ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΪΑΦΑ
[Ὑπομνηματισμὸς τῶν ἐδαφίων Ματθ. 26, 57 - 68]
Οἱ μαθητὲς λοιπὸν ἀναχώρησαν. «Οἱ δὲ κρατήσαντες τὸν ᾿Ιησοῦν ἀπήγαγον πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα, ὅπου οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι συνήχθησαν (:καὶ αὐτοὶ ἀφοῦ συνέλαβαν τὸν Ἰησοῦ, Τὸν ἔφεραν στὸν Καϊάφα τὸν ἀρχιερέα, ὅπου συγκεντρώθηκαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι)· ὁ δὲ Πέτρος ἠκολούθει αὐτῷ ἀπὸ μακρόθεν ἕως τῆς αὐλῆς τοῦ ἀρχιερέως, καὶ εἰσελθὼν ἔσω ἐκάθητο μετὰ τῶν ὑπηρετῶν ἰδεῖν τὸ τέλος (:ὁ Πέτρος μάλιστα Τὸν ἀκολουθοῦσε ἀπὸ μακριὰ μέχρι τὸ προαύλιο τοῦ μεγάρου τοῦ ἀρχιερέα. Κι ἀφοῦ μπῆκε στὴν ἐσωτερικὴ αὐλή, καθόταν ἐκεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ὑπηρέτες, γιὰ νὰ δῇ πῶς θὰ τελείωνε ἡ ὑπόθεση)» [Ματθ.26,57-58].
Μεγάλη ἡ θερμότητα τῆς ψυχῆς τοῦ Πέτρου· οὔτε ὅταν εἶδε τοὺς ὑπόλοιπους μαθητὲς τοῦ Κυρίου νὰ φεύγουν, ἔφυγε, ἀλλὰ ἔμενε καὶ εἰσῆλθε στὴν ἐσωτερικὴ αὐλὴ τοῦ μεγάρου τοῦ ἀρχιερέα μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος. Ἔμεινε βέβαια καὶ ὁ Ἰωάννης, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἦταν γνωστὸς στὸν ἀρχιερέα. Καὶ γιατί πῆγαν τὸν Κύριο ἐκεῖ ὅπου ἦταν συγκεντρωμένοι ὅλοι; Γιὰ νὰ κάνουν τὰ πάντα μὲ ἔγκριση τῶν ἀρχιερέων, γιατί ὁ Καϊάφας ἦταν τότε ἀρχιερέας καὶ ὅλοι ἦταν συγκεντρωμένοι ἐκεῖ καὶ τὸν περίμεναν. Μετὰ τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφαση τοῦ Καϊάφα μάλιστα, διανυκτέρευσαν καὶ ἀγρυπνοῦσαν γιὰ νὰ περιμένουν νὰ ξημερώσῃ γιὰ νὰ Τὸν πᾶνε καὶ στὸν ρωμαῖο διοικητή· μάλιστα οὔτε τὸ πασχαλινὸ δεῖπνο, λέει τὸ ἱερὸ κείμενο, δὲν ἔφαγαν, ἀλλὰ ἀγρυπνοῦσαν γιὰ νὰ ξημερώσῃ γρήγορα καὶ νὰ ὁδηγήσουν τὸν Ἰησοῦ στὸν Πιλάτο, ὥστε νὰ Τὸν ἀνακρίνῃ καὶ ἐπίσημα νὰ Τὸν καταδικάσῃ. Γιατί ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ἀφοῦ λέει ὅτι ἦταν πρωί, προσθέτει: «Ἄγουσιν οὖν τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τοῦ Καϊάφα εἰς τὸ πραιτώριον· ἦν δὲ πρωΐ· καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσῆλθον εἰς τὸ πραιτώριον, ἵνα μὴ μιανθῶσιν, ἀλλ᾿ ἵνα φάγωσι τὸ πάσχα (:ἀφοῦ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ τὸ συνέδριο καταδίκασαν σὲ θάνατο τὸν Ἰησοῦ, τὸν ἔφεραν δεμένο ἀπὸ τὸ ἀρχιερατικὸ ἀνάκτορο τοῦ Καϊάφα στὸ διοικητήριο ὅπου ἔμενε καὶ δίκαζε ὁ Ρωμαῖος διοικητής. Ἦταν τότε πρωὶ καὶ αὐτοὶ δὲν μπῆκαν στὸ πραιτόριο γιὰ νὰ μὴ μολυνθοῦν ἀπὸ τὸ εἰδωλολατρικὸ ἀνάκτορο, ἀλλὰ νὰ εἶναι καθαροὶ γιὰ νὰ φᾶνε τὸ βράδυ τὸ δεῖπνο τοῦ Πάσχα)» [Ἰω. 18,28] .
Τί μπορεῖ νὰ πῇ κανείς; Ὅτι ἔφαγαν ἄλλη μέρα καὶ κατέλυσαν τὸν νόμο, ἐξαιτίας τῆς ἐπιθυμίας τους γιὰ τὴν σφαγὴ αὐτή. Γιατί οὔτε ὁ Χριστὸς δὲν παρέβῃ τὸν χρόνο τοῦ Πάσχα, παρὰ μόνο ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι τολμοῦσαν τὰ πάντα καὶ καταπατοῦσαν κατὰ μυριάδες τοὺς νόμους. Ὁ λόγος ἦταν ὅτι, ἐπειδὴ ἔβραζαν πάρα πολὺ ἀπὸ τὸν θυμὸ καὶ εἶχαν ἐπιχειρήσει πολλὲς φορὲς νὰ Τὸν σφαγιάσουν καὶ δὲν τὸ κατόρθωσαν, τότε ποὺ Τὸν συνέλαβαν ἀπροσδόκητα προτίμησαν νὰ ἐγκαταλείψουν καὶ τὸ πασχαλινὸ δεῖπνο ἀκόμη, προκειμένου νὰ ἱκανοποιήσουν τὴν φονική τους ἐπιθυμία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ συγκεντρώθηκαν ὅλοι καὶ ἔγιναν συνεδρία μολυσματική, καὶ ἔψαξαν καὶ γιὰ ψευδομάρτυρες, ἐπειδὴ ἤθελαν νὰ προσδώσουν κάποια νομιμοφάνεια στὴν σκευωρία αὐτὴ τοῦ δικαστηρίου. Γιατί οἱ μαρτυρικὲς καταθέσεις δὲν ἦταν ὅσες χρειάζονταν, λέει· τόσο προσποιητὸ ἦταν τὸ δικαστήριο καὶ ὅλα γεμᾶτα θόρυβο καὶ ταραχή.
Λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος: «Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ τὸ συνέδριον ὅλον ἐζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ ὅπως θανατώσωσιν αὐτόν (:στὸ μεταξὺ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ ὅλα τὰ μέλη τοῦ συνεδρίου, ἐπειδὴ ἦταν ἀδύνατο νὰ βροῦν ἀληθινὴ μαρτυρία ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ, ζητοῦσαν ψευδομαρτυρία ἐναντίον Του γιὰ νὰ Τὸν καταδικάσουν σὲ θάνατο) καὶ οὐχ εὗρον· καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων, οὐχ εὗρον (:καὶ δὲν βρῆκαν. Κι ἐνῶ ἦλθαν πολλοὶ ψευδομάρτυρες γιὰ ἐξέταση, δὲν βρῆκαν καμία)» [Ματθ. 26,59-60]. Καὶ συμπληρώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος: «πολλοὶ γὰρ ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἴσαι αἱ μαρτυρίαι οὐκ ἦσαν (:Καὶ δὲν ἔβρισκαν ἐνοχοποιητικὴ μαρτυρία, διότι πολλοὶ κατέθεταν ψεύτικες μαρτυρίες ἐναντίον Του, ἀλλὰ οἱ μαρτυρίες αὐτὲς δὲν ἦταν σύμφωνες μεταξύ τους)» [Μάρκ. 14,56].
«Ὕστερον δὲ προσελθόντες δυὸ ψευδομάρτυρες εἶπον (:ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ πολλά, παρουσιάστηκαν μπροστὰ στὸ δικαστήριο δύο ψευδομάρτυρες καὶ εἶπαν:)· οὗτος ἔφη, δύναμαι καταλῦσαι τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν οἰκοδομῆσαι αὐτόν (:''Αὐτὸς εἶπε: ''Μπορῶ νὰ γκρεμίσω τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ καὶ μέσα σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ τὸν ξανακτίσω'')» [Ματθ. 26,61]. Καὶ πράγματι ὁ Κύριος εἶχε πεῖ «σὲ τρεῖς μέρες», ἀλλὰ δὲν εἶχε πεῖ «γκρεμίζω», ἀλλὰ «γκρεμίστε» καὶ δὲν τὸ εἶπε γιὰ ἐκεῖνο τὸν ναό, ἀλλὰ γιὰ τὸ δικό Του σῶμα [πρβ. Ἰω, 2,18-22: «ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι καὶ εἶπον αὐτῷ· τί σημεῖον δεικνύεις ἡμῖν ὅτι ταῦτα ποιεῖς; (:ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἐκδίωξη τῶν ἐμπόρων ἀπὸ τὸ ἱερό, πῆραν τὸν λόγο οἱ Ἰουδαῖοι καὶ Τοῦ εἶπαν: ''Ποιό σημεῖο ἔχεις νὰ μᾶς δείξῃς ποὺ νὰ ἀποδεικνύῃ καὶ νὰ ἐπιβεβαιώνῃ ὅτι ἔχεις πράγματι τὴν ἐξουσία νὰ τὰ κάνῃς αὐτά;'') ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν (:τότε ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀποκρίθηκε: ''Γκρεμίστε τὸν ναὸ αὐτὸ καὶ σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ τὸν ξαναχτίσω μόνο μὲ τὴ δύναμή μου· διότι θὰ ἀναστηθῶ ἀπὸ τὸν τάφο ὡς ζωντανὸς ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀθάνατη κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας μου. Καὶ ἡ Ἐκκλησία μου αὐτὴ θὰ ἀντικαταστήσῃ γιὰ πάντα τὸν ναό σας, ποὺ θὰ καταστραφῇ). εἶπον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι· τεσσαράκοντα καὶ ἓξ ἔτεσιν ᾠκοδομήθη ὁ ναὸς οὗτος, καὶ σὺ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερεῖς αὐτόν; (: εἶπαν λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι: ''Σαράντα ἕξι χρόνια χρειάστηκαν γιὰ νὰ κτιστῇ ὁ ναὸς αὐτός, κι ἐσὺ θὰ τὸν κτίσῃς μέσα σὲ τρεῖς ἡμέρες;''). ἐκεῖνος δὲ ἔλεγε περὶ τοῦ ναοῦ τοῦ σώματος αὐτοῦ (:Ἐκεῖνος ὅμως ἐννοοῦσε τὸν ἀσυγκρίτως λαμπρότερο καὶ ἁγιότερο ναὸ τοῦ σώματός Του. Καὶ βεβαίωνε ἔτσι προφητικὰ ὅτι μετὰ τὸν σταυρικὸ θάνατό Του θὰ ἀνέσταινε τὸν ναὸ αὐτὸ τοῦ σώματός Του ἀπὸ τὸν τάφο). ὅτε οὖν ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν, ἐμνήσθησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὅτι τοῦτο ἔλεγε, καὶ ἐπίστευσαν τῇ γραφῇ καὶ τῷ λόγῳ ᾧ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς (:Ὅταν λοιπὸν ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θυμήθηκαν οἱ μαθητές Του ὅτι στὴν περίσταση αὐτὴ αὐτὸ ἐννοοῦσε. Καὶ ἐνισχύθηκε ἡ πίστη τους τόσο στὴν Ἁγία Γραφή, ὅπου εἶχε προφητευτεῖ ἡ Ἀνάσταση, ὅσο καὶ στὸν λόγο ποὺ εἶπε ὁ Ἰησοῦς)»].
Τί κάνει λοιπὸν ὁ ἀρχιερέας; Ἐπειδὴ ἤθελε νὰ Τὸν παρακαλέσῃ νὰ ἀπολογηθεῖ, γιὰ νὰ Τὸν πιάσῃ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ θὰ πῇ λέει «οὐδὲν ἀποκρίνῃ; τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν; ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἐσιώπα (:Ὁ ἀρχιερέας τότε σηκώθηκε ὄρθιος καὶ τοῦ εἶπε: ''Δὲν ἔχεις νὰ ἀποκριθῇς τίποτε; Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ σὲ κατηγοροῦν αὐτοί;''. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως σιωποῦσε)», ἐπειδὴ ἡ ἀπολογία ἦταν ἀνώφελη, ἀφοῦ κανεὶς δὲν ἄκουγε· διότι αὐτὸ εἶχε τὴ μορφὴ μονάχα ἑνὸς δικαστηρίου, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ἐπρόκειτο γιὰ ἔφοδο λῃστῶν, οἱ ὁποῖοι σὰν νὰ ἔκαναν ἐπίθεση σὲ κάποιο σπήλαιο καὶ στὸν δρόμο ὁλότελα.
Γι᾿ αὐτὸ σιωποῦσε. Ὁ Καϊάφας ὅμως ἐπέμενε λέγοντας: «ἐξορκίζω σὲ κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος ἵνα ἡμῖν εἴπῃς εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ (: ''Σὲ ἐξορκίζω στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ζεῖ καὶ τιμωρεῖ τοὺς ἐπίορκους, νὰ μᾶς πῇς ἂν εἶσαι ἐσὺ ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ''). λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· σὺ εἶπας (:Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς: ''Τὸ εἶπες ἐσὺ ὅτι εἶμαι ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ)· πλὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ (:ἀλλὰ ὅμως σᾶς λέω ὅτι σύντομα θὰ δεῖτε τὸν υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου, τὸν Θεάνθρωπο Μεσσία, νὰ κάθεται στὰ δεξιὰ τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ καὶ νὰ ἔρχεται πάνω στὰ σύννεφα τοῦ οὐρανοῦ ὡς ἔνδοξος Κριτής ''). τότε ὁ ἀρχιερεὺς διέρρηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ λέγων ὅτι ἐβλασφήμησε· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων; ἴδε νῦν ἠκούσατε τὴν βλασφημίαν αὐτοῦ (:τότε ὁ ἀρχιερέας, ἐκδηλώνοντας ὑποκριτικὰ τὴν ἀγανάκτηση καὶ ἀποδοκιμασία του ἐναντίον τῆς φρικτῆς βλασφημίας ποὺ ἀκούστηκε, ἔσχισε τὰ ροῦχα του, ὅπως ἦταν ἡ συνήθεια ποὺ ἐπικρατοῦσε μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων, καὶ εἶπε: ''Ὁ κατηγορούμενος βλασφήμησε)».
Αὐτὸ μάλιστα τὸ ἔκανε γιὰ νὰ καταστήσῃ βαρύτερη τὴν κατηγορία καὶ γιὰ νὰ τονίσῃ αὐτὸ ποὺ ἐλέχθῃ μὲ τὴν ἐνέργεια του. Διότι ἐπειδὴ αὐτὸ ποὺ ἐλέχθῃ προκάλεσε φόβο στοὺς ἀκροατὲς καθὼς ἔκανε ἀναφορὰ στὴ μέλλουσα Κρίση, ἔκανε καὶ ἐκεῖνος αὐτὸ ποὺ ἔκαναν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ κατὰ τὴν ὁμολογία τοῦ Στεφάνου, ποὺ ἔκλεισαν τὰ αὐτιά τους: «κράξαντες δὲ φωνῇ μεγάλῃ συνέσχον τὰ ὦτα αὐτῶν καὶ ὥρμησαν ὁμοθυμαδὸν ἐπ᾿ αὐτόν (:Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως τότε ἔβγαλαν δυνατὲς κραυγές, ἔκλεισαν τὰ αὐτιά τους γιὰ νὰ μὴν ἀκοῦν τὰ λόγια τοῦ Στεφάνου, ποὺ τὰ θεωροῦσαν βλάσφημα, καὶ μὲ μανιασμένη διάθεση ὅλοι μαζὶ ὅρμησαν καταπάνω του)» [Πράξ. 7,57].
Ἄν καὶ ποιά βλασφημία ἦταν αὐτή; Διότι καὶ προηγουμένως εἶχε πεῖ ἐνῶ ἦταν συγκεντρωμένοι: «εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; (:εἶπε ὁ Κύριος καὶ Θεὸς στὸν Κύριό μου Χριστό: ''Κάθισε στὸν θρόνο μου στὰ δεξιά μου, ὡσότου θέσω τοὺς ἐχθροὺς σου σὰν ὑποστήριγμα ποὺ θὰ ἀκουμποῦν καὶ θὰ πατοῦν ἐπάνω τὰ πόδια σου''. Ὅμως οἱ παπποῦδες δὲν ὀνομάζουν ποτέ ''κυρίους τους'' τὰ ἐγγόνια τους καὶ τὰ δισέγγονά τους. Οὔτε στέκει ποτὲ νὰ προσφωνοῦν οἱ πρόγονοι τοὺς ἀπογόνους τους ''κυρίους'')» [Ματθ. 22,44 καὶ Ψαλμ. 109,1 ἀντίστοιχα], καὶ ἑρμήνευσε αὐτὸ ποὺ εἶπε καὶ δὲν τολμοῦσαν νὰ ποῦν τίποτε, παρὰ σιώπησαν, καὶ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη ποτὲ δὲν Τοῦ ἀντιμίλησαν. Πῶς λοιπὸν τώρα ὀνομάζουν «βλασφημία» αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἐλέχθῃ; Καὶ γιατί ἄραγε ὁ Χριστὸς ἀπάντησε ἔτσι; Γιὰ νὰ ἀναιρέσῃ κάθε δικαιολογία τους, διότι μέχρι τὴν τελευταία στιγμὴ δίδασκε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὅτι κάθεται ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατέρα καὶ ὅτι θὰ ἔλθῃ καὶ πάλι νὰ κρίνῃ τὴν οἰκουμένη, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο συμφωνοῦσε πολὺ μὲ τὴν δήλωση Ἐκείνου.
Ἀφοῦ λοιπὸν ξέσχισε τὰ ἐνδύματα του ὁ Καϊάφας εἶπε: «τί ὑμῖν δοκεῖ; (:Τί γνώμη ἔχετε;'')». Δὲν ἐκδίδει τὴν ἀπόφαση μόνος του, ἀλλὰ τὴν ζητάει ἀπὸ ἐκείνους, ὡς αὐταπόδεικτη γιὰ τὰ ὁμολογημένα ἁμαρτήματα καὶ φανερὴ βλασφημία. Διότι ἐπειδὴ γνώριζαν ὅτι ἂν ἡ ὑπόθεση ἔρθει σὲ διερεύνηση καὶ λεπτομερῆ ἐξέταση, θὰ ἀπαλλασσόταν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ κάθε κατηγορία, Τὸν καταδικάζουν ἀπὸ μόνοι τους καὶ προκαταλαμβάνουν τοὺς ἀκροατὲς λέγοντας: «ἐβλασφήμησε· ἴδε νῦν ἠκούσατε τὴν βλασφημίαν αὐτοῦ (:''Ὁ κατηγορούμενος βλασφήμησε. Τί μᾶς χρειάζονται πλέον μάρτυρες; Νά, μόλις τώρα ἀκούσατε τὴ βλασφημία του'')», σχεδὸν ἐξαναγκάζοντας καὶ ἐκβιάζοντάς τους νὰ ἐκφέρουν τὴν καταδικαστική τους ἀπόφαση.
Τί ἀποφάσισαν λοιπὸν ἐκεῖνοι; «ἔνοχος θανάτου ἐστί (:Εἶναι ἔνοχος ἐγκλήματος ποὺ τιμωρεῖται μὲ θάνατο)»· ὥστε ἀφοῦ Τὸν συνέλαβαν ὡς ὑπόδικο, νὰ προετοιμάσουν τὸν Πιλάτο νὰ ἀποφασίσῃ κατὰ παρόμοιο τρόπο. Αὐτὸ ἀκριβῶς συναισθανόμενοι λέγουν «εἶναι ἔνοχος θανάτου». Οἱ ἴδιοι κατηγοροῦν, οἱ ἴδιοι δικάζουν, οἱ ἴδιοι ἀποφασίζουν, οἱ ἴδιοι γίνονται τότε τὰ πάντα. Πῶς ὅμως δὲν ἀνέφεραν ὅσα ἔκανε τὰ Σάββατα; Ἐπειδὴ πολλὲς φορὲς τοὺς εἶχε ἀποστομώσει· ἀλλιῶς καὶ τότε ἀπὸ τὰ ὅσα ἔλεγε, ἤθελαν νὰ Τὸν συλλάβουν καὶ νὰ Τὸν καταδικάσουν. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἀρχιερέας Καϊάφας τοὺς προκατέβαλε καὶ ἀπέσπασε τὴν ἀπόφαση ἀπὸ αὐτοὺς καὶ κέρδισε τοὺς πάντες μὲ τὸ νὰ ξεσκίσῃ ὑποκριτικὰ τὸν χιτῶνα του γιὰ τὴν ὑποτιθέμενη βλασφημία ποὺ ἄκουσε, ἔκανε τὰ πάντα ἔτσι, ὥστε νὰ Τὸν ὁδηγήσῃ στὸν Πιλάτο ὡς ὑπόδικο.
Σὲ ἐκεῖνον ὅμως δὲν ἀναφέρουν τίποτα τέτοιο, ἀλλὰ λένε: «εἰ μὴ ἦν οὗτος κακοποιός, οὐκ ἂν σοὶ παρεδώκαμεν αὐτόν (:ἐὰν δὲν ἦταν κακοποιὸς καὶ ἐπικίνδυνος στὴν κοινωνία, δὲν θὰ τὸν παραδίδαμε σὲ σένα)» [Ἰω. 18,30] ˙ ἐπιχειροῦσαν δηλαδὴ νὰ Τὸν φονεύσουν ὡς ἔνοχο πολιτικῶν ἐγκλημάτων. Καὶ γιατί δὲν Τὸν φόνευσαν κρυφά; Διότι ἤθελαν νὰ διαβάλλουν τὴν φήμη Του. Ἐπειδὴ πολλοὶ ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ Τὸν εἶχαν ἀκούσει, καὶ Τὸν θαύμαζαν καὶ ἐκπλήσσονταν, γι᾿ αὐτὸ ἐπιδίωξαν νὰ σφαγῇ δημόσια καὶ ἐνώπιον ὅλων. Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν τοὺς ἐμπόδισε, ἀλλὰ ἀντιθέτως χρησιμοποίησε τὴν πονηριά τους γιὰ νὰ διακηρύξῃ τὴν ἀλήθεια, μὲ τρόπο ὥστε νὰ γίνῃ πασίγνωστος ὁ θάνατος Του.
Καὶ ἐξελίχθηκαν ἀντίθετα ἀπὸ ὅ,τι ἤθελαν. Διότι αὐτοὶ μὲν ἤθελαν νὰ Τὸν διαπομπεύσουν καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ νὰ Τὸν καταντροπιάσουν. Ἐκεῖνος ὅμως καὶ μὲ αὐτὰ προβάλλονταν περισσότερο. Καὶ ὅπως ἔλεγαν: «ἐὰν ἀφῶμεν αὐτὸν οὕτω, πάντες πιστεύσουσιν εἰς αὐτόν, καὶ ἐλεύσονται οἱ Ῥωμαῖοι καὶ ἀροῦσιν ἡμῶν καὶ τὸν τόπον καὶ τὸ ἔθνος (:ἂν τὸν ἀφήσουμε ἐλεύθερο, ὅπως τὸν εἴχαμε μέχρι τώρα, ὅλοι θὰ πιστέψουν σὲ αὐτὸν ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας καὶ εἶναι ἑπόμενο νὰ γίνῃ κάποια ἐπανάσταση. Καὶ τότε θὰ ἐπέμβουν οἱ Ρωμαῖοι καὶ θὰ μᾶς πάρουν καὶ τὸν ἅγιο τόπο τοῦ ναοῦ καὶ θὰ καταλύσουν τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ ἔθνους μας)» [Ἰω. 11,48], καὶ ὅταν Τὸν φόνευσαν, συνέβῃ αὐτὸ ποὺ φοβόντουσαν· ἔτσι καὶ ἐδῶ βιάζονταν νὰ Τὸν σταυρώσουν δημόσια, γιὰ νὰ μειώσουν τὸ γόητρό Του, καὶ συνέβῃ τὸ ἀντίθετο. Διότι ὅτι εἶχαν τὴν ἐξουσία νὰ Τὸν φονεύσουν καὶ μόνοι τους, ἄκουσε τί λέγει ὁ Πιλάτος: «λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς καὶ σταυρώσατε· ἐγὼ γὰρ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν (:Πᾶρτε τον ἐσεῖς καὶ σταυρῶστε τον. Διότι ἐγὼ δὲν τοῦ βρίσκω καμία ἐνοχή, καμία αἰτία καταδίκης, καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὸν σταυρώσω)» [Ἰω. 19,6].
Δὲν ἤθελαν ὅμως, γιὰ νὰ φανῇ ὅτι φονεύθηκε ὡς παράνομος, ὡς τύραννος, ὡς στασιαστής. Γι᾿ αὐτὸ σταύρωσαν καὶ λῃστὲς μαζὶ Του· γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔλεγαν: «μὴ γράφε, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ᾿ ὅτι ἐκεῖνος εἶπε, βασιλεὺς εἰμι τῶν Ἰουδαίων (:ἐπειδὴ ὅμως οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων θεωροῦσαν προσβολὴ καὶ ἀτίμωση γι᾿ αὐτοὺς νὰ λέγεται βασιλιᾶς τους ἕνας σταυρωμένος, διαμαρτύρονταν καὶ ἔλεγαν στὸν Πιλάτο: Μὴ γράφεις ''Ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων'', ἀλλὰ γράψε ὅτι ἐκεῖνος εἶπε ''εἶμαι βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων'')» [Ἰω. 19,21].
Ὅλα αὐτὰ λοιπὸν γίνονταν χάριν τῆς ἀλήθειας, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν οὔτε τὴν παραμικρὴ δικαιολογία γιὰ τὴν ἀναίσχυντη πράξη τους. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ οἱ σφραγῖδες τοῦ τάφου καὶ οἱ φρουρὲς ἔκαναν ὥστε νὰ λάμψῃ περισσότερο ἡ ἀλήθεια· καὶ οἱ ἐμπαιγμοὶ καὶ τὰ πειράγματα καὶ οἱ ὕβρεις τὸ ἴδιο ἐπίσης ἔκαναν. Διότι τέτοια εἶναι ἡ πλάνη· διαλύεται μὲ ἐκεῖνα ἀκριβῶς ποὺ μηχανορραφεῖ. Ἔτσι λοιπὸν συνέβῃ καὶ ἐδῶ. Διότι αὐτοὶ ποὺ νόμιζαν ὅτι νίκησαν, αὐτοὶ καταισχύνθηκαν περισσότερο καὶ νικήθηκαν καὶ χάθηκαν. Ἐνῶ Ἐκεῖνος ποὺ νόμιζαν ὅτι ἦταν ἡττημένος, Ἐκεῖνος καὶ ἔλαμψε περισσότερο καὶ τοὺς κατανίκησε.
«Τότε ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δὲ ἐρράπισαν λέγοντες (:τότε Τὸν ἔφτυσαν στὸ πρόσωπο καὶ Τὸν χτύπησαν στὸν αὐχένα, καὶ ἄλλοι Τὸν χαστούκισαν, λέγοντας:)· προφήτευσον ἡμῖν Χριστέ, τίς ἐστιν ὁ παίσας σε; (:''Προφήτευσέ μας, Χριστέ, ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σὲ χτύπησε;'')» [Ματθ. 26,68].
Γιατί τὰ ἔκαναν αὐτὰ οἱ Ἰουδαῖοι ἀφοῦ ἐπρόκειτο νὰ Τὸν φονεύσουν; Ποιά ἦταν ἡ ἀνάγκη αὐτῆς τῆς διακωμωδήσεως; Γιὰ νὰ μάθῃς μὲ ὅλα αὐτὰ τὴν ἀχαλίνωτη συμπεριφορά τους, καὶ ὅτι ἐπειδὴ Τὸν βρῆκαν σὰν θήραμα, ἔδειχναν μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὴν μεθυσμένη συμπεριφορά τους καὶ ὅτι διακατέχονταν ἀπὸ μανία, καὶ μετέτρεπαν τὴν ὑπόθεση σὲ γιορτή, ἐπιτιθέμενοι μὲ εὐχαρίστηση καὶ ἐκδηλώνοντας τὴν φονική τους διάθεση.
Ἐσὺ ἐπίσης κάνε μου τὴν χάρη νὰ θαυμάσῃς τὴν ἀντικειμενικότητα τῶν μαθητῶν, μὲ πόση ἀκρίβεια τὰ περιγράφουν τὰ γεγονότα αὐτὰ στὰ εὐαγγέλιά τους. Ἀπὸ αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη τους, ἀφοῦ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα θεωροῦνται ὅτι εἶναι ἀξιοκατάκριτα, τὰ διηγοῦνται μὲ κάθε ἀντικειμενικότητα, χωρὶς νὰ ἀποκρύπτουν τίποτε καὶ χωρὶς νὰ ντρέπονται, ἀλλὰ καὶ ὑψίστη τιμὴ θεωροῦσαν, ὅπως καὶ ἦταν, το ὅτι ὁ Δεσπότης τῆς οἰκουμένης ἀνέχονταν νὰ ὑφίσταται τέτοια πρὸς χάρη μας.
Αὐτὸ καὶ τὴν δική Του ἀνέκφραστη πρόνοια φανέρωνε, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀσυγχώρητη πονηρία ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι τολμοῦσαν αὐτὰ σὲ βάρος Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ἦταν τόσο ἤρεμος καὶ πρᾶος καὶ ἔλεγε τέτοια λόγια, ποὺ ἦταν ἱκανὰ νὰ μεταβάλλουν λιοντάρι σὲ ἀρνί. Διότι οὔτε καὶ Ἐκεῖνος ἔπαψε καθόλου νὰ εἶναι ἤρεμος καὶ πρᾶος, οὔτε αὐτοὶ νὰ ὑστεροῦν οὔτε στιγμὴ σὲ ὕβρη καὶ σκληρότητα μὲ ὅσα ἔκαναν καὶ ἔλεγαν.
Αὐτὰ ὅλα καὶ ὁ προφήτης Ἠσαΐας τὰ προέλεγε, ἔτσι ἀκριβῶς διακηρύσσοντας αὐτὰ ἐκ τῶν προτέρων, καὶ ἐμφανίζοντας μὲ μιὰ φράση ὅλη αὐτὴ τὴν ἐξύβριση. Διότι ἔλεγε: «ὃν τρόπον ἐκστήσονται ἐπὶ σὲ πολλοὶ - οὕτως ἀδοξήσει ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων τὸ εἶδός σου καὶ ἡ δόξα σοῦ ἀπὸ υἱῶν ἀνθρώπων (:μὲ τὸν τρόπο ποὺ θὰ ἀπομακρυνθοῦν περιφρονητικὰ πολλοὶ ἀπὸ ἐσένα, ἔτσι θὰ ἐκλείψῃ ἡ μορφή Σου μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων καὶ ἡ λάμψη Σου μεταξὺ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων)» [Ἠσ. 52,14]. Διότι τί θὰ μποροῦσε νὰ γίνῃ ἰσάξιο πρὸς αὐτὸ τὸν ἐξευτελισμό; Στὸ πρόσωπο Ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο σεβάστηκε ἡ θάλασσα ὅταν τὸ εἶδε, τὸ ὁποῖο ὅταν ἀντίκρυσε ἐπάνω στὸν σταυρὸ ὁ ἥλιος ἀπέκρυψε τίς ἀκτῖνες του, στὸ πρόσωπο Ἐκεῖνο ἔφτυναν καὶ ράπιζαν καὶ χτυποῦσαν στὸ κεφάλι, γεμᾶτοι ἀπὸ κάθε ἀφθονία ἀπὸ τὴν μανία τους.
Διότι Τοῦ κατάφεραν τὰ πιὸ ὑβριστικὰ ἀπὸ ὅλα τὰ πλήγματα, χτυπῶντας στὴν παρειὰ καὶ ραπίζοντάς Τον· καὶ στὰ χτυπήματα αὐτὰ πρόσθεταν καὶ τὸν ἐξευτελισμὸ τῶν ἐμπτυσμῶν. Ἐπίσης καὶ λόγια ξεστόμιζαν γεμᾶτα διακωμώδηση, λέγοντας «προφήτευσον ἡμῖν Χριστέ, τίς ἐστιν ὁ παίσας σε; (:''Προφήτευσέ μας, Χριστέ, ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σὲ χτύπησε;'')», ἐπειδὴ ὁ ὄχλος Τὸν ὀνόμαζε προφήτη. Ἄλλος μάλιστα εὐαγγελιστὴς ἀναφέρει ὅτι τὰ ἔκαναν αὐτὰ ἀφοῦ περιτύλιξαν τὸ πρόσωπό Του με το ἱμάτιο «καὶ περικαλύψαντες αὐτὸν ἔτυπτον αὐτοῦ τὸ πρόσωπον καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· προφήτευσον τίς ἐστιν ὁ παίσας σε; (:Κι ἀφοῦ Τοῦ κάλυψαν τριγύρω τὸ κεφάλι γιὰ νὰ μὴ βλέπῃ, Τοῦ χτυποῦσαν τὸ πρόσωπο καὶ τὸν ρωτοῦσαν: ''Προφήτευσε, ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σὲ χτύπησε;'')» [Λουκᾶ 22,64], σὰν νὰ εἶχαν ἀνάμεσά τους κάποιο ἀτιμασμένο καὶ τιποτένιο. Τὴν μεθυσμένη μάλιστα αὐτὴ συμπεριφορὰ δὲν τὴν ἔδειχναν μόνο οἱ ἐλεύθεροι, ἀλλὰ καὶ οἱ δοῦλοι.
Αὐτὰ ἂς τὰ διαβάζουμε συνεχῶς, αὐτὰ ἂς τὰ ἀκοῦμε ὅπως πρέπει, αὐτὰ ἂς τὰ γράφουμε μέσα στὸν νοῦ μας· διότι αὐτὰ εἶναι τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσιά μας, τὰ μεγαλεῖα τῆς πίστεώς μας. Σὲ αὐτὰ ἐγὼ στηρίζομαι πάρα πολὺ καὶ καυχιέμαι· ὄχι μόνο γιὰ τοὺς μύριους νεκροὺς τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος ἀνέστησε, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ παθήματα τὰ ὁποῖα ὑπέστῃ γιὰ τὴ δική μας τὴ σωτηρία.
Σὲ αὐτὰ ὁ Παῦλος ἐπανέρχεται διαρκῶς: στὸν σταυρό, στὸν θάνατο, στὰ πάθη, στὶς βλασφημίες, στὶς ὕβρεις, στοὺς ἐμπαιγμούς. Καὶ ἄλλοτε μὲν λέει: «τοίνυν ἐξερχώμεθα πρὸς αὐτὸν ἔξω τῆς παρεμβολῆς τὸν ὀνειδισμὸν αὐτοῦ φέροντες (:λοιπόν, ἂς βγοῦμε καὶ ἐμεῖς κοντὰ Του ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδο. Ἄς ἀπομακρυνθοῦμε δηλαδὴ καὶ ἂς κόψουμε κάθε σχέση μὲ τὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ μὲ τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἂς πάρουμε ἐπάνω μας τὸν ὀνειδισμὸ τοῦ Χριστοῦ, ἕτοιμοι νὰ περιφρονηθοῦμε γι᾿ αὐτὸν, ὅπως ἀτιμάστηκε καὶ περιφρονήθηκε Ἐκεῖνος)» [Ἑβρ. 13,13]· ἄλλοτε πάλι : «ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν, ὃς ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας, ἐν δεξιᾷ τε τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ κεκάθικεν (: Καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ ἂς μὴν στρέφουμε τὰ βλέμματά μας καὶ τὴν προσοχὴ μας παρὰ μόνο στὸν Ἰησοῦ, ποὺ εἶναι ὁ ἀρχηγὸς καὶ θεμελιωτὴς τῆς πίστεώς μας καὶ μᾶς τελειοποιεῖ σὲ αὐτήν. Αὐτὸς γιὰ τὴ χαρὰ ποὺ εἶχε μπροστὰ Του καὶ θὰ δοκίμαζε ὅταν μὲ τὸ πάθημά Του θὰ ἔσωζε πολλούς, ὑπέμεινε σταυρικὸ θάνατο καὶ περιφρόνησε τὴν ντροπὴ καὶ τὴν ἀτίμωση τοῦ θανάτου Του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔχει καθίσει τώρα στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ)» [Ἑβρ. 12,2].
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG Migne/John%20Chrysostom PG%2047-64/In%20Matthaeum.pdf
- ἸωάννουτοῦΧρυσοστόμουἍπαντατὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ὁμιλίεςΠδ΄καὶΠε΄, πατερικὲςἐκδόσεις «ΓρηγόριοςὁΠαλαμᾶς» (ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «ΤὸΒυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 12, σελίδες 253-263 καὶσελ. 270-273 ἀντίστοιχα.
- ΒιβλιοθήκητῶνἙλλήνων, ἍπαντατῶνἁγίωνΠατέρων, ἸωάννουΧρυσοστόμουἔργα, τόμος 69, ὁμιλίεςΠδ΄(κατ᾿ ἐπιλογὴν) καὶΠε΄(κατ᾿ ἐπιλογήν), σελίδες 116-121 καὶ σελ. 125-127 ἀντίστοιχα.
- Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοσηστὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσειςἀδελφότητοςθεολόγων «ὉΣωτήρ», ἔκδοσητέταρτη, Ἀθήνα 2014.
- Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσειςἀδελφότητοςθεολόγων «ἩΖωή», ἔκδοσητριακοστὴτρίτη, Ἀθήνα 2009.
- Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, ΚείμενονκαὶσύντομοςἀπόδοσιςτοῦνοήματοςὑπὸἸωάννουΚολιτσάρα, ἐκδόσειςἀδελφότητοςθεολόγων «ἩΖωή», ἔκδοσητέταρτη, Ἀθήνα 2005.
- Π. Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοσηστὴνκοινὴνεοελληνική), ἐκδόσειςἀδελφότητοςθεολόγων «ὉΣωτήρ», ἔκδοσητρίτη, Ἀθήνα 2016
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm