του Κων. Α. Οικονόμου δασκάλου
ΟΙ ΝΕΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΠΕΤΣΕΣ: Οι
τρεις άγιοι αδελφοί κατάγονταν από τις Σπέτσες, ήταν παιδιά του Θεόδωρου Γκίνη
και της Ανέζως και εργάζονταν ως έμποροι. Η κατάσταση στην Ελλάδα την εποχή
εκείνη ήταν έκρυθμη και οι Οθωμανοί φέρονταν με εκδικητικότητα στους
ραγιάδες ακόμη και σε περιοχές που η επαναστατική φλόγα του αγώνα της Εθνεγερσίας
του 1821 δεν είχε ακόμη ανάψει.
ΘΑΛΑΣΣΟΤΑΡΑΧΗ - ΣΤΟΝ
ΤΣΕΣΜΕ ΚΑΙ ΤΗ ΧΙΟ:
Οι τρεις τους, μαζί με άλλους τέσσερις, ως πλήρωμα, στις αρχές του 1822
ταξίδευαν στο Αιγαίο έχοντας φορτωμένο το πλοίο με λάδι για την
Κωνσταντινούπολη.
Εξαιτίας κακών καιρικών συνθηκών, όμως, το πλοίο εξώκειλε στη
Μικρασιατική ακτή απέναντι από τη Χίο, στην περιοχή του Τσεσμέ (Κρήνη). Βγήκαν
τότε έξω στη στεριά όπου συνάντησαν κάποιο Χριστιανό στον οποίο αποκάλυψαν την
υπόθεσή τους και του έδωσαν γρόσια να τους αγοράσει τρόφιμα και ό,τι χρειαζόταν
για την επισκευή του μικρού τους πλεούμενου. Εκείνος δυστυχώς, ως άλλος Ιούδας,
τους πρόδωσε στον αγά του τόπου και μετά από λίγο εμφανίστηκε με ανθρώπους του
αγά. Σκότωσαν μάλιστα οι Οθωμανοί δύο από το πλήρωμα, καθώς εκείνοι προσπαθούσαν
να διαφύγουν, άλλοι δύο έπεσαν στη θάλασσα και διασώθηκαν, ενώ τους τρεις
αδελφούς τους συνέλαβαν και τους οδήγησαν στον πασά της Χίου. Εκείνος, αφού
τους ανέκρινε, διέταξε τους μεν δύο, τους νεώτερους, τον δεκοκταετή Σταμάτιο
και τον Ιωάννη, είκοσι δύο ετών, να τους κλείσουν στη σκοτεινή φυλακή του
κάστρου, τον δε μεγαλύτερο, τον Νικόλαο, να τον βγάλουν έξω από το κάστρο και
να τον αποκεφαλίσουν ως κυρίως “υπεύθυνο”.
ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ: Σ’ όλο τον δρόμο
παρακινούσαν τον Νικόλαο να αλλαξοπιστήσει για να του χαρίσουν τη ζωή. Εκείνος
όμως αποκρίθηκε με σταθερότητα: “Εγώ τώρα πια θα αρχίσω καινούργια ζωή; Όχι,
Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θα πεθάνω, δεν αρνούμαι την πίστη μου”.
Έτσι σε λίγη ώρα το κεφάλι του μάρτυρα χωρίστηκε βίαια από το σώμα του.
ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΟΙ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ: Τους δύο νεώτερους
ήλπιζε ο πασάς πως θα τους κατάφερνε να εξισλαμισθούν. Έβαλε λοιπόν δύο
έμπιστούς του ανθρώπους, ένα Χιώτη κι έναν από τη Λαζική του Πόντου, κάκιστους
και παμπόνηρους, να πάνε στη φυλακή και να προσπαθήσουν να τους εξισλαμίσουν,
τάζοντάς τους ως αμοιβή πολλά χρήματα. Προσπάθησαν οι άνθρωποι εκείνοι με
ποικίλους τρόπους με αλλεπάλληλες επισκέψεις για μια βδομάδα, άλλοτε με
υποσχέσεις άλλοτε με απειλές, αλλά δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Πήγαν τέλος στον
πασά και του ζήτησαν την άδεια να τους βασανίσουν, αφού με τα λόγια δεν
κατάφερναν τίποτε, μάλιστα με μεγάλη τόλμη οι Άγιοι τους αντέλεγαν. Ο πασάς,
αφού σκέφτηκε λίγο, τους είπε: “αυτοί οι γκιαούρηδες είναι πεισματάρηδες,
ευκολότερα τους κόβει κάποιος το κεφάλι παρά το πείσμα. Αύριο παίρνει τέλος το
ζήτημα!”
ΓΡΑΠΤΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ: Οι άγιοι, κλεισμένοι στη
φυλακή, κατάλαβαν, ως από θεία αποκάλυψη, ότι τελειώνουν τον καλό αγώνα και
ζήτησαν κρυφά χαρτί και μελάνι. Έγραψαν την εξομολόγησή τους και, με μια
γυναίκα Φράγκισσα, η οποία είχε τον άντρα της στη φυλακή και μπαινόβγαινε
ελεύθερα, την έστειλαν στον Επίσκοπο της Χίου, με την παράκληση να τους στείλει
να κοινωνήσουν. Ο Επίσκοπος τους παράγγειλε με τη γυναίκα να μείνουν σταθεροί
στην πίστη, να ετοιμαστούν με προσευχή και να μη δειλιάσουν καθόλου μπροστά στο
θάνατο, γιατί τους περιμένει ο Παράδεισος, όπου θα χαίρονται αιώνια με τους
άλλους μάρτυρες. Οι ευλογημένοι νέοι άκουσαν τα λόγια του Αρχιερέα από το στόμα
της γυναίκας, ευχαρίστησαν με δάκρυα τον Κύριο και έμειναν όλη τη νύχτα
άγρυπνοι, ψάλλοντας παρακλήσεις στην Θεοτόκο, να τους χαρίσει δύναμη να μη
δειλιάσουν στο θάνατο.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΠΙ ΓΗΣ ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Προς την αυγή
αποκοιμήθηκαν για λίγο και ξυπνώντας είπαν στους άλλους Χριστιανούς
φυλακισμένους: “εμείς αδελφοί, σήμερα τελειώνουμε το ταξίδι της ζωής μας.
Σας παρακαλούμε να δεηθείτε, να μας δυναμώσει ο Κύριος”. Όταν ξημέρωσε, ο
Επίσκοπος, με την ίδια γυναίκα, Μιας και ιερέας ή άλλος Χριστιανός δεν
επιτρεπόταν να μπει στη φυλακή, τους έστειλε τη Θεία Ευχαριστία και με δάκρυα
κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων. Έδωσαν στους άλλους φυλακισμένους ό,τι
χρήματα είχαν και από τα ρούχα που φορούσαν όσα δεν τους χρειάζονταν. Με τη
γυναίκα εκείνη έστειλαν τις ευχαριστίες τους στον Επίσκοπο και μερικά χρήματα
για ελεημοσύνη με την παράκληση να τους ψάλει, όταν θα έχουν αναχωρήσει για τη
τελευταία τους κατοικία.
Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΩΝ: Την ίδια μέρα τους
έβγαλαν από τη φυλακή δεμένους πισθάγκωνα και τους έφεραν κάτω από το σαράι.
Τους ρώτησαν για τελευταία φορά αν τουρκίζουν. Οι άγιοι με μεγάλη φωνή
απάντησαν: “Χριστιανοί γεννηθήκαμε και Χριστιανοί θα πεθάνουμε. Δεν
αρνούμαστε ποτέ τον Χριστό ακόμα κι αν μας κόψετε κομμάτια. Ό,τι έχετε να
κάνετε κάντε το μια ώρα αρχύτερα, μη χάνετε τον χρόνο σας. Εμείς την πίστη μας
δεν την αρνούμαστε”. Οπότε εκδόθηκε από τον πασά η θανατική τους καταδίκη.
ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Τους άρπαξαν οι δήμιοι
και τους οδηγούσαν έξω από το κάστρο, παίζοντας με μανία τα σπαθιά μπροστά τους
μήπως και δειλιάσουν. Προς στιγμήν πήγε να δειλιάσει ο Ιωάννης και αλλοιώθηκε η
όψη του. Βλέποντάς τον ο νεώτερος, ο Σταμάτιος, του είπε: “Τι έπαθες αδελφέ;
Δεν θυμάσαι την απόφασή μας να μη προδώσουμε την πίστη μας; Παρακάλεσε την
Παναγία μας να σου δώσει δύναμη!” Αυτά τα λόγια έδωσαν θάρρος στον Ιωάννη.
Όταν έφθασαν στην περιοχή Βουνάκι, έξω από το κάστρο, δίπλα στα σφαγεία και
κάτω από την Παλαιά Βρύση, τους ρώτησαν για τελευταία φορά μήπως και άλλαξαν
γνώμη. Με μεγάλη φωνή και οι δύο απάντησαν και μάλιστα το είπαν τρεις φορές: “Αδελφοί
Χριστιανοί, Χριστιανοί είμαστε και για τον Χριστό πεθαίνουμε. Δεν αλλάζουμε
πίστη. Μνήσθητι ημών Κύριε εν τη Βασιλεία Σου”. Τους αποκεφάλισαν αμέσως.
Ήταν η 3η Φεβρουαρίου του 1822. Τα άγια λείψανά τους έμειναν εκεί στον τόπο της
εκτέλεσης περιφρονημένα. Μετά τις τρεις ημέρες αγγάρεψαν οι Τούρκοι κάποιους
Χριστιανούς και τα έβαλαν σε βάρκα ρίχνοντάς τα στη θάλασσα. Τέσσερις ημέρες
αργότερα, η θάλασσα τα έβγαλε έξω. Έτσι οι Χριστιανοί με πολλή χαρά και
ευλάβεια τα παρέλαβαν και τα ενταφίασαν. Ας έχουμε την ευχή και τις μεσιτείες των
αγίων αδελφών!
Ἀπολυτίκιο [Ἦχος δ’]: “Νομίμως ἀθλήσαντες, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, παμμάκαρ Σταμάτιε, σὺν Ἰωάννῃ ὁμοῦ, αὐτάδελφοι ἔνδοξοι, σύναθλον δὲ ἐν πᾶσι, τὸν Νικόλαον σχόντες, δόξης
τῆς τῶν Μαρτύρων, ἠξιώθητε ἅμα, πρεσβεύοντες τῇ Τριάδι, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν”. Κοντάκιο [Ἦχος γ΄] “Οἱ στερροὶ αὐτάδελφοι, μιᾷ ἀθλήσαντες γνώμῃ, ὁ κλεινὸς Σταμάτιος, σὺν Ἰωάννῃ ἐνθέως, τέτμηνται, σὺν Νικολάῳ, τῷ ὁμοψύχῳ, χαίροντες αὐτῶν τὰς κάρας πίστει Κυρίου· διὰ τοῦτο μαρτυρίου, τὸ θεῖον γέρας θεόθεν ἔλαβον”. Μεγαλυνάριο: “Χαίροις
αὐταδέλφων ἡ ξυνωρίς, Ἰωάννη μάκαρ, καὶ Σταμάτιε καρτερέ, σὺν τῷ Νικολάῳ, ὑμῶν τῷ συνοδίτῃ, Σπετσῶν οἱ πολιοῦχοι, Χίου σεμνώματα”.
1. Σύμφωνα με ορισμένες
πηγές ο ένας από τους τρεις μάρτυρες, ο Νικόλαος δεν ήταν αδελφός των άλλων
δύο, αλλά συγγενής ή απλώς συμπατριώτης τους και κυβερνήτης του πλοίου. Κατά τη
γνώμη μου αυτή και είναι και η πιθανότερη εκδοχή.