❈
«Ἀναστήτω ὁ Θεός, καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ, καὶ φυγέτωσαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτόν.
ὡς ἐκλείπει καπνός, ἐκλιπέτωσαν· ὡς τήκεται κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρός, οὕτως ἀπολοῦνται οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ.» Ψαλμός ξζ’ 2-3.
❈
Αφορισμένε και αναθεματισμένε πρωθυπουργέ της Ελλάδας, κακούργε διεστραμμένε και τύραννε ασεβέστατε,
Ήθελα από χρόνια να σου γράψω ένα γράμμα, μα δεν ερχόντουσαν οι λέξεις. Ίσως επειδή στα μάτια μου δε θυμίζεις πλέον άνθρωπο, αλλά άψυχη μαριονέτα του διαβόλου. Τώρα οι λέξεις ήλθαν, μα οι περισσότερες δεν είναι δικές μου. Είναι του Ίδιου του Θεού, θεομάχε. Αυτός θα σου μιλήσει, με τα λόγια που είπε προ αιώνων στους ομοίους σου και δεν Τον άκουσαν. Αν και εσύ όμοιους δεν έχεις, είσαι το αποκορύφωμα της διαστροφής και της θεομαχίας.
«Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην θὰ ἐπιφέρῃ ὁ Θεὸς τὴν μάχαιραν τὴν ἁγίαν, τὴν κολάζουσαν πᾶν βδελυρὸν καὶ ἀκάθαρτον καὶ οὖσαν μεγάλην καὶ ἰσχυρὰν καὶ ἀκαταγώνιστον κατὰ τοῦ συμβολίζοντος τὴν ἀντίθεον δύναμιν δράκοντος, τοῦ ὄφεως, ὁ ὁποῖος φεύγει γρήγορα· κατὰ τοῦ δράκοντος, τοῦ ὄφεως τοῦ πανούργου καὶ διεστραμμένου, καὶ θὰ φονεύσῃ τὸν δράκοντα» Προφήτης Ησαΐας κζ’ 1 [1].
«Κάθισε μελαγχολικὴ καὶ σιωπηλή, ἔμβα εἰς ἀφάνειαν καὶ βαθεῖαν θλῖψιν, ὦ Βαβυλών, θυγάτηρ τῶν Χαλδαίων. Οὐδέποτε πλέον θὰ ὀνομασθῇς δύναμις καὶ κυρίαρχος βασιλείων πολλῶν. Ὠργίσθην κατὰ τοῦ λαοῦ μου, σὺ δὲ ἐβεβήλωσες καὶ μετεχειρίσθης ὡς μολυσμένον τὸν λαὸν αὐτόν, ὁ ὁποῖος εἶναι κληρονομία μου. Ἐγὼ τοὺς παρέδωκα εἰς τὴν χεῖρα σου διὰ νὰ παιδαγωγηθοῦν, σὺ ὅμως δὲν ἔδειξες πρὸς αὐτοὺς εὐσπλαγχνίαν οὔτε ἔλεος· καὶ αὐτοῦ ἀκόμη τοῦ γεροντοτέρου κατέστησες τὸν ζυγὸν τῆς δουλείας πάρα πολὺ βαρύν. Καὶ εἶπες: Αἰωνίως θὰ εἶμαι ἄρχουσα τῶν βασιλείων. Δὲν ἐσκέφθης μὲ τὴν καρδιά σου καὶ δὲν ἐπέρασαν ποτὲ ἀπὸ τὸν νοῦν σου αὐτά, ποὺ σοῦ συμβαίνουν τώρα, οὔτε ἦλθαν εἰς τὴν διάνοιάν σου ποτὲ αὐτά, ποὺ συνέβησαν τελικῶς. Τώρα δὲ ἄκουσε αὐτὰ ποὺ θὰ σοῦ εἶπω, σὺ ἡ κακομαθημένη καὶ φιλήδονος, ἡ ὁποία ἐκάθησο γεμάτη αὐτοπεποίθησιν, ἡ ὁποία ἔλεγες μέσα εἰς τὴν καρδίαν σου: Ἐγὼ εἶμαι μόνον καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλη· δὲν θὰ καθήσω ποτὲ χήρα, οὔτε θὰ γνωρίσω ποτὲ στέρησιν τῶν παιδιῶν μου. Τώρα ὅμως θὰ ἔλθουν ἐπάνω σου τὰ δύο αὐτὰ αἰφνιδίως εἰς μίαν ἡμέραν. Ἡ ἀτεκνία καὶ ἡ χηρεία θὰ ἔλθουν αἰφνιδίως ἐπὶ σοῦ (…). Κάθε ἄνθρωπος ὑπόκειται εἰς πλάνην καὶ ἐπλανήθη ὡς ἄνθρωπος· σὺ ὅμως ἐπλανήθης τόσον πολύ, ὥστε δὲν θὰ ὑπάρχῃ σωτηρία διὰ σέ.» Προφήτης Ησαΐας μζ’ 5-9, 15 [2].
«καθένας ποὺ ὑψώνει τὸν ἑαυτόν του, θὰ ταπεινωθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ θὰ κατακριθῇ» Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο ιη’ 14 [3].
«…τοῦ εἶπεν ὁ Θεὸς…· “Ἄμυαλε καὶ ἀνόητε ἄνθρωπε, ποὺ ἐστήριξες τὴν εὐτυχίαν σου εἰς μόνας τὰς ἀπολαύσεις τῆς κοιλίας σου καὶ ἐνόμισες ὅτι ἡ μακροζωΐα σου ἐξηρτᾶτο ἀπὸ τὰ πλούτη σου καὶ ὄχι ἀπὸ ἐμέ. Τὴν νύκτα αὐτήν, τὴν ὁποίαν πρὸ πολλοῦ ὠνειρεύεσο ὡς νύκτα εὐτυχίας, ἀπὸ τὴν ὁποίαν θὰ ἤρχιζεν ἡ ἀναπαυτικὴ καὶ ἀπολαυστικὴ ζωή σου, ζητοῦν χωρὶς ἄλλο νὰ πάρουν τὴν ψυχήν σου. Μετ’ ὀλίγον πεθαίνεις. Αὐτὰ λοιπὸν ποὺ ἐτοίμασες καὶ ἀποθήκευσες, τίνος θὰ εἶναι καὶ εἰς ποίους κληρονόμους θὰ περιέλθουν;” » Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο ιβ’ 20 [4].
«Καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ οἱ μεγιστᾶνες καὶ οἱ ἀνώτεροι ἀξιωματικοὶ τοῦ στρατοῦ καὶ οἱ πλούσιοι καὶ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς καὶ κάθε δοῦλος καὶ ἐλεύθερος ἔκρυψαν τοὺς ἑαυτούς των εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰς πέτρας τῶν βουνῶν, καὶ ἔλεγον εἰς τὰ βουνὰ καὶ εἰς τὰς πέτρας· Πέσατε ἐπάνω μας καὶ κρύψατέ μας ἀπὸ τὸ φοβερὸν πρόσωπον ἐκείνου, ποὺ κάθεται ἐπὶ τοῦ θρόνου καὶ ἀπὸ τὴν ὀργὴν τοῦ Ἀρνίου. Διότι ἦλθεν ἡ ἡμέρα ἡ μεγάλη, ποὺ θὰ ἐκσπάσῃ ἡ ὀργή του. Καὶ ποῖος ἠμπορεῖ νὰ σταθῇ καὶ νὰ τὴν ἀντικρύσῃ;» Αποκάλυψη Ιωάννη στ’ 15-17 [5].
«Καὶ ἐπιάσθῃ αἰχμάλωτος τὸ θηρίον ἀντίχριστος καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν καὶ ὁ ψευδοπροφήτης, ποὺ ἔκαμε τὰ ἀγυρτικὰ θαύματα ἐμπρὸς εἰς αὐτόν, μὲ τὰ ὁποῖα ἐξηπάτησε καὶ ἐπλάνησεν αὐτούς, ποὺ ἔλαβον τὴν ἀνεξάλειπτον σφραγῖδα τοῦ θηρίου καὶ ποὺ προσκυνοῦν τὸ εἴδωλον καὶ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ. Ζωντανοὶ ἐρρίφθησαν καὶ οἱ δύο μέσα εἰς τὴν λίμνην τῆς φωτιᾶς, ποὺ καίεται μὲ θειάφι. Καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἐφονεύθησαν μὲ τὴν ρομφαίαν τοῦ Μεσσίου, ποὺ κάθηται ἐπάνω εἰς τὸ ἄλογον, ἡ ὁποία ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ στόμα του. Καὶ ὅλα τὰ ὅρνεα ἐχορτάσθησαν ἀπὸ τὰς σάρκας τῶν πτωμάτων των.» Αποκάλυψη Ιωάννη ιθ’ 20-21 [6].
«Καὶ εἶπεν ὁ Θεός, ποὺ κάθηται ἐπὶ τοῦ θρόνου· (…) Ἐγὼ εἶμαι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα, ἡ δημιουργικὴ ἀρχὴ καὶ αἰτία τῆς κτίσεως καὶ ὁ ἔσχατος καὶ ὕψιστος σκοπὸς ὅλων τῶν κτισμάτων. Ἐγὼ εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἐδιψοῦσε κατὰ τὸν ἐπίγειον βίον του τὴν δικαιοσύνην (…), θὰ τοῦ δώσω δωρεὰν ἀπὸ τὴν πηγὴν τοῦ νεροῦ τῆς ἁγίας καὶ μακαρίας ζωῆς μου. Ὁ νικητὴς θὰ κληρονομήσῃ τὰ ἀγαθά, ποὺ παρέχει τὸ νερὸν αὐτὸ τῆς ζωῆς, καὶ ἐγὼ θὰ εἶμαι δι’ αὐτὸν Θεὸς καὶ αὐτὸς θὰ εἶναι δι’ ἐμὲ υἱός. Δι’ αὐτοὺς δὲ ποὺ ἐδειλίασαν εἰς τὸν κατὰ τοῦ θηρίου ἀγῶνα καὶ διὰ τοὺς ἀπίστους καὶ δι’ ἐκείνους, ποὺ μὲ τὰ βδελυρὰ καὶ ἀκάθαρτα καὶ παρὰ φύσιν ἁμαρτήματά τοὺς ἔγιναν σιχαμένοι, καὶ διὰ τοὺς φονεῖς καὶ τοὺς πόρνους καὶ τοὺς μάγους καὶ τοὺς εἰδωλολάτρας καὶ δι’ ὅλους ἐν γένει, ποὺ ἠγάπησαν τὸ ψεῦδος τῆς ἁμαρτίας, ἔχει ἐτοιμασθῆ τὸ μέρος καὶ ὁ τόπος των μέσα εἰς τὴν λίμνην, ποὺ βράζει καὶ καίεται μὲ φωτιὰ καὶ μὲ θειάφι. Καὶ ὁ αἰώνιος αὐτὸς χωρισμὸς ἀπὸ ἐμὲ καὶ ἡ ἀτελεύτητος αὐτὴ τιμωρία καὶ βάσανος εἶναι ὁ δεύτερος θάνατος.» Αποκάλυψη Ιωάννη κα’ 5, 6-8 [7].
«Οὐαί σοι», γέννημα του Σατανά, γραβατωμένε δαίμονα, λαοκτόνε, γενοκτόνε, ψυχοκτόνε, εβραιόφιλε και εβραιόδουλε – ή μήπως άραγε να πω…κρυφοεβραίε; -, ολετήρα, λυμεώνα και λοιμέ, αρχιπροδότη του λαού, μισάνθρωπε, της Ελλάδας αίσχος, όνειδος, αισχύνη και πληγή!
«Οὐαί σοι», του Αχαάβ ασεβέστερε, του Σαρδανάπαλου παρδαλότερε, του Ναβουχοδονόσορα βεβηλότερε, του Αντίοχου βδελυρότερε και αλαζονικότερε, του Πιλάτου αθλιότερε και αφρονέστερε, του Νέρωνα παραφρονέστερε, του Ιουλιανού μιαρότερε και βλασφημότερε, του Κοπρώνυμου συνώνυμε, του Λέοντα θηριωδέστερε, του Πορθητή τυραννικότερε, του Αδόλφου δαιμονικότερε, του Αντιχρίστου πρόδρομε!
«Οὐαί σοι», «τοῖχε κεκονιαμένε» που «τύπτειν σε μέλλει ὁ Θεός», του ζόφου υποχείριο, Γέεννας το επίχαρμα, του Άδη ερεβωδέστερε και πικρότερε, μέρμηγκα τυφλέ και επηρμένε, που σηκώθηκες στις μύτες των ποδιών σου, για να φωνάξεις στον Δημιουργό του σύμπαντος πως δεν Τον φοβάσαι, ταλαίπωρε και αξιοθρήνητε εχθρέ Θεού και ανθρώπων!
«…ἔγνωμεν καταδικάσαι τήν ἀνίερον ταύτην πολεμικήν διάθεσιν καί ἀσεβεστάτην συμπεριφοράν τῶν ἐξονομασθέντων Πολιτικών Προσώπων, ἅτινα Κυβερνοῦν καί Ἐξουσιάζουν σήμερον τήν δύστυχον Χώραν Ἡμῶν, τήν ἀνεγνωρισμένην ὡς κοιτίδα τῆς ἁγίας Ὀρθοδοξίας, ἤτοι: α) Νίκης Κεραμέως, Ὑπουργού Παιδείας, β) Κυριάκου Μητσοτάκη, Πρωθυπουργοῦ τῆς Ἑλλάδος καί γ) Νικολάου Χαρδαλιά, Ὑπουργοῦ Πολιτικής Προστασίας, καί δημοσία νῦν ἀποκηρῦξαι καί καταδικάσαι αὐτούς ἐπί ὑπερβάσει τῶν δικαιωμάτων αὐτῶν ὡς Κυβερνώντων τήν Χώραν, καί ἐπεμβάσει εἰς τά ἐσώτερα τῆς Πίστεως καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ζητήματα, ἐπί σκανδαλισμῷ τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας τέκνων, ἐπί προτροπῇ τῶν πιστῶν εἰς ἀπείθειαν, ἐπί καταφρονήσει τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Διδαχῆς, ἥν δημοσία καί ἐν τῇ πράξει διεκήρυξαν καί ἐπέδειξαν (…) ἀφορίζομεν καί ἐκκόπτομεν τούτους τέλεον τοῦ Σώματος τῆς Μητρός ἡμῶν Ἐκκλησίας, προδότας καὶ πολεμίους τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀφωρισμένοι εἴησαν παρά τῆς Ὑπεραγίας, Ὀμοουσίου, Ζωοποιοῦ καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος, τοῦ ἑνός τῇ φύσει Θεοῦ Κυρίου Παντοκράτορος, ὡς καί παρά τῆς Υπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, τῆς καί Τρυπητῆς ἐπονομαζομένης. Κατηραμένοι, ἀσυγχώρητοι καί μετά θάνατον ἄλυτοι καί τυμπανιαῖοι ἔστωσαν. Κληρονομήσειεν τήν λέπραν τοῦ Γιεζή καί τήν ἀγχόνην τοῦ προδότου Ἰούδα. Σχισθεῖσα ἡ γῆ καταπίοι αὐτούς ὡς τόν Δαθάν καί Ἀβειρών. Εἴησαν ὑπόδικοι τῷ αἰωνίῳ ἀναθέματι καὶ ὑπέκκαυμα τῆς ἀτελευτήτου κολάσεως. Ἔχοιεν δέ καί τάς ἀράς ἁπάντων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί λοιπῶν Ἁγίων Πατέρων» [8]. Αυτά και άλλα πολλά ειπώθηκαν κατά τον εγκυρότατο Μέγα Αφορισμό σου από το Μητροπολίτη πρώην Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ. Αμβρόσιο. Και πλανάσαι πλάνην οικτράν, αν νομίζεις ότι μπορεί ο κάθε Καϊάφας Ιερώνυμος με το Διαρκές Ιταμό Συνέδριο των παρανόμων να σε λύσει από το κατά σου δίκαιο και κανονικότατο ανάθεμα και να σε σώσει από τη φρικτή και αδέκαστη οργή του Παντοκράτορα Χριστού, που θα σε καταδιώκει όπου και αν κρυφτείς.
«Ἡ ἀλαζονικὴ καὶ ὑπερήφανη καρδία σου σὲ ἀπατᾷ καὶ σὲ ἔκαμε νὰ νομίζῃς ὅτι δύσκολα ἠμπορεῖς νὰ νικηθῇς καὶ νὰ λεηλατηθῇς, ἐπειδὴ ἔχεις κατασκηνώσει εἰς ἀπρόσιτα μέρη, εἰς τὶς σχισμές, τὰ φαράγγια τῶν βράχων καὶ τὶς σπηλιὲς τῶν βουνῶν. Σύ, ποὺ κτίζεις τὴν κατοικίαν σου εἰς τόσον ὑψηλὰ καὶ δυσπρόσιτα μέρη, λέγεις εἰς τὰ βάθη τῆς καρδίας σου μὲ ἀλαζονικὴν αὐτοπεποίθηση: “Ποιὸς ἠμπορεῖ νὰ μὲ κατεβάσῃ ἀπὸ τὸ ὕψος αὐτὸ εἰς τὴν γῆν;” Ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἀκόμη ἀνυψωθῇς πολὺ ὑψηλά, ὅπως ὁ ἀετός, καὶ ἂν ἀκόμη κτίσῃς τὴν φωλιά σου ὑψηλὰ μεταξὺ τῶν ἄστρων, καὶ πάλιν ἀπὸ ἐκεῖ θὰ σὲ ρίξω καὶ θὰ σὲ κατεβάσω», λέγει ὁ Κύριος.» Προφήτης Οβδιού α’ 3-4 [9].
«Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, τὸν ὁποῖον περὶ τοῦ βασιλέως τούτου ἐλάλησεν ὁ Θεός: (…) “Ποῖον ὠνείδισες καὶ ποίου τὴν ὀργὴν προεκάλεσες; Ἢ πρὸς ποῖον ὕψωσες ἀπειλητικὴν καὶ ἐπιτακτικὴν τὴν φωνήν σου; Καὶ δὲν ἐσήκωσες ἀγερώχως ὑψηλὰ τοὺς ὀφθαλμούς σου ἐναντίον τοῦ ἁγίου Θεοῦ τοῦ Ἰσραήλ; (…) Δὲν ἤκουσες αὐτά, τὰ ὁποῖα ἐγὼ ὁ Θεὸς ἐποίησα, ἐκ παλαιοτέρων χρόνων; Ἀπὸ ἀρχαίας ἡμέρας ὥρισα καὶ ἀπεφάσισα, τώρα δὲ κατέστησα φανερὰ διὰ τῶν πραγμάτων τὸ νὰ ἐρημώσω τελείως ἔθνη μέσα εἰς ὀχυρά, καὶ λαούς, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν εἰς πόλεις ὀχυράς. Ἐσήκωσα τὰς χεῖρας μου, αἱ ὁποῖαι τοὺς ἐπροστάτευαν, καὶ ἀμέσως ἐξηράνθησαν καὶ ἔγιναν ὡσὰν χόρτος ξηρὸς φυτρωμένος ἐπάνω εἰς ἠλιακωτά, στερούμενα χῶμα καὶ ἀρκετὴν ὑγρασίαν, καὶ ὡσὰν ἀγριάδα ἄχρηστος, καταδικασμένη νὰ καῇ. Τώρα δέ, ποὺ καυχᾶσαι καὶ ἀπειλεῖς, ἐγὼ ἠξεύρω καλὰ ποὺ κάθεσαι καὶ ἀναπαύεσαι, πότε ἐξέρχεσαι καὶ ποῦ ἐμβαίνεις. Ὁ θυμός σου δέ, τὸν ὁποῖον ἐθύμωσες ἐναντίον τοῦ λαοῦ μου καὶ ἐμοῦ, καὶ ἡ πικρία σου, τὴν ὁποίαν ἐξεδήλωσες, ἀνέβη πρὸς ἐμὲ καὶ ἐκζητεῖ ἀνταπόδοσιν καὶ τιμωρίαν. Καὶ θὰ βάλω σιδηροῦν κρίκον εἰς τὴν ρῖνα σου καὶ χαλινὸν εἰς τὰ χείλη σου, διὰ νὰ σὲ διευθύνω, ὅπου θέλω ἐγώ, καὶ θὰ σὲ γυρίσω πάλιν εἰς τὸν δρόμον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἦλθες βαδίζων εἰς αὐτόν.” (…) Καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ Θεοῦ ἄγγελος Κυρίου καὶ ἐφόνευσεν ἐκ τοῦ στρατοπέδου τῶν Ἀσσυρίων ἑκατὸν ὀγδοήκοντα πέντε χιλιάδας ἀνδρῶν. Καὶ ὅταν ἐσηκώθησαν τὸ πρωΐ, εὗρον ὅλα τὰ σώματα τῶν στρατιωτῶν αὐτῶν νεκρά. Καὶ ἔφυγεν ἐπιστρέψας ὀπίσω ὁ Σενναχηρείμ, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἀσσυρίων, καὶ κατῴκησεν εἰς τὴν Νινευῆ. Καὶ ὅταν αὐτὸς προσεκύνει εἰς τὸν ναὸν τοῦ Νασαράχ, τοῦ προστάτου τοῦ πατρικοῦ του οἴκου, οἱ υἱοὶ τοῦ Ἀδραμελὲχ καὶ Σαρασὰρ τὸν ἐφόνευσαν μὲ μαχαίρας…». (Το τέλος του ασεβούς βασιλιά Σενναχηρείμ. Προφήτης Ησαΐας λζ’ 22, 23, 26-29, 36-38) [10].
«…“νά! ὁ Κύριος θὰ κτυπήσῃ μὲ μεγάλην συμφοράν, τὴν ὁποίαν θὰ στείλῃ εἰς σὲ καὶ τὸν λαόν σου καὶ μεταξὺ τῶν υἱῶν σου καὶ μεταξὺ τῶν γυναικῶν σου καὶ εἰς ὅλα, ὅσα ἀνήκουν εἰς σέ. Καὶ σὺ θὰ προσβληθῇς ἀπὸ σοβαρὰν καὶ ὀδυνηρὰν ἀσθένειαν, ἀσθένειαν ποὺ θὰ προσβάλῃ τὰ ἐντόσθια (ἔντερά) σου, μὲ ἀποτέλεσμα ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν νὰ χειροτερεύῃς συνεχῶς, τὰ δὲ ἔντερά σου νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὴν κοιλία σου ἐπὶ πολλὲς ἡμέρες!”. (…) Καὶ μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, ὁ Κύριος ἐκτύπησε τὸν Ἰωρὰμ μὲ ἀρρώστια εἰς τὴν κοιλία, ἡ ὁποία ἦταν ἀθεράπευτος. Συνέβη δὲ τοῦτο: Καθὼς ἐπροχωροῦσαν οἱ ἡμέρες εἰς τὸν ὡρισμένον καιρόν, μετὰ ἀπὸ δύο περίπου ἔτη, τὰ ἐντόσθια (ἔντερά) του ἐβγῆκαν ἔξω ἕνεκα τῆς ἀρρώστιας. Ἔτσι ὁ Ἰωρὰμ ἀπέθανεν ἀπὸ τὴν ὀδυνηρὰν αὐτὴν ἀσθένειαν.» (Το τέλος του ασεβούς βασιλιά Ιωράμ. Β’ Παραλειπoμένων κα’ 14-15, 18-19) [11].
«Εὐθὺς ὅμως, μόλις ἐθύμωσεν ἐναντίον τῶν ἱερέων, ἡ λέπρα προσέβαλε καὶ ἀπλώθηκε εἰς τὸ μέτωπόν του, ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἱερεῖς, μέσα εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου (…) Ἔτσι ὁ βασιλιᾶς Ὀζίας ἦταν λεπρὸς μέχρι τῆς ἡμέρας τοῦ θανάτου του, καὶ ὡς λεπρὸς ἑκατοικοῦσε εἰς ἰδιαίτερον ἀπομονωμένον σπίτι, διότι εἶχεν ἀποκοπὴ καὶ ἀποκλεισθῇ πλέον ἀπὸ τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου» (Το τέλος του ασεβούς βασιλιά Οζία. Β’ Παραλειπομένων κστ’ 19, 21) [12].
«Ἔξαφνα ὅμως συνέβη νὰ πέσῃ ὁ Ἀντίοχος ἀπὸ τὸ ἅρμα, καθὼς αὐτὸ ἔτρεχε μὲ πάταγον ἡ πτῶσις του ὑπῆρξε τόσον ἀπότομος καὶ βιαία, ὥστε ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός του ἑξαρθρώθηκαν ἐντελῶς καὶ παραμορφώθηκαν. Αὐτὸς δέ, ὁ ὁποῖος μόλις πρὸ ὀλίγου ἐνόμιζεν, ἕνεκα τῆς μεγάλης του ἀλαζονείας καὶ προπετείας, ὅτι ἠμποροῦσε νὰ διατάσσῃ τὰ κύματα τῆς θαλάσσης καὶ νὰ ζυγίζῃ εἰς τὴν πλάστιγγα τὰ ὕψη τῶν ὀρέων, ἀφοῦ ἔπεσεν ἀπὸ τὸ ἅρμα εἰς τὴν γῆν, μετεφέρετο ἀκίνητος καὶ ἀνάπηρος εἰς φορεῖον, καθιστὼν διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ φανερὰν εἰς ὅλους τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ. Ἦταν δὲ τόσον φρικτὴ ἡ ὅλη κατάστασις, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχε περιέλθει, ὥστε καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ ἀσεβοῦς καὶ ἀθέου Ἀντιόχου ἀναπηδοῦσαν σκουλήκια καί, ἐνῷ τὸ σῶμα του ἦταν ἀκόμη ζωντανὸν καὶ βυθισμένον εἰς τὴν ἀγωνίαν καὶ τὴν ὀδύνην, οἱ σάρκες του ἐσάπιζαν καὶ ἔπεφταν κομμάτια – κομμάτια, ἀπὸ τὴν δυσοσμίαν δὲ τῶν σαπισμένων σαρκῶν του ἀηδίαζεν ὅλον τὸ στρατόπεδον! Ἐκεῖνον δέ, ὁ ὁποῖος μόλις πρὸ ὀλίγου ἐνόμιζεν ὅτι θὰ ἀγγίξῃ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, τώρα κανεὶς δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὸν συνοδεύσῃ καὶ νὰ τὸν μετακομίσῃ, ἕνεκα τῆς ἐντόνως ἀφορήτου δυσοσμίας, ποὺ ἀνεδίδετο ἀπὸ τὸ σῶμα του! Τότε λοιπόν, μέσα εἰς τοὺς ἀφορήτους πόνους καὶ τὴν ἀπελπιστικὴν κατάστασιν ἀπομονώσεως, ἄρχισε τὸ τέλος τῆς μεγάλης του ὑπερηφανείας· καταβεβλημένος δὲ ἀπὸ τὴν μάστιγα τοῦ Θεοῦ καὶ βασανιζόμενος ἀπὸ τοὺς ὁλονὲν αὐξανομένους πόνους, ἄρχισε νὰ συνέρχεται καὶ νὰ βλέπῃ τὰ πράγματα εἰς τὶς πραγματικές των διαστάσεις. Ἐπειδὴ δὲ καὶ ὁ ἴδιος δὲν ἠμποροῦσε νὰ ὑποφέρῃ τὴν δυσοσμίαν, ποὺ ἀνεδίδετο ἀπὸ τὸ σῶμα του, ὡμολόγησεν: “Εἶναι δίκαιον νὰ ὑποτάσσεται κανεὶς εἰς τὸν Θεὸν καί, ἐφ’ ὅσον εἶναι θνητός, νὰ μὴ θεωρῇ μὲ ὑπερηφάνειαν τὸν ἑαυτόν του ἴσον πρὸς τὸν Θεόν.” (…) Ἔτσι λοιπὸν αὐτὸς ὁ φονιᾶς καὶ βλάσφημος (Ἀντίοχος Δ’ ὁ Ἐπιφανής), ἀφοῦ ὑπέφερε μέσα εἰς πολλὴν ἀγωνίαν τὰ πλέον φοβερὰ βάσανα, ὅπως ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ἐβασάνισεν ἄλλους, ἀπέθανε μὲ ἄθλιον καὶ οἰκτρὸν θάνατον εἰς τὰ ὅρη ξένης χώρας, μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα του.» (Το τέλος του ασεβούς βασιλιά Αντιόχου του Επιφανούς. Β’ Μακκαβαίων θ’ 7-12, 28) [13].
«Καὶ οἱ ἄνδρες τοῦ βασιλιᾶ ἦλθαν καὶ μετέφεραν τὸν Ἀχαὰβ εἰς τὴν Σαμάρειαν καὶ ἔθαψαν τὸν νεκρὸν βασιλιᾶ εἰς τὴν Σαμάρειαν. Καὶ ἐξέπλυναν τὸ αἷμα του ἀπὸ τὸ πολεμικὸν ἅρμα εἰς τὴν πηγήν τῆς Σαμαρείας. Ἔγλειψαν δὲ οἱ χοῖροι καὶ τὰ σκυλιὰ τὸ αἷμα τοῦ Ἀχαὰβ καὶ οἱ πόρνες γυναῖκες ἐλούσθησαν εἰς τὸ αἷμα του, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, τὸν ὁποῖον εἶπε περὶ τοῦ Ἀχαὰβ…» (Το τέλος του ασεβούς βασιλιά Αχαάβ. Γ’ Βασιλειών κβ’ 37-38] [14].
Πλανάσαι πλάνην οικτράν, αν νομίζεις ότι δεν θα πληρώσεις για τα εγκλήματα που έχεις διαπράξει και εξακολουθείς να διαπράττεις ενώπιον Θεού και ανθρώπων σε τούτο τον ιερό τόπο. «Φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος» (Επιστολή Αποστόλου Παύλου προς Εβραίους ι’ 31). Ο Αρχιερέας του Υψίστου σε παρέδωσε ήδη στην Υπεραγία Θεοτόκο, την «ὡς βροντὴ τοὺς ἐχθροὺς καταπλήττουσαν». Ο χρόνος σου τελειώνει.
Προσδοκώντας τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου Ιησού Χριστού, του Κριτή και Παντοκράτορα και Ερχόμενου,
Βασιλική Οικονόμου
προς δόξαν του Αγίου Τριαδικού Θεού.
✞
IC XC NIKA
Ο ΚΥΡΙΟC ΕΓΓΥC
____________________________________________________________________
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Η παρατιθέμενη στην επιστολή ερμηνευτική απόδοση των αγιογραφικών χωρίων είναι του Π. Ν. Τρεμπέλα. Παρακάτω παρατίθεται το αρχαίο κείμενο.
1. «Εν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐπάξει ὁ Θεὸς τὴν μάχαιραν τὴν ἁγίαν καὶ τὴν μεγάλην καὶ τὴν ἰσχυρὰν ἐπὶ τὸν δράκοντα ὄφιν φεύγοντα, ἐπὶ τὸν δράκοντα ὄφιν σκολιὸν καὶ ἀνελεῖ τὸν δράκοντα.»
2. «κάθισον κατανενυγμένη, εἴσελθε εἰς τὸ σκότος, θυγάτηρ Χαλδαίων, οὐκέτι μὴ κληθήσῃ ἰσχὺς βασιλείας. παρωξύνθην ἐπὶ τῷ λαῷ μου, ἐμίανας τὴν κληρονομίαν μου· ἐγὼ ἔδωκα αὐτοὺς εἰς τὴν χεῖρά σου, σὺ δὲ οὐκ ἔδωκας αὐτοῖς ἔλεος, τοῦ πρεσβυτέρου ἐβάρυνας τὸν ζυγὸν σφόδρα. καὶ εἶπας· εἰς τὸν αἰῶνα ἔσομαι ἄρχουσα· οὐκ ἐνόησας ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ σου, οὐδὲ ἐμνήσθης τὰ ἔσχατα. νῦν δὲ ἄκουε ταῦτα, ἡ τρυφερά, ἡ καθημένη πεποιθυῖα, ἡ λέγουσα ἐν καρδίᾳ αὐτῆς· ἐγώ εἰμι, καὶ οὐκ ἔστιν ἑτέρα· οὐ καθιῶ χήρα οὐδὲ γνώσομαι ὀρφανίαν. νῦν δὲ ἥξει ἐπὶ σὲ τὰ δύο ταῦτα ἐξαίφνης ἐν ἡμέρᾳ μιᾶ· ἀτεκνία καὶ χηρεία ἥξει ἐξαίφνης ἐπὶ σὲ (…) ἄνθρωπος καθ᾿ ἑαυτὸν ἐπλανήθη, σοὶ δὲ οὐκ ἔσται σωτηρία.»
3. «πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται.»
4. «εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;»
5. «καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ οἱ μεγιστᾶνες καὶ οἱ χιλίαρχοι καὶ οἱ πλούσιοι καὶ οἱ ἰσχυροὶ καὶ πᾶς δοῦλος καὶ ἐλεύθερος ἔκρυψαν ἑαυτοὺς εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰς πέτρας τῶν ὀρέων, καὶ λέγουσι τοῖς ὄρεσι καὶ ταῖς πέτραις· πέσατε ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ κρύψατε ἡμᾶς ἀπὸ προσώπου τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου καὶ ἀπὸ τῆς ὀργῆς τοῦ ἀρνίου, ὅτι ἦλθεν ἡ ἡμέρα ἡ μεγάλη τῆς ὀργῆς αὐτοῦ, καὶ τίς δύναται σταθῆναι;»
6. «καὶ ἐπιάσθη τὸ θηρίον καὶ ὁ μετ᾿ αὐτοῦ ψευδοπροφήτης ὁ ποιήσας τὰ σημεῖα ἐνώπιον αὐτοῦ, ἐν οἷς ἐπλάνησε τοὺς λαβόντας τὸ χάραγμα τοῦ θηρίου καὶ τοὺς προσκυνοῦντας τῇ εἰκόνι αὐτοῦ· ζῶντες ἐβλήθησαν οἱ δύο εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην ἐν θείῳ. καὶ οἱ λοιποὶ ἀπεκτάνθησαν ἐν τῇ ρομφαίᾳ τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ ἵππου, τῇ ἐξελθούσῃ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ· καὶ πάντα τὰ ὄρνεα ἐχορτάσθησαν ἐκ τῶν σαρκῶν αὐτῶν».
7. «Καὶ εἶπεν ὁ καθήμενος ἐπὶ τῷ θρόνῳ· (…) ἐγὼ τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. ἐγὼ τῷ διψῶντι δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς δωρεάν. ὁ νικῶν, ἔσται αὐτῷ ταῦτα, καὶ ἔσομαι αὐτῷ Θεὸς καὶ αὐτὸς ἔσται μοι υἱός. τοῖς δὲ δειλοῖς καὶ ἀπίστοις καὶ ἐβδελυγμένοις καὶ φονεῦσι καὶ πόρνοις καὶ φαρμακοῖς καὶ εἰδωλολάτραις καὶ πᾶσι τοῖς ψευδέσι τὸ μέρος αὐτῶν ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ ἐν πυρὶ καὶ θείῳ, ὅ ἐστιν ὁ θάνατος ὁ δεύτερος.»
8. Πράξις Αφορισμού και αποκοπής εκ του σώματος της Εκκλησίας των κυβερνητικών παραγόντων Νίκης Κεραμέως, Κυριάκου Μητσοτάκη, Νικολάου Χαρδαλιά από τον Μητροπολίτη πρώην Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ. Αμβρόσιο (απόσπασμα). Μητροπολιτικός Ιερός Ναός Παναγίας Φανερωμένης Αιγίου, Κυριακή της Σαμαρείτιδας, 17-5-2020.
9. «ὑπερηφανία τῆς καρδίας σου ἐπῇρέ σε κατασκηνοῦντα ἐν ταῖς ὀπαῖς τῶν πετρῶν, ὑψῶν κατοικίαν αὐτοῦ, λέγων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· τίς κατάξει με ἐπὶ τὴν γῆν; ἐὰν μετεωρισθῇς ὡς ἀετὸς καὶ ἐὰν ἀνὰ μέσον τῶν ἄστρων θῇς νοσσιάν σου, ἐκεῖθεν κατάξω σε, λέγει Κύριος».
10. «οὗτος ὁ λόγος, ὃν ἐλάλησε περὶ αὐτοῦ ὁ Θεός (…) τίνα ὠνείδισας καὶ παρώξυνας; ἢ πρὸς τίνα ὕψωσας τὴν φωνήν σου; καὶ οὐκ ᾖρας εἰς ὕψος τοὺς ὀφθαλμούς σου πρὸς τὸν ἅγιον τοῦ ᾿Ισραήλ; (…) οὐ ταῦτα ἤκουσας πάλαι, ἃ ἐγὼ ἐποίησα; ἐξ ἡμερῶν ἀρχαίων συνέταξα, νῦν δὲ ἐπέδειξα ἐξερημῶσαι ἔθνη ἐν ὀχυροῖς καὶ οἰκοῦντας ἐν πόλεσιν ὀχυραῖς. ἀνῆκα τὰς χεῖρας, καὶ ἐξηράνθησαν καὶ ἐγένοντο ὡς χόρτος ξηρὸς ἐπὶ δωμάτων καὶ ὡς ἄγρωστις. νῦν δὲ τὴν ἀνάπαυσίν σου καὶ τὴν ἔξοδόν σου καὶ τὴν εἴσοδόν σου ἐγὼ ἐπίσταμαι. ὁ δὲ θυμός σου, ὃν ἐθυμώθης, καὶ ἡ πικρία σου ἀνέβη πρός με, καὶ ἐμβαλῶ φιμὸν εἰς τὴν ρῖνά σου, καὶ χαλινὸν εἰς τὰ χείλη σου καὶ ἀποστρέψω σε τῇ ὁδῷ ᾗ ἦλθες ἐν αὐτῇ. (…) Καὶ ἐξῆλθεν ἄγγελος Κυρίου καὶ ἀνεῖλεν ἐκ τῆς παρεμβολῆς τῶν ᾿Ασσυρίων ἑκατὸν ὀγδοηκονταπέντε χιλιάδας, καὶ ἀναστάντες τὸ πρωΐ εὗρον πάντα τὰ σώματα νεκρά. Ο Σενναχηρείμ, ο βασιλεύς των Ασσυρίων ανεχώρησεν εις την χώραν του και κατώκησεν εις την πόλιν Νινευή. Καποιαν ημέραν, που αυτός προσκυνούσεν στον ναόν του Νασαράχ, Θεού προστάτου του πατρικού του οίκου, οι Αδραμέλεχ και Σαρασάρ, υιοί του, τον εφόνευσαν με μαχαίρας…»
11. «ἰδοὺ Κύριος πατάξει σε πληγὴν μεγάλην ἐν τῷ λαῷ σου καὶ ἐν τοῖς υἱοῖς σου καὶ ἐν γυναιξί σου καὶ ἐν πάσῃ τῇ ἀποσκευῇ σου. καὶ σὺ ἐν μαλακίᾳ πονηρᾷ, ἐν νόσῳ κοιλίας, ἕως οὗ ἐξέλθῃ ἡ κοιλία σου μετὰ τῆς μαλακίας ἐξ ἡμερῶν εἰς ἡμέρας. (…) καὶ μετὰ ταῦτα πάντα ἐπάταξεν αὐτὸν Κύριος εἰς τὴν κοιλίαν μαλακίαν, ᾗ οὐκ ἔστιν ἰατρεία. καὶ ἐγένετο ἐξ ἡμερῶν εἰς ἡμέρας, καὶ ὡς ἦλθε καιρὸς τῶν ἡμερῶν ἡμέρας δύο, ἐξῆλθεν ἡ κοιλία αὐτοῦ μετὰ τῆς νόσου, καὶ ἀπέθανεν ἐν μαλακίᾳ πονηρᾷ.»
12. «καὶ ἐν τῷ θυμωθῆναι αὐτὸν πρὸς τοὺς ἱερεῖς καὶ ἡ λέπρα ἀνέτειλεν ἐν τῷ μετώπῳ αὐτοῦ ἐναντίον τῶν ἱερέων ἐν οἴκῳ Κυρίου (…) καὶ ᾿Οζίας ὁ βασιλεὺς ἦν λεπρὸς ἕως ἡμέρας τῆς τελευτῆς αὐτοῦ, καὶ ἐν οἴκῳ ἀφφουσὼθ ἐκάθητο λεπρός, ὅτι ἀπεσχίσθη ἀπὸ οἴκου Κυρίου.»
13. «Συνέβη δὲ καὶ πεσεῖν αὐτὸν ἀπὸ τοῦ ἅρματος φερομένου ροίζῳ καὶ δυσχερεῖ πτώματι περιπεσόντα πάντα τὰ μέλη τοῦ σώματος ἀποστρεβλοῦσθαι. ὁ δ᾿ ἄρτι δοκῶν τοῖς τῆς θαλάσσης κύμασιν ἐπιτάσσειν διὰ τὴν ὑπὲρ ἄνθρωπον ἀλαζονείαν καὶ πλάστιγγι τὰ τῶν ὀρέων οἰόμενος ὕψη στήσειν, κατὰ γῆν γενόμενος ἐν φορείῳ παρεκομίζετο, φανερὰν τοῦ Θεοῦ πᾶσι τὴν δύναμιν ἐνδεικνύμενος, ὥστε καὶ ἐκ τοῦ σώματος τοῦ δυσσεβοῦς σκώληκας ἀναζεῖν, καὶ ζῶντος ἐν ὀδύναις καὶ ἀλγηδόσι τὰς σάρκας αὐτοῦ διαπίπτειν, ὑπὸ δὲ τῆς ὀσμῆς αὐτοῦ πᾶν τὸ στρατόπεδον βαρύνεσθαι τῇ σαπρίᾳ. καὶ τὸν μικρῷ πρότερον τῶν οὐρανίων ἄστρων ἅπτεσθαι δοκοῦντα παρακομίζειν οὐδεὶς ἐδύνατο διὰ τὸ τῆς ὀσμῆς ἀφόρητον βάρος. ἐνταῦθα οὖν ἤρξατο τὸ πολὺ τῆς ὑπερηφανίας λήγειν ὑποτεθραυσμένος καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἔρχεσθαι θείᾳ μάστιγι κατὰ στιγμὴν ἐπιτεινόμενος ταῖς ἀλγηδόσι. καὶ μηδὲ τῆς ὀσμῆς αὐτοῦ δυνάμενος ἀνέχεσθαι ταῦτ᾿ ἔφη· δίκαιον ὑποτάσσεσθαι τῷ Θεῷ καὶ μὴ θνητὸν ὄντα ἰσόθεα φρονεῖν ὑπερηφάνως. (…) Ο μὲν οὖν ἀνδροφόνος καὶ βλάσφημος τὰ χείριστα παθών, ὡς ἑτέρους διέθηκεν, ἐπὶ ξένης ἐν τοῖς ὄρεσιν οἰκτίστῳ μόρῳ κατέστρεψε τὸν βίον. »
14. «καὶ ἦλθον εἰς Σαμάρειαν καὶ ἔθαψαν τὸν βασιλέα ἐν Σαμαρείᾳ. καὶ ἀπένιψαν τὸ αἷμα ἐπὶ τὴν κρήνην Σαμαρείας, καὶ ἐξέλειξαν αἱ ὕες καὶ οἱ κύνες τὸ αἷμα, καὶ αἱ πόρναι ἐλούσαντο ἐν τῷ αἵματι κατὰ τὸ ρῆμα Κυρίου, ὃ ἐλάλησε.»
_______________________________________________________________________
Την επιστολή προσυπογράφει (κατόπιν κοινοποίησης) η αδελφή μας Ελευθερία Παπαστεφανάκη του Ιωάννου.
ΤΑΣ ΘΥΡΑΣ