«Μιμήθηκες τὸν Χὰμ»
Τὴν Ε´ Ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν ἡ φιλόστοργη μητέρα μας Ἐκκλησία μᾶς
προσφέρει μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐξαιρετικὴ πνευματικὴ εὐκαιρία: τὴν Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Κανόνος,
ἡ ὁποία κανονικὰ τελεῖται στὸν Ὄρθρο τῆς Πέμπτης αὐτῆς τῆς ἑβδομάδας,
ἀλλὰ γιὰ τὴ διευκόλυνση τῶν πιστῶν τελεῖται στὶς ἐνορίες τὸ ἀπόγευμα
τῆς Τετάρτης μαζὶ μὲ τὸ Μικρὸ Ἀπόδειπνο. Ὁ Μέγας Κανὼν εἶναι ποίημα τοῦ
ἁγίου Ἀνδρέα Κρήτης, ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους ὑμνογραφικοὺς
Κανόνες. Εἶναι διδακτικότατος, σχολεῖο μετανοίας καὶ κατανύξεως,
αὐτοκριτικῆς καὶ αὐτομεμψίας καὶ μνήμης θανάτου. Συγχρόνως εἶναι καὶ ἕνα
ἐκλεκτὸ ὑπόμνημα τῆς Ἁγίας Γραφῆς: Ἀναφέρεται σὲ πολλὰ γεγονότα,
πρόσωπα καὶ διδάγματα τῆς Παλαιᾶς κυρίως ἀλλὰ καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης,
καὶ τὰ ἑρμηνεύει ἐφαρμόζοντάς τα στὴν προσωπικὴ πνευματική μας ζωή.
Στὰ στενὰ πλαίσια αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἐμβαθύνουμε μόνο σ᾿ ἕνα τροπάριο ἀπὸ τὴν γ´ ὠδή:
«Τὸν Χὰμ ἐκεῖνον, ψυχή, τὸν πατραλοίαν μιμησαμένη, τὴν αἰσχύνην οὐκ ἐκάλυψας τοῦ πλησίον, ὀπισθοφανῶς ἀνακάμψασα».
Ὁ ὑμνωδὸς ἀπευθύνεται στὸν ἑαυτό του, ὅπως καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα τροπάρια τοῦ Κανόνος, καὶ λέει:
«Ψυχή μου, μιμήθηκες ἐκεῖνον τὸν Χάμ, ποὺ φέρθηκε μὲ ἀσέβεια στὸν πατέρα του». Καὶ πῶς τὸν μιμήθηκες; «Δὲν σκέπασες τὴν ντροπή», τὴν ἀσχήμια, τὸ ἁμάρτημα, «τοῦ πλησίον σου», τοῦ ὁποιουδήποτε συνανθρώπου σου, «πλησιάζοντάς τον “ὀπισθοφανῶς”», στραμμένος πρὸς τὰ πίσω, ὥστε νὰ μὴν τὸν βλέπεις.
Ποιὸ ἦταν τὸ ἁμάρτημα τοῦ Χάμ; Τὸ σχετικὸ περιστατικὸ περιγράφεται στὸ ἔνατο (θ΄) κεφάλαιο τοῦ ἱεροῦ Βιβλίου τῆς Γενέσεως: Μετὰ τὸν κατακλυσμὸ ὁ Νῶε ἄρχισε νὰ καλλιεργεῖ τὴ γῆ. Φύτευσε ἀμπέλι καὶ ἔκανε κρασί. Τὸ δοκίμασε, τοῦ ἄρεσε, καὶ ἤπιε πολύ, χωρὶς νὰ γνωρίζει τὶς συνέπειες ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ κατανάλωσή του. Μέθυσε ὁ δίκαιος, ἔβγαλε τὰ ροῦχα του μέσα στὸ σπίτι του καὶ ἀποκοιμήθηκε γυμνός.
Ὁ Χάμ, ὁ νεότερος ἀπὸ τοὺς τρεῖς γιούς του, ὅταν εἶδε τὸν πατέρα του γυμνό, ἔτρεξε καὶ γνωστοποίησε τὸ γεγονὸς στὰ δύο ἀδέλφια του, τὸν Σὴμ καὶ τὸν Ἰάφεθ, μὲ διάθεση χλευαστική, κοροϊδευτική. Ἐκεῖνοι ὅμως, σοβαροί, ἀνεπηρέαστοι ἀπὸ τὴ στάση τοῦ ἀδελφοῦ τους, πῆραν τὸ ροῦχο τοῦ πατέρα τους «ἐπὶ τὰ δύο νῶτα αὐτῶν»· δηλαδὴ ὁ ἕνας κράτησε τὴ μία ἄκρη τοῦ ἐνδύματος στὸν ὦμο του, καὶ ὁ ἄλλος τὴν ἄλλη στὸ δικό του· «καὶ ἐπορεύθησαν ὀπισθοφανῶς»· ἔκαναν βήματα πρὸς τὰ πίσω μαζί· «καὶ συνεκάλυψαν τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρὸς αὐτῶν»· σκέπασαν μὲ σεβασμὸ τὴ γύμνωση τοῦ πατέρα τους. Ἡ Γραφὴ ἐπαναλαμβάνει: «Καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῶν ὀπισθοφανῶς»· ἦταν στραμμένοι πρὸς τὰ πίσω, στὴν ἀντίθετη κατεύθυνση· «καὶ τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρὸς αὐτῶν οὐκ εἶδον». Καὶ δὲν εἶδαν τὴ γύμνωση τοῦ πατέρα τους. Δὲν θέλησαν νὰ τὸν δοῦν γυμνό. Ἔλαβαν τὰ μέτρα τους καὶ δὲν ἔριξαν τὰ μάτια τους πάνω του.
Συνῆλθε ὁ Νῶε ἀπὸ τὸ μεθύσι καί, ὅταν ἔμαθε γιὰ τὴ συμπεριφορὰ τῶν παιδιῶν του, καταράστηκε τοὺς ἀπογόνους τοῦ Χὰμ νὰ γίνουν δοῦλοι στοὺς ἀπογόνους τῶν ἀδελφῶν του, ἐνῶ εὐλόγησε τὸν Σὴμ καὶ τὸν Ἰάφεθ (βλ. Γεν. θ´ 20-27).
Τὸ περιστατικὸ βέβαια αὐτὸ κατ᾿ ἐξοχὴν διδάσκει τὸν βαθὺ σεβασμὸ ποὺ ὀφείλουμε ἀπέναντι στοὺς γονεῖς μας, ἀκόμη καὶ ὅταν ἐκεῖνοι ἐκτρέπονται καὶ ἀσχημονοῦν. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὅμως τὸ ἑρμηνεύει καὶ ἀλληγορικά. Τὸ ἐφαρμόζει στὸ ἁμάρτημα τῆς διαπομπεύσεως. Ὅταν δηλαδὴ ἀσχολούμαστε μὲ τὸ τί ἔκανε ὁ πλησίον μας, μὲ κάποιο ἁμάρτημα, λάθος, πράξη ποὺ τὸν ἐξέθεσε, ἢ περίσταση ποὺ τὸν ταπείνωσε, καὶ τὸ γνωστοποιοῦμε σὲ τρίτους καὶ τὸ σχολιάζουμε μὲ διάθεση νὰ τὸν διασύρουμε, νὰ γελάσουμε εἰς βάρος του, τότε συμπεριφερόμαστε ὅπως ὁ Χὰμ ἐκεῖνος, ὁ ἀσεβὴς καὶ χλευαστής.
Μιὰ τέτοια ὅμως συμπεριφορὰ δείχνει ἔλλειψη σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης. Ταυτόχρονα δείχνει καὶἔλλειψη αὐτογνωσίας. Διότι «πολλὰ πταίομεν ἅπαντες» (Ἰακ. γ´ 2). Ἔχουμε κι ἐμεῖς πολλὲς ἁμαρτίες· ἔχει συμβεῖ καὶ σ᾿ ἐμᾶς ἀρκετὲς φορὲς νὰ ἐκτεθοῦμε, εἴτε ἀπὸ τὶς πράξεις μας εἴτε ἀπὸ τὶς περιστάσεις. Καὶ δὲν εἶναι καθόλου ἀπίθανο νὰ πάθουμε τὰ ἴδια καὶ χειρότερα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ κοροϊδεύουμε. Τὸ σωστὸ εἶναι νὰ ἔχουμε σεβασμό, ἀγάπη, κατανόηση καὶ συμπάθεια πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας. Ἄνθρωποι ἀδύναμοι εἶναι καὶ ἐκεῖνοι, ὅπως καὶ ἐμεῖς. Καὶ εἶναι φυσικὸ κάποτε νὰ παραφερθοῦν, νὰ πέσουν χαμηλά, νὰ ἐκτεθοῦν. Χρέος μας τότε, χρέος σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης, εἶναι νὰ σκεπάσουμε τὸ σφάλμα τους.
Ἂς μὴ μιμηθοῦμε τὸν Χάμ. Ἂς μιμηθοῦμε τοὺς σώφρονες ἀδελφούς του, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἦλθε ὁ ἀδελφός τους καὶ τοὺς ἄνοιξε τέτοια συζήτηση, δὲν τὸν συμμερίστηκαν. Ἂς τοὺς ἀκολουθήσουμε κι ἐμεῖς. Ἂς ἀγαπήσουμε αὐτὸ τὸ «ὀπισθοφανῶς» τῶν εὐλογημένων σεβαστικῶν ἀδελφῶν Σὴμ καὶ Ἰάφεθ. Ἂς ὁπλισθοῦμε μὲ ἀπόφαση παρόμοια μὲ τὴ δική τους, ἀπόφαση σταθερή, σοβαρή, ἁγία. Ἀπόφαση νὰ μὴ διαπομπεύουμε.
Ἂς μάθουμε νὰ καλύπτουμε τὰ σφάλματα τῶν συνανθρώπων μας μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς σιωπῆς, τῆς ἀγάπης, τοῦ καλοῦ λογισμοῦ. Ἂς σκεπάζουμε, γιὰ νὰ μᾶς σκεπάζει καὶ ὁ Θεός· καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή – νὰ μὴν πάθουμε τὰ ἴδια! – καὶ στὴν ἄλλη, κατὰ τὴν Τελικὴ Κρίση, ὅταν ὅλα θὰ φανερωθοῦν μπροστὰ σὲ ὅλους τοὺς ἀγγέλους καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους· νὰ σκεπάσει τὴ γυμνότητά μας μὲ τὸ ἔλεός Του καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει τῆς αἰωνίου Βασιλείας Του.
Στὰ στενὰ πλαίσια αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἐμβαθύνουμε μόνο σ᾿ ἕνα τροπάριο ἀπὸ τὴν γ´ ὠδή:
«Τὸν Χὰμ ἐκεῖνον, ψυχή, τὸν πατραλοίαν μιμησαμένη, τὴν αἰσχύνην οὐκ ἐκάλυψας τοῦ πλησίον, ὀπισθοφανῶς ἀνακάμψασα».
Ὁ ὑμνωδὸς ἀπευθύνεται στὸν ἑαυτό του, ὅπως καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα τροπάρια τοῦ Κανόνος, καὶ λέει:
«Ψυχή μου, μιμήθηκες ἐκεῖνον τὸν Χάμ, ποὺ φέρθηκε μὲ ἀσέβεια στὸν πατέρα του». Καὶ πῶς τὸν μιμήθηκες; «Δὲν σκέπασες τὴν ντροπή», τὴν ἀσχήμια, τὸ ἁμάρτημα, «τοῦ πλησίον σου», τοῦ ὁποιουδήποτε συνανθρώπου σου, «πλησιάζοντάς τον “ὀπισθοφανῶς”», στραμμένος πρὸς τὰ πίσω, ὥστε νὰ μὴν τὸν βλέπεις.
Ποιὸ ἦταν τὸ ἁμάρτημα τοῦ Χάμ; Τὸ σχετικὸ περιστατικὸ περιγράφεται στὸ ἔνατο (θ΄) κεφάλαιο τοῦ ἱεροῦ Βιβλίου τῆς Γενέσεως: Μετὰ τὸν κατακλυσμὸ ὁ Νῶε ἄρχισε νὰ καλλιεργεῖ τὴ γῆ. Φύτευσε ἀμπέλι καὶ ἔκανε κρασί. Τὸ δοκίμασε, τοῦ ἄρεσε, καὶ ἤπιε πολύ, χωρὶς νὰ γνωρίζει τὶς συνέπειες ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ κατανάλωσή του. Μέθυσε ὁ δίκαιος, ἔβγαλε τὰ ροῦχα του μέσα στὸ σπίτι του καὶ ἀποκοιμήθηκε γυμνός.
Ὁ Χάμ, ὁ νεότερος ἀπὸ τοὺς τρεῖς γιούς του, ὅταν εἶδε τὸν πατέρα του γυμνό, ἔτρεξε καὶ γνωστοποίησε τὸ γεγονὸς στὰ δύο ἀδέλφια του, τὸν Σὴμ καὶ τὸν Ἰάφεθ, μὲ διάθεση χλευαστική, κοροϊδευτική. Ἐκεῖνοι ὅμως, σοβαροί, ἀνεπηρέαστοι ἀπὸ τὴ στάση τοῦ ἀδελφοῦ τους, πῆραν τὸ ροῦχο τοῦ πατέρα τους «ἐπὶ τὰ δύο νῶτα αὐτῶν»· δηλαδὴ ὁ ἕνας κράτησε τὴ μία ἄκρη τοῦ ἐνδύματος στὸν ὦμο του, καὶ ὁ ἄλλος τὴν ἄλλη στὸ δικό του· «καὶ ἐπορεύθησαν ὀπισθοφανῶς»· ἔκαναν βήματα πρὸς τὰ πίσω μαζί· «καὶ συνεκάλυψαν τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρὸς αὐτῶν»· σκέπασαν μὲ σεβασμὸ τὴ γύμνωση τοῦ πατέρα τους. Ἡ Γραφὴ ἐπαναλαμβάνει: «Καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῶν ὀπισθοφανῶς»· ἦταν στραμμένοι πρὸς τὰ πίσω, στὴν ἀντίθετη κατεύθυνση· «καὶ τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρὸς αὐτῶν οὐκ εἶδον». Καὶ δὲν εἶδαν τὴ γύμνωση τοῦ πατέρα τους. Δὲν θέλησαν νὰ τὸν δοῦν γυμνό. Ἔλαβαν τὰ μέτρα τους καὶ δὲν ἔριξαν τὰ μάτια τους πάνω του.
Συνῆλθε ὁ Νῶε ἀπὸ τὸ μεθύσι καί, ὅταν ἔμαθε γιὰ τὴ συμπεριφορὰ τῶν παιδιῶν του, καταράστηκε τοὺς ἀπογόνους τοῦ Χὰμ νὰ γίνουν δοῦλοι στοὺς ἀπογόνους τῶν ἀδελφῶν του, ἐνῶ εὐλόγησε τὸν Σὴμ καὶ τὸν Ἰάφεθ (βλ. Γεν. θ´ 20-27).
Τὸ περιστατικὸ βέβαια αὐτὸ κατ᾿ ἐξοχὴν διδάσκει τὸν βαθὺ σεβασμὸ ποὺ ὀφείλουμε ἀπέναντι στοὺς γονεῖς μας, ἀκόμη καὶ ὅταν ἐκεῖνοι ἐκτρέπονται καὶ ἀσχημονοῦν. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὅμως τὸ ἑρμηνεύει καὶ ἀλληγορικά. Τὸ ἐφαρμόζει στὸ ἁμάρτημα τῆς διαπομπεύσεως. Ὅταν δηλαδὴ ἀσχολούμαστε μὲ τὸ τί ἔκανε ὁ πλησίον μας, μὲ κάποιο ἁμάρτημα, λάθος, πράξη ποὺ τὸν ἐξέθεσε, ἢ περίσταση ποὺ τὸν ταπείνωσε, καὶ τὸ γνωστοποιοῦμε σὲ τρίτους καὶ τὸ σχολιάζουμε μὲ διάθεση νὰ τὸν διασύρουμε, νὰ γελάσουμε εἰς βάρος του, τότε συμπεριφερόμαστε ὅπως ὁ Χὰμ ἐκεῖνος, ὁ ἀσεβὴς καὶ χλευαστής.
Μιὰ τέτοια ὅμως συμπεριφορὰ δείχνει ἔλλειψη σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης. Ταυτόχρονα δείχνει καὶἔλλειψη αὐτογνωσίας. Διότι «πολλὰ πταίομεν ἅπαντες» (Ἰακ. γ´ 2). Ἔχουμε κι ἐμεῖς πολλὲς ἁμαρτίες· ἔχει συμβεῖ καὶ σ᾿ ἐμᾶς ἀρκετὲς φορὲς νὰ ἐκτεθοῦμε, εἴτε ἀπὸ τὶς πράξεις μας εἴτε ἀπὸ τὶς περιστάσεις. Καὶ δὲν εἶναι καθόλου ἀπίθανο νὰ πάθουμε τὰ ἴδια καὶ χειρότερα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ κοροϊδεύουμε. Τὸ σωστὸ εἶναι νὰ ἔχουμε σεβασμό, ἀγάπη, κατανόηση καὶ συμπάθεια πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας. Ἄνθρωποι ἀδύναμοι εἶναι καὶ ἐκεῖνοι, ὅπως καὶ ἐμεῖς. Καὶ εἶναι φυσικὸ κάποτε νὰ παραφερθοῦν, νὰ πέσουν χαμηλά, νὰ ἐκτεθοῦν. Χρέος μας τότε, χρέος σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης, εἶναι νὰ σκεπάσουμε τὸ σφάλμα τους.
Ἂς μὴ μιμηθοῦμε τὸν Χάμ. Ἂς μιμηθοῦμε τοὺς σώφρονες ἀδελφούς του, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἦλθε ὁ ἀδελφός τους καὶ τοὺς ἄνοιξε τέτοια συζήτηση, δὲν τὸν συμμερίστηκαν. Ἂς τοὺς ἀκολουθήσουμε κι ἐμεῖς. Ἂς ἀγαπήσουμε αὐτὸ τὸ «ὀπισθοφανῶς» τῶν εὐλογημένων σεβαστικῶν ἀδελφῶν Σὴμ καὶ Ἰάφεθ. Ἂς ὁπλισθοῦμε μὲ ἀπόφαση παρόμοια μὲ τὴ δική τους, ἀπόφαση σταθερή, σοβαρή, ἁγία. Ἀπόφαση νὰ μὴ διαπομπεύουμε.
Ἂς μάθουμε νὰ καλύπτουμε τὰ σφάλματα τῶν συνανθρώπων μας μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς σιωπῆς, τῆς ἀγάπης, τοῦ καλοῦ λογισμοῦ. Ἂς σκεπάζουμε, γιὰ νὰ μᾶς σκεπάζει καὶ ὁ Θεός· καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή – νὰ μὴν πάθουμε τὰ ἴδια! – καὶ στὴν ἄλλη, κατὰ τὴν Τελικὴ Κρίση, ὅταν ὅλα θὰ φανερωθοῦν μπροστὰ σὲ ὅλους τοὺς ἀγγέλους καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους· νὰ σκεπάσει τὴ γυμνότητά μας μὲ τὸ ἔλεός Του καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει τῆς αἰωνίου Βασιλείας Του.
Περιοδικό “Ο Σωτήρ” τεύχος Απριλίου 2016