Καθηγητής της Θεολογικής σχολής κατά του Αρχιεπισκόπου για τον εθνικό ύμνο και την προσφυγή στο ΣτΕ
Την πλέον αλγεινή εντύπωση έχει προκαλέσει η στάση του καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Μάριου Μπέγζου ο
οποίος τις τελευταίες ημέρες με επαναλαμβανόμενες παρεμβάσεις του και
σχόλιά του μέσω twitter κατακρίνει την στάση του Αρχιεπισκόπου και της
διοικούσης Εκκλησίας.
Η αρχή έγινε μετά την αναστάσιμη λειτουργία όταν ο κ. Ιερώνυμος έψαλε τον εθνικό ύμνο.
“Η
λέξη «επιστροφή» είναι προβληματική σαν την θεοκρατία του «όπισθεν
ολοταχώς» του μακαριστού προκαθημένου προ 15ετίας. Το κακό διογκώνεται
από τον νυν αρχιεπίσκοπο που μπέρδεψε τον αναστάσιμο ύμνο με τον εθνικό
ύμνο σαν να έπασχε από αλτσχάιμερ…” ανέφερε.
Η συνέχεια ήρθε μετά την είδηση για την προσφυγή της Εκκλησίας της Ελλάδος στο ΣτΕ ζητώντας
να κριθούν αντισυνταγματικές ορισμένες διατάξεις του Προεδρικού
Διατάγματος (18/2018) που αφορά στο νέο οργανισμό του υπουργείου
Παιδείας, ο οποίος καθορίζει τους σκοπούς, τους στόχους, τις
αρμοδιότητες και την οργάνωση του, ενώ παράλληλα η Εκκλησία υποστηρίζει
πως περιορίζει το δικαίωμα της στην αυτοδιοίκηση.
Κατηγόρησε τους Ιεράρχες για φαρισαϊσμό και τον Αρχιεπίσκοπο για “ύπουλη θεοκρατία” και συγκεκριμένα ανέφερε:
“«Ημείς
νόμον έχομεν και κατά τον νόμον ημών κρινούμεν αυτόν» : λόγια των
φαρισαίων αρχιερέων στον Πόντιο Πιλάτο προ 2000 ετών επαναλαμβάνονται
σήμερα από ελληνορθόδοξους αρχιερείς στον τόπο μας του 21ου αιώνα!”
Οι
διακριτοί ρόλοι εκκλησίας-πολιτείας δεν είναι αλά καρτ μονομερώς σαν
δήθεν πρόσχημα ετεροδικίας του αρχιερατείου σε βάρος της δημοκρατίας και
προς όφελος της ύπουλης θεοκρατίας του νυν ελλαδικού προκαθημένου”
Ο εν λόγω κύριος έχει επιτεθεί και στο παρελθόν κατά του Αρχιεπισκόπου με αφορμή το πρόγραμμα σπουδών για τα Θρησκευτικά.
O
Μάριος Περικλέους Μπέγζος γεννήθηκε την 27η Νοεμβρίου 1951 στην Αθήνα,
όπου ολοκλήρωσε την εγκύκλια μόρφωσή του (1963-1969). Σπούδασε θεολογία
και φιλοσοφία στα Πανεπιστήμια Αθηνών (1969-1973), Γενεύης (1973-1974)
και Τυβίγκης (1979-1981) με υποτροφίες του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών
(ΙΚΥ), του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών (WCC), της Γερμανικής
Κρατικής Υπηρεσίας Μορφωτικών Ανταλλαγών (DAAD) και του ερευνητικού
Ιδρύματος Alexander von Humboldt καθώς επίσης φοίτησε στη Νομική Σχολή
του Πανεπιστημίου Αθηνών (1973-1977).
Από
το 1975 εργάζεται στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ως
επιστημονικός βοηθός του Νίκου Νησιώτη, τον οποίο διαδέχθηκε μετέπειτα.
Αναγορεύτηκε διδάκτορας το 1985 με διατριβή για την φιλοσοφία της
θρησκείας του φυσικού Βέρνερ Χάιζενμπεργκ.
Διδάσκει
Συγκριτική Φιλοσοφία της Θρησκείας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (Θεολογική
Σχολή) ως λέκτορας (1986), επίκουρος καθηγητής (1991), αναπληρωτής
καθηγητής (1999) και καθηγητής (2003).
Παράλληλα
παραδίδει μαθήματα φιλοσοφίας της θρησκείας στο Πανεπιστήμιο του
Μαρβούργου της Γερμανίας (Marburg an der Lahn, 1991-1997), καθώς επίσης
ψυχολογία της θρησκείας και κοινωνιολογία της θρησκείας στο Πανεπιστήμιο
Αθηνών.
Είναι ο άνθρωπος που έχει τοποθετηθεί υπέρ του πρωτείου του Φαναρίου, έχει μιλήσει για τις σχέσεις Μόσχας-Φαναρίου, για την ενότητα των χριστιανών και τις διαχριστιανικές σχέσεις και έχει προκαλέσει εντύπωση με την φράση του σαν συνήγορος του Υπουργού παιδείας ότι «δεν θα θέλαμε να γίνει η Ελλάδα, Ιράν ή Σαουδική Αραβία».