ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ [:Λουκᾶ 10,25-37]
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗ
«Καὶ ἰδοὺ νομικὸς τΙς ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; (:Ἐκεῖ ποὺ κάθονταν, ἰδοὺ σηκώθηκε κάποιος νομοδιδάσκαλος γιὰ νὰ δοκιμάσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀποδείξει ὅτι δὲν γνώριζε ὁ Ἰησοῦς τὸν νόμο καὶ Τοῦ εἶπε: ''Διδάσκαλε, ποιό ἔργο ἀρετῆς ἢ ποιά θυσία πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴ μακάρια καὶ αἰώνια ζωή;''). Ὁ δὲ εἶπεν πρὸς αὐτόν, Ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν, Ἀγαπήσεις κύριον τὸν θεόν σου ἐξ ὅλης [τῆς] καρδίας σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ἰσχύϊ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν (: Καὶ ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: ''Στὸν νόμο τί ἔχει γραφεῖ; Ἐσὺ ποὺ σπουδάζεις καὶ ἐρευνᾷς τὸν νόμο, τί διαβάζεις ἐκεῖ γιὰ τὸ ζήτημα αὐτό; Καὶ πῶς τὸ ἀντιλαμβάνεσαι;''. Ὁ νομικὸς τότε τοῦ ἀποκρίθηκε: ''Στὸν νόμο εἶναι γραμμένο τὸ ἑξῆς: ''Νὰ ἀγαπᾷς τὸν Κύριο καὶ Θεό σου μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά, ὥστε σὲ Αὐτὸν νὰ εἶσαι ὁλοκληρωτικὰ παραδομένος, μὲ ὅλα τὰ βάθη τῆς ἐσωτερικῆς καὶ πνευματικῆς ὑπάρξεώς σου· καὶ μὲ ὅλη σου τὴν ψυχή, ὥστε Αὐτὸν νὰ ποθεῖς, μὲ ὅλο τὸ συναίσθημά σου· καὶ μὲ ὅλη τὴ θέληση καὶ τὴ δύναμή σου, ὥστε καθετὶ ποὺ θὰ κάνεις νὰ εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ θέλημά Του. Καὶ μὲ ὅλη σου τὴ δύναμη καὶ μὲ δραστηριότητα ἀκούραστη νὰ ἐργάζεσαι γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ θελήματός Του. Νὰ Τὸν ἀγαπᾷς καὶ μὲ τὸν νοῦ σου ὁλόκληρο, ὥστε Αὐτὸν πάντοτε νὰ σκέφτεσαι. Νὰ ἀγαπᾷς ἐπίσης καὶ τὸν πλησίον σου, τὸν συνάνθρωπό σου, ὅσο καὶ ὅπως ἀγαπᾷς τὸν ἑαυτό σου)» [Λουκᾶ, 10,25-27].
Λέγοντας «καιρὸν» ἐννοεῖ ἐκεῖνον κατὰ τὸν ὁποῖο διέμενε ὁ Σωτῆρας στὴ γῆ, Αὐτὸς ποὺ εἶναι παντοῦ παρών, καὶ δὲν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὰ πατρικά Του. Νομικὸ βέβαια ἐδῶ ὁ εὐαγγελιστής, ὀνομάζει τὸν γνώστη τῶν νόμων, σύμφωνα μὲ τὴ συνήθεια τῶν Ἰουδαίων, δηλαδὴ ἐκεῖνον ποὺ νομίζει ὅτι γνωρίζει τὸν νόμο, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα δὲν τὸν γνωρίζει ἀκόμα. Αὐτὸς νόμισε ὅτι θὰ συναρπάσει τὸν Χριστό. Καὶ σὲ ποιούς, θὰ σᾶς πῶ. Κάποιοι λογοποιοὶ ποὺ ἦταν συνηθισμένοι στὶς ἀθυροστομίες, περιφέρονταν σὲ ὅλη τὴ χώρα τῶν Ἰουδαίων, ἀκόμα καὶ σὲ αὐτὴν τὴν Ἱερουσαλήμ, κατηγορῶντας τὸν Χριστὸ καὶ λέγοντας, ὅτι ἡ ἐντολὴ βέβαια ποὺ δόθηκε μέσῳ τοῦ Μωυσῆ εἶναι ἀνώφελη, Αὐτὸς ὅμως φέρνει καινούργιες διδασκαλίες. Ὑπῆρχαν ὅμως καὶ κάποιοι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἤδη πιστέψει, οἱ ὁποῖοι ἀντιδροῦσαν στὰ λεγόμενα ἐκείνων, ἀποδεχόμενοι παντοῦ τὸ εὐαγγελικὸ καὶ σωτήριο κήρυγμα.
Θέλοντας λοιπὸν ὁ νομικός, δηλαδὴ νομίζοντας ὅτι θὰ παγιδεύσει τὸν Χριστὸ νὰ πεῖ κάτι ἐναντίον τοῦ Μωυσῆ, δηλαδὴ ἐναντίον τῶν ἐντολῶν ποὺ εἶχε παραδώσει ὁ Μωυσῆς, λέγοντας ὅτι ἡ δική Του διδασκαλία εἶναι ἀνώτερη, πλησίασε Αὐτόν, πειράζοντάς Τον καὶ λέγοντας: «Τί νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή;». Τὸν πλησιάζει μὲ ὑποκρισία καὶ ὕφος προσποιητό, καὶ ὑποκρινόμενος ὅτι τὸν τιμᾷ, τὸν ὀνομάζει διδάσκαλο, ὥστε μὲ τὰ καλόλογά του νὰ μὴ γίνει ἀντιληπτὸ τὸ δόλιο πείραγμά του. Ἀλλὰ θὰ μποροῦσε κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ γνωρίζουν τὸ μυστήριο τῆς Ἐνσάρκου οἰκονομίας νὰ τοῦ πεῖ: «Ἐὰν γνώριζες καλὰ τὸν νόμο καὶ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς διδασκαλίας ποὺ εἶναι κρυμμένη σὲ αὐτόν, δὲν θὰ ἀγνοοῦσες ὅτι Αὐτὸς τὸν ὁποῖο ἐπιχειρεῖς νὰ πειράξεις, γνωρίζει τὰ ἀπόκρυφα καὶ μπορεῖ νὰ δεῖ καθαρὰ τίς καρδιὲς αὐτῶν ποὺ Τὸν πλησιάζουν. Τὸν ἀποκαλεῖς διδάσκαλο, ἐνῶ δὲν ἀνέχεσαι νὰ μάθεις. Ὑποκρίνεσαι ὅτι Τὸν τιμᾷς, περιμένοντας νὰ Τὸν παγιδεύσεις».
Πρόσεχε, σὲ παρακαλῶ, πάλι τὴν κακοήθεια στὰ λόγια τοῦ νομικοῦ. Γιατί ἐνῶ μποροῦσε νὰ πεῖ: «Τί νὰ κάνω γιὰ νὰ σωθῶ;», δηλαδὴ «νὰ ἀρέσω στὸν Θεὸ καὶ νὰ λάβω τὴν ἀμοιβὴ ἀπὸ Αὐτόν;». Ὅμως ἐκεῖνα τὰ ἀφήνει καὶ χρησιμοποιεῖ μᾶλλον τὰ λόγια τοῦ Σωτῆρα, ρίχνοντας στὸ δικό του κεφάλι τὰ γέλια. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ὁ Σωτῆρας τῶν ὅλων Χριστὸς συνήθιζε νὰ μιλᾷ συχνὰ γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ σὲ ἐκείνους ποὺ Τὸν πλησίαζαν, μιλῶντας, ὅπως εἶπα, ὁ περιαυτολόγος νομικός, χρησιμοποιεῖ τὰ δικά Του λόγια.
Ὅμως ἂν ἤσουν πραγματικὰ φιλομαθής, νομικέ, θὰ εἶχε ἀκούσει ἀπὸ Αὐτὸν αὐτὰ ποὺ ὁδηγοῦν στὴν αἰώνια ζωή, ἐπειδὴ ὅμως Τὸν πειράζεις μὲ κακὴ πρόθεση, δὲν θὰ ἀκούσεις τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο αὐτὰ ποὺ ἔχουν νομοθετηθεῖ ἀπὸ παλαιὰ τὰ χρόνια μέσῳ τοῦ Μωυσῆ, τὰ ὁποῖα προφανῶς δὲν εἶχαν τὴν αἰώνια ζωὴ ὡς ἀνταμοιβή, ἀλλὰ μόνο αὐτὴν ποὺ εἶναι δοσμένη ἐδῶ καὶ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ κακὰ καὶ τὴν ἀνταπόδοση τῶν καλύτερων. Γιατί λέγει ὁ προφήτης Ἠσαΐας: «Καὶ ἐὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε· ἐὰν δὲ μὴ θέλητε, μηδὲ εἰσακούσητέ μου, μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται· τὸ γὰρ στόμα Κυρίου ἐλάλησε ταῦτα (:Ἐὰν λοιπὸν θελήσετε καὶ μὲ ἀκούσετε καὶ συμμορφωθεῖτε πρὸς τίς ἐντολές μου, θὰ φάγετε πλούσια τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς. Ἐὰν ὅμως δὲν θελήσετε καὶ δὲν μὲ ὑπακούσετε καὶ ἀπομακρυνθεῖτε ἀπὸ ἐμένα, ἡ μάχαιρα τῶν ἐχθρῶν σας θὰ σᾶς καταφάει". Τὸ στόμα τοῦ Κυρίου εἶναι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο διεκήρυξε αὐτὰ καὶ θὰ γίνουν ὅπως τὰ εἶπε)» [Ἠσ. 1,19-20].
«Εἶπεν δὲ αὐτῷ, ᾽Ορθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. ὁ δὲ θέλων δικαιῶσαι ἑαυτὸν εἶπεν πρὸς τὸν ᾽Ιησοῦν, Καὶ τίς ἐστίν μου πλησίον; (:Του εἶπε τότε ὁ Κύριος: "Σωστὴ ἀπάντηση ἔδωσες. Νὰ κάνεις πάντοτε αὐτὸ ποὺ εἶπες, καὶ θὰ κληρονομήσεις τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ ζήσεις σὲ αὐτή". Ὁ νομοδιδάσκαλος ὅμως θέλοντας νὰ δικαιολογήσει τὸν ἑαυτό του, ἐπειδὴ ὅπως ἀποδείχθηκε, ἔθεσε στὸν Ἰησοῦ ἕνα ἐρώτημα πάνω στὸ ὁποῖο τοῦ ἦταν γνωστὴ ἡ ἀπάντηση, εἶπε στὸν Ἰησοῦ: ''Καὶ ποιόν πρέπει νὰ θεωρῶ πλησίον μου σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφή;'')» [Λουκ. 10,28-29].
Πλὴν ὅμως, ὅταν ὁ νομικὸς ἀνέφερε ὅσα ἀναγράφονται στὸν νόμο, ἐπιτιμῶντας τὴν πονηρία καὶ ἐλέγχοντας τὸ δύστροπο ἀλαζονικὸ φρόνημά του, ὁ Χριστὸς ποὺ τὰ γνωρίζει ὅλα εἶπε: «Σωστὰ ἀπάντησες. Αὐτὸ νὰ κάνεις καὶ θὰ ζήσεις». Ἔχασε τὸ θήραμά του ὁ νομικός, σχίσθηκε τὸ δίχτυ τῆς ἀπάτης. Ἄς ποῦμε λοιπὸν πρὸς αὐτὸν τὰ λόγια τοῦ Ἰερεμία: «Εὑρέθης καὶ ἐλήφθης, ὅτι τῷ Κυρίῳ ἀντέστης (:Βρέθηκες ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς σου ἀδύνατος πλέον, κυριεύτηκες ἀπὸ αὐτούς· καὶ τοῦτο, διότι ἐσὺ πεισματικὰ ἀντιστάθηκες στὸν Κύριο)» [Ἰερ. 27,24].
Ἀφοῦ ἀπέτυχε στὸ κυνήγι, κυλίστηκε στὴ φιλοδοξία. Ἀπὸ τὴν ἀπάτη στὴν ὑπερηφάνεια, δανείζοντάς τον κατὰ κάποιο τρόπο οἱ κακίες μεταξύ τους. Γιατί ρώτησε ὄχι ἐπειδὴ ἤθελε νὰ μάθει, ἀλλὰ ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστής, γιὰ νὰ δικαιώσει τὸν ἑαυτό του. Πρόσεχε λοιπὸν πῶς μὲ ἐγωισμὸ καὶ μαζὶ καὶ μὲ ὑπεροψία, φώναζε μὲ ἀναίδεια: «Καὶ ποιός εἶναι ὁ πλησίον μου;». «Ποιός εἶναι αὐτός», λέγει, «γιὰ νὰ τὸν ἀγαπήσω σὰν τὸν ἑαυτό μου; Εἶμαι ἀνώτερος ὅλων, εἶμαι νομικός, κρίνῳ τους πάντες, δὲν κρίνομαι ἀπὸ κανένα· δικάζω καὶ δὲν δικάζομαι· διαφέρω ἀπὸ ὅλους· ὅλοι ἔχουν τὴν ἀνάγκη μου, ἐγὼ δὲν ἔχω τὴν ἀνάγκη κανενός· ποιός λοιπὸν εἶναι ὁ πλησίον μου, γιὰ νὰ τὸν ἀγαπήσω σὰν τὸν ἑαυτό μου;». Κανένας πάλι, νομικέ, δὲν εἶναι σὰν ἐσένα; Τοποθετεῖς τὸν ἑαυτό σου πέρα ἀπὸ ὅλους; Κατέβασε τὰ φρύδιά σου· θυμήσου τὸν Παροιμιαστὴ ποὺ λέγει: «Κακὸς μεθ᾿ ὕβρεως πράσσει κακά, οἱ δὲ ἑαυτῶν ἐπιγνώμονες σοφοί (:Ὁ ἀμετανόητος κακὸς ἄνθρωπος διαπράττει μὲ θρασύτητα τὸ κακὸ καὶ καυχᾷται γι᾿ αὐτό. Ὅσοι ὅμως ἔχουν αὐτογνωσία εἶναι σοφοὶ καὶ ταπεινόφρονες)» [Παροιμ. 13,10].
Πραγματικὰ τὸ νόημα τῆς ζωῆς βρίσκεται σὲ αὐτό, στὸ νὰ ἀγαπᾶμε τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, χωρὶς νὰ ἐναλλάσσονται ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλὰ ἐπεκτείνοντας αὐτοὺς πέρα ἀπὸ τὰ ἰουδαϊκὰ μέτρα, καὶ ἐντάσσοντας τὴν ἐπέκταση στὸ νόημα τῶν ἐντολῶν ποὺ ἔχουν λεχθεῖ. Γιατί τὸ νὰ ἀγαπᾶμε τὸν Θεὸ μὲ ὅλη τὴν καρδιά μας καὶ τὴν ψυχή μας καὶ τὴ δύναμή μας, ἀποκλείει τὴν ἀγάπη πρὸς τὰ χρήματα, πρὸς τὴν ἡδονὴ καὶ πρὸς τὴν κενοδοξία, μᾶς βγάζει ἀπὸ τὴν κοσμικὴ διάθεση, μᾶς κάνει ἐκλεκτοὺς ἀπὸ τὸν κόσμο, μᾶς ἑνώνει μὲ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ νὰ μιλήσουμε γενικά μᾶς κάνει ἀπὸ Ἰουδαίους, Χριστιανούς. Καὶ ἡ καλῶς νοούμενη ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, ὅταν δὲν ἀπευθύνεται μόνο πρός τὸν ὁμοεθνῆ, ἀλλὰ πρὸς κάθε ὁμογενῆ, γίνεται ἀκόλουθος τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεό, προσλαμβάνοντας καί τὸ κατὰ μίμηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ νὰ τὸν ἀγαπᾶμε ὄχι μόνο ὅπως τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ καὶ περισσότερο ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, ὥστε νὰ θυσιάζουμε τὴ ζωή μας γιὰ τοὺς φίλους, πρᾶγμα βέβαια ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος.
Καὶ ἐπαινέθηκε βέβαια ὁ νομικὸς γιὰ τὴν καλὴ ἀπάντησή του, ὅμως ἐκδήλωσε τὸ πάθος τῆς ἀλαζονείας του, λέγοντας ὅτι κανένας δὲν εἶναι πλησίον του, γιατί κανεὶς δὲν ἦταν ἐφάμιλλος μὲ αὐτὸν ὡς πρὸς τὴ δικαιοσύνη. Πίστευε δηλαδὴ αὐτὰ ποὺ πίστευε καὶ ὁ Φαρισαῖος ἐκεῖνος ποὺ ἔλεγε: «Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοὶ ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης (:Σὲ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, διότι δὲν εἶμαι ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοὶ ἢ καὶ ὅπως αὐτὸς ὁ τελώνης)» [Λουκᾶ 18,11], μὴ γνωρίζοντας ὅτι αὐτὸ βλάπτει τὴ δικαιοσύνη, τὸ νὰ μὴν κάνει ἀπὸ ἀγάπη αὐτὸ ποὺ κάνει. Συλλαμβάνεται λοιπὸν καὶ αὐτὸς φτωχὸς ἀπὸ ἀγάπη, ὁπωσδήποτε βέβαια καὶ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ ὅπως εἶναι φανερὸ καί τῆς πρὸς τὸν πλησίον, ἀφοῦ θεωρεῖ ὅτι δὲν ὑπάρχει κάποιος πλησίον γι᾿ αυτόν. Καὶ εἶναι φανερὸ ὅτι, ἀφοῦ δὲν ἀγαπᾷ τὸν ἀδελφὸ ποὺ τὸν ἔχει δεῖ, δὲν μπορεῖ νὰ ἀγαπᾷ τὸν Θεό, τὸν ὁποῖο δὲν ἔχει δεῖ.
«Ὑπολαβὼν ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν, ῎ανθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ ᾽Ιερουσαλὴμ εἰς ᾽Ιεριχὼ καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν, οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ. κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τίς κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν· ὁμοίως δὲ καὶ Λευίτης [γενόμενος] κατὰ τὸν τόπον ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθεν. Σαμαρίτης δέ τις ὁδεύων ἦλθεν κατ᾽ αὐτὸν καὶ ἰδὼν ἐσπλαγχνίσθη (: Τότε ὁ Ἰησοῦς μὲ τὴν ἀφορμὴ αὐτὴ πῆρε τὸν λόγο καὶ εἶπε: Κάποιος ἄνθρωπος κατέβαινε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν Ἰεριχὼ κι ἔπεσε σὲ ἐνέδρα λῃστῶν. Αὐτοὶ δὲν ἀρκέστηκαν μόνο νὰ τοῦ πάρουν τὰ χρήματά του, ἀλλὰ καὶ τὸν ἔγδυσαν, τὸν τραυμάτισαν, τὸν γέμισαν μὲ πληγὲς καὶ ἔφυγαν, ἀφοῦ τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο. Κατὰ σύμπτωση τότε κατέβαινε στὸν δρόμο ἐκεῖνο κάποιος ἱερέας, καὶ ἐνῶ τὸν εἶδε, τὸν προσπέρασε ἀπὸ τὸ ἀπέναντι μέρος τοῦ δρόμου χωρὶς νὰ τοῦ δώσει σημασία ἢ κάποια βοήθεια. Τὸ ἴδιο καὶ κάποιος Λευίτης ποὺ περνοῦσε ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο, ἐνῶ πλησίασε καὶ εἶδε τὸν πληγωμένο, ἀπομακρύνθηκε ἀμέσως καὶ τὸν προσπέρασε καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸ ἀπέναντι μέρος τοῦ δρόμου. Ἕνας Σαμαρείτης ὅμως ποὺ περνοῦσε ἀπὸ τὸ δρόμο ἐκεῖνο, ἦλθε στὸ μέρος ὅπου ἦταν ξαπλωμένος, καὶ ὅταν τὸν εἶδε τὸν σπλαχνίστηκε καὶ τὸν πόνεσε)» [Λουκ. 10,29-33].
Πρόσεχε πῶς παρουσιάζει ὁ Σωτῆρας ποιός εἶναι ὁ πλησίον, καθαρίζοντάς τον ὄχι ἀπὸ τὸ γένος, οὔτε ἐξετάζοντας τὴν ἀρετή του, ἀλλὰ συνδέοντάς τον μὲ τὴ φύση, διηγούμενος γιὰ ἐκεῖνον ποὺ ἔπαθε δεινὰ ἀπὸ λῃστές, στὸν ὁποῖο ταιριάζει φιλανθρωπία ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο, γιατί αὐτὸ ἀπαιτεῖ ἡ ἴδια ἡ φύση. Δείχνεται ὅμως μὲ τὴν παραβολὴ καὶ τοῦτο, ὅτι βρίσκει τὸν ἀπὸ τὴ φύση τοῦ πλησίον αὐτὸς ποὺ δὲν εἶναι ὑπερήφανος, παρὰ ὁ ὑπερόπτης. Γιατί ὁ Σαμαρείτης παρουσιάζεται ἀνώτερος ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ τὸν Λευίτη. Γιατί αὐτοί, ἐνῶ κείτονταν μισοπεθαμένος καὶ μὲ πολὺ μεγάλες κακώσεις, τὸν προσπέρασαν, χωρὶς νὰ αἰσθανθοῦν γι᾿ αὐτὸν τίποτε τὸ ἀνθρώπινο, χωρὶς νὰ στάξουν τὸ λάδι τῆς ἀγάπης, ἀλλὰ ἐκδηλώνοντας μᾶλλον ἄσπλαχνο καὶ σκληρὸ φρόνημα, ἐνῶ ὁ ἀλλογενὴς ποὺ ἀνῆκε στοὺς Σαμαρεῖτες ἐκτέλεσε τὸν νόμο τῆς ἀγάπης. Ἄκουε βέβαια καὶ τὴν παραβολή:
«Καὶ προσελθὼν κατέδησεν τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐκβαλὼν ἔδωκεν δύο δηνάρια τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν, Ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ τι ἂν προσδαπανήσῃς ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι (:Τὸν πλησίασε τότε καὶ τοῦ ἔδεσε μὲ ἐπιδέσμους τὰ τραύματά του ἀφοῦ προηγουμένως τὰ ἔπλυνε καὶ τὰ ἄλειψε μὲ λάδι καὶ μὲ κρασί. Κι ἔπειτα τὸν ἀνέβασε στὸ ζῶο του, τὸν πῆγε σὲ κάποιο πανδοχεῖο καὶ τὸν περιποιήθηκε, διακόπτοντας ἔτσι τὸ ταξίδι του. Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωί, φεύγοντας ἀπὸ τὸ πανδοχεῖο ποὺ εἶχε διανυκτερεύσει, ἔβγαλε δύο δηνάρια, τὰ ἔδωσε στὸν ξενοδόχο καὶ τοῦ εἶπε: Περιποιήσου τον γιὰ νὰ γίνει καλά. Καὶ ὅ,τι παραπάνω ξοδέψεις, ἐγὼ καθὼς θὰ ἐπιστρέφω στὴν πατρίδα μου καὶ θὰ ξαναπεράσω ἀπὸ ἐδῶ, θά σοῦ τὰ πληρώσω)» [Λουκ. 10,34-35].
Κατὰ ἄλλη ἑρμηνεία: Ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ ἔχει γραφεῖ: «Καὶ ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς (:Ὦ, τὸν ταλαίπωρο τὸν ἄνθρωπο! Ἐνῶ ἔχει λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἀνυπολόγιστη τιμὴ τῆς λογικῆς του φύσεως, δὲν τὸ κατανόησε καὶ δὲν συνετίστηκε, ἀλλὰ ἐξισώθηκε μὲ τὰ ἄλογα καὶ ἀνόητα κτήνη καὶ ἔγινε ὅμοιος μὲ αὐτὰ κατὰ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς καὶ τὰ ἔνστικτα)» [Ψαλμ. 48,21], καὶ κυριεύτηκε ἀπὸ κάθε ζωώδη καὶ ἀκόλαστη ἐπιθυμία, ἀφοῦ ἔγινε ἀπαρχὴ τοῦ γένους μας ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος δὲν γνώρισε ἁμαρτία, ἔδειξε πρῶτος στὸν ἑαυτό Του νὰ ὑπερβοῦμε αὐτὰ τὰ κτηνώδη πάθη· γιατί Αὐτὸς ἀνέλαβε τίς ἀδυναμίες μας καὶ βάσταξε τίς ἀρρώστιες μας. Γι᾿ αὐτὸ εἶπε ὅτι ἐκεῖνον ποὺ θεραπεύθηκε τὸν ἀνέβασε στὸ δικό του ὑποζύγιο. Γιατί μᾶς ἔφερε στὸν ἑαυτό Του, ἐπειδὴ εἴμαστε μέλη τοῦ σώματός Του. Ἀλλὰ καὶ σὲ πανδοχεῖο τὸν πῆγε· πανδοχεῖο βέβαια ὀνομάζει τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δέχεται καὶ χωρεῖ ὅλους.
Γιατί δὲν θὰ ἀκούσουμε πιὰ σύμφωνα μὲ τὴ στενότητα τῆς νομικῆς σκιᾶς καὶ τῆς τυπικῆς λατρείας: «Οὐκ εἰσελεύσεται Ἀμμανίτης καὶ Μωαβίτης εἰς ἐκκλησίαν Κυρίου· καὶ ἕως δεκάτης γενεᾶς οὐκ εἰσελεύσεται εἰς τὴν ἐκκλησίαν Κυρίου καὶ ἕως εἰς τὸν αἰῶνα (:στὴν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου συνάθροιση δὲν ἐπιτρέπεται νὰ προσέλθει Ἀμμανίτης καὶ Μωαβίτης καὶ ἕως δεκάτης ἀκόμη γενεᾶς. Στὸν αἰῶνα τὸν ἅπαντα δὲν θὰ εἰσέλθει κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς σὲ συγκέντρωση Κυρίου)» [Δευτ. 23,4], ἀλλὰ «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος (:Λοιπόν, πηγαίνετε τώρα καὶ διδάξατε σὲ ὅλα τὰ ἔθνη τὴν ἀλήθεια. Καὶ αὐτοὺς ποὺ θὰ πιστέψουν καὶ θὰ γίνουν μαθητές σας, βαπτίστε τους στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος)» [Ματθ. 28,19] καὶ «ἀλλ᾿ ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτὸν καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτὸς αὐτῷ ἐστι (:ἀλλὰ σὲ κάθε ἔθνος, καθένας ποὺ εὐλαβεῖται τὸν Θεὸ καὶ ἐφαρμόζει δικαιοσύνη στὴ ζωή του, γίνεται δεκτὸς ἀπὸ Αὐτόν)» [Πράξ. 10,35].
Καὶ ἀφοῦ τὸν ὁδήγησε στὸ πανδοχεῖο, ζήτησε νὰ τύχει μεγαλύτερης φροντίδας. Καὶ πράγματι ὅταν συγκροτήθηκε ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὰ νεκρωμένα ἀπὸ τὴν πολυθεΐα ἔθνη, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἦταν σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ ἔχει γραφεῖ, ποὺ κατοικοῦσε καὶ περπατοῦσε μέσα σὲ αὐτὴν καὶ δώριζε κάθε πνευματικὸ χάρισμα.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὸν προϊστάμενο τοῦ πανδοχείου (αὐτὸς μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὅτι ἀποτελεῖ τύπο τῶν ἀποστόλων καί τῶν μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς ποιμένων καὶ διδασκάλων), ἀνεβαίνοντας στὸν οὐρανό, ἔδωσε δύο δηνάρια, γιὰ νὰ φροντίσει μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια τὸν ἄρρωστο. Καὶ ἐπιπρόσθετα τοῦ εἶπε: «Ἐὰν δαπανήσει καὶ περισσότερα, ὅταν ἐπανέλθω ἐγὼ θά σοῦ τὰ δώσω». Δύο δηνάρια ὀνομάζει τίς δύο Διαθῆκες, καὶ ἐκείνη ποὺ δόθηκε μὲ τὸν νόμο τοῦ Μωυσῆ καὶ τῶν προφητῶν καὶ αὐτὴ ποὺ δόθηκε μὲ τὰ Εὐαγγέλια καὶ τίς ἀποστολικὲς διατάξεις, ποὺ καὶ οἱ δύο ἦταν ἑνὸς Θεοῦ, καὶ ἔφεραν μία εἰκόνα τοῦ οὐράνιου καὶ ἑνὸς βασιλέως, ὅπως καὶ τὰ δηνάρια, καὶ σφράγιζαν καὶ ἀποτύπωναν μέσα στὶς καρδιές μας, μὲ τὰ ἱερὰ λόγια, τὸν ἴδιο χαρακτῆρα, γιατί καὶ μέσα σὲ αὐτὲς εἶχε μιλήσει τὸ ἴδιο Πνεῦμα.
Ἄς χαθοῦν ὁ Μάνης, καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτὸν ὁ Μαρκίων, οἱ ἀθεότατοι, οἱ ὁποῖοι ἀποδίδουν αὐτὲς σὲ διάφορους θεούς· γιατί ἑνὸς βασιλεία εἶναι τὰ δύο δηνάρια, καὶ μαζὶ καὶ τὰ δύο καὶ ἰσότιμα δόθηκαν στὸν προϊστάμενο τοῦ πανδοχείου ἀπὸ τὸν Χριστό, τὰ ὁποῖα, παίρνοντάς τα οἱ ποιμένες τῶν ἁγιότατων ἐκκλησιῶν, τὰ αὔξησαν μὲ τοὺς κόπους καὶ τοὺς ἱδρῶτες τῶν διδασκαλιῶν, καὶ τὰ δαπάνησαν μέσα στὴν Ἐκκλησία, καὶ μὲ τὴ δαπάνη τὰ αὔξησαν περισσότερο (γιατί τέτοιο εἶναι τὸ νοητὸ ἀργύριο, ἐνῶ δαπανᾷται, δὲ μειώνεται, ἀλλὰ αὐξάνεται, πρᾶγμα ποὺ εἶναι ὁ λόγος τῆς διδασκαλίας) καὶ ὅταν θὰ ἐπανέλθει ὁ Κύριος, κατὰ τὴν τελευταία ἡμέρα, θὰ πεῖ ὁ καθένας: Κύριε, δύο δηνάρια μοῦ ἔδωσες· Νὰ ξοδεύοντάς τα μέσα στὸ ποίμνιό μου, ἔχω κερδίσει καὶ ἄλλα δύο, μὲ τὰ ὁποῖα αὔξησα τὸ ποίμνιο. Καὶ ἀπαντῶντας θὰ πεῖ: «Εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου (:Εὖγε δοῦλε, ἀγαθὲ καὶ πιστέ! Σὲ λίγα ὑπῆρξες πιστός, σὲ πολλὰ θὰ σὲ ἐγκαταστήσω. Εἴσελθε γιὰ νὰ λάβεις μέρος στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου σου)» [Ματθ. 25,16-21].
«Τίς τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; ὁ δὲ εἶπεν, Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾽ αὐτοῦ. εἶπεν δὲ αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς, Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως (:Λοιπόν, ρώτησε συμπερασματικὰ ὁ Ἰησοῦς, ποιός ἀπὸ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς σοῦ φαίνεται ὅτι ἔκανε τὸ καθῆκον του πρὸς τὸν συνάνθρωπο καὶ ἀποδείχθηκε στὴν πράξη πλησίον καὶ ἀδελφὸς ἐκείνου ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν λῃστῶν; Καὶ αὐτὸς εἶπε: '' Πλησίον'' του ἀποδείχθηκε αὐτὸς ποὺ τὸν σπλαχνίστηκε καὶ τὸν ἐλέησε. Τοῦ εἶπε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς: "Πήγαινε καὶ κάνε κι ἐσὺ τὸ ἴδιο")».
Δεῖχνε δηλαδὴ συμπάθεια σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ πάσχει, χωρὶς νὰ ἐξετάζεις ἂν αὐτὸς εἶναι συγγενής σου ἢ συμπατριώτης σου, καὶ χωρὶς νὰ λογαριάζεις τίς θυσίες καὶ τοὺς κόπους καὶ τίς δαπάνες ποὺ θὰ ὑποστεῖς γιὰ νὰ βοηθήσεις καὶ νὰ συντρέξεις αὐτὸν ποὺ πάσχει, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸς εἶναι ἐχθρός σου. Ἔτσι καὶ ὁ Χριστός, ποὺ οἱ ἐχθροί του Τὸν ἔβριζαν «Σαμαρείτη», στὴν καταπληγωμένη καὶ μισοπεθαμένη ἀπὸ τίς ἁμαρτίες ἀνθρωπότητα ἔγινε ὁ καλὸς καὶ ἀγαθὸς Σαμαρείτης. Καὶ γιὰ νὰ τὴ θεραπεύσει ἀπὸ τίς πληγές της, ὄχι μόνο ὑπέστῃ κόπους, ἀλλὰ ὑποβλήθηκε καὶ σὲ θάνατο σταυρικό)» [Λουκᾶ, 10,36-37]· [ἐρμην. απόδοση Παναγιώτου Τρεμπέλα].
Εὔλογα ὁ Κύριος ρώτησε ποιόν ἀπὸ τοὺς τρεῖς θεώρησε ὅτι ἔγινε πλησίον ἐκείνου ποὺ ἔπαθε. Καὶ αὐτὸς ἀπάντησε: «Ἐκεῖνος ποὺ τοῦ ἔδειξε εὐσπλαχνία. Γιατί οὔτε ὁ ἱερέας, οὔτε ὁ Λευίτης, ἔγινε πλησίον ἐκείνου ποὺ ἔπαθε, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ τοῦ ἔδειξε εὐσπλαχνία». Καὶ ὁ Κύριος σὲ αὐτὰ ἀπάντησε: «Πήγαινε καὶ κάνε κι ἐσὺ τὸ ἴδιο». Γιατί εἶναι ἀνώφελο τὸ ἀξίωμα τῆς ἰεροσύνης σὲ ἐκείνους ποὺ τὸ ἔλαβαν, καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ νομίζουν ὅτι εἶναι νομομαθεὶς μὲ τὸ νὰ ὀνομάζονται νομομαθείς, ἐὰν δὲν εὐδοκιμοῦν μὲ τὰ ἴδια τὰ ἔργα τους. Νὰ λοιπὸν ἔχει πλεχθεῖ τὸ στεφάνι τῆς ἀγάπης σὲ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἀγάπησε τὸν πλησίον. Αὐτὸς ἦταν Σαμαρείτης, ἀλλὰ ὄχι ἀξιοκαταφρόνητος.
Γι᾿ αὐτὸ ὁμολόγησε ὁ πρῶτος μεταξὺ τῶν μαθητῶν, δηλαδὴ ὁ μακάριος Πέτρος, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Ἐπ᾿ ἀληθείας καταλαμβάνομαι ὅτι οὐκ ἔστι προσωπολήπτης ὁ Θεός, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτὸν καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτὸς αὐτῷ ἐστι (:Ἀλήθεια, καταλαβαίνω τώρα πολὺ καλά, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι προσωπολήπτης. Ἀλλὰ σὲ κάθε ἔθνος, καθένας, ποὺ εὐλαβεῖται τὸν Θεὸ καὶ ἐφαρμόζει δικαιοσύνη στὴ ζωή του, γίνεται δεκτὸς ἀπὸ Αὐτόν)» [Πράξ. 10,34-35]· γιατί ὁ Κύριος ποὺ ἀγαπᾷ τὴν ἀρετή, δέχεται ὅλους ἐκείνους ποὺ εἶναι ἐραστὲς τῶν ἀγαθῶν ἔργων καὶ τοὺς ἀσπάζεται καὶ τοὺς θεωρεῖ γνήσιους καὶ τοὺς καθιστὰ ἄξιους τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Ἁγίου Κυρίλλου, ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, Ἐξήγησις ὑπομνηματικὴ εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν εὐαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αἰγαίου, ἐρευνητικὸ ἔργο «Οἱ δρόμοι τῆς πίστης: Ψηφιακὴ Πατρολογία».
(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam .pdf)
• Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας Ἅπαντα τὰ ἔργα, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς», ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Α΄», κεφάλαιο 10ο, σελ. 437-447.
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm