Η ΗΜΕΡΙΔΑ ΣΤΟΝ ΒΟΛΟ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
Τὸ Σάββατο 26/1/2013
πραγματοποιήθηκε στὴν αἴθουσα «Κορδᾶτος» τοῦ Πανεπιστημίου Βόλου (Κτίριο
Παπαστράτου), ἡ Ἡμερίδα ποὺ συνδιοργάνωσαν ἡ «Φιλορθόδοξος Ἕνωσις
“Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος”» καὶ ὁ «Ὀρθόδοξος Χριστιανικὸς Ἀγωνιστικὸς
Σύλλογος “Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης”». Ὁ τίτλος τῆς Ἡμερίδας ἦταν:
Ἡ
Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ οἱ ἐκφραστές του.
Ἀπὸ
τὸν Χρυσόστομο Σμύρνης στὸν μητροπολίτη Περγάμου
(Ἰωάννη
Ζηζιούλα).
Τὶς σχετικὲς εἰσηγήσεις ἔκαναν
ὁ π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς (Ἱερομόναχος), ὁ κ. Λαυρέντιος Ντετζιόρτζιο (ἐκδότης-συγγραφέας,
πρόεδρος τῆς ΦΕΚΦ) καὶ ὁ κ. Παναγιώτης Σημάτης (θεολόγος, Γραμματέας της ΦΕΚΦ).
Ἤδη τὰ Video μὲ
τὶς ὁμιλίες εἴδαμε ὅτι ἀναρτήθηκαν στὸ ἱστολόγιο «Ἀμέθυστος»:
Ὅταν θὰ ἑτοιμάσουμε τὰ Video θὰ τὰ ἀναρτήσουμε καὶ στὸ ἱστολόγιό μας
Δημοσιεύουμε σήμερα τὴν εἰσήγηση
τοῦ κ. Σημάτη. Τὶς ἄλλες δύο θὰ τὶς ἀναρτήσουμε ἐν καιρῷ (ὅταν δακτυλογραφηθοῦν,
ἑτοιμασθοῦν).
Ἐπίσης, μὲ ἀφορμὴ τὴν εἰσήγηση
τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ, θὰ ἀναρτήσουμε σὲ συνέχειες τὰ στοιχεῖα, ποὺ ἀποδεικνύουν
ὅτι στὸ Χρυσόστομο Σμύρνης ἦταν ἀρκετὸ τὸ «στεφάνι» τοῦ Ἐθνομάρτυρα, ἐνῶ τὸ δεύτερο
στεφάνι ποὺ τοῦ ἀπενεμήθη βιαστικὰ καὶ χωρὶς νὰ ἐρευνηθοῦν οἱ ἐνστάσεις κατὰ τῆς
ἁγιοποιήσεώς του, ἔβλαψε τὴν μνήμη του, ὅπως εὔστοχα διετύπωσε ὁ ἀείμνηστος μοναχὸς
Γεράσιμος (τῆς Ἱ. Μ. Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους) ὁ κατὰ κόσμον καθηγητὴς Πατρολογίας
Στυλιανὸς Παπαδόπουλος.
Η ΚΑΤΕΓΝΩΣΜΕΝΗ
ΑΙΡΕΣΗ
ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
καὶ ἡ στάση τῶν
ποιμένων ἀπέναντί της
τοῦ θεολόγου Σημάτη Παναγιώτη
Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν
δισχιλιόχρονη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, βρισκόμαστε ἐνώπιον τοῦ ἑξῆς πρωτοφανοῦς
φαινομένου: Ἀναπτύσσεται ἐπὶ δεκαετίες μιὰ αἵρεση στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας, ἡ αἵρεση αὐτὴ ἔχει ὄνομα, ἔχει χαρακτηρισθεῖ ἀπὸ Ἁγίους ἀνθρώπους ὡς
ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔχουν ἐπισημανθεῖ καὶ καταγραφεῖ οἱ κακοδοξίες
της καί, παρὰ ταῦτα, οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας συμβιώνουν μὲ τὴν αἵρεση·
ἀρνοῦνται νὰ κατονομάσουν τοὺς ἀρχηγοὺς καὶ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ αὐτούς·
συλλειτουργοῦν μαζί τους, τοὺς ὑποδέχονται μὲ ἐμετικὲς κολακεῖες καὶ ἔτσι,
ἀφήνουν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ νὰ συμφύρονται μετὰ τῶν αἱρετικῶν καὶ
νὰ ἐξοικειώνονται μὲ τὴν αἵρεση.
Καὶ ποιά εἶναι ἡ δικαιολογία
αὐτῆς τῆς πρωτάκουστης ποιμαντικῆς συμπεριφορᾶς; Ἡ δικαιολογία εἶναι ἀκόμα πιὸ
παράξενη, πιὸ ἀνεξήγητη γιὰ Ὀρθόδοξους ποιμένες. Ἀνεξήγητη γιὰ Ἐπισκόπους καὶ
πνευματικοὺς ποὺ ἔχουν γαλουχηθεῖ μὲ τὰ νάματα τῆς ἁγιοπατερικῆς Παραδόσεως,
ποὺ νυχθημερὸν μαθητεύουν στὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων, ψάλλουν τὶς ἀκολουθίες τους,
μελετοῦν στὰ Συναξάρια τὸν βίο τους· γιὰ ποιμένες ποὺ καθημερινῶς μᾶς διδάσκουν
καὶ μᾶς προτρέπουν νὰ μιμούμεθα ἐκείνους τοὺς Ἁγίους, ποὺ καταπολέμησαν τὴν
κάθε αἵρεση ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἐμφανίστηκε.
Ἡ συμπεριφορὰ πολλῶν
συγχρόνων ποιμένων, δὲν εἶναι μόνο ἀνεξήγητη, ἀλλὰ ἐν πολλοῖς καὶ σχιζοφρενική,
διότι ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ μᾶς προβάλλουν μὲ πύρινους λόγους ὡς πρότυπα Ἁγίους, ποὺ
χρησιμοποίησαν βαρύτατους χαρακτηρισμοὺς γιὰ τοὺς αἱρετικούς, ποὺ ἐξεδίωκαν μὲ
δριμύτητα τοὺς αἱρετικοὺς ὡς λύκους, ποὺ ἐν τέλει θυσίασαν στὸν ἀγῶνα αὐτὸν τὴ
ζωή τους, καὶ ταυτόχρονα, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἀναιροῦν τὰ ἴδια τὰ κηρύγματά
τους καί, γιὰ τὴν σύγχρονη αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, οἱ ἴδιοι μὲν σιωποῦν, σὲ
μᾶς δὲ συνιστοῦν ὑπακοή, ὄχι πλέον στοὺς Ἁγίους, ἀλλὰ στοὺς Ἀρχιερεῖς
οἰκουμενιστές, τοὺς διδασκάλους δηλαδὴ τῆς αἱρέσεως. Καὶ δικαιολογοῦν αὐτὴ τὴν
θέση τους διὰ πολλῶν. Μία ἀπὸ τὶς δικαιολογίες ποὺ προσκομίζουν, δικαιολογία
ποιμαντικὰ ἀνυπόστατη καὶ ὡς πρὸς τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ψευδής, εἶναι ὅτι ὁ
Οἰκουμενισμός, οἱ Οἰκουμενιστὲς Ἐπίσκοποι δὲν ἔχουν κριθεῖ καὶ καταδικασθεῖ ἀκόμα
ἀπὸ Σύνοδο ὡς αἱρετικοί, καὶ ἄρα ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν ἀποτελεῖ κατεγνωσμένη αἵρεση.
Ὡς ἐκ τούτου, ἡ στάση τους
ἀπέναντι στοὺς ἡγέτες τῆς σύγχρονης παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, εἶναι στάση
ἀνοχῆς ἐξωφρενικῆς, καὶ λογίζεται ὡς συμπόρευση μὲ τοὺς αἱρετικούς. Ἡ ἀνοχὴ
αὐτὴ εἶναι ἔνοχη, προσβάλλει τὶς θυσίες τῶν Ἁγίων, συμβάλλει στὴν κατεδάφιση
τῆς Πίστεως καὶ ἔχει καταστροφικὲς σωτηριολογικὲς συνέπειες γιὰ τὰ μέλη τῆς
Ἐκκλησίας, ποὺ ἀπορροφῶνται ἀπὸ αὐτούς, ἀφοῦ κοινὸς τόπος τῶν Ἁγίων Πατέρων
εἶναι ὅτι ἡ αἵρεση μολύνει τὸν ἄνθρωπο.
Γιὰ νὰ ξεκαθαρίσουμε αὐτὴ
τὴν ὀδυνηρὴ πραγματικότητα καὶ νὰ ἀντιληφθοῦμε, γιατί, ἐνῶ ὑπάρχει μιὰ
καινοφανὴς αἵρεση, ὅμως τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ τὴν ἀγνοοῦν
ἢ ἀδιαφοροῦν γι’ αὐτήν, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐξετάσουμε τὸ θέμα: «Ἡ Κατεγνωσμένη Αἵρεση
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἡ στάση τῶν ποιμένων ἀπέναντί της».
Τὸ θέμα εἶναι μεγάλο,
καὶ ἀσφαλῶς ὁ χρόνος μιᾶς εἰσηγήσεως δὲν
ἐπαρκεῖ γιὰ νὰ τὸ ἐξαντλήσει. Γι’ αὐτὸ ἐπέλεξα τὴν ἐξέταση μερικῶν μόνο
κομβικῶν σημείων, τὰ δὲ ἄλλα θὰ θιγοῦν ἀκροθιγῶς. Θὰ ἀρχίσω ἀπὸ τὴν ἐξέταση τῶν
δύο ἄλλων μεγάλων αἱρέσεων, ποὺ συμπλέκονται μὲ τὸν Οἰκουμενισμό, τὸν Παπισμὸ
καὶ τὸν Προτεσταντισμό.
Γιὰ ὅσους ἔχουν ἀσχοληθεῖ μὲ
τὸ θέμα, πολλὰ ἀπ’ ὅσα θὰ ἀκουστοῦν εἶναι γνωστά. Γιὰ τοὺς ὑπόλοιπους ὅμως, ἡ
εἰσήγηση αὐτὴ ἀποτελεῖ μιὰ προσέγγιση τῆς στάσεως ποὺ οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας,
ὡς ποιμένες καὶ φύλακες τῆς Πίστεως, κράτησαν ἀπέναντι σὲ κάθε αἵρεση, ὅπως ὁ
Οἰκουμενισμός, καὶ ἀναπόφευκτα ὁδηγεῖ σὲ σύγκριση μὲ τὴν στάση ἀδιαφορίας καὶ
συμβιβασμοῦ ποὺ κρατοῦν οἱ σύγχρονοι ποιμένες –καὶ ἐμεῖς καθ’ ὅσον τοὺς
ἀκολουθοῦμε–, ἀφοῦ ἡ στάση τους αὐτὴ συντελεῖ στὴν ἐλλειπῆ περὶ Οἰκουμενισμοῦ
ἐνημέρωση, στὴν παραπληροφόρηση καὶ στὴν σύγχυση.
Θὰ ἀρχίσω ἀπὸ τὴν ἐξέταση
τῶν δύο ἄλλων μεγάλων αἱρέσεων, ποὺ συμπλέκονται μὲ τὸν Οἰκουμενισμό, τὸν Παπισμὸ
καὶ τὸν Προτεσταντισμό.
1.
Γιατί
εἶναι αἵρεση ὁ Παπισμός, κι ἂν ἔχει καταδικασθεῖ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Αἵρεση
γιὰ τὴν Ἐκκλησία, εἶναι «κάθε πεπλανημένη διδασκαλία, ἡ ὁποία παρεκκλίνει ἀπὸ τὴν
ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια»· «ἡ διαστρέβλωση μιᾶς ἢ περισσοτέρων ἀληθειῶν» τῆς
Ἐκκλησίας, «οἱ ὁποῖες περιέχονται στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν Ἱερὴ Παράδοση». Ἡ ὁποιαδήποτε
προσθήκη στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ «ἡ προσχώρηση σὲ μιὰ ἤδη καταδικασμένη αἱρετικὴ
ὁμολογία». Καὶ τοῦτο, διότι ἡ παραθεώρηση ἢ ἡ ἀλλοίωση τῶν Δογμάτων ἐπιφέρει
καὶ ἀλλοίωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, καταστρέφει τὴν γνησιότητά της καὶ ἔχει
ἐπιπτώσεις στὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας μας.
Αἱρετικὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ
πιστεύει, διδάσκει καὶ ἐμμένει σὲ
κακόδοξες διδασκαλίες, ἀλλὰ κι αὐτὸς ποὺ τὶς ἀποδέχεται, παρότι τοῦ ἔχει
ὑποδειχθεῖ ὅτι ἀντιβαίνουν στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Αἱρετικὸς ἀκόμα, εἶναι
κι αὐτὸς ποὺ πιστεύει, ὅσα διδάσκει ἡ Μία Ἐκκλησία, ἀλλὰ διαφοροποιεῖται ἀπὸ
αὐτὴν σὲ μία ἔστω διδασκαλία της, ποὺ κατὰ τὴν λογική του ἢ τὴν ἐπιθυμία του
δὲν ἔχει καὶ μεγάλη σημασία.
Πρέπει νὰ προσέξουμε καὶ
κάτι ἀκόμη, σχετικὰ μὲ τὸ ποιός εἶναι αἱρετικός, γιατὶ πολλοὶ Οἰκουμενιστὲς καὶ
οἰκουμενίζοντες ὀρθόδοξοι ἀδελφοί μας, τὸ παρερμηνεύουν. Δὲν θεωροῦν δηλαδή, ἀνατροπέα
τῆς Πίστεως ἐκεῖνον ποὺ παραβαίνει ἀπὸ σκοποῦ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες ἢ τὶς
Εὐαγγελικὲς Ἐντολές, ἀλλὰ τὸν θεωροῦν ὡς ἁπλὸ παραβάτη, ἰσάξιο μὲ κάποιον
ἁμαρτωλό, ὅπως εἴμαστε ὅλοι.
Ὅμως, ἡ ἐν συνειδήσει
παράβαση Εὐαγγελικῶν Ἐντολῶν καὶ ἡ προτροπὴ
πρὸς τοὺς ἄλλους νὰ κάνουν τὸ ἴδιο,
εἶναι πράξη ἀνατρεπτικὴ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ φυσικὰ ἀποτελεῖ αἵρεση. Καὶ τοῦτο γιατὶ ὑπάρχει ἐνσυνείδητη
περιφρόνηση καὶ ἐναντίωση στὸ θεῖο Θέλημα, ἀπόρριψη κάποιας ἐλάχιστης Ἐντολῆς
Του, καὶ διδαχὴ διαφορετικὴ τοῦ Εὐαγγελίου· καὶ ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς
διαβεβαίωσε: «ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ
οὕτως τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ.
5, 19).