲν
ἐγνώριζε. Ὑπῆρξε νυμφικὸς θάλαμος, χωρὶς νὰ περιμένη τὸν Νυμφίο. Ἦταν
οὐρανός, μολονότι ἀγνοοῦσε ὅτι μέσα ἀπὸ αὐτὴ ἐπρόκειτο νὰ ἀνατείλη ὁ
Ἥλιος. Τί εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξισωθῆ μὲ τοῦ νοῦ αὐτοῦ τὴ μεγαλωσύνη; Καὶ
ποιὰ θὰ ἦταν ἂν τὰ ἤξερε ὅλα μὲ σαφήνεια ἀπὸ πρὶν καὶ εἶχε ἔτσι καὶ τῆς
ἐλπίδας τὰ φτερά; Γιατί ὅμως δὲν τὰ εἶχε πληροφορηθῆ προηγουμένως; Μήπως
ἐπειδὴ μ’ αὐτὸ γίνεται φανερὸ ὅτι δὲν ὑπῆρχε ἄλλος χῶρος στὸν ὁποῖον
ἔπρεπε νὰ προχωρήση, ἀφοῦ δὲν εἶχε ἀφήσει ἀξεπέραστη καμμιὰ κορυφὴ
ἁγιότητος, κι ὅτι δὲν ὑπῆρχε τίποτε τὸ ὁποῖο ὄφειλε νὰ προσθέση σ’ αὐτὰ
ποῦ εἶχε, οὔτε ἦταν δυνατὸν νὰ γίνη καλύτερη στὴν ἀρετή, ἀφοῦ κατέλαβε
τὴν ἴδια τὴν κορυφή; Γιατί, ἂν ἦταν πραγματοποιήσιμα αὐτὰ καὶ ὑπῆρχε,
πέρα ἀπὸ ὅσα εἶχε ἤδη κατορθώσει, καὶ μία κάποια ἄλλη κορυφὴ ἀρετῆς, δὲν
θὰ τὴν ἀγνοοῦσε ἡ Παρθένος, ἀφοῦ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον
ἦρθε στὴ ζωή, καὶ ἀφοῦ ὁ Θεὸς διδάσκει, ἔτσι ὥστε νὰ μπορῆ νὰ τὴ
διατρέξη καὶ αὐτὴ καὶ νὰ εἶναι καλύτερα προπαρασκευασμένη γιὰ τὴ
διακονία τοῦ μυστηρίου. Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἰσχυρισθῆ κανεὶς ὅτι
δὲν θὰ εἶχε δῆθεν ἡ Παρθένος ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν ἐλπίδων μεγαλύτερη
ἔφεση γιὰ τὴν ἀρετή, ἂν βέβαια ἦταν ποτὲ δυνατὸν νὰ συμβῆ αὐτό. Ἀλλὰ
αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἄγνοιά της τὴν ἀπέδειξε ἀκόμη καλύτερη, αὐτὴν ἡ ὁποία,
παρ’ ὅλο ὅτι δὲν ὑπῆρχαν ἐκεῖνα ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ τὴν ὠθήσουν στὴν
ἀρετή, τόσο πολὺ τελειοποίησε τὴν ψυχή της, ὥστε διαλέχθηκε ἀπὸ τὸν
δίκαιο Θεὸ μέσα ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση. Οὔτε πάλι εἶναι φυσικὸ
γιὰ τὸν Θεὸ νὰ μὴν εἶχε κοσμήσει τὴ μητέρα του μὲ ὅλα τὰ ἀγαθὰ καὶ νὰ
μὴν τὴν εἶχε πλάσει κατὰ τὸν καλύτερο καὶ τελειότερο τρόπο.
Μὲ τὸ γεγονὸς λοιπὸν ὅτι εἶχε σιωπήσει
καὶ δὲν τῆς προεῖπε τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ συμβοῦν ἀπoδείχθηκε
ὅτι δὲν ἐγνώριζε τίποτε καλύτερο ἢ μεγαλύτερο ἀπὸ ὅσα ἔβλεπε νὰ ἔχη
κατορθώσει ἡ Παρθένος. Καὶ ἀπὸ αὐτὸ πάλι γίνεται φανερὸ ὅτι διάλεξε γιὰ
μητέρα του ὄχι ἁπλῶς τὴν καλύτερη ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὲς ποὺ ὑπῆρχαν, ἀλλὰ τὴν
ἀπόλυτα καλύτερη. Οὔτε ἐκείνη ποὺ ταίριαζε σ᾿ Αὐτὸν περισσότερο ἀπὸ
ὅλους μέσα στὸ ἀνθρώπινο γένος, ἀλλὰ αὐτὴν ποὺ ταίριαζε ἀπόλυτα, ἔτσι
ὥστε νὰ πρέπη νὰ εἶναι μητέρα του. Γιατί ἦταν βέβαια ὁπωσδήποτε ἀνάγκη
νὰ παρουσιάση κάποτε ἡ φύση τῶν ἀνθρώπων τὸν ἑαυτὸ της κατάλληλο γιὰ τὸ
ἔργο ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο δημιουργήθηκε. Νὰ φέρη δηλαδὴ στὴ ζωὴ κάποιον
ἄνθρωπο ποὺ νὰ μπορῆ νὰ διακονήση ἄξια στὸ σκοπὸ τοῦ Δημιουργοῦ. Ἐμεῖς
βέβαια δὲν δυσκολευόμαστε νὰ παραβιάζουμε τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖον
κατασκευάσθησαν τὰ διάφορα ἐργαλεῖα χρησιμοποιώντας τὰ ἄλλοτε στὴ μία κι
ἄλλοτε στὴν ἄλλη τέχνη. Ὁ Δημιουργὸς ὅμως δὲν ἔδωκε στὴν ἀνθρώπινη φύση
ἕνα προορισμὸ στὴν ἀρχὴ καὶ μετὰ τὸν ἄλλαξε. Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τὴν
ἔπλασε τέτοια, ὥστε, ὅταν θὰ χρειαζόταν νὰ γεννηθῆ, νὰ πάρη ἀπὸ αὐτὴ τὴ
μητέρα. Κι ἀφοῦ ἔδωκε πρῶτα αὐτὸν τὸν προορισμὸ στὴν ἀνθρώπινη φύση,
ἔπλασε στὴ συνέχεια τὸν ἄνθρωπο χρησιμοποιώντας γιὰ κανόνα αὐτὴ τὴ σαφῆ
χρησιμότητα. Ἦταν ἑπομένως ἀνάγκη νὰ ὑπάρξη κάποτε ἕνας ἄνθρωπος ποὺ νὰ
μπορῆ νὰ ἐκπληρώση αὐτὸν τὸ σκοπό. Γιατί βέβαια οὔτε ἐπιτρέπεται νὰ μὴ
θεωρήσουμε σὰν σκοπὸ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου τὸν καλύτερο ἀπὸ
ὅλους, ἐκεῖνον ποὺ προξενεῖ στὸν Τεχνίτη τὴ μεγαλύτερη τιμὴ καὶ δόξα,
οὔτε πάλι εἶναι δυνατὸ νὰ νομίσουμε ὅτι μπορεῖ κατὰ ὁποιονδήποτε τρόπο
νὰ ἀποτύχη ὁ Θεὸς σ᾿ αὐτὰ ποὺ δημιουργεῖ. Αὐτὸ βέβαια ἀποκλείεται, ἀφοῦ
ἀκόμη κι oἱ κτίστες κι oἱ ράφτες κι οἱ ὑποδηματοποιοὶ κατορθώνουν νὰ
φτιάχνουν τὰ ἔργα τους πάντοτε σύμφωνα πρὸς τὸ σκοπὸ ποὺ θέλουν, ἂν κι
αὐτοὶ δὲν ἐξουσιάζουν ἐντελῶς τὴν ὕλη. Καὶ μολονότι τὸ ὑλικὸ ποὺ
χρησιμοποιοῦν δὲν τοὺς ὑπακούει πάντοτε, μολονότι μερικὲς φορὲς τοὺς
ἐναντιώνεται, αὐτοὶ κατορθώνουν μὲ τὴν τέχνη τους νὰ τὸ ὑποτάξουν καὶ νὰ
τὸ σύρουν πρὸς τὸ σκοπό τους. Ἂν λοιπὸν τὸ κατορθώνουν αὐτοί, πόσο
φυσικώτερο εἶναι νὰ τὸ ἐπιτύχη ὁ Θεός, ποὺ δὲν εἶναι ἁπλῶς ὁ κυρίαρχος
τῆς ὕλης, ἀλλὰ καὶ ὁ δημιουργός της, πού, ὅταν τὴ δημιούργησε, ἤξερε πῶς
θὰ τὴν χρησιμοποιήση. Τί λοιπὸν θὰ ἐμπόδιζε νὰ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση
σὲ ὅλα σύμφωνη πρὸς τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖον δημιουργήθηκε; Ὁ Θεὸς εἶναι
αὐτὸς ποὺ κυβερνᾶ τὴν οἰκονομία. Κι αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ μεγαλύτερο
ἔργο Του, τὸ κατ’ ἐξοχὴν ἔργο τῶν χειρῶν Του. Καὶ τὴν πραγματοποίησή του
δὲν τὴν ἐμπιστεύθηκε σὲ κανέναν ἄνθρωπο ἢ Ἄγγελο, ἀλλὰ τὴν κράτησε ὁ
ἴδιος γιὰ τὸν ἑαυτό Του. Δὲν εἶναι λοιπὸν λογικὸ νὰ φρόντισε ὁ Θεὸς
περισσότερο ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλο τεχνίτη, νὰ τηρήση κατὰ τὴ δημιουργία
τοὺς κανόνες πού ἔπρεπε; Καὶ μάλιστα, ὅταν δὲν πρόκειται γιὰ ἕνα
ὁποιοδήποτε, ἀλλὰ γιὰ τὸ καλύτερο ἀπὸ τὰ δημιουργήματά του; Σὲ ποιὸν δὲ
ἄλλον ἀπὸ ὅλους θὰ ἔδινε ὁ Θεὸς αὐτὸ πού χρειαζόταν, ἂν ὄχι στὸν ἑαυτόν
του; Καὶ πράγματι ὁ Παῦλος ζητεῖ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο νὰ προσπαθῆ πρὶν ἀπὸ
τὶς φροντίδες γιὰ τὸ κοινὸ καλὸ νὰ διευθετῆ σωστὰ ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ τὸν
ἑαυτό του καὶ τὸν οἶκο του.
Ἔχει καλῶς. Ὅταν λοιπὸν ὅλα αὐτὰ
συνέβηκε νὰ βρεθοῦν μαζί: ὁ δικαιότατος κυβερνήτης τοῦ σύμπαντος, ὁ
καταλληλότατος διάκονος τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ, τὸ καλύτερο ἀπὸ ὅλα τὰ
ἔργα τοῦ Δημιουργοῦ ὅλων τῶν αἰώνων, πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν εἶναι ἐδῶ
κάθετι πού ἔπρεπε; Γιατί ἦταν βέβαια ἄναγκη νὰ διατηρηθῆ ἡ ἁρμονία καὶ ἡ
ἀπόλυτη συμφωνία σὲ ὅλα τὰ σημεῖα καὶ τίποτε τὸ ἀταίριαστο νὰ μὴν
ὑπάρξη στὸ μεγάλο καὶ θαυμαστὸ αὐτὸ ἔργο. Γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ὁ κατ᾿
ἐξοχὴν δίκαιος. Αὐτὸς ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα ὅπως ἔπρεπε καὶ τὰ
«ζυγίζει ὅλα στὴ ζυγαριὰ τῆς δικαιοσύνης Του». Σὰν ἀπάντηση λοιπὸν σ᾿
ὅλα αὐτά, ποὺ ζητοῦσε ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἡ Παρθένος, μόνη γι’ αὐτό
κατάλληλη, πρόσφερε τὸν Υἱό της. Κι ἔγινε μητέρα ἐκείνου, τοῦ ὁποίου
ἦταν κατὰ πάντα δίκαιo νὰ εἶναι μητέρα. Κι ἂν λοιπὸν καμμιὰ ἄλλη ὠφέλεια
δὲν ἐπρόκειτο νὰ προέλθη ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἔγινε ὁ Θεὸς υἱὸς ἀνθρώπου,
μποροῦμε νὰ ὑποστηρίξουμε πὼς τὸ ὅτι ἦταν κατὰ πάντα δίκαιο νὰ γίνη ἡ
Παρθένος μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἔφθανε γιὰ νὰ προκαλέση τὴ σάρκωση τοῦ Λόγου.
Kαί πὼς ἀκόμη τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἦταν δυνατὸν παρὰ νὰ ἀποδώση στὸ
κάθε πλάσμα Του ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἅρμοζε, νὰ ἐνεργῆ δηλαδὴ πάντοτε μὲ
δικαιοσύνη, ἦταν ἀρκετὴ αἰτία γιὰ νὰ προκαλέση αὐτὸν τὸν καινούργιο
τρόπο ὑπάρξεως τῶν δύο φύσεων. Γιατί, ἂν ἡ Πανάμωμη τήρησε ὅλα ἐκεῖνα
ποὺ εἶχε ὑποχρέωση νὰ τηρήση, ἂν ἀποδείχθηκε ἄνθρωπος τόσο εὐγνώμων καὶ
δὲν παρέλειψε τίποτε ἀπ᾿ ὅσα τοῦ χρωστοῦσε, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ
φερόταν ἐξίσου δίκαια καὶ ὁ Θεός; Ἂν ἡ Παρθένος δὲν παρέλειψε τίποτε ἀπὸ
αὐτὰ ποὺ μποροῦν νὰ ἀναδείξουν τὴ μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ Τὸν ἀγάπησε μὲ
τόσο σφοδρὸ ἔρωτα, θὰ ἦταν βέβαια ἐντελῶς ἀπίθανο νὰ μὴ θεωρήση ὁ Θεὸς
ὑποχρέωσή του νὰ τῆς δώση ἰσάξια ἀμοιβή, νὰ γίνη υἱός της. Γιατί πάλι,
ἂν δίνη ὁ Θεὸς στοὺς πονηροὺς ἄρχοντα σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία τους, πῶς
δὲν θὰ ἔπαιρνε γιὰ μητέρα του αὐτὴ πού ἀποδείχθηκε κατὰ πάντα σύμφωνη μὲ
τὴν δική του ἐπιθυμία; Τόσο πολὺ πράγματι ἦταν συγγενικὸ καὶ ταιριαστὸ
στὴ μακαρία αὐτὸ τὸ δῶρο. Γι᾿ αὐτό, ὅταν τῆς εἶπε μὲ σαφήνεια ὁ Γαβριὴλ
ὅτι θὰ γεννήση τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ –γιατί αὐτὸ φανέρωσε λέγοντας ὅτι αὐτὸς
ποὺ θὰ γεννηθῆ «βασιλεύσει ἐπὶ τὸν οἶκον Ἰακὼβ εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ τῆς
βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος»– ἡ Παρθένος δέχθηκε τὴν εἴδηση μὲ χαρά,
σὰν νὰ ἄκουσε κάτι συνηθισμένο, κάτι ποὺ δὲν ἦταν καθόλου παράξενο οὔτε
ἀταίριαστο πρὸς αὐτὰ ποὺ συνήθως συμβαίνουν. Κι ἔτσι μὲ γλώσσα μακαρία,
μὲ ψυχὴ καθαρὴ ἀπὸ ἀνησυχίες, μὲ σκέψεις γεμάτες γαλήνη: «Ἰδοὺ ἡ δούλη
Κυρίου, εἶπε, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου».
Αὐτὰ εἶπε κι ἀμέσως ὅλα
πραγματοποιήθηκαν. «Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν».
Ἔτσι, μόλις ἡ Παρθένος ἔδωσε τὴν ἀπάντησή της στὸν Θεό, δέχεται ἀμέσως
ἀπὸ αὐτὸν τὸ Πνεῦμα, ποὺ δημιουργεῖ τὴν ὁμόθεη ἐκείνη σάρκα. Ἦταν λοιπὸν
ἡ φωνὴ της “φωνὴ δυνάμεως”, ὅπως εἶπε ὁ Δαυΐδ. Καὶ πλάθεται ἔτσι μὲ
λόγο μητρικὸ ὁ τοῦ Πατρὸς Λόγος. Καὶ κτίζεται μὲ τὴν φωνὴ τοῦ κτίσματος ὁ
Δημιουργός. Κι ὅπως, μόλις εἶπε ὁ Θεὸς «γενηθήτω φῶς», ἔγινε ἀμέσως
φῶς, ἔτσι ἀμέσως μὲ τὴ φωνὴ τῆς Παρθένου τὸ ἀληθινὸ ἀνέτειλε Φῶς κι
ἑνώθηκε μὲ τὴν ἀνθρώπινη σάρκα καὶ κυοφορήθηκε αὐτὸς ποὺ φωτίζει «πάντα
ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον». Ὢ φωνὴ ἱερή! Ὢ λόγια ποὺ κατορθώσατε
τέτοιο μεγαλεῖο! Ὢ γλώσσα εὐλογημένη, ποὺ ἀνακάλεσες μεμιᾶς ἀπὸ τὴν
ἐξορία ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη! Ὢ θησαυρὲ ψυχῆς ἁγνῆς, ποὺ μὲ τὰ λίγα
λόγια της σκόρπισε σὲ μᾶς τέτοια ἀφθονία ἀγαθῶν! Γιατί αὐτὰ τὰ λόγια
μετέτρεψαν τὴ γῆ σὲ οὐρανὸ κι ἄδειασαν τὸν Ἅδη ἐλευθερώνοντας τοὺς
φυλακισμένους. Ἔκαμαν νὰ κατοικηθῆ ἀπὸ ἀνθρώπους ὁ οὐρανὸς καὶ φέρνοντας
τόσο κοντὰ τοὺς Ἀγγέλους στοὺς ἀνθρώπους συνέπλεξαν τὸ οὐράνιο καὶ τὸ
ἀνθρώπινο γένος σ᾿ ἕνα μοναδικὸ χορὸ γύρω ἀπὸ αὐτὸν ποὺ εἶναι ταυτόχρονα
καὶ τὰ δύο, αὐτὸν πού, ὄντας Θεός, ἔγινε ἄνθρωπος. Γι᾿ αὐτά Σου τὰ
λόγια ποιὰ εὐχαριστία θὰ ἦταν ἄξια νὰ Σοῦ προσφερθῆ ἀπό μᾶς; Πῶς νὰ σὲ
προσφωνήσουμε Ἐσένα, πού δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀντάξιό σου ἀνάμεσα στοὺς
ἀνθρώπους; Γιατί τὰ δικά μας τὰ λόγια εἶναι γήινα, ἐνῶ Σὺ ξεπέρασες ὅλου
τοῦ κόσμου τὶς κορυφές. Ἄν λοιπὸν χρειάζεται νὰ Σοῦ προσφερθοῦν
τιμητικοὶ λόγοι, αὐτὸ νομίζω πὼς πρέπει νὰ εἶναι ἔργο Ἀγγέλων, νοῦ
χερουβικοῦ, πύρινης γλώσσας. Γι᾿ αὐτὸ κι ἐμεῖς, ἀφοῦ θυμηθήκαμε ὅσο
μπορούσαμε τὰ κατορθώματά Σου καὶ ὑμνήσαμε κατὰ τὴ δύναμή μας Ἐσένα, τὴν
ἴδια μας τὴ σωτηρία, ζητοῦμε τώρα νὰ βροῦμε ἀγγελικὴ φωνή. Καὶ
καταλήγουμε στὴν προσφώνηση τοῦ Γαβριήλ, τιμώντας ἔτσι καὶ τὴν ἴδια μας
τὴν ὁμιλία: «Χαῖρε, κεχαριτωμένη ὁ Κύριος μετά σοῦ»! Ἀλλὰ δῶσε, Παρθένε,
ὄχι μόνο νὰ μιλᾶμε γιὰ ὅσα φέρνουν τιμὴ καὶ δόξα σ᾿ Αὐτὸν καὶ σ᾿ Ἐσένα
ποὺ τὸν ἐγέννησες, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ ἐφαρμόζουμε. Προετοίμασέ μας δηλαδὴ νὰ
γίνουμε κι ἐμεῖς οἰκητήρια δικά Του γιατί σ᾿ Αὐτὸν ἁρμόζει ἡ δόξα εἰς
τοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.
Σημειώσεις
[Νικολάου Καβάσιλα, Η Θεομήτωρ, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1995]