Αγάπησα τη δημοσιογραφία. Αλλά δεν μ’ αγάπησαν οι
δημοσιογράφοι.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ :ΑΓΩΝΑΣ Εφημερίδα
Αγωνιζομένων
Χριστιανών
Λαρίσης Ιούλιος Αύγουστος α.φ.218-219
2015-http://www.agonas.org/
Αγάπησα τη δημοσιογραφία. Αλλά δεν μ’ αγάπησαν οι
δημοσιογράφοι. Περπατήσαμε μαζί ανηφόρες. Αλλά κυττάξαμε μέσα από διαφορετικό
πρίσμα την κοιλάδα της ζωής και της δράσης. Τους θεώρησα φίλους μου και
συνοδοιπόρους μου. Με θεώρησαν και με αντιμετώπισαν σαν αντίπαλό τους. Μίλησα
στους εκπροσώπους των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης με ειλικρίνεια. Δέχτηκα απ’ την
έπαλξή τους επιθέσεις. Οι κοντυλοφόροι έγιναν τόξα. Οι πέννες, φαρμακερά βέλη.
Κι ο τρόπος της εκτόξευσης δόλιος. Έξω απ’ τη σκακιέρα του καθαρού παιχνιδιού.
Πίσω απ’ τους προβολείς της έντιμης αναμέτρησης.
Η παραχάραξη των γεγονότων. Η πλαστογραφία των κειμένων. Η
απάτη. Αναγκάζομαι, με λύπη, αλλά και πικρία, να αποκαλύψω ένα τέτοιο δείγμα
πλαστογραφίας κι απάτης.
Άνοιξα κάποια μέρα την εφημερίδα «Απογευματινή». Έριξα μια
γρήγορη ματιά στις ειδήσεις. Και, ξαφνικά, σκάλωσα. Κάπου εκεί, στη στήλη των
επιστολών, συνάντησα ένα λίβελλο εναντίον εμού και των άλλων έντεκα
Μητροπολιτών, που είχαμε πάρει κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας το μονοπάτι της
εξορίας. Κομπολόι ύβρεων. Δειγματολόγιο εμπάθειας. Το διάβασα και πάγωσα. Κι
όπως ήταν φυσικό, αναζήτησα το όνομα του συντάκτου του.
Η υπογραφή ήταν βαρύγδουπη. Στρατηγός Αγόρος…
Την επόμενη κιόλας μέρα ήρθε μια δεύτερη έκπληξη. Στην ίδια
θέση δημοσιευόταν δεύτερη επιστολή με την υπογραφή του στρατηγού Αγόρου. Αλλ’
αυτή αποτελούσε αποκήρυξη της πρώτης. Ο στρατηγός Αγόρος δήλωνε, πως η υπογραφή
κάτω απ’ την πρώτη επιστολή δεν ήταν δική του. Πως το κείμενο, που
δημοσιεύτηκε, ήταν έμπνευση κάποιου άγνωστου, που σοφίστηκε να το
επισημοποιήσει με τη δική του υπογραφή.
Με ένα αγαπητό αδελφό Μητροπολίτη, που το όνομά του δέχτηκε
τη λάσπη της συκοφαντίας, υποβάλαμε μήνυση για πλαστογραφία, για συκοφαντική
δυσφήμιση και για εξύβριση. Μηνύσαμε το διευθυντή και τον αρχισυντάκτη της
εφημερίδας.
Αλλά στα γυρίσματα της δικαστικής διαδρομής μας περίμεναν οι
εκπλήξεις κι οι αποκαλύψεις.
Στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εμφανίστηκαν οι κατηγορούμενοι.
Προσκλήθηκε και παρουσιάστηκε κι ο μάρτυρας στρατηγός Αγόρος.
Διαβάστηκε το κατηγορητήριο. Ύστερα, ο πρόεδρος κάλεσε το
μάρτυρα να καταθέσει.
Η κατάθεσή του ήταν κατηγορηματική. Δεν είχε στείλει στην
εφημερίδα επιστολή. Η υπογραφή του υποκλάπηκε.
Κείνη ακριβώς τη στιγμή, ο δικηγόρος των δημοσιογράφων και
της εφημερίδας παρουσίασε ένα μάρτυρα και ζήτησε να εξεταστεί. Όνομα,
Μπουκουβάλας. Φυσιογνωμία περίεργη. Έμοιαζε άνθρωπος των καταγωγίων. Προκάλεσε
με την εμφάνιση του εντύπωση. Τα σχόλια κι οι πληροφορίες κυκλοφόρησαν με τη
μέθοδο του ψιθύρου.
Ο τύπος αυτός ανέβηκε στο βήμα, έβαλε το χέρι του στο
Ευαγγέλιο, ορκίστηκε κι είπε:
Εγώ έχω γράψει την επιστολή κι εγώ τη διαβίβασα στην
εφημερίδα «Απογευματινή».
Έγινε σάλος. Η αίθουσα γέμισε με απορία. Όλοι σιώπησαν για να
παρακολουθήσουν.
Η επιστολή ήταν ψευδεπίγραφη.
Το δικαστήριο ζήτησε απ’ τους κατηγορουμένους το πρωτότυπο
του λιβέλλου.
Οι δημοσιογράφοι ισχυρίστηκαν, ότι το χειρόγραφο έχει χαθεί.
Δεν κρατήθηκε στο αρχείο.
Ο ισχυρισμός δεν έπεισε, μήτε τους δικαστές, μήτε το
ακροατήριο.
Οι δημοσιογράφοι, οι υπηρέτες της γνήσιας και καθαρής
πληροφόρησης, δεν βρήκαν το θάρρος να πληροφορήσουν το Δικαστήριο ποιός έκανε
το έγκλημα της πλαστογραφίας.
Η συζήτηση απλώθηκε. Οι συνήγοροι διαπληκτίστηκαν. Το
δικαστήριο αποσύρθηκε, για να βγάλει απόφαση.
Και σε λίγο ακούστηκε η ετυμηγορία. Η ομολογία του μάρτυρα,
ότι αυτός έγραψε την επίμαχη επιστολή, απάλλαξε τους δημοσιογράφους απ’ την
ενοχή. Το Δικαστήριο τους κήρυξε αθώους.
Όμως, δεν απάγγειλε κατηγορία εναντίον του πλαστογράφου
Μπουκουβάλα, γιατί η δική μας έγκληση δεν αναφερόταν στο δικό του πρόσωπο.
Περιορίστηκε στην απαλλαγή των δημοσιογράφων. Κι άφησε ελεύθερο τον πλαστογράφο
και συκοφάντη.
Πίστεψα, ότι μετά απ’ αυτή την εξέλιξη, η πάσσα θα περνούσε
στο δημοσιογραφικό συγκρότημα, που διασύρθηκε με τη δημοσίευση της πλαστογραφημένης
επιστολής και στους δημοσιογράφους, που έφτασαν στο εδώλιο του κατηγορούμενου.
Απατήθηκα. Τίποτα από αυτά δεν έγινε. Η αυλαία του
Δικαστηρίου έκλεισε. Οι κατηγορούμενοι δημοσιογράφοι έφυγαν. Ο Μπουκουβάλας, με
το χαμόγελο στα χείλη, μάζεψε την ικανοποίησή του και την έπαρση, που του
δημιούργησε η επιτυχία του.
Δεν κατατέθηκε απ’ τους υπεύθυνους της εφημερίδας μήνυση
εναντίον του Μπουκουβάλα.
Αλλά δεν γράφτηκε και τίποτα στην εφημερίδα. Δεν έμαθε το
αναγνωστικό κοινό, ότι κάποιος θρασύς Έλληνας πολίτης τόλμησε να πλαστογραφήσει
την υπογραφή ενός έντιμου στρατηγού, για να σπιλώσει τις υπολήψεις επισκόπων
της Εκκλησίας και να κερδίσει, ποιός ξέρει τί ωφελήματα.
Κυκλοφόρησε την επόμενη μέρα η εφημερίδα και την μεθεπόμενη
αλλά καμμιά πληροφορία ή καμμιά διαμαρτυρία για την ανέντιμη πράξη του
Μπουκουβάλα. Η προσβολή πετάχτηκε στο καλάθι της λήθης. Ο διασυρμός αφέθηκε να
τον πάρει ο άνεμος.
Το επόμενο στάδιο είχε τους δικούς του αιφνιδιασμούς.
Πληροφορηθήκαμε, πως η επιστολή είχε γραφεί στο γραφείο Τύπου της
Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Το μυστικό μας το αποκάλυψε η δακτυλογράφος, που τη
δακτυλογράφησε. Κι από κει διοχετεύτηκε στην εφημερίδα.
Η αποκάλυψη έδειχνε το ήθος των ανθρώπων, που περιστοίχιζαν
τον προκαθήμενο της Ορθόδοξης ελληνικής Εκκλησίας Σεραφείμ Τίκα. Έγραψαν το
λίβελλο. Λάσπωσαν επισκόπους. Πλαστογράφησαν την υπογραφή ενός ανώτατου
αξιωματικού. Εξευτέλισαν τους ιδιοκτήτες και το προσωπικό μιας μεγάλης
εφημερίδας…
Και μπήκαμε ξανά στο κανάλι της προσμονής. Αποφύγαμε να
εγκαλέσουμε κατευθείαν την Αρχιεπισκοπή και το γραφείο Τύπου. Γιατί, αυτόματα,
θα ρίχναμε σε περιπέτεια τη φτωχή υπάλληλο. Θα έπρεπε να την υποδείξουμε για
μάρτυρα. Και κείνη θα αντιμετώπιζε τη μανία των ενόχων και θα έχανε τη θέση
της.
Κάναμε δεύτερη μήνυση. Τούτη τη φορά, εναντίον του Μπουκουβάλα,
που αυτόκλητος είχε δηλώσει, ότι είναι ο συντάκτης του λιβέλλου.
Κάποτε η ιστορία έφτασε στο ακροατήριο. Ανοιχτή η αίθουσα.
Πυκνό το περίεργο πλήθος. Κανένας δεν ήξερε ποιος είναι ο κατηγορούμενος. Ο
αρχιεπίσκοπος; Οι συνεργάτες του; Ο Μπουκουβάλας; Η δημοσιογραφία; Οι ανεύθυνοι
δημοσιογραφικοί κάλαμοι; Ή μήπως όλοι μας, που φθείραμε μέσα μας τις χορδές της
ευαισθησίας και δεν αντιδρούμε στους ρύπους της κοινωνικής αθλιότητας;
Ο Μπουκουβάλας καθόταν στο εδώλιο. Πίσω του, όμως, μια ατέλειωτη νοητή στρατιά ενόχων βρισκόταν
κατηγορούμενη. Εκείνος έβαζε το χέρι στο Ιερά Ευαγγέλιο για να ορκιστεί και,
στη συνέχεια, να ψευδομαρτυρήσει. Οι άλλοι, οι πολλοί, έκρυβαν τα δάχτυλα, που
χάραζαν τις ύβρεις, που πλαστογραφούσαν τις υπογραφές, που δολοφονούσαν ηθικά
και πνευματικά αδελφούς, μέλη της ίδιας εκκλησιαστικής οικογένειας.
Ο μάρτυρας στρατηγός
Αγόρος κατάθεσε και πάλι. Σχεδόν με τις ίδιες λέξεις. Κάτι είπε. Αλλά και κάτι
απόκρυψε.
Προσεκτικός κι
ολιγομίλητος ο στρατηγός, δεν υποχώρησε. Είπε αυτό, που ήθελε να πει. Και
φρενάρισε.
Το Δικαστήριο έβγαλε την
απόφασή του. Καταδίκασε τον πλαστογράφο και συκοφάντη. Τον πράκτορα, που έσυρε
στην ανυποληψία το λειτούργημα της δημοσιογραφίας και έβρισε δημόσια τους
λειτουργούς του Ιερού Θυσιαστηρίου.
Αυτή ήταν η πρώτη φάση.
Υπήρξε και συνέχεια.
Αρχιερείς και
δημοσιογράφοι συρθήκαμε για πολύ καιρό στους διαδρόμους των Δικαστηρίων.
Η υπόθεση πέρασε στο
Εφετείο. Ίδια η ομήγυρις των διαδίκων. Άλλοι οι δικαστές.
Ξανά η παρέλαση των
μαρτύρων απ’ το βήμα. Αμείωτη η θρασύτητα της υπεράσπισης, που πάσκιζε να
αθωώσει το συκοφάντη.
Ο πρόεδρος ρώτησε. Οι
μάρτυρες κατάθεσαν αυτό, που ήξεραν. Οι συνήγοροι αγόρευσαν.
Την τελευταία στιγμή ο
συνήγορος του κατηγορούμενου έκανε το μοιραίο λάθος, που εκπωμάτισε το βόθρο κι
αποκάλυψε το σκοτεινό παρασκήνιο.
Ο στρατηγός Αγόρος, σ’ όλη
τη διαδικασία, ήταν συγκρατημένος και μετρημένος, και στην κατάθεσή του και
στις ερωτήσεις, που του έγιναν.
Εγώ δεν έγραψα την
επιλήψιμη επιστολή. Και δεν την έστειλα στην εφημερίδα.
Το δικαστήριο σεβάστηκε την
κατάθεση του στρατηγού. Και δεν τον πίεσε περισσότερο. Το ίδιο κι ο συνήγορος
των μηνυτών. Αρκέστηκε κι αυτός στη βεβαίωση του στρατηγού, πως δεν έχει σχέση
με τη λάσπη του κειμένου. Ο συνήγορος υπεράσπισης, όμως, που γνώριζε, πώς
χαλκεύτηκε η επιστολή, προσπάθησε να μεταβιβάσει ένα μέρος της ευθύνης στο
«διακεκριμένο» μάρτυρα.
Είναι αλήθεια, πως δεν
γνωρίζετε απολύτως τίποτα, στρατηγέ μου; ρώτησε με βίαιο τρόπο.
Ο μάρτυρας προβληματίστηκε
απ’ την επίθεση. Τον καθήλωσε το ύφος. Πιέστηκε. Σκοτείνιασε. Κατάλαβε, πως ο
συνήγορος έκανε κυκλωτική κίνηση. Προσπαθούσε να τον εμπλέξει. Ήθελε να τον
εντάξει στο χορό των κολασμένων.
Με αναγκάζετε να πω
πράγματα, που δεν ήθελα να πω, είπε κοφτά ο στρατηγός.
Να μας πείτε, αν, πριν
γραφτεί η επιστολή, είχατε πάρει μέρος σε μιά συνάντηση. Και τί είπατε.
Αγρίεψε ο υπερήφανος
πολεμιστής.
Αφού με προκαλείτε, είμαι
υποχρεωμένος να αποκαλύψω πράγματα, που θα προτιμούσα να μείνουν κρυφά. Με ειδοποίησαν τηλεφωνικά, ότι με ζητάει στο
γραφείο του ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ. Θεώρησα πως δεν έχω δικαίωμα
να αρνηθώ. Η γνωριμία μας μετράει δεκαετίες. Ήμασταν μαζί στα αντάρτικα σώματα
του Ζέρβα. Όταν πήγα, ανακάλυψα, πως δεν ήμουνα ο μόνος καλεσμένος. Είχαν
δεχτεί κι άλλοι την τιμητική πρόσκληση. Ανάμεσα σ’ αυτούς βρισκόταν κι ο
σημερινός κατηγορούμενος.
Στηλώσαμε όλοι τα βλέμματα
και καθηλώσαμε τις ακοές μας στον ομιλητή. Προσκαλεσμένος ένας απόστρατος
στρατηγός, κορυφαίο ηγετικό στέλεχος, με περγαμηνές δράσης και προσφοράς. Και
πλάι του ένας τρόφιμος των καταγωγίων. Τιμημένοι κι οι δυο με την
αρχιεπισκοπική εύνοια. Χρισμένοι συνεργάτες της μακαριότητάς του. Έμπιστοι
φίλοι και δορυφόροι του κύρους του.
Ο στρατηγός συνέχισε:
Στη συνάντηση αυτή κάποιος
παρουσίασε το πρόβλημα. Μας ανακοίνωσε, ότι ο Μακαριώτατος βάλλεται από διάφορες
ομάδες, που τον αντιπολιτεύονται. Και μας εισηγήθηκε να σταθούμε κοντά του και
να τον στηρίξουμε. Είπε, να παρουσιάσουμε τις περγαμηνές του. Να φέρουμε κοντά
στο λαό την εθνική και θρησκευτική δράση του.
Ακολούθησε συζήτηση. Εγώ
έμενα σιωπηλός. Ήταν θέματα, που δεν τα είχα παρακολουθήσει. Και δεν τα
γνώριζα. Για πρώτη φορά άκουγα για τις σκληρές εκκλησιαστικές αντιπαλότητες.
Όσα λέγονταν, μου φαίνονταν, πως απηχούσαν τις συγκρούσεις κάποιου άλλου
πλανήτη.
Στο τέλος πήρα το λόγο κι
έκανα μια σαφή δήλωση. Είπα στον Αρχιεπίσκοπο και στο περιβάλλον του, ότι θα
ήμουνα πρόθυμος να βοηθήσω σε
πρωτοβουλίες και σε δραστηριότητες, που μου είναι βατές. Στον τομέα, όμως, της
δημοσιογραφίας και μάλιστα της πολεμικής, δεν νοιώθω, πως μπορώ να εισφέρω.
Αυτά είπα μόνο. Και
σταμάτησα. Ο Αρχιεπίσκοπος
συμμερίστηκε τους δισταγμούς μου. Και δεν προχώρησε σε πιέσεις.
Καταλαβαίνετε, λοιπόν,
πόσο αιφνιδιάστηκα την επόμενη μέρα, όταν είδα στην εφημερίδα «Απογευματινή»
δημοσιευμένη την επιστολή, που έφερε τη δική μου υπογραφή.
Οι τελευταίες φράσεις του
στρατηγού ήταν η βόμβα, που έσκασε.
Έγινε νεκρική σιγή στη
δικαστική αίθουσα. Ο πρόεδρος του Εφετείου δεν μίλησε. Οι άλλοι δικαστές
κοίταζαν σαν αποσβολωμένοι. Οι συνήγοροι έστεκαν ακίνητοι. Οι ακροατές
περίμεναν συνέχεια.
Ο βόθρος ήταν πια
ανοιχτός. Η δυσοσμία έδινε τα τραγικά μηνύματά της.
Οι δικαστές έκριναν ένοχο
τον κατηγορούμενο. Και τον έστειλαν τρεις μήνες στη φυλακή.
Το Δικαστήριο τέλειωσε το
έργο του. Οι εφέτες αποσύρθηκαν. Τα φώτα έκλεισαν. Ο καταδικασμένος πλήρωσε κι
αφέθηκε ελεύθερος.
Όλοι οι άλλοι, τυλίχτηκαν,
κουβαριάστηκαν, έγιναν ένα με τη λάσπη και τη βρωμιά.
Ο αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ
εμφανίστηκε πρωτεργάτης συνωμοσίας. Ο Μπουκουβάλας, υπηρέτης μιας μαφιόζικης εκστρατείας. Οι δημοσιογράφοι, εξαρτήματα των
βρώμικων κυκλωμάτων. Ο συνήγορος, προστάτης της μαφίας και της πλαστογραφίας.
Ο λαός δεν πληροφορήθηκε το
γεγονός.
Οι υπεύθυνοι της ενημέρωσης δεν του μετάδωσαν την
είδηση.
Αυτά ζούνε για χρόνια στη
Λάρισα οι Αγωνιζόμενοι από τα φαρμακερά βέλη, που τα κονδυλοφόρια τους έγιναν τόξα εναντίον τους.
(Από το βιβλίο «δηλώνω
δημοσιογράφος» του Μ. Αττικής και Μεγαρίδος Νικοδήμου).
Μια ακόμα απόδειξη, ποιός ήταν ο Αρχ. Σεραφείμ Tίκας,
προκειμένου να επικρατήσει ψεύδονταν, πλαστογραφούσε, συκοφαντούσε, απειλούσε, οπλοφορούσε, έβριζε χυδαία... Απ΄
αυτόν διδάχτηκαν και εφαρμόζουν σχεδόν κατά γράμμα τα χειροτονημένα
«σεραφειμάκια», και αφού δεν είδαν ούτε άκουσαν τίποτα το πνευματικό και
ωφέλιμο για να περιγράψουν. Τον αποκαλούν σπουδαίον ... άνδρα!!!