Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης,Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
1.
Εἰσβολὴ τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου σὲ ξένο ἐκκλησιαστικὸ ἔδαφος.
Ἡ
ἀπόδοση αὐτοκεφαλίας στοὺς σχισματικοὺς τῆς Οὐκρανίας ἀπὸ τὸν πατριάρχη
Βαρθολομαῖο ἀποτελεῖ εἰσβολή, ἐπιθετικὴ ἐνέργεια στὸ ἔδαφος τῆς δικαιοδοσίας ἄλλης
ἐκκλησίας, καταδικαζόμενη μὲ αὐστηρότητα ὡς ὑπερόρια ἐνέργεια, ὡς εἰσπήδηση, ἀπὸ
τοὺς Ἱερούς Κανόνες. Ἀπὸ τὸ 1686 τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἐκχώρησε τὴν δικαιοδοσία
αὐτὴ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας καὶ ἐπὶ τρεῖς καὶ πλέον αἰῶνες κανένας δὲν ἀμφισβήτησε
αὐτὸ τὸ γεγονός, οὔτε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μέχρις ἐσχάτων. Ἀκόμη καὶ τὰ «Δίπτυχα»
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ ἔτους 2019 καὶ ὅλων τῶν προηγουμένων ἐτῶν καταγράφουν
τὴν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ὡς ἀνήκουσα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας. Ὁ ἑκάστοτε μητροπολίτης
Κιέβου -τώρα ὁ σεμνὸς Ὀνούφριος- εἶναι πάντοτε μόνιμο μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας.
Γιὰ
νὰ δικαιολογήσει τὴν ἀντικανονικὴ αὐτὴ εἰσπήδηση σὲ ξένη δικαιοδοσία τὸ Φανάρι ἀνέθεσε
σὲ δικούς του στρατευμένους ἱστορικούς, θεολόγους καὶ κανονολόγους νὰ ὑποστηρίξουν
ὅτι δῆθεν οὐδέποτε ἡ Kωνσταντινούπολη ἐκχώρησε τὴν Οὐκρανία στὴν Ἐκκλησία τῆς
Ρωσίας καὶ ὅτι πάντοτε αὐτὴ ἀνῆκε στὴν Κωνσταντινούπολη, πρᾶγμα ποὺ τὸ διαψεύδει
ἡ ἐκκλησιαστικὴ πράξη καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ὅλων τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν ἐπὶ
τρισήμισυ αἰῶνες. Ξέθαψαν μάλιστα κάποιοι πρόθυμοι καὶ ἀπρόσεκτοι ἐρευνητὲς πατριαρχικὰ
ἔγγραφα ὑπὲρ τῆς δικαιοδοσίας δῆθεν τῆς Κωνσταντινούπολης, ἡ ὁποία ἐκυκλοφόρησε
βάσει αὐτῶν φυλλάδιο μὲ τίτλο «Ὁ Οἰκουμενικὸς Θρόνος καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας
- Ὁμιλοῦν τὰ κείμενα» (The Ecumenical Throne and the Church of Ukraine. The Dokuments speak).
Ἐμεῖς
ἀποδείξαμε σὲ μελέτη μας ποὺ περιλαμβάνεται στὸ βιβλίο μας «Τὸ Οὐκρανικὸ Αὐτοκέφαλο.
Ἀντικανονικὴ καὶ διαιρετικὴ εἰσπήδηση τῆς Κωνσταντινούπολης», ὅτι τὰ ἔγγραφα αὐτὰ
παρερμηνεύθηκαν, ἐνῶ ἀποκρύφτηκαν δεκάδες ἄλλων ἐγγράφων, ποὺ ἀποδεικνύουν ὅτι πάντοτε
ἦταν ἑνιαία ἡ μητρόπολη Κιέβου καὶ Μόσχας, ἐκτὸς ἀπὸ μικρὲς ἱστορικὲς περιόδους
ξενικῶν κατακτήσεων ποὺ τὶς διαιροῦσαν, καὶ ὅτι μάλιστα ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν
σταθερὰ ὑπὲρ τῆς ἑνότητος Κιέβου καὶ Μόσχας[1]. Τὴν δική μας ἐπιχειρηματολογία ἐνίσχυσε
μὲ ἀκαταμάχητο τρόπο ὁ εἰδικὸς κανονολόγος πρωτοπρεσβύτερος π. Ἀναστάσιος
Γκοτσόπουλος, ὁ ὁποῖος ἔδειξε ὅτι διαχρονικὰ ἡ ἴδια ἡ Κωνσταντινούπολη, μέ βάση
γνῶμες ἰδικῶν της ἱστορικῶν καὶ κανονολόγων, ἀναγνωρίζει τὴν δικαιοδοσία τῆς Ρωσίας
στὴν Οὐκρανία. Καὶ τὸ πιὸ ἰσχυρὸ καὶ ἀπροσπέλαστο ἐρευνητικὰ στοιχεῖο· βρῆκε ὅτι
στὰ «Συνταγμάτια» τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, τὰ ὁποῖα καταγράφουν μὲ ἱεραρχικὴ
τάξη τὶς μητροπόλεις, ἀρχιεπισκοπὲς καὶ ἐπισκοπὲς ποὺ ὑπάγονται στὸν Πατριαρχικὸ
Θρόνο ἀπὸ τὸν 17ο αἰώνα μέχρι σήμερα δὲν περιλαμβάνεται ἡ μητρόπολη Κιέβου[2].
Τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων; Ἀποδεικνύεται περίτρανα ὅτι ἡ Οὐκρανία ἀπὸ τὸν
17ο αἰώνα μέχρι σήμερα δὲν ὑπάγεται στὴν Κωνσταντινούπολη, ἡ ὁποία ἐπεμβαίνουσα
σὲ ξένη δικαιοδοσία διαπράττει σοβαρὸ κανονικὸ παράπτωμα, εἰσβάλλει πολεμικά, ἐπιθετικὰ
καὶ κατακτητικά, σὲ ἀλλότριο ἐκκλησιαστικὰ ἔδαφος καὶ δημιουργεῖ σχίσματα καὶ διαιρέσεις.
Εἶναι
γι᾽ αὐτὸ παραπλανητικὲς οἱ ἀποφάσεις καὶ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος τὸν παρελθόντα Αὔγουστο καὶ τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τὸν Ὀκτώβριο,
μὲ τὶς ὁποῖες ἀναγνωρίζεται τὸ δικαίωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νὰ χορηγεῖ
αὐτοκέφαλο. Ἀσφαλῶς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἔχει δικαίωμα νὰ χορηγεῖ αὐτοκέφαλο,
ἀλλὰ μόνο σὲ ἐκκλησιαστικὲς περιοχὲς ποὺ ἀνήκουν στὴν δικαιοδοσία του. Ὅταν παραχωρήθηκαν
τὰ αὐτοκέφαλα στὶς ἐκκλησίες Σερβίας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Ἑλλάδος, Ἀλβανίας,
οἱ περιοχὲς αὐτὲς ἀνῆκαν στὴν Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως. Μπορεῖ νὰ δώσει αὐτοκεφαλία
σὲ περιοχὲς τῶν πατριαρχείων Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων ἤ καὶ τῶν νεωτέρων
αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν; Μὲ τίποτε. Τότε πῶς ἐπεμβαίνει σὲ δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ρωσίας;
Δὲν
θὰ ἀσχοληθοῦμε ἐδῶ μὲ τὸν ἐπικαλούμενο ἐπίσης θεσμὸ τοῦ ἢ τῆς ἐκκλήτου, γιὰ τὸν
ὁποῖο ἰσχύουν τὰ ἴδια βάσει τῆς Ἱεροκανονικῆς Παραδόσεως. Ὁ Κωνσταντινουπόλεως μπορεῖ
κατ᾽ ἔφεσιν νὰ ἐκδικάζει ὑποθέσεις κληρικῶν τῆς δικῆς του δικαιοδοσίας, ὄχι τελεσίδικες
ἀποφάσεις ἄλλων πατριαρχῶν ἤ προκαθημένων, ὅπως μὲ ἰσχυρὴ ἱεροκανονικὴ θεμελίωση
ἔδειξε ὁ μητροπολίτης Πειραιῶς Σεραφείμ.
Αὐτὸς
εἶναι καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο καμμία αὐτοκέφαλη ἐκκλησία μέχρι τώρα δὲν ἀναγνώρισε
τὴν ψευδοαυτοκεφαλία τῶν Οὐκρανῶν, μὲ τὸν πρόσθετο λόγο ὅτι δὲν χορηγήθηκε σὲ κανονικοὺς
ἐπισκόπους, σὲ κανονικὸ τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ σὲ σχισματικούς, ἐνῶ παραγνωρίσθηκε
καὶ περιφρονήθηκε ἡ κανονικὴ Ἐκκλησία ὑπὸ τὸν Μητροπολίτη Ὀνούφριο, μὲ συνέπεια
νὰ δημιουργηθεῖ στὸν ἴδιο τόπο παράλληλη δικαιοδοσία, στὸν ἴδιο τόπο δύο ἐπίσκοποι,
δύο μητροπολῖτες Κιέβου· ὁ κανονικὸς καὶ ἀπὸ ὅλους ἀναγνωριζόμενος μητροπολίτης
Κιέβου Ὀνούφριος καὶ ὁ σχισματικὸς κατασκευασμένος ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη
ψευδοπροκαθήμενος Ἐπιφάνιος, τὸν ὁποῖο μόνο ἡ Κωνσταντινούπολη ποὺ τὸν δημιούργησε
ἀναγνωρίζει καὶ τώρα, μετὰ ἀπὸ πιέσεις καὶ ἐπικράτηση ἐθνοφυλετικῶν κριτηρίων, ἡ
ἀδύναμη ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Πλήρης ἐξευτελισμὸς τῶν Ἱερῶν Κανόνων
καὶ τυραννικὴ ἐπιβολὴ ἐκκλησιαστικῶν καὶ ἐξωεκκλησιαστικῶν κέντρων. Πῶς θὰ ἔνιωθαν
οἱ Ἑλλαδίτες ἐπίσκοποι, ποὺ συντάχθηκαν ἄκριτα καὶ ἀμελέτητα ὑπὲρ τῆς ψευδοαυτοκεφαλίας,
ἂν κάποια ἀνωτέρα ἀρχὴ τοὺς θρόνιαζε στὴν ἐπαρχία τους δεύτερο ἐπίσκοπο, μὲ τὸν
ἴδιο τίτλο, ἂν βλέπαμε κάποια μέρα καὶ δεύτερο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν, δεύτερο μητροπολίτη
Θεσσαλονίκης, Δημητριάδος, Γρεβενῶν, κ.τ.λ., καὶ τὶς συνακόλουθες διαιρέσεις καὶ
μάχες μεταξὺ τῶν κληρικῶν καὶ τῶν πιστῶν;
2.
Σκόπιμη καὶ σχεδιασμένη ἡ δεκάμηνη καθυστέρηση τῆς ἀναγνώρισης
Ὅλοι
γνωρίζαμε καὶ ἐκτιμούσαμε ὅτι στὴν συμπαγῆ καὶ ἀρραγῆ ἀρνητικὴ ἀπόρριψη τῆς ψευδοαυτοκεφαλίας
ἀπὸ ὅλες τὶς αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες ἀδύναμος κρίκος ἦταν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.
Εἴχαμε γράψει καὶ σχετικὸ ἄρθρο[3]. Ἐπὶ δέκα μῆνες σιωποῦσε καὶ ἀνέβαλε. Ἀξιολογήσαμε
ὡς θετικὸ τὸ ὅτι δὲν ἔσπευσε ἀμέσως νὰ συνταχθεῖ μὲ τὸ Φανάρι, καὶ ἀφήναμε μετέωρες
κάποιες ἐλπίδες ὅτι ἡ πλειονότης τῶν Ἱεραρχῶν θὰ συντασσόταν μὲ τὴν καθολικὴ συνείδηση
τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν τήρηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Ὅτι θὰ ἔβαζε φρένο στὴν τακτικὴ
τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου νὰ ἐνεργεῖ ὡς πάπας τῆς Ἀνατολῆς, ὡς «πρῶτος ἄνευ ἴσων»,
νὰ μὴν ὑπολογίζει τὰ δίκαια τῶν ἄλλων πατριαρχῶν καὶ προκαθημένων καὶ νὰ κάνει ὅ,τι
θέλει καὶ ὅπου θέλει, ὡς παγκόσμιος δῆθεν ποιμὴν καὶ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν ὁ
ἀρχιεπίσκοπος συγκαλοῦσε σύντομα τὴν Ἱεραρχία, μᾶλλον αὐτὸ θὰ συνέβαινε. Γι᾽ αὐτὸ
πρὸς ἀποτροπὴν αὐτοῦ τοῦ ἐνδεχομένου σχεδιάσθηκε ἡ ἀναβολὴ καὶ ἡ σιωπή, ὥστε νὰ
κερδηθεῖ χρόνος καὶ νὰ δημιουργηθοῦν ἀπὸ κάποιους ἐπισκόπους τετελεσμένα γεγονότα
ἀναγνώρισης τῶν σχισματικῶν μὲ συμπροσευχές, συλλείτουργα καὶ ἐπισκέψεις. Δύο εἰδικὲς
συνοδικὲς ἐπιτροπὲς ἀνέλαβαν νὰ μελετήσουν πρὸς τὴν ἐπιδιωκόμενη κατεύθυνση τὸ θέμα
καὶ σὲ κάποιους ἐπισκόπους μὲ δῆθεν ἄγνοια τῶν θεμάτων ἔγιναν καὶ φροντιστήρια ἀπὸ
εἰδικούς[4]. Καὶ ὅταν αὐτὰ εἶχαν προχωρήσει ἀρκετά, ὁ ψευδοπροκαθήμενος Ἐπιφάνιος
ἐκαυχᾶτο ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔχει ἤδη de facto ἀναγνωρίσει
τὴν αὐτοκεφαλία, ὁ δὲ πατριάρχης Βαρθολομαῖος, προεξοφλώντας τὴν γνώμη, τὴν κρίση,
τὴν στάση τῶν Ἑλλαδιτῶν ἐπισκόπων, ἔλαβε μόνος του τὴν ἀπόφαση, ὡς δεσπότης πρὸς
δούλους, καὶ πολλὲς ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας ἐξήγγειλε μὲ βεβαιότητα
ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος θὰ ἀναγνωρίσει πρώτη τὴν αὐτοκεφαλία τῶν σχισματικῶν
Οὐκρανῶν. Γιὰ πρώτη φορὰ ἀρχιεπίσκοπος στὴν Ἑλλάδα ἐπιτρέπει νὰ ταπεινωθεῖ καὶ νὰ
ἐξευτελισθεῖ ἔτσι ἡ Ἱεραρχία καὶ ὄχι βέβαια μόνο εἰς αὐτὸ τὸ θέμα.
Εἰς
μάτην κάποιοι εὐσυνείδητοι ἐπίσκοποι πρὸ τῆς συνόδου τῆς Ἱεραρχίας καὶ ἰδιαιτέρως
ὁ μητροπολίτης Κυθήρων, ποὺ ἦταν καὶ μέλος τῆς διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου μέχρι τέλους
Αὐγούστου, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι, ὅπως οἱ Πειραιῶς, Νέας Σμύρνης, Κερκύρας, ἀλλὰ καὶ ἐν
συνόδῳ οἱ παλαιοὶ Καρυστίας καὶ Ἠλείας μὲ τοὺς προαναφερθέντες, ὅπως καὶ οἱ Δρυϊνουπόλεως,
Αἰτωλοακαρνανίας, Καισαριανῆς μὲ δύναμη, καὶ Μεσογαίας προσπάθησαν νὰ ἀποτρέψουν
τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ κακοῦ καὶ ἐζήτησαν νὰ ἀναβληθεῖ ἡ λήψη ἀπόφασης ἤ νὰ συγκληθεῖ
Πανορθόδοξη Σύνοδος. Ἡ προειλημμένη στὸ Φανάρι καὶ ἀλλοῦ ἀπόφαση ἀναγνώρισης ἔπρεπε
νὰ ληφθεῖ, ὅπως καὶ ἔγινε, μὲ μία διάτρητη διαδικασία ποὺ ἤγειρε θύελλα
διαμαρτυριῶν, διότι, ὅπως ὑπεστήριξαν παρόντες ἐπίσκοποι, δὲν ἔγινε ψηφοφορία, ὅπως
ὁρίζει γιὰ σπουδαῖα θέματα ὁ Καταστατικὸς Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας, τὸ δὲ κατασκευασμένο
ἐπίσης «Ἀνακοινωθέν» τῆς Συνόδου, διέστρεψε τὰ πράγματα, σύμφωνα μὲ τὶς καταγγελίες
τῶν μητροπολιτῶν Κυθήρων καὶ Πειραιῶς, καὶ ἀντὶ νὰ ἀπεικονίζει ὅ,τι ἔγινε στὴν συνεδρίαση,
κατέγραψε ὡς ἀπόφαση ὅ,τι οἱ συντάκτες του ἐπιθυμοῦσαν, χωρὶς μάλιστα νὰ ἀναγνωσθεῖ
εἰς ἐπήκοον ὅλων. Ἡ πλειοψηφία βεβαίως ἐκάλυψε τὰ γενόμενα, καὶ θεωρεῖται πλέον
ὡς ἐπίσημη πράξη τῆς Ἱεραρχίας ἡ ἀναγνώριση τῶν σχισματικῶν τῆς Οὐκρανίας ὡς αὐτοκέφαλης
ἐκκλησίας. Καὶ τὸ κερασάκι στὴν τούρτα τῶν ἀντικανονικῶν ἐνεργειῶν ἔβαλε ὁ ἀρχιεπίσκοπος
Ἱερώνυμος μὲ τὴν ἀποστολὴ στὸν ψευδοπροκαθήμενο Ἐπιφάνιο τοῦ καθιερωμένου «Εἰρηνικοῦ
Γράμματος» πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν, μὲ τὸ ὁποῖο ἐπίσημα τὸν ἀναγνωρίζει ὡς κανονικὸ μητροπολίτη
Κιέβου, ὡσὰν νὰ μὴν ὑπάρχει ὁ κανονικὸς μητροπολίτης Κιέβου Ὀνούφριος, καὶ ὡς προκαθήμενο
τῆς νέας αὐτοκέφαλης ἐκκλησίας, ποὺ κατεσκεύασε μόνος ἀπὸ χαλασμένα ὑλικὰ σχισματικῶν
ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος, χωρὶς τὴν συναίνεση τῶν λοιπῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν,
παρὰ μόνον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μετὰ ἀπὸ καθυστέρηση καὶ πολὺ παρασκήνιο.
3.
Ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος καὶ ὅσοι κοινωνοῦν μὲ τοὺς
σχισματικοὺς τῆς Οὐκρανίας εἶναι ὑπόδικοι σὲ καθαίρεση καὶ ἀκοινωνησία.
Τὰ
«εἰρηνικὰ γράμματα» εἶναι ἕνα ξεχωριστὸ εἶδος ἐκκλησιαστικῆς ἀλληλογραφίας καὶ εἶναι
ὄντως εἰρηνικὰ καὶ ὄχι ψευδεπίγραφα. Μὲ αὐτὰ οἱ νεοκλεγέντες προκαθήμενοι ἤ ἐπίσκοποι,
ὅπως γράφει σὲ σχετικὸ ἄρθρο του ὁ μακαριστὸς ἀρχιεπίσκοπος καὶ καθηγητὴς τοῦ Κανονικοῦ
Δικαίου ἀείμνηστος Ἱερώνυμος Κοτσώνης, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα φέρει ὁ τωρινὸς ἀρχιεπίσκοπος,
«ἀποσκοποῦν νὰ δείξουν καὶ τὴν μεταξὺ τῶν προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων ᾽Εκκλησιῶν
ἐπικρατοῦσαν εἰρήνην καὶ ἀρραγῆ αὐτῶν ἑνότητα, διὰ τοῦτο τὰ γράμματα ταῦτα λέγονται
καὶ εἰρηνικαὶ ἐπιστολαὶ ἤ ἀμοιβαῖαι ἤ γράμματα εἰρηνικὰ ἤ κοινωνικά»[5].
Προϋποθέτουν
ἑπομένως ὅτι ὑπάρχει καὶ ἐπικρατεῖ εἰρήνη καὶ ἑνότητα μεταξὺ τῶν προκαθημένων τῶν
Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἡ ὁποία δυστυχῶς ἀπουσιάζει στὴν περίπτωση τοῦ νέου προκαθημένου
τῆς σχισματικῆς αὐτοκέφαλης ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας. Ἡ εἰσβολὴ καὶ εἰσπήδηση τῆς
Κωνσταντινούπολης σὲ ξένο ἐκκλησιαστικὸ ἔδαφος, ὡς πολεμικὴ καὶ ἐπιθετικὴ ἐνέργεια,
προκάλεσε τὴν δικαιολογημένη ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μόσχας καὶ τῆς αὐτόνομης
ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, οἱ ὁποῖες διέκοψαν τὴν εὐχαριστιακὴ κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία
Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου στὶς
ἱερὲς ἀκολουθίες, τώρα δὲ καὶ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου. Τοὺς καθηρημένους σχισματικοὺς
τῆς Οὐκρανίας καὶ ἀναθεματισμένους μόνον ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ποὺ ἐπέβαλε τὶς
ποινές, μποροῦσε νὰ τοὺς ἀποκαταστήσει. Στὸ Κανονικὸ Δίκαιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
ὑπάρχει οἰκουμενικότητα, καθολικότητα, ταυτότητα τῶν ποινῶν. Οἱ ἐπιβαλλόμενες ποινές
ἀπὸ μία τοπικὴ ἐκκλησία ἰσχύουν οἰκουμενικὰ γιὰ ὅλες τὶς ἐκκλησίες. Κανένας ἄλλος
ἐπίσκοπος δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὶς καταργήσει. Γράφει ὁ γνωστὸς μεγάλος Σέρβος κανονολόγος
Νικόδημος Μίλας: «Τὸ δικαίωμα τῆς καταργήσεως τῆς ποινῆς ἤ τῆς συγχωρήσεως κέκτηται
ὁ διὰ δικαστικῆς ἀποφάσεως ὁρίσας καὶ ἐπιβαλὼν τὴν ποινήν». Ἐπικαλεῖται μάλιστα
πρὸς ἐπίρρωσιν αὐτοῦ τὸν ΛΒ´ Ἀποστολικὸ Κανόνα, ὁ ὁποῖος ὁρίζει: «Εἴ τις πρεσβύτερος
ἤ διάκονος ὑπὸ ἐπισκόπου γένηται ἐν ἀφορισμῷ, τοῦτον μὴ ἐξεῖναι παρ᾽ ἑτέρου δεχθῆναι
ἀλλ᾽ ἤ παρὰ τοῦ ἀφορίσαντος αὐτόν»[6].
Ἑπομένως
οἱ σχισματικοὶ τῆς Οὐκρανίας ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι σχισματικοὶ καὶ ἀκοινώνητοι,
ἐφ᾽ ὅσον δὲν καταργήθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἡ ἐπιβληθεῖσα ἀπὸ αὐτὴν ποινή,
καὶ εἶναι εἰς τοὺς πάντας γνωστὸν καὶ μὲ πλῆθος κανόνων κατοχυρωμένο, ὅτι ὅσοι κοινωνοῦν
μὲ καθηρημένους καὶ σχισματικούς, ὑπόκεινται καὶ αὐτοὶ σὲ καθαίρεση καὶ ἀκοινωνησία.
Ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος καὶ ὅσοι κοινωνοῦν μὲ τοὺς
σχισματικοὺς τῆς Οὐκρανίας εἶναι ὑπόδικοι γιὰ καθαίρεση καὶ ἀκοινωνησία. Ἀπὸ τοὺς
πολλοὺς Ἱεροὺς Κανόνες ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε τοὺς ἑξῆς: 11ος Ἀποστολικός: «Εἴ τις
καθῃρημένῳ, Κληρικὸς ὤν, Κληρικῷ συνεύξηται, καθαιρείσθω καὶ αὐτός». 12ος Ἀποστολικός:
«Εἴ τις κληρικὸς ἤ λαϊκὸς ἀφωρισμένος, ἤτοι ἄδεκτος, ἀπελθὼν ἐν ἑτέρᾳ πόλει προσδεχθῇ,
ἄνευ γραμμάτων συστατικῶν, ἀφοριζέσθω, καὶ ὁ δεξάμενος καὶ ὁ δεχθείς». 33ος
Λαοδικείας: «Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἤ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι». 2ος τῆς Ἀντιοχείας:
«Μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις μηδὲ ἐν ἑτέρᾳ Ἐκκλησίᾳ ὑποδέχεσθαι τοὺς
ἐν ἑτέρᾳ Ἐκκλησίᾳ μὴ συναγομένους. Εἰ δὲ φανείη τις τῶν Ἐπισκόπων ἤ πρεσβυτέρων
ἤ Διακόνων ἤ τις τοῦ Κανόνος, τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον
εἶναι, ὡς ἂν συγχέοντα τὸν Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας».
Ποῦ
βλέπουν λοιπὸν τὸ κακὸ καὶ τὴν ὑπερβολὴ ὅσοι νεόκοποι κανονολόγοι καὶ οἱ τοῦ Φαναρίου
ἐπικρίνουν τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ἡ ὁποία συνοδικὰ ἐπέβαλε τὴν ἀκοινωνησία καὶ
τὴν μὴ μνημόνευση τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου καὶ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου;
4.
Εἰσάγουν πόλεμο στὴν Ἐκκλησία καὶ μετὰ κοροϊδεύουν μέ «εἰρηνικὰ γράμματα»
Ἡ
εἰρήνη και ἡ εὐταξία στὴν Ἐκκλησία ἐπιτυγχάνονται, ὅταν ἐφαρμόζονται οἱ Ἱεροὶ Κανόνες.
Ἀντίθετα προκαλοῦνται διαιρέσεις καὶ σχίσματα, φυγαδεύονται ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ἑνότητα,
ὅταν μὲ ἀντικανονικὲς ἐνέργειες προσβάλλονται τὰ δίκαια τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν. Τότε
εἰσάγεται πόλεμος, καὶ προκαλεῖται σύγχυση καὶ ἀναταραχή, ὅπως συνέβη καὶ ἐξακολουθεῖ
νὰ συμβαίνει στὴν περίπτωση τῆς Οὐκρανίας. Ἡ πολυπληθὴς Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας σὲ διαμάχη
μὲ τὴν ἱστορικὴ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως. Ἑκατομμύρια Ρώσων Ὀρθοδόξων σὲ ἀκοινωνησία
μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἑκατομμύρια Οὐκρανῶν Ὀρθοδόξων τῆς κανονικῆς Ἐκκλησίας
διωκόμενα καὶ προπηλακιζόμενα ἀπὸ τοὺς σχισματικούς. Κληρικοὶ ὅλων τῶν βαθμῶν σὲ
κλίμα ἀντιπαράθεσης καὶ ἐχθρότητας. Στὸ Ἅγιο Ὄρος διχασμὸς καὶ διώξεις. Στὴν Ἐκκλησία
τῆς Ἑλλάδος διαιρεμένη ἡ Ἱεραρχία καὶ ἀσύμφωνη μὲ διαξιφισμοὺς μεταξὺ ἱεραρχῶν·
σὲ ἀγωνία καὶ ἀνησυχία τὸ ποίμνιο, γιὰ τὸ πῶς θὰ ἀποφύγει τὴν κοινωνία μὲ τοὺς σχισματικούς.
Προβληματισμένες ὅλες οἱ αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες. Τὸ «Εἰρηνικὸ Γράμμα» τοῦ ἀρχιεπισκόπου
πρὸς τὸν σχισματικὸ Ἐπιφάνιο δὲν ἔχει κανένα ἀντίκρυσμα· μοιάζει μὲ κοροϊδία, ὅταν
μάλιστα τὸ σύνολο τῶν λοιπῶν ἐκκλησιῶν ἀρνοῦνται τὴν ἀναγνώριση. Πρωτεργάτες καὶ
πρωτουργοὶ ὅλων αὐτῶν τῶν παρεκκλίσεων καὶ πλήθους ἄλλων νεωτερισμῶν ὁ πατριάρχης
Βαρθολομαῖος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ κληρικοὶ καὶ ὀφφικίαλοι, ὅπως εὐθαρσῶς κατήγγειλε ὁ
Γέροντας Γαβριὴλ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος αὐτὲς τὶς ἡμέρες στὴν ἱστορικὴ ἀνοικτὴ ἐπιστολὴ
ποὺ ἔστειλε στὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο[7].
Μεταξὺ
αὐτῶν τῶν πρωτεργατῶν καὶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος, τώρα, ὁ ὁποῖος ἀδίστακτα στὴν
«εἰρηνική» ἐπιστολή του ὀνομάζει μητροπολίτη Κιέβου, «λίαν ἀγαπητὸ καὶ περιπόθητο»
μάλιστα, τὸν σχισματικὸ Ἐπιφάνιο, τὸν ὁποῖο κατασπάζεται καὶ «ὑπερήδιστα» προσφωνεῖ.
Ποῦ πῆγε ὁ κανονικὸς μητροπολίτης Κιέβου, Μακαριώτατε, ὁ σεμνὸς Ὀνούφριος, τὸν ὁποῖο
ἀκόμη καὶ στὰ «Δίπτυχα» τοῦ 2019 τὸν καταγράφετε ὡς μητροπολίτη Κιέβου. Τὸν καθαιρέσατε,
τὸν ἐξαφανίσατε; Εἶναι ὅμως ἐκεῖ μὲ τὰ ἑκατομμύρια τοῦ ποιμνίου του, τὶς χιλιάδες
τῶν κληρικῶν, τὶς ἑκατοντάδες τῶν μοναστηριῶν καὶ δέχθηκε ὡς μαχαιριὰ πισώπλατη
τὸ «εἰρηνικό» σας γράμμα πρὸς τοὺς ἐκτὸς ἐκκλησίας σχισματικοὺς τῆς Οὐκρανίας. Δὲν
μᾶς ἐκπροσωπεῖτε ὅλους, ὅταν στέλνετε «τὰς θερμὰς συγχαρητηρίους εὐχὰς τῆς σεπτῆς
Ἱεραρχίας, τοῦ εὐλαβοῦς Κλήρου καὶ τοῦ φιλοχρίστου Λαοῦ τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος». Ἐκπροσωπεῖτε τὸν ἑαυτό σας καὶ ὅσους συμφωνοῦν μὲ ἐσᾶς, ἀφοῦ καταφέρατε
νὰ μᾶς διαιρέσετε, κλῆρο καὶ λαό, καὶ παρὰ ταῦτα ἐμφανίζεσθε ὡς εἰρηνοποιός. Πῶς
τολμᾶτε καὶ ἐπικαλεῖσθε ὡς στοιχεῖο τῆς ἑνότητος μὲ τοὺς σχισματικοὺς «τοὺς αὐτοὺς
ἐκκλησιαστικοὺς Κανόνας, τοὺς ὑπὸ τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καὶ Μεγάλων τῆς Ἑώας Συνόδων
ὁρισθέντας», τοὺς ὁποίους καὶ ἐκεῖνοι καὶ σεῖς, μαζὶ μὲ τὸν συναυτουργό σας πατριάρχη
Βαρθολομαῖο, τοὺς καταργήσατε ἀσύστολα. Τὸ «μεσότοιχο» μεταξὺ τῶν σχισματικῶν καὶ
τῶν Ὀρθοδόξων δὲν διαλύθηκε, ὅπως γράφετε, ἀλλὰ παραμένει καὶ ἀναμένει τὴν ἐν μετανοίᾳ
ἐπιστροφή τους στὴν κανονικὴ ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποσχίσθηκαν.
Ἐπίλογος
Θὰ
ὑπενθυμίσω, τελειώνοντας, τὸν πόλεμο, τὰ σχίσματα, τὶς ἐξορίες, τὰ μαρτύρια ποὺ
προκάλεσε μία ἄλλη εἰσπήδηση ὑπερόρια, ποὺ προκάλεσε ἕνας ἄλλος πατριάρχης, ὁ Θεόφιλος
Ἀλεξανδρείας, εἰς βάρος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τὸν ὁποῖο καταδίκασε σὲ ἐξορία
στὴ διαβόητη Ἐπὶ Δρῦν σύνοδο τὸ 403, στὰ περίχωρα τῆς Κωνσταντινούπολης, καὶ διήρεσε
ἐπὶ δεκαετίες τὸ ποίμνιο τῆς πρωτεύουσας, ἀλλὰ καὶ ὅλη τὴν Ἐκκλησία, συνεργασθεὶς
μὲ τοὺς πολιτικοὺς ἄρχοντες καὶ διεφθαρμένους κληρικούς, ὅπως συμβαίνει τώρα καὶ
στὸ Οὐκρανικό. Τὸν εἶχε προειδοποιήσει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης νὰ μὴ καταλύσει τοὺς Ἱεροὺς
Κανόνες καὶ νὰ μὴ προβεῖ σὲ ὑπερόρια δίκη στρεφόμενος ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του πατριάρχου,
ὅπως ἔκανε ὁ Κάϊν μὲ τὸν Ἄβελ, καὶ ὅπως γίνεται τώρα μὲ τὸν μητροπολίτη Ὀνούφριο
καὶ τοὺς διωκομένους Ὀρθοδόξους τῆς Κανονικῆς Ἐκκλησίας: «Μὴ κατάλυε τὰ πράγματα
τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μὴ σχίζε τὴν Ἐκκλησίαν, δι᾽ ἣν ὁ Θεὸς εἰς σάρκα κατῆλθεν· εἰ
δὲ ἀτακτῶν καταλύεις τοὺς ἐν Νικαίᾳ κανόνας τῶν τιη´ἐπισκόπων καὶ ὑπερόριον δικάζεις
δίκην, σὺ πέρασον πρὸς ἡμᾶς εἰς τὴν εὐνομουμένην πόλιν, μὴ προκαλούμενος τὸν Ἄβελ,
κατὰ τὸν Κάϊν εἰς τὸ πεδίον, ἵνα σου ἡμεῖς πρῶτοι ἀκούσωμεν»[8]. Ἐκκλησιαστικοὶ
καὶ πολιτικοὶ ἄρχοντες μεταβάλλονται σὲ ἐχθροὺς καὶ πολεμίους τῆς Ἐκκλησίας, εἰσάγουν
πόλεμο στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εὐτυχῶς δὲν πρόκειται νὰ ἡττηθεῖ, διότι κανεὶς ἄνθρωπος
δὲν μπορεῖ νὰ νικήσει τὸν Θεό, τὴν κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας. Συντρίβει καὶ ἀφυπνίζει
ὁ λόγος τοῦ προκατόχου τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου, ποὺ μοιάζει νὰ ἀπευθύνεται πρὸς
αὐτόν: «Οὐδὲν Ἐκκλησίας δυνατώτερον ἄνθρωπε. Λῦσον τὸν πόλεμον, ἵνα μὴ καταλύσῃ
σου τὴν δύναμιν. Μὴ εἴσαγε πόλεμον εἰς οὐρανόν. Ἄνθρωπον ἐὰν πολεμῆς, ἤ ἐνίκησαν
ἤ ἐνικήθης. Ἐκκλησίαν δὲ ἐὰν πολεμῇς, νικῆσαί σε ἀμήχανον· ὁ Θεὸς γάρ ἐστιν ὁ πάντων
ἰσχυρότερος»[9]. Καὶ ἄλλος μεγάλος προκάτοχος τοῦ Βαρθολομαίου, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος
ὁ Θεολόγος, ὁ ὁποῖος δὲν ἔμεινε οὔτε δύο χρόνια στὸν πατριαρχικὸ θρόνο, ἀλλὰ παρητήθη,
ὅταν διεπίστωσε ὅτι ἐξ αἰτίας του διασαλεύεται ἡ εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας, εἶπε σὲ ἕναν
ἀπὸ τοὺς τρεῖς πραγματικὰ Εἰρηνικοὺς Λόγους του: «Εἰρήνη φίλη, τὸ γλυκὺ καὶ πρᾶγμα
καὶ ὄνομα… Εἰρήνη φίλη, τὸ παρὰ πάντων μὲν ἐπαινούμενον ἀγαθόν, ὑπ᾽ ὀλίγων δὲ φυλασσόμενον»[10].
Ὑπάρχει καλύτερος δρόμος, καλύτερο πλαίσιο γιὰ νὰ εἰρηνεύσει ἡ Ἐκκλησία, καὶ νὰ
ἀποστέλλονται ὄχι ψευδεπίγραφα εἰρηνικὰ γράμματα, ἀλλὰ γνήσια καὶ ἀληθινά;
[1].Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωροσ
Ζησης, Τὸ Οὐκρανικὸ Αὐτοκέφαλο. Ἀντικανονικὴ καὶ διαιρετικὴ εἰσπήδηση τῆς Κωνσταντινούπολης,
Θεσσαλονίκη 2018, Ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον».
[2].
Πρωτοπρεσβύτερος Αναστασιοσ Γκοτσοπουλοσ, Οὐκρανικὸ Αὐτοκέφαλο. Συμβολὴ
στὸν Διάλογο, Θεσσαλονίκη 2019, Ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον».
[3].
Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωροσ Ζησησ, «Ἀπειλεῖται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀδύναμος κρίκος ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος» στὸ Διαδίκτυο, τώρα δὲ καὶ στὸ διπλὸ εἰδικὸ
τεῦχος τῆς Θεοδρομίας 21 (2019) 436-439.
[4].
Βλ. περισσότερα εἰς Γιωργου Παπαθανασοπουλου, Στὸν ἀπόηχο τῆς Ἱεραρχίας
γιὰ τὸ Οὐκρανικό (Α´ Μέρος). Κρυψίνοια καὶ ἄγνοια ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς Ἱεραρχίας,
στὸ Διαδίκτυο.
[5].
Βλ. λῆμμα «Γράμμα», εἰς Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμ. 4, στ. 637.
[6]. Νικοδημου
Μιλασ, Ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου Ζάρας τῆς Δαλματικῆς, Τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον
τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Ἐν Ἀθήναις Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, 1906, σελ.
727.
[7].
Στὸ Διαδίκτυο.
[8].
Ἐπισκόπου Ἑλενουπόλεως Παλλαδιου, Διάλογος ἱστορικὸς περὶ βίου καὶ πολιτείας
τοῦ μακαρίου Ἰωάννου ἐπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου, 8, PG 47,
28.
[9].
Ὁμιλία πρὸ τῆς ἐξορίας, 1, PG 52, 429.
[10].
Λόγος ΚΒ´, Εἰρηνικὸς β´, λεχθεὶς ἐν Κωνσταντίνου πόλει ἐπὶ τῇ γενομένῃ τῷ λαῷ φιλονικείᾳ
περὶ ἐπισκόπων τινῶν διενεχθέντων πρὸς ἀλλήλους 1, ΕΠΕ 1, 328.