Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2021

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης: Αντορθόδοξη και αντικανονική καταχώριση στα «Δίπτυχα» της Εκκλησίας της Ελλάδος

 

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης

Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

ΑΝΤOΡΘΟΔΟΞΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ

ΣΤΑ «ΔΙΠΤΥΧΑ» ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

1. Προστέθηκε ἡ ψευδοαυτοκέφαλη «Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας» μεταξύ τῶν κανονικῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν.

Τά «Δίπτυχα» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἕνα ὀγκῶδες βιβλίο πού ἐκδίδεται κάθε χρόνο ἀπό τήν Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρός ὑποβοήθηση τοῦ λειτουργικοῦ ἔργου τῶν κληρικῶν καί γνώση τῆς διοικητικῆς διάρθρωσης τῆς ἀνά τήν Οἰκουμένη Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Χωρίζεται σέ δύο μέρη: α) Τό Ἑορτολογικό καί β) τό Διοικητικό.

Στό ἐσώφυλλο τῶν ἐφετινῶν (2021) «Διπτύχων», πού ἀριθμοῦν 1366 σελίδες, τό πρῶτο μέρος χαρακτηρίζεται ὡς «Κανονάριον» καί τό δεύτερο ὡς «Ἐπετηρίς», καί μᾶς δίδεται ἡ ἡλικία τῶν «Διπτύχων», τά ὁποῖα βρίσκονται στό ἐνενηκοστό ὄγδοο ἔτος τῆς ἡλικίας των, ἑπομένως ἄρχισαν νά ἐκδίδωνται τό 1923. Εἰδικώτερα, ὅταν ἐντός τοῦ βιβλίου χωρίζονται τά δύο μέρη, τό μέν πρῶτο ὀνομάζεται «Κανονάριον, ἤτοι Λειτουργικαί Τυπικαί Διατάξεις» (σελ. 35ἑ.), τό δεύτερο «Ἐπετηρίς, Κανονική ᾽Οργάνωσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» (σελ. 371ἑ.). Ἀμφότερα τά μέρη εἶναι πολύ χρήσιμα ἰδιαίτερα γιά τούς κληρικούς, ἀλλά καί γιά ὅσους λαϊκούς ἐνδιαφέρονται γιά τό λειτουργικό τυπικό τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν καί τήν διοικητική ὀργάνωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Τά ἐφετινά «Δίπτυχα» σέ σχέση μέ τά τῶν προηγουμένων ἐτῶν ἔχουν μία σημαντική διαφορά. Ἐνῶ ὅλοι γνωρίζαμε καί γνωρίζουμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συγκροτεῖται διοικητικά ἀπό δεκατέσσερες αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες, καί αὐτές τίς δεκατέσσερες ἐκκλησίες παρουσίαζαν τά «Δίπτυχα» μέχρι καί τό 2020, ἐφέτος προστέθηκε ἀντικανονικά καί ἄλλη αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, ὥστε πλέον εἶναι δεκαπέντε (15). Ἡ προστεθεῖσα νέα Ἐκκλησία εἶναι ἡ αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, ἔχουσα ἐπικεφαλῆς τόν σχισματικό ἐπίσκοπο, τώρα μητροπολίτη Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας, Ἐπιφάνιο. Τήν προστεθεῖσα ὅμως αὐτοκέφαλη δῆθεν ἐκκλησία, οὐστιαστικῶς ψευδοαυτοκέφαλη, ἀπό τίς δεκατέσσερες ἐκκλησίες τῆς Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας ἀρχικά τήν ἀναγνώρισε μόνο τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο χορήγησε ἀντικανονικά τό αὐτοκέφαλο μέ εἰσπήδηση σέ ξένη δικαιοδοσία. Προστέθηκαν κατόπιν μέ ἐθνοφελετικά κριτήρια καί πιέσεις ἐξωεκκλησιαστικῶν παραγόντων ἀπό Ἀμερική καί Εὐρώπη τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Οἱ ὑπόλοιπες δέκα (10) ἐκκλησίες, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων, Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Πολωνίας, Ἀλβανίας καί Τσεχίας-Σλοβακίας, δηλαδή ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ὀρθοδόξων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, πού ἐκπροσωποῦν πληθυσμιακά τό 90% τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν, δέν ἀναγνωρίζουν τήν ἐκ σχισματικῶν νέα ψευδοαυτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας. Καί ὁ βασικός λόγος αὐτῆς τῆς στάσης εἶναι ὅτι ὑπάρχει στήν Οὐκρανία κανονική ἡμιαυτόνομη Ἐκκλησία, ὑπαγόμενη στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας καί ἀναγνωριζόμενη ἀπό τό σύνολο τῶν δεκατεσσάρων ἐκκλησιῶν, ἀκόμη καί ἀπό τίς τέσσερες ἐκκλησίες, πού τώρα ἀναγνωρίζουν τήν ψευδοαυτοκέφαλη· καί αὐτή ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἐπί ἔτη ἐπικεφαλῆς τόν σεμνό ἐπίσκοπο Ὀνούφριο, μητροπολίτη Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας. Στά «Δίπτυχα» λοιπόν του 2021 βλέπουμε τό ἑξῆς ἀντικανονικό καί παράδοξο γεγονός. Στόν ἴδιο τόπο ἔχουμε «μητροπολίτη Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας» τόν κανονικό ἐπίσκοπο Ὀνούφριο (σελ. 1276 «Διπτύχων») καί ἐπίσης «μητροπολίτη Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας», τόν σχισματικό ἐπίσκοπο Ἐπιφάνιο (σελ. 1346 «Διπτύχων»). Πρώτη φορά στά ἐνενήντα ὀκτώ χρόνια τῆς ἱστορίας τῶν «Διπτύχων» καταχωρίζονται δύο ἐπίσκοποι στόν ἴδιο τόπο, ἐκκωφαντική καί κραυγαλέα παράβαση τῶν Ἱερῶν Κανόνων, πού διαψεύδει καί τόν τίτλο τοῦ δευτέρου μέρους ὡς «Ἐπετηρίς, Κανονική Ὀργάνωσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Δέν πρόκειται γιά κανονική, ἀλλά γιά ἀντικανονική καί ἀντορθόδοξη ὀργάνωση. Τά δύο τρίτα (2/3) τῶν ἐκκλησιῶν καί τά ἐννέα δέκατα τῶν (9/10) τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν ἀναγνωρίζουν ὡς μητροπολίτη Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας τόν σεμνό Ὀνούφριο καί ὄχι τόν σχισματικό Ἐπιφάνιο.

Εἴχαμε ἐπισημάνει ἀπό τήν ἀρχή τοῦ ἔτους αὐτήν τήν ἀντικανονική καταχώριση[1], πού εἶναι συντριπτικά μειοψηφική, καί χαρήκαμε, ὅταν διαπιστώσαμε ὅτι καί ὁ πολιός, λόγιος καί ἀγωνιστής συμπρεσβύτερος π. Ἰωάννης Διώτης, καλός γνώστης τῆς πατερικῆς καί κανονικῆς Γραμματείας, συνέγραψε σχετικό ἄρθρο μέ τίτλο «Ἐκτρωματικά τά Συνοδικά Δίπτυχα τοῦ 2021»[2]. Χαρήκαμε πολύ περισσότερο, ὅταν πληροφορηθήκαμε ὅτι ἡ ἀδικαιολόγητη ἀπόφαση τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου Β´ νά ἀναγνωρίσει τό οὐκρανικό ψευδοαυτοκέφαλο, συνάντησε ἰσχυρή συνοδική ἀντίδραση, πρᾶγμα πού δέν συνέβη στόν ἴδιο βαθμό στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Ὁ μητροπολίτης μάλιστα Κύκκου Νικηφόρος συνέγραψε εἰδικό βιβλίο μέ τίτλο: «Τό σύγχρονο Οὐκρανικό Ζήτημα καί ἡ κατά τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνες ἐπίλυσή τους»[3], στό ὁποῖο ἀναλύει τήν ἀντικανονικότητα τῆς εἰσπήδησης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου σέ ἀλλότρια κανονική δικαιοδοσία, αὐτήν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, καί τό κραυγαλέο κανονικό ὀλίσθημα τῆς ὕπαρξης δύο ἐπισκόπων στόν ἴδιο τόπο. Στήν ἴδια γραμμή κινεῖται καί ὁ μητροπολίτης Ταμασοῦ Ἠσαΐας σέ τελευταία ἐφ᾽ ὅλης τῆς ὕλης συνέντευξη πού ἔδωσε στό ἠλεκτρονικό Πρακτορεῖο Εἰδήσεων ΡΟΜΦΑΙΑ[4], ἐνῶ προκάλεσε ἐπίσης εὐχάριστη ἔκπληξη, τό ὅτι καί ὁ μητροπολίτης Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος σέ βιντεοσκοπημένο μήνυμά του συνιστᾶ στούς Οὐκρανούς Ὀρθοδόξους νά θεωροῦν ὡς κανονικό μητροπολίτη τους τόν μέχρι τώρα ἀπό ὅλους ἀναγνωριζόμενο Ὀνούφριο[5], ἐπικεφαλῆς τῆς ἡμιαυτόνομης Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας ἡ ὁποία ὑπαγόταν ἐπί αἰῶνες καί ὑπάγεται μέχρι σήμερα στήν δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Χωρίς τήν συναίνεση τῆς κανονικῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, πού δέν ἐζήτησε μέχρι τώρα αὐτοκεφαλία, καί τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἡ ἐπέμβαση τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου καταλύει τήν ἀνεξαρτησία τῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, καί ἀποτελεῖ παπικοῦ τύπου μοναρχική καί αὐθαίρετη κακοποίηση τοῦ πρωτείου, τό ὁποῖο μεταβάλλεται ἀπό «πρωτεῖο τιμῆς» σέ «πρωτεῖο ἐξουσίας», ὁ δέ οἰκουμενικός πατριάρχης, ὠθούμενος ἀπό ἐξωεκκλησιαστικά κέντρα, φιλοδοξεῖ νά γίνει ὁ πάπας τῆς Ἀνατολῆς, ἀπό «πρῶτος μεταξύ ἴσων» (primus inter pares) νά ὑψωθεῖ εἰς «πρῶτον ἄνευ ἴσων» (primus sine paribus), κατά τήν ἑωσφορική παπική ἐκκλησιολογία τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς Ἐλπιδοφόρου.

Ἐπί αἰῶνες ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ἀνήκει στήν δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας κατά κοινήν ἀναγνώριση καί παραδοχή ὅλων τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μηδ᾽ αὐτοῦ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐξαιρουμένου, τό ὁποῖο μέ ἐπίσημο πατριαρχικό γράμμα ὑπογραφόμενο ἀπό τόν πατριάρχη Βαρθολομαῖο ἀναγνώρισε τήν ἐπιβληθεῖσα ποινή τῆς καθαιρέσεως στόν προκαλέσαντα τό σχίσμα μητροπολίτη Κιέβου Φιλάρετο τό 1992, ὁ ὁποῖος στή συνέχει διηύρυνε τό σχίσμα μέ νέες ἄκυρες χειροτονίες σχισματικῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τοῦ νῦν ψευδομητροπολίτη Κιέβου Ἐπιφανίου. Ἔγραφε μεταξύ ἄλλων ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος πρός τόν μακαριστόν πατριάρχην Μόσχας Ἀλέξιο στό ὑπ᾽ ἀριθ. 1203/29.8.1999 πατριαρχικό γράμμα: «Ἐπιθυμοῦμεν, ἵνα γνωρίσωμεν τῇ Ὑμετέρᾳ Ἀγάπῃ ἀδελφικῶς ὅτι ἡ καθ᾽ ἡμᾶς Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία, ἀναγνωρίζουσα εἰς τό ἀκέραιον, τήν ἐπί τοῦ θέματος ἀποκλειστικήν ἁρμοδιότητα τῆς ὑφ᾽ Ὑμᾶς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ἀποδέχεται τά Συνοδικῶς ἀποφασισθέντα περί τοῦ ἐν λόγῳ, μή ἐπιθυμοῦσα τό παράπαν, ἵνα παρέξῃ οἱανδήτινα δυσχέρειαν εἰς τήν καθ᾽ Ὑμᾶς ἀδελφήν Ἐκκλησίαν».

2. Ὁλοκάθαρη εἰκόνα ἀπό τίς ἱστορικές καί ἱεροκανονικές πηγές.

Δέν ἐπιθυμοῦμε στό μικρό αὐτό ἄρθρο νά θίξουμε ὅλες τίς ἀντορθόδοξες καί ἀντικανονικές ἐνέργειες τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου στήν ἀντιμετώπιση τοῦ Οὐκρανικοῦ Ζητήματος. Τό ἔχουμε πράξει ἤδη μέ τήν συγγραφή ἱστορικανονικῶν μελετῶν, μερικές ἀπό τίς ὁποῖες ἔχουν δημοσιευθῆ στό βιβλίο μας «Τό Οὐκρανικό Αὐτοκέφαλο. Ἀντικανονική καί διαιρετική εἰσπήδηση τῆς Κωνσταντινούπολης»[6], ἀλλά καί μέ μεταγενέστερες, πού δημοσιεύθηκαν στό Διαδίκτυο καί στό περιοδικό «Θεοδρομία»[7]. Στίς μελέτες αὐτές δείξαμε ὅτι ἡ Οὐκρανία εἶναι κανονικό ἔδαφος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας καί ὅτι δέν ὑπάρχουν ἀποδεικτικά ἔγγραφα ὑπέρ τῆς Κωνσταντινούπολης. Ὅσοι ἐπιστήμονες, ἱστορικοί καί κανονολόγοι, τάσσονται ὑπέρ τῆ Κωνσταντινούπολης ἀποκρύπτουν κάποια ἔγγραφα ἤ παρερμηνεύουν αὐτά πού χρησιμοποιοῦν. Τήν δική μας ἱστορικοκανονική ἐπιχειρηματολογία ἐνίσχυσε μέ ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα ὁ λόγιος κληρικός καί σπουδαῖος κανονολόγος π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος μέ ἄρθρα του πού περιλαμβάνονται στό βιβλίο του «Συμβολή στόν Διάλογο γιά τό Οὐκρανικό Αὐτοκέφαλο»[8]. Ἐπιστημονική πληρότητα καί ἱστορική ἀκρίβεια στήν ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος χαρακτηρίζουν καί τό μνημονευθέν βιβλίο τοῦ μητροπολίτη Κύκκου Νικηφόρου[9].

Ὁλοκάθαρη ἐπίσης εἰκόνα ὅλων τῶν πτυχῶν τοῦ Οὐκρανικοῦ Ζητήματος ἔδωσε ἡ ἐπιστημονική Ἡμερίδα πού ὀργάνωσαν χριστιανικά σωματεῖα τῆς Θεσσαλονίκης τό Σάββατο 22 Ἰουνίου 2019 στό ξενοδοχεῖο Porto Palace. Ἡ Ἡμερίδα εἶχε ὡς θέμα: «Τό Οὐκρανικό Αὐτοκέφαλο καί ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Φαναρίου». Ὀκτώ (8) εἰδικοί ἐπιστήμονες τοποθετήθηκαν ἐναντίον τῶν ἀντικανονικῶν καί διαιρετικῶν ἐνεργειῶν τῆς Κωνσταντινούπολης. Τά «Πρακτικά» τῆς Ἡμερίδας δημοσιεύθηκαν στό διπλό τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ «Θεοδρομία», (Ἀπρίλιος-Σεπτέμβριος 2019). Στό ἴδιο διπλό τεῦχος, ὡς δεύτερο μέρος, δημοσιεύονται δεκαπέντε (15) μελέτες ἀρχιερέων, ἱερέων, πανεπιστημιακῶν καθηγητῶν, ἱστορικῶν καί δημοσιογράφων[10].

3. Ἕνας μόνον ἐπίσκοπος εἰς τόν αὐτόν τόπον. «Ἵνα μή ἐν τῇ πόλει δύο ἐπίσκοποι ὦσιν»

Στό παρόν ἄρθρο ἐπιθυμοῦμε μόνο νά τονίσουμε ὅτι στά ἐφετινά «Δίπτυχα» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὑπάρχει καί γραπτή καταχώριση καί ἐπιβεβαίωση περί τοῦ ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος γιά λόγους ἐθνοφυλετικούς καί γεωπολιτικούς παραβαίνει καί καταργεῖ τήν ὁλοφάνερη καί ρητή ἀπαίτηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων στόν ἴδιο τόπο νά ὑπάρχει μόνο ἕνας ἐπίσκοπος, γιά νά ὑποστηρίξει τόν Ἕλληνα πατριάρχη καί τήν ὑπερατλαντική Ὑπερδύναμη, πού ἐπιθυμεῖ καί ἐνεργεῖ τήν ἀποδυνάμωση τῆς Ὀρθόδοξης Ρωσίας[11]. Μέ ἀπόφαση τῆς Α´ Οἰκουμενιικῆς Συνόδου, πού τηρεῖται εὐλαβικά μέχρι σήμερα, ἀπαγορεύεται στήν ἴδια πόλη νά εἶναι δύο ἐπίσκοποι. Ἡ ἀπόφαση μάλιστα αὐτή ἀντιμετώπισε τούς σχισματικούς Ναυατιανούς, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους μετά ἀπό γραπτή ἀποκήρυξη τοῦ σχίσματος καί δήλωση μετανοίας, πρᾶγμα πού οὔτε ζητήθηκε οὔτε ἔγινε μέ τούς σχισματικούς τῆς Οὐκρανίας, ἐπιθυμοῦσαν νά ἐπιστρέψουν στήν κανονική Ἐκκλησία. Στήν περίπτωση λοιπόν αὐτή γίνονται δεκτοί, ἀλλά ὑπόκειται ὁ σχισματικός ἐπίσκοπος πλέον στήν δικαιοδοσία τοῦ κανονικοῦ ἐπισκόπου, εἴτε ὑποβιβαζόμενος στήν τάξη τῶν πρεσβυτέρων, εἴτε τιμητικά μόνο ὀνομαζόμενος ἐπίσκοπος, ἤ σέ θέση χωρεπισκόπου, «ἵνα μή ἐν τῇ πόλει δύο Ἐπίσκοποι ὦσιν». Λέγει ὁ Ἱερός Κανών: «Εἰ δέ τοῦ τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας Ἐπισκόπου ὄντος, πρσέρχονταί τινες, πρόδηλον, ὡς ὁ μέν Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας ἕξει τό ἀξίωμα τοῦ Ἐπισκόπου, ὁ δέ ὀνομαζόμενος παρά τοῖς λεγομένοις Καθαροῖς Ἐπίσκοπος, τήν τοῦ Πρεσβυτέρου τιμήν ἕξει, πλήν εἰ μή ἄρα δοκοίη τῷ Ἐπισκόπῳ τῆς τιμῆς τοῦ ὀνόματος αὐτόν μετέχειν. Εἰ δέ τοῦτο αὐτό μή ἀρέσκοι, ἐπινοήσει τόπον ἤ χωρεπισκόπου ἤ Πρεσβυτέρου, ὑπέρ τοῦ ἐν τῷ κλήρῳ ὅλως δοκεῖν εἶναι, ἵνα μή ἐν τῇ πόλει δύο Ἐπίσκοποι ὦσιν»[12]. Δηλαδή σέ ἁπλοελληνική μετάφραση: «Ἄν ὅμως, ἐνῶ ὑπάρχει ἐπίσκοπος κανονικός τῆς Ἐκκλησίας, προσέρχονται κάποιοι σχισματικοί, εἶναι πρόδηλο ὅτι τό ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου θά τό κρατήσει ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας, αὐτός δέ πού ὀνομάζεται ἀπό τούς σχισματικούς, τούς λεγομένους Καθαρούς, ἐπίσκοπος θά ἔχει τό ἀξίωμα καί τήν τιμή τοῦ πρεσβυτέρου, ἐκτός καί ἄν ὁ κανονικός ἐπίσκοπος ἐπιτρέψει νά ἔχει ἁπλῶς τό ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου τιμητικά, χωρίς νά ἐνεργεῖ τά τοῦ ἐπισκόπου. Καί ἄν αὐτό δέν τοῦ ἀρέσει, ἄς βρεῖ θέση ἤ χωρεπισκόπου ἤ πρεσβυτέρου, γιά νά ἐπιτελεῖ ὅλα τά τῶν κληρικῶν. Καί ὅλα αὐτά γιά νά μήν ὑπάρχουν στήν ἴδια πόλη δύο ἐπίσκοποι». Κάθε ἐπίσκοπος ἔχει συγκεκριμένα γεωγραφικά ὅρια, ἐντός τῶν ὁποίων ἀσκεῖ τήν ἐπισκοπική του διακονία. Ἄν ἄλλος ἐπίσκοπος ἐνεργήσει ἐντός αὐτῶν τῶν γεωγραφικῶν ὁρίων, χωρίς τήν σύμφωνη γνώμη αὐτῶν στούς ὁποίους ὑπάγονται αὐτές οἱ πόλεις ἤ οἱ χῶρες, πρέπει νά καθαιρεῖται καί αὐτός καί ἐκεῖνοι, τούς ὁποίους ἐχειροτόνησε, σύμφωνα μέ τό 35ο Ἀποστολικό Κανόνα[13].

Σέ συμφωνία δέ ἀπόλυτη μέ τούς δύο προηγουμένους Ἱερούς Κανόνες καί ὁ 16ος Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τοῦ Μ. Φωτίου (861) ὁρίζει ὅτι διά νά ἀποφευχθοῦν οἱ ταραχές καί οἱ φιλονεικίες εἶναι ἀναγκαῖο μέ κανένα τρόπο νά μήν τοποθετεῖται ἄλλος ἐπίσκοπος σέ τόπο, ὅπου ὁ κανονικός ἐπίσκοπος ζεῖ, ἤ δέν ἔχει παραιτηθεῖ[14]. Ὅλα αὐτά ἔχουν κουρελιασθῆ καί καταργηθῆ μέ τήν ψευδοαυτοκέφαλη ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, καί μάλιστα ὄχι μόνο μία φορά ἀλλά πολλές φορές, ὅσες εἶναι καί οἱ ἐπαρχίες πού ποιμαίνουν οἱ πρώην σχισματικοί ἐπίσκοποι, διότι στίς ἐπαρχίες αὐτές ὑπάρχουν ἰσάριθμοι κανονικοί ἐπίσκοποι.

Δέν εἶναι δηλαδή μόνον ἡ μητρόπολη Κιέβου, ὅπου ἔχουμε δύο μητροπολίτες, τόν κανονικό Ὀνούφριο καί τόν ἀντικανονικό καί σχισματικό Ἐπιφάνιο, ἀλλά καί πολλές ἄλλες ἐπαρχίες, ὅπου ἔχομε δύο μητροπολίτες, δύο ἀρχιεπισκόπους ἤ δύο ἐπισκόπους. Ἄν ἀνοίξει κανείς τά «Δίπτυχα» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί συγκρίνει τίς δύο καταχωρίσεις, τήν μία μέ τίτλο «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας» (σελ. 1273ἑ) στήν μερίδα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, καί τήν ἄλλη «Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας» (σελ. 1346ἑ), ὡς νέα δηλαδή δέκατη πέμπτη αὐτοκέφαλη ἐκκλησία τῶν σχισματικῶν, θά διαπιστώσει ὅτι σέ πολλές ἐπαρχίες, μέ τό ἴδιο μάλιστα ὄνομα τῆς ἐπαρχίας, ὑπάρχουν δύο μητροπολίτες, δύο ἀρχιεπίσκοποι ἤ δύο ἐπίσκοποι.

α) Ὁ Βουλγαρικός ἐθνοφυλετισμός καί ἡ καταδίκη του (1872).

Ἡ βασική κανονική καί ἐκκλησιολογική ἀρχή νά ὑπάρχει ἕνας ἐπίσκοπος σέ κάθε πόλη, ὥστε νά ἀποφεύγονται οἱ ταραχές καί οἱ φιλονεικίες, ἴσχυσε διαχρονικά στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, καί ἐτηρεῖτο ἀπαρέγκλιτα ἀπό ὅλους. Στά νεώτερα χρόνια πρώτη παραβίαση καί ἀθέτησή της ἔγινε στά τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος ἀπό ἱεράρχες τῆς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι, πρίν ἀκόμη ἡ Βουλγαρία ἀναγνωρισθεῖ ὡς κράτος, ἀπαιτοῦσαν μέσα στά ὅρια τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, πού ἀποτελοῦσε ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου ὑπῆρχαν Βούλγαροι πιστοί νά ὑπάρχει καί Βούλγαρος ἐπίσκοπος, παράλληλα μέ τόν ὑπάρχοντα Ρωμηό (=Ἕλληνα) ἐπίσκοπο. Ἀκόμη καί στήν Κωνσταντινούπολη δημιούργησαν Βουλγαρική Ἐξαρχία, ἀλλά καί σέ ἄλλες πόλεις τῆς Μακεδονίας καί τῆς Θράκης. Αὐτό ἀποτελοῦσε πλήρη ἀνατροπή τοῦ ὑπερφυλετικοῦ χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας, τόν ὁποῖο ἐτήρησε καί ἐνίσχυσε ἡ ἑλληνική αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου, ἔστω καί ἄν σέ πολλές ἐπαρχίες της ζοῦσαν διαφορετικές ἐθνότητες καί ὡμιλοῦντο διαφορετικές γλῶσσες. Ἀντέδρασε τότε ὀρθῶς ἡ Κωνσταντινούπολη, ὄχι μόνο γιατί ἐθίγετο ἡ δική της δικαιοδοσία, ἀλλά καί γιά εὐνόητους ἐκκλησιολογικούς λόγους καί μέ ἀπόφαση τῆς συνόδου τοῦ 1872 καθήρεσε τούς πρωτοστήσαντες Βουλγάρους ἐπισκόπους, γιατί εἰσήγαγαν στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καινούργια διδασκαλία, αὐτήν τοῦ φυλετισμοῦ (=ρατσισμοῦ) καί περιφρόνησαν τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνες. Λέγει τό κείμενο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τοῦ 1872, πού εἶναι γνωστή ὡς ἡ Σύνοδος πού κατεδίκασε τόν ἐθνοφυλετισμό: «Τοιούτους τοίνυν ἄνδρας καί ἐπ᾽ ἐσχάτων ἐν τῷ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου κλίματι ἐκ μέσου τοῦ εὐσεβοῦς Βουλγαρικοῦ λαοῦ ἐξαναστάντας καί φυλετισμοῦ καινήν τινα δόξαν ἀπό τοῦ γεηροῦ βίου τῆς Ἐκκλησίας παρεισαγαγεῖν τολμήσαντας καί καταφρονητάς τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων γενομένους, πρωτοφανῆ ἐπ᾽ ἀθετήσει αὐτῶν φυλετικήν παρασυναγωγήν συστῆσαι ἀπαυθαδιάσαντας … τήν τοῦ κακοῦ διάδοσιν ἐν μέσῳ τοῦ εὐσεβοῦς τούτου λαοῦ ἀνακόψαι ἀξιοχρέως προνοούμενοι, ἐπί τῷ ὀνόματι τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ συνεληλύθαμεν»[15].

Ἔτσι προέκυψε τό Βουλγαρικό Σχίσμα, πού προκάλεσε κατά τόν Μακεδονικό Ἀγώνα συγκρούσεις μεταξύ Πατριαρχικῶν καί Ἐξαρχικῶν, καί τό ὁποῖο τελικῶς ἔληξε τό 1945, προσελθούσης τῆς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας στήν ἑνότητα μετά τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καί προσεκτικά καί συνετά πολιτευομένης τώρα στήν ἀντιμετώπιση διορθοδόξων καί διαχριστιανικῶν προβλημάτων. Στό Οὐκρανικό Ζήτημα, δυστυχῶς, οἱ καταφρονητές τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων βρίσκονται στήν πλευρά τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία, ἀντί νά θεραπεύει, προκαλεῖ σχίσματα καί διαιρέσεις, ὅπως ἔπραξε α) μέ τό θέμα τῆς μεταρρύθμισης τοῦ Ἡμερολογίου, β) μέ τήν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου, τήν ὁποία δέν ἀποδέχθηκαν πολλές ἐκκλησίες, πολλοί ἐπίκοποι καί πλῆθος πιστῶν, καί τώρα γ) μέ τήν ψευδοαυτοκεφαλία τῶν σχισματικῶν τῆς Οὐκρανίας, ἡ ὁποία κατά φυσική πνευματική ἀκολουθία, ἀντί νά θεραπεύσει τό σχίσμα τό διευρύνει καί τό ἰσχυροποιεῖ.

Τόν ἐκδηλωθέντα τότε βουλγαρικό ἐθνοφυλετισμό, πού δέν εἶχε ἐκκλησιαστικό, ἀλλά πολιτικό χαρακτήρα, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καί στήν Οὐκρανία σήμερα, ἐπικρίνει ὁ μεγάλος ἐκκλησιαστικός ἱστορικός καί πανεπιστημιακός καθηγητής, ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ὁ συνεργήσας ἀτυχῶς στήν ἡμερολογιακή μεταρρύθμιση καί παρασυρθείς εἰς τοῦτο ἀπό τόν Μασόνο πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη[16], ὅπως παρασύρθηκαν τώρα ἀπό τόν πατριάρχη Βαρθολομαῖο στήν ἀναγνώριση τῆς ψευδοαυτοκεφαλίας τῶν Οὐκρανικῶν σχισματικῶν γιά φυλετικούς καί πολιτικούς λόγους κατά χρονολογική σειρά ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Ἱερώνυμος, ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Θεόδωρος καί ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος. Γράφει μεταξύ ἄλλων ὁ ἀρχιεπίσκοπος Παπαδόπουλος: «Διά τούς Βουλγάρους τό ζήτημα ἦτο πολιτικόν, ἑπομένως καθίστατο δι᾽ αὐτούς ἀδιάφορον ἄν ἔμελλε νά ἀπολήξῃ εἰς ἐκλησιαστικόν σχίσμα. Δέν ἐζήτουν τήν ἵδρυσιν Ἐκκλησίας ἰδίας ἐντός τῆς Βουλγαρίας…Ἐζήτουν τήν ἵδρυσιν ἐθνικῆς ἐν τῇ κυρίᾳ σημασίᾳ τῆς λέξεως, Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας, ἐκτεινομένης πανταχοῦ ὅπου ὑπῆρχαν ἤ ἠδύναντο νά ὑπάρξουν Βούλγαροι, νά ἔχουν ἰδίους ἐπισκόπους καί ἰδίους ἱερεῖς καί ἐκεῖ ἔτι ὅπου ὑπῆρχον ἄλλοι ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς»[17].

β) Ἐθνοφυλετισμός καί στήν Ὀρθόδοξη Διασπορά μέ πολλούς ἐπισκόπους στόν ἴδιο τόπο.

Αὐτός ὁ ἐθνοφυλετισμός πού ἐπεκτείνει τά ὅρια τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας πανταχοῦ τῆς γῆς ὅπου ὑπάρχουν μέλη τῆς ἰδίας ἐθνότητας, ἀντίθετος πρός τόν ὑπερφυλετισμό τοῦ Εὐαγγελίου καί τήν Ἱεροκανονική Παράδοση, δημιούργησε τό μέγιστο πρόβλημα τῆς Ὀρθόδοξης Διασπορᾶς στήν Εὐρώπη, στήν Ἀμερική, στήν Αὐστραλία καί ἀλλοῦ, ὅπου ἀντί σέ κάθε τόπο τῆς Διασπορᾶς νά ὑπάρχει ἕνας ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος, στόν ὁποῖο νά ὑπάγονται ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι ὅλων τῶν ἐθνοτήτων, ἀντίθετα ὑπάρχουν τόσοι ἐπίσκοποι, ὅσες καί οἱ διαφορετικές ἐθνότητες, καί τόσες δικαιοδοσίες, ὅσες καί οἱ ἐθνικές αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες τῶν χωρῶν ἀπό τίς ὁποῖες προέρχονται οἱ Ὀρθόδοξοι τῆς Διασπορᾶς. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό ἔπρεπε οἱ Ἕλληνες τῶν χρόνων τῆς Καινῆς Διαθήκης νά μή δεχθοῦν οὔτε τόν, κατά τό ἀνθρώπινο Ἰουδαῖο, Θεάνθρωπο Χριστό, οὔτε τούς Ἰουδαίους Ἀποστόλους, οὔτε νά ἰσχύουν ὡς ἀπαράβατη ἀξιωματική ἀρχή τά τοῦ Παύλου καί πλεῖστα ἄλλα πού καταργοῦν τόν φυλετισμό ἤ τόν ρατσισμό: «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ· πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»[18] καί «Ὅπου οὐκ ἔνι Ἕλλην καί Ἰουδαῖος, περιτομή καί ἀκροβυστία, βάρβαρος Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλά τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός»[19].

Ὁ γνωστός δογματολόγος ἀείμνηστος καθηγητής Ἰωάννης Καρμίρης, δικαιολογώντας γιά ποιό λόγο συμπεριέλαβε ἀνάμεσα στά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τό κείμενο τῆς Συνόδου τοῦ 1872 ἐναντίον τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ, γράφει ὅτι τό ἔπραξε γιά νά συνειδητοποιήσουμε οἱ Ὀρθόδοξοι καί νά τερματίσουμε τό πεπλανημένο καί ἀντικανονικό σύστημα πού ὑπάρχει στήν Ὀρθόδοξη Διασπορά στό ἐξωτερικό, τό νά συνυπάρχουν δηλαδή στόν ἴδιο τόπο πολλοί Ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι τῶν διαφορετικῶν ἐθνικοτήτων[20].

Πράγματι τό θέμα αὐτό τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς παρέμεινε ὡς βασικό θέμα πρός ἐπίλυση μεταξύ τῶν προταθέντων θεμάτων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου καί τελικῶς συζητήθηκε στήν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης (2016), ἡ ὁποία, κολοβή, ἐλλιπής καί ἑτεροκέφαλη οὔτε στό θέμα αὐτό, πού τραυματίζει τήν ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων, τόλμησε νά δώσει λύση. Τῆς ἐνδιέφερε κυρίως νά προωθήσει τόν Οἰκουμενισμό, σύμφωνα μέ ἐντολές ἀλλοτρίων, ἀναγνωρίζοντας τίς αἱρέσεις ὡς ἐκκλησίες ἐγκρίνοντας τήν συμμετοχή τῆς Ἐκκλησίας στό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλαδή αἱρέσεων, καί ἐπαινώντας τά κοινά κείμενα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, πού εἶναι γεμᾶτα πλάνες καί ἑτεροδιδασκαλίες. Ἡ ἴδια ἡ ψευδοσύνοδος ἀναγνωρίζει ὅτι «κατά τήν παροῦσαν φάσιν δέν εἶναι ἐφικτή δι᾽ ἱστορικούς καί ποιμαντικούς λόγους ἡ ἄμεσος μετάβασις εἰς τήν αὐστηρῶς κανονικήν τάξιν τῆς Ἐκκλησίας ὡς πρός τό ζήτημα τοῦτο, τουτέστιν εἰς τήν ὕπαρξιν ἑνός μόνον Ἐπισκόπου εἰς τόν αὐτόν τόπον»[21].

Ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος, ὁ ὁποῖος δυστυχῶς ἔλαβε μέρος στήν ψευδοσύνοδο, προφανῶς διότι ἐνόμιζε ὅτι θά συμβάλει στήν ὀρθόδοξη, πατερική, καί συνοδική της πορεία, ἐνῶ ἦταν ἤδη βέβαιο ἀπό τά ἑτοιμασθέντα κείμενα καί ἀπό τήν ὅλη διαδικασία σύγκλησης, ὅτι μόνο σχίσματα καί διαιρέσεις θά προκαλοῦσε[22], μεταξύ τῶν ἀρνητικῶν σημείων τῆς ψευδοσυνόδου ἀριθμεῖ καί τό θέμα τῆς Ὀρθοδόοξου Διασπορᾶς. Γράφει: «Τό σπουδαῖο αὐτό ἐκκλησιολογικό ζήτημα, τό ὁποῖο ὑπονομεύει τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τό ὀρθόδοξο κανονικό δίκαιο, δέν ἀντιμετωπίσθηκε κανονικῶς, οὔτε λύθηκε τελικῶς, ὅπως εἶχε ἀποφασισθῆ στήν Προσυνοδική Πανορθόδοξη περίοδο, ἀλλά ἀποφασίσθηκε νά συνεχισθοῦν οἱ ῾῾Ἐπισκοπικές Συνελεύσεις᾽᾽, μάλιστα ἐγκρίθηκε ἀπό μία τέτοια Μεγάλη Σύνοδο καί ὁ Κανονισμός Λειτουργίας τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων»[23].

γ) Στήν Οὐκρανία ἡ Κωνσταντινούπολη ἀναιρεῖ τόν ἑαυτό της καί ἐγκαθιστᾶ δεύτερο ἐπίσκοπο στόν ἴδιο τόπο.

Τό πεπλανημένο καί ἀντικανονικό σύστημα πού ὑπάρχει στήν Ὀρθόδοξη Διασπορά στό ἐξωτερικό, τό νά συνυπάρχουν δηλαδή στόν ἴδιο τόπο περισσότεροι τοῦ ἑνός ἐπίσκοποι, μεταφυτεύθηκε τώρα ἀπό τήν Διασπορά μέσα τό ἔδαφος τῶν τοπικῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν μέ πρωτοβουλία καί εὐθύνη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἐπέκρινε τούς Βουλγάρους ἀρχιερεῖς ἡ Κωνσταντινούπολη τό 1872 ὡς καταφρονητές τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, διότι μέσα στόν χῶρο τῆς δικῆς του ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας χειροτονοῦσαν Βουλγάρους ἐπισκόπους, ἐνῶ ὑπῆρχαν κανονικοί Ἕλληνες ἐπίσκοποι, καί παραβιαζόταν ἔτσι ἡ βασική ἐκκλησιολογική καί κανονική ἀρχή νά μήν ὑπάρχουν δύο ἐπίσκοποι στόν ἴδιο τόπο. Στίς περισσότερες τώρα ἐπαρχίες τῆς Οὐκρανίας στόν ἴδιο τόπο ὑπάρχουν δύο ἐπίσκοποι. Ὁ κανονικός Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος οὔτε ἀπέθανε οὔτε παραιτήθηκε γιά νά τοποθετηθεῖ ἄλλος ἐπίσκοπος, ὅπως προβλέπει ὁ 16ος Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Ποιός καταφρονεῖ τώρα τούς Ἱερούς Κανόνες καί προκαλεῖ φιλονεικίες καί ταραχές μέσα στήν Ἐκκλησία; Μέ ποιό κῦρος καί ποιά ἀξιοπιστία θά συντονίσει τώρα ἡ Κωνσταντινούπολη τίς μελλοντικές προσπάθειες γιά τήν κανονική λύση τοῦ προβλήματος τῆς Ὀρθόδοξης Διασπορᾶς, ὅταν ἡ ἴδια παραβιάζει τούς Ἱερούς Κανόνες καί μάλιστα μέσα στόν ἑνιαῖο χῶρο τῆς δικαιοδοσίας τῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, ὅπου δέν ὑπάρχουν οἱ ἱστορικές καί ποιμαντικές ἰδιαιτερότητες μέ τό πολυεθνικό καί πολυφυλετικό ποίμνιο τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Διασπορᾶς;

Ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου, ὁ ὁποῖος ὀρθά διαπιστώνει ὅτι τό κανονικό αὐτό ζήτημα ὑπονομεύει τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τό ὀρθόδοξο κανονικό δίκαιο, γιατί ἆραγε βοήθησε τόν ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο στό νά συγκατανεύσει ὁ ἴδιος καί στήν συνέχεια νά παρασύρει καί τήν ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν ἀναγνώριση τοῦ Οὐκρανικοῦ ψευδοαυτοκεφάλου, ὅπως δείξαμε σέ ἄλλη μας μελέτη[24]; Οἱ Ἱεροί Κανόνες ἰσχύουν μόνον γιά τούς ἄλλους, ὄχι γιά ἐμᾶς; Ἡ ἐθνοφυλετική καί πολιτική ἀπόφαση τῆς χορήγησης αὐτοκεφαλίας στούς σχισματικούς τῆς Οὐκρανίας, μέ συνέπεια τήν ὕπαρξη δύο ἐπισκόπων στίς πόλεις τῆς Οὐκρανίας, βαρύνει πρωτίστως τόν πατριάρχη Βαρθολομαῖο, ἐξ ἴσου τούς Ἕλληνες προκαθημένους Θεόδωρο Ἀλεξανδρείας, Χρυσόστομο Κύπρου καί Ἀθηνῶν Ἱερώνυμο, καί τόν ἀσυνεπῆ στήν Πατερική καί Ἡσυχαστική του διδασκαλία μητροπολίτη Ναυπάκτου Ἱερόθεο, πού μετέβαλε τό πεπλανημένο καί ἀντικανονικό σέ ὀρθόδοξο καί κανονικό. Εὐχόμαστε καί ἐλπίζουμε νά ἐμμείνουν στήν μή ἀναγνώριση οἱ δέκα προκαθήμενοι πού μνημονεύσαμε, ὥστε νά μή προστεθεῖ ὡς δέκατη πέμπτη αὐτοκέφαλη ἐκκλησία ἡ παρασυναγωγή τῶν ἀχειροτόνητων σχισματικῶν τῆς Οὐκρανίας, ἀλλά ἡ ὑπό τόν σεμνόν ᾽Ονούφριον κανονική Ἐκκλησία, ἀφοῦ τηρηθοῦν ὅλες οἱ προσυνοδικά ὁμόφωνα ἀποφασισθεῖσες διαδικασίες. Ἰδιαίτερα νά προσέξουν νά μή παρασυρθοῦν ἤ νά μή ὑποκύψουν σέ πολιτικές πιέσεις οἱ μή ἀναγνωρίσαντες ἀξιεπαίνως τήν ψευδοαυτοκεφαλία Ἕλληνες προκαθήμενοι Θεόφιλος Ἱεροσολύμων καί Ἀναστάσιος Ἀλβανίας. Τό ὑπερφυλετικό καί οἰκουμενικό πνεῦμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου, ἰδιαίτερα ἡ εἰς τό σῶμα τοῦ Σταυρωθέντος καί Ἀναστάντος Χριστοῦ ἰσότιμη ἔνταξη ὅλων τῶν ἀνθρώπων, χωρίς φυλετικές διακρίσεις, δέν ἐπιτρέπουν φιλετισμούς καί διαιρέσεις. Ἄς μή καταργήσουμε τήν οἰκουμενικῆς ἰσχύος κανονική ἀρχή, σέ ἕνα τόπο νά ὑπάρχει μόνον ἕνας ἐπίσκοπος, «ἵνα μή ἐν τῇ πόλει δύο ἐπίσκοποι ὦσιν».



[1]. Τό «καταχώριση» εἶναι ὀρθότερο τοῦ «καταχώρηση»· προέρχεται ἀπό τό ρῆμα καταχωρίζω καί ὄχι ἀπό τό καταχωρέω-ῶ.

[2]. Στό Διαδίκτυο καί στόν «Ὀρθόδοξο Τύπο», 8 Ἰανουαρίου 2021, ἀριθμ. Φύλλου 2336, σελ. 8.

[3]. Μητροπολίτου Κύκκου καί Τηλλυρίας Νικηφορου, Τό σύγχρονο Οὐκρανικό Ζήτημα καί ἡ κατά τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνες ἐπίλυσή του, ἔκδ. Κέντρου Μελετῶν Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, Λευκωσία 2020.

[4]. Ὁ μητροπολίτης Ταμασοῦ μιλᾶ ἐφ᾽ ὅλης τῆς ὕλης στήν Romfea.gr (6.2.2021).

[5]. Λεμεσοῦ Αθανασιοσ σέ Οὐκρανούς: «Μείνετε πιστοί στόν κανονικό Μητροπολίτη Κιέβου Ὀνούφριο», Ἱστολόγιο ΑΚΤΙΝΕΣ (9.2.2021).

[6]. Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωρος Ζησησ, Τό Οὐκρανικό Αὐτοκέφαλο. Ἀντικανονική καί διαιρετική εἰσπήδηση τῆς Κωνσταντινούπολης, Ἐκδ. «Τό Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2018.

[7]. Βλ. τό ἄρθρο μας, «Τό εἰρηνικό γράμμα τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου δικαιώνει τίς πολεμικές κατακτητικές ἐνέργειες τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου», Θεοδρομία 21 (2019) 641-650. Ἐπίσης τά ἄρθρα μας: α) «Ἀπειλεῖται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀδύναμος κρίκος ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος», β) Σέ ἀδιέξοδο ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος γιά τό Οὐκρανικό. Σπεύδει σέ βοήθεια ὁ Ναυπάκτου Ἱερόθεος», γ) «Τήν κακή συμφωνία τῆς Κρήτης διέλυσε ἡ καλή διαφωνία γιά τήν Οὐκρανία» καί δ) «Ἡ Σύναξη τῶν Προκαθημένων ἀποφάσισε γιά τό Οὐκρανικό. Ξεχασμένο ντοκουμέντο». Ὅλα στήν Θεοδρομία 21 (2019) 436-459.

[8]. Πρωτοπρεσβύτερος Αναστασιος Γκοτσοπουλος, Συμβολή στόν διάλογο γιά τό Οὐκρανικό Αὐτοκέφαλο, ἐκδ. «Τό Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2019.

[9]. Βλ. ὑποσημ. 3.

[10]. Τό Οὐκρανικό Αὐτοκέφαλο καί ἡ νέα Ἐκκλησιολογία τοῦ Φαναρίου. Πρακτικά Ἡμερίδος, (Σάββατον, 22 Ἰουνίου 2019, Porto Palace, Αἴθουσα CRYSTAL, Θεσσαλονίκη), στό περιοδικό Θεοδρομία 21 (2019) 161-527.

[11]. Σχετικά μέ τόν ρόλο τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν τῆς Ἀμερικῆς στήν δημιουργία τοῦ Οὐκρανικοῦ Ζητήματος βλ. τό δικό μας προλογικό σημείωμα στήν ἔκδοση τῶν Πρακτικῶν τῆς μνημονευθείσης Ἡμερίδος μέ τίτλο «Δυτικοί σταυροφόροι ἐναντίον τῆς Ὀρθόδοξης Ρωσίας μέ συμμάχους «Ὀρθοδόξους», Θεοδρομία 21 (2019) 165-167, καί τίς εἰδικές μελέτες τῶν: Μοναχοῦ, Σεραφειμ Ζήση, «Τί θέλουν οἱ Ἀμερικανοί ἀπό τήν Οὐκρανία (Ἀνάγνωση πάνω στόν Ζμπ. Μπρζεζίνσκι)», Θεοδρομία 21 (2019) 666-684 καί Χαραλαμπου Μηναογλου, «Τό Φανάρι ὡς πιόνι τῆς ἀμερικανικῆς πολιτικῆς: Οἱ γεωπολιτικές συνέπειες τοῦ Οὐκρανικοῦ Σχίσματος», Θεοδρομία 21 (2019) 369-377.

[12]. Κανών 8ος, Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

[13]. Κανών 35ος Ἁγίων Ἀποστόλων: «Ἐπίσκοπον μή τολμᾶν ἔξω τῶν ἑαυτοῦ ὅρων χειροτονίας ποιεῖσθαι, εἰς τάς μή ὑποκειμένας αὐτῷ πόλεις καί χώρας. Εἰ δέ ἐλεγχθείη τοῦτο πεποιηκώς, παρά τήν τῶν κατεχόντων τάς πόλεις ἐκείνας ἤ τάς χώρας γνώμην, καθαιρείσθω καί αὐτός καί οὕς ἐχειροτόνησεν».

[14]. Κανών 16ος Πρωτοδευτέρας Συνόδου: «Διά τάς φιλονεικίας καί ταραχάς τάς ἐν τῇ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίᾳ συμβαινούσας καί τοῦτο ὁρίσαι ἀναγκαῖόν ἐστι. Τό μηδενί τρόπῳ Ἐπίσκοπον καταστῆναι ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἧς ὁ προεστώς ζεῖ καί ἐν τῇ ἰδίᾳ συνίσταται τιμῇ, εἰ μή αὐτός ἑκών τήν Ἐπισκοπήν παραιτήσεται».

[15]. Βλ. Ὅρος τῆς ἁγίας καί μεγάλης Συνόδου τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει συγκροτηθείσης ἐν ἔτει χιλιοστῷ ὀκτακοσιστῷ ἑβδομηκοστῷ δευτέρῳ, ἰνδικτιῶνος κατά μῆνα Σεπτέμβρον, εἰς Ιωαννου Καρμιρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμος ΙΙ, Graz-Austria 1968, σελ. [1014].

[16]. Ὁ ὅσιος Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος ἔχει τήν γνώμη ὅτι ὁ μόνος ὑπεύθυνος γιά τό Ἡμερολογιακό Σχίσμα εἶναι ὁ πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης καί ὅτι ὁ ἀρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος παρασύρθηκε, ἀδικαιολόγητα βέβαια, ἀπό αὐτόν. Προσάγει μάλιστα προσωπική μαρτυρία, σύμφωνα μέ τήν ὁποία σέ ἕνα ἐξομολογητικό ξέσπασμα μπροστά στόν Γέροντα Φιλόθεο ὁ ἀρχιεπίσκοπος εἶπε: «Νά μή τὄσωνα, νά μή τὄσωνα, αὐτός ὁ διεστραμμένος ὁ Μεταξάκης μέ πῆρε στό λαιμό του». Βλ. σχετικά Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Ὁ ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος, ὡς ἀγωνιστής καί ὁμολογητής τῆς Ὀρθοδοξίας. Μέ ἀναφορές στήν ἐπικαιρότητα, Ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη» Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 85.

[17]. Χρυσοστομου Παπαδοπουλου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, Ἡ Βουλγαρική Ἐκκλησία, Ἀθῆναι 1957, σελ. 68.

[18]. Γαλ. 3, 28.

[19]. Κολ. 3, 11.

[20]. Ιωαννου Καρμιρη, Ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. [1013]: «Ἡ δέ συμπερίληψις ἐνταῦθα τοῦ ὅρου τοῦ 1872 ἀποσκοπεῖ εἰς τήν συνειδητοποίησιν ὑπό πάντων τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ ἀσυμβιβάστου πρός τάς θεωρητικάς καί κανονικάς ἀρχάς τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ, καί ἄρα εἰς τόν τερματισμόν τοῦ καί σήμερον κρατοῦντος ἐν τῇ ἐν τῷ ἐξωτερικῷ ὀρθοδόξῳ διασπορᾷ πεπλανημένου καί ἀντικανονικοῦ συστήματος τῆς συνυπάρξεως πλειόνων Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων διαφόρων ἐθνικοτήτων ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ, ὅπερ ἐγένετο ἀνεκτόν μόνον διά περιωρισμένην μεταβατικήν περίοδον, ἅτε τυγχάνον ῾῾ξένον καί πολέμιον πρός τε τήν εὐαγγελικήν διδασκαλίαν καί τό ἀπ᾽ αἰώνων τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας πολίτευμα᾽᾽, καί διά τοῦτο εὐλόγως καταδικασθέν ὑπό τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Τοπικῆς Συνόδου τοῦ 1872».

[21]. Κείμενο τῆς Συνόδου, Ἡ Ὀρθόδοξος Διασπορά 1β.

[22]. Βλ. ἐνδεικτικῶς Ἁγίου Ιουστινου Ποποβιτσ, «Ἔκθεσις ἐπί τοῦ θέματος τῆς ῾῾Πανορθοδόξου Συνόδου᾽᾽, ὑποβληθεῖσα πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς ἐν Σερβία Ἐκκλησίας τό 1971», Θεοδρομία 18 (2016) 17-18: «Καί εἰς τό τέλος τέλος τί δύναται νά περιμένη κανείς ἀπό μίαν τοιαύτην Οἰκουμενικήν Σύνοδον; Ἕν καί μόνον ἕν: σχίσματα καί αἱρέσεις καί διαφόρους ἄλλας συμφοράς. Αὐτό εἶναι ἡ βαθειά μου αἴσθησις καί πλήρης ὀδύνης ἐπίγνωσις. Δι᾽ αὐτό, παρακαλῶ καί ἱκετεύω τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας νά ἀπόσχῃ ἀπό τήν συμμετοχήν εἰς τήν προετοιμασίαν τῆς Συνόδου καί ἀπό τήν συμμετοχήν εἰς τήν ἰδίαν τήν Σύνοδο, ἐάν ἀτυχῶς συγκληθῇ. Νά μή φορτώσωμεν τουλάχιστον καί αὐτήν ἀκόμη τήν φοβεράν ἁμαρτίαν ἐπάνω εἰς τήν Ἁγιοσαββιτικήν μας Ἐκκλησίαν καί τόν ἀθῶον λαόν μας».

[23]. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ιεροθεου, Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος στήν Κρήτη. Θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές θέσεις, Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) 2018, σελ. 728.

[24]. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, «Σέ ἀδιέξοδο ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος γιά τό Οὐκρανικό. Σπεύδει σέ βοήθεια ὁ Ναυπάκτου Ἱερόθεος», Θεοδρομία 21 (2019) 440-450 καί στό Διαδίκτυο.