Γραικός, Γενίτσαρος και Βενετσιάνος (παράδοσις)
ένα πολύ συγκινητικό κείμενο για το παιδομάζωμα- από το Αναγνωστικό της Έκτης Δημοτικού (1964)
Ήταν περασμένα τα μεσάνυχτα. Φωνή καμιά! Κανένα ζωντανό δεν έβγαζε φωνή στα ρημαγμένα μέρη. Και αν κάπου κάπου κανένα τριζόνι έκανε πως θα αρχίσει το παραπονιάρικο σκοπό του, ως κι αυτό σώπαινε από το φόβο του. Μακριά ακούστηκε και ένα πετεινάρι να λαλεί πίσω από κάτι χαλάσματα, μα και αυτού η φωνή τρομαγμένη πνίγηκε στο λαρύγγι του. Οι Τούρκοι κλεισμένοι στο Κάστρο. Οι Βενετσιάνοι τριγυρίζουν σαν τ’ αγρίμια στην χώρα. Οι Αθηναίοι είναι τρυπωμένοι στα σπίτια τους.
Ήταν περασμένα τα μεσάνυχτα. Φωνή καμιά! Κανένα ζωντανό δεν έβγαζε φωνή στα ρημαγμένα μέρη. Και αν κάπου κάπου κανένα τριζόνι έκανε πως θα αρχίσει το παραπονιάρικο σκοπό του, ως κι αυτό σώπαινε από το φόβο του. Μακριά ακούστηκε και ένα πετεινάρι να λαλεί πίσω από κάτι χαλάσματα, μα και αυτού η φωνή τρομαγμένη πνίγηκε στο λαρύγγι του. Οι Τούρκοι κλεισμένοι στο Κάστρο. Οι Βενετσιάνοι τριγυρίζουν σαν τ’ αγρίμια στην χώρα. Οι Αθηναίοι είναι τρυπωμένοι στα σπίτια τους.
Σβηστό ήταν το καντήλι της Αγίας Γλυκερίας στο Γαλάτσι, κοντά στην Αθήνα. Κανείς δεν πηγαίνει να προσκυνήσει. Και μόνο το κυπαρίσσι της εκκλησίας, που το φυσούσε ο άνεμος, πήγαινε και ερχότανε, και ο ίσκιος του στον τοίχο έμοιαζε σαν καλόγηρος τυλιγμένος στο ράσο του. Το αγιασμένο νερό κατρακυλούσε μουρμουρίζοντας τον κατήφορο και πότιζε ότι εύρισκε στο δρόμο του. Να, να και από κάτω από της όμορφης εκκλησιάς το δρόμο κάποιος προβάλλει. Φτάνει σε κάτι χαλάσματα, βγάζει βαθύ αναστεναγμό, και ακούει πέρα από τον βράχο τον αντίλαλο του μόνο. Έρχεται γύρω γύρω από τα χαλάσματα, κουνώντας λυπημένα το κεφάλι του. Ποιος άλλος από σένα, άμοιρε Αθηναίε, θα μπορούσε να γνωρίσει το σπίτι του; Χαϊδεύει το αγιόκλημα, που είχε φυτεμένο με την δύστυχη την αδελφή του, σκύβει, παραμερίζει τις πέτρες σαν κάτι να γυρεύει. Ύστερα φεύγει από κεί. Πάει κατά την εκκλησία, στέκεται, γονατίζει σε έναν τάφο εμπρός και φιλεί το μάρμαρο του. Χορτάριασε του γονιού ο τάφος!
-Μα γιατί κλαις σαν μικρό παιδί: τάχα θα ζεις και συ αύριο;
Τα αγριολούλουδα χύνουν γύρω την μυρωδιά τους. Ξαπλώνεται στη γη, ακουμπά το κεφάλι του στον τάφο και, κοιτάζοντας τον ουρανό, ρωτά τι έφταιξε και έμεινε έρημος και μοναχός στον κόσμο!
Αίφνης από τα Τουρκοβούνια κάποιος άλλος προβάλει. Οι νυχτερίδες τρελά φτερουγίζουν και τρίζουν γύρω του. Κατεβαίνει μονοπάτι μονοπάτι, πηδά έναν έναν τους βράχους και κοιτάζει παντού σαν κάτι να ζητεί. Η αγριεμένη όψη του φαίνεται πιο άγρια μέσα στο σκοτάδι. Αλίμονο σ’ εκείνον που θα τον βρει στο δρόμο του! Μα όσο πλησιάζει στην εκκλησιά κοντά, τόσο μερώνει.
-Γιατί κιτρίνισες και τρέμεις σαν κορίτσι, άγριε Γενίτσαρε;
Σε λίγο βλέπει ένα μαύρο πράγμα να έρχεται από το κάτω μέρος. Βαθύ σκοτάδι και δεν διακρίνει τι να είναι. Μα σε μια ξαφνική αστραπή βλέπει πως ήταν άνθρωπος. ΉτανΒενετσιάνος! Ο Γενίτσαρος έγινε πάλι Γενίτσαρος, βγάζει το χατζάρι του και χύνεται καταπάνω του. Μα να, και ο Βενετσιάνος δεν χωρατεύει. Πιάνει με το αριστερό χέρι του το δεξί του Γενίτσαρου. Σκουντιούνται σαν αγρίμια και με τα πολλά έρχονται κοντά στον τάφο. Πετιέται ο Αθηναίος με το σπαθί στο χέρι και βρίσκεται μπροστά τους.
-Εμένα βοήθα, πατριώτη, φωνάζει ελληνικά ο Βενετσιάνος, να σκοτώσουμε τον Τούρκο τον άπιστο!
-Κανέναν δεν βοηθώ! Τους Τούρκους και τους Βενετσιάνους ας τους αγαπούν οι άμυαλοι λαϊκοί. Εγώ και τους δυο τους ξέρω εχθρούς της πατρίδας μου. Όποιος είναι πιο γερός, ας φάει τον άλλο, και τους δυο ας τους φάνε τα σκυλιά και τα κοράκια. Μα τραβηχτείτε από δω! Δεν θα αφήσω να χυθεί αίμα ανθρώπινο στου πατέρα μου, του γέρο Χωραφά, τον τάφο!
Γιατί με φωνή από δυο στόματα ακούγεται: «Αδελφέ μου!»; Γιατί μεμιάς πέφτουν τ’ άρματα κάτω; Γιατί ανοίγονται τρεις αγκαλιές; Ποιος το’ λπιζε, ο πρώτος, που μικρό τον πήραν οι Γενίτσαροι, ο δεύτερος, που παιδάκι τον εξαγόρασαν οι Βενετσιάνοι, και ο μικρός, που στάθηκε πιο τυχερός, για πρώτη φορά να σμίξουν, και σαν εχθροί, στου πατέρα τους τον τάφο;
Κοντεύει να ξημερώσει. Τα πουλάκια μέσα στα χαμόκλαδα τινάζουν τα φτερά τους, βγάζοντας χαρωπή λαλιά. Το νυχτοπούλι κρύφτηκε στα χαλάσματα, να μην το βρει η μέρα. Τα άστρα τρεμοσβήνουν. Η νυχτερίδα έγινε άφαντη. Πόσο θα σάστιζε ο διαβάτης, αν περνώντας έβλεπε ένα Γραικό, ένα Γενίτσαρο και ένα Βενετσιάνο γονατισμένους σιμά σιμά, να χύνουν μαύρο δάκρυ σ’ ένα τάφου λιθάρι!
=================================
Λίγο αργότερα βρέθηκε στο σημείο εκείνο, πιο πέρα από τον τάφο του πατέρα των τριών παιδιών η εικόνα της Αγίας Γλυκερίας, που υπάρχει μέχρι σήμερα. Η αναγνώρισις των τριών αδελφών, που ήταν έτοιμοι να αλληλοσφαγούν και η συμφιλίωσίς τους συνδυάσθηκε με την ανεύρεσιν της Αγίας Εικόνος. Το γεγονός αυτό απεδόθη σε θαύμα. Και οι αγαθοί Χριστιανοί χωρικοί που ζούσαν την εποχή εκείνη στο κατάφυτο και δροσόλουστο Γαλάτσι, έκτισαν το μικρό και γραφικό εξωκκλήσι, για να τιμήσουν τη μνήμη της αγνής Κόρης (Αγίας Γλυκερίας), που μαρτύρησε για την αγάπη του Χριστού, που είναι ο Θεός της Αγάπης, της συγχωρήσεως και της ευσπλαγχνίας.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΛΥΚΕΡΙΑΣ ΓΑΛΑΤΣΙΟΥ
Η ύπαρξη του Ιερού Ναού εις την αυτή θέση, εις την οποία σήμερα ευρίσκεται μαρτυρείται και εις αναφορά της "Ιστορίας των Αθηνών" του Καμπούρογλου, ο οποίος αναφέρει τον μικρό Ναό της Αγίας Γλυκερίας στο κοντινό προς την Αθήνα χωριό του Γαλατσίου. Τοποθετεί αυτόν στα μέσα του 14ου αιώνα. Μια άλλη αναφορά στο ναό γίνεται σε δημοσίευμα της εφημερίδας "ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ" της 17/2/2002, του λαογράφου κ. Γ. Λεγάκη. Το παραπάνω δημοσίευμα λέει ότι το έτος κοιμήσεως της Αγίας Φιλοθέης της Αθηναίας, το 1590, ολοκληρώθηκε η ανέγερση Ιεράς Μονής αφιερωμένης στην Αγία Γλυκερία.
Για περισσότερα από 300 χρόνια, ο χώρος χρησιμοποιήθηκε ως
Παρθεναγωγείον (γυναικεία μονή) και κρυφό σχολειό.
Του Δημητρίου Γ. Καμπούρογλου
εικόνες από το παλιό αναγνωστικό