από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα
“Σφαγείς ο Αντώνιος ώσπερ η όϊς
Χριστώ παρέστη ακολουθιών ως όϊς”.
Χριστώ παρέστη ακολουθιών ως όϊς”.
Ο ΠΑΜΦΤΩΧΟΣ ΔΩΔΕΚΑΕΤΗΣ
ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ΕΡΓΑΤΗΣ: Ο Αθηναίος αυτός Μάρτυς του Κυρίου Αντώνιος, καταγόταν από την
Αθήνα και ήταν παιδί των πάμφτωχων ραγιάδων Μήτρου και Καλομοίρας. Ανατράφηκε
από αυτούς στη θεοσέβεια και έμαθε τα ιερά γράμματα. Όταν έγινε δώδεκα χρονών,
επειδή δεν μπορούσε να βλέπει τους γονείς του να είναι τόσο φτωχοί κι επειδή
δεν ήξερε κάποια τέχνη, παρέδωσε τον εαυτό του για δούλο με μισθό σε κάποιους
Μωαμεθανούς Αρβανίτες, που βρίσκονταν τότε στην Αθήνα, και από αυτόν τον μισθό
βοηθούσε τους γονείς του.
ΣΤΑ ΟΡΛΩΦΙΚΑ: Όταν έγινε
δεκαέξι χρονών, ήρθε η Ρωσική αρμάδα στον Μωριά με σκοπό να ξεσηκώσει σε
επανάσταση τους ραγιάδες. Με την αφορμή αυτή, τα αφεντικά του, οι Αρβανίτες,
πήγαν για να κουρσεύσουν και να σκλαβώσουν Χριστιανούς της Πελοποννήσου. Από
κοντά σ΄αυτούς κι ο νεαρός Αντώνιος. Όμως, τ΄αφεντικά του τον πούλησαν μαζί με
άλλους Έλληνες αιχμαλώτους, ως σκλάβο σε κάποιους Αγαρηνούς εμίρηδες, οι
οποίοι, αφού τον αγόρασαν, τον τιμώρησαν με διάφορους βασανισμούς για να τον
εκτουρκίσουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Κι έτσι, τον πήραν μαζί τους στο τουρκικό
στράτευμα, που βρισκόταν τότε στον Δούναβη ποταμό για να αντιμετωπίσει τους
Ρώσους, και εκεί, πουλήθηκε διαδοχικά πέντε φορές από αφέντες σκληρούς,
μεταπωλούμενος σε άλλους σκληρότερους. Κάθε φορά, ο καθένας από τους αφέντες
του δοκίμασαν να στρέψουν τον Άγιο στη θρησκεία τους, πότε με κολακείες και
ταξίματα, πότε με φοβέρες και διάφορα παιδέματα, αλλά μάταια, επειδή ο γενναίος
Αντώνιος ήταν γερά στερεωμένος στην ευσέβεια.
ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ: Στη
συνέχεια, πουλήθηκε σε έναν ορθόδοξο Χριστιανό, μεταξουργό, έναντι τετρακοσίων
γροσίων. Μαζί μ΄αυτόν πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου εκείνος είχε σπίτι,
γυναίκα και εργαστήριο, και βρισκόμενος εκεί, πήγε ο Άγιος σε πνευματικό πατέρα
και εξομολογήθηκε τις αμαρτίες του. Έπειτα, με κατάνυξη και πνευματική συντριβή,
μετάλαβε τα άχραντα μυστήρια στον Άγιο Νικόλαο [Τουμπιαλί], και από τότε
υπηρετούσε πρόθυμα τον αφέντη του, σαν αρεστός δούλος. Μια μέρα όμως, ο Άγιος
είδε ένα όνειρο. Είδε μια γυναίκα ωραία στην όψη, η οποία υπόσχονταν σε αυτόν
ότι θα του δώσει βοήθεια και δύναμη σε κάθε κίνδυνο, και του έλεγε να μη
φοβάται, αλλά να στέκει ανδρείος, και αφού είπε αυτά, τον σκέπασε με το φόρεμά
της. Μόλις ξύπνησε ο Αντώνιος, διηγήθηκε το όνειρο στην κυρία του και συμπέρανε
από αυτό ότι πρόκειται να μαρτυρήσει για τον Χριστό, ενώ εκείνη του έλεγε να μη
φοβάται από τα όνειρα.
ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΕΞΟΜΩΣΗΣ: Όταν λοιπόν
ξημέρωσε, πήγε στο εργαστήριο του αφέντη του και, εκεί που καθόταν, έτυχε να
περάσει ο τελευταίος Οθωμανός αφέντης του (που ήταν αξιωματικός του τουρκικού
στρατού). Αυτός τον αναγνώρισε και αμέσως άρχισε να φωνάζει στον Άγιο ότι έφυγε
από αυτόν παρά τη θέλησή του, και πως ήταν Τούρκος προηγουμένως και τώρα έγινε
πάλι Χριστιανός, και μάλιστα έφερε αρκετούς μάρτυρες για αυτό. Εκείνοι όρμησαν
κατά πάνω του χτυπώντας τον ανηλεώς και τον πήγαν στον δικαστή Μουράτ Μουλάν,
δίνοντας κατάθεση για αυτόν, ότι πραγματικά είχε εκτουρκιστεί.
Η ΔΙΚΗ: Ο κριτής
ρώτησε τον Άγιο αν είναι αλήθεια όλα αυτά που τον κατηγορούν. Κι αυτός χωρίς να
δειλιάσει καθόλου, απάντησε με θάρρος ότι γεννήθηκε από Χριστιανούς γονείς και
είναι Χριστιανός και ότι δεν αρνήθηκε ποτέ του τον Χριστό. Μάλιστα, πρόσθεσε,
πως ήταν έτοιμος να δεχτεί, αν είναι δυνατό, μυριάδες θανάτους για τον Χριστό.
Έπειτα ο κριτής άρχισε να τον δοκιμάζει με ταξίματα, υποσχόμενός του πλούτο και
τιμές από το σουλτάνο. Επειδή όμως έβλεπε τον Άγιο να περιγελά και να
κοροϊδεύει σαν όνειρα όλα αυτά, άρχισε να τον φοβερίζει λέγοντάς του ότι θα τον
βασανίζει ανυπόφορα και θα τον θανατώσει ελεεινά. Τότε ο Αντώνιος του είπε: “μη νομίζεις ότι μπορείς να μου αλλάξεις την πίστη του Χριστού με αυτές
σου τις φοβέρες και γι’ αυτό βασάνιζε, μαστίγωνε και κομμάτιαζε το σώμα μου.
Σκέψου και κανέναν άλλον καινούργιο και οδυνηρότατο θάνατο για μένα, επειδή πιο
πιθανό είναι να γίνεις εσύ Χριστιανός, παρά εγώ να αρνηθώ τον Χριστό και να μην
ομολογώ ότι είναι Υιός Θεού και αληθινός Θεός!”. Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο κριτής, θαυμάζοντας την
παρρησία του Αγίου, αντί να θυμώσει μαζί του, θύμωσε με τους ψευδομάρτυρες
ομοθρήσκους του ονομάζοντάς τους πονηρούς και ψεύτες, ότι εκβιάζουν τους
ανθρώπους να εκτουρκιστούν με συκοφαντίες και ψεύδη. Κι επειδή εκείνοι επέμεναν
να καταμαρτυρούν και να φωνάζουν να θανατώσει τον Μάρτυρα, ο κριτής, αφού πήρε
τον Άγιο παραπέρα από τους άλλους, του είπε κατ΄ιδίαν: “λυπήσου νέε τη νιότη
σου και για την ώρα αρνήσου την πίστη σου, και ύστερα πήγαινε όπου θέλεις και
έχε την πίστη σου”. Ο Μάρτυρας όμως του Χριστού, έχοντας στο νου του τον
λόγο του Κυρίου: “όποιος με αρνηθεί μπροστά
στους ανθρώπους, θα τον αρνηθώ κι εγώ μπροστά στον πατέρα μου στους ουρανούς”, δεν δέχτηκε να αρνηθεί τον Χριστό ούτε καν
χαμηλόφωνα, αλλά φώναζε ότι είναι Χριστιανός και προτιμά να πεθάνει για τον
Χριστό. Τέλος πάντων, βλέποντας ο κριτής ότι ούτε τους ψευδομάρτυρες εκείνους
μπορεί να ξεφορτωθεί, ούτε τον Μάρτυρα να μεταστρέψει από την πίστη του
Χριστού, θέλοντας και μη, εξέδωσε την έγγραφη απόφαση κατά του Αγίου, την οποία
έστειλε κρυφά στον τότε βεζύρη Μεχμέτ Μελέκ πασά, με άνθρωπο έμπιστό του,
φανερώνοντάς του ότι αυτή η απόφαση είναι άδικη και αυτός αναγκάστηκε να την
εκδώσει.
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΒΕΖΥΡΗ: Ο βεζύρης,
αφού έφερε μπροστά του τον Μάρτυρα και τον ρώτησε τα ίδια παρακινώντας τον να
τουρκέψει, άλλοτε με υποσχέσεις κι άλλοτε με απειλές και φοβέρες, κι αφού
άκουσε από αυτόν τα ίδια που άκουσε κι ο μουλάς, κατάλαβε ότι όλες οι
κατηγορίες εναντίον του ήταν ψευδείς και συκοφαντικές, έκρινε σωστό να
ελευθερώσει τον δίκαιο. Επειδή όμως φοβούνταν τη βαρβαρότητα και την ορμή του
πλήθους των φανατικών Αγαρηνών, έβαλε τον Άγιο στη φυλακή του Μουχζούρ αγά,
φαινομενικά για να τον εξετάσει για δεύτερη φορά, στην πραγματικότητα όμως για
να τον γλιτώσει από τον κίνδυνο. Κι ο Μάρτυρας, όταν βρισκόταν στη φυλακή ήταν
χαρούμενος και εύθυμος και τους Χριστιανούς που έτυχε για άλλες αιτίες να είναι
μαζί του στη φυλακή, τους δίδασκε να έχουν υπομονή στις θλίψεις και τους
πειρασμούς, τονίζοντάς τους πως για το Χριστό να προτιμούν τον θάνατο. Έδινε
μάλιστα ο Μάρτυς στους φτωχούς φυλακισμένους Χριστιανούς χρήματα, από εκείνα τα
λίγα που είχε, και στον αφέντη του τον Χριστιανό έστειλε γράμμα στο οποίο πρώτα
ζητούσε από όλους τους Χριστιανούς συγχώρεση και τις ευχές των ιερέων, για να
τον δυναμώσουν στο Μαρτύριο, κι έπειτα ευχαριστούσε τον αφέντη του, επειδή
εκείνος έδωσε τόσα χρήματα και τον εξαγόρασε από τους βαρβάρους, αυτός όμως δεν
τον υπηρέτησε κι ούτε μπόρεσε να του ξεπληρώσει αυτή του την χάρη και
ευεργεσία. Τέλος, αφού πεθάνει για τον Χριστό, τον παρακαλούσε να του κάνουν τα
συνηθισμένα για τους κεκοιμημένους μνημόσυνα, και να μηνύσει στους γονείς του
το μακάριο τέλος που έλαβε ο γιος τους, για να παρηγορηθούν.
ΤΕΛΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ-ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Οι
ψευδομάρτυρες, στο μεταξύ, πήγαιναν συχνά στον βεζύρη ζητώντας τον να θανατώσει
τον Άγιο. Έπειτα, βλέποντας πως εκείνος κλίνει προς τη φιλανθρωπία και
αναβάλλει την υπόθεση, θύμωσαν και έδωσαν αναφορά στον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίδ,
κατηγορώντας τον Μάρτυρα ότι αρνήθηκε την πίστη του και τον ίδιο τον βεζύρη ότι
δωροδοκήθηκε και θέλει να τον ελευθερώσει. Κι ο βασιλιάς, επειδή φοβήθηκε την
ταραχή του πλήθους σε εκείνην την εμπόλεμη περίοδο, έβγαλε απόφαση κατά του
Μάρτυρα, ή να γίνει Τούρκος, ή να θανατωθεί. Ο βεζύρης λοιπόν, θέλοντας και μη,
έβγαλε τον Άγιο από την φυλακή και και τον ρώτησε κοφτά, ή να αποδεχτεί τον
Μωάμεθ ως προφήτη Θεού, ή να ακολουθήσει τον δήμιο και να αποκεφαλιστεί. Τότε ο
Μάρτυρας του Χριστού Αντώνιος χάρηκε και αφού του έδεσαν πίσω τα χέρια, με
χαρούμενο πρόσωπο έτρεχε προς τον θάνατο, σαν σε πανηγύρι. Φτάνοντας στο Ακ
σαράι, έγειρε το κεφάλι και λέγοντας: “Κύριε, εις τας
χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου”, αποκεφαλίστηκε, ενώ ο δήμιος χτύπησε με το σπαθί
τρεις φορές τον τράχηλό του, επίτηδες, μήπως και προδώσει την ευσέβειά του
επειδή δεν θα μπορούσε να υποφέρει τον πόνο. Βλέποντας όμως, ότι μάταια
κοπιάζει, τον έσφαξε σαν πρόβατο και έτσι ο αοίδιμος έλαβε τον στέφανο του Μαρτυρίου.
Οι Χριστιανοί της Βλάγκας, κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, αγόρασαν το
λείψανό του για εβδομήντα γρόσια και με μεγάλη πομπή και επινίκια άσματα το
πήγαν έξω, στη Ζωοδόχο Πηγή στο Μπαλουκλί και το ενταφίασαν. Ας έχουμε τις
πρεβείες του Άγιου Μάρτυρα Αντωνίου και να αξιωθούμε τη βασιλεία των ουρανών
και να τον ανταμώσουμε!