Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ
ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΥ
«Εἰσελθόντι δὲ αὐτῷ εἰς Καπερναοὺμ
προσῆλθεν αὐτῷ ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται
ἐν τῇ οἰκίᾳ
παραλυτικός,
δεινῶς βασανιζόμενος(:και όταν ο
Ιησούς μπήκε στην Καπερναούμ, ήλθε κοντά Του ένας εκατόνταρχος, ο οποίος Τον
παρακαλούσε και Του έλεγε: “Κύριε, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος και παράλυτος
στο σπίτι και βασανίζεται από τρομερούς πόνους”)»[Ματθ.8,5-6].
Όταν λοιπόν ο Ιησούς κατέβηκε από το όρος[:αμέσως μετά την επί του Όρους ομιλία Του], τότε προσήλθε σ΄Αυτόν ο λεπρός για να
Τον παρακαλέσει να τον θεραπεύσει[βλ. Ματθ.8,1-4: «Καταβάντι
δὲ αὐτῷ ἀπὸ τοῦ ὄρους ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι
πολλοί. Καὶ ἰδοὺ λεπρὸς ἐλθὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων· Κύριε, ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι. καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἥψατο
αὐτοῦ ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων·
θέλω, καθαρίσθητι.
καὶ εὐθέως ἐκαθαρίσθη αὐτοῦ ἡ λέπρα. καὶ λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὅρα μηδενὶ εἴπῃς, ἀλλὰ ὕπαγε σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ καὶ προσένεγκε
τὸ δῶρον ὃ προσέταξε
Μωσῆς εἰς
μαρτύριον αὐτοῖς
(: όταν κατέβηκε ο Ιησούς από το βουνό, Τον ακολούθησαν πολλά πλήθη λαού. Και να, ένας λεπρός ήλθε και Τον προσκυνούσε γονατιστός λέγοντας: “Κύριε, εάν θέλεις, έχεις τη δύναμη να με καθαρίσεις από τις πληγές και τα εξανθήματα της ακάθαρτης αρρώστιας μου”.Ο Ιησούς τότε άπλωσε το χέρι Του και τον άγγιξε λέγοντας: “Θέλω. Καθαρίσου”. Και αμέσως καθαρίστηκε η λέπρα του, και έγινε τελείως υγιής. Τότε ο Ιησούς τού λέει: “Πρόσεξε να μην πεις σε κανέναν το θαύμα της θεραπείας σου, αλλά πήγαινε και δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα και πρόσφερε το δώρο που έχει καθορίσει ο Μωυσής. Για να χρησιμεύσει η εξέτασή σου από τον ιερέα και η προσφορά του δώρου σου ως μαρτυρία και απόδειξη στον ιερέα και στους Ιουδαίους ότι και εσύ θεραπεύτηκες τελείως και εγώ δεν ήλθα να καταργήσω τον νόμο”)»], ενώ ο εκατόνταρχος πήγε στον Ιησού έπειτα από λίγο, μόλις ο Κύριος εισήλθε στην Καπερναούμ.
(: όταν κατέβηκε ο Ιησούς από το βουνό, Τον ακολούθησαν πολλά πλήθη λαού. Και να, ένας λεπρός ήλθε και Τον προσκυνούσε γονατιστός λέγοντας: “Κύριε, εάν θέλεις, έχεις τη δύναμη να με καθαρίσεις από τις πληγές και τα εξανθήματα της ακάθαρτης αρρώστιας μου”.Ο Ιησούς τότε άπλωσε το χέρι Του και τον άγγιξε λέγοντας: “Θέλω. Καθαρίσου”. Και αμέσως καθαρίστηκε η λέπρα του, και έγινε τελείως υγιής. Τότε ο Ιησούς τού λέει: “Πρόσεξε να μην πεις σε κανέναν το θαύμα της θεραπείας σου, αλλά πήγαινε και δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα και πρόσφερε το δώρο που έχει καθορίσει ο Μωυσής. Για να χρησιμεύσει η εξέτασή σου από τον ιερέα και η προσφορά του δώρου σου ως μαρτυρία και απόδειξη στον ιερέα και στους Ιουδαίους ότι και εσύ θεραπεύτηκες τελείως και εγώ δεν ήλθα να καταργήσω τον νόμο”)»], ενώ ο εκατόνταρχος πήγε στον Ιησού έπειτα από λίγο, μόλις ο Κύριος εισήλθε στην Καπερναούμ.
Για ποιον λόγο λοιπόν ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν ανέβηκαν στο όρος;
Όχι από οκνηρία, διότι και των δύο η πίστη ήταν θερμή, αλλά για να μη διακόψουν τη διδασκαλία. Όταν
λοιπόν προσήλθε στον Ιησού ο εκατόνταρχος, λέγει: «Κύριε, ο δούλος μου είναι
κατάκοιτος και παράλυτος στο σπίτι και βασανίζεται από τρομερούς πόνους».
Μερικοί, λοιπόν, λέγουν ότι για να δικαιολογηθεί ανέφερε και την αιτία για την
οποία δεν τον έφερε μαζί του. «Διότι δεν ήταν δυνατόν», λέγουν, «να τον μεταφέρει σηκωτό, ενώ ήταν παράλυτος
και υπέφερε, ευρισκόμενος στο τέλος της ζωής του». Για το ότι ήταν ετοιμοθάνατος, το
λέγει ο Λουκάς ότι επρόκειτο να πεθάνει[βλ.
Λουκ.7,2: «Ἑκατοντάρχου δέ τινος δοῦλος κακῶς ἔχων ἤμελλε τελευτᾶν, ὃς ἦν αὐτῷ ἔντιμος(: στο μεταξύ ο δούλος κάποιου εκατόνταρχου ήταν
πολύ άρρωστος και κινδύνευε να πεθάνει. Και ο δούλος αυτός ήταν αγαπητός στον
εκατόνταρχο για την πίστη και την υπακοή που του έδειχνε)»].
Εγώ όμως λέω ότι αυτό είναι απόδειξη της μεγάλης του πίστεως, η οποία ήταν πολύ
μεγαλύτερη από εκείνων που κατέβασαν τον άλλον παραλυτικό από τη χαλασμένη
σκεπή[πρβ.Μάρκ.2,1-12]· διότι επειδή
γνώρισε πολύ καλά ότι και μόνη η προσταγή Του αρκεί για να σηκωθεί ο
κατάκοιτος, θεώρησε περιττό να τον μεταφέρει εκεί.
Τι
έκανε λοιπόν ο Ιησούς; Αυτό που δεν έκανε σε καμία προηγούμενη περίπτωση, το
κάνει εδώ· διότι πάντοτε ακολουθούσε την παράκληση αυτών που Τον ικέτευαν, εδώ
όμως και προχωρεί βιαστικά και δεν υπόσχεται μόνο να τον θεραπεύσει, αλλά και
να μεταβεί στην οικία του. Το πράττει λοιπόν αυτό για να γνωρίσουμε την αρετή
του εκατόνταρχου· διότι εάν δεν υποσχόταν αυτό, αλλά έλεγε: «Πήγαινε, θα θεραπευτεί ο δούλος σου»,
δεν θα γνωρίζαμε τίποτε από αυτά. Αυτό βεβαίως έπραξε και στην περίπτωση της
συροφοινίκισσας γυναίκας[:της
Χαναναίας] που ενήργησε όλως
αντιθέτως· διότι εδώ μεν, αν και δεν προσκαλείται στην οικία, λέγει μόνος Του
ότι θα μεταβεί, για να πληροφορηθείς
την πίστη του εκατοντάρχου και τη μεγάλη του ταπεινοφροσύνη· στην
περίπτωση όμως της Φοινίκισσας[:που ζητούσε να θεραπεύσει την κόρη της από ένα πονηρό
πνεύμα που την ταλαιπωρούσε]
και αρνείται τη θεραπεία και απορεί που επιμένει[Μάρκ.7,25-30]. Διότι σαν σοφός
και επινοητικός ιατρός που είναι, γνωρίζει να πράττει τα αντίθετα από τα
αντίθετα. Και εδώ μεν, στην περίπτωση του εκατοντάρχου, με την αυτοπροαίρετη παρουσία του, εκεί δε, στην περίπτωση της
Χαναναίας, αποκαλύπτει την πίστη της
γυναικός με την παρατεταμένη επιμονή
και ένθερμη παράκληση.
Έτσι ενεργεί και στην περίπτωση του Αβραάμ λέγοντας: «Οὐ μὴ κρύψω ἐγὼ ἀπὸ Ἁβραὰμ τοῦ παιδός μου, ἃ ἐγὼ ποιῶ(:δεν θα
κρύψω εγώ από τον ευλαβή δούλο μου τον Αβραάμ εκείνα τα οποία πρόκειται να
κάμω)» [Γέν.
18,17], για να πληροφορηθείς τη φιλοστοργία του Αβραάμ και την πρόνοιά του υπέρ
των Σοδόμων [πρβ. Γέν. 18, 23-25 κ.έ.: «
Καὶ ἐγγίσας Ἁβραὰμ εἶπε· μὴ συναπολέσῃς δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής; ἐὰν ὦσι πεντήκοντα δίκαιοι ἐν τῇ πόλει, ἀπολεῖς αὐτούς; οὐκ ἀνήσεις πάντα τὸν τόπον ἕνεκεν τῶν πεντήκοντα δικαίων, ἐὰν ὦσιν ἐν αὐτῇ; μηδαμῶς σὺ ποιήσεις ὡς τὸ ῥῆμα τοῦτο, τοῦ ἀποκτεῖναι δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς, καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής. μηδαμῶς· ὁ κρίνων πᾶσαν τὴν γῆν, οὐ ποιήσεις κρίσιν; (:και
ο Αβραάμ, αφού πλησίασε τον Κύριο, είπε: «Είναι δυνατόν να καταστρέψεις τον
δίκαιο μαζί με τον ασεβή και θα είναι λοιπόν ο δίκαιος στην ίδια μοίρα με τον
ασεβή; Εάν βρίσκονται στην πόλη αυτή[των Σοδόμων] πενήντα δίκαιοι, θα τους
καταστρέψεις μαζί με τους ασεβείς; Δεν θα αφήσεις ατιμώρητη όλη την πόλη
εξαιτίας των πενήντα δίκαιων, εάν αυτοί ζουν στην πόλη αυτή; Ουδέποτε Εσύ ο Θεός
δεν θα κάνεις κάτι τέτοιο· ποτέ δηλαδή δεν θα φονεύσεις τον δίκαιο μαζί με τον
ασεβή· είναι αδύνατον εσύ ο δίκαιος να εξισώσεις δίκαιο και ασεβή και να
συμπεριφερθείς προς αυτούς με τον ίδιο τρόπο· ουδέποτε θα κάνεις κάτι τέτοιο.
Εσύ, ο Οποίος είσαι ο δίκαιος κριτής όλου του κόσμου, δεν θα εφαρμόσεις και εδώ
δικαιοσύνη;)»].
Και
στην περίπτωση του Λωτ εκείνοι που απεστάλησαν αρνούνται αρχικά να εισέλθουν
στον οίκο του, για να γνωρίσεις το μέγεθος της φιλοξενίας του δικαίου
εκείνου[πρβ. Γέν.19,1-3 κ.ε.: «Ἦλθον δέ οἱ δύο ἄγγελοι εἰς Σόδομα ἑσπέρας· Λὼτ δὲ ἐκάθητο παρὰ τὴν πύλην Σοδόμων. ἰδὼν δὲ Λώτ, ἐξανέστη εἰς συνάντησιν αὐτοῖς καὶ προσεκύνησε τῷ προσώπῳ ἐπὶ τὴν γῆν. καὶ εἶπεν· ἰδοὺ κύριοι, ἐκκλίνατε εἰς τὸν οἶκον τοῦ παιδὸς ὑμῶν καὶ καταλύσατε καὶ νίψασθε τοὺς πόδας ὑμῶν, καὶ ὀρθρίσαντες ἀπελεύσεσθε εἰς τὴν ὁδὸν ὑμῶν. καὶ εἶπαν· οὐχί, ἀλλ᾿ ἐν τῇ πλατείᾳ καταλύσομεν. καὶ κατεβιάζετο αὐτούς, καὶ ἐξέκλιναν πρὸς αὐτὸν καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. καὶ ἐποίησεν αὐτοῖς πότον, καὶ ἀζύμους ἔπεψεν αὐτοῖς, καὶ ἔφαγον(: ενώ ο Κύριος συνομιλούσε ακόμη με τον Αβραάμ, οι δύο άγγελοι, που
χωρίστηκαν από αυτούς, έφτασαν στα Σόδομα κατά το βράδυ, για να εκτελέσουν την
εντολή που έλαβαν από τον Θεό. Παρά το ότι τελείωσε η ημέρα, ο Λωτ καθόταν
κοντά στην πύλη των Σοδόμων έτοιμος να προσφέρει φιλοξενία, διότι γνώριζε την
κακότητα και το αφιλόξενο των Σοδομιτών. Όταν είδε τους δύο αγγέλους, σηκώθηκε
από τη θέση του και έτρεξε προς συνάντησή τους και τους προσκύνησε με το
πρόσωπο στη γη, αν και δεν γνώριζε ότι ήσαν άγγελοι, και
τους είπε: “Κύριοι, ιδού· περάστε,
παρακαλώ, στο σπίτι του δούλου σας, και διανυκτερεύστε κοντά μου και πλύνετε τα
πόδια σας, που είναι κουρασμένα και λερωμένα από την οδοιπορία, και αφού
σηκωθείτε νωρίς αύριο το πρωί συνεχίζετε τον δρόμο σας”. Οι δύο άγγελοι όμως
απάντησαν: “Όχι· θα περάσουμε τη νύκτα στην πλατεία της πόλεως, στο ύπαιθρο”.
Όταν ο Λωτ είδε ότι αρνιούνται, επέμεινε· τους βίαζε με παρακλήσεις και τους
πίεζε με ικεσίες να δεχτούν την πρόσκλησή του. Οι δύο άγγελοι, κατόπιν της επιμονής
του, υποχώρησαν, λοξοδρόμησαν και μπήκαν στο σπίτι του. Και ο Λωτ τούς παρέθεσε
δείπνο, τους έδωσε να πιουν, τους έψησε στη φωτιά άζυμες κουλούρες και έφαγαν)» ].
Τι λέγει λοιπόν ο εκατόνταρχος; «Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς(:Κύριε, δεν είμαι
άξιος να εισέλθεις κάτω από τη στέγη του σπιτιού μου)»[Ματθ.8,8].Ας το ακούσουμε όσοι πρόκειται να
υποδεχτούμε τον Χριστό διότι είναι δυνατόν Τον υποδεχτούμε και σήμερα. Ας το
ακούσουμε και ας γίνουμε ζηλωτές Του και
ας Τον δεχτούμε με την ίδια πίστη· καθόσον όταν υποδέχεσαι φτωχό που πεινά
και είναι γυμνός, είναι σαν να υποδέχεσαι και φιλοξενείς Εκείνον.
«ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου(:αλλά πες αυτό που θέλεις μόνο μ’ έναν απλό λόγο,
και θα γιατρευτεί ο δούλος μου)»[Ματθ.8,8].
Πρόσεξε ότι και ο εκατόνταρχος, όπως ακριβώς και ο λεπρός, έχει την αρμόζουσα
γνώμη γι’ Αυτόν· διότι ούτε αυτός είπε «Παρακάλεσε
τον Θεό», ούτε είπε: «Προσευχήσου και
ικέτευσέ Τον», αλλά «Πρόσταξε μόνο».
Έπειτα,
φοβούμενος μήπως ο Ιησούς αρνηθεί, μετριάζοντας την παράκλησή του λέγει: «καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ᾿ ἐμαυτὸν στρατιώτας,
καὶ λέγω τούτῳ,
πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον
τοῦτο, καὶ ποιεῖ(:διότι κι εγώ
άνθρωπος είμαι κάτω από εξουσία και παίρνω διαταγές από ανωτέρους, αλλά κι έχω
στις διαταγές μου στρατιώτες˙ και λέω σ’ ένα στρατιώτη: “Πήγαινε”˙ και
πηγαίνει. Και σ’ άλλον λέω: “Έλα”, κι έρχεται. Και στον δούλο μου λέω: “Κάνε
αυτό”, και το εκτελεί. Πόσο μάλλον θα εκτελεσθεί ο δικός Σου λόγος. Διότι Εσύ
δεν είσαι κάτω από τις διαταγές κανενός, αλλά έχεις εξουσία πάνω σε όλες τις
αόρατες δυνάμεις”)»[Ματθ.8,9].
«Και τι σημασία έχει αυτό», θα
πει κάποιος, «εάν ο εκατόνταρχος περιέγραψε
αυτό με τέτοια παρομοίωση; Διότι αυτό που ερευνούμε είναι εάν ο Χριστός το
αποδέχτηκε αυτό και το επικύρωσε». Είναι ορθό και πολύ φρόνιμο αυτό που
λέγεις. Λοιπόν ας το ερευνήσουμε αυτό, και θα
διαπιστώσουμε αυτό ακριβώς που συνέβη στην περίπτωση του λεπρού, αυτό να έχει
συμβεί και εδώ. Διότι όπως ακριβώς ο λεπρός είπε: «Κύριε, ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι(:“Κύριε, εάν
θέλεις, έχεις τη δύναμη να με καθαρίσεις από τις πληγές και τα εξανθήματα
της ακάθαρτης αρρώστιας μου”)»-και
δεν βασιζόμαστε μόνο στα λόγια του λεπρού σχετικά με την εξουσία του Χριστού,
αλλά και στους λόγους του Χριστού· διότι όχι
μόνο δεν απέρριψε την υπόνοιά του, αλλά και την επιβεβαίωσε περισσότερο, με το
να προσθέσει αυτό που ήταν περιττό να πει, λέγοντας το: «Θέλω, καθαρίσθητι (:Θέλω,
καθαρίσου)»[Ματθ.8,3], για να
επικυρώσει την πίστη εκείνου-, έτσι και εδώ, βέβαια, είναι δίκαιο να εξετάσουμε
εάν συνέβη κάτι παρόμοιο· και πράγματι θα διαπιστώσουμε να έχει συμβεί το ίδιο
πράγμα. Διότι αφού είπε ο εκατόνταρχος αυτά τα λόγια και παραδέχτηκε τόση
εξουσία, όχι μόνο δεν τον κατηγόρησε ο Κύριος, αλλά και τον επιδοκίμασε και
έκαμε κάτι επιπλέον από την επιδοκιμασία. Διότι δεν είπε ο ευαγγελιστής ότι
μόνο επαίνεσε τα λόγια του, αλλά δηλώνοντας και επέκταση του επαίνου λέγει ότι και θαύμασε· και δεν θαύμασε απλώς, αλλά
παρουσία ολόκληρου του πλήθους τον παρουσίασε και στους άλλους ως υπόδειγμα,
ώστε να τον μιμηθούν.
Βλέπεις
πώς θαυμάζεται ο καθένας από αυτούς που ομολόγησαν την εξουσία Του; Και
καταλαμβανόταν από έκπληξη το πλήθος με τη διδασκαλία Του, διότι δίδασκε «ὡς ἐξουσίαν ἔχων»[βλ.
Ματθ.7,28-29: «Καὶ ἐγένετο ὅτε συνετέλεσεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς λόγους τούτους, ἐξεπλήσσοντο οἱ ὄχλοι ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ· ἦν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων, καὶ οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς(:και όταν ο Ιησούς τελείωσε τους λόγους Του αυτούς,
τα πλήθη για πολλή ώρα έμεναν εκστατικά και έκπληκτα από τη διδασκαλία Του· διότι
τους δίδασκε πάντοτε με εξουσία και κύρος, ως νομοθέτης και κριτής και
αυθεντικός γνώστης της αλήθειας, και όχι σαν τους γραμματείς, οι οποίοι για να
επιβεβαιώσουν τα όσα έλεγαν αναφέρονταν στον νόμο και τις παραδόσεις των
παλαιοτέρων)»] και όχι μόνο δεν τους επέπληξε γι' αυτήν
τη γνώμη τους, αλλά και αφού έλαβε αυτούς κατέβη από το όρος και με τον τρόπο
με τον οποίο καθάρισε τον λεπρό επιβεβαίωσε την πίστη αυτών.
Ο δε λεπρός πάλι, έλεγε: «Εάν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις»·
και όχι μόνο δεν τον επιτίμησε, αλλά και θεραπεύοντάς τον τόν καθάρισε έτσι
όπως είπε εκείνος. Ο εκατόνταρχος πάλι, λέγει τα εξής: «Πες μόνο ένα λόγο και θα θεραπευτεί ο δούλος μου», ενώ ο Ιησούς
θαυμάζοντάς τον, έλεγε: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ
τοσαύτην πίστιν εὗρον(:Αληθινά σας λέω, τόσο μεγάλη πίστη δεν βρήκα ούτε
ανάμεσα στους Ισραηλίτες, οι οποίοι είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού)»[Ματθ.8,10].
Και για να διαπιστώσεις το ίδιο πράγμα και από αντίθετη περίπτωση
πρόσεξε αυτό· επειδή η Μάρθα δεν είπε
τίποτε το παρόμοιο, αλλά αντίθετα είπε ότι «ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός(:ξέρω όμως ότι και τώρα που ο αδελφός μου είναι
πεθαμένος, ό,τι κι αν ζητήσεις από τον Θεό, θα σου το δώσει ο Θεός)» [Ιω.11, 22], όχι μόνο επαινέθηκε,
μολονότι και γνωστή ήταν και αγαπητή και από τους πλέον αφοσιωμένους μαθητές
Του, αλλά και επιτιμήθηκε και διορθώθηκε
από Αυτόν, διότι δεν είχε ομιλήσει ορθά. Καθόσον έλεγε προς αυτήν: «Οὐκ εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ;(:Δεν σου είπα ότι εάν πιστέψεις, θα δεις τον ένδοξο
θρίαμβο της παντοδυναμίας του Θεού εναντίον του θανάτου με την ανάσταση του
αδελφού σου; Αυτή θα είναι το σύμβολο και το προμήνυμα της κοινής αναστάσεως
όλων των ανθρώπων’’)»
[Ιω.11,40], επιπλήττοντάς την σαν ακόμη
να μην είχε πιστέψει.
Και
ακόμη επειδή εκείνη έλεγε: «ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός(:ό,τι κι αν ζητήσεις από τον Θεό, θα σου το δώσει ο
Θεός)»», απομακρύνοντάς την
από την αντίληψη αυτού του είδους και διδάσκοντας ότι δεν έχει ανάγκη να λάβει
από Άλλον, αλλά ότι Αυτός είναι η πηγή των αγαθών, λέγει: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή(:Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Εγώ έχω τη δύναμη
να ανασταίνω, διότι είμαι η πηγή της ζωής)»[Ιω. 11,25], δηλαδή «δεν περιμένω από άλλον να δεχτώ ενέργεια, αλλά κατ’ ιδίαν δύναμη πράττω
τα πάντα».
Για τον λόγο αυτόν και θαυμάζει τον
εκατόνταρχο και τον παρουσιάζει σε όλο το πλήθος και τον τιμά με την υπόσχεση
ότι θα του δώσει τη βασιλεία, και τους άλλους προσκαλεί να επιδείξουν τον ίδιο
ζήλο. Και για να πληροφορηθείς ότι με αυτόν τον σκοπό τα είπε αυτά, για να διδάξει και τους άλλους δηλαδή να
πιστεύουν ομοίως, άκουσε του ευαγγελιστή τους κατάλληλους λόγους δια των
οποίων υπαινίχτηκε αυτό· διότι λέγει: «ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασε
καὶ εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ
τοσαύτην πίστιν εὗρον(:Όταν ο Ιησούς άκουσε τα λόγια του αυτά, θαύμασε
και είπε σε εκείνους που Τον ακολουθούσαν: “Αληθινά σας λέω,
τόσο μεγάλη πίστη δεν βρήκα ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες, οι οποίοι είναι ο
εκλεκτός λαός του Θεού”)».
Επομένως
το να σκέπτεται κανείς γι’ Αυτόν μεγάλα πράγματα, αυτό κατεξοχήν είναι απόδειξη
της πίστεως και αφορμή να κληρονομήσει τη βασιλεία και τα άλλα αγαθά του
ουρανού· διότι ο έπαινός Του για τον εκατόνταρχο δεν σταμάτησε μόνο στα λόγια,
αλλά αντί της πίστεως και τον ασθενή τον παρέδωσε υγιή, και πλέκει γι’αυτόν
λαμπρό στέφανο και του υπόσχεται μεγάλες δωρεές, λέγοντας τα εξής: «Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται
μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν
(: σας διαβεβαιώνω λοιπόν ότι πολλοί σαν τον
εκατόνταρχο θα έλθουν από ανατολή και δύση, απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, και θα
καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στο ευφρόσυνο δείπνο της
βασιλείας των ουρανών)»[Ματθ.8,11].
Επειδή
λοιπόν έκανε πολλά θαύματα, στη συνέχεια τούς διδάσκει με μεγαλύτερη παρρησία.
Έπειτα, για να μη νομίσει κανείς ότι αυτά είναι λόγια κολακείας, αλλά για να
γνωρίσουν όλοι γενικώς ότι είχε τέτοια ψυχική διάθεση, λέγει: «ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας
γενηθήτω σοι(:“Πήγαινε στο
σπίτι σου κaι ας γίνει σε
σένα όπως το πίστεψες (ότι δηλαδή μόνο με τον λόγο μου και από μακριά μπορώ να
θεραπεύσω τον δούλο σου)”)»[Ματθ.8,13].
Και αμέσως επακολούθησε η πράξη της
θεραπείας, επιβεβαιώνοντας την προαίρεσή του. «Καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ(:και πράγματι εκείνη τη στιγμή θεραπεύθηκε ο δούλος
του)».. Πράγμα που ακριβώς συνέβη και στη
Συροφοινίκισσα· καθόσον λέγει και σε εκείνη: «Ὦ γύναι,
μεγάλη σου ἡ πίστις! Γενηθήτω
σοι ὡς θέλεις.
καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης (:”ω γυναίκα,
είναι μεγάλη η πίστη σου. Ας γίνει σε σένα όπως το θέλεις”. Και πράγματι απ’
την ώρα ακριβώς εκείνη γιατρεύτηκε η κόρη της)» [Ματθ.15,28].
Επειδή όμως και ο Λουκάς [πρβ. Λουκά 7,1-10] περιγράφοντας αυτό το θαύμα
προσθέτει και πολλά άλλα, τα οποία φαίνεται να διαφωνούν, είναι ανάγκη να σας
εξηγήσω και αυτά [πρβ. Ματθ. 8, 5-13, Λουκά 7, 1-10]. Τι λέγει λοιπόν ο Λουκάς;
«Απέστειλε ο εκατόνταρχος Ιουδαίους
πρεσβυτέρους προς Αυτόν, και Τον παρακαλούσε να έλθει» [βλ. Λουκά 7,3: «ἀκούσας δὲ περὶ τοῦ Ἰησοῦ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων ἐρωτῶν αὐτὸν ὅπως ἐλθὼν διασώσῃ τὸν δοῦλον αὐτοῦ(:όταν λοιπόν
άκουσε για τον Ιησού ότι ήλθε στην Καπερναούμ, Του έστειλε μερικούς
πρεσβυτέρους των Ιουδαίων και Τον παρακαλούσε να έλθει και να σώσει το δούλο
του από τον έσχατο κίνδυνο)»]. Ο δε Ματθαίος λέγει ότι ο ίδιος αφού
προσήλθε έλεγε ότι «Δεν είμαι άξιος» [πρβ. Ματθ.8,5]. Και μερικοί λέγουν ότι αυτός
ο εκατόνταρχος που αναφέρει ο Λουκάς δεν είναι ίδιος με εκείνον που αναφέρει ο
Ματθαίος, αν και έχει πολλές ομοιότητες. Διότι για εκείνον λέγει, ότι «ἀγαπᾷ γὰρ τὸ ἔθνος ἡμῶν, καὶ τὴν συναγωγὴν αὐτὸς ᾠκοδόμησεν ἡμῖν(: διότι, έλεγαν: “Ο εκατόνταρχος αυτός αγαπά το
έθνος μας, και τη συναγωγή μας την έκτισε ο ίδιος με δικά του χρήματα”)» [Λουκά 7,5]· για τον εκατόνταρχο όμως
που αναφέρει ο Ματθαίος, ο ίδιος ο Ιησούς λέγει: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ
τοσαύτην πίστιν εὗρον(:αληθινά σας λέω, τόσο μεγάλη πίστη δεν βρήκα ούτε
ανάμεσα στους Ισραηλίτες, οι οποίοι είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού)». Και στην περίπτωση εκείνου μεν δεν είπε
ότι «Πολλοί θα έλθουν από την ανατολή»,
πράγμα που σημαίνει ότι εκείνος ήταν Ιουδαίος. Τι λοιπόν θα πούμε; Ότι αυτή μεν
είναι εύκολη λύση[:να
πούμε δηλαδή ότι πρόκειται περί διαφορετικών προσώπων], παραμένει όμως να εξετάσουμε εάν αυτή
είναι αληθινή.
Εγώ νομίζω ότι αυτός ο εκατόνταρχος που
αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος είναι ίδιος με εκείνον που αναφέρει ο
ευαγγελιστής Λουκάς. «Μα τότε»,
θα έλεγε κανείς, «για ποιον λόγο ο Ματθαίος
λέγει ότι αυτός είπε: “Δεν είμαι άξιος να εισέλθεις στην οικία μου”», ενώ ο
Λουκάς ότι «έστειλε και τον κάλεσε να έλθει στην οικία του»; [πρβ. Λουκά 7,3].
Εγώ νομίζω ότι ο Λουκάς υπονοεί την
κολακεία των Ιουδαίων και ότι αυτοί που ζουν υπό τη σκιά κάποιας συμφοράς
εύκολα αλλάζουν γνώμη. Διότι ήταν φυσικό ο εκατόνταρχος να θέλησε να
μεταβεί και να καλέσει τον Ιησού και να
εμποδίστηκε από τους Ιουδαίους που τον κολάκευσαν λέγοντας, ότι «θα πάμε εμείς και θα σου φέρουμε αυτόν».
Πρόσεξε λοιπόν ότι και η παράκλησή τους
είναι γεμάτη από κολακεία. «Διότι ο εκατόνταρχος
αυτός αγαπά το έθνος μας»,
λέγουν, «και
τη συναγωγή μας την έκτισε ο ίδιος με δικά του χρήματα» [Λουκά 7,5]. Ούτε γνωρίζουν για ποιον
λόγο επαινούν τον άντρα. Διότι το ορθό ήταν να πουν: «Θέλησε μεν αυτός να έλθει και να σε παρακαλέσει, εμείς όμως τον
εμποδίσαμε βλέποντας τη συμφορά και το πτώμα να είναι κατάκοιτο», και έτσι
να παρουσιάσουν το μέγεθος της πίστεως του εκατοντάρχου. Όμως δεν το λέγουν
αυτό, διότι δεν ήθελαν να αποκαλύψουν
την πίστη του ανδρός εξαιτίας του φθόνου τους, αλλά προτιμούσαν μάλλον να
επισκιάσουν την αρετή εκείνου προς χάριν του οποίου ήλθαν να Τον παρακαλέσουν,
για να μη φανεί ότι ήταν κάποιος σπουδαίος αυτός που παρακαλούσε, παρά
διακηρύσσοντας την πίστη εκείνου να επιτύχουν αυτό για το οποίο είχαν έλθει.
Διότι ο φθόνος είναι ικανός να σκοτίσει
τον νου.
Αλλά
ο Κύριος που γνωρίζει τα απόκρυφα
επαίνεσε εκείνον και χωρίς αυτοί να το θέλουν. Και το ότι αυτό είναι
αληθές, άκουσε τον Λουκά πάλι που ερμηνεύει αυτό. Διότι αυτός λέγει τα εξής,
ότι: «ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐπορεύετο σὺν αὐτοῖς. ἤδη δὲ αὐτοῦ οὐ μακρὰν ἀπέχοντος ἀπὸ τῆς οἰκίας ἔπεμψε πρὸς αὐτὸν ὁ ἑκατόνταρχος φίλους λέγων αὐτῷ· Κύριε, μὴ σκύλλου· οὐ γάρ εἰμι ἱκανὸς ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην μου εἰσέλθῃς(:πράγματι λοιπόν ο Ιησούς άρχισε να προχωρά μαζί
τους προς το σπίτι του εκατοντάρχου. Λίγο όμως πριν φθάσουν στο σπίτι, όταν
πλέον ήταν πολύ κοντά, έστειλε ο εκατόνταρχος κάποιους φίλους του και του είπε:
“Κύριε, μην ταλαιπωρείσαι και μην μπαίνεις σε μεγαλύτερο κόπο να έλθεις στο
σπίτι μου. Διότι δεν είμαι άξιος να μπεις κάτω από τη στέγη μου”)» [Λουκά 7,6]. Όταν δηλαδή απαλλάχθηκε από
την ενόχληση αυτών, τότε αποστέλλει ανθρώπους και Tου λέγει: «Μη νομίσεις ότι δεν ήλθα λόγω οκνηρίας, αλλά επειδή έκρινα τον εαυτό
μου ότι είμαι ανάξιος, να σε δεχτώ στην οικία μου».
Εάν λοιπόν
ο μεν Ματθαίος λέγει ότι είπε αυτό σε αυτόν όχι δια των φίλων[πρβ. Λουκά 7,6],
αλλά ο ίδιος αυτοπροσώπως, αυτό δεν έχει
καμία σημασία· διότι αυτό που
ερευνούμε είναι εάν παρουσίασε ο καθένας την προθυμία του ανδρός και εάν είχε
την πρέπουσα γνώμη περί του Χριστού. Είναι φυσικό επίσης να ήλθε και αυτός
μετά την αποστολή των φίλων του και να είπε αυτά. Εάν όμως δεν το ανέφερε αυτό
ο Λουκάς, αλλά ούτε ο Ματθαίος εκείνο, αυτό
δεν σημαίνει ότι αντιφάσκουν μεταξύ τους, αλλά μάλλον ότι συμπληρώνει ο ένας
ό,τι παρέλειψε ο άλλος.
Πρόσεξε ακόμη πως και με άλλο
τρόπο διακήρυξε την πίστη του ο Λουκάς λέγοντας ότι επρόκειτο να πεθάνει ο
δούλος του[πρβ. Λουκά 7,2]. Αλλά όμως
ούτε αυτό τον οδήγησε σε απόγνωση, ούτε τον έκαμε να απελπιστεί, αλλά και σε
αυτήν την κατάσταση έλπιζε ότι θα επιζήσει. Εάν όμως ο μεν Ματθαίος λέγει
ότι ο Χριστός είπε ότι «Ούτε μεταξύ των
Ισραηλιτών δεν βρήκα τόσο μεγάλη πίστη», λόγια που φανερώνουν ότι αυτός δεν
ήταν Ισραηλίτης, ο δε Λουκάς λέγει ότι έχτισε τη συναγωγή [πρβ. Λουκά 7,5], ούτε αυτό δηλώνει αντίφαση· διότι ήταν
δυνατόν και Ιουδαίος να μην ήταν και τη συναγωγή να οικοδομήσει και το έθνος να
αγαπά.
Εσύ,
όμως, σε παρακαλώ, μην εξετάζεις απλώς τα λόγια του εκατοντάρχου, αλλά πρόσθεσε και το αξίωμα αυτού και τότε θα
δεις την αρετή του ανδρός· καθόσον είναι
μεγάλη η αλαζονεία αυτών που είναι στην εξουσία και ούτε στις συμφορές
ταπεινώνονται. Ο αναφερόμενος λοιπόν από τον Ιωάννη αξιωματούχος φέρει τον
Κύριο στην οικία του και λέγει: «Κατάβηθι (:Κατέβα)» [«Κατάβηθι»,
δηλαδή από την Κανά στην Καπερναούμ· πρβ.
Ιω. 4,46-47: «῏Ηλθεν
οὖν πάλιν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου ἐποίησε τὸ ὕδωρ οἶνον. καὶ ἦν τις βασιλικός, οὗ ὁ υἱὸς ἠσθένει ἐν Καπερναούμ· οὗτος ἀκούσας ὅτι ᾿Ιησοῦς ἥκει ἐκ τῆς ᾿Ιουδαίας εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἀπῆλθε πρὸς αὐτὸν καὶ ἠρώτα αὐτὸν ἵνα καταβῇ καὶ ἰάσηται αὐτοῦ τὸν υἱόν· ἤμελλε γὰρ ἀποθνήσκειν(:ήλθε λοιπόν ο
Ιησούς πάλι στην Κανά της Γαλιλαίας, όπου παλιότερα είχε μετατρέψει το νερό σε
κρασί. Εκεί υπήρχε κάποιος άνθρωπος που ανήκε στη βασιλική αυλή του Ηρώδη, και
το παιδί του ήταν βαριά άρρωστο στην Καπερναούμ. Αυτός λοιπόν, μόλις άκουσε ότι
ο Ιησούς είχε έλθει από την Ιουδαία στη Γαλιλαία, έφυγε από την Καπερναούμ και
πήγε να τον συναντήσει˙ και άρχισε να τον παρακαλεί να κατεβεί από την Κανά
στην Καπερναούμ και να θεραπεύσει τον γιο του˙ διότι ήταν βαριά άρρωστος και
κινδύνευε να πεθάνει)»[πρβ.
Ιω.4,49].
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον εκατόνταρχο
αυτής της διηγήσεως, αλλά και από εκείνον και από αυτούς που κατέβασαν από τη
χαλασμένη σκεπή το κρεβάτι[πρβ. Μάρκ.2,1-2: «Καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς Καπερναοὺμ δι᾿ ἡμερῶν καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν· καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον.
καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν φέροντες, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων. καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράβαττον, ἐφ᾿ ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο(:Ύστερα από
μερικές ημέρες μπήκε πάλι ο Ιησούς στην Καπερναούμ˙ κι έγινε γνωστό ότι
βρίσκεται σε κάποιο σπίτι. Αμέσως λοιπόν μαζεύτηκαν τόσο πολλοί, ώστε να
γεμίσει το σπίτι και να μην υπάρχει χώρος πλέον ούτε δίπλα στη θύρα. Και τους
δίδασκε τον λόγο του Θεού Έρχονται τότε και Του φέρνουν έναν παράλυτο, που τον
σήκωναν πάνω σ’ ένα κρεβάτι τέσσερις. Κι επειδή δεν μπορούσαν εξαιτίας του
πλήθους να τον πλησιάσουν, ξεσκέπασαν τη σκεπή στο μέρος όπου βρισκόταν ο
Κύριος, κι αφού έκαναν ένα άνοιγμα, έριξαν από κει κάτω σιγά – σιγά το κρεβάτι,
πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένος ο παράλυτος)»], ο εκατόνταρχος συμπεριφέρεται πολύ καλύτερα· διότι
δεν ζητεί τη σωματική παρουσία του Ιησού, ούτε μετέφερε τον ασθενή πλησίον του
Ιατρού, πράγμα που σημαίνει ότι δεν σκεπτόταν γι’αυτόν μικρά πράγματα, αλλά πίστευε ότι ήταν θεόσταλτος· γι’ αυτόν
τον λόγο και λέγει: «Πες μόνο έναν λόγο» [Ματθ.8,8 και
Λουκά 7,7]. Και δεν λέγει στην αρχή: «Πες
έναν λόγο» αλλά αρχικώς περιγράφει μόνο την ασθένεια· διότι ούτε περίμενε, λόγω της μεγάλης
ταπεινοφροσύνης του, αμέσως να συναινέσει ο Χριστός και να θελήσει να έλθει
στην οικία του. Για τον λόγο αυτόν μόλις άκουσε τους λόγους του Κυρίου: «Εγώ θα έλθω και θα τον θεραπεύσω», τότε
λέγει: «Πες μονάχα έναν λόγο». Ούτε
και η ασθένεια τού προξένησε σύγχυση, αλλά και μέσα στη συμφορά του φιλοσοφεί, προσέχοντας όχι τόσο στην υγεία του δούλου
του, όσο προς το να μη φανεί να πράττει τίποτε το ασεβές. Μολονότι, βέβαια,
δεν Τον εξανάγκασε να έλθει στην οικία του, αλλά ο Χριστός υποσχέθηκε αυτό, παρά ταύτα και πάλι φοβείται μην τυχόν
φανεί να υπερτιμά τη δική του αξία και να επισύρει εναντίον του βαρύ παράπτωμα.
Είδες τη σύνεσή του; Πρόσεξε και τη μωρία
των Ιουδαίων οι οποίοι λέγουν: «ἄξιός ἐστιν ᾧ παρέξει τοῦτο(:αξίζει να του κάνει τη χάρη αυτή που ζητά)» [Λουκά 7,4]. Διότι ενώ έπρεπε να προσφύγουν στη φιλανθρωπία του Ιησού, αυτοί όμως
προβάλλουν την αξία του εκατοντάρχου, και ούτε γνωρίζουν πώς πρέπει να
διατυπώσουν το αίτημά τους. Όμως δεν συμβαίνει το ίδιο με εκείνον· αλλά και
είπε ότι είναι ο ίδιος πολύ ανάξιος όχι μόνο να δεχτεί την ευεργεσία, αλλά και
να δεχτεί τον Κύριο στην οικία του. Για τον λόγο αυτόν και αφού είπε «ο δούλος μου είναι ασθενής» δεν πρόσθεσε
το «Πες», επειδή φοβήθηκε μήπως ήταν ανάξιος να δεχτεί τη δωρεά, αλλά ανέφερε
μόνο τη συμφορά. Όταν πάλι είδε τον Χριστό να δείχνει προθυμία, ούτε και
τότε προχώρησε με ορμή, αλλά και πάλι συγκρατείται μέσα στον χώρο της πρεπούσης
μετριοπάθειάς του.
Εάν
όμως κάποιος έλεγε: «Για ποιον λόγο δεν
ανταπέδωσε την τιμή ο Χριστός σε αυτόν;», θα μπορούσαμε να πούμε αυτό, ότι
του ανταπέδωσε και μάλιστα μεγάλη τιμή. Πρώτον μεν, με το ότι φανέρωσε την
πίστη του, πράγμα που κατεξοχήν έγινε φανερό από του ότι δεν μετέβη ο ίδιος
στην οικία του[πρβ. Ματθ.8,13 και Λουκά 7,10]. Δεύτερον δε, με το ότι τον
εισήγαγε στη βασιλεία και τον προτίμησε από όλο το ιουδαϊκό έθνος· διότι επειδή θεώρησε τον εαυτό του ανάξιο να
δεχτεί τον Χριστό στην οικία του, και άξιος κρίθηκε της βασιλείας των ουρανών
και πέτυχε τα καλά που απόλαυσε ο Αβραάμ.
«Και
γιατί», θα έλεγε κανείς, «και ο
λεπρός δεν επαινέθηκε αν και επέδειξε μεγαλύτερη πίστη από τον εκατόνταρχο;»
Διότι δεν είπε εκείνος: «Πες έναν λόγο»,
αλλά αυτό που ήταν πολύ μεγαλύτερο: «Θέλησε
μόνο»· πράγμα που ο Προφήτης λέγει για τον Πατέρα, ότι «ὁ δὲ Θεὸς ἡμῶν ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐν τῇ γῇ πάντα, ὅσα ἠθέλησεν, ἐποίησε(:ο Θεός μας όμως τόσο στον ουρανό, όσο
και στη γη, όλα όσα θέλησε τα έκανε και τίποτε δεν παρουσιάστηκε αδύνατο στη
θέλησή Του)» [Ψαλμ.113,11].
Αλλά και ο λεπρός επαινέθηκε από τον Χριστό. Διότι όταν λέγει «ὅρα μηδενὶ εἴπῃς, ἀλλὰ ὕπαγε σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ καὶ προσένεγκε τὸ δῶρον ὃ προσέταξε Μωσῆς εἰς μαρτύριον αὐτοῖς(:Πρόσεξε να μην πεις σε κανέναν το θαύμα της
θεραπείας σου, αλλά πήγαινε και δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα και πρόσφερε το
δώρο που έχει καθορίσει ο Μωυσής. Για να χρησιμεύσει η εξέτασή σου από τον
ιερέα και η προσφορά του δώρου σου ως μαρτυρία και απόδειξη στον ιερέα και
στους Ιουδαίους ότι και εσύ θεραπεύτηκες τελείως και εγώ δεν ήλθα να καταργήσω
τον νόμο”)»
[Ματθ.8,4], δεν λέγει τίποτε άλλο παρά αυτό, ότι «εσύ θα κατηγορήσεις αυτούς από όσους πίστεψες». Εξάλλου δεν ήταν το
ίδιο πράγμα να πιστέψει ένας Ιουδαίος και ένας εκτός του έθνους των Ιουδαίων· διότι
το ότι δεν ήταν Ιουδαίος ο εκατόνταρχος φαίνεται και από το ότι ήταν
εκατοντάρχης και από τα λόγια που είπε: «Ούτε
μεταξύ των Ισραηλιτών δεν βρήκα τόσο μεγάλη πίστη».
Και ήταν βέβαια, πολύ σπουδαίο πράγμα ένας άνθρωπος εκτός του ιουδαϊκού
έθνους να φτάσει σε τόσο υψηλή έννοια περί του Χριστού. Καθόσον, όπως εγώ
πιστεύω, φαντάστηκε τις ουράνιες
στρατιές ή ότι σε Αυτόν έτσι υποτάσσονται τα πάθη και ο θάνατος και όλα τα άλλα, όπως οι στρατιώτες
στον ίδιο τον εκατόνταρχο. Για τον λόγο αυτόν και έλεγε: «Διότι και εγώ που είμαι ένας άνθρωπος και είμαι κάτω από εξουσία»·
δηλαδή: «Εσύ είσαι Θεός, ενώ εγώ
άνθρωπος· εγώ είμαι υπό την εξουσία άλλων, ενώ εσύ δεν είσαι υπό εξουσία άλλων.
Εάν, λοιπόν, εγώ, που είμαι άνθρωπος και υπό εξουσίαν, μπορώ να κάνω τόσο
μεγάλα πράγματα, πολύ περισσότερο αυτός που είναι και Θεός και δεν είναι υπό
εξουσίαν άλλων». Θέλει δηλαδή, να Τον πείσει σε μεγάλο βαθμό, ότι δεν τα
λέγει όλα αυτά για να παρουσιάσει ένα παρόμοιο παράδειγμα, αλλά ότι ο Κύριος
υπερέχει σε μεγάλο βαθμό· διότι «εάν εγώ»,
λέγει, «που είμαι ισότιμος με αυτούς που
διατάσσω και που βρίσκομαι υπό εξουσία, όμως λόγω της μικρής αυτής υπεροχής της
αρχής μπορώ τόσο σπουδαία πράγματα να πράξω και δεν φέρει κανένας αντίρρηση,
αλλά αυτά που διατάζω, αυτά γίνονται, και αν ακόμη είναι διαφόρων ειδών τα
παραγγέλματα(διότι λέγω στον ένα «Πήγαινε» και πηγαίνει, και στον άλλο «Έλα»
και έρχεται), πολύ περισσότερα αυτός μπορεί να πράξει». Μερικοί πάλι
αναγιγνώσκουν ως εξής αυτό το χωρίο: «Διότι
εάν εγώ, που είμαι άνθρωπος» και θέτοντας σημείο στίξεως ανάμεσα
προσθέτουν: «έχω υπό την εξουσία μου
στρατιώτες».
Εσύ
όμως πρόσεξε, σε παρακαλώ, πως ο
εκατόνταρχος έδειξε ότι ο Ιησούς μπορεί να εξουσιάσει τον θάνατο σαν ένα δούλο
και να τον διατάσσει ως Δεσπότης του.
Διότι όταν λέγει: «Έλα» και έρχεται,
και «πήγαινε» και πηγαίνει, αυτό
εννοεί, ότι δηλαδή: «Αν διατάξεις να μην
έλθει ο θάνατος στον δούλο μου, δεν θα έλθει». Είδες κατά ποιον τρόπο ήταν
πιστός; Διότι αυτό που επρόκειτο
αργότερα να γίνει σε όλους φανερό, αυτό αυτός ήδη έκανε ολοφάνερο, ότι έχει
εξουσία και επί του θανάτου και επί της ζωής, και οδηγεί κάτω στις πύλες του
Άδου και ανεβάζει από εκεί. Και δεν έκανε λόγο μόνο περί στρατιωτών, αλλά
και περί δούλων, πράγμα που ήταν δείγμα μεγαλύτερης υπακοής. Αλλά όμως αν και
είχε τόσο μεγάλη πίστη, θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο ακόμη. Ο Χριστός όμως
δείχνοντας ότι είναι άξιος να εισέλθει στην οικία του, έκανε πολύ πιο μεγάλα
πράγματα, διότι και τον θαύμασε, και διακήρυξε την πίστη του, και του έδωσε
περισσότερα από αυτά που ζήτησε. Καθόσον ήλθε ζητώντας σωματική υγεία για τον
δούλο του και έφυγε αφού έλαβε τη βασιλεία των ουρανών.
Είδες ότι ήδη αποδεικνυόταν αληθινό το «ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν
δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται
ὑμῖν(:να ζητάτε πρώτα
απ’ όλα και πάνω απ’ όλα τα πνευματικά αγαθά της βασιλείας του Θεού και την
απόκτηση των αρετών που ο Θεός σας ζητά ως όρο για να σας χαρίσει τα αγαθά
αυτά. Και τότε αυτά τα επίγεια θα σας δοθούν μαζί με εκείνα)»; [Ματθ.6,33]. Διότι, επειδή επέδειξε
πολλή πίστη και ταπεινοφροσύνη και τον ουρανό τού έδωσε και την υγεία του
δούλου τού πρόσθεσε· και δεν τον τίμησε μόνο με αυτό, αλλά και με το να δείξει
ποιοι είναι εκείνοι που αποβάλλονται από τη βασιλεία των ουρανών και εισάγεται
αυτός. Καθόσον εξ αυτού πλέον καθιστά σε
όλους γνωστό, ότι σώζεται κανείς δια της πίστεως και όχι από τη φύλαξη των
διατάξεων του μωσαϊκού νόμου.
Για
τον λόγο αυτόν ακριβώς όχι μόνο στους Ιουδαίους, αλλά και στους εθνικούς θα
δοθεί αυτή η δωρεά ως βραβείο· και περισσότερο σε εκείνους, παρά σε αυτούς. «Διότι μη νομίσετε, βέβαια», λέγει, «ότι αυτό συνέβη αποκλειστικά και μόνο για
τον εκατόνταρχο, καθόσον αυτό θα συμβεί και σε όλη την οικουμένη». Αυτό
λοιπόν το έλεγε προφητεύοντας για τα έθνη και δίνοντας αγαθές ελπίδες σε
αυτούς. Καθόσον υπήρχαν πολλοί από τα μέρη της Γαλιλαίας όπου διέμεναν πολλοί
εθνικοί [πρβ.Ματθ.4,15, 18 και 8,1]. Αυτά
επίσης τα έλεγε για να προφυλάξει τους εθνικούς από την απογοήτευση και για να
εξυγιάνει το φρόνημα των Ιουδαίων. Για
να μην προσβάλουν τα λόγια Του αυτούς που Τον άκουγαν, και για να μη δώσει σε
αυτούς καμία αφορμή για κατηγορία, δεν ομιλεί προηγουμένως για τους εθνικούς,
παρά μόνο όταν έλαβε αφορμή από τον εκατόνταρχο, χωρίς, φυσικά, και πάλι να
αναφέρει καθαρά το όνομα των εθνικών.
Διότι
δεν είπε: «Πολλοί από τους εθνικούς»
αλλά «Πολλοί από την ανατολή και τη δύση»,
πράγμα που φανέρωνε το όνομα των εθνικών, δεν σκανδάλιζε όμως έτσι αυτούς που Τον
άκουγαν, διότι ήταν κεκαλυμμένος ο λόγος Του[βλ. Ματθ.8,11-12: «λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται
μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς
βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων(:σας διαβεβαιώνω λοιπόν ότι πολλοί σαν τον
εκατόνταρχο θα έλθουν από ανατολή και δύση, απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, και θα
καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στο ευφρόσυνο δείπνο της
βασιλείας των ουρανών· ενώ εκείνοι που κατάγονται από τον Αβραάμ και σύμφωνα με
τις επαγγελίες και υποσχέσεις του Θεού είναι κληρονόμοι της βασιλείας, θα
ριχθούν έξω απ’ αυτήν, στο σκοτάδι που είναι τελείως απομακρυσμένο από τη
βασιλεία του Θεού. Εκεί θα κλαίνε και θα τρίζουν τα δόντια τους”)»].
Και δεν καλύπτει μόνο με αυτόν τον τρόπο τη σκέψη ότι η διδασκαλία ήταν
μία καινοτομία, αλλά και με το ότι ανέφερε αντί της βασιλείας, τους κόλπους του
Αβραάμ. Διότι ούτε αυτό το όνομα ήταν γνωστό στους εθνικούς, και περισσότερο
πληγώνονταν οι Ιουδαίοι με το ότι αναφερόταν το όνομα του Αβραάμ. Για τον λόγο
αυτόν και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής δεν είπε τίποτε ευθέως περί γεέννης, αλλά είπε
αυτό που περισσότερο στενοχωρούσε αυτούς: «καὶ μὴ δόξητε
λέγειν ἐν ἑαυτοῖς,
πατέρα ἔχομεν
τὸν ᾿Αβραάμ· λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι δύναται ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων
τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ ᾿Αβραάμ(:και μη σας αρέσει να εξαπατάτε τον εαυτό σας και
να λέτε μέσα σας: “εμείς έχουμε πατέρα τον Αβραάμ”· διότι σας λέω ότι ο Θεός
έχει τη δύναμη και απ’ αυτές εδώ τις πέτρες να αναστήσει απογόνους του Αβραάμ)» [Ματθ.3,9]. Μαζί επίσης με αυτά φροντίζει
και για κάτι άλλο, το να μη νομιστεί,
δηλαδή, ότι είναι αντίθετος με τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης· διότι αυτός που
θαυμάζει τους πατριάρχες και ονομάζει τους κόλπους εκείνων τέλος των αγαθών, με
πολλή δύναμη αναιρεί και αυτήν την υποψία.
Κανείς λοιπόν ας μη νομίζει ότι στους λόγους
αυτούς η απειλή είναι μία· διότι είναι διπλή και στους Ιουδαίους η τιμωρία και
η ευφροσύνη στους εθνικούς. Στους μεν Ιουδαίους όχι επειδή εξέπεσαν της
βασιλείας των ουρανών, αλλά επειδή
εξέπεσαν από αυτήν που ήταν δική τους· στους εθνικούς δε όχι επειδή
απέκτησαν αγαθά απλώς, αλλά επειδή τα
απέκτησαν αυτά χωρίς να τα περιμένουν. Και ένα τρίτο που συνέβη μεταξύ
αυτών είναι ότι οι εθνικοί έλαβαν τα αγαθά που ανήκαν στους Ιουδαίους. Και «υιούς της βασιλείας» ονομάζει αυτούς για τους οποίους ήταν
προετοιμασμένη η βασιλεία των ουρανών· πράγμα που τους πλήγωνε κατεξοχήν.
Αφού λοιπόν τους έδειξε ότι σύμφωνα με την επαγγελία και την υπόσχεση
βρίσκονταν στους κόλπους του Αβραάμ, στη συνέχεια τους απομακρύνει. Έπειτα
επειδή αυτό που ελέχθη ήταν ασαφές, επιβεβαιώνεται
αυτό με το θαύμα· όπως ακριβώς
βέβαια, και τα θαύματα επαληθεύει με την προφητεία που ειπώθηκε σχετικά με
αυτά.
Αυτός
λοιπόν που δεν πιστεύει τη θεραπεία που συνέβη στον δούλο, τότε ας πιστέψει το
θαύμα εκείνο, καθόσον επαληθεύτηκε σήμερα η προφητεία του· διότι, και η
προφητεία έγινε πριν από το αποτέλεσμα φανερή σε όλους από το τότε θαύμα. Για
τον λόγο αυτόν, βέβαια, αφού
προηγουμένως προείπε αυτά, στη συνέχεια θεράπευσε τον παραλυτικό, για να γίνουν
πιστευτά τα μέλλοντα να συμβούν από τα παρόντα και το μικρότερο διαμέσου του
μεγαλύτερου· διότι το να απολαμβάνουν οι μεν ενάρετοι τα αγαθά, οι δε
αντίθεοι να υπομένουν τα λυπηρά, δεν φανερώνει τίποτε άλλο, αλλά ότι συνέβαινε
αυτό κατά τρόπο φυσικό και ήταν αποτέλεσμα των φυσικών νόμων· το να ενδυναμώσει όμως το σώμα του
παραλυτικού και να αναστήσει τον νεκρό[πρβ. Λουκά 7,2] ήταν κάτι μεγαλύτερο από φυσικό.
Αλλά όμως στη μεγάλη αυτήν και θαυμαστή
ενέργεια πρόσφερε πάρα πολλά και ο εκατόνταρχος· και ακριβώς αυτό θέλοντας να
δηλώσει και ο Χριστός έλεγε: «Πήγαινε και
ας σου γίνει όπως πίστεψες». Είδες
πώς διεκήρυξε η υγεία του δούλου και τη δύναμη του Χριστού και την πίστη του
εκατοντάρχου και επιβεβαίωσε αυτό που θα συνέβαινε στο μέλλον; Μάλλον δε όλα διεκήρυτταν τη δύναμη του Χριστού·
διότι δεν θεράπευσε μόνο το σώμα του δούλου, αλλά και την ψυχή του εκατοντάρχου
προσείλκυσε στην πίστη δια των θαυμάτων αυτών.
Εσύ όμως να μην προσέχεις μόνο αυτό, το ότι
δηλαδή πίστεψε αυτός και το ότι θεραπεύτηκε εκείνος, αλλά θαύμασε και την
ταχύτητα με την οποία συνέβησαν. Καθόσον για να δηλώσει αυτό ο ευαγγελιστής,
έλεγε: «Και θεραπεύτηκε ο δούλος του την
ίδια εκείνη στιγμή»· όπως ακριβώς λοιπόν είπε και στην περίπτωση του
λεπρού, ότι «Αμέσως καθαρίστηκε» [Ματθ.8,2]·
διότι όχι μόνο η θεραπεία, αλλά και το
ότι αυτή έγινε κατά τρόπο παράδοξο και εν ριπή οφθαλμού, φανέρωνε τη δύναμή Του.
Και δεν ωφελούσε μόνο με αυτήν, αλλά και με το ότι συνεχώς κατά την επίδειξη των θαυμάτων ανέπτυσσε λόγους περί της
βασιλείας των ουρανών και προσείλκυε όλους προς αυτήν· διότι και αυτούς που
απειλούσε ότι θα τους εκβάλει, τους απειλούσε όχι για να τους εκβάλει, αλλά για
να τους προσελκύσει προς αυτήν, εκφοβίζοντας αυτούς με τους λόγους.
Εάν
όμως ούτε και έτσι δεν ωφελούνταν, αυτών είναι όλη η ευθύνη και όλων εκείνων
που πάσχουν από την ίδια ασθένεια· διότι αυτό θα έβλεπε κανείς να συμβαίνει όχι
μόνο μεταξύ των Ιουδαίων, αλλά και μεταξύ αυτών που πίστεψαν στον Χριστό. Διότι
και ο Ιούδας ήταν υιός της βασιλείας και άκουσε μαζί με τους μαθητές: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ(:Αληθινά σας λέω ότι εσείς που με ακολουθήσατε,
όταν ξαναγεννηθεί ο κόσμος και θα έχει συντελεσθεί η ανάσταση των νεκρών, οπότε
θα καθίσει ο υιός του ανθρώπου σε θρόνο λαμπρό, αντάξιο της δόξας Του, θα
καθίσετε κι εσείς σε δώδεκα θρόνους δικάζοντας τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ)» [Ματθ.19,28], αλλά έγινε υιός της γεέννης·
ο Αιθίοπας [πρβ. Πράξ.8,26-39] όμως, αν και ήταν βάρβαρος [:δηλαδή ειδωλολάτρης, εθνικός] άνθρωπος και από αυτούς που κατάγονταν
από την ανατολή και τη δύση, θα απολαύσει στεφάνους μαζί με τον Αβραάμ, τον
Ισαάκ και τον Ιακώβ.
Αυτό συμβαίνει σήμερα και σε μας. Διότι λέγει: «Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι(:πολλοί μάλιστα που είναι στον κόσμο αυτό πρώτοι,
θα είναι στον άλλο κόσμο τελευταίοι, και πολλοί τελευταίοι θα είναι εκεί πρώτοι)» [Ματθ.19,30]. Και αυτό το λέγει, ώστε και οι αμαρτωλοί να μη χάνουν το
θάρρος τους, με τη σκέψη ότι τάχα δεν μπορούν να επιστρέψουν στον Θεό και οι
πιστοί να μην παίρνουν θάρρος, ότι τάχα είναι αμετακίνητοι. Αυτό
διακηρύττοντας και ο Ιωάννης προηγουμένως έλεγε: «Μπορεί ο Θεός και από αυτούς
τους λίθους να αναστήσει τέκνα για τον Αβραάμ» [Ματθ.3,9]. Επειδή, δηλαδή,
επρόκειτο αυτό να συμβεί, προλέγεται προ πολλού χρόνου, ώστε κανείς να μη
θορυβηθεί από το παράξενο του πράγματος. Αλλά εκείνος μεν λέγει αυτό ως κάτι
που ενδεχομένως να συμβεί· διότι προηγήθηκε του Χριστού· ο Χριστός όμως ως κάτι που θα συμβεί οπωσδήποτε,
παρέχοντας την απόδειξη από τις πράξεις Του.
Ας μην έχουμε λοιπόν στον εαυτό μας μεγάλη
εμπιστοσύνη εμείς οι πιστοί, αλλά να λέμε στους εαυτούς μας: «Ὥστε ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μὴ πέσῃ(:από τα διδακτικά λοιπόν αυτά παραδείγματα
της ιστορίας του Ισραήλ, βγαίνει το συμπέρασμα ότι όποιος έχει την ιδέα ότι
στέκεται καλά στα πόδια του, ας προσέχει μην πέσει όπως έπεσαν και οι
Ισραηλίτες που ανέφερα)»
[Α΄Κορ.10,12]. Ούτε να καταλαμβανόμαστε από απόγνωση όσοι πέφτουμε, αλλά να
λέμε στους εαυτούς μας: «Ὅτι
τάδε λέγει Κύριος· μὴ ὁ πίπτων οὐκ ἀνίσταται; ἢ ὁ ἀποστρέφων οὐκ ἀναστρέφει;(:διότι
αυτά λέγει ο Κύριος: Μήπως αυτός που πέφτει, δεν σηκώνεται, ή μήπως εκείνος που
έχασε τον δρόμο του και πλανήθηκε δεν προσπαθεί να τον βρει πάλι και να
επιστρέψει;)» [Ιερ.8,4].
Καθόσον
πολλοί αν και ανέβηκαν σε αυτήν την κορυφή του ουρανού και επέδειξαν όλη την
υπομονή, και μολονότι κατέλαβαν τις ερήμους και δεν είδαν ούτε στο όνειρό τους
γυναίκα, επειδή προς στιγμή έδειξαν
οκνηρία παραγκωνίστηκαν και έπεσαν σε αυτό το βάραθρο της κακίας. Άλλοι δε
πάλι από εκεί, ανέβηκαν στον ουρανό, και από το θέατρο και την ορχήστρα
μεταπήδησαν προς την αγγελική πολιτεία· και
τόση αρετή επέδειξαν, ώστε να εκδιώξουν δαίμονες και να κάνουν πολλά άλλα
παρόμοια θαύματα. Και οι μεν Γραφές είναι γεμάτες από αυτούς, η δε ζωή μας
είναι γεμάτη από αυτά τα παραδείγματα. Έτσι και πόρνοι και ασήμαντοι κλείνουν
τα στόματα των Μανιχαίων[Μανιχαίοι:
ήσαν οπαδοί της θρησκείας του εκ Περσίας Μάνεντος, η οποία προήλθε από την
περσική δυαρχία του φωτός και του σκότους, όπου απέδιδε αντίστοιχα το αγαθό και
το κακό. Αργότερα προσέλαβε και στοιχεία από τον Χριστιανισμό], οι
οποίοι λένε ότι η κακία είναι ακίνητη και βρίσκονται υπό την κυριαρχία του
διαβόλου, και παραλύουν τα χέρια αυτών που θέλουν να αγωνιστούν για το καλό και
ανατρέπουν έτσι όλη τη ζωή· διότι αυτοί που πιστεύουν σε αυτά και τα μεταδίδουν
δεν βλάπτουν μόνο ως προς τα μελλοντικά αγαθά, αλλά και εδώ όλα τα κάνουν
άνω-κάτω, όσο βέβαια, εξαρτάται από αυτούς· διότι πότε κανείς από αυτούς που ζουν στην κακία θα φροντίσει για την αρετή,
όταν πιστεύει ότι είναι αδύνατη η επάνοδος προς εκείνη και η μεταβολή προς το
καλύτερο; Διότι εάν τώρα που υπάρχουν και νόμοι, και απειλές περί τιμωριών,
και δόξα που διεγείρει τους περισσότερους, και γέενα του πυρός αναμενόμενη, και
βασιλεία των ουρανών που μας έχει υποσχεθεί, και ονειδίζονται οι κακοί ενώ
εγκωμιάζονται οι καλοί, μόλις και μετά δυσκολίας μερικοί προτιμούν τους ιδρώτες
υπέρ της αρετής, εάν όλα αυτά τα αφαιρέσεις, ποιο είναι εκείνο που θα εμποδίσει
να χαθούν όλα και να διαφθαρούν;
Αφού λοιπόν συνειδητοποιήσουμε τη διαβολική
κακουργία και ότι όλοι αυτοί που επιχειρούν να νομοθετούν την περί της
ειμαρμένης[ειμαρμένη: έτσι
καλούνταν η τύχη του κάθε ανθρώπου στον κόσμο με όλες τις περιπέτειές της· με
άλλα λόγια η αναπότρεπτη μοίρα, το πεπρωμένο· επίσης καλούνταν έτσι και η
προσωποποιημένη υπέρτατη δύναμη που κυβερνά τη φύση και ρυθμίζει τις πράξεις
των ανθρώπων. Η πίστη στη ειμαρμένη καλείται «μοιροκρατία», έναντι της οποίας ο
Χριστιανισμός αντιτάσσει την πίστη στην πρόνοια του Θεού, κατά την οποία τίποτε
δεν συμβαίνει τυχαίως, αλλά τα πάντα βρίσκονται υπό την προστασία του Θεού και
μάλιστα η ανθρώπινη ύπαρξη]
διδασκαλία αντιτίθενται και προς τους μη Χριστιανούς νομοθέτες και προς τους
νόμους του Θεού και προς τη λογική της φύσεως και προς την κοινή αντίληψη όλων
γενικώς των ανθρώπων και προς αυτούς τους βαρβάρους, δηλαδή, και προς τους
Σκύθες και τους Θράκες, ας επαγρυπνούμε,
αγαπητοί μου, και αφού αποφύγουμε όλους εκείνους και ας βαδίζουμε και με θάρρος
και με φόβο δια της στενής εκείνης οδού. Με φόβο μεν εξαιτίας των γκρεμών που υπάρχουν και από τα δύο μέρη, με
θάρρος δε επειδή προηγείται από εμάς
ο Ιησούς. Ας βαδίζουμε με πνευματική διαύγεια και άγρυπνοι.
Επειδή
έστω και λίγο να νυστάξει κανείς αμέσως θα καταποντιστεί. Διότι δεν είμαστε
προσεκτικότεροι από τον Δαβίδ, ο οποίος επειδή έδειξε αμέλεια μόνο για λίγο,
κατακρημνίστηκε μέσα σε αυτό το βάραθρο της αμαρτίας. Αλλά αμέσως σηκώθηκε. Μη βλέπεις
λοιπόν μόνο το ότι αμάρτησε, αλλά και το ότι απέπλυνε την αμαρτία του.
Διότι η Γραφή ακριβώς γι΄αυτό περιέλαβε αυτήν την ιστορία, όχι για να
πληροφορηθείς την πτώση του, αλλά για να θαυμάσεις την ανόρθωσή του· για να διδαχτείς πως πρέπει να σηκώνεσαι
όταν συμβεί να πέσεις. Διότι όπως ακριβώς οι ιατροί, αφού εκλέξουν τα
φοβερότερα από τα νοσήματα, τα γράφουν στα βιβλία και διδάσκουν τη μέθοδο της
θεραπείας τους, ώστε με το να είναι ασκημένοι στα βαρύτερα να μπορούν εύκολα να
θεραπεύονται από τα ελαφρότερα, έτσι, βέβαια, και ο Θεός τα μεγαλύτερα από τα
αμαρτήματα τα απεκάλυψε για να μπορούν, μέσω αυτών, να επιτύχουν εύκολα τη
διόρθωση των μικρών πταισμάτων τους· διότι εάν θεραπεύτηκαν εκείνα, πολύ
περισσότερο θα θεραπευτούν τα μικρότερα.
Ας δούμε λοιπόν και πώς αμάρτησε και πώς θεραπεύτηκε
ο μακάριος εκείνος Δαβίδ. Ποια λοιπόν ήταν η αρρώστιά του; Μοίχευσε και
φόνευσε. Διότι δεν αισθάνομαι ντροπή διακηρύσσοντας αυτά με δυνατή φωνή. Διότι
εάν το Πνεύμα το άγιο δεν θεώρησε ντροπή να παραθέσει όλη αυτήν την ιστορία[πρβ.
Β΄Βασ.11-12], πολύ περισσότερο ούτε εμείς πρέπει να την επισκιάζουμε. Για τον
λόγο αυτόν ακριβώς δεν διακηρύσσω μόνο αυτά αλλά προσθέτω και κάτι άλλο. Ότι
δηλαδή, όσοι αποκρύπτουν αυτά, αυτοί
κατεξοχήν επικαλύπτουν την αρετή εκείνου· και όπως ακριβώς αυτοί που
αποσιωπούν τον πόλεμο του Γολιάθ, τον αποστερούν όχι από μικρά στεφάνια, το
ίδιο πράττουν και αυτοί που παραλείπουν αυτήν την ιστορία.
Δεν φαίνεται, λοιπόν, ότι είναι παράξενο αυτό
που ειπώθηκε; Δείξτε όμως λίγη υπομονή και τότε θα διαπιστώσετε ότι αυτά
δικαίως ειπώθηκαν. Διότι για τον λόγο αυξάνω το αμάρτημα και κάνω πιο παράδοξο
τον λόγο μου, για να παρασκευάσω τα φάρμακα με περισσότερη αφθονία. Ποιο λοιπόν
είναι αυτό που προσθέτω; Την αρετή του ανδρός, πράγμα που κάνει μεγαλύτερο και
το αμάρτημα. Διότι σε όλες τις περιπτώσεις δεν κρίνονται όλα κατά όμοιο τρόπο·
διότι, λέγει: «ὁ γὰρ ἐλάχιστος συγγνωστός ἐστιν ἐλέους, δυνατοὶ δὲ δυνατῶς ἐτασθήσονται(:διότι ο άσημος και ο αφανής στον οποίο δεν
δόθηκε καμία εξουσία και κανένα αξίωμα, είναι άξιος της συγνώμης και του ελέους
του Θεού. Αυτοί όμως που έλαβαν δύναμη και εξουσία, θα κριθούν με αυστηρότητα)» [Σοφ. Σολ. 6,6]· και· «ἐκεῖνος δὲ ὁ δοῦλος, ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ καὶ μὴ ἑτοιμάσας μηδὲ ποιήσας πρὸς τὸ θέλημα αὐτοῦ, δαρήσεται πολλάς(: και γενικότερα για
κάθε δούλο ισχύει αυτός ο κανόνας: “Εκείνος ο δούλος που γνώρισε το θέλημα του
κυρίου του και δεν ετοίμασε ούτε έκανε αυτό που θέλει ο κύριός του, θα δεχθεί
πολλές μαστιγώσεις και θα τιμωρηθεί αυστηρά, διότι συνειδητά παρέβη το θέλημα
του κυρίου του”)»
[Λουκά 12,47]. Ώστε η περισσότερη γνώση
γίνεται αιτία για μεγαλύτερη τιμωρία. Και ακριβώς γι΄αυτό εάν ιερέας
επρόκειτο να διαπράξει τα ίδια αμαρτήματα με το ποίμνιό του, δεν θα τιμωρηθεί
το ίδιο, αλλά πολύ φοβερότερα. Ίσως όμως, βλέποντας να αυξάνει η κατηγορία, να
τρέμετε και να φοβάστε και να με εκλαμβάνετε κατάπληκτοι ως κάποιον που βαδίζει
κατευθείαν στον γκρεμό. Αλλά όμως εγώ έχω τόση εμπιστοσύνη στην αρετή του
δικαίου που με κάνει να προχωρώ πιο πέρα· διότι όσο θα αυξήσω το αμάρτημα, τόσο
περισσότερο σπουδαίο θα μπορέσω να παρουσιάσω το εγκώμιο του Δαβίδ.
Θα ρωτήσει κάποιος:«Τι παραπάνω
από αυτά μπορείς να αναφέρεις;». Και βέβαια υπάρχουν πάρα πολλά· διότι όπως
ακριβώς στην περίπτωση του Κάιν αυτό που συνέβη δεν ήταν απλός φόνος, αλλά και
από πολλούς φόνους χειρότερο, επειδή δεν φόνευσε ξένο, αλλά τον αδελφό του, και
αδελφό μάλιστα που δεν τον είχε αδικήσει, αλλά είχε αδικηθεί, και όχι μετά από
πολλούς φονιάδες, αφού πρώτος εφηύρε αυτός το βδέλυγμα, έτσι, βέβαια, και εδώ
δεν ήταν μόνο φόνος το εγχείρημα· διότι δεν ήταν κάποιος τυχαίος ο άνδρας που
έπραξε αυτό, αλλά προφήτης· και δεν φονεύει αυτόν που είχε αδικήσει, αλλά αυτόν
που είχε αδικηθεί· διότι πράγματι τον είχε αδικήσει κατά τρόπο θανάσιμο, διότι
του άρπαξε τη γυναίκα του· αλλά όμως μετά από εκείνο πρόσθεσε και τον φόνο.
Βλέπετε πως δεν λυπήθηκα το δίκαιο; Πως
περιέγραψα τα αμαρτήματά του χωρίς κανένα περιορισμό; Αλλά όμως έχω τόση πεποίθηση
στην απολογία, ώστε μετά από το τόσο βάρος του αμαρτήματος θα ήθελα να
παρευρίσκονται εδώ και οι Μανιχαίοι, που αυτοί κυρίως διακωμωδούν όλα αυτά,
καθώς και οι πλανημένοι οπαδοί του Μαρκίωνος[Μαρκίων: μέγας αιρεσιάρχης, που καταγόταν από τη
Σινώπη του Πόντου, υιός επισκόπου και υπήρξε μαθητής του Βασιλείδου. Έζησε τον
2ο αιώνα και υπήρξε μέγας γνωστικός. Δίδασκε ότι ο ύψιστος αγαθός
Θεός της Παλαιάς Διαθήκης έστειλε τον υιό Του τον Χριστό, για να απαλλάξει τον
άνθρωπο από την τυραννία του δεύτερου Θεού, του δημιουργού του κόσμου. Ο
Χριστός είχε κατ’αυτόν φαινομενικό σώμα. Απέρριπτε την Παλαιά Διαθήκη και από
την Καινή δεχόταν το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο και 10 επιστολές, πλην των
Ποιμαντικών και της προς Εβραίους],
για να τους κλείσω τελείως τα στόματα. Διότι εκείνοι μεν λέγουν ότι φόνευσε και
μοίχευσε ο Δαβίδ, εγώ όμως λέγω όχι μόνο αυτό, αλλά διπλό φανέρωσα τον φόνο και
από το ότι φονεύτηκε ο αδικημένος και από την ποιότητα του προσώπου που
διέπραξε τον φόνο.
Διότι δεν είναι το ίδιο πράγμα, αυτός που
αξιώθηκε να λάβει το Πνεύμα και έτυχε τόσων πολλών ευεργεσιών και είχε το κύρος
και βρισκόταν σε τέτοια ηλικία να διαπράττει παρόμοια πράγματα με εκείνον που
δεν έχει κανένα από όλα αυτά τα πλεονεκτήματα. Αλλά όμως κυρίως ως προς αυτό είναι αξιοθαύμαστος ο γενναίος εκείνος άνδρας, ότι,
αν και κατέπεσε σε αυτόν τον πυθμένα της κακίας, δεν έχασε το θάρρος του, ούτε
κατελήφθη από απόγνωση, ούτε άφησε τον εαυτό του πεσμένο, αν και δέχτηκε
θανατηφόρο πλήγμα παρά του διαβόλου, αλλά ταχέως, μάλλον δε ευθέως και με πολλή
σφοδρότητα έδωσε περισσότερο θανατηφόρο πλήγμα από αυτό που δέχτηκε. Και
συνέβη εδώ το ίδιο με εκείνο που συμβαίνει στον πόλεμο και κατά την ώρα της
μάχης, όταν κάποιος βάρβαρος καρφώσει το δόρυ του στην καρδιά κάποιου γενναίου
στρατιώτη ή του ρίξει βέλος στο ήπαρ και έτσι του προσθέσει δεύτερο τραύμα
περισσότερο θανατηφόρο από το πρώτο, και μολονότι είναι πεσμένος και βρέχεται
με πολύ αίμα από όλα τα μέρη αυτός που δέχτηκε αυτά τα φοβερά πλήγματα, ξαφνικά
σηκώνεται και ρίχνει δόρυ εναντίον εκείνου που τον τόξευσε και τον αφήνει
ευθέως νεκρό στο πεδίο της μάχης. Έτσι βεβαίως και εδώ, όσο μεγαλύτερη ήθελες να παρουσιάσεις την πληγή, τόσο περισσότερο
αξιοθαύμαστη παρουσιάζεις την ψυχή εκείνου που επλήγη, επειδή βρήκε τη δύναμη
μετά το βαρύ αυτό τραύμα, και να σηκωθεί και να λάβει θέση στη γραμμή της
πολεμικής φάλαγγας και να καταβάλει αυτόν που τον πλήγωσε.
Πόσο μεγάλο επίσης είναι αυτό το
γνωρίζουν προπαντός όσοι υποπίπτουν σε βαριές αμαρτίες· διότι δεν είναι το
ίδιο πράγμα μία γενναία και νεανική ψυχή να βαδίζει ορθά και να τρέχει
διαρκώς(διότι μια τέτοια ψυχή έχει ως συνοδοιπόρο την αγαθή ελπίδα που την
αλείφει, τη διεγείρει, την ενδυναμώνει και την κάνει περισσότερο πρόθυμη), και
μία ψυχή που μετά από τα αμέτρητα βραβεία και τις νίκες να υποστεί τη χειρότερη
ζημία και να μπορέσει πάλι να συνεχίσει τους ίδιους αγώνες. Και για να γίνει
περισσότερο σαφές αυτό που λέγω, θα προσπαθήσω να σας παρουσιάσω και άλλο
παράδειγμα όχι κατώτερο από το προηγούμενο. Σκέψου λοιπόν κάποιον κυβερνήτη που
διήλθε μύρια πελάγη, μετά τον διάπλου ολόκληρης της θάλασσας, μετά τις πολλές
τρικυμίες και τους σκοπέλους και τα κύματα, επειδή είχε πολύ φορτίο, να
καταβυθίζεται σε αυτήν την είσοδο του λιμένος και να διασώζεται μόλις και μετά
βίας από το φοβερό αυτό ναυάγιο με γυμνό το σώμα. Ποια θα μπορούσε να είναι η
διάθεσή του για τη θάλασσα, τη ναυτιλία και τους πόνους γενικότερα αυτού του
είδους; Άραγε θα θελήσει ποτέ αυτός ο άνθρωπος, εάν δεν έχει πάρα πολύ γενναία
ψυχή, να αντικρύσει θάλασσα ή πλοίο ή λιμένα; Εγώ τουλάχιστον νομίζω όχι· αλλά
ξαπλωμένος στο κρεβάτι και σκεπασμένος θα βλέπει την ημέρα σαν τη νύκτα,
εγκαταλείποντας και λησμονώντας τα πάντα. Και μάλλον θα προτιμήσει να ζει ως
επαίτης παρά να πλησιάσει αυτούς τους πόνους. Όμως δεν ήταν τέτοιος ο μακάριος
αυτός Δαβίδ· αλλά μολονότι υπέστη τέτοιο
ναυάγιο, μετά από τους μύριους εκείνους πόνους και ιδρώτες δεν έμεινε
σκεπασμένος στο κρεβάτι του, αλλά και το πλοίο έριξε στη θάλασσα, και αφού
άνοιξε τα πανιά και έπιασε το πηδάλιο στα χέρια του επιχείρησε τους ίδιους
πόνους και πάλι συγκέντρωσε περισσότερο πνευματικό πλούτο.
Εάν λοιπόν το να παραμένει κανείς ασάλευτος
και το να μη μένει πεσμένος, όταν πέσει, είναι τόσο άξιο θαυμασμού, πόσους
στεφάνους δεν θα άξιζε το να σηκωθεί και να πράξει παρόμοια κατορθώματα; Και
βέβαια, πολλά ήσαν εκείνα που τον
οδήγησαν σε απόγνωση. Και πρώτα-πρώτα, το μέγεθος του αμαρτήματος· δεύτερον
το ότι δεν συνέβη αυτό στην αρχή της ζωής του, τότε που ήσαν περισσότερες και
οι ελπίδες, αλλά συνέβη να τα πάθει αυτά προς το τέλος της ζωής του. Διότι ούτε
ο έμπορος, που ναυαγεί μόλις εξέλθει από τον λιμένα, λυπάται κατά όμοιο τρόπο
με εκείνον που προσκρούει σε σκόπελο μετά από μύρια ταξίδια. Τρίτον, το ότι
έπαθε αυτό ενώ ήδη είχε συγκεντρώσει πολύ πλούτο. Καθόσον τότε δεν ήσαν μικρά
τα φορτία που ήσαν υπό την εξουσία του· όπως επί παραδείγματι τα όσα συνέβησαν
κατά τη νεανική ηλικία του όταν ήταν βοσκός· τα συμβάντα στον αγώνα του κατά
του Γολιάθ, όταν έστησε το λαμπρό εκείνο τρόπαιο, και η μεγαλοψυχία την οποία
έδειξε στον Σαούλ. Διότι πράγματι επέδειξε την ευαγγελική μακροθυμία, διότι τον
ευσπλαχνιζόταν συνεχώς, αν και μύριες φορές είχε συλλάβει στα χέρια του τον
εχθρό· και προτίμησε μάλλον να χάσει την πατρίδα του και την ελευθερία του και
αυτήν τη ζωή του παρά να φονεύσει αυτόν που τον επιβουλεύτηκε άδικα. Και μετά
τη βασιλεία δε δεν ήσαν μικρά τα κατορθώματά του. Μαζί δε με τα όσα ελέχθησαν
και η εκτίμηση των περισσότερων ανθρώπων προς αυτόν και το ότι εξέπεσε από το
μεγαλείο του, του προκαλούσαν ασφαλώς πολλή ταραχή. Διότι ούτε η πορφύρα τού
έδινε τόση χαρά, όσο τον ντρόπιαζε η κηλίδα της αμαρτίας.
Γνωρίζετε
όμως οπωσδήποτε πόσο τρομερό πράγμα είναι να διασύρονται τα αμαρτήματα και ότι χρειάζεται ένας τέτοιος άνθρωπος να έχει
μεγάλη ψυχή, ώστε, μετά την κατηγορία του πλήθους και τους τόσους πολλούς
μάρτυρες των παραπτωμάτων του που είχε να μην περιέλθει σε αληθινή απόγνωση.
Αλλά όμως όλα αυτά τα βέλη της ψυχής, αφού τα έσυρε έξω ο γενναίος εκείνος
άνδρας, τόσο έλαμψε στη συνέχεια, τόσο απέπλυνε την κηλίδα και τόσο καθαρός
έγινε, ώστε να παρηγορούνται οι απόγονοί του μετά τον θάνατό του για τα
αμαρτήματά τους· και αυτό ακριβώς που λεγόταν για τον Αβραάμ φαίνεται να το
λέγει ο Θεός και γι’αυτόν· μάλλον δε πολύ περισσότερο γι’αυτόν. Διότι στην περίπτωση
του Πατριάρχου λέγει ότι «καὶ εἰσήκουσεν
ὁ Θεὸς τὸν στεναγμὸν αὐτῶν, καὶ ἐμνήσθη ὁ Θεὸς τῆς διαθήκης αὐτοῦ τῆς πρὸς Ἁβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ(:και ο Θεός άκουσε τους στεναγμούς τους και
θυμήθηκε τη διαθήκη που έκανε με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, στην
οποία υποσχέθηκε ότι θα προστατεύσει τον λαό Του)Θ» [πρβ. Έξ.2,24], εδώ όμως λέγει όχι της
διαθήκης, αλλά τι; «Ὑπερασπιῶ ὑπὲρ τῆς πόλεως ταύτης τοῦ σῶσαι αὐτὴν δι᾿ ἐμὲ καὶ διὰ Δαυὶδ τὸν παῖδά μου(:θα υπερασπιστώ την πόλη αυτή για να τη
σώσω εξαιτίας της αγαθότητας και της φιλανθρωπίας μου και για χάρη του δούλου
μου του Δαβίδ)»
[Ησ. 37,35].
Και τον Σολομώντα επίσης εξαιτίας της εύνοιάς του προς εκείνον δεν τον
άφησε να εκπέσει της βασιλείας του, αν και διέπραξε τόσο μεγάλη αμαρτία. Και
τόσο μεγάλη υπήρξε η δόξα του ανδρός, ώστε ο Πέτρος μετά από τόσα χρόνια
ομιλώντας προς τους Ιουδαίους να λέγει τα εξής: «Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐξὸν εἰπεῖν μετὰ παῤῥησίας πρὸς ὑμᾶς περὶ τοῦ πατριάρχου
Δαυΐδ ὅτι καὶ ἐτελεύτησε καὶ ἐτάφη καὶ τὸ μνῆμα αὐτοῦ ἐστιν ἐν ἡμῖν ἄχρι τῆς ἡμέρας ταύτης(:άνδρες αδελφοί,
ας μου επιτραπεί να σας πω ελεύθερα για τον πατριάρχη Δαβίδ, ο οποίος είπε την προφητεία
αυτή, ότι αυτός και πέθανε και ενταφιάστηκε, και το μνημείο του είναι ανάμεσά
μας εδώ στα Ιεροσόλυμα μέχρι σήμερα. Δεν εφαρμόζεται λοιπόν η προφητεία αυτή
στον Δαβίδ, που παραμένει νεκρός και θαμμένος μέχρι σήμερα)»[Πράξ.2,29].
Αλλά
και ο Χριστός, ομιλώντας προς τους Ιουδαίους, παρουσιάζει αυτόν ότι αξιώθηκε,
μετά την αμαρτία του, να λάβει τόση δωρεά του Αγίου Πνεύματος, ώστε να αξιωθεί
να προφητεύσει πάλι και δια τη δική Του θεότητα· και κλείνοντας τα στόματα
αυτών εξ αυτού του γεγονότος έλεγε: «λέγει αὐτοῖς· πῶς οὖν Δαυῒδ ἐν Πνεύματι Κύριον αὐτὸν καλεῖ λέγων, εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου;(: τους λέει: Πώς
λοιπόν ο Δαβίδ εμπνεόμενος από το Άγιον Πνεύμα τον ονομάζει Κύριο, όταν λέει˙”Είπε
ο Κύριος και Θεός στον Κύριό μου Χριστό: Κάθισε στο θρόνο μου στα δεξιά μου,
ωσότου θέσω τους εχθρούς σου σαν υποστήριγμα που θα ακουμπούν και θα πατούν
επάνω τα πόδια σου”. Αλλά οι παππούδες δεν ονομάζουν ποτέ κυρίους τους τα
εγγόνια τους και τα δισέγγονά τους. Ούτε στέκει ποτέ να προσφωνούν οι πρόγονοι
τους απογόνους τους κυρίους)»
[Ματθ.22,43-44]. Και ακριβώς αυτό που συνέβη με τον Μωυσή αυτό συνέβη και με
τον Δαβίδ. Διότι όπως ακριβώς τη Μαρία,
εν αγνοία του Μωυσή, την τιμώρησε ο Θεός εξαιτίας της ύβρεώς της προς τον αδελφό της, επειδή αγαπούσε πάρα
πολύ τον άγιο, έτσι και τον Δαβίδ όταν κινδύνευσε από τον υιό του αμέσως τον
βοήθησε, και μάλιστα χωρίς τη θέλησή του.
Είναι
λοιπόν αρκετά και αυτά, μάλλον δε αυτά είναι περισσότερο ικανά από τα άλλα-για
να δείξουν την αρετή του ανδρός. Διότι όταν ο Θεός αποφασίζει, δεν χρειάζεται
πλέον να εξετάζει κανείς το θέμα. Εάν όμως θέλετε να γνωρίσετε και τα επιμέρους
της ευσέβειας του Δαβίδ, μπορείτε να εξετάσετε λεπτομερώς την ιστορία που
περιγράφει τη ζωή του μετά την αμαρτία του, όπου θα δείτε την παρρησία του προς τον Θεό, την εύνοια του Θεού προς αυτόν, την
πρόοδό του στην αρετή και την κατά τις τελευταίες ημέρες της ζωή του ευσέβειά
του [βλ. Α΄, Β΄και Γ΄Βασ. 1-2. Α΄και Β΄Παραλ., Ψαλμούς, Ρουθ].
Έχοντας λοιπόν υπόψη αυτά τα παραδείγματα, ας
διατηρούμε την πνευματική μας διαύγεια και ας προσπαθούμε να μην πέφτουμε στο
βάραθρο της αμαρτίας. Εάν όμως ποτέ
πέσουμε, να μην παραμένουμε κατάκοιτοι· διότι ούτε σας ανέφερα τα αμαρτήματα
του Δαβίδ για να σας κάνω να είστε αδιάφοροι, αλλά για να σας εμβάλω
περισσότερο φόβο. Διότι εάν εκείνος ο δίκαιος, επειδή αδιαφόρησε λίγο
μονάχα, δέχτηκε τέτοιου είδους τραύματα, τι θα πάθουμε εμείς που καθημερινά
αμελούμε; Μην προσέξεις, λοιπόν, μόνο το
ότι έπεσε και αδιαφορήσεις, αλλά σκέψου και πόσα έπραξε στη συνέχεια, πόσους
θρήνους επέδειξε, πόση μετάνοια, το ότι πρόσθεσε στις ημέρες και τις νύκτες,
τις πηγές των δακρύων που έχυσε, το λούσιμο της κλίνης του με τα δάκρυά του, και
επιπλέον τον σάκκο της μετανοίας που περιεβλήθη. Εάν δε εκείνος είχε ανάγκη
από τόσο μεγάλη επιστροφή, πότε θα μπορέσουμε να σωθούμε εμείς, που
εξακολουθούμε να είμαστε αναίσθητοι μετά από τόσα αμαρτήματα; Διότι αυτός που
έχει πολλά κατορθώματα, εύκολα θα μπορούσε με αυτά να καλύψει τα αμαρτήματά
του, ο γυμνός όμως από έργα αρετής, όπου
και αν δεχτεί το βέλος, η πληγή που δέχεται είναι θανατηφόρος.
Για να μη συμβεί λοιπόν αυτό, ας οπλίσουμε
τους εαυτούς μας με αγαθά έργα, και αν συμβεί κάποιο αμάρτημα, ας το
αποπλύνουμε, ώστε να αξιωθούμε, αφού
ζήσουμε τον παρόντα βίο μας εις δόξαν του Θεού, να απολαύσουμε και τη
μέλλουσα ζωή, την οποία είθε να συμβεί να επιτύχουμε όλοι μας, δια της χάριτος
και της φιλανθρωπίας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα και
η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
·
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα
στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΚΣΤ΄,πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο
Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 10, σελίδες 170-215.
·
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων,
Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 65, σελ. 38-61.
·
Π. Τρεμπέλα, Η
Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ»,
έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
·
Η Καινή
Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα,
εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
·
Η Παλαιά
Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις
του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή»,
έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
·
Η Παλαιά
Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης
Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
·
Π.Τρεμπέλα,
Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση
στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις
αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
·
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm