Η Ανωτάτη
Συνομοσπονδία Πολυτέκνων Ελλάδος (ΑΣΠΕ), σε Υπόμνημά της στην Επιτροπή
Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής (373/1-6-2020) επ’ ευκαιρία της ψήφισης του
νέου νόμου για την εκπαίδευση, εκθέτει τις απόψεις της, μεταξύ άλλων, και για
το θέμα της εισαγωγής της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στα σχολεία (στο
Παράρτημα 4ο). Αξίζει να τις διαβάσει κανείς, καθώς αναφέρονται με πληρότητα
στο θέμα.
Η ΑΣΠΕ, αφού
αναφέρεται σε δηλώσεις του Πρωθυπουργού για “σωστή ενημέρωση” των
παιδιών και “διαχείριση των σεξουαλικών τους προτιμήσεων με τρόπο που
δεν θα τα κάνει να αισθάνονται ενοχικά”, ως στόχους της σεξουαλικής
διαπαιδαγώγησης, επισημαίνει ότι δεν μπορεί να τίθεται ως κύριος σκοπός
της ΣΔ η “απενοχοποίηση σεξουαλικών συμπεριφορών” αλλά πρωτίστως η ασφάλεια της
υγείας των πολιτών.
Στη συνέχεια
αναφέρει ότι στις πολύτεκνες οικογένειες, επειδή το βασικό κίνητρό τους για την
απόκτηση παιδιών δεν είναι οικονομικό, αλλά αποκλειστικά και μόνο η αγάπη για
τα παιδιά, αυτό έχει σαν συνέπεια τα σχεδόν ανύπαρκτα ποσοστά αμβλώσεων και
σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων στις οικογένειες αυτές, αφού τα μέλη τους
ανατρέφονται με μια παιδεία που καθιστά στους νέους ανθρώπους
ελκυστική την εικόνα μιας οικογένειας με πολλά παιδιά, επιδίωξη που ωθεί
αυτόματα τους νέους στην υιοθέτηση ασφαλών σεξουαλικών συμπεριφορών, δηλ.
την αναβολή της πρόωρης σεξουαλικής δραστηριότητα και τη μονογαμική σχέση.
Πολλοί άλλωστε είναι οι επιστήμονες που συνηγορούν στη σημασία της αποχής από
τις σεξουαλικές σχέσεις κατά την εφηβική ηλικία ως ενδεδειγμένη μέθοδο αποφυγής
της ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης και των ΣΜΝ. Εκθέτει επίσης ότι εκπαιδευτικά
προγράμματα προσανατολισμένα με σωστό τρόπο στην αποχή από τις σεξουαλικές
σχέσεις έχουν επιδείξει επιτυχία στο εξωτερικό, όπως το πρόγραμμα “Sex can
wait”, που είχε θετικά αποτελέσματα στη σεξουαλική συμπεριφορά των εφήβων σε
σχολεία της Αμερικής, αποσπώντας πολλά βραβεία.
Προσθέτει
ότι στην αρχή του δημοτικού δεν έχει ακόμα παγιωθεί η ταυτότητα φύλου,
γεγονός που δείχνουν ότι πολλές από τις επικαλούμενες «ανάγκες ενημέρωσης» της
ΣΔ δεν υφίστανται (σημ.: με εξαίρεση τα θέματα κακοποίησης και εκμετάλλευσης,
τα οποία όμως δεν θα πρέπει να αποτελέσουν δικαιολογία για την πραγμάτευση
θεμάτων ακατάλληλων για την ηλικία των παιδιών).
Σε ό,τι αφορά
τις μεγαλύτερες ηλικίες, παραθέτει στοιχεία που δείχνουν ότι τα
περισσότερα παιδιά στην Ελλάδα, περίπου 7 στα 10, δεν έχουν σεξουαλικές σχέσεις
στη σχολική ηλικία, και συμπληρώνει ότι μπορεί η ΣΔ να έχει ίσως μια
χρησιμότητα σε παιδιά που έχουν σεξουαλικές σχέσεις, ώστε να αποφύγουν ανεπιθύμητες
εγκυμοσύνες και ΣΜΝ, όμως σε παιδιά που έχουν επιτυχώς αποφύγει αυτά,
μέσω της αποχής από σεξουαλικές σχέσεις, θα δημιουργήσει την περιέργεια να τα
δοκιμάσουν, με αποτελέσματα αντίθετα του επιδιωκόμενου, όπως
παρατηρήθηκε στη Μεγ. Βρετανία, όπου η διακοπή προγραμμάτων ΣΔ είχε ως
αποτέλεσμα τη μείωση της ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης, αντί για την αύξηση αυτής.
Εν τέλει,
προτείνει τη μη εισαγωγή του μαθήματος στο Νηπιαγωγείο και στο Δημοτικό και τη
προαιρετικότητα στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο (εφόσον εισαχθεί), με
απαραίτητη τη συναίνεση των γονέων και με λήψη υπόψη, στο περιεχόμενο του
μαθήματος, του παράγοντα ενθάρρυνσης των παιδιών για τη δημιουργία πολύτεκνης
οικογένειας.
Ολόκληρη η
επιστολή, με τις παραπομπές και την τεκμηρίωσή της:
Παράρτημα 4ον
Επί του
άρθρου 1 – Εργαστήριο Δεξιοτήτων (σεξουαλική διαπαιδαγώγηση)
Στις
29-11-2018, ο πρόεδρος της ΝΔ Κυριάκος Μητσοτάκης, μετά την επίσκεψή του στο
Σύλλογο Οροθετικών Ελλάδος και το κέντρο πρόληψης και εξέτασης Checkpoint
δήλωσε ότι: “Η επένδυση για το μέλλον, για την επόμενη γενιά, είναι η
υποχρεωτική ένταξη του μαθήματος της σεξουαλικής αγωγής, της σεξουαλικής
διαπαιδαγώγησης, στα σχολεία. Έτσι ώστε να μπορούν τα παιδιά μας να είναι σωστά
ενημερωμένα, να μην είναι θύματα προκαταλήψεων και να μπορούν και αυτά με τον
τρόπο τους να διαχειρίζονται τις δικές τους σεξουαλικές προτιμήσεις με τρόπο
που δεν θα τα κάνει να αισθάνονται ενοχικά” [1].
Ήδη με το
νομοσχέδιο του ΥΠΑΙΘ “Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξεις” και
συγκεκριμένα στο άρ. 1 αυτού, προβλέπεται η “δοκιμαστική προσθήκη νέων
θεματικών κύκλων στο Νηπιαγωγείο και στο υποχρεωτικό ωρολόγιο πρόγραμμα του
Δημοτικού και του Γυμνασίου”[2], στη δε αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου ότι:
«Σε συνέχεια σχετικής εισήγησης του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, η
πιλοτική δράση θα περιλαμβάνει, ενδεικτικά, τους ακόλουθους βασικούς θεματικούς
κύκλους και επιμέρους θεματικές […] : Θεματικός κύκλος Ζω καλύτερα -Ευ ζην.
Επιμέρους θεματικές: […] Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση» (ΣΔ)[3]. Προβλέπεται δηλ. η
υποχρεωτική εισαγωγή της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στην εκπαίδευση, ήδη από
το Νηπιαγωγείο, δηλ. την ηλικία των 5 ετών.
Επ’ αυτού
παρατηρούμε τα ακόλουθα:
1) ΣΚΟΠΟΙ
ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΔΙΑΠΑΙΔΑΓΩΓΗΣΗΣ: Ο Πρωθυπουργός στην ανωτέρω δήλωσή του έθεσε ως
έναν από τους σκοπούς της ΣΔ τη “σωστή ενημέρωση” των παιδιών και τη
“διαχείριση των σεξουαλικών τους προτιμήσεων με τρόπο που δεν θα τα κάνει να
αισθάνονται ενοχικά”. Επίσης, από μελέτες, όπως αυτή του Δημοκριτείου
Πανεπιστημίου Θράκης του 2017[4], προκρίνονται ως σκοποί της σεξουαλικής
διαπαιδαγώγησης οι “υπεύθυνες επιλογές ερωτικών και κοινωνικών σχέσεων σε έναν
κόσμο που βάλλεται από τον ιό HIV και το AIDS” και η “προώθηση και παγιοποίηση
μειωμένης επικινδυνότητας συμπεριφορών”, σύμφωνα με σχετική έκθεση της Unesco
του 2009. Ως γεγονός που δικαιολογεί την παραπάνω επιδίωξη αναφέρεται το ότι
“τα παιδιά αποκτούν την πρώτη τους σεξουαλική εμπειρία κατά τα χρόνια που
παρακολουθούν ακόμη το σχολείο -κάτι ωστόσο που δεν είναι ακριβές, όπως θα
δείξουμε παρακάτω-, χρίζοντας έτσι το πλαίσιο ως σημαντική ευκαιρία για να
παρέχεται σε αυτό εκπαίδευση για τη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία”.
Επομένως, με
δεδομένο και τον μεγάλο αριθμό αμβλώσεων στη χώρα μας, ως στόχοι της
σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης προβάλλονται ο περιορισμός των αμβλώσεων και των
σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων (ΣΜΝ), στόχοι φυσικά με τους οποίους δεν
διαφωνεί κανείς, με την παρατήρηση όμως ότι υπάρχουν διάφορες μέθοδοι για να
επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί. Ενστάσεις, ωστόσο, έχουμε στην επιδίωξη της
“απενοχοποίησης σεξουαλικών συμπεριφορών”, που έθεσε ο Πρωθυπουργός, καθώς η
επιδίωξη αυτή, εάν μεταφραστεί σε άκριτη αποδοχή οποιασδήποτε σεξουαλικής
συμπεριφοράς, μπορεί να έρχεται σε ευθεία αντίθεση με αυτή της μείωσης των
σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων. Δεν μπορεί, επομένως, να τίθεται ως κύριος
σκοπός της ΣΔ η “απενοχοποίηση σεξουαλικών συμπεριφορών” αλλά πρωτίστως η
ασφάλεια της υγείας των πολιτών.
Ωστόσο, στους
διαφημιζόμενους σκοπούς της ΣΔ δεν λαμβάνεται υπόψη μία άλλη σημαντική, κατά
την άποψή μας, παράμετρος:
Η χώρα μας,
ως γνωστό, αντιμετωπίζει τις συνέπειες μιας δημογραφικής κατάρρευσης και
γήρανσης του πληθυσμού της σε πολλούς τομείς: Στην εκπαίδευση, με τη μείωση των
μαθητών και το κλείσιμο σχολείων, άρα και τη συνακόλουθη μείωση των
εκπαιδευτικών και αύξηση της ανεργίας, στην οικονομία με τη μείωση του
εργατικού δυναμικού και τον περιορισμό και το κλείσιμο επιχειρήσεων (ειδικά
αυτών με παιδικά είδη), στο ασφαλιστικό με την αύξηση των συνταξιούχων, με
αποτέλεσμα τη δυσαναλογία μεταξύ αυτών και των εργαζομένων και την αυξανόμενη
επιβάρυνση των τελευταίων για την εξασφάλιση των απαραιτήτων δικαιωμάτων
περίθαλψης και συντήρησης των συνταξιούχων, ενώ παράλληλα απειλείται η
βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων και μειώνονται συνεχώς οι συντάξεις, στην
εθνική άμυνα, με τη μείωση του αριθμού στρατευσίμων και σε πολλούς άλλους
τομείς.
Οι πολύτεκνες
οικογένειες συμβάλλουν σημαντικά στην προσπάθεια ανάσχεσης της δημογραφικής
κατάρρευσης, προσφέροντας στο Κράτος περισσότερους νέους εργαζόμενους απ’ ό,τι
η πλειοψηφία των οικογενειών, ενισχύοντας αντίστοιχα τα ασφαλιστικά ταμεία με
περισσότερες εισφορές, προσφέροντας περισσότερους στρατεύσιμους στις ένοπλες
δυνάμεις της Χώρας, χωρίς η Πολιτεία να ανταποδίδει στις πολύτεκνες οικογένειες
τουλάχιστον μια αναλογία για τις εισφορές αυτές και παρέχοντάς τους μηδαμινές
διευκολύνσεις στις ανυπέρβλητες δυσκολίες που έχει σήμερα η ανατροφή πολλών
παιδιών στην ελληνική οικογένεια.
Είναι γνωστό
ότι στις πολύτεκνες οικογένειες, επειδή το βασικό κίνητρό τους για την απόκτηση
παιδιών δεν είναι οικονομικό, αλλά αποκλειστικά και μόνο η αγάπη για τα παιδιά,
αυτό έχει σαν συνέπεια τα σχεδόν ανύπαρκτα ποσοστά αμβλώσεων και σεξουαλικώς
μεταδιδόμενων νοσημάτων στις οικογένειες αυτές, καθώς όποιος συνειδητοποιημένα
έχει σκοπό να αποκτήσει πολλά παιδιά, δεν προχωρεί σε αμβλώσεις και υιοθετεί
ασφαλή σεξουαλική συμπεριφορά, προσανατολισμένη στο σκοπό αυτό, με γνώμονα
κυρίως τις μονογαμικές σχέσεις και την απόκτηση παιδιών εντός γάμου.
Θα
περιμέναμε, λοιπόν, από την Πολιτεία, εφόσον αναγνωρίζει (τουλάχιστον στα
λόγια…) τη συμβολή των πολυτέκνων οικογενειών στη δημογραφική στήριξη του
Κράτους, να θεωρεί ως έναν από τους σκοπούς της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης και
την παρότρυνση των νέων προς την κατεύθυνση δημιουργίας οικογένειας και μάλιστα
πολύτεκνης οικογένειας, όπως συνέβαινε στο παρελθόν μέσα από εικόνες και
αναγνώσματα των σχολικών βιβλίων. Γιατί εάν η παιδεία είναι τέτοια που να
καθιστά στους νέους ανθρώπους ελκυστική την εικόνα μιας οικογένειας με πολλά
παιδιά, μια τέτοια επιδίωξη θα ωθήσει αυτόματα τους νέους στην υιοθέτηση
ασφαλών σεξουαλικών συμπεριφορών, που θα υπηρετούν τους προκρινόμενους στόχους
της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης.
2)
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ: Σκοπός της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης
είναι η μείωση της ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης, των εκτρώσεων και των σεξουαλικώς
μεταδιδόμενων νοσημάτων. Για το σκοπό αυτό, στην επιστημονική βιβλιογραφία της
σεξουαλική διαπαιδαγώγηση υπάρχουν 2 τάσεις:
– Η ολιστική
διαπαιδαγώγηση (comprehensive), με αναφορές στις διάφορες μορφές σεξουαλικών
σχέσεων δραστηριότητας, τη χρήση προφυλακτικών, το σεξουαλικό περιεχόμενο
ταινιών κλπ.
– Η
διαπαιδαγώγηση αποχής (abstinence), που έχει ως κύριο γνώμονα την αποχή από τις
σεξουαλικές σχέσεις κατά τη διάρκεια της σχολικής ηλικίας, έως την ενηλικίωση.
Στη σχετική
ιστοσελίδα του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, στην καταχώριση του
Εργαστηρίου Δεξιοτήτων “Ζω καλύτερα – Ευ ζην”[5] υπάρχουν “σημαντικοί
σύνδεσμοι” για το υλικό που έχει πρόθεση το ΙΕΠ να εισηγηθεί για να περιληφθεί
στην ενότητα αυτή, ένας εκ των οποίων είναι και οι “Αναπτυξιακοί Στόχοι
Αειφορίας” (Sustainable Development Goals) του ΟΗΕ, στους οποίους ο 4ος στόχος
στην επιδιωκώμενη ατζέντα του 2030 είναι η “Ποιοτική Εκπαίδευση” (Quality
Education)[6]. Παρότι στη συγκεκριμένη ατζέντα δεν περιλαμβάνεται ως στόχος η
υποχρεωτική εισαγωγή του μαθήματος της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στα σχολεία,
το αρμόδιο τμήμα του ΟΗΕ για την εκπαίδευση, η Unesco, στις κατευθύνσεις της
για τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση στην ατζέντα εκπαίδευσης του 2030
(International technical guidance on sexuality education) εισηγείται την
εφαρμογή στα κράτη του μοντέλου “Ολιστικής Σεξουαλικής Διαπαιδαγώγησης” (Comprehensive
Sexual Education, CSE)[7].
Το μοντέλο
αυτό είναι αντίθετο με τα προγράμματα αποχής σεξουαλικών σχέσεων, τα οποία,
μάλιστα, ενώ η Unesco στην έκθεσή της κρίνει ως “αναποτελεσματικά” και “πιθανώς
επιζήμια για τη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία και τα δικαιώματα των νέων
ανθρώπων”[8], ωστόσο στη συνέχεια δέχεται ότι η αποχή από τις σεξουαλικές
σχέσεις είναι “ο ασφαλέστερος τρόπος για την αποφυγή της εγκυμοσύνης και των
σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων, συμπεριλαμβανομένου του HIV”[9].
Επίσης, εκπαιδευτικά
προγράμματα προσανατολισμένα με σωστό τρόπο στην αποχή από τις σεξουαλικές
σχέσεις έχουν επιδείξει επιτυχία στο εξωτερικό, όπως το πρόγραμμα “Sex can
wait”, που είχε θετικά αποτελέσματα στη σεξουαλική συμπεριφορά των εφήβων σε
σχολεία της Αμερικής, αποσπώντας πολλά βραβεία[10].
Σε ό,τι αφορά
τη χώρα μας, στα σχετικά προγράμματα του Υπουργείου Παιδείας, όπως τουλάχιστον
αυτά εφαρμόστηκαν στα σχολεία μέσω της καταργηθείσης θεματικής εβδομάδας ή μέσω
προγραμμάτων αγωγής υγείας, επιλέχθηκε η παραπάνω μέθοδος ολιστικής σεξουαλικής
διαπαιδαγώγησης (cse), που θεωρεί ως δεδομένο ότι όλα τα παιδιά Γυμνασίων και
Λυκείων έχουν σεξουαλικές σχέσεις και ότι εκτίθενται καθημερινά σε ακατάλληλο
περιεχόμενο μέσω internet. Δεν αμφιβάλλει κανείς ότι αυτό αποτελεί μια
πραγματικότητα, όμως δεν ισχύει όμως για όλα τα παιδιά.
Από την
εμπειρία μας, από τις πολύτεκνες οικογένειες της χώρας μας, είμαστε σε θέση να
γνωρίζουμε ότι πολλά παιδιά πολυτέκνων οικογενειών, έχοντας συνηθίσει στο
περιβάλλον και την ζεστασιά της οικογένειάς τους και στην ιδέα των πολλών
παιδιών, επιδιώκουν και αυτά τη δημιουργία πολύτεκνης οικογένειας, με
αποτέλεσμα να αναβάλουν τη σεξουαλική τους δραστηριότητα, έχοντας στόχο τη
μονογαμική σχέση και αποφεύγοντας, με τον τρόπο αυτό, τόσο τις ανεπιθύμητες
εγκυμοσύνες και τα ΣΜΝ όσο και την έκθεσή τους σε υλικό ακατάλληλου
περιεχομένου.
Αλλά και
εκτός πλαισίου πολυτέκνων οικογενειών, τα στοιχεία δείχνουν ότι τα περισσότερα
παιδιά στην Ελλάδα, περίπου 7 στα 10, δεν έχουν σεξουαλικές σχέσεις στη σχολική
ηλικία (έρευνα του 2007 δείχνει ότι το 16% δήλωσε ότι είχε έστω μία σεξουαλική
επαφή στην Ελλάδα, ενώ σε έρευνα του 2014 το ποσοστό είναι 35%,[11]), ενώ
πολλοί είναι οι επιστήμονες που συνηγορούν στη σημασία της αποχής από τις
σεξουαλικές σχέσεις κατά την εφηβική ηλικία ως ενδεδειγμένη μέθοδο αποφυγής της
ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης και των ΣΜΝ (όπως η Ελληνική Εταιρεία Εφηβικής
Ιατρικής, που επισημαίνει ότι “η πρώιμη έναρξη σεξουαλικής δραστηριότητας
μπορεί να συνδέεται με σχολική αποτυχία και συμπεριφορές υψηλού κινδύνου”, ότι
“μεγάλο ποσοστό (66%) σεξουαλικά δραστήριων εφήβων αναφέρουν ότι θα προτιμούσαν
να είχαν ξεκινήσει αργότερα τη σεξουαλική τους ζωή” και συστήνει “να προάγεται
η αποχή έως το τέλος της εφηβικής ηλικίας”[12]).
Περαιτέρω, τα
προγράμματα ΣΔ στο μοντέλο CSE, που δέχεται το Υπουργείο Παιδείας, προκρίνουν
την ενημέρωση των παιδιών, ήδη από την ηλικία των 5 ετών, για τις έννοιες του
βιολογικού και κοινωνικού φύλου (“sex” και “gender”) και τη δημιουργία
ερωτημάτων στα παιδιά για το πώς αισθάνονται γι’ αυτά[13]. Είναι όμως γνωστό
ότι η ταυτότητα φύλου διαμορφώνεται μεν έως το 3ο έτος ηλικίας του παιδιού,
αλλά παγιώνεται από το 5ο έως το 7ο έτος[14]. Το γεγονός αυτό καθιστά, κατά τη
γνώμη μας, από ακατάλληλη έως επικίνδυνη την εισαγωγή προγραμμάτων σεξουαλικής
διαπαιδαγώγησης στο Νηπιαγωγείο, δεδομένου ότι στην ηλικία αυτή δεν υπάρχει
κανένας κίνδυνος ούτε ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης ούτε μετάδοσης ΣΜΝ, η δε
επιχειρούμενη πληροφόρηση των νηπίων σε μια τόσο ευαίσθητη ηλικία για τέτοια
θέματα είναι πολύ επικίνδυνο εγχείρημα, καθώς, εκτός από άσκοπη, εάν δεν γίνει πολύ
προσεχτικά -πράγμα δύσκολο- εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την ψυχική
ισορροπία των μικρών παιδιών. Το ίδιο ισχύει και για το Δημοτικό σχολείο, όπου
στη χώρα μας δεν παρατηρούνται επίσης οι παραπάνω κίνδυνοι.
Σε ό,τι δε
αφορά τις μεγαλύτερες ηλικίες του Γυμνασίου και Λυκείου, η υποχρεωτική εισαγωγή
των προγραμμάτων σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στις βαθμίδες αυτές βάζει στο ίδιο
καλούπι παιδιά που έχουν εμπειρία σεξουαλικών σχέσεων με αυτά που δεν έχουν –
που είναι η πλειοψηφία. Κάτι τέτοιο είναι αφενός παιδαγωγικά επικίνδυνο, γιατί
μπορεί η ΣΔ να έχει ίσως μια χρησιμότητα σε παιδιά που έχουν σεξουαλικές
σχέσεις, ώστε να αποφύγουν ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες και ΣΜΝ, όμως σε παιδιά που
έχουν επιτυχώς αποφύγει αυτά, μέσω της αποχής από σεξουαλικές σχέσεις, θα
δημιουργήσει την περιέργεια να τα δοκιμάσουν, με αποτελέσματα αντίθετα του
επιδιωκόμενου, όπως έχει ήδη παρατηρηθεί (κάτι τέτοιο συνέβη λ.χ. στη Μεγ.
Βρετανία, όπου παρατηρήθηκε ότι η διακοπή προγραμμάτων ΣΔ είχε ως αποτέλεσμα τη
μείωση της ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης, αντί για την αύξηση αυτής, καθώς κρίθηκε
ότι “ο έλεγχος της αντισύλληψης, που επιδιώκεται μέσα από τα προγράμματα αυτά,
μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο στους εφήβους που παρακινούνται από την
ευκολότερη πρόσβαση στον έλεγχο των γεννήσεων, είτε για την έναρξη είτε για τη
συχνότερη σεξουαλική δραστηριότητα”[15])· αφετέρου, θεωρούμε ότι για τη
διαπραγμάτευση τέτοιων θεμάτων στα παιδιά θα πρέπει απαραιτήτως να ζητείται η
γονική συναίνεση, που απαιτείται από το ΥΠΑΙΘ για πολύ ήσσονος σημασίας θέματα,
όπως για την παρακολούθηση θεαμάτων, τη συμμετοχή σε περιβαλλοντικά και άλλα
προγράμματα και την παρακολούθηση οποιασδήποτε δραστηριότητας τρίτων φορέων
στην εκπαίδευση.
Άλλωστε είναι
αναφαίρετο το δικαίωμα του γονέα να διαπαιδαγωγήσει το παιδί του προς την
κατεύθυνση της αποχής των σεξουαλικών σχέσεων, χωρίς να το εκθέτει, μέσω του
μαθήματος της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης, σε μια “ενημέρωση” που λαμβάνει ως
δεδομένο την ύπαρξη σεξουαλικών σχέσεων και μπορεί μεν να είναι χρήσιμη σε
παιδιά που έχουν σεξουαλικές σχέσεις, όχι όμως απαραίτητα και στα υπόλοιπα, που
αποτελούν και την πλειοψηφία, σύμφωνα με τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν.
Σε σχετική
έρευνα του έτους 2018 μάλιστα διαπιστώθηκε ότι στην πλειοψηφία των Ευρωπαϊκών
Χωρών υπάρχει αντίδραση των γονέων στα προγράμματα σεξουαλικής
διαπαιδαγώγησης[16], ενώ έχουν διοργανωθεί και Διεθνείς καμπάνιες κατά των
προγραμμάτων αυτών, όπως η stopCSE.org. Επομένως τα δικαιώματα των γονέων δεν
πρέπει να αγνοηθούν.
Για τους
παραπάνω λόγους πιστεύουμε ότι:
α) Για μεν το
Νηπιαγωγείο και το Δημοτικό δεν θα πρέπει να εισαχθεί το μάθημα της σεξουαλικής
διαπαιδαγώγησης,
β) Για δε το
Γυμνάσιο και το Λύκειο, εφόσον εισαχθεί, η εισαγωγή του θα πρέπει να είναι
προαιρετική και με απαραίτητη τη συναίνεση των γονέων, ενώ θα πρέπει στο περιεχόμενό
του να ληφθεί υπόψη ο παράγοντας της ενθάρρυνσης των παιδιών για τη δημιουργία
πολύτεκνης οικογένειας.
………………………………………
[1] https://tinyurl.com/y8fu4lku
[2] http://www.opengov.gr/ypepth/?p=5132
[3] https://tinyurl.com/ya29nwf5
[4] https://tinyurl.com/se-Thrace2017
[5] https://tinyurl.com/y7fxqobd
[6] https://sustainabledevelopment.un.org/?menu=1300
[7] https://tinyurl.com/unescocse
[8] βλ. Σελ. 18 και 29 έκθεσης Unesco ως άνω
[9] βλ. Σελ. 71 έκθεσης Unesco ως άνω
[10] βλ. σχετικά https://tinyurl.com/sexcanwait
[11] στοιχεία από διπλωματική εργασία “Σεξουαλική συμπεριφορά εφήβων”, Πανεπιστήμιο Πατρών 2018, σελ. 77, https://tinyurl.com/se-patra2018
[12] βλ. Σχετικό άρθρο στην ιστοσελίδα της youth-med.gr “Ανακαλύπτοντας τη σεξουαλικότητα στην εφηβεία”, https://tinyurl.com/se-youthmed
[13] βλ. Σελ. 50 έκθεσης Unesco ως άνω
[14] βλ. Wikipedia στο λήμμα “Ταυτότητα φύλου”, όπου και παραπομπή σε σχετικές μελέτες
[15] https://tinyurl.com/ukcutse
[16] “Comprehensive report on Sexuality Education in Europe and Central Asia”, Federal Centre for Health Education (BZgA) and the European Network of the International Planned Parenthood Federation (IPPF EN), 2018, σελ. 25 https://tinyurl.com/se-europe2018
[2] http://www.opengov.gr/ypepth/?p=5132
[3] https://tinyurl.com/ya29nwf5
[4] https://tinyurl.com/se-Thrace2017
[5] https://tinyurl.com/y7fxqobd
[6] https://sustainabledevelopment.un.org/?menu=1300
[7] https://tinyurl.com/unescocse
[8] βλ. Σελ. 18 και 29 έκθεσης Unesco ως άνω
[9] βλ. Σελ. 71 έκθεσης Unesco ως άνω
[10] βλ. σχετικά https://tinyurl.com/sexcanwait
[11] στοιχεία από διπλωματική εργασία “Σεξουαλική συμπεριφορά εφήβων”, Πανεπιστήμιο Πατρών 2018, σελ. 77, https://tinyurl.com/se-patra2018
[12] βλ. Σχετικό άρθρο στην ιστοσελίδα της youth-med.gr “Ανακαλύπτοντας τη σεξουαλικότητα στην εφηβεία”, https://tinyurl.com/se-youthmed
[13] βλ. Σελ. 50 έκθεσης Unesco ως άνω
[14] βλ. Wikipedia στο λήμμα “Ταυτότητα φύλου”, όπου και παραπομπή σε σχετικές μελέτες
[15] https://tinyurl.com/ukcutse
[16] “Comprehensive report on Sexuality Education in Europe and Central Asia”, Federal Centre for Health Education (BZgA) and the European Network of the International Planned Parenthood Federation (IPPF EN), 2018, σελ. 25 https://tinyurl.com/se-europe2018