Ο Χριστός συνεχίζει να
πεθαίνει και να ανασταίνεται, μυστικά, μυστηριακά, μέχρι το τέλος του κόσμου
τούτου, μαζί με κάθε άνθρωπο του οποίου «ενεδύθη» το πρόσωπο
Του
Αγιορείτου μοναχού
Παταπίου Καυσοκαλυβίτου
Ο
Κύριος, πρίν ἀπό τόν Μυστικό Δεῖπνο, ζώστηκε τό λέντιον καί ἔπλυνε τά πόδια τῶν
μαθητῶν Του, δείχνοντάς μας ὅτι ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ στήν θέωση περνάει ἀπό τήν
πύλη τῆς ταπεινώσεως καί τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας μέ τόν συνάνθρωπο. Μόνο ἔτσι
θά μπορέσουμε νά συμμετέχουμε στό κατεξοχήν μυστήριο τῆς συναντήσεως τοῦ ἀνθρώπου
μέ τόν Χριστό, πού εἶναι καί τό κέντρο τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας· τή Θεία Εὐχαριστία.
«Ἀφῆστε τά βάρη καί τόν πόνο σας στά πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, γιά νά ἀναπαυθεῖτε» μᾶς προέτρεπε ὁ ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης.
Διαβάζουμε
στό Ἁγιορειτικόν Τυπικόν: «Μεγάλη Παρασκευή. Μεσονυκτικόν - Ὄρθρος. Σημαίνει ἐπίσημος
κόπανος, “σιδεράκι” καί δωδεκάκις ὁ μέγας κώδων (πενθίμως). Ὁ ἐφημέριος θυμιᾷ εἰς
τό “Ἐπακούσαι” σου ὡς εἴθισται. Πληρωθέντος τοῦ Ἑξαψάλμου ὁ ἐκκλησιαστικός ἀνάπτει
τά λαδοκέρια καί τάς λαμπάδας καί θέτει τό δισκέλιον μετά δύο εἰσοδικῶν ἔμπροσθεν
τῆς ὡραίας πύλης.
Τά “Ἀλληλούϊα” καί “Ὅτε οἱ ἔνδοξοι” ἀργῶς (τά δύο πρῶτα) ὡς ἐν ταῖς προλαβούσαις ἡμέραις... Τό Α΄ Εὐαγγέλιον λέγει ὁ ἡγούμενος,
τά δέ λοιπά οἱ ἱερεῖς τῆς μονῆς κατά τάξιν. Φέρουσι δέ μανδύαν καί ἐπιτραχήλιον...
Τά τρία πρῶτα Ἀντίφωνα λέγονται μουσικά ἐκ τῶν ψαλτῶν.
Τά
λοιπά ὑπό διαφόρων πατέρων ὁρισθέντων ὑπό τοῦ τυπικάρη... Μετά τό Ε΄ Εὐαγγέλιον
ὁ ἐκκλησιαστικός ἀποσύρει τήν εἰκόνα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου ἐκ τοῦ προσκυνηταρίου
καί τό δισκέλιον ἐκ τῆς ὡραίας πύλης. Τά δέ ἀνημμένα εἰσοδικά φέρει ὥς τήν
βόρειον πύλην.
Ὁ
διαβαστής μετά τοῦ δεξιοῦ ψάλτου εἰσέρχονται εἰς τό Βῆμα καί γίνεται ἡ ἔξοδος τῆς
εἰκόνος τῆς Σταυρώσεως. Προπορεύεται ὁ διαβαστής κανοναρχῶν τό “Σήμερον κρεμᾶται”,
ἀκολουθεῖ ὁ ψάλτης μέ τούς βοηθούς του ψάλλων (ἤ, κατ᾿ ἄλλους, ἐκ τῆς οἰκείας αὐτοῦ
θέσεως, τοῦ δεξιοῦ δηλονότι χοροῦ), εἶτα δύο ἐκκλησιαστικοί μετά εἰσοδικῶν, εἷς
διάκονος μέ σαντάνιον καί θυμιατόν καί ὁ ἐφημέριος ἱερεύς μέ τήν εἰκόνα. Ἅπαντες
δέ καταβαίνουσιν ἐκ τῶν στασιδίων των καί ἵστανται ἀσκεπεῖς.
Ὁ ἱερεύς τοποθετεῖ τήν εἰκόνα εἰς τό προσκυνητάριον, τήν θυμιᾷ, προσκυνεῖ καί εἰσέρχεται εἰς τό Βῆμα. Εἶτα χαιρετᾷ ὁ ἡγούμενος καί οἱ
πατέρες κατά τάξιν, μετανίζοντες ἕως γῆς...»
Ὅταν
ὁ ἄνθρωπος δεῖ πραγματικά τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ δέ θά δυσκολευθεῖ μετά πολύ νά
διακρίνει τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Γιατί ὅποιος νιώσει τήν ἀγάπη πού σταυρώνεται
ξέρει ὅτι γι᾿ αὐτή τήν ἀγάπη δέν ὑπάρχει θάνατος.
Ὁ
Χριστός, ὁ ἐνσαρκωμένος Θεός, μᾶς συνδέει πάλι μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς, μέ τήν ἀγάπη
πού σταυρώνεται. Ἔτσι καί ὅποιος θέλει νά Τόν ἀκολουθήσει, νά διαβεῖ τόν δρόμο
πού θά τόν φέρει σ᾿ Ἐκεῖνον, πρέπει νά ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό του καί νά πάρει τόν
Σταυρό στόν ὁποῖο θά σταυρώσει τόν ἐγωκεντρισμό του καί τήν φιλαυτία του.
Συμπορευόμενοι
νοερά μέ τόν Χριστό στόν δρόμο γιά τόν Γολγοθᾶ, ἄς σταθοῦμε κι ἐμεῖς κάτω ἀπό
τόν Σταυρό. Κι ἐκεῖ πού Ἐκεῖνος θά σταυρώνεται γιά τίς δικές μας ἁμαρτίες, ἄς
σταυρώσουμε τά πάθη μας·
«Τάς αἰσθήσεις ἡμῶν καθαράς τῷ Χριστῷ παραστήσωμεν, καί ὡς φίλοι τάς ψυχάς ἡμῶν θύσωμεν δι’ αὐτόν, καί μή ταῖς μερίμναις τοῦ βίου, συμπνιγῶμεν ὡς ὁ Ἰούδας...» (α΄ ἀντίφωνο Ἀκολουθίας τῶν Παθῶν)
Βλέποντας
καί προσκυνώντας εὐλαβικά τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἀρχίζουμε νά διακρίνουμε τό φῶς
τῆς Ἀναστάσεώς Του.
Στόν Σταυρό ὁ Χριστός ἔλυσε τήν τραγωδία τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας γενόμενος «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ». Ἐφανέρωσε ὅτι αὐτός ὁ κόσμος δέν εἶναι
ἡ τελική πραγματικότητα, ἐάν μέσα σ᾿ αὐτόν ἀγωνισθοῦμε σταυρικά κατά τοῦ ἐγωϊσμοῦ
μας. Ἀποκατέστησε ἔτσι τό θετικό νόημα τοῦ κόσμου. Προσανατόλισε ξανά τήν ἐλευθερία
μας στόν Δημιουργό της, τόν ἅγιο Τριαδικό Θεό. Νίκησε τόν θάνατό μας μέ τό νά
κάνει δικό Του τόν δικό μας θάνατο, καί μέ τήν Ἀνάστασή Του μᾶς χάρισε ζωή καί ἀφθαρσία.
Νεκρός
πάνω στόν Σταυρό, ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς Ἱερουσαλήμ, καί μετά τήν Ἀνάστασή Του,
τήν τρίτη ἡμέρα «κατά τάς Γραφάς», ὁ Χριστός συνεχίζει νά πεθαίνει καί νά ἀνασταίνεται,
μυστικά, μυστηριακά, μέχρι τό τέλος τοῦ κόσμου τούτου μαζί μέ κάθε ἄνθρωπο, τοῦ
ὁποίου «ἐνεδύθη» τό πρόσωπο.
Δέν
ἔχουμε λοιπόν παρά νά ἀνασηκώσουμε τήν βαριά πλάκα τῆς πέτρινης καρδιᾶς μας πού
σκεπάζει μέσα μας, ὡς ἄλλος τάφος, τόν Κύριο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Τότε Αὐτός,
δίχως ἄλλο, θά ἐγερθεῖ, ὅπως καί τήν νύκτα ἐκείνη ὅπου τά «πάντα πεπλήρωται
φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια» (Ἀναστάσιμος κανόνας στόν Ὄρθρο),
συνεγείροντας κι ἐμᾶς μέ τήν λυτρωτική Του παρουσία.
dimokratianews, 05.04.2018