ΚΥΡΙΑΚΗ TΟΥ ΑΣΩΤΟΥ[:Λουκά 15,11-32]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου
με θέμα:
«ΑΠΟΔΗΜΟΙ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 15-02-1998]
[Β 370]
«Εὐαγγέλιον ἐν Εὐαγγελίῳ» εχαρακτηρίσθη, αγαπητοί μου, η παραβολή του Ασώτου Υιού, που ακούσαμε σήμερα. Και τούτο γιατί δείχνει την πτώση του ανθρώπου και την αποστασία του από τον Θεό, αλλά και την αγάπη του Θεού για την επιστροφή και σωτηρία του ανθρώπου.
Και η αγάπη του Πατρός εξεδηλώθη σε όλο της το μεγαλείο. Δηλαδή με την προσφορά του Υιού Του, χάριν των ανθρώπων. Και η αγάπη και προσφορά εκφράζεται με τούτα τα λόγια, όπως μας διασώζει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ' ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον». Και η όλη η διαδικασία της σωτηρίας είναι η πίστις εις το θεανθρώπινον πρόσωπον του Ιησού Χριστού. Είδατε; «Πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν» θα σωθεί. Δεν θα χαθεί. Δηλαδή ο Θεός οικονομεί την Ενανθρώπηση, που είναι το μέγιστον και ζητά από τον άνθρωπον την πίστιν, που είναι το ελάχιστον. Πρέπει πάντως να υπάρχει αυτή η αμοιβαία προσφορά.
Ένα μικρό παράδειγμα που πολλάκις το έχομε πει. Θέλεις να κοινωνήσεις; Τι θα πάρεις; Το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Είναι μέγιστον; Σίγουρα. Θα πας όμως το πρόσφορό σου το πρωί. Κι ένα πρόσφορο τι τιμή έχει; Ελαχίστη. Έτσι, θα δώσεις και θα πάρεις. Όχι μόνον απλώς θα πάρεις. Θα δώσεις και θα πάρεις. Θέλεις τη σωτηρία σου; Μάλιστα. Δώσε την πίστη σου. Αμοιβαία, βλέπετε, η προσφορά. Ο Θεός δίδει τη χάρη Του κι εμείς δίδομε την πίστη μας. Μάλιστα, αν έχετε προσέξει, ο Κύριος, από εκείνους που ηδύναντο να ομολογήσουν την πίστη των, τους ερωτούσε: «Εάν πιστεύεις, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι». Βλέπετε, πρέπει να προσφέρομε. Θα μου πείτε, είναι τόσο απλό; Θα έλεγα πάρα πολύ απλό. Βέβαια, πρέπει να είναι εκ βαθέων αυτό το πιστεύω. Είναι πολύ απλό, είναι δυσκολότατον.
Ένα μικρό παράδειγμα. Λέγει ότι εκείνος που έχει το Πνεύμα του Θεού, λέγει: «Ἀββᾶ, ὁ Πατήρ». «Ἀββᾶ» θα πει «πατήρ». Αλλά εις την συριακήν γλώσσα. Το ίδιο πράγμα σε δύο γλώσσες. Πείτε σε κάποιον άνθρωπο να πει: «Ἀββᾶ, ὁ Πατήρ». Να πει τον Θεό: «Πατέρα». Δεν μπορεί να το πει εάν δεν έχει το Πνεύμα το Άγιον. Σαφώς το λέγει αυτό ο λόγος του Θεού. Κανείς δεν μπορεί να πει τον Θεόν Πατέρα, εάν δεν έχει το Πνεύμα το Άγιον. Είναι λοιπόν εύκολο; «Κανείς», λέγει ο Απόστολος Παύλος, «δεν μπορεί να πει τον Χριστόν ‘’Κύριον’’», δηλαδή «Θεόν», «εἰ μή ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ». Είναι δύσκολο; Φοβερά δύσκολο. Έτσι, φοβερά απλό, φοβερά δύσκολο. Αναλόγως ρυθμίζεται το πράγμα από την προαίρεση του ανθρώπου. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται απόδημος της Χάριτος του Θεού. Απόδημος. Αποδημεί. Και, αν θέλει να σωθεί, πρέπει να επιστρέψει. Και η επιστροφή πραγματοποιείται με την πίστη και τη μετάνοια.
Όλα αυτά, κατά θαυμάσιον φιλολογικόν τρόπον, εικονίζονται με την παραβολή του ασώτου υιού. Αυτή μας διαγράφει την πτώση, την αποστασία, την αποδημία του ανθρώπου από τον Θεό και την επιστροφή του. Η παραβολή του ασώτου υιού. Γι΄αυτό σας είπα ότι είναι «Εὐαγγέλιον ἐν Εὐαγγελίῳ» η παραβολή του Ασώτου Υιού.
Ο δε συμβολισμός αυτής της παραβολής είναι άφθαστος. Άφθαστος. Και η κάθε λέξις έχει πολλά να πει μέσα εις την απλότητά της η παραβολή και μέσα εις την λιτότητά της. Ο άνθρωπος, ζητώντας την κατάχρηση της ελευθερίας του, αποδημεί από τον Θεόν. Αισθάνεται τον εαυτόν του δέσμιον κοντά στον Θεό. Όπως και το παιδί αισθάνεται ότι είναι δέσμιο της οικογενείας του. Ενώ αν ζυγίσει καλά ο άνθρωπος, θα δει ότι μόνο δέσμευσις δεν είναι αυτό. Είναι ελευθερία. Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος, δεν μπορεί να αισθάνεται κοντά στον Θεό ελεύθερος. Όπως τουλάχιστον καταλαβαίνει και κατανοεί την έννοια της ελευθερίας. Και τι κάνει; Αποδημεί. Φεύγει. Και όπως περιγράφει ο Ψαλμωδός, είναι στον 2ον Ψαλμόν: «Καὶ οἱ ἄρχοντες συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ τοῦ χριστοῦ αὐτοῦ». «Οι άρχοντες, αλλά και πας άνθρωπος, στρέφεται κατά του Κυρίου», εννοεί τον Πατέρα, «και κατά του Χριστού», εννοεί του κεχρισμένου, δηλαδή του Υιού. «Διαῤῥήξωμεν τοὺς δεσμοὺς αὐτῶν καὶ ἀποῤῥίψωμεν ἀφ᾿ ἡμῶν τὸν ζυγὸν αὐτῶν». «Τοὺς δεσμοὺς αὐτῶν». Μας δεσμεύουν ο Πατήρ και ο Υιός. «Και ελάτε λοιπόν να διαρρήξομε, να κάνομε διάρρηξη αυτής της δεσμεύσεως. Και να απορρίψομε από πάνω μας τον ζυγόν των». Τι ταλαίπωρος που είναι ο άνθρωπος! Τι φτωχός που είναι ο άνθρωπος! Είναι η χειραφέτησις του ανθρώπου από τον Θεό και την αποστασία Του. Δηλαδή η απομάκρυνσή του. Ενώ υπάρχει τόση ασφάλεια, υπάρχει τόση σιγουριά εις την πίστη και εις τη σκέπη του Αγίου Τριαδικού Θεού.
Και γίνεται ο άνθρωπος…, τι γίνεται; Ο άσωτος υιός· που ζητά την «οὐσίαν» του Πατρός, δηλαδή την περιουσία. Λέει: «Δός μοι τό ἐπιβάλλον …». Ποιο «ἐπιβάλλον»; «Δηλαδή είμαι υποχρεωμένος, παιδί μου, να σου δώσω περιουσία;». Το «ἐπιβάλλον»! «Αυτό που μου ανήκει! Δώσε μου το». Και εν προκειμένω τι είναι η περιουσία αυτή; Είναι, αγαπητοί μου, το κατ΄εικόνα. Αυτό που πήραμε από τον Θεόν. Το κατ’ εικόνα. Αυτή είναι η «οὐσία» που έρχεται να μας δώσει ο Θεός. Παίρνει λοιπόν ο άνθρωπος το κατ’ εικόνα και απομακρύνεται διαρκώς και διαρκώς από τον Θεό.
Και αυτό το κατ’ εικόνα ζητά τώρα να το σπαταλήσει στην ασωτία του νου. Μάλιστα με το να σκέφτεται και να γράφει, αν είναι συγγραφεύς κ.τ.λ., τα πιο φοβερά πράγματα εναντίον του Θεού. Έτσι λοιπόν θέλει να σπαταλήσει -και σπαταλά- την «οὐσίαν» του Θεού, δηλαδή το κατ’ εικόνα που έχει ο άνθρωπος στον νου, στην καρδιά, στη βούληση. Σκέπτεται, σχεδιάζει, ιδίως ο σύγχρονος άνθρωπος, ερήμην τα πάντα του Θεού. Στήνοντας το είδωλον της επιστήμης και της τεχνολογίας. «Δεν έχω ανάγκη, δεν σε έχω ανάγκη», έλεγε ένας Γερμανός ποιητής, άπιστος, παρελθόντων χρόνων, «δεν σε έχω ανάγκη, Θεέ μου! Δεν σε έχω ανάγκη, δεν σε θέλω. Είμαι αυτάρκης». Και προσκυνώντας αυτό το είδωλον ο άνθρωπος, ενθουσιάζεται και αυτοθαυμάζεται. «Είδες τι επέτυχα; Είδες;». Επενέβη ακόμη και εις την γενετικήν του ανθρώπου. «Είδες τι επέτυχα;».
Σύντομα όμως θα αντιληφθεί ο ταλαίπωρος άνθρωπος ότι ο δρόμος που επέλεξε, θα τον οδηγήσει στον «λιμό»-με γιώτα. Και βάζω τη λέξη μέσα σε εισαγωγικά. Στον λιμό τον πνευματικό. Όσο ο άνθρωπος αλαζονεύεται, τόσο πιο πολύ φτωχαίνει. Και αν θέλετε, σαν αποτέλεσμα αυτού του πνευματικού λιμού, είναι και ο σωματικός λιμός. Όταν γίνονται πόλεμοι και ακαταστασίες, θα έχομε άφθονο το ψωμί να το φάμε; Θα αρχίσει ο άνθρωπος, σε αυτήν του την πείνα, θα αρχίσει να τρώει τα ξυλοκέρατα. Έτσι μας λέει η παραβολή. «Και ήθελε να χορτάσει», λέει, «με τα ξυλοκέρατα». Ποια είναι αυτά τα «ξυλοκέρατα»; Είναι τα χαρούπια, τα κοινώς χαρούπια. Τα ξυλοκέρατα της απιστίας και της φθοράς του ήθους. Εκεί προσπαθεί να βρει μια ικανοποίηση, αλλά, δυστυχώς, είναι γνωστόν, το χαρούπι είναι γλυκό, αλλά μετά είναι στυφό… Έτσι ο άνθρωπος ζει την παρακμή του.
Eίναι η χώρα όπου «λιμός ἰσχυρός» λέγει, αναμένεται στη χώρα που λέγεται- μη σας σοκάρει- «δυτικός πολιτισμός». Αυτή είναι η χώρα του λιμού. Σε εκείνη, λέγει, τη χώρα, «ἐνέσκηψεν λιμός». Δεν ήταν μόνον ένα φαινόμενο προσωπικό, ατομικό του ασώτου υιού, που κατεδαπάνησε την περιουσία την πατρική και τώρα πέφτει στον λιμόν, στην πείνα. Αλλά είναι και ένα εξωτερικόν από τον άσωτον υιόν, φαινόμενον.
«Σε εκείνη τη χώρα», λέγει, «ἐνέσκηψεν λιμός». Και σας ξαναλέγω, δεν διστάζω να το πω και θα είχα πολλά να σας πω και να σας το δείξω ότι αυτή η χώρα του λιμού του πνευματικού είναι η Δύσις. Η Δύσις όχι γεωγραφικώς μόνον. Αλλά η Δύσις σαν τρόπος του σκέπτεσθαι, σαν τρόπος του ζην, σαν πολιτισμός. Ο άνθρωπος της Δύσεως είναι χρεωκοπημένος, βαθιά χρεωκοπημένος. Αλλά ας είναι.
Έτσι, ο απόδημος της χάριτος του Θεού, ο απόδημος άνθρωπος, βρίσκεται στο σταυροδρόμι της ιστορικής του πορείας. Τι πρέπει να κάνει; Ο άσωτος υιός της παραβολής μάς λέγει ότι «εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι;». «Πόσοι», λέγει, «από τους δούλους, τους μισθωτούς του πατέρα μου χορταίνουν ψωμί, εγώ όμως που είμαι ο γιος, λιμῷ ἀπόλλυμαι , χάνομαι από πείνα!». Αλήθεια, κοιτάξτε εδώ τι λέγει: ότι «εἰς ἑαυτὸν ἐλθὼν». Ήλθε στον εαυτό του. Μπα! Δεν ήταν στον εαυτόν του; Ο κάθε άνθρωπος δεν είναι στον εαυτόν του; Αλλά όταν λέγει εδώ η παραβολή «εἰς ἑαυτὸν ἐλθὼν». Ήλθε στον εαυτόν του. Μπα! Δεν ήταν στον εαυτόν του; Ο κάθε άνθρωπος δεν είναι στον εαυτόν του; Αλλά όταν λέγει εδώ η παραβολή «εἰς ἑαυτὸν ἐλθὼν», πού ευρίσκετο; Προφανώς εκτός εαυτού. Όταν ο άνθρωπος σκέπτεται, λογίζεται, πράματα που δεν ανήκουν στην ίδια του τη φύση, είναι εκτός εαυτού. Ο αποδημών από τον Θεόν, πρώτιστα αποδημεί από τον εαυτόν του. Απόδημος του εαυτού του. Γιατί τι άλλο είναι; Το «γνῶθι σαὐτόν» είναι. Δεν ξέρεις, άνθρωπε, ποιος είσαι; Γιατί αλαζονεύεσαι; «Είμαι Θεός!», λέει ο άνθρωπος. Αλαζονεύεσαι. Και όπως λέγει ο Δίδυμος ο Αλεξανδρεύς: «ὁ γινώσκων ἑαυτόν εἰς ἑαυτόν ἐστίν». «Αυτός ο οποίος γνωρίζει τον εαυτόν του, ποιος είναι, οι δυνατότητές του και τα όριά του, είναι στον εαυτόν του. Όταν όμως ξεπεράσει τα όριά του, τότε είναι εκτός εαυτού». Βέβαια λέμε σε μία κοινή έκφραση τον τρελόν άνθρωπον ότι είναι εκτός εαυτού. Ή τον θυμώδη άνθρωπο λέμε: «Κοίταξε, έγινε αυτός ο άνθρωπος εκτός εαυτού». Κι αυτός που γνωρίζει λοιπόν τον εαυτό του, τι κάνει; Γνωρίζει τον Θεό. Και έτσι ποτέ, μα ποτέ δεν αποδημεί.
Αλλά ο άσωτος της παραβολής παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Και μετά την αυτογνωσία του -«ἐλθὼν εἰς ἑαυτὸν»- θέλει να γυρίσει πίσω. Είναι η επάνοδος στον Θεό. Είναι η μετάνοια. «Καί ἀναστὰς- λέγει η παραβολή- πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου-αυτά τα σκέπτεται. Τώρα όμως τα σκέπτεται. Και μάλιστα εμπειρικά- καὶ ἐρῶ αὐτῷ(:και θα του πω)· πάτερ, ἥμαρτον(:έχω αμαρτήσει) εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου». «Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ». «Και αφού σηκώθηκε κι έφυγε από την χώρα αυτή, ήρθε στον πατέρα του».
Παρατηρούμε ότι η μετάνοια στον άσωτο υιό είχε- προσέξτε- συμφεροντολογικόν χαρακτήρα. Γιατί; Τι είπε; «Λιμῷ ἀπόλλυμαι». «Πεθαίνω από την πείνα. Θα γυρίσω πίσω εις τον πατέρα μου». Ώστε λοιπόν επειδή πεινούσε, γι΄αυτό γυρίζει πίσω; Δεν είχε δηλαδή αυτό το «θα επιστρέψω εις τον πατέρα μου», δεν είχε πνευματικό βάθος. Ότι ελύπησε τον πατέρα του ή ότι αναστάτωσε με τη φυγή του το πατρικό σπίτι. Τίποτε από αυτά. «Ἐγώ λιμῷ ἀπόλλυμαι». «Εγώ πεθαίνω από την πείνα. Θα γυρίσω να πάγω να φάω». Εσκέφτηκε δηλαδή μόνον τον εαυτόν του. Τίποτε άλλο. Εντούτοις, εδώ είναι το καταπληκτικό, γίνεται δεκτή η επιστροφή του. Και πώς γίνεται, δηλαδή; Πανηγυρικά! Και όμως εσκέφθη συμφεροντολογικά. Όμως είναι ο πρώτος βαθμός μετανοίας. Από καθαρώς συμφεροντολογικής μορφής διάσταση. Μια μετάνοια που χαρακτηρίζει μόνον τον σαρκικόν άνθρωπο. Κατά τον Απόστολο Παύλο έχομε - προσέξτε- έχομε τον ψυχικό, τον σαρκικό και τον πνευματικό άνθρωπο.
Άλλος λόγος μετανοίας είναι και ο φόβος της τιμωρίας. «Μη με τιμωρήσει ο Θεός. Πρέπει λοιπόν εγώ να γυρίσω πίσω. Μην πεταχτώ στην κόλαση». Ο φόβος είναι εκείνος που πιέζει τον άνθρωπο, πιέζει για να μετανοήσει. Κι αυτό, αυτός ο φόβος, δεν είναι βέβαια γνήσιο στοιχείο. Παρά ταύτα, είναι ανώτερο του «λιμῷ ἀπόλλυμαι» και ακόμη, φυσικά, πολύ περισσότερο από την πρώτη περίπτωση, γίνεται δεκτή η μετάνοια ενός τέτοιου ανθρώπου.
Και τέλος είναι η μετάνοια γιατί ελύπησε τον Θεό. Αυτό είναι το υπέροχον. «Προσέβαλα την αγάπη του Θεού. Εκείνος που τόσο με αγαπά, εγώ Τον προσέβαλα.» Αυτή η λύπη. Ούτε η πείνα, ούτε η κόλασις, τίποτα. Θα μπορούσε να πει ο άνθρωπος που αγαπάει τον Χριστόν, να πει: «Χριστέ μου, με έβαλες στην κόλαση, γιατί είσαι δίκαιος. Το αποδέχομαι. Αλλά σε αγαπώ». Μπορείς να το πεις αυτό αν είσαι στην κόλαση; «Χριστέ μου, σε αγαπώ»; Αυτό είναι το γνήσιο, αγαπητοί. Βέβαια, εάν φθάσεις εκεί, δεν θα πας ποτέ εις την κόλαση. Αναμφίσβητητα. Γιατί έχεις την υψίστη ποιότητα μετανοίας. Και μια τέτοια μετάνοια, είναι χαρακτηριστικό, ότι δεν ξαναγυρίζει πίσω εις το ίδιον «ἐξέραμα». «Ἐξέραμα» θα πει «ξερατί, ξερατιά». Η φράσις δεν είναι δική μου. Είναι της Καινής Διαθήκης. «Εκείνος», λέει, «ο οποίος επανέρχεται εις την αμαρτίαν, μοιάζει με το σκυλί, λέει η Καινή Διαθήκη, που γυρίζει πίσω στα ξερατιά του». Είναι γνωστό ότι το σκυλί τρώει, τρώει λαίμαργα, σαν ζώο που είναι, και η γάτα, τρώει, τρώει λαίμαργα και τότε κάπου ξερνά. Και όταν ξαναπεινάσει, γυρίζει πίσω, με συμπαθάτε για την εικόνα, αλλά είναι αγιογραφική, για να φάει τα ξερατιά του. Πότε γυρίζει πίσω να φάει εκείνα που ξέρασε; Όταν επανέλθει εις την αμαρτίαν.
Έτσι λοιπόν, μια τέτοια μετάνοια που είναι γεμάτη από λύπη γιατί προσέβαλε τον Θεό, δεν ξαναγυρίζει στα ξερατιά της. Δηλαδή δεν ξανααμαρτάνει κανείς. Πάντως και οι τρεις αυτές μορφές γίνονται δεκτές. Γιατί; Γιατί ο Θεός είναι φιλάνθρωπος. Είναι φιλάνθρωπος, όπως λέει εκεί η ωραία ευχή, ο Κατηχητικός λόγος το Πάσχα, του Ιερού Χρυσοστόμου, «δέχεται» λέει, «και τον πρώτον, δέχεται και τον έσχατον». Δέχεται δηλαδή της καλής ποιότητος την μετάνοιαν, δέχεται και της πολύ χαμηλής ποιότητος την μετάνοιαν.
Πάντως, αγαπητοί μου, να θέλομε να επανερχόμεθα εις τον Θεόν με ανιδιοτέλεια. Αυτή είναι ωραία αγάπη. «Όχι, Κύριε, γιατί σε φοβάμαι ή δεν σε φοβάμαι. Γιατί σε λύπησα».
Και ο Πατέρας μεγαλόκαρδα, δεν εξετάζει, όπως είπαμε, την ποιότητα της μετανοίας, αποδέχεται, γιατί το παιδί του, ο άνθρωπος, επέστρεψε στο πατρικό σπίτι. Και ο πατέρας, λέγει η παραβολή, «εὐσπλαχνίσθη, καί δραμών ἐπέπεσεν ἐπί τόν τράχηλον αὐτοῦ καί κατεφίλησεν αὐτόν». Κοιτάξτε: «Δραμών». Όχι δραμών ο άσωτος. Δραμών ο πατήρ. Πιο πάνω μας είπε η παραβολή ότι διαρκώς παρατηρούσε πότε θα γυρίσει το παιδί του. Δεν έχασε ποτέ την ελπίδα της επιστροφής του ανθρώπου. Ποτέ. Και εδώ, αυτό το «εὐσπλαχνίσθη», στη συνέχεια, ποιος μπορεί να το προσμετρήσει; «Εὐσπλαχνίσθη». Πώς; Πόσο; Εδώ φαίνεται όλη η μεγαλοσύνη του Θεού και όλο το έλεός Του.
«Καί δραμών…». Είναι πόδες οικτιρμών του Θεού. Τα πόδια του Θεού. Προσέξτε, ανθρωπομορφικά. Είναι τα πόδια του Θεού που δράμουν και είναι πόδια ευσπλαχνίας, πόδια οικτιρμών.
Και μετά, «ἐπέπεσεν», λέει, ««ἐπί τόν τράχηλον αὐτοῦ». «Ἐπέπεσεν». Ξέρετε, άλλο το «πίπτω» και άλλο το «ἐπιπίπτω. Ἐπιπίπτω θα πει «με ορμή πέφτω». Έπεσεν εις τον τράχηλον του παιδιού. Γιατί στον τράχηλον και όχι στο πρόσωπον; Γιατί ο υιός δεν είχε κουράγιο να σηκώσει το κεφάλι του. Ήταν σκυμμένο το κεφάλι. Συνεπώς εκρύπτετο το πρόσωπον, προεβάλλετο ο τράχηλος. «Καί κατεφίλησεν», λέει, «τόν τράχηλον αὐτοῦ». Αγκάλες και χέρια οικτιρμών του Θεού. «Καί κατεφίλησεν αὐτόν». Προσέξτε, εδώ έχομε χείλη ελέους και οικτιρμών. Δεν λέει «ἐφίλησεν», λέει «κατεφίλησεν». Τον γέμισε με φιλιά. «Καταφιλῶ» θα πει «κατά κράτος, φιλώ». Είναι το φίλημα του Πατρός. Ότι… «Πάρε παιδί μου, τη βεβαίωση ότι είσαι, ό,τι και να’ κανες, ότι είσαι αποδεκτός».
Αλλά δεν σταματάει εδώ ο Πατήρ Θεός. Επιλέγει η παραβολή: «Εἶπε δέ ὁ Πατήρ πρός τούς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τήν στολήν τήν πρώτην καί ἐνδύσατε αὐτόν». «Ἐκφέρω», «ἐξενέγκατε», δηλαδή «βγάλτε από το ντουλάπι», να το πούμε έτσι απλά, «βγάλτε από την ιματιοθήκη την πρώτη στολή και ντύσατέ τον». Είναι η στολή του Βαπτίσματος, που αντικατέστησε την δερματίνη στολή, που ήταν στολή ντροπής, που είχε ντύσει ο Θεός τους πρωτοπλάστους. Και έκτοτε ο άνθρωπος φορά την δερματίνη στολή. Είναι μεγάλος ο πλούτος της ερμηνείας του θέματος. Η στολή η πρώτη όμως ποια είναι; Η στολή η πρώτη είναι η στολή του Βαπτίσματος. Αυτή που είχε ο Αδάμ πριν πέσει. Και την οποία επαναποκτούμε με το Άγιον Βάπτισμα. Τώρα αυτή η στολή είναι και στολή χάριτος. Προσπορίζεται ο άνθρωπος τη χάρη του Θεού. Είναι το καταλληλότατον ιμάτιον των βασιλικών γάμων που θα φορέσομε, της ομωνύμου παραβολής. Ποιοι είναι οι γάμοι του υιού του βασιλέως; Είναι η Βασιλεία του Θεού. «Ἑταῖρε», λέει εκεί στην παραβολή «φίλε, πώς μπήκες εδώ; Μή ἔχων ἔνδυμα γάμου;». Αυτή είναι η πρώτη στολή. Είναι η στολή της μετανοίας, είναι η στολή της χάριτος. Είναι το ένδυμα για τη Βασιλεία του Θεού.
Και στη συνέχεια μας αναφέρει ο ιερός Ευαγγελιστής, λέγει ο Πατήρ εις τους δούλους: «Καί δότε δακτύλιον εἰς τήν χείραν αὐτοῦ». «Δώσατέ του», λέγει, «δακτυλίδι». Δείγμα εξουσίας. Γιατί; Γιατί επί του δακτυλίου στον αρχαίο κόσμο, ιδίως στην Ανατολή, Παλαιστίνη, Βαβυλώνα, στην Ασσυρία, υπήρχε εκεί μια εγχάρακτη σφραγίδα. Κρατούσες τη σφραγίδα, να το πω έτσι, τη μεγάλη σφραγίδα του κράτους. Την κρατάς στα χέρια σου. Το δακτυλίδι. Με το οποίο δακτυλίδι εσφράγιζες ένα έγγραφο. Συνεπώς τι σημαίνει; Εξουσία. Τι είπε ο Χριστός εις τους μαθητάς Του; «Θα καθίσετε επάνω δώδεκα θρόνων». Δηλαδή εξουσία. «Κρίνοντες τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ».
«Καί ὑποδήματα εἰς τούς πόδας». «Δώσατέ του και παπούτσια στα πόδια του». Γιατί; Σημείον αληθούς ελευθερίας· διότι τον καιρόν εκείνον οι δούλοι δεν φορούσαν υποδήματα. Παρά μόνον οι ελεύθεροι· που σημαίνει ότι «πια είσαι ελεύθερος». Να η αληθινή ελευθερία. Κοντά στον Χριστόν. Και τέλος η θυσία του μόσχου του σιτευτού· που είναι η θυσία του Χριστού επί του Σταυρού, για τη σωτηρία του κόσμου· που είπε: «Να θυσιάσετε τον μόσχον τον σιτευτόν» κλπ.
Αγαπητοί, μεγάλη υπόθεσις η μετάνοια. Και όπως στο Βάπτισμά μας «Χριστόν ἐνεδύθημεν», όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, τώρα με τη μετάνοια, που είναι το δεύτερον βάπτισμα, πάλι τον Χριστό ενδυόμεθα. Όταν αμαρτάνομε, θα έλεγα, να μελετούμε την παραβολή του ασώτου υιού, για να μην απελπιζόμεθα. Καλόν θα είναι να διατηρούμε βεβαίως τη λαμπρότητα της πρώτης στολής, του Βαπτίσματός μας. Αλλά, αν απροσεκτήσομε, τότε να τρέξομε στη μετάνοια, που είναι η αποκατάστασις της πρώτης στολής. Οι ημέρες που ακολουθούν, αυτές οι ημέρες, ανοίγουν δύο δρόμους. Τον δρόμον της επιτάσεως της αμαρτίας με τις ποικίλες ασωτίες που ξεχυλάν στους δρόμους. Τώρα, τις λεγόμενες «Απόκριες».
Αλλά έχομε και τον άλλον τον δρόμον, τον δρόμον της μετανοίας. Όσοι αληθινά ποθούμε την επιστροφή μας, ας αρχίσομε την κάθαρση νου και καρδιάς, δια της μετανοίας και εξομολογήσεως. Και ας επαναλάβομε το κοντάκιον της ημέρας: «Τῆς πατρῴας, δόξης σου, ἀποσκιρτήσας ἀφρόνως, ἐν κακοῖς ἐσκόρπισα, ὅν μοι παρέδωκας πλοῦτον· ὅθεν σοι τὴν τοῦ Ἀσώτου, φωνὴν κραυγάζω· Ἥμαρτον ἐνώπιόν σου Πάτερ οἰκτίρμον, δέξαι με μετανοοῦντα, καὶ ποίησόν με, ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου». Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
· Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
· http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_745.mp3
«Πᾶνος»