Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

Η ΕΛΛΑΣ ΠΡΟ ΤΗΣ ΦΑΤΝΗΣ « Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ»(Φιλιπ. 4,13)

Από το βιβλίο «ΕΚ ΤΟΥ ΑΝΕΣΠΕΡΟΥ ΦΩΤΟΣ», έκδοση 1950, σελ. 41-46
του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

XRISTOYGENNAἩ ἀνθρωπότης ― ἄρα καὶ ἡ Ἑλλὰς ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τμῆμα ἀναπόσπαστον ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος― ὑπέφερε δεινῶς.
Ὑπέφερεν ἡ ἀνθρωπότης. Ἐὰν ἦτο δυνατὸν νὰ ἔφθανον μέχρι τῶν ἰδικῶν μας ὤτων αἱ φωναὶ ποὺ ἐξήρχοντο ἀπὸ τὰ βάθη τῶν καρδιῶν μυριάδων ἀνθρώπων τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου, εὐκόλως θὰ διεκρίνομεν, ὅτι αἱ περισσότεραι φωναὶ ποὺ θὰ ἠκούοντο θὰ ἦσαν ἀναστεναγμοί, κραυγαὶ πόνου, ὡς τοῦ φρικτοῦ ἐκείνου πόνου ποὺ ἐδοκίμαζεν ὁ Λαοκόων περισφιγγόμενος ἀπὸ τὸν τεράστιον δράκοντα, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ματαίως προσεπάθει ν’ ἀπαλλαγῇ.
Ἐπόνει ὁλόκληρος ἡ ἀνθρωπότης! Διότι ὁ δράκων, τὸ κακόν, παρ’ ὅλην τὴν τρομακτικὴν ἕλξιν τῆς γοητείας μὲ τὴν ὁποίαν ἐνεφανίσθη καὶ ἐξηπάτησε τὸ ζεῦγος τῶν πρωτοπλάστων, καὶ ἔκτοτε ὡς κραιπαλοῦντας παρασύρει τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὰς ἀβύσσους τῆς καταστροφῆς, τὸ κακόν, λέγομεν, ἐγκρύπτει εἰς τὰ βάθη του δηλητήριον ἀφαντάστου δραστικότητος. Ὑπὸ τὴν ἐπήρειαν τοῦ δηλητηρίου δὲν ἔμεινε τίποτε ἀμόλυντον καὶ καθαρόν. Ὁ ἄνθρωπος ἐδηλητηριάσθη ἐκ ρίζης. Ψυχὴ καὶ σῶμα διεφθάρησαν. Τὸ δηλητήριον αὐτό, τὸ φοβερώτερον ἐξ ὅλων τῶν δηλητηρίων, τὸ ὁποῖον εἰς τὴν γλῶσσαν τῆς Ἁγ. Γραφῆς ὀνομάζεται ἁμαρτία εἰσέδυσε καὶ διεπότισε ὅλον τὸν ἀνθρώπινον ὀργανισμόν. Ὁ νοῦς ἐσκοτίσθη. Ἡ καρδία ἐψυχράνθη. Ἡ θέλησις ἠτόνησε. Ἡ ἀνθρωπότης ἐψυχορράγει ὅπως ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὅστις, κατὰ τὴν ὡραίαν παραβολὴν τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου, εἶχε περιπέσει εἰς τοὺς ληστάς, οἱ ὁποῖοι «καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ». Ὀλίγον ἔτι καὶ θ’ ἀπέθνησκεν. Ἀπὸ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς ὑψηλίου ἠκούοντο κραυγαὶ πόνου ποὺ ἐδημιούργουν τὰ θανάσιμα τραύματα. Ἡ ἀνθρωπότης ἀπὸ κεφαλῆς μέχρι ποδῶν εἶχε γίνει ἕνα ἕλκος. Ὅπου καὶ ἐὰν τὴν ἤγγιζες ἐπόνει καὶ ἐκραύγαζε. Καὶ ποῖος δὲν ἐπόνει καὶ δὲν ἐκραύγαζεν; Ἐκραύγαζον τὰ παιδιὰ ποὺ ἐρρίπτοντο εἰς τὸν τρομερὸν Καιάδα. Ἐκραύγαζον αἱ παρθένοι ποὺ ἠτιμάζοντο μέσα εἰς τοὺς ναοὺς τῆς εἰδωλολατρείας προσφέρουσαι τὴν τιμήν των ὡς… λατρείαν τῆς θεᾶς Ἀφροδίτης καὶ Ἀστάρτης. Ἐκραύγαζον τὰ ἑκατομμύρια τῶν δούλων ποὺ ἔσυρον τὰς ἁλύσσεις τῆς δουλείας των καὶ ἐτεμαχίζοντο διὰ νὰ θρέψουν μὲ τὰς σάρκας των τὰ ἰχθυοτροφεῖα τῶν μεγιστάνων. Ἐκραύγαζον οἱ λαοὶ ποὺ εἶχαν χάσει τὴν ἐλευθερίαν καὶ ὑπέφερον κάτω ἀπὸ τὸν σιδηροῦν ζυγὸν τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Ρώμης. Ἀλλὰ πρὸ παντὸς ἐκραύγαζον οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ ἔνοχοι διὰ τὰς μυρίας παραβάσεις τοῦ Ἠθικοῦ Νόμου οἱ ὀποῖοι ἐξ ἰδίας ἐσωτερικῆς πείρας εἶχον πεισθῆ ὅτι ἡ ἀνατροπὴ τυραννικοῦ καθεστῶτος ἦτο βεβαίως δύσκολον ἐγχείρημα, ἀλλὰ κυριολεκτικῶς παίγνιον ἐν συγκρίσει μὲ τὴν δυσκολίαν τὴν ὁποίαν ἠσθάνετο πᾶς ἄνθρωπος διὰ νὰ ἀνατρέψῃ τὴν τυραννίαν τῶν παθῶν, ἡ ὀποία ἐγκαθιστᾶ τὸν αἰμοστάλακτον θρόνον της μέσα εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἐνόχου. Ἐκεῖ εἰς τὰ σκοτεινὰ ὑπο συνείδητα τῆς ψυχῆς ― τοῦ ἀνθρώπου ζοῦν οἱ ἀόρατοι τύραννοι ― τὰ πάθη ― καὶ διὰ τὴν ἀπολύτρωσιν ἐκ τῆς τυραννίας τούτων ἡ ψυχὴ ἐκραύγαζε τὴν φωνὴν τοῦ Παύλου: «Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! τὶς μὲ ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (Ρ ω μ. 7,24) .

Ὅλοι καὶ ὅλα ἐπόνουν καὶ ἐκραύγαζον καὶ αἱ φωναί των οὐρανομήκεις ἔφθανον μέχρι τοῦ Οὐρανοῦ καὶ ἐζήτουν ΛΥΤΡΩΣΙΝ.
Ἡ ἀνθρωπότης ΕΠΟΝΕΙ ΚΑΙ ΕΠΟΘΕΙ. Ἐ π ό ν ε ι  διότι ἔβλεπε ἐνώπιόν της τ’ ἄπειρα θύματα, τὰ ὁποῖα ἐπεσώρευσε τὸ κακὸν εἰς πᾶσαν γωνίαν, εἰς πᾶσαν ἐκδήλωσιν τῆς ζωῆς. Ἀλλὰ καὶ ἐπόθει, ὅπως ἐξέλθῃ ἀπὸ τοῦ λαβυρίνθου τοῦ κακοῦ καὶ ζήσῃ ζωὴν ἀπηλλαγμένην ἀπὸ τοὺς φόβους ἐσωτερικῶν καὶ ἐξωτερικῶν τυραννιῶν. Ὁ πόνος καὶ ὁ πόθος! Ἰδοὺ τὰ δύο φλέγοντα ψυχικὰ σημεῖα, οἱ δύο οὕτως εἰπεῖν ψυχικοὶ πόλοι, πέριξ τῶν ὁποίων περιεστρέφετο ἡ πρὸ Χριστοῦ πάσχουσα ἀνθρωπότης.
Φωναὶ ἠκούοντο ἐκ πάσης γωνίας τῆς οἰκουμένης. Ἔρχεται! Ἔρχεται ὁ Δυνατός! Ἔρχεται ὁ Σοφός! Ἔρχεται ὁ Ἰατρός! Ἔρχεται ὁ Λυτρωτὴς τοῦ Κόσμου! Ἐφώναζον τὰ ἔθνη ὅλα. Καὶ ὅλα μυστηριωδῶς ἐστρέφοντο πρὸς τὴν Ἀνατολήν.
Κ α ὶ  ἡ  Ἑ λ λ ά ς;
Ὤ! ἡ Ἑλλάς! Ἀπ’ ὅλα τὰ ἔθνη― πλὴν τοῦ Ἰουδαϊκοῦ― ἐκεῖνο τὸ ἔθνος ποὺ περισσότερον ἠσθάνετο τὴν ἀνάγκην μιᾶς ὑπερφυσικῆς ἐπεμβάσεως, διὰ νὰ σωθῇ ἡ ἀνθρωπότης, ἦτο ἡ Ἑλλάς. Ἡ Ἑλλάς, ἡ ὁποία εἶχε ἀναδείξει τοὺς μεγαλυτέρους φιλοσόφους καὶ ποητὰς καὶ ἀνῆλθεν εἰς τὸν κολοφῶνα τῆς πνευματικῆς ἀναπτύξεως διῃσθάνθη, ὅτι τὸ κακόν, ποὺ κατέτρωγε τὰ σπλάγχνα τῆς πνευματικῆς ἀναπτύξεως διῃσθάνθη, ὅτι τὸ κακόν, ποὺ κατέτρωγε τὰ σπλάγχνα τῆς ἀνθρωπότητος, ἦτο τοιαύτης ἐντάσεως καὶ ἐκτάσεως, ὥστε δὲν ἠδύνατο νὰ θεραπευθῇ μὲ μόνον ἀνθρώπινα μέσα, μὰ ἁπλᾶς φιλοσοφικὰς συμβουλάς. Αὐταὶ ὁσονδήποτε ὡραῖαι καὶ ἐὰν εἶνε, ὁμοιάζουν μὲ ἔμπλαστρα ποὺ προσωρινῶς ἀνακουφίζουν τὸν ἄρρωστον, ἀλλὰ ἡ ρἰζα τοῦ κακοήθους ἀποστήματος παραμένει καὶ ἐργάζεται καὶ ἀπειλεῖ νὰ μολύνῆ τὸ αἷμα καὶ νὰ ἐπιφέρῃ τὸν θάνατον. Μὲ ἔμπλαστρα δὲν σώζεται ὁ ἄρρωστος. Ὁ μέγας ἄρρωστος ποὺ ἐλέγετο ἀνθρωπότης ἐχρειάζετο κατὰ τὴν ὀρθὴν παρατήρησιν φιλοσόφου «φάρμακα ἡρωϊά». Ποῖος θὰ τὰ ἔδιδε;
Ἡ Ἑλλὰς διὰ του στόματος μεάλων αὐτῆς τέκνων προεφήτευσε τὴν ἀνατολὴν τῆς χαρμοσύνου ἡμέρας, καθ’ ἥν τὸ κακὸν ― ὁ «Τυφὼν»― θὰ συνετρίβετο κάτω ἀπὸ τὴν δύναμιν τοῦ ΙΣΧΥΡΟΥ καὶ θὰ ἐσημειοῦτο νέα στροφὴ τῆς ἀνθρωπότητος.
Ἄς ἀναφέρωμεν ἐδῶ μερικὰς ἐκλάμψεις τοῦ προφητικοῦ πνεύματος τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, ἡ ὁποία μακρόθεν πρὸ αἰώνων ὁλοκλήρων ἐχαιρέτισε τὴν γέννησιν τοῦ Λυτρωτοῦ.
Ὁ πάντων τῶν ἀνδρῶν σοφώτατος Σωκράτης τῷ 399 π. Χ. εἰς Ἀθήνας ἐδικάζετο. Ὅταν ἦλθεν ἡ ὥρα διὰ ν’ ἀπολογηθῇ δὲν μετεχειρίσθη λέξεις διὰ τῶν ὁποίων θὰ ἐκολάκευε τοὺς δικαστάς του, δὲν ἐζήτησε τὸ ἔλεός των, ἀλλ’ ὡμίλησε μὲ τὴν γλῶσσαν τῆς ὡμῆς ἀληθείας. Ἀπευθύνθη πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, περιέγραψε τὴν ζωήν του ἐν μέσῳ αὐτῶν, τὴν ἀποστολὴν τὴν ὁποίαν εἶχε διὰ νὰ διδάξῃ εἰς κάθε συμπολίτην του τὸ περίφημον ἐκεῖνο ρητόν: «γνῶθι σεἀυτόν», καὶ τέλος προβλέπων ὁ φιλόσοφος τὸ μαρτυρικὸν τέλος του ὡς κήρυκος τῆς ἀληθείας εἶπε περίπου τὰ ἑξῆς:» Ἀθηναῖοι! Ὑπῆρξα ὁ ἀφυπνιστὴς τῶν συνειδήσεών σας, τὸ βούκεντρον τῆς πόλεώς σας. Καὶ ὅπως ὁ γεωργὸς χρησιμοποιεῖ τὸ βούκεντρον διὰ νὰ κινήσῃ τὰ νωθρὰ ζῶα εἰς ἐργασίαν, ἔτσι καὶ ἐγὼ ἐχρησιμοποίησα τὴν διδασκαλίαν διὰ νὰ κινήσω τὴν νωθράν σας σκέψιν εἰς ὑψηλὰς ἰδέας, ποὺ εἶνε τὰ κίνητρα τῶν μεγάλων ἀποφάσεων τοῦ βίου. Αὑτὴ ἦτο ἡ ἀποστολή μου, αὐτὴ ἐντὸς ὀλίγου τελειώνει. Σεῖς μὲν θ’ ἀπαλλαγῆτε ἀπὸ ἐμέ, τὸν Σωκράτη, ποὺ μὲ τοὺς ἐλέγχους μου σᾶς εἶχα γίνει τόσον ἐνοχλητικός. Ἀλλὰ μετὰ τὸν θάνατόν μου προβλέπω, ὅτι βαθὺ πνευματικὸ σκοτάδι θὰ καλύψῃ τὴν πόλιν σας. Σεῖς καὶ οἱ ἀπόγονοί σας θὰ κοιμᾶσθε, ἕως ὅτου ὁ Θεὸς σᾶς λυπηθῇ καὶ ἀποστείλῃ κάποιον, ὅστις θὰ ἔχῃ τὴν δύναμιν νὰ σᾶς ξυπνήσῆ καὶ σᾶς διδάξῃ ὁποῖος εἶνε ὁ ἀληθινὸς προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπὶ λέξει: «Καθεύδοντες διατελοῖτε ἄν, εἰμή τινα ἄλλον ὑμῖν ὁ Θεὸς ἐπιπέμψει κηδόμενος ὑμῶν».
Τὰ τελευταῖα αὐτὰ λόγια τοῦ μεγάλου ἐφυπνιστοῦ, τοῦ σοφοῦ Σωκράτους, ἐθεωρήθησαν ἀνέκαθεν ὡς προφητικά, ὅπως προφητικὰ πρέπει νὰ θεωρηθοῦν καὶ τὰ ἄλλα ἐκεῖνα λόγια ποὺ εἶπεν εἰς τὸν μαθητὴν Ἀλκιβιάδην ὅταν οὗτος ἡτοιμάζετο νὰ προσφέρῃ θυσίαν εἰς τοὺς Θεούς. « Ἀλκιβιάδη― τοῦ εἶπε― ἡμεῖς δὲν γνωρίζομεν ἀκριβῶς ὁποίου εἴδους θυσίας καὶ προσευχὰς πρέπει νὰ κάμωμεν. Ἡ ἀχλύς ἡ ὁποία σκεπάζει τὴν διάνοιάν μας πρέπει νὰ ἀφαιρεθῇ διὰ νὰ ἴδωμεν καθαρά. Ἀλλὰ ποῖος θὰ μᾶς ἀφαιρέσῃ τὴν ἀχλὺν αὐτήν; Αὐτὸ ὑπερβαίνει τὴν ανθρωπίνην δύναμιν. Εἶνε ἔργον Θεοῦ. Μᾶς χρειάζεται ἕνας μέγας καθοδγητής. Εἶνε ἀνάγκη νὰ ἔλθῃ οὗτος διὰ νὰ μᾶς διδάξῃ «ὡς δεῖ πρὸς Θεοὺς καὶ ἀνθρώπους διακεῖσθαι». (Ποῖα πρέπει νὰ εἶνε τὰ ἀπέναντι Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων καθήκοντά μας).
Ὁ δὲ κορυφαῖος μαθητὴς τοῦ Σωκράτους ὁ Πλάτων μέ τὸν ἀριστοτεχνικόν του κάλαμον ἐζωγράφισε τὴν εἰκόνα τοῦ Δικαίου ὅστις θὰ σώσῃ τὸν κόσμον. Ὁ Δίκαιος― λέγει ― θὰ γυμνωθῇ ἀλλὰ οὐδεὶς θὰ δυνηθῇ ν’ ἀφαιρέσῃ ἀπ’ αὐτὸν τὴν Ἀρετήν. Καὶ ἐνͺῶ θὰ εἶνε ἀθῷος, οὐδένα ποτὲ ἀδικήσας, ἐν τούτοις θὰ δυσφημισθ{η ὡς νὰ ε῏χε διαπράξει «τὴν μεγίστην ἀδικίαν». Θὰ δικασθῇ, θὰ μαρτυρήσ, ὑπὲρ τῆς ἀληθείας καὶ θὰ παραμείνῃ «ἀμετάστατος μέχρι θανάτου». Δηλαδὴ δὲν θ’ ἀλλάξῃ γνώμην. Θὰ μείνῃ ὡς ἀκίνητος βράχος ἐν μέσῳ μαινομένης θαλάσσης. Θὰ βασανισθῇ πολύ. Θὰ μαστιγωθῇ καὶ θὰ τελειώσῃ τὴν ζωὴν μὲ θάνατον φρικτὸν (ἐπὶ λέξει: ἀνασχιν διλευθήσεται).
Ποῖος μελετῶν τὸ περίφημον αὐτὸ περὶ τοῦ Δικαίου χωρίον τῆς συγγραφῆς τοῦ Πλάτωνος δὲν ἐνθυμεῖται παρόμοιον χωρίον τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου ὅστις πρὸ 800 ἐτῶν προεφήτευσε τὴν ἔλευσιν τοῦ Λυτρωτοῦ λέγων: «Καὶ εἴδομεν αὐτὸν καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος  οὐδὲ κάλλος· ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρα ὰπάντας τοὺς υίοὺς τῶν ἀνθρώπων… Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ὀ δυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶνε ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει. Αὑτὸς δὲ ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ μεμαλάκισται διὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν· παιδεία εἰρήνης ἡμῶν ἐπ᾿ αὐτόν. Τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν. Πάντες ὡς πρόβατα ἐπλανήθημεν, ἄνθρωπος τῇ ὁδῷ αὐτοῦ ἐπλανήθη· καὶ Κύριος παρέδωκεν αὐτὸν ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν». (Ἡσ. ν γ’ 2―6).
Ἀλλὰ συγκινητικώτεροςἐξ ὅλων εἶνε ὁ τραγικὸς ποιητὴς τῆς ἀρχαιότητος ὁ Αἰσχύλος. Οὗτος εἰς τὸ ἔργον του ὁ «Προμηθεὺς Δεσμώτης» περιγράφει ζωηρὰ τὸ δρᾶμα τῆς ἀνθρωπότητος. Ὁ Προμηθεὺς ὁ ἥρως τοῦ δράματος― καὶ ὑπὸ τὸν Προμηθέα νοεῖται πᾶς ἄνθρωπος― διὰ βαρὺ ἁμάρτημα ποὺ διέπραξε τιμωρεῖται, γυμνώνεται καὶ προσδένεται μὲ σιδηρᾶς ἁλύσσεις εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους Καυκάσου καὶ ἐκεῖ γὺψ καθ’ ἑκάστην κατατρώει τὸ ἧπαρ (σηκότι) ὅπερ ἀναγεννᾶται τὴν ἑπομένην διὰ νὰ γίνη καὶ πάλιν βορὰ τῶν ὀρνέων. Ἐν μέσῳ φρικτῶν πόνων δεέρχεται ἡ ζωή του. Ἡ δυστυχια του προκαλεῖ τὴν συμπάθειαν τοῦ Ἑρμοῦ, λστις τὸν πλησιάζει καὶ τῷ λέγει:«Προμηθεῦϛ Ἄνθρωπος δὲν εἰμπορεῖ νὰ σὲ λυτρώσῃ. Μὴ περιμένῆς τέρμα τῆς συμφορᾶς σου παρὰ μόνον ἐὰν θεός τις ἀναλάβῃ νὰ σὲ ἀντικαταστήσῃ εἰς τὴν θέσιν αὐτῆν καὶ κατέλθῃ εἰς τὰ σκοτεινὰ βασίλεια τοῦ Ἅδου. Ἰδοὺ τὸ κείμενον:
… Τέρμα μή τι προσεδόκα
πρὶν ἄν θεῶν τις διάδοχος τῶν σῶν πόνων
φανῇ, θελήσῃ τ’ εἰς ἀναύγητον μολεῖν
Ἄδην, κνεφαῖα τ’ ἀμφὶ ταρτάρου βάθη»
Εἰς τοὺς στίχους αὐτοὺς τοῦ Αἰσχύλου οἱ σοφοὶ ἐθαύμασαν τὴν ζωηρὰν ἔκφρασιν τοῦ πανανθρωπίνου πόθου, ὅπως ὁ βασανιζόμενος ἄνθρωπος― ὁ Προμηθεὺς― διὰ μιᾶς ὑπερφυσικῆς ἐπεμβάσεως θραύσῆ τὰς ἁλύσεις μὲ τὰς ὁποίας εἶνε προσδεδεμένος εἰς τοὺς μαύρους βράχους τῆς ἀπεριγράπτου δυστυχίας του.
Μὲ ἐξόχους ποιητὰς καὶ φιλοσόφους οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν γνώμην τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἐφωτίζοντο μὲ ἀκτῖνάς τινας ἀληθείας ἀπὸ τὸ ἀνέσπερον Φῶς ποὺ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον, ἡ Ἑλλὰς προητοιμάζετο διὰ νὰ χαιρετήσῃ τὸν Λυτρωτὴν τοῦ Κόσμου.
Καὶ Τὸν ἐχαιρέτησε! Πρώτη αὐτὴ ἐξ ὅλων τῶν ἐθνῶν. Ἀνοίξατε, ἀγαπητοὶ ἀναγνῶσται  τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον καὶ μελετήσατε ἐπισταμένως τὸ κεφάλαιον 12, στίχους 20―27.
Μέσα εἰς τοὺς στίχους τοῦ κεφαλαίου τούτου περιγράφεται ἡ πρώτη συνάντησις τοῦ Χριστοῦ καὶ  τῆς Ἑλλάδος. Τὸ Ἱερὸν κείμενον λέγει ὅτι Ἕλληνες οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπισκεφθῇ τὰ Ἱεροσόλυμα ἐπεθύμησαν νὰ ἴδουν τὸν Ἰησοῦν. Δύο μαθηταί, ὀ Φίλιππος καὶ ὀ Ἀνδρέας (ὅστις ἀργότερον ἐκήρυξε καὶ ἐμαρτύρησεν ἐπὶ Ἑλληνικοῦ ἐδάφους, πολιοῦχος ἀναδειχθεὶς τῆς πρωτευούσης τῆς Πελοποννήσου) ἀναλαμβάνουν νὰ φέρουν εἰς ἐπαφὴν μὲ τὸν Διδάσκαλόν των τοὺς Ἕλληνας. Καὶ ὅταν ὁ Χριστὸς ἐπληροφορήθη, ὅτι Ἕλληνες τὸν ζητοῦν ἡ θεία Του καρδία ἐσκίρτησεν ἀπὸ χαράν, τὸ πνεῦμα Του προεῖδε τὰς μεγάλας ὑπηρεσίας τὰς ὁποίας θὰ προσέφερεν εἰς τὴν διάδοσιν τῶν ἰδεῶν Του ἡ Ἑλλὰς καὶ τὰ πανάχραντα χείλη Του προέφερον λόγους, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν οὐ μόνον ἀναφαίρετον τίτλον δόξης διὰ τὴν μικράν μας πατρίδα, ἀλλὰ καὶ θείαν ἐντολὴν ἡ ὁποία καθώρισε τὴν ἀποστολὴν τοῦ Ἔθνους μας διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Ἰδοὺ οἱ ἀθάνατοι λόγοι τοῦ Κυρίου:« Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου».
Δηλαδή: Ἔφθασεν ἡ ὥρα τῆς δόξης μου. Ὁ Σταυρός μου ποὺ θὰ ὑψωθῆ εἰς τὸν Γολγοθᾶν ὡς θεϊκος μαγνήτης θὰ ἑλκύσῆ ὀποδοὺς πολλοὺς ἐξ λλων τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς. Οἱ Ἕλληνες! Ἰδού! Οἱ πρῶτοι ποὺ θὰ προσέλθουν καὶ θὰ μὲ ὑπηρετήσουν! Καὶ ὡς ὑπηρέται πιστοὶ τοῦ πνεύματός μου θὰ δοξασθοῦν ἀνά τὰ πέρατα τοῦ κόσμου.
Αὐτοὶ οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου, ἀνεκτίμητος περγαμηνὴ τοῦ ἔθνους μας, θὰ ἔπρεπε νὰ τυπωθοῦν εἰς πινακίδας, ν’ ἀναρτηθοῦν εἰς τὰ Σχολεῖα καὶ τὰ Γραφεῖα, νὰ τοιχοκολληθοῦν, καὶ ὰ γίνουν θέμα βαθυτάτης μελέτης παρ’ ὅλων τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε πρέπει νὰ τοὺς λησμονήσουν.
Η ΕΛΛΑΣ ΠΙΣΤΗ ΔΙΑΚΟΝΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ
― Ἐπὶ 20 αἰῶνες ὑπηρετεῖ τὸν Χριστόν! Ἐκλεκτοὶ υἱοὶ καὶ θυγατέρες της ὡς θυμίαμα εὔοσμον ἐκάησαν εἰς τὸν Βωμόν τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Αὐτῆς τῆς Ἑλλάδος ὑπῆρξαν τέκνα οἱ μάρτυρες καὶ οἱ ὀμολογηταὶ οἱ ὁποῖοι ἐπότησαν μὲ τὰ αἵματά των τὴν Ἀνατολὴν καὶ τὴν Δύσιν. Αὐτῆς τῆς Ἑλλάδος οἱ Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι, οἱ ὁποῖοι ἐρρητόρευσαν τὸν θεῖον λόγον ἀπὸ τοὺς ἄμβωνας Ἀντιοχείας, Ἀλεξανδρείας, Καισαρείας καὶ Κωνσταντινουπόλεως. Αὐτῆς τῆς Ἑλλάδος οἱ ἐμπνευσμένοι ὑμνογράφοι, οἱ ὁποῖοι μὲ ὑπερόχους, μὲ μοναδικοὺς ὕμνους ὕμνησαν τὰ κοσμοϊστορικὰ γεγονότα τῆς Γεννήσεως, τῆς Βαπτίσεως, τῆς Σταυρώσεως καὶ Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος. Ἀλλὰ αὐτῆς τῆς Ἑλλάδος καὶ οἰ μικροὶ μὲν ἀλλὰ καὶ ἡρωϊκοὶ ἐκεῖνοι στρατοὶ οἱ ὁποῖοι ὑψώνοντες τὸ λάβαρον τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἐπὶ 1.000 ἔτη ἠγωνίζοντο ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων ἐναντίον τῶν βαρβαρικῶν στιφῶν Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως. Αὐτῆς τῆς Ἑλλάδος θησαυροὶ ὑπῆρξαν οἱ 40 Μάρτυρες, οἱ Ἅγιοι Γεώργιοι, οἱ Ἅγιοι Δημήτριοι, οἱ Ἅγιοι Θεόδωροι, οἱ Ἅγιοι Μερκούριοι, οἱ Ἄγιοι Μηνάδες, οἱ ὁποῖοι διὰ τῶν ἡρωϊκῶν των κατορθωμάτων μᾶς ἔδωκαν τὸν τύπον τοῦ Χριστιανοῦ στρατιώτου. Αὐτῆς τῆς Ἑλλάδος ἐκλεκτὰ τέκνα εἶνε καὶ οἱ σημερινοὶ στρατιῶται οἱ ὁποῖοι ὡς ἄλλοι στρατιῶται τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἀγωνίζονται ἐναντίον τεραστίου κύματος νεοδειδωλολατρείας ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὰς ἀγρίας στέππας διὰ νὰ κατακλύσῃ τὸν κόσμον.
― Η ΕΛΛΑΣ ΕΚΑΜΕ ΚΑΙ ΚΑΜΝΕΙ ΕΡΓΟΝ ΜΕΓΑ ΕΝ ΤΩ ΚΟΣΜΩ ΕΙΝΑΙ ΣΚΕΥΟΣ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΥΨΙΣΤΟΥ.
25 Δεκεμβρίου 1948. Ἡ Ἑλλὰς προσέρχεται καὶ ἐφέτος εἰς τὴν φάτνην. Δὲν ἔχει νὰ προσφέρῃ εἰς τὸ Θεῖον Βρέφος ὡς δῶρον οὔτε χρυσόν, οὔτε ἄργυρον. Κρατεῖ ὅμως λαμπάδα φωτεινὴν καὶ θυμίαμα εὔοσμον.
Λαμπὰς φωτεινὴ
ἡ ὁποία φωτίζει καὶ ἄλλους λαοὺς εἰς τὸν δρόμον τοῦ ὑπερτάτου καθήκοντος εἶνε αἱ θυσίαι τῆς τελευταίας ὀκταετίας. Μὴ θελήσασα ἡ χώρα αὕτὴ νὰ ὑποταχθῇ εἰς ἀντιχριστιανικα συστήματα ἐδέχθη καὶ δέχεται τὸ πῦρ καὶ τὸν σίδηρον τοῦ Ἀντιχρίστου. Ἑλλάς! Θὰ καῇς, ἐὰν δὲν προσκυνήσῃς! Ἀλλὰ ἡ Ἑλλὰς δὲν προσκυνᾷ τὰ θηρία τῆς ἀγύσσου. Ἐκλέγει τὴν ἐλευθερίαν, καίεται καὶ ὡς λαμπὰς φωτίζει ἐκ νέου τὸν κόσμον.

Ἡ Ἑλλὰς προσέρχεται ἐστολισμένη μὲ τὴν πορφύραν τοῦ μαρτυρίου, ἀνάπτει τὴν λαμπάδα της καὶ ρίπτει εἰς τὸ θυσιαστήριον ἄ φ θ ο ν ο ν θ υ μ ί α μ α. Εἶνε τὰ πύρινα δάκρυα τῶν μυριάδων μητέρων, χηρῶν, ὀρφανῶν, νέων προσφύγων τῆς μαρτυρικῆς αὐτῆς γῆς. Τὰ θύματα τῆς νέας αὐτῆς ἐθνικῆς τραγῳδίας, τὴν ὁποίαν οὐδὲ ὁ Αἰσχύλος θὰ ἠδύνατο νὰ διεκτραγωδήσῃ, ἱστάμενα πρὸ τοὺ Νηπίου τῆς Βηθλεὲμ κλίνουν τὸ γόνυ καὶ μὲ φλογερὰν καρδίαν προσεύχονται ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῆς Ἑλλάδος. Τὰ θύματα ἑνώνουν καὶ αὐτὰ τὴν φωνήν των μὲ τὴν φωνὴν τῶν μυριάδων θυμάτων ὅλων τῶν αἰώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ κράζουν: «ἕως πότε, ὁ δεσπότης ὁ ἅγιος καὶ ὁ ἀληθινός, οὐ κρίνεις καὶ ἐκδικεῖς τὸ αἷμα ἡμῶν ἐκ τῶν κατοικούντων ἐπὶ τῆς γῆς; Καὶ ἐδόθη αὐτοῖς ἑκάστῳ στολὴ λευκή, καὶ ἐρρέθη αὐτοῖς ἵνα ἀναπαύσωνται ἔτι χρόνον μικρόν, ἕως πληρώσωσι καὶ οἱ σύνδουλοι αὐτῶν καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτῶν οἱ μέλλοντες ἀποκτείνεσθαι ἕως καὶ αὐτοί». (Ἀποκ. 6,10―11).
Καὶ ἡ Ἑλλὰς προχωρεῖ. Προχωρεῖ ἐν μέσῳ ποταμοῦ δακρύων καὶ αἵματος. Ἐσωτερικοὶ καὶ ἐξωτερικοὶ ἀγῶνες σκληροί! Πολυάριθμοι ἐχθροι ὤμοσαν διὰ νὰ τὴν ἐξαφανίσουν ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς. Ἀλλὰ ἡ Ἑλλὰς καὶ πάλιν στρέφεται πρὸς τὸ ΑΣΤΡΟΝ ΤΗΣ ΒΗΘΛΕΕΜ καὶ ἀντλεῖ μυστηριώδη δύναμιν διὰ τὴν ἐπιτυχίαν τῆς ἱστορικῆς ἀποστολῆς. Ἀκραδάντως πιστεύει ὅτι δὲν ὑπάρχει κακὸν ἐν τῷ κόσμῳ ὁσον δή ποτε ὤργανωμένον καὶ ἐὰν εἶνε, τὸ ὁποῖον νὰ μὴ δύναται νὰ κατατροπώσῃ, ὅπως καὶ δὲν ὑπάρχει ἡρωϊσμὸς τὸν ὁποῖον νὰ μὴ δύναται αὕτη νὰ πραγματοποιήσῃ ἡνωμένη μετὰ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀηττήτου Βασιλέως τῶν αἰώνων. Ἀσφαλῶς διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Νηπίου θὰ ματαιωθοῦν διὰ μίαν ἀκόμη φορὰν τὰ σχέδια τῶν νέων Ἡρωδῶν τῆς ἀνθρωπότητος καὶ ἡ Ἑλλὰς θὰ ἐξέλθῃ ἐκ τῆς δοκιμασίας, θὰ σταθῇ ἐπὶ τῶν ἱστορικῶν βράχων της. Θὰ ἐκ διπλώσῃ ἐν εἰρήνῃ τὴν γαλανόλευκον Σημαίαν, σύμβολον ἡμερώσεως καὶ Χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ. Θὰ στήσῃ χορὸν ἀγγέλων καὶ θὰ τονίσῃ ὕμνον ἐξ αίσιον: «ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΙΣΧΥΩ ΕΝ ΤΩ ΕΝΔΥΝΑΜΟΥΝΤΙ ΜΕ ΧΡΙΣΤΩ».