

Η
μάχη των Χριστουγέννων κατά την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου το
1822. Έργο του Γάλλου ζωγράφου Alphonse de Neuville (1835-1885).

Ο Ιμπραήμ είχε καταλάβει μέχρι τα τέλη
Μαρτίου όλα τα νησιά της λιμνοθάλασσας, το Βασιλάδι (25 Φεβρουαρίου),
τον Ντολμά και τον Πόρο (28 Φεβρουαρίου) και το Ανατολικό (1 Μαρτίου).
Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς (Κιουταχής). Λιθογραφία από λεύκωμα του Giovanni Boggi. Φλωρεντία, 1825.
Ο Κιουταχής όμως, που επιχείρησε να
καταλάβει το νησάκι Κλείσοβα (25 Μαρτίου), υπέστη πανωλεθρία. Αυτή η
νίκη αναπτέρωσε μεν το ηθικό των πολιορκημένων, αλλά ο αποκλεισμός από
τη θάλασσα στέρησε και την τελευταία ελπίδα επικοινωνίας και παροχής
βοήθειας απ’ έξω.

Οι πολιορκημένοι – που είχαν απορρίψει τις εχθρικές προτάσεις για παράδοση – όταν «πάσα ελπίς εισαγωγής τροφών εξέλιπε, και πάσα βρώσιμος ύλη εξεκενώθη εντός της πόλεως», [2] αποφάσισαν να επιχειρήσουν έξοδο τη νύχτα της 10ης Απριλίου προς την 11η, Κυριακή των Βαΐων.
Κυριάκος «Κίτσος» Τζαβέλας (1800-1855), λιθογραφία, Karl Krazeisen.
Μέσα στα Μεσολόγγι βρίσκονταν η Φρουρά
από περίπου 3.500 ή 3.600 άνδρες, πολίτες περίπου 1.500 και γυναικόπαιδα
περίπου 5.500, συνολικά 10.600 άτομα. [3] Επικεφαλής της Φρουράς ήταν
οι οπλαρχηγοί Νότης Μπότσαρης, Κίτσος Τζαβέλας, Δημήτριος Μακρής,
Γεώργιος Βαλτινός, Μήτσος Κοντογιάννης, Γεώργιος Βάγιας, Νικόλαος
Στορνάρης, Γεώργιος Κίτσου, Θανάσης Ραζη-Κότσικας, Μήτρος Δεληγεώργης,
Χρίστος Φωτομάρας κ.ά. [4]
Με δύο αγγελιαφόρους ειδοποίησαν τους
οπλαρχηγούς στο στρατόπεδο της Δερβέκιστας για την Έξοδο και ζήτησαν να
γίνει ταυτόχρονα επίθεση και απ’ έξω, ώστε να διευκολυνθούν κατά τη
φυγή τους. Στις επιστολές τους προς τους έξω εκφράζουν όχι μόνον τις
αγωνίες τους, αλλά και το θυμό τους. Γράφουν: «Εάν δεν κινηθήτε να όψεσθε, να όψεσθε, να όψεσθε». [5]
Τα χαράματα της 9ης Απριλίου οπλαρχηγοί, πρόκριτοι και ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του Τζαβέλα και αποφάσισαν να εκτελέσουν όλους τους αιχμαλώτους – και η απόφαση αυτή εφαρμόστηκε -, «να σφάξει ο ένας του αλλουνού την οικογένειαν», [6]
αλλά η απόφαση αυτή αποτράπηκε από τον επίσκοπο Ρωγών, και να
μεταφέρουν τους τραυματισμένους αγωνιστές στα πιο οχυρωμένα σπίτια, ώστε
να πέσουν μαχόμενοι και να μην παραδοθούν.
Όταν γνωστοποιήθηκαν οι αποφάσεις άρχισαν οι προετοιμασίες «με
τόσην αταραξίαν, με τόσην ευχαρίστησιν, με τόσα γέλια, ώστε κανένας,
ούτε ο έσχατος άνθρωπος δεν εσυλλογίζετο πως έμελλεν τάχα να σωθή». [7]
Οι γυναίκες μάζευαν τα ελαφρότερα αναγκαία είδη, οι άνδρες ετοίμαζαν
τις ξύλινες φορητές γέφυρες που θα τις χρησιμοποιούσαν για να περάσουν
την τάφρο που είχαν ανοίξει οι Τούρκοι γύρω από το Μεσολόγγι, μετέφεραν
τους πληγωμένους, τους αρρώστους και τους γέροντες στα οχυρωμένα σπίτια,
έθαψαν στη γη τα πιεστήρια του τυπογραφείου και διεσκόρπισαν τα
τυπογραφικά στοιχεία για να μη δοθούν «Τα άγια τοις κυσί, και εις τους χοίρους οι μαργαρίται» [8] και έσπαζαν και αχρήστευαν ό,τι πολεμικό υλικό δεν μπορούσαν να μεταφέρουν.
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Ο Μαυροκορδάτος υπερασπίζεται με επιτυχία την πόλη του Μεσολογγίου.

«Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος
Βλέποντες τον εαυτόν μας, το στράτευμα και τους πολίτας εν γένει μικρούς και μεγάλους παρ’ ελπίδαν υστερημένους από όλα τα καταπείγοντα αναγκαία της ζωής προ 40 ημέρας και ότι εκπληρώσαμεν τα χρέη μας ως πιστοί στρατιώται της πατρίδος εις την στενήν πολιορκίαν ταύτην και ότι, εάν μίαν ημέραν υπομείνωμεν περισσότερον, θέλομεν αποθάνει όρθιοι εις τους δρόμους όλοι.
Θεωρούντες εκ του άλλου ότι μας εξέλιπεν κάθε ελπίς βοηθείας και προμηθείας, τόσον από την θάλασσαν καθώς και από την ξηράν (ώστε να δυνηθώμεν) να βαστάζωμεν, ενώ ευρισκόμεθα νικηταί του εχθρού, αποφασίσαμεν ομοφώνως: Η έξοδο μας να γίνη βράδυ εις τας δύο ώρας της νυκτός της 10 Απριλίου, ημέραν Σάββατον και ξημερώνοντας των Βαΐων, κατά το εξής σχέδιον, ή έλθη ή δεν έλθη βοήθεια (…)».[9]
Σύμφωνα με το σχέδιο, οι πολιορκημένοι θα
περνούσαν από τις ξύλινες γέφυρες από το μέρος του τείχους που έβλεπε
προς τη Ναύπακτο χωρισμένοι σε τρία σώματα («κολώνες»). Τα δύο πρώτα, αποτελούμενα από άνδρες της Φρουράς με
επικεφαλής το ένα τον Δημήτριο Μακρή και το άλλο τον Νότη Μπότσαρη, θα
έκαναν την Έξοδο από τις γέφυρες της «Λουνέτας» και τον «Ρήγα» και το τρίτο,
αποτελούμενο από τους Μεσολογγίτες και τα γυναικόπαιδά τους με
επικεφαλής ντόπιους αρχηγούς, πιθανόν τον Θανάση Ραζη-Κότσικα και τον
Μήτρο Δεληγεώργη, που τα πλευρά του θα προστάτευε η Φρουρά της
Κλείσοβας, θα έβγαινε από τις γέφυρες «Μονταλαμπέρτ» και «Στουρνάρη». [10] Σημείο συνάντησης είχε οριστεί η Μονή του Αγίου Συμεών.
Ο Ιμπραήμ, όμως, που γνώριζε από προδοσία ή από μαρτυρία ενός φυγάδα που αιχμαλωτίστηκε [11]
την απόφαση της Εξόδου και το σημείο από όπου θα την επιχειρούσαν –
αλλά όχι την ώρα και τον τρόπο -, παρέταξε τις τακτικές δυνάμεις και το
πεζικό κοντά στο τείχος, ανέπτυξε το ιππικό στην πεδιάδα και στους
πρόποδες του Ζυγού έβαλε τους Αλβανούς κρυμμένους πίσω από βράχια και
από προμαχώνες και μέσα σε φαράγγια.
Η Έξοδος

Η έξοδος του Μεσολογγίου. Πίνακας του Θεόδωρου Βρυζάκη.
Το ηλιοβασίλεμα άρχισαν να συγκεντρώνονται στις προκαθορισμένες θέσεις. Στις 6.30 [14]
ακούστηκαν πυροβολισμοί πάνω στην κορυφή του όρους Ζυγού. Ήταν το
σύνθημα για την παροχή βοήθειας απ’ έξω. Ο Ιμπραήμ το κατάλαβε και
κινητοποίησε τις δυνάμεις του. Οι πολιορκημένοι γύρω
στις 9 βγήκαν από την ανατολική πλευρά του τείχους, έστησαν τα γεφύρια
τους στην πρώτη (τη νέα) τάφρο του Ιμπραήμ και καθώς περνούσαν δέχτηκαν
τα πρώτα πυρά του εχθρού. Για να προφυλαχθούν έπεσαν καταγής στο πλάτωμα
ανάμεσα στη νέα και την παλαιά τάφρο (που υπήρχε και στην πρώτη
πολιορκία, το 1822). Εκεί περίμεναν περίπου μία ώρα να χτυπήσουν οι απ’
έξω, να απασχολήσουν τον εχθρό, για να περάσουν αυτοί τη δεύτερη τάφρο.
Κατά κακή τους τύχη έφυγαν τα σύννεφα και το φως του φεγγαριού φώτισε
την περιοχή. Οι απ’ έξω δεν χτύπησαν και καθώς δεν τους
κάλυπτε το σκοτάδι αποφάσισαν να κάνουν μόνοι τους έφοδο. Στην αρχή
ψιθυριστά από στόμα σε στόμα πέρασε η απόφαση και «τρομερός
αλαλαγμός ηκούσθη εν ταυτώ από το στόμα των Ελλήνων επάνω τους, εφώναξαν
όλοι με μίαν φωνήν και ώρμησαν με μαχαίρας και τουφέκια εις το
εχθρικόν στρατόπεδον». [15]
Οι άνδρες της Φρουράς, ενωμένοι σ’ ένα σώμα τώρα, γιατί «δεν εστοχάσθησαν συμφέρον να διαιρεθώσι, καθώς ήτον το σχέδιον πρότερον», [16]
διέσπασαν τις γραμμές του εχθρικού πεζικού και άνοιξαν δρόμο, αλλά σε
λίγο βρέθηκαν αντιμέτωποι με το ιππικό, το οποίο, επίσης, διασκόρπισαν.
Ύστερα από τετράωρη μάχη έφθασαν στους πρόποδες του βουνού, στον Άγιο
Συμεών, πιστεύοντας ότι εκεί είναι ασφαλισμένοι, Εκεί, όμως, τους
περίμεναν πάνω από 3.000 Αλβανοί υπό τον Μουστάμπεην Καφζέζην, [17]
τους οποίους, όμως, μ’ έναν ελιγμό του Δημητρίου Μακρή – που τους
χτύπησε από πίσω- εξουδετέρωσαν. Ταυτόχρονα ήρθε και δύναμη από τους
έξω με επικεφαλής τους οπλαρχηγούς Ευαγγέλη Κοντογιάννη, Γιαννούση
Πανομάρα, Φαρασλή, Γ. Κόρακα, Ν. Κόπελο και άλλους, επειδή ο
Καραϊσκάκης ήταν άρρωστος. [18] Αφού απέκρουσαν τους
Αλβανούς άρχισαν να ανεβαίνουν τον Ζυγό. Ύστερα από πορεία τριών ημερών
έφθασαν στη Δερβέκιστα, χωριό του Απόκουρου, όπου ξεκουράστηκαν δύο
μέρες. Από εκεί διά μέσου του Πλατάνου, χωριού των Κραβάρων, έφθασαν στα
Σάλωνα. Από εκεί στην Ντομπρένα όπου επιβιβάστηκαν σε πλοία και
διαπεραιώθηκαν στην Περαχώρα και από εκεί διά του Ισθμού έφθασαν στις 16
Μαΐου στο Ναύπλιο.

Η επίθεση του Ιμπραήμ Πασά κατά του Μεσολογγίου. Ελαιογραφία του Giuseppe Pietro Mazzola (1748-1838).
Δεν είχε, όμως, την ίδια τύχη το τρίτο σώμα,
που αποτελούνταν κυρίως από γυναικόπαιδα. Ενώ συνεχιζόταν με ορμή η
Έξοδος, την οποία δεν μπορούσαν να ανακόψουν οι εχθρικές δυνάμεις,
ακούστηκε από το σώμα αυτό μία φωνή: «οπίσω, οπίσω, εις ταις τάμπιαις». [19]
Επικράτησε πανικός και σύγχυση και δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι και τα
προπορευόμενα σώματα οπισθοχωρούσαν. Οπότε και αυτοί γύρισαν πίσω στην
πόλη. Στο μεταξύ και δυνάμεις των πολιορκητών είχαν μπει στην πόλη και
έτσι βρέθηκαν αντιμέτωποι και άρχισε μάχη σώμα με σώμα.

Σκηνή
από τις τελευταίες στιγμές του Μεσολογγίου. Μεσολογγίτισσα έχει
σκοτώσει το παιδί της, τον Τούρκο που αποπειράθηκε να τη βιάσει και
ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει. Ελαιογραφία του François-Émile de Lansac,
1827. Πινακοθήκη Δήμου Μεσολογγίου.

Η ανατίναξη από τον Χρήστο Καψάλη. Έργο του Θεόδωρου Βρυζάκη. Πινακοθήκη Δήμου Μεσολογγίου.
Στη μεγαλύτερη πυριτιδαποθήκη, όπου είχαν συγκεντρωθεί τα περισσότερα γυναικόπαιδα, την έκρηξη προκάλεσε ο γέροντας Χρήστος Καψάλης: «και
έξαφνα ανεστράφη όλη η περιοχή και κατεδαφίσθησαν όλαι αι πλησίον
οικίαι∙ ερράγη το έδαφος· άνοιξαν χάσματα φρικώδη και κατεπατήθη όλη η
περιοχή εκείνη από την θάλασσαν». [22]
Στο νησάκι Ανεμόμυλος, που ήταν το τελευταίο οχυρό και κράτησε ως τις 12 Απριλίου, οι υπερασπιστές του «έβαλαν και αυτοί φωτιάν εις την πυριτοθήκην και συνετάφησαν μετά των εχθρών». [23]
Έτσι έπεσε το Μεσολόγγι ύστερα από δωδεκάμηνη πολιορκία. Ο Ιμπραήμ μπήκε σε μια νεκρή πόλη: «…ένας σωρός ερειπίων, στάκτης, πετρών και πτωμάτων έμειναν εις την εξουσίαν του εχθρού». [24]
Αλλά ουσιαστικά το Μεσολόγγι δεν έπεσε, διότι, όπως έγραψε στη Διοίκηση στις 12 Απριλίου 1826 η Φρουρά από τη Δερβέκιστα: «Η
πείνα, όμως, το επαράδωσεν, αλλά μην φοβείσθε, διότι εκείνοι όπου
εβαστούσαν το Μεσολόγγιον, οι περισσότεροι εγλύτωσαν με το σπαθί». [25]
Για τις απώλειες των δύο πλευρών υπάρχουν
αντιφατικές εκτιμήσεις μεταξύ των Ελλήνων και των ξένων χρονικογράφων.
Κατά τους Έλληνες, από τους 3.500 άνδρες της Φρουράς διασώθηκαν
περίπου 2.000 – 2.500 [26] και σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν σχεδόν όλα τα γυναικόπαιδα. [27] Ενώ υπολογίζουν ότι από τους εχθρούς χάθηκαν οι μισοί, περίπου 5.000. [28]
Κατά τους ξένους, χάθηκαν 3.000 Έλληνες
και αιχμαλωτίστηκαν 5.000 ή 6.000 γυναικόπαιδα, ενώ οι απώλειες των
Τουρκοαιγυπτίων έφθασαν τους 4.000 άνδρες. [29] Ανάμεσα σ’ αυτούς που έπεσαν μαχόμενοι κατά την Έξοδο ήταν
οι οπλαρχηγοί Νικολός Στορνάρης, Θανάσης Ραζη-Κότσικας, Ανδρέας
Γριβογεώργης, Κώστας Σιαδήμας, Γιάννης Αγγελής και ο Ιωάννης
Παπαδιαμαντόπουλος, πρόεδρος της Διευθυντικής Επιτροπής, ο επίσκοπος
Ρωγών Ιωσήφ, ο μηχανικός Μιχαήλ Πέτρου Κόκκινης, ο τυπογράφος Δ.
Μεσθεναίος και γόνοι ιστορικών οικογενειών του Μεσολογγίου: Αναστάσιος
Παλαμάς, Πέτρος Γουλιμής, Κωνσταντίνος Τρικούπης, Γεώργιος Φαράντος
και Κωνσταντίνος Καρπούνης.[30]
Στην Έξοδο, επίσης, φονεύθηκαν σχεδόν όλοι οι φιλέλληνες
(περίπου 15) που βρίσκονταν στο Μεσολόγγι. Ο Ελβετός Ιωάννης – Ιάκωβος
Μάγερ (Johann- Jacobi Meyer), εκδότης των «Ελληνικών Χρονικών», οι
Γερμανοί Νχίτμαρ (Dittmar), Ντελάουνι (Delaunay), Στίτσελμπεργκερ
(Stitjelberger), Λίμπχοβ (Lübtow), Κλέμπε (Klembe), Ρόονερ (Rosner), ο
Ιταλός Τζιακομούτσι (Giacomuzzi) και οι εθελοντές Μεβιέ, Σχιεφάου,
Σιπάνου, Λάτερβαχ, Ντιρσάβσκι (Diersawski), Piντεζελ (Riedesel) και
Ραζιέρι. [31]
Ιμπραήμ Πασάς, Giovanni Boggi.

Η κοινή γνώμη εξέφρασε τη δυσφορία της
για την απραξία των κυβερνήσεων και οι εφημερίδες με άρθρα τους ζητούσαν
την αποφασιστική επέμβαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων για να τεθεί τέρμα
στο ελληνικό δράμα. Παντού ιδρύονται φιλελληνικές εταιρείες και
διενεργούνται έρανοι, συγκεντρώνονται χρήματα και στέλνονται τρόφιμα και
άλλα εφόδια στους μαχόμενους Έλληνες.
Ο Καποδίστριας
προφήτευσε εκτιμώντας τον ξεσηκωμό και τις αντιδράσεις στην Ευρώπη, σε
επιστολή του προς τον αδελφό του Βιάριο στις 18 Απριλίου 1826, [33]
ότι το θλιβερό γεγονός του Μεσολογγίου δεν έπρεπε να απελπίσει τους
Έλληνες, γιατί σ’ αυτό έβλεπε την αρχή της σωτηρίας τους. Δεκαοχτώ μήνες
μετά, στις 8 Οκτωβρίου 1827, οι στόλοι των Μεγάλων Δυνάμεων με τη
ναυμαχία στο Ναβαρίνο βοήθησαν αποφασιστικά να δικαιωθεί ο αγώνας της
ελληνικής ανεξαρτησίας.
Ο μελετητής της θυσίας του Μεσολογγίου
καταλαμβάνεται από θλίψη, όταν διαπιστώνει ότι η καταστροφή της Ιερής
πόλης μπορούσε να αποφευχθεί. Ο Καραϊσκάκης, που είχε περάσει στη Στερεά
από τον Ιούλιο του 1825, αφού πέτυχε να ανασυντάξει τις επαναστατικές
δυνάμεις και να συσπειρώσει τους αρματολούς, ζητούσε επίμονα τρόφιμα
και πολεμοφόδια από την Κεντρική Διοίκηση. Αυτή, όμως, αδιαφόρησε για τους πολιορκημένους, οι Μεσολογγίτες δεν ήταν μέσα στο πολιτικό παιχνίδι που παιζόταν για τις εκλογές της Εθνοσυνέλευσης. Ο Σπυρομήλιος,
μέλος της Επιτροπής που πήγε στο Ναύπλιο, γράφει: «Αφ’ ου
επληροφορήθησαν τω όντι ότι δεν εμελετούσαμεν να ενισχύσωμεν κανέν
κόμμα, αδιαφόρησαν όλα τα κόμματα από ημάς, και ενώ τους ωμιλούσαμεν διά
το Μεσολόγγιον όλοι έλεγαν το «ναι, έχετε δίκαιον», αλλά δεν
εσύμπραττον υπέρ αυτού με ζήλον». [34]
Αικατερίνη Φλεριανού
Ιστορικός
Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, «Η έξοδος του Μεσολογγίου», τεύχος 180, 10 Απριλίου 2003.
Υποσημειώσεις
[1] Σπυρομήλιος, Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου, 1825-1826, Εκδίδονται υπό Ιω. Βλαχογιάννη, Αθήναι χ.ε., 1926, ο. 144.
[2] Γεώργιος Αινιάν (άτιλο), Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, αρ. 83 (14 Αυγ. 1826), σ. 332.
[3] Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά της επαναστάσεως των Ελλήνων, 1821-1833,
Εισαγωγή και σημειώσεις Γ. Βλαχογιάννη, τ. Β’, Αθήναι, 1941, χ.ε.,
1941, σ. 251- κατά τον Σπυρομήλιο, ό.π., ο. 142, 3.500 στρατιώτες και
9.000 γυναικόπαιδα.
[4] Αρτέμιος Μίχος, Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου (1825-1826),
Εκδίδονται υπό Σ.Π. Αραβαντινού, εν Αθήναις, εκ του Τυπογραφείου της
Ενώσεως, 1883, σ. 93-94. Βλ. και Κασομούλης, ό.π., ο. 257.
[5] Κασομούλης, ό.π, σ. 249.
[6] Κασομούλης, ό.π., σ. 253.
[7] Κασομούλης, ό.π., σ. 254.
[8] Αινιάν, ό.π.
[9] Κασομούλης, ό.π., σ. 259.
[10] Ο Κασομούλης (ό.π., σ. 259-260) αναφέρει αρχηγό
του πρώτου σώματος τον Δ. Μακρή, του δεύτερου τον Μπότσαρη και του
τρίτου δεν έχει όνομα, ο Μίχος (ό.π., 76) του πρώτου τον Κ. Τζαβέλα, του
δεύτερου τον Ν. Μπότσαρη και του τρίτου δεν έχει όνομα, και ο
Σπυρομήλιος (ό.π., 139) του πρώτου τον Κ. Τζαβέλα, του δεύτερου τον Δ.
Μακρή και του τρίτου τον Ν. Μπότσαρη.[11] Για το θέμα της προδοσίας υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις ελληνικές και ξένες πηγές. Ο Κασομούλης (ό.π., σ. 170) και ο Αινιάν (ό.π.) την αποδίδουν σε Βούλγαρο λιποτάκτη, ο Σπυρομήλιος (ό.π., ο. 140) σε Τούρκο, ο Μίχος (ό.π., σ. 73) σε Βούλγαρο και βαπτισμένο Τουρκόπουλο. Αντιθέτως ο Vincenzo Miratelli, Αυστριακός πρόξενος στην Πάτρα, την αποδίδει σ’ Έλληνα φυγάδα και ο Ιταλός αξιωματικός του Ιμπραήμ, Giuseppe Romei, σ’ Έλληνα ιερέα που αιχμαλωτίστηκε (Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, ι. 71, Θεσσαλονίκη, χ.ε., 1986, σ. 461- 462).
[12] Αινιάν, ΓΕΕ, αρ. 84 (18 Αυγ. 1826), σ. 334.
[13] Κασομούλης, ό.π. σ. 263.
[14] Ως προς το χρονικό προσδιορισμό της Εξόδου οι πληροφορίες είναι αντιφατικές. Μια λύση αποδεκτή έδωσε ο Διονύσης Μπάκης, Πότε έγινε η Έξοδος του Μεσολογγίου, Πάτρα, χ.ε., 1976.
[15] Αινιάν, ό.π., σ. 335.
[16] (Ανωνύμου), «Περί των τελευταίων στιγμών του Μεσολογγίου, και της ηρωικής αναχωρήσεως της φρουράς», Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, αρ. 62 (2 Ιουν. 1826), σ. 246.
[17] Μίχος, ό.π., 85, Σπυρομήλιος, ό.π., σ. 14.
[18] Αινιάν, ό.π.
[19] Αινιάν, ό.π.
[20] Αινιάν, ό.π.
[21] Αινιάν, ό.π.
[22] Αινιάν, ό.π., σ. 336.
[23] Αινιάν, ό.π.
[24] (Ανωνύμου), ό.π., σ. 247.
[25] Εμμ. Πρωτοψάλτης, Αλληλογραφία Φρουράς Μεσολογγίου, 1825-1826, εν Αθήναις, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1963, σ. 353.
[26] Ο Κασομούλης
(ό.π., σ. 284) αναφέρει ότι διασώθηκαν 2.555, ο Μίχος (ό.π., σ. 88)
1.800, ο Σπυρομήλιος (ό.π., σ. 142) 840, ο Αινιάν (ό.π., σ. 336) και η
ΓΕΕ (ό.π., σ. 247) 2.200.
[27] Ο Αινιάν (ό.π.)
αναφέρει ότι διασώθηκαν 200 γυναικόπαιδα και 500 αιχμαλωτίστηκαν, η ΓΕΕ
(o.π.) ότι αιχμαλωτίστηκαν 1.200, ο Κασομούλης (ό.π., α. 283) ότι
διασώθηκαν 13 και ο Σπυρομήλιος (ό.π., σ. 144) ότι χάθηκαν σχεδόν και τα
9.000.
[28] Κατά τον Σπυρομήλιο (ό.π., σ. 143) και τον Αινιάν (ό.π.).
[29] Όλες τις ξένες πηγές αναφέρει ο Κυρ. Σιμόπουλος, Πώς είδαν ο ξένοι την Ελλάδα του ’21, τ. Ε’ (1826-1829), 2η έκδ., Αθήνα, Στάχυ, 1999, σ. 25-35.
[30] Όλα τα ονόματα των Ελλήνων που έπεσαν κατά τη Έξοδο αναφέρει ο Χρήστος Ευαγγελάτος, Ιστορία του Μεσολογγίου, Αθήναι, Ρουμελιώτικες Εκδόσεις, 1959, ο. 383-386.
[31] Σιμόπουλος, ό.π., σ. 16-18.
[32] Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 488.[33] Βακαλόπουλος ό.π.
[34] Σπυρομήλιος, ό.π., σ. 112.