Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία καὶ τὰ εὔλογα ἐρωτήματα ποὺ γεννιοῦνται ἀπὸ αὐτά
Πρῶτο ἀπόσπασμα
Ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Ἀνατόλιος Κωνσταντινουπόλεως (Mansi, 6, 1096-Π. Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμος Δ΄, σελ. 544), στὴν σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος τὸ 451, στὴν Τρίτη συνεδρία ἀνεγνώσθησαν λίβελλοι
κληρικῶν τῆς Ἀλεξανδρείας ἐναντίον τοῦ Διόσκορου, τὶς ὁποῖες ὁ Διόσκορος δὲν ἀποδέχθηκε
καὶ ἀποχώρησε ἀπὸ τὴν σύνοδο χωρὶς νὰ ἀπολογηθεῖ καὶ χωρὶς νὰ ξαναεμφανισθεῖ, ἀρνούμενος
τὶς τρεῖς προσκλήσεις, ποὺ τοῦ ἔγιναν νὰ προσέλθει στὶς συνεδριάσεις τῆς Συνόδου.
Κατόπιν αὐτοῦ καθηρέθηκε, ἀλλά –ἐδῶ
εἶναι τὸ ἀξιοσημείωτο– «διὰ τὴν πίστην οὐ καθῃρέθη Διόσκορος, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀκοινωνησίαν ἐποίησε τῷ κυρίῳ Λέοντι τῷ ἀρχιεπισκόπῳ
καὶ τρίτον ἐκλήθη καὶ οὐκ ἦλθε, διὰ τοῦτο καθῃρέθη». Δηλ. ἡ σύνοδος δὲν
καθήρεσε τὸν Διόσκορο γιὰ τὴν αἱρετική του διδασκαλία, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀκοινωνησία
του μὲ τὸν Πάπα Ρώμης Λέοντα καὶ γιὰ τὴν ἄρνησή του νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν τριπλὴ
πρόσκληση ποὺ τοῦ ἔγινε.
Ἐρώτηση: Οἱ ὑποστηρικτὲς τῶν ἀκύρων μυστηρίων λένε, ὅτι τὰ μυστήρια εἶναι ἄκυρα καὶ
πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπόφαση συνόδου, διότι ἡ ὅποια σύνοδος, ὅταν γίνει, δὲν γίνεται γιὰ
νὰ ἀποφασίσει αὐτὴ ὡς ἁρμόδια, ἀλλὰ ἁπλῶς ἐπικυρώνει αὐτὸ ποὺ ὑπῆρχε πρίν. Ἂν εἶναι
ἔτσι, γιατὶ δὲν καταδίκασε ἡ σύνοδος τὸν Διόσκορο γιὰ δογματικοὺς λόγους καὶ γιὰ
τὴν αἱρετικὴ διδασκαλία του, παρὰ μόνο γιὰ τοὺς προαναφερομένους; Δείχνει αὐτὸ
τὸ γεγονός, ὅτι ἡ σύνοδος ἁπλῶς καὶ μόνο ἐπικυρώνει τὸ πρὶν ὑπάρχον, ἢ μᾶλλον, ὅτι
ἡ σύνοδος, ὡς τὸ πλέον ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικὸ ὄργανο (καὶ ἐδῶ ἔγκειται ἡ
τεράστια εὐθύνη τῶν σημερινῶν ἐπισκόπων, ποὺ μὲ τὴν ἀπραξία τους ἀφήνουν τοὺς οἰκουμενιστὲς
ἀτιμώρητους), ἐξετάζει τὰ πάντα καὶ αὐτὴ μόνο ἀποφασίζει;
Δεύτερο ἀπόσπασμα
Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος ἐπίσκοπος Κωνσταντίας καὶ ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, ὅσο καὶ ἂν
μᾶς ἀκούγεται παράξενο, ἀπὸ ὑπέρμετρο ζῆλο καὶ ἄγνοια τῆς ἀνάπτυξης τῆς θεολογίας
ἀπὸ τοὺς καππαδόκες Πατέρες (Χρήστου, ο.π. σελ. 501) ἦταν ἐναντίον τῆς τιμῆς τῶν
εἰκόνων
καὶ μάλιστα ἐναντίον τῶν ἰδίων τῶν εἰκόνων. Γράφει ὁ Παναγιώτης Χρήστου (ο.π. σελ.
504-505):
«Εἴδομεν, ὅτι ὁ Ἐπιφάνιος, εἰσελθὼν εἰς ναὸν χωρίου τῆς Παλαιστίνης, τοῦ
Ἀνάβαθλα, καὶ ἰδὼν παραπέτασμα κρεμάμενον καὶ φέρον
εἰκόνα ἱεροῦ προσώπου (τόσην περιφρόνησιν ἠσθάνετο πρὸς τὰ εἰκόνας,
ὥστε γράφων μετ’ ὀλίγους μῆνας δὲν ἐνεθυμεῖτο ἂν αὕτη παρίστανε τὸν Χριστὸ ἢ ἅγιόν
τινα (epistola Ἱερωνύμου 51,9), τὸ κατέσχισε θεωρήσας ἀντίθετον πρὸς τὴν διδασκαλία τῆς
Γραφῆς τὴν χρῆσιν ἀνθρωπίνων παραστάσεων εἰς ναὸν τοῦ Χριστοῦ. Τὸ ἐπεισόδιον
τοῦτο εἶχεν ὡς συνέχειαν τρία κείμενα σχετικὰ μὲ τὰς εἰκόνας…
α) Λόγος κατὰ τῶν ἐπιτηδευόντων ποιεῖν εἰδωλικῷ θεσμῷ εἰκόνας εἰς ἀφομοίωσιν
τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν μαρτύρων, ἔτι δὲ τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν
προφητῶν». Ἐγράφη… τὸ 394. Φρονεῖ ὅτι οἱ ἄγγελοι ὡς πνεύματα δὲν
εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξεικονίζονται, ὁ δὲ Χριστὸς ἀκόμη περισσότερον δὲν εἶναι
δυνατὸν νὰ ἐξεικονισθῆ ὡς Θεός, κατὰ τὴν ἐντολή του πρὸς τὸν Μωϋσῆν, ὅστις δὲν ἠδυνήθη
νὰ τὸν ἴδη κατὰ πρόσωπον.
β) Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν βασιλέα Θεοδόσιον… Ἡ ἐπιστολὴ δεικνύει ὅτι ἡ χρῆσις εἰκόνων
ἦτο πλέον σιωπηρῶς παραδεδεγμένον ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἔθιμον,
ἐφ’ ὅσον ὁ Ἐπιφάνιος δηλώνει ὅτι ἐπεκρίνετο ὑπὸ λαοῦ καὶ ἐπισκόπων διὰ τὴν ἐπιμονήν
του εἰς τὴν ἀπαγόρευσιν τῶν εἰκόνων. Φρονεῖ ὅτι τὸ ἔθιμον ὑποβάλλεται ὑπὸ τοῦ
Σατανᾶ, ὅστις μετὰ τὴν κατάργησιν τῶν αἱρέσεων καὶ τῆς εἰδωλολατρείας… εὑρίσκει
ἄλλον τρόπον προσαγωγῆς τῶν Χριστιανῶν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν. Ζητεῖ νὰ ἀφαιρεθοῦν
ἀπὸ τοὺς ναοὺς τὰ εἰκονογραφημένα ὑφάσματα… καὶ νὰ ἀπαγορευθῆ ἡ κατασκευὴ νέων
ψηφιδωτῶν εἰς τοὺς ναούς, ἂν μὴ καὶ καταστραφοῦν τὰ ὑπάρχοντα.
γ) Ἡ Διαθήκη… τὸ 394 ἢ ὀλίγον μετέπειτα. Ὁ ἐπίσκοπος δίδει ἐντολὴν εἰς τὸν ἰδικόν
του κλῆρο καὶ λαόν, ὥστε τουλάχιστον αὐτοὶ νὰ ἀπορρίψουν τὰς εἰκόνας…
Ὅσοι ἐπικαλοῦνται τὴν ἐνανθρώπισιν τοῦ Θείου Λόγου ὡς δικαιολογίαν διὰ τὴν ἐξεικόνισίν
του εἶναι ἄξιοι ἀναθέματος.
Κατὰ τὴν ἔριδα περὶ τῶν εἰκόνων, τὸν η΄ αἰῶνα, τὰ κείμενα τοῦ Ἐπιφανίου ἐχρησιμοποιήθηκαν
εὐρέως… καὶ ἀπετέλεσαν ἀντικείμενον κριτικῆς ἐπεξεργασίας παρὰ τοῦ Ἰωάννου
Δαμασκηνοῦ καὶ μετέπειτα παρὰ τοῦ Θεοδώρου Στουδίτου, καὶ ἰδιαιτέρως τοῦ
Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως. Τὰ παρ’ αὐτῶν παρατιθέμενα τεμάχια εἶναι τόσα
πολλά, ὥστε δι’ αὐτῶν ν’ ἀποκαθίστανται τὰ κείμενα κατὰ τὸ μεγαλύτερον μέρος
των. Ἡ ἀμφισβήτησις τῶν κειμένων τούτων εἶναι ἀβάσιμος».
Ἐρώτηση: Ἐδῶ βλέπουμε ἕναν Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ διαπράττει ἕνα σοβαρὸ λάθος καὶ
μάλιστα χρησιμοποιώντας ὡς ἐπιχείρημα τῆς θέσεώς του τὶς Γραφές, ὅπως κάνουν
πολλοὶ σήμερα ὀπαδοὶ τῶν ἀκύρων μυστηρίων. Ὑπέπεσε ἢ ὄχι στὸ ἀνάθεμα τοῦ Παύλου
ὡς διδάσκων ἀλλότρια τῶν Γραφῶν; Τὰ ἐπιχειρήματά του μάλιστα χρησιμοποιήθηκαν
στὶς συνόδους τῶν εἰκονομάχων καὶ ἰδίως σ’ αὐτὴν τῆς Ἱερείας (754) ὡς ἀπόδειξη
τῶν αἱρετικῶν θέσεών του. Οἱ μετέπειτα ὀρθόδοξες σύνοδοι δὲν ἀποδέχθηκαν τὶς
θέσεις αὐτὲς καὶ πολλοὶ ἅγιοι τὶς ἀναίρεσαν. Ὑπέπεσε στὸ ἀνάθεμα τοῦ Παύλου ὡς
διδάσκων ἀλλότρια τῶν Γραφῶν; Ἦταν τὰ μυστήρια τοῦ Ἁγίου γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ἄκυρα,
ἀφοῦ ἦρθε σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν
ἕως τότε Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ μάλιστα ἐπέβαλε ἀνάθεμα στοὺς Ὀρθοδόξους;
Ἔπαψε νὰ εἶναι Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας; Ἀσφαλῶς ὄχι, ἀφοῦ δὲν ἐξετάστηκε ἀπὸ
Σύνοδο, ὥστε νὰ τοῦ ὑποδειχθεῖ τὸ λάθος του, τὸ ὁποῖο -λόγῳ τῶν καλῶν προθέσεών
του- θὰ τὸ ἀναγνώριζε.
Ἰδιαιτέρα προσοχὴ ἐπιβάλλεται στὸ θέμα τοῦ ἀναθέματος. Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος,
ὡς κανονικὸς καὶ ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος μὲ λαμπρὸ ἀντιαιρετικὸ ἔργο καὶ ὁμολογιακὸ
πνεῦμα, ἐπέβαλε
τὴν ποινὴ τοῦ ἀναθέματος σὲ ὅσους
τιμοῦν τὶς εἰκόνες, οἱ σύνοδοι ὅμως σὲ ὅσους δὲν τὶς τιμοῦν. Ποιό ἀνάθεμα ἴσχυσε,
αὐτὸ τοῦ Ἁγίου ἢ αὐτὸ τῶν συνόδων;
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου