Εὐθῦνες,
πάτερ, πολλὲς ἔχουν οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ ὅσοι δὲν ἀνταποκρίνονται εἰς τὰς
εὐθύνας των, διὰ νὰ ἀρέσουν εἰς τὸν Χριστόν, ὁδηγοῦνται ἐκεῖ εἰς τὸν
τόπον τῆς βασάνου, μακρὰν τοῦ Χριστοῦ
Περαίνων τὴν ἐπιστολήν μου, ἐπειδὴ Σέβομαι καὶ τιμῶ βαθύτατα τὸν θεσμὸν τῆς Ἀρχιερωσύνης, καὶ προπάντων τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, κατ΄ ἐπιταγὴν τῆς συνειδήσεώς μου ἀναγκάζομαι νὰ Σᾶς ἐξομολογηθῶ εἰς τὰ τίμια ὠμοφόρια, μὲ τὰ ὁποῖα διαπορθμεύετε τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τὸ πλήρωμα τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἁγίας Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τὰ κάτωθι:
Κατὰ τὴν δεκαετίαν τοῦ 1970 εἶχον τὸ προνόμιον καὶ τὴν εὐλογίαν νὰ
μονάζω ὑπὸ τὴν σεπτὴν Ἡγουμενίαν τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Βασιλείου καὶ νῦν
προηγουμένου τῆς Ἱ. Μ. Ἰβήρων εἰς τὴν Ἱ.Μ. Σταυρονικήτα.
Ὁ ἀείμνηστος πατὴρ Παΐσιος, ἀσκητεύων τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰς τὴν Καλύβην
τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τῆς εἰρημένης Ἱ. Μονῆς, μὲ προσεκάλει πολλάκις, διὰ
νὰ τελέσω τὴν Θείαν Λειτουργίαν εἰς τὸ ναΰδριον τῆς Καλύβης του.
Μετὰ τὴν Θείαν Λειτουργίαν ἐσυνήθιζε κατὰ τὸ κέρασμα, ποὺ ἐπηκολούθει νὰ
προσφέρῃ ἕνα καφέ, ἕνα λουκοῦμι καὶ ἕνα ποτῆρι νερό. Ἐκεῖ ἐδράττετο τῆς
εὐκαιρίας νὰ μοῦ ἐμπιστεύηται πολλὰ θαυμαστὰ γεγονότα, ἅτινα ὁ Θεὸς τοῦ
ἐφανέρωνε, ἐπαναπαυόμενος εἰς τὴν θεοφιλῆ ἄσκησίν του καὶ διὰ νὰ
στηρίζῃ τοὺς ἀγῶνας του. Ὁμολογῶ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὅτι οὐ ψεύδομαι,
μοῦ ἔλεγε τόσα σπουδαῖα, τὰ ὁποῖα μόνον εἰς τὴν ζωὴν μεγάλων ἁγίων ἔχω
διαβάσει εἰς Συναξάρια.
Κάποτε λοιπὸν μοῦ εἶπε καὶ τὸ ἀκόλουθον, τὸ ὁποῖον μὲ συνετάραξε.
«Κατ΄ αὐτὰς τὰς ἡμέρας, Πάτερ, ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μοῦ
ἔδειξε τὸν Ἅδην ἐκεῖ ποὺ εἶναι αἱ ψυχαὶ τῶν κολασμένων ἀνθρώπων, τὸν
τόπον ποὺ βασιλεύει ὁ διάβολος. Ἐκεῖ ἀπὸ ὅλα τὰ φρικτὰ ποὺ εἶδα κατ΄
ἐξοχὴν μὲ ἐντυπωσίασε ὅτι εἶδα πολλοὺς Ἀρχιερεῖς, μαύρους,
ἀπολιθωμένους, ὀρθίους μὲ προτεταμένην τὴν ποιμαντορικὴν ῥάβδον».
Ὁ γράφων ἔσπευσε νὰ τὸν ἐρωτήσῃ:
«Γέροντα, πόσους ἱερομονάχους
εἶδες;» Ἐκεῖνος ἀντιπαρῆλθε τὴν ἐρώτησίν μου χωρὶς νὰ μοῦ ἀπαντήσῃ καὶ
συνέχισε νὰ ὁμιλῇ αἰτιολογῶν, διατί εἶδε πολλοὺς Ἀρχιερεῖς:
«Εὐθῦνες,
πάτερ, πολλὲς ἔχουν οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ ὅσοι δὲν ἀνταποκρίνονται εἰς τὰς
εὐθύνας των, διὰ νὰ ἀρέσουν εἰς τὸν Χριστόν, ὁδηγοῦνται ἐκεῖ εἰς τὸν
τόπον τῆς βασάνου, μακρὰν τοῦ Χριστουῦ».
Αὐτὸ τὸ ὅραμα ἔλαβε χώραν καθ΄ ὕπαρ (ἐν ἐγρηγόρσει). Εὔχομαι νὰ μὴν
ἐπιτρέψῃ ὁ Θεὸς νὰ ὁδηγηθῇ ἐκεῖ οὐδεὶς πλέον Ἀρχιερεὺς ἀλλὰ οὐδὲ
ἱερομόναχος. Αὐτὸ ὅμως θὰ ἐξαρτηθῇ ἀπὸ τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν εὐθυνῶν μας
εὐαρέστως εἰς τὸν Χριστὸν καὶ οὐχὶ κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῶν λεγομένων
ἰσχυρῶν καὶ μεγάλων τῆς Γῆς.