Εἰς οὐδέν ἐκ τῶν δύο Δελτίων
Τύπου (12 καὶ 16.10.2019) τῆς Ἱεραρχίας διὰ τὸ «Οὐκρανικὸν» δὲν
ἀναφέρεται ἤ συνάγεται ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα ὅτι ἡ «ἀπόφασις» ἐλήφθη διὰ
ψηφοφορίας (ἀλλὰ οὔτε «διὰ βοῆς», ὡς μετέδωσαν κάποια μέσα).
Τοῦ κ. Παναγιώτου Κατραμάδου
Ἤδη ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐδῶ καὶ δέκα
χρόνια ἔχει προχωρήσει εἰς τὴν ἀξιέπαινον διενέργειαν ἐπιστημονικῶν
συνεδρίων -καὶ ἐκδόσεως τῶν πρακτικῶν αὐτῶν- προκειμένου νὰ τιμήση τὰ
200 ἔτη ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐθνεγερσίαν. Πολλὰ ἐλέχθησαν καὶ ἐγράφησαν καὶ
ἀναμένονται ἀκόμη περισσότερα νὰ κατακλύσουν τὸν δημόσιον χῶρον τὸ
ἑπόμενον διάστημα. Τί εἶναι αὐτὸ ὅμως τὸ ὁποῖον μᾶς ἀπέμεινε σήμερα ἀπὸ
τὴν Παλιγγενεσίαν; Ἡ ἐλευθερία; Μήπως δὲν εἴμεθα ὑπόδουλοι τῶν
μνημονίων; Ἡ δημιουργία κράτους; Μήπως δὲν ἀπωλέσαμεν τὴν κυριαρχίαν μας
μετὰ τὴν εἴσοδόν μας εἰς τὴν Ε.Ε.; Ἡ δημοκρατία; Μήπως δὲν ζῶμεν εἰς
τὴν «δημοκρατίαν τῆς Βαϊμάρης»; Ἡ συγκρότησις τοῦ ἔθνους; Μήπως οἱ
Πρωθυπουργοὶ νῦν καὶ τέως δὲν ἐδήλωσαν ὅτι θὰ λύσωμεν τὴν
ὑπογεννητικότητα μὲ τοὺς μετανάστας; Ἕνα καὶ μοναδικόν μᾶς ἀπέμεινεν: ὁ
ἀγὼν ὑπὲρ τῆς πίστεως! Αὐτὸς ἦτο ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἀγὼν τῶν ἡρώων καὶ
ἐθνομαρτύρων τοῦ 1821 καὶ αὐτὸς παραμένει ὁ μοναδικός, τὸν ὁποῖον δὲν
δύναται νὰ στερήση κανεὶς ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους Ἕλληνας.
Ἀποκλειστικὸν κριτήριον καὶ διὰ τὸν
«Ο.Τ.» εἶναι ἡ πίστις τῆς Ἐκκλησίας μας εἴτε ἐπαινοῦμεν εἴτε ψέγομεν
ἐκκλησιαστικὰς ἐπιλογὰς εἴτε συγκατατιθέμεθα εἴτε ἀντιτασσόμεθα εἰς
πολιτικὰς πράξεις εἴτε παροτρύνομεν εἴτε ἀποτρέπομεν πρόσωπα νὰ προβοῦν
εἰς συγκεκριμένας ἐνεργείας. Ἡ ὁδὸς αὐτὴ προβάλλει ὡς «στενὴ καὶ
τεθλιμμένη», ἀλλὰ εἶναι χιλιάδες αὐτοὶ ποὺ συμπαραστέκονται
παντοιοτρόπως καὶ λέγουν «κάντε το ἐσεῖς, πεῖτε το ἐσεῖς, διότι ἐμεῖς
συνθλιβόμαστε κάτω ἀπὸ τὴν ἀδίστακτον ἐξουσίαν…».
Ὁ ἀσίγαστος πόθος τῶν εὐσεβῶν ἀνθρώπων
διὰ τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ὁ ζῆλος τῶν προγόνων μας διὰ τὴν ἐπικράτησιν τοῦ
δικαίου καὶ τῆς ἀληθείας κατηύθυναν τὰ διαβήματά μας –ἀφοῦ δυστυχῶς
ἐκώφευσαν οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ταγοὶ- πρὸς τοὺς λειτουργοὺς τῆς Ἑλληνικῆς
Δικαιοσύνης, καθὼς τὸ «Οὐκρανικὸν» ἀπειλεῖ τὴν ἐσωτερικὴν ἀλλὰ καὶ τὴν
Πανορθόδοξον ἑνότητα καὶ ἀποβαίνει ὡς ὅλα καταδεικνύουν εἰς βάρος τῶν
ἐθνικῶν μας συμφερόντων.
Μετὰ ἀπὸ προσφυγὴν τοῦ «Ο.Τ.» εἰς τὸ
ΣτΕ, οἱ δικασταὶ καλοῦνται τὴν 6ην Μαρτίου ὄχι ἁπλῶς νὰ κρίνουν, ἂν
ἐτηρήθη ὁ νόμος κατὰ τὴν συνεδρίασιν τῆς 12ης Ὀκτωβρίου 2019 σχετικῶς μὲ
τὸ Οὐκρανικόν, ἀλλὰ κατ’ οὐσίαν ἂν θὰ ἀπαλλάξουν τὴν Ἐκκλησίαν τῆς
Ἑλλάδος ἀπὸ τὴν πίεσιν ποὺ τῆς ἠσκήθη, ὥστε νὰ ἀποφασίση ἄνευ ὅρων ὅσα
τῆς ἐπεβλήθησαν καὶ χωρὶς οἱ Ἱεράρχαι νὰ ἔχουν ἐνημερωθῆ! Εἶναι
χαρακτηριστικὸν -καὶ συνάμα τραγικὸν- ὅτι τὸ ἐπίσημον συνοδευτικὸν
σημείωμα τῆς εἰσηγήσεως ἐκείνης τῆς συνεδριάσεως δὲν ἀρκεῖται εἰς τὸ
Οὐκρανικόν, ἀλλὰ ὁρίζει ὅτι ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὡς ἄτομον
ἔχει δικαίωμα προληπτικῆς ἐπεμβάσεως εἰς οἱανδήποτε ἐκκλησιαστικὴν
δικαιοδοσίαν ἄνευ προηγουμένης συγκαταθέσεως τῆς οἰκείας Ἐκκλησίας! Τὰ
δεσμὰ τῆς Ἱεραρχίας δύναται νὰ διαρρήξη ἡ Δικαιοσύνη. Αὐτὸ ζητοῦμεν, νὰ
βοηθήση ἡ Δικαιοσύνη εἰς τὴν ἀποκατάστασιν τῆς ἐλευθερίας τῆς Διοικούσης
Ἐκκλησίας.
Δύναται τὸ ΣτΕ νὰ κρίνη τὴν Ἐκκλησίαν;
Διὰ τὴν προσφυγὴν αὐτὴν ἐδέχθημεν καὶ
ἐπικρίσεις. «Εἶναι ἀντικανονικὸν νὰ ἀναμειγνύουν τὴν κοσμικὴν
δικαιοσύνην εἰς τὰ ἐκκλησιαστικά», εἶπον μερικοί, οἱ ὁποῖοι δὲν
ἐνοχλοῦνται ὅτι διὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἀπεφάσισαν πολιτικαὶ ὑπερδυνάμεις,
ἀλλὰ ἀντιδροῦν μόνον διὰ τὴν… Δικαιοσύνην! Τὴν ἀπάντησιν διὰ τοὺς
καλοπροαιρέτους ἔδωσε πρὸ ἐτῶν ὁ μέγας Κανονολόγος π. Ἐπιφάνιος
Θεοδωρόπουλος (Μελέται, Ἄρθρα, Ἐπιστολαί, τ. Β΄):
«Τὸ Συμβούλιον τῆς Ἐπικρατείας
δύναται -καὶ πρέπει- νὰ κρίνη ἐκείνας μόνον τὰς ὑποθέσεις, αἱ ὁποῖαι δὲν
ρυθμίζονται ὑπὸ τῶν ἱερῶν Κανόνων, ἀλλ’ ὑπὸ Νόμων τῆς Πολιτείας.
Παραδείγματά τινα: Θέματα σχετιζόμενα μὲ τὴν Διαρκῆ Ἱερὰν Σύνοδον καὶ
συγκεκριμένως ὁ ἀριθμὸς τῶν μελῶν αὐτῆς, ὁ χρόνος θητείας των, ὁ τρόπος
στελεχώσεως καὶ λειτουργίας τῶν ὑπηρεσιῶν της κ.ἄ., οὔτε ὑπὸ τῶν ἱερῶν
Κανόνων, οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦν τὸν θεσμὸν τῶν Διαρκῶν Συνόδων, προβλέπονται
οὔτε ὑπὸ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τόμου τοῦ 1850 καὶ τῆς Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ
1928 (κείμενα εἰς τὰ ὁποῖα παραπέμπει τὸ Σύνταγμα) καθορίζονται… Αὐτὰ
ὅλα καὶ ἄλλα παρόμοια τὰ ρυθμίζουν, λόγῳ τῶν εἰδικῶν σχέσεων
Ἐκκλησίας-Πολιτείας ἐν Ἑλλάδι, οἱ Νόμοι τῆς Πολιτείας, οἱ ὁποῖοι ὅμως
πρέπει νὰ ψηφίζωνται μετὰ σύμφωνον γνώμην τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι ἐρήμην
αὐτῆς. Τὰ τοιαῦτα θέματα ἐμπίπτουν εἰς τὴν ἁρμοδιότητα τοῦ Συμβουλίου
τῆς Ἐπικρατείας καὶ εἶνε δυνατὸν νὰ κρίνωνται ὑπ’ αὐτοῦ».
Ὁ π. Ἐπιφάνιος δὲν ἀναγνωρίζει εἰς τὸ
ΣτΕ ἁπλῶς δυνατότητα, ἀλλὰ καὶ ὑποχρέωσιν (ὡς γράφει «πρέπει», ποὺ εἰς
τὴν προκειμένην δηλώνει συνάμα καὶ περιορισμὸν τῆς ἁρμοδιότητος) νὰ
κρίνη μόνον ἂν ὅσα συνωμολογήθησαν μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας
τηροῦνται. Ὡς γνωστὸν ὁ Καταστατικὸς Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,
ποὺ ὁρίζει πῶς πρέπει νὰ διεξάγωνται αἱ συγκλήσεις τῆς Ἱεραρχίας, εἶναι
νόμος τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους καὶ ὄχι Ἱ. Κανών. Ἑπομένως, τὸ ΣτΕ ἔχει
ὑποχρέωσιν νὰ κρίνη καὶ μάλιστα δι’ ἕνα ἐπιπλέον λόγον, καθὼς οἱ
αἰτοῦντες εἶναι μέλη –ὄχι ἐχθροί- τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἐκινήθησαν ἀπὸ
ἐνδιαφέρον, ὅταν ἀνέγνωσαν εἰς δηλώσεις καὶ γραπτὰ κείμενα Συνοδικῶν
Μητροπολιτῶν ὅτι δὲν ἐτηρήθη ἡ προβλεπομένη διαδικασία. Ἂν ὅταν τὸ
ἐλαχιστότερον σωματεῖον εἶναι ὑπόλογον, ὅταν δὲν ἀποφασίζη δημοκρατικῶς,
δὲν καθίσταται πολὺ σπουδαιότερος ὁ ἔλεγχος τῶν διαδικασιῶν εἰς τὴν
Διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας;
Εἶναι δικαιότεροι
οἱ Δικασταὶ τῶν Ἱεραρχῶν;
Ἑτέρα ἐγερθεῖσα ἀντίρρησις εἶναι αὐτὴ
ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ φέρη εἰς ἐναντίωσιν τὸ αἴσθημα τῆς εὐσεβείας καὶ τὴν
δυνατότητα καταφυγῆς εἰς τὸ δικαιϊκὸν σύστημα. «Λέτε ὅτι εἶσθε εὐσεβεῖς,
ἀλλὰ προκρίνετε τοὺς κοσμικοὺς ἀπὸ τοὺς Ἀρχιερεῖς; Οἱ Ἱεράρχαι εἶναι
Πατέρες καὶ Ποιμένες σας, πῶς τολμᾶτε νὰ μὴ τοὺς ἔχετε ἐμπιστοσύνην;»,
εἶναι τὰ λόγια ὅσων εὑρίσκονται εἰς μητροπολιτικὰ περιβάλλοντα καὶ
κλείουν τοὺς ὀφθαλμούς των ἐνώπιον τῆς πραγματικότητος. Καὶ εἰς αὐτοὺς
ἀπαντᾶ ὁ π. Ἐπιφάνιος (Μελέται, Ἄρθρα, Ἐπιστολαί, τ. Β΄):
«Θὰ ἐρωτηθῶμεν ἴσως ἐνταῦθα:
«Διατὶ προτιμᾶτε νὰ ἐξαρτᾶσθε νομικῶς ἐκ τῶν Πρωτοδικῶν καὶ οὐχὶ ἐξ
ἡμῶν, τῶν Ἀρχιερέων; Διατὶ ἔχετε πλείονα ἐμπιστοσύνην εἰς τὴν
δικαιοκρισίαν τῶν Πρωτοδικῶν ἢ εἰς τὴν ἡμετέραν;». Διότι, ἅγιοι
Ἀρχιερεῖς, ἐνῶ εἴμεθα ἄριστα κατωχυρωμένοι ἐναντίον πάσης αὐθαιρεσίας
καὶ ἀδικίας τῶν Πρωτοδικῶν, εἴμεθα τελείως ἄοπλοι κατὰ τῆς τυχὸν
ὑμετέρας αὐθαιρεσίας καὶ ἀδικίας. Δὲν δυνάμεθα νὰ βασισθῶμεν εἰς μόνας
τὰς καλὰς διαθέσεις ὑμῶν. Ἄνθρωποι εἶσθε καὶ Ὑμεῖς καὶ εἶνε ἐνδεχόμενον
νὰ ἀδικήσητε. Θέλομεν ἐγγυήσεις δικαιοσύνης. Ποῦ εἶνε ὅμως αὗται; Τὰ
δικαιώματα τοῦ Πρωτοδίκου εἶνε σαφῶς καθωρισμένα, ἐνῶ τὰ δικαιώματα τοῦ
Ἀρχιερέως εἶναι δικαιώματα «ἀπολύτου ἄρχοντος». Ἐὰν ἀδικηθῶμεν ὑπὸ τοῦ
Πρωτοδικείου, ἀνοίγεται ἐνώπιον ἡμῶν ἐλευθέρα ἡ ὁδὸς τῆς ὑπὸ τοῦ
Ἐφετείου ἢ τοῦ Ἀρείου Πάγου δικαιώσεως. Ἐὰν ὅμως ἀδικηθῶμεν ὑφ’ ὑμῶν,
ποῦ θὰ προσφύγωμεν ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ; Εἰς τὰ πολιτικὰ Δικαστήρια; Ἀλλ’
ἐστερήσατε τοὺς Κληρικοὺς τοῦ δικαιώματος τούτου! Εἰς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον;
Ἀλλ’ ὑπάρχουσι πολλαὶ περιπτώσεις, καθ’ ἅς αὕτη ἐδικαίωσε Κληρικὸν ἢ
λαϊκὸν προσφυγόντα εἰς αὐτὴν ἐναντίον Ἀρχιερέως; Ὑπάρχουσι; Μὴ
δυσφορεῖτε λοιπόν, ἂν κατεφεύγωμεν εἰς σχήματα καὶ εἰς ἐδάφη ἔνθα
ὑπάρχουσι ὀλιγώτεραι δυνατότητες ἀδικίας καὶ περισσότεραι ἐγγυήσεις
κατοχυρώσεως καὶ προστασίας τοῦ δικαίου. Δὲν πταίομεν ἡμεῖς…».
Ὁ π. Ἐπιφάνιος θέτει τὸν τύπον ἐπὶ τῶν
ἥλων… ἧλοι ποὺ πονοῦν φρικτῶς τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ναί, οἱ Ἀρχιερεῖς
εἶναι ἄνθρωποι καὶ ἐνίοτε ἀποφαίνονται αὐθαιρέτως καὶ ἀδίκως. Ἐπειδὴ οἱ
ἴδιοι εἶναι εἰς ὅλας τὰς ὑποθέσεις οἱ κρίνοντες, βαρῦνον κριτήριον δι’
αὐτοὺς δὲν καθίσταται τὸ Κανονικὸν Δίκαιον, ἀλλὰ τὸ «συντεχνιακὸν»
συμφέρον. Τοιουτοτρόπως ἐπηρεάζει τὴν κρίσιν των, ἂν ὁ κρινόμενος εἶναι
Ἀρχιερεὺς ἢ τὸ διακύβευμα ἔχει ἀντίκτυπον εἰς τὴν «κάστα» τῶν Ἀρχιερέων
καὶ ὄχι τὸ νὰ ἀποδοθῆ τὸ δίκαιον ἢ αἱ πιθαναὶ ἐπιπτώσεις εἰς τὴν ἑνότητα
τῆς Ἐκκλησίας. «Πλησίον» καθίσταται ὁ ὁμοειδής των, ὄχι ὁ ὅμαιμος εἰς
Χριστὸν ἁπλὸς κληρικός, μοναχὸς ἢ λαϊκός, τοὺς ὁποίους ἔχουν ἐξοβελίσει
μὲ νόμους τοῦ Κράτους ἀπὸ τὸ Συνοδικὸν Σύστημα. Ἀφοπλιστικὸν ἐπιχείρημα
αὐτὸ ποὺ γράφει ὁ π. Ἐπιφάνιος ὅτι, πότε ἐδικαιώθη οἱοσδήποτε ἀπὸ τὴν Ἱ.
Σύνοδον, ὅταν κατέφυγε κατὰ Ἀρχιερέως; Ποτέ. Οὔτε κἄν ἐκδικάζουν τὰς
ὑποθέσεις, ὅπως ἡ «Κατάγνωσις Ἑτεροδιδασκαλιῶν» ἀπὸ τὸν Ἡγούμενον τῆς
Λογγοβάρδας ἢ παλαιοτέρα περὶ τοῦ Σεβ. Περγάμου. Τελευταίως, οὔτε κἄν
ἀπαντοῦν –ἔστω ἀρνητικῶς- εἰς ἐπίσημα γραπτὰ αἰτήματα.
Σέβονται μὲ θρησκευτικὴν εὐλάβειαν ὅσους
Ἱ. Κανόνας τοὺς ἀποδίδουν ἐξουσίαν, ἀλλὰ καταγγέλλουν ὡς κοσμικὴν
παρέμβασιν τὴν ὑπόδειξιν ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας νὰ τηροῦνται ὅλοι οἱ
Ἱ. Κανόνες. Ἀξιοποιοῦν μέχρι κεραίας τοὺς Νόμους ποὺ ἀποδίδουν εἰς
αὐτοὺς προνόμια, ἀλλὰ ἐνοχλοῦνται ὅταν καταφύγη κανεὶς εἰς τὸ ΣτΕ, διὰ
νὰ ἐλέγξη, ἂν τηροῦν τουλάχιστον τοὺς Νόμους ποὺ ὑποχρεοῦνται, εἴτε
δέχονται πιέσεις εἴτε δὲν δέχονται.
Τὸ ΣτΕ νὰ μείνη ἀνεπηρέαστον
Ἡ ἡμέρα τῆς ἐκδικάσεως πλησιάζει. Τὰ
τεκμήρια καὶ τὰ στοιχεῖα εἶναι ἀδιάψευστα καὶ ἀκαταμάχητα. Μὲ τόλμην
λέγομεν ὅτι οὔτε κἄν ἀπαραίτητα εἶναι, διὰ νὰ διαπιστώση κανεὶς τὸ τί
συνέβη τὴν 12ην Ὀκτωβρίου εἰς τὴν Ἱ. Μ. Πετράκη.
Ὡστόσον, τὸ γεγονὸς ὅτι μία τόσο
σημαντικὴ δίκη δὲν ἀναμεταδίδεται ἀπὸ κανένα μέσον ἐνημερώσεως σημαίνει
ὅτι γηγενεῖς καὶ ξέναι πολιτικαὶ δυνάμεις, ὅπως ἐπίσης καὶ «οἱ δοκοῦντες
εἶναι κορυφαὶ» τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας, θὰ μετέλθουν κάθε μέσον, διὰ
νὰ προεξοφλήσουν τὴν ἀπόφασιν τοῦ ΣτΕ. Ἐναπόκεινται ὅλα εἰς τὴν
συνείδησιν τοῦ καθήκοντος τῶν Ἀνωτάτων Δικαστῶν. Εἴθε ὁ Κύριος νὰ
κατευθύνη τὴν συνεδρίασίν των.