Ενώ η πείνα και τ άλλα βάσανα της κατοχής δεν τον ενίκησαν, λίγο έλειψε να νικηθεί από την περιφρόνηση. Όλοι, την εποχή εκείνη, ήσαν φτωχοί. Ο Ιάκωβος φτωχότερος. Είχε κάτι ρουχάκια ντρίλινα, μα δεν είχε παπούτσια. Έψελνε στον αϊ Γιώργη του χωριού.
Μα ολόκληρος άντρας και να στέκει στο ψαλτήρι ξυπόλυτος, να βλέπουν όλοι το χάλι του; Ένοιωθε πολύ άσχημα. Ντρεπότανε αφάνταστα. Τράβαγε χαμηλά το παντελόνι στα πόδια να μην φαίνονται, μα δεν κρύβονταν. Του ‘ρχότανε να σκάσει. Γύριζε στο σπίτι άρρωστος από στενοχώρια.
Σκέφτηκε να μην πάει να ψάλλει. Όμως, να μην ψάλλει το Θεό, του ήταν αφόρητο, δεν το άντεχε.
Όταν βγήκανε τ’ αδέρφια του από το σπίτι, γονάτισε στην εικόνα του Αγίου Χαραλάμπους -την είχαν φέρει από το Λιβισι- και προσευχήθηκε. Σηκώθηκε, αποφάσισε να πάει να ψάλλει χωρίς παπούτσια. Και μια και δύο Κυριακές…
Κάποιοι ανόητοι όμως, νεόφερτοι και μαυραγορίτες, αρχίσανε και λέγανε τις κουβέντες τους φωναχτά:
– Δεν ντρέπεται, δεν κοιτάει το χάλι του, την ξυπόλυτος του, θέλει και να ψάλλει!
Το άκουσε ο Ιάκωβος πάλι και πάλι. Γύρισε στο σπίτι πολύ στενοχωρημένος, του θανατά, που λένε. Ούτε έφαγε, ούτε ήπιε. Σκεφτότανε να σταματήσει να ψέλνει, το είχε σχεδόν αποφασίσει.
Μπορεί – έλεγε μέσα του- να έχουνε και δίκιο οι άνθρωποι που με κατηγορούν.. Εκκλησία ήτανε, σπίτι Αγίου, όχι οποιοδήποτε σπίτι…
Το βράδυ έπεσε να κοιμηθεί, αφού προσευχήθηκε. Μόλις τον πήρε ο ύπνος, βλέπει τον άγιο Γεώργιο και του λέει:
– Εγώ, παιδί μου, δεν θέλω να φύγεις, θέλω να ψέλνεις στο σπίτι μου, όπως είσαι! Και συνέχισε, για ένα χρόνο, να ψέλνει χωρίς παπούτσια.
«Ο Μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης» Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος (μοναχός Γεράσιμος Δοχειαρίτης) Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Σελ 42-43, 199