Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ [:Λουκᾶ 10, 25-37] Γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου «Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΟΥ: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΩΣ ΠΑΝΔΟΧΕΙΟΝ, ΙΑΤΡΕΙΟΝ, ΚΙΒΩΤΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ» [15-11-1981] [Β 60]


ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ [:Λουκᾶ 10, 25-37]

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου

μὲ θέμα:

«Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΟΥ:

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΩΣ ΠΑΝΔΟΧΕΙΟΝ, ΙΑΤΡΕΙΟΝ, ΚΙΒΩΤΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ»

[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 15-11-1981]

[Β 60]

Καὶ μόνη, ἀγαπητοί μου, ἡ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου, ποὺ ἠκούσαμε σήμερα στὴν εὐαγγελικὴν περικοπήν, ἂν ἐγράφετο, μαζὶ μὲ τὴν ἄλλη παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, θὰ ἦτο ἀρκετὸ νὰ μᾶς δώσει ἕνα θαυμάσιο διάγραμμα τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ τὸ βλέπομε ἰδίως σήμερα, ὅπου, ὅπως ἀναφέρεται, κάποιος ἄνθρωπος κατήρχετο ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν Ἰεριχώ, ποὺ γεωγραφικὰ ἡ Ἱερουσαλὴμ εἶναι ὑψηλοτέρα τῆς Ἰεριχοῦς. Ἡ Ἱερουσαλὴμ εἶναι ὁ τύπος τοῦ ἀρχεγόνου Παραδείσου· καὶ ἡ Ἰεριχὼ εἶναι ἡ γῆ τῆς ἀπαθλιώσεως καὶ τῆς ἀποστασίας. Ἡ πτῶσις εἰς τοὺς λῃστὰς δὲν εἶναι παρὰ ἡ πτῶσις τοῦ ἀνθρώπου στὰ χέρια τῶν δαιμόνων καὶ τῶν παθῶν. Ἀκόμα, ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ Λευίτης ποὺ προσέρχονται, περνοῦν, παρέρχονται, ἀλλὰ δὲν δύνανται νὰ βοηθήσουν, εἶναι ὁ τελετουργικὸς νόμος, ὁ ἠθικὸς νόμος, ἂν θέλετε, ἀκόμη καὶ ἡ φιλοσοφία.

Περνάει ὁ καλὸς Σαμαρείτης. Εἶναι ὁ Ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Παραδίδει τὸν τραυματίαν αὐτόν, ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν λῃστῶν, ποὺ εἶναι ἡ ἀνθρωπότητα, στὸ Πανδοχεῖον ποὺ λέγεται Ἐκκλησία. Καὶ τὸ ὁποῖον πανδοχεῖον δέχεται τοὺς πάντας καὶ στὸ ὁποῖον πανδοχεῖον ἔτυχε θεραπείας αὐτὸς ποὺ ἔπεσε εἰς τοὺς λῃστάς, δηλαδὴ ἡ ἀνθρωπότης, καὶ ποὺ ἡ Ἐκκλησία εἶναι πανδοχεῖον, εἶναι ἰατρεῖον, ἀλλὰ καὶ σωστικὴ Κιβωτός.

Ἐκεῖ ποὺ πέφτει ὅλο τὸ βάρος τῆς παραβολῆς εἶναι τὸ πρόσωπον τοῦ Σαμαρείτου καὶ τὸ πανδοχεῖον. Ἐκεῖ πέφτει ὅλο τὸ βάρος. Θὰ παρακαλέσω ἂς προσέξομε. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία τὸ πανδοχεῖον. Πράγματι, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα πανδοχεῖον. Ὅπως θὰ γνωρίζετε, στὴν παλιὰ ἐποχὴ δὲν ὑπῆρχαν ξενοδοχεῖα, παρὰ μόνον πανδοχεῖα· διότι στὸ πανδοχεῖο ἐδέχοντο κάθε ἄνθρωπο, εἴτε καλοντυμένον, εἴτε κακοντυμένον, εἴτε πλούσιον, εἴτε πτωχόν. Ἐὰν σήμερα πάει ἕνας κουρελής, ἕνας ζητιάνος, σὲ ἕνα ξενοδοχεῖο, ὄχι καὶ πολυτελές, ἀλλὰ καὶ τρίτης κατηγορίας, ἂν θέλετε, δὲν θὰ γίνει δεκτὸς ὁ ζητιάνος, μὲ τὰ βρώμικα καί... κουρελιασμένα του ροῦχα. Στὸ πανδοχεῖο ἐγίνοντο ὅλοι δεκτοί. Ὄχι μόνον ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ ζῶα. Διότι ἦσαν οἱ περαστικοὶ ταξιδιῶτες ποὺ εἶχαν τὰ ζῶα τους. Ἔτσι, ὁδηγοῦσαν τὰ ζῶα τους εἰς τοὺς στάβλους τοῦ πανδοχείου, αὐτοὶ δὲ στὰ καταλύματα, στὰ δωμάτια τοῦ πανδοχείου. Ἔτσι, τὸ πανδοχεῖο ἦτο ὅ,τι λέει καὶ ἡ λέξις, ὅ,τι λέει τὸ ὄνομά του. Ἐδέχετο τοὺς πάντας καὶ τὰ πάντα.

Σκεφθήκατε ὅτι πράγματι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα Πανδοχεῖον; Ὅτι δέχεται τοὺς πάντας καὶ τὰ πάντα; Ἄν ἔπρεπε νὰ ἁπλωθοῦμε πάνω στὸ σημεῖο αὐτό, τοῦ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα πανδοχεῖον, ἀγαπητοί μου, θὰ ἔπρεπε ὥρα πολλὴ νὰ μιλᾶμε. Σκεφθεῖτε ὅτι δέχεται τοὺς ἀνθρώπους σὲ ὁποιαδήποτε κατάσταση κι ἂν βρίσκονται. Δηλαδή, κουρελιασμένοι, βρώμικοι, ἄρρωστοι· σὲ ὁποιαδήποτε κατάσταση κι ἂν βρίσκονται. Δηλαδὴ ἁμαρτωλοί. Σὲ ὁποιαδήποτε κλιμάκωση ἀμαρτωλότητος κι ἂν εἶναι. Τοὺς δέχεται ὅλους ἡ Ἐκκλησία. Μὲ σκοπὸν τὸν ἁγιασμόν των. Νὰ τοὺς καταρτίσει. Ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι δὲν εἶναι ἄλλος ὁ σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας παρὰ ὁ καταρτισμὸς τῶν ἁγίων. Εἶναι ἡ ἐπεξεργασία μέσα ἐκεῖ μιᾶς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ: «Ἃγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιὸς εἰμι». Μέσα ἐκεῖ θὰ μποῦν οἱ ὁποιοιδήποτε, γιὰ νὰ γίνουν ἅγιοι. Πολὺ ὡραῖα τὸ λέγει αὐτὸ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ὡς ἑξῆς: «Ἐλθὼν εἰς τὸ καταφύγιον αὐτῆς -δηλαδὴ ὁ Χριστός- καὶ εὑρών -τὴν ἀνθρωπότητα- ῥυπῶσαν, αὐχμῶσαν (:κακοτράχαλη), γυμνήν, πεφυρμένην αἴματι, ἔλουσεν, ἤλειψεν, ἔθρεψεν, ἐνέδυσεν ἰμάτιον, Αὐτὸς αὐτῇ γενόμενος περιβολή (:Αὐτὸς ὁ Ἴδιος ἔγινε ἱμάτιον αὐτῆς τῆς ἀνθρωπότητος). Καὶ λαβὼν αὐτήν, οὓτως ἀνάγει».

Πραγματικά, βλέπει κανεὶς μὲ πόσην ἀγάπην ὁ Θεὸς «ἀνάγει», ἀναλαμβάνει αὐτὴν τὴν ἀνθρωπότητα καὶ τὴν ὁδηγεῖ εἰς τὸ πανδοχεῖον τῆς Ἐκκλησίας. Βάζει λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία, δέχεται ἁμαρτωλοὺς καὶ βγάζει ἁγίους. Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἦταν κάτι πολὺ συγκινητικό, ποὺ τό ᾿βλεπε κανεὶς αὐτὸ σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα, νὰ εἰσέρχονται πρώην εἰδωλολάτραι, πρώην ἀνήθικοι, πρώην βρωμεροὶ ἄνθρωποι, νὰ γίνονται ἅγιοι, μπαίνουν ἀπὸ τὴν πόρτα τὴν κεντρικὴ ὅλοι μέσα, καὶ ἀπὸ μιὰν ἄλλη πόρτα τῆς Ἐκκλησίας ἔβγαιναν γιὰ τὸ μαρτύριον! Καὶ ἐγίνοντο μάρτυρες! Τί ὡραία αὐτὴ ἡ εἰκόνα! Τὸ ἔβλεπε κανεὶς πολὺ σύντομα, γιατί σήμερα τὸ βλέπομε, ἀλλὰ σὲ ἕναν μακρὺ χρόνο, ὥστε δὲν μποροῦμε νὰ ἔχομε μίαν σύντομη εἰκόνα. Ἐνῶ τότε τὸ ἔβλεπε κανεὶς μέσα σὲ μιὰ σύντομη, ἀλλὰ καὶ συναρπαστικὴ εἰκόνα. Πῶς ἡ Ἐκκλησία ἐδέχετο ἁμαρτωλοὺς καὶ ἔβγαζε ἁγίους καὶ μάρτυρες.

Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία δέχεται καὶ ὁλόκληρον τὴν κτίσιν. Σᾶς εἶπα, εἶναι πανδοχεῖον. Δὲν δέχεται μόνον τοὺς ἀνθρώπους. Δέχεται καὶ τὰ ὑλικὰ στοιχεῖα. Βλέπετε, προηγουμένως, κάναμε μνημόσυνο. Βάλαμε κόλλυβα. Κάναμε ἀρτοκλασία. Εἴχαμε τοὺς ἄρτους. Μποροῦμε νὰ βάλομε λουλούδια μέσα εἰς τὸν ναόν. Ὅλα τὰ ἀντικείμενα εἶναι ὑλικά. Αὐτὰ εἶναι ἀντιπροσωπευτικὰ τῆς κτίσεως· τὰ ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία δέχεται, ἁγιάζει, γιὰ νὰ ἁγιάσει ὁλόκληρον τὴν κτίσιν, νὰ ἐκκλησιαστικοποιήσει ὁλόκληρον τὴν κτίσιν καὶ νὰ τὴν κάνει Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν θὰ γίνει, τότε στὰ ἔσχατα, ὁ μεγάλος σεισμός, δὲν θὰ εἶναι τί ἄλλο παρὰ ἡ μετάθεσις ἀπὸ τὴν παλαίωσιν εἰς τὴν ἀνακαίνισιν αὐτοῦ τούτου τοῦ σύμπαντος, ὁλοκλήρου τοῦ σύμπαντος, τὸ ὁποῖον δὲν χάνεται, ἀλλὰ περνᾷ μὲ τὸν σεισμόν, δηλαδὴ τὴν μετάθεσιν, ἀπὸ τὴν φθορὰν εἰς τὴν ἀφθαρσίαν καὶ ἀπὸ τὸν θάνατον εἰς τὴν ἀθανασίαν. Εἶναι πραγματικὰ κάτι μεγαλειῶδες. Ὄντως ἡ Ἐκκλησία εἶναι πανδοχεῖον.

Ἀλλ᾿ εἶναι καὶ Ἰατρεῖον ἡ Ἐκκλησία. Διότι οἱ πιστοὶ εἰς τὸν παρόντα κόσμον δὲν κάνουν τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ μάχονται διαρκῶς πρὸς τὰς ἀρχὰς καὶ ἐξουσίας τοῦ σκότους, «ἐν τοῖς ἐπουρανίοις», ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Συνεπῶς ἡ παροῦσα ζωὴ δὲν εἶναι τί ἄλλο παρὰ ἕνα διαρκὲς στρατόπεδον μάχης. Ἐδῶ δίδονται οἱ μάχες μὲ τοὺς πονηροὺς ἀνθρώπους, μὲ τοὺς πονηροὺς δαίμονες, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν κακόν, περασμένον, φθαρτόν, ἀδαμικὸν ἑαυτόν μας. Εἶναι ἑπόμενον, ὅπως σὲ κάθε μάχη, ὅταν γίνεται πόλεμος, ὑπάρχουν καὶ τραυματίαι, ὑπάρχουν τραύματα, ὑπάρχουν πληγές. Ἔτσι, ἐκεῖνοι ποὺ πληγώνονται ἀπὸ πτώσεις, μέσα στὸν ἀγῶνα τους καὶ τὴν προσπάθειά τους, ἔρχονται στὸ Ἰατρεῖον τῆς Ἐκκλησίας, διὰ νὰ θεραπευθοῦν.

Θεραπευτήριο ἡ Ἐκκλησία. Τί ὡραῖο! Θεραπευτήριον. Σκεφθεῖτε, ὁ ἀρχαῖος κόσμος δὲν ἐγνώριζε νοσοκομεῖα καὶ θεραπευτήρια. Τὰ θεραπευτήρια εἶχαν μία εἰδικὴ μορφή, ὅπως ἦταν τὰ ἱερεῖα, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια ποὺ σήμερα γνωρίζομε, δὲν ὑπῆρχαν τότε τὰ θεραπευτήρια. Κι ἔρχεται ἡ Ἐκκλησία νὰ σταθεῖ ἀληθινὸ θεραπευτήριο καὶ ψυχῶν ἀλλὰ ὄχι ὀλιγότερον καὶ σωμάτων. Γιατί ὅταν ὁ Κύριος στέλνει τοὺς μαθητάς Του καὶ διὰ τῶν μαθητῶν Του, τοὺς διαδόχους των, νὰ θεραπεύουν πᾶσαν ἀσθένειαν εἰς τὸν λαόν, αὐτὸ δὲν εἶναι τί ἄλλο, παρὰ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα θεραπευτήριον, ἕνα ἰατρεῖον.

Τὰ φάρμακά της; Ὦ, τὰ φάρμακά της! Εἶναι τὰ δύο δηνάρια ποὺ ἔδωκεν ὁ καλὸς Σαμαρείτης, εἰς τὸν πανδοχέα, ποὺ εἶναι ὁ κλῆρος, εἶναι ὁ ἱερεύς· ποὺ τοῦ δίδει αὐτὰ τὰ δύο δηνάρια καὶ τοῦ λέγει: «Μὲ αὐτὰ νὰ θεραπεύσεις τὸν μεγάλο μου ἀσθενῆ, τὸν μεγάλο μου τραυματία, τὴν ἀνθρωπότητα». Εἶναι ὁ λόγος Του καὶ τὰ μυστήρια. Μὲ αὐτὰ τὰ δύο δηνάρια, τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἔρχεται, ἀγαπητοί μου, νὰ θεραπεύσει ἡ Ἐκκλησία. Πολλὲς φορές μου λέγουν οἱ ἄνθρωποι: «Πῶς μπορῶ νὰ διορθωθῶ; Τί πρέπει νὰ κάνω;». Καὶ ἀπαντῶ: «Νὰ ἔρχεσαι νὰ ἀκοῦς λόγον Θεοῦ». Γιατί τὸ ἔχω δεῖ αὐτὸ καὶ εἶναι μία πραγματικότητα. Ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἀκούει συνεχῶς καὶ ἐπιμελῶς λόγον Θεοῦ, καλλιεργεῖται ἡ ψυχή του καὶ θεραπεύεται ἀπὸ τὰ τραύματα ποὺ τοῦ ἐπιφέρει ἡ ἁμαρτία. Σταματᾷ νὰ ἁμαρτάνει. Εἶναι μεγάλης-μεγάλης ἀξίας, ἀγαπητοί μου, αὐτὰ τὰ φάρμακα. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ μυστήρια! Ὅπως εἶναι ἡ Ἐξομολόγησις, ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ προσευχή... Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐκεῖνα τὰ μέσα μὲ τὰ ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία θεραπεύει τοὺς τραυματισμένους πιστούς της.

Ἀλλ᾿ ἡ Ἐκκλησία εἶναι καὶ μία Κιβωτός. Μία Κιβωτὸς σωτηρίας. Ἐνθυμεῖσθε τὴν παλιὰ ἱστορία, τὸν Νῶε  μὲ τὴν Κιβωτό του. Ὅ,τι ἔμεινε ἀπέξω ὰπὸ τὴν Κιβωτόν, ἐπνίγῃ. Ὅ,τι ἔμεινε καὶ διεφυλάχθῃ μέσα εἰς τὴν Κιβωτόν, ἐσώθῃ. Ἔτσι κι ἐδῶ ἡ Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου, εἶναι μία Κιβωτός. Ἐξάλλου ἡ παλαιὰ Κιβωτὸς ἦτο τύπος τῆς Ἐκκλησίας. Ὅ,τι μένει ἀπέξω, χάνεται. Πῶς χάνεται; Ἀπὸ τὰ ρεύματα καὶ τὸν κατακλυσμὸ τῶν ἰδεῶν καὶ τῶν θεωριῶν καὶ τῆς ἀνηθικότητος καὶ τῆς ποικίλης ἁμαρτίας. Χάνεται κάθε ἄνθρωπος. Εἶναι ἀδύνατο νὰ σωθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ὅποιος εἶναι μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, αὐτὸς μόνο φυλάσσεται, αὐτὸς μόνο σώζεται.

Ὅταν ὅμως λέμε «Εἶμαι μέσα στὴν Ἐκκλησία», ἐδῶ προσέξτε νὰ ἄρομε μία παρανόηση, μία παρεξήγηση, ποὺ μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ ἔχουν. Ὅταν λέμε «εἶμαι μέσα στὴν Ἐκκλησία» δὲν σημαίνει εἶμαι μέσα εἰς τὸν ναόν. Κατὰ συνεκδοχὴν ὁ ναὸς λέγεται Ἐκκλησία, ἐπειδὴ ὁ πιστὸς λαὸς εἶναι μέσα εἰς τὸν ναόν. Καὶ κατ᾿ ἐπέκτασιν, τὰ ντουβάρια, ὁ ναός, λέγονται Ἐκκλησία. Εἶμαι λοιπὸν μέσα στὴν Ἐκκλησία, δὲν σημαίνει εἶμαι μέσα εἰς τὸν ναόν. Γιατί μπορεῖ νὰ εἶμαι μέσα εἰς τὸν ναόν, ἀλλὰ νὰ μὴ μετέχω τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ καὶ συνεπῶς νὰ εἶμαι ἀλλοτριωμένος, νὰ εἶμαι ἀποξενωμένος ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ σωστικὰ στοιχεῖα ποὺ μοῦ δίδει ὁ Χριστός. «Εἶμαι μὲς στὴν Ἐκκλησία», θὰ πεῖ «εἶμαι σύμφυτος», ὅπως λέγει ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «σύμφυτος τῷ σώματι τοῦ Χριστοῦ». Εἶμαι φυτεμένος, εἶμαι ὀργανικὰ δεμένος μὲ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἐκκλησία.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν κοινωνῶ σώματος καὶ αἵματος Χριστοῦ, τότε λέγομαι ὅτι εἶμαι μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Ὅταν τηρῶ τίς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Θυμηθεῖτε τὴν περίπτωση ποὺ λέει ὁ Κύριος: «Αὐτὸς ὁ ὁποῖος ὡς κληματόβεργα δὲν θὰ μείνει ἡνωμένος μὲ τὴν ἄμπελον, τὸν κορμόν, ποὺ εἶμαι Ἐγώ, τότε αὐτὸς δὲν ἀποφέρει καρπόν, αὐτὸς ξηραίνεται καὶ συνάγεται πρὸς καῦσιν, πρὸς φωτιά». Σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ εἶμαι ὀργανικὰ δεμένος, ὅπως εἶναι ἡ κληματόβεργα μὲ τὸν κορμὸν τῆς κληματαριᾶς, ποὺ ἀντλεῖ χυμούς. Ἔτσι κι ἐγὼ πρέπει νὰ εἶμαι ἡνωμένος μὲ τὸν Χριστόν, νὰ εἶμαι σύμφυτος τῷ σώματι τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἀντλῶ ἀπὸ κεῖ τοὺς χυμοὺς τῆς ζωῆς, τὸ σῶμα Του καὶ τὸ αἷμα Του, ποὺ εἶναι γιὰ μένα εἰς ζωὴν αἰώνιον. Τότε μπορῶ νὰ πῶ ὅτι εἶμαι μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλιώτικα δὲν εἶμαι. Μὴν πλανᾶσθε. Ἄν προσπαθῶ νὰ κοροϊδέψω τὸν ἑαυτό μου ὅτι εἶμαι ψάλτης, ὅτι εἶμαι ἐπίτροπος, ὅτι εἶμαι φροντιστὴς τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ δὲν κοινωνῶ, μὴν πλανῶμαι, εἶμαι ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Κι ἂς εἶμαι κάτω ἀπὸ τὰ κεραμίδια τῆς Ἐκκλησίας. Εἶμαι ἔξω ἀπὸ τὴν Κιβωτόν. Θὰ παρασυρθῶ ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸν καὶ δὲν πρόκειται νὰ σωθῶ.

Ἀγαπητοί μου, κάμποσα χρόνια εἶμαι κληρικός. Σπάνια ἀπὸ τὰ πιὸ σπάνια ἔχω δεῖ ψάλτες καὶ ἐπιτρόπους νὰ κοινωνοῦν καὶ νὰ ἐξομολογοῦνται. Δὲν ξέρω γιατί. Δὲν εἶναι τῆς στιγμῆς νὰ σᾶς πῶ τὸ γιατί. Μόνο τοῦτο ἔχω βεβαιώσει καὶ ἔχω διαπιστώσει. Οἱ ψάλται καὶ οἱ ἐπίτροποι δὲν μετέχουν τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Κάποτε στὴν κρίση, θὰ συμβεῖ μὲ αὐτοὺς ἐκεῖνο ποὺ ὁ Κύριος ἤδη μᾶς ἔχει πεῖ: «Κύριε, ἐσὺ δὲν μίλησες στὶς πλατεῖες μας καὶ στὸ σπίτι μας δὲν ἦρθες νὰ φᾷς;». Ὅπως θὰ ποῦν τότε οἱ ἐπίτροποι καὶ οἱ ψάλται καὶ ὅποιοι ἄλλοι...: «Κύριε, δὲν ἦρθες στὸ πρόσωπο τοῦ ἱερέως, τοῦ ἐπισκόπου, νὰ μᾶς κηρύξεις στὸν ναό; Δὲν σὲ πήραμε στὸ σπίτι καὶ σὲ φιλοξενήσαμε; Δὲν σοῦ κάναμε ἕνα ὡραῖο τραπέζι; Πῶς λὲς ὅτι δὲν μᾶς γνωρίζεις;».  «Σᾶς βεβαιώνω», λέει ὁ Κύριος, «Οὐκ οἶδα ὑμᾶς, ἐργάται τῆς ἀνομίας». Φύγετε ἀπὸ δῶ, δὲν σᾶς ἀναγνωρίζω». Ἀκούσατε; Εἶναι φοβερό. Ἄς βγάλομε τίς αὐταπάτες, ἀγαπητοί μου, ἂς βγάλομε τίς ψευδαισθήσεις. Μόνο ἐὰν εἶμαι μετανοημένος ἄνθρωπος, μόνον ἐὰν γίνομαι κοινωνὸς σώματος καὶ αἵματος Χριστοῦ, κατὰ τὸ ἀνθρώπινον, ἄξιος, ὅσο εἶναι δυνατόν, μόνο ἐὰν τηρῶ τίς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τότε μόνο μπορῶ νὰ λέγω ὅτι εἶμαι μέσα στὴν Ἐκκλησία. Καὶ τότε μόνο μπορῶ νὰ διατηρῶ τὴν ἐλπίδα ὅτι μπορῶ νὰ σωθῶ. Μόνον τότε. Ἀλλὰ νὰ τὸ ξέρομε. Ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει ἡ σωτηρία, ὅπως σαφῶς τὸ λέγει ὁ ἅγιος Κυπριανὸς αὐτό. Ἔξω τῆς Ἐκκλησίας σωτηρία δὲν ὑπάρχει.

Ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία, εἴδαμε, ὅτι εἶναι τὸ μεγάλο ἐργαστήρι τῆς ἁγιότητος, τὸ πανδοχεῖον ποὺ δέχεται τὴν ἔλλογον καὶ τὴν ἄλογον κτίσιν, γιὰ νὰ τὴν ἁγιάσει, νὰ τὴν ἀφθαρτίσει, νὰ τὴν ἀθανατίσει, νὰ τὴν εἰσαγάγει εἰς τὴν μακαριότητα τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ἀκόμη εἶναι τὸ θαυμάσιον θεραπευτήριον. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ κιβωτὸς ἡ ἀληθὴς ποὺ σώζει.

Ἀλλὰ ἂς κλείσομε μὲ αὐτὰ τὰ θαυμάσια λόγια τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Μὴ ἀπέχου ἀπὸ ἑκκλησίας. Οὐδὲν γὰρ ἑκκλησίας ἰσχυρότερον (:Μὴν ἀπομακρύνεσαι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Δὲν ὑπάρχει τίποτα ἰσχυρότερο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία). Ἡ ἐλπίς σου; Ἡ ἑκκλησία. Ἡ σωτηρία σου; Ἡ ἑκκλησία. Ἡ καταφυγή σου; Ἡ ἑκκλησία».

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή

μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,

μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια:

Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

 

ΠΗΓΕΣ:

•   Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.

•   http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/omiliai kyriakvn/omiliai kyriakvn 123.mp3

__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»