Φύλλο και φτερό έκαναν οι Βούλγαροι το κείμενο της Κρήτης για τις σχέσεις με τους ετερόδοξους
Του Μάνου Χατζηγιάννη
Σαν μηρυκαστικά αναμασούν τις ίδιες και τις ίδιες αερολογίες εκβιάζοντας την ενότητα της Εκκλησίας τα κάθε λογής ρασοφόρα ή μη εξαπτέρυγα του Φαναρίου αλλά
όταν έρχεται η στιγμή να απαντήσουν σε συγκεκριμένα ζητήματα, τα οποία
άπτονται θεολογικής ή κανονικής ερμηνείας αδυνατούν να
επιχειρηματολογήσουν έστω κατά τι και απειλούν με αφορισμούς και άλλα
τέτοια φαιδρά!
Η Βουλγαρική Εκκλησία,όπως
άλλωστε έπραξαν μεμονωμένα και αρκετοί συνεπείς Μητροπολίτες από
διάφορες αυτοκέφαλες Εκκλησίες, μετά την απόφασή της για απόρριψη της
Συνόδου της Κρήτης κατέθεσε και συγκεκριμένη επιχειρηματολογία.
33 Ιεράρχες συνολικά από τους συμμετέχοντες στη Σύνοδο του
Κολυμπαρίου δεν έχουν υπογράψει το έγγραφο «Οι σχέσεις της Ορθόδοξης
Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο», και κάποιοι εξ αυτών προς τιμήν τους εξέδωσαν μια δημόσια εξήγηση της θέσης τους.
Πρόκειται όμως για την πρώτη φορά που μια ολόκληρη αυτοκέφαλος Εκκλησία διαλύει κυριολεκτικά στα εξ ων συνετέθη την Περγάμειο “θεολογία” βάση της οποίας συντάχθηκαν τα κείμενα της Συνόδου του περασμένου Ιουνίου.
Το πρώτο σημαντικό συμπέρασμα της βουλγαρικής εκκλησίας,
λοιπόν,
είναι ότι, σε σύγκριση με την αρχική έκδοσή τους, τα εγκριθέντα και
ψηφισθέντα κείμενα της Συνόδου της Κρήτης έχουν υποβληθεί σε “ορισμένες, αλλά ασήμαντες και ανεπαρκείς” αλλαγές.
Αναφερόμενη η βουλγαρική εκκλησία συγκεκριμένα στο πολύκροτο κείμενο «Οι σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο» σημειώνει πως για το σημείο 4 “μπορούμε να πούμε ότι πάντα στην Ορθόδοξη Εκκλησία όταν λέγεται κάτω από την “ενότητα όλων”εννοείται η σύζευξη ή επιστροφή στην αγκαλιά της, υπό τον Άγιο Βάπτισμα, και με την Αγία Μετάνοια για όλα τα περιπλανώμενα στοιχεία σε αυτόν τον κόσμο που έχουν πέσει σε αίρεση και σχίσμα, σύμφωνα με το κανονικό δίκαιο της Εκκλησίας. Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία ποτέ δεν έχασε την ενότητα στην πίστη και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος και δεν μπορεί να αποδεχθεί την υποτιθέμενη «ανάκτησης ενότητας » με “άλλους χριστιανούς” (…)
Η βουλγαρική εκκλησία κρατώντας στην κυριολεξία φραγγέλιο σημειώνει ακόμη πως η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί να δεχτεί τις διαφορετικές έννοιες και δόγματα ετεροδόξων και θεωρίες για την ύπαρξη μιας φαινομενικής «ενότητας» όλων των χριστιανικών δογμάτων, όπως. οι διδασκαλίες της «αόρατης εκκλησίας», «η θεωρία των κλάδων», «η βαπτιστική θεολογία» ή «η ισότητα των δογμάτων».
Όλες αυτές οι θεωρίες, σύμφωνα με την θεολογικά τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία που παραθέτει η βουλγαρική εκκλησία, μπορεί να συνδεθουν με το δημιουργηθέν δόγμα της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, το οποίο κατεδαφίστηκε και καταδικάστηκε από την Άγια Εκκλησία. Αν δεχτούμε αυτό το δόγμα, τότε μπορεί να δικαιολογήσουμε την παρουσία της χάριτος του Θεού σε διάφορα χριστιανικά δόγματα, στα οποία υποτίθεται πως επίσης όπως στην Ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί κανείς να βρει τη σωτηρία.
Σημειώνει δε πως όσοι υποστηρίζουν αυτό το τεκμήριο της χάριτος σε όλα τα χριστιανικά δόγματα και κατ΄επέκτασιν την κοινή προσπάθεια για να επιτευχθεί η πληρότητα της ενότητας εν Χριστώ σνυτάσσονται με το Διάταγμα για τον Οικουμενισμό της Β΄Βατικάνειας Συνόδου!
Σε σχέση με την αναφορά και την έγκριση του σημείου 5 του ιδίου κειμένου, περί της «χαμένης ενότητας όλων των Χριστιανών»η βουλγαρική εκκλησία το χαρακτηρίζει απαράδεκτο “γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει χάσει ποτέ την ενότητα της, παρόλο που αιρέσεις και σχίσματα, έχουν αποκοπεί από το σώμα της Εκκλησίας, το σώμα δεν χάνει την πρωταρχική οντολογική ακεραιότητα του, η οποία συνεπάγεται οντολογική ενότητα ενώπιον της υποστάσεως του Χριστού”.
Όσον αφορά το σημείο 6, παραγραφοι 16 και ούτω καθεξής έως 20 όπου γίνεται αναφορά για “ετεροδόξες χριστιανικές εκκλησίες και ομολογίες” με τις οποίες δεν είναι όμως σε κοινωνία η Ορθόδοξη Εκκλησία, η βουλγαρική Σύνοδος ξεκαθαρίζει πως “δεν είναι δυνατόν κάθε αιρετική ή σχισματική κοινότητα να ονομάζεται «εκκλησία». Η παρουσία πολλών εκκλησιών είναι απαράδεκτη σύμφωνα με τα δόγματα και τους κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας”
Προσθέτει δε πως στην περίπτωση αυτή, η ιστορική ονομασία »εκκλησίες» για τις αποκλίνουσες από την Ορθόδοξη Εκκλησία κοινότητες έρχεται σε σαφή αντίθεση με την παράγραφο. 1 και με τις αρχικές αναφορές του σημείου 6 του εγγράφου , όπου αναφέρεται πως “Η Εκκλησία είναι μία και μόνο”.
Κατόπιν προχωράει στο σημείο 12 όπου σχολιάζει τη…διαβεβαίωση πως “κατά τη διεξαγωγή των θεολογικών διαλόγων κοινός στόχος όλων είναι η τελική αποκατάσταση της ενότητας της αληθινής πίστης και της αγάπης», τονίζοντας πως η αναφορά αυτή είναι υπερβολικά απλοϊκή και δεν καλύπτει όλες τις διαστάσεις της διαδικασίας. Επιμένει δε πως “Ο τρόπος για να επιτευχθεί αυτή η ενότητα είναι μέσω της μετάνοιας, της ομολογίας της ορθοδόξου πίστεως και της βάπτισης”.
Στο σημείο 20 όπου αναφέρεται ότι «οι προοπτικές των θεολογικών διαλόγων της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την υπόλοιπη Χριστιανοσύνη πάντα καθορίζονται με βάση τις αρχές της εκκλησιολογίας και τα κανονικά κριτήρια της Ορθοδοξίας όπως ήδη καθιέρωνονται από την εκκλησιαστική παράδοση» η βουλγαρική εκκλησία σημειώνει πως ο πιο ακριβής όρος θα ήταν αντί του “εκκλησιαστική παράδοση” να γραφτεί “την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας.»
Η συνολική εντύπωση της βουλγαρικής εκκλησίας σε αυτό το κομμάτι είναι ότι υπάρχουν πολλές ασαφείς εκφράσεις και ασυνεπής εκκλησιολογική ορολογία. Είναι επίσης σημαντικό ότι δεν δικαιολογείται και δεν ολοκληρώνεται ο πρωταρχικός στόχος αυτών των θεολογικών διαλόγων με τους ετεροδόξους, που είναι η επιστροφή των ετεροδόξων στην κανονική τάξη στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και επίσης δεν διατυπώνονται με σαφήνεια οι αρχές των διαλόγων αυτών. Ειδική μνεία η βουλγαρικη΄σύνοδος κανει και για το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησίών από το οποίο απέχει σημειώνοντας πως το κείμενο της Κρήτης “Νομιμοποιεί την ΜΚΟ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», στο οποίο η BOC-BP, ευτυχώς, εδώ και πολύ καιρό δεν συμμετέχει”.
Τέλος, η βουλγαρική εκκλησία επικρίνει και όσα αναφέρονται στο σημείο 22. Συγκεκριμένα εκεί αναφέρονται τα εξης:
“Η Ορθόδοξος Εκκλησία θεωρεί καταδικαστέαν πάσαν διάσπασιν της ενότητος της Εκκλησίας, υπό ατόμων ή ομάδων, επί προφάσει τηρήσεως ή δήθεν προασπίσεως της γνησίας Ορθοδοξίας. Ως μαρτυρεί η όλη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η διατήρησις της γνησίας ορθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά του συνοδικού συστήματος, το οποίον ανέκαθεν εν τη Εκκλησία απετέλει την ανωτάτην αυθεντίαν επί θεμάτων πίστεως και κανονικών διατάξεων (κανών 6 της Β’ Οικουμενικής Συνόδου).”
Αυτή η αναφορά για τους Βούλγαρους συνεπάγεται σαφώς αλάθητο και άκριτη αναφορά στη Σύνοδο που πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη, (ειδικά το προαναφερθέν υπογραμμισμενο απόσπασμα), και συμπληρώνει πως χωρίς τη δογματική συνείδηση του συνόλου των Ορθοδόξων. το σύστημα της Οικουμενικής Συνόδου δεν μπορεί να παρέχει αυτόματη ή μηχανική ορθότητα της για την πίστη των Ορθοδόξων Χριστιανών.