ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ : "ΑΓΩΝΑΣ" Εφημερίδα
Αγωνιζομένων
Χριστιανών
Λαρίσης αρ. φύλλου 218 - 219 ΙΟΥΛΙΟΣ-ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2015 http://www.agonas.org/
10ο μέρος ΟΙ ΜΑΥΡΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
|
Ο δικτάτορας Σεραφείμ Τίκας των τάνκς της Χούντας και της διαβεβλημένης Ιεραρχίας |
Η εφημερίδα μας συνεχίζει
να καταγράφει άγνωστα στοιχεία και περιστατικά που προηγήθηκαν της μεγάλης
σφαγής των 12 μητροπολιτών το 1974 από τον δικτάτορα Σεραφείμ Tίκα, και από μια
μικρή ομάδα ιερωμένων που δεν είχαν ούτε ιερό ούτε όσιο, και σκοπό είχαν βάλει
στη ζωή τους πως θα αρπάξουν μίτρες και πατερίτσες. Tο κείμενο που ακολουθεί
αναφέρει τις σφοδρές συγκρούσεις του αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου με τους δικτάτορες
που προσπάθησαν τα «δημοκρατικά» ΜΜΕ να τα διαστρεβλώσουν ή να τα εξαφανίσουν.
Για την
ιστορία
Το
δράμα των κρατούμενων στρατιωτών, που αντιτάχθηκαν στο δικτατορικό καθεστώς και
βρίσκονταν σε διάφορες φυλακές της χώρας, τον απασχολούσε και πονούσε, γι' αυτό
σαν Αρχιεπίσκοπος έδωσε εντολή το 1968 στον Πρωτοσύγκελο της Αρχιεπισκοπής να
συγκεντρώσει πληροφορίες και αποδείξεις για την κακοποίηση κρατουμένων και να
του το αναφέρει με συγκεκριμένα στοιχεία. Στις περιπτώσεις αυτές πήγαινε ο
ίδιος στον Παπαδόπουλο και διαμαρτύρονταν.
Παράλληλα
είχε δώσει εντολή όπως από το Ταμείο Αρωγής του Αρχιεπισκόπου και από τη
Χριστιανική Αλληλεγγύη της Αρχιεπισκοπής να αντιμετωπίζονται ανάγκες των
οικογενειών τους, οι οποίες υπέφεραν εξαιτίας της κράτησής τους στις φυλακές.
Σε μερικές δε από αυτές, επί σειρά ετών, δίνονταν μηνιαία βοήθεια απ' την
Αρχιεπισκοπή.
Σύγκρουση:
Οι
δικτάτορες - όπως ήταν γνωστό - είχαν το σύνθημα: "πατρίς, θρησκεία,
οικογένεια". Πάνω σ' αυτό στηρίχθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος και
απαίτησε, με την έκδοση του Α.Ν. 320/1968 «περί συμπληρώσεως των διατάξεων του
άρθρου 53 του Α.Ν. 833/1937 περί στελέχωσης εφέδρων αξιωματικών του κατά γην
στρατού», στην Θρησκευτική Υπηρεσία του Στρατεύματος να είναι επικεφαλής
μητροπολίτης που θα εκλέγεται από την Εκκλησία της Ελλάδος.
Το
αιτιολογικό της απόφασής του αυτής ήταν, ότι: «Μία καλώς επανδρωμένη και
μετά συστήματος λειτουργούσα θρησκευτική Υπηρεσία, δύναται να προσφέρη μεγίστην
υπηρεσίαν και να βοηθήση αποτελεσματικώς την Νεολαίαν εις την κρισιμωτάτην
περίοδον της ηλικίας της.
Άπασα
η ελληνική νεότης διέρχεται, διαδοχικώς, από τας Ενόπλους μας Δυνάμεις και κατά
την περίοδον αυτήν, εκπληρούσα τας στρατιωτικάς υποχρεώσεις της ευρίσκεται εις
την πλέον κρίσιμον ηλικίαν. Όθεν η υπόθεσις της ηθικής και θρησκευτικής
διαπαιδαγωγήσεως δεν αποτελεί μικράς σημασίας απασχόλησιν…».
Οι
κρατούντες αντέδρασαν αλλ' ο Αρχιεπίσκοπος επέμεινε και έτσι είχαμε τον πρώτο
μητροπολίτη στις Ένοπλες Δυνάμεις, με τον τίτλο "Πελαγονίας", που
εξελέγη και χειροτονήθηκε στις 31 Μαρτίου 1968 ο Νικόλαος Ξένος ένα μεγάλο πνευματικό
και ηθικό ανάστημα.
Ερχόμενη
η "Δημοκρατία" του Σεραφείμ Τίκα, τον κατήργησε διότι δεν χρειάζονταν
ο στρατός ειδική χριστιανική υπηρεσία!!
Σύγκρουση:
Η
σύγκρουση με τα σκοτεινά κέντρα της Ελλάδας και του εξωτερικού ήταν πλέον
ολοφάνερη. Δεν τον ήθελαν και ζητούσαν την κατάλληλη ευκαιρία.
Η
επιτροπή για θέματα δογματικά, που είχε συστήσει, ασχολήθηκε και με τον
Τεκτονισμό - Μασονισμό - στην Ελλάδα. Έγιναν πάνω από δέκα συνεδριάσεις γι'
αυτό το θέμα και δύο φορές για το Ρόταρυ που είναι προθάλαμος της μασονίας.
Ακολούθησε
η υπ' αριθμ. 2060/1-12-1969 ιστορική απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών που
χαρακτήρισε την Μασονία «θρησκεία μυστική, μη γνωστή». Εν συνεχεία η Ιερά
Σύνοδος, με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στη «Φωνή του Κυρίου», στηλίτευσε αυτήν
ως θρησκεία ασυμβίβαστη με την Χριστιανική Ορθόδοξη πίστη. Και στις 28
Νοεμβρίου 1972, με πρόταση 12 μητροπολιτών, συγκλήθηκε η Ιεραρχία της Εκκλησίας
της Ελλάδος, υπό την Προεδρία του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, και ανανέωσε την
καταδικαστική απόφαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδας (12-10-1933) ως
«αυθεντικό κείμενο αυτής». Γι' αυτό η Ιεραρχία «Εμμένει απολύτως εις τα εν
τη πράξει οριζόμενα περί Μασονίας και διακηρύσσει αύθις ότι η Μασονία είναι
αποδεδειγμένως θρησκεία μυστηριακής προέκτασις των παλαιών ειδωλολατρικών
θρησκειών, όλως ξένη και αντίθετος προς την εξ αποκαλύψεως σωτηριώδη αλήθειαν
της Αγίας ημών Εκκλησίας…».
Η
αντίδραση του τότε μητρ. Ιωαννίνων Σεραφείμ Τίκα ήταν σφοδρότατη ζητώντας να μη
το εγκρίνουν και να αποσυρθεί. Οι κρατούντες διεμήνυσαν ότι αυτό θα έχει
κόστος. Και όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων οι δώδεκα υπογράψαντες
αποκεφαλίστηκαν, ο δε Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος από την μεγάλη πολεμική που
δέχονταν αναγκάστηκε σε παραίτηση.
Σύγκρουση:
Ο
Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος «Δεν είχε ύπνο στους οφθαλμούς του ουδέ νυσταγμό στα
βλέφαρά του» (Παπαδιαμάντης) διότι η πατρίδα μας ξέχασε την ιερή
υπόσχεση που έδωσαν οι πρόγονοί μας αγωνιστές στον ναό του Αγίου Σώστη στα
Δερβενάκια, ότι «Εάν με το καλό, με την βοήθεια του Σωτήρος Χριστού και της
Παναγίας ελευθερωθούμε από τους Τούρκους και αποκτήσουμε δικό μας ανεξάρτητο
ελληνικό κράτος, θα χτίσουμε στην πρωτεύουσα του κράτους μας ένα μεγαλοπρεπή
ναό - σαν την Αγιά Σοφιά της Πόλης - να φαίνεται σαν την Ακρόπολη και τον
Παρθενώνα από παντού, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης».
Έχοντας
τις σκέψεις και τους πόθους αυτούς συγκρούστηκε με τους Κυβερνητικούς
παράγοντες διότι η 150ετής χρονίζουσα ανεκπλήρωτη αυτή εθνική υποχρέωση δεν
μπορεί να παραμένει στο αρχείο: «Μία τοιαύτη αθέτησις εκθέτει και εκείνην
την γενεάν και τας επομένας και την ιδικήν μας και μας αποδεικνύει αγνώμονας
και ασυνεπείς εις τας ιερωτέρας υποσχέσεις μας… το οποίον δεν είναι πλέον Τάμα
μιας γενεάς, αλλά της ελληνικής φυλής εν τω συνόλω της».
Η
μεγάλη εμμονή του έκαμψε τις δυνάμεις που δεν θέλουν Ορθόδοξους ναούς, αλλά
τζαμιά, στοές, προτεστάντικα εντευκτήρια κ.α. και έτσι στις 5-1-69 συστήθηκε με
Νόμο ειδική επιτροπή με Πρόεδρο τον εκάστοτε Πρωθυπουργό, τον Αρχιεπίσκοπο,
υπουργούς Εσωτερικών, Παιδείας… και ένα "Γνωμοδοτικό Συμβούλιο" που
το αποτελούσαν οι εκάστοτε: Πρόεδρος της Ακαδημίας, οι Πρυτάνεις του
Πανεπιστημίου και του Ε.Μ.Π., ο Δήμαρχος Αθηναίων, … Στο μεγάλο αυτό Εγχείρημα
μετείχε η ανώτατη πολιτική και πνευματική ηγεσία του τόπου.
Έτσι με
το Νομοθετικό Διάταγμα 720/18-10-1969 ιδρύθηκε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την
επωνυμία «ΕΙΔΙΚΟΝ ΤΑΜΕΙΟΝ ΑΝΕΓΕΡΣΕΩΣ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ» και με σκοπό
αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν.Δ., την «ανέγερση εν Αθήναις Ιερού Ναού,
αφιερωμένου εις τον Σωτήρα προς πραγματοποίησιν του τάματος του Έθνους, κατά το
Η΄ ψήφισμα της 31-7-1829 της Δ΄ εν Άργει Εθνικής Συνέλευσης των Ελλήνων».
Η
επιτροπή ασχολήθηκε κατ' αρχήν με την εξεύρεση πόρων και δεύτερο με την
αναζήτηση κατάλληλου χώρου για την ανέγερση του Ναού-Μνημείον.
Ως προς
τους πόρους διαβάζουμε στο περιοδικό «ΕΚΚΛΗΣΙΑ» πεπραγμένα της Δ.Ι.Σ.
14-11-1972: «Εις τον σχετικόν έρανον, ο οποίος έγινεν, υπήρξεν αθρόα η
προσφορά… Μέχρι της στιγμής αυτής συνεκεντρώθησαν περί τα 150.000.000 δραχμών,
άπερ ευρίσκονται κατατεθειμένα εις ειδικόν λογαριασμόν…».
Ως προς
τον χώρο διαβάζουμε στα πεπραγμένα «Δια την επισήμανσιν του χώρου του
Τάματος έγιναν ειδικαί έρευναι… Αναζητήθησαν διάφορα σημεία της πρωτευούσης,
μετά δε από επιτόπιον έρευναν και τας σχετικάς μετρήσεις εκρίθη ως
καταλληλότερος ο λόφος των Τουρκοβουνίων… απαλλοτριουμένων των υπαρχουσών επ’
αυτών ιδιοκτησιών και διαμορφουμένου καταλλήλως του τοπίου».
Στην
συνέχεια με κοινή υπουργική απόφαση Οικονομικών και Δημοσίων Έργων, που
δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 227/Δ/9-9-1972, κηρύχθηκε η υπέρ του Ειδικού Ταμείου
Ανεγέρσεως Ι.Ν. του Σωτήρος, αναγκαστική απαλλοτρίωση, λόγω «δημοσίας
ωφελείας, ήτοι προς ανέγερσιν του Ιερού Ναού του Σωτήρος και διαμόρφωσιν του
περιβάλλοντος τούτου», έκτασης συνολικού εμβαδού 114.402,84 τ.μ.
Η
εφημερίδα του στρατού «Ηχώ των Ενόπλων Δυνάμεων» (3/6/73) έγραφε: «Ο Ναός
του Σωτήρος Χριστού, αφ’ ενός μεν υλοποιεί την υπόσχεσιν που έδωσε το Έθνος
προς τον Θεόν, και αφ’ ετέρου θ’ αποτελέση, μετά την οικοδόμησίν του, το τρίτο αρχιτεκτονικό
οικοδόμημα των Αθηνών, μετά τον κλασικό Παρθενώνα και τον βυζαντινό Λυκαβηττό».
Η έναρξη
των εργασιών – διαμόρφωση χώρου – άρχισε και η θεμελίωση του «Τάματος του
Έθνους» έγινε 28 Οκτωβρίου ’72 με μια μεγαλειώδη τελετή στη μονή του Προφήτου
Ηλία. Τα έργα δεν προχώρησαν, διότι οι τρεις διαδοχικοί διαγωνισμοί (1970-1971/72-1973)
κηρύχθησαν άγονοι και παρά τα χρηματικά “βραβεία” που τα συνόδευαν, η κοινότητα
των 1857 Ελλήνων αρχιτεκτόνων δεν έδειξε ενδιαφέρον. Το βέβαιο ήταν ότι
σαμποτάριζαν το έργο!!