ΥΨΩΣΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Ἰωάν. 19, 6-11, 13-20, 25-28, 30
Τυ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνος
«Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Ἰωάν. 19, 15)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, σήμερα εἶνε ἡ γιορτὴ τῆς ὑψώσεως τοῦ τιμίου σταυροῦ. Γιορτάζεται σʼ ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ τίμιος σταυρὸς ἀνάμεσα σὲ λουλούδια ὑψώνεται. Καὶ ὅπως τὴ Μεγάλη Παρασκευή οἱ πιστοὶ νηστεύουν, ἔτσι καὶ στὴ γιορτὴ αὐτὴ οἱ χριστιανοὶ νηστεύουν. Τὸ δὲ Εὐαγγέλιο, ποὺ διαβάζεται τὴ μέρα αὐτὴ εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ διαβάζεται στὴν ἀκολουθία τοῦ πρωινοῦ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς.
* * *
Ἄς ἀνοίξουμε καὶ πάλι τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἄς διαβάσουμε τοὺς πέντε πρώτους στίχους τῆς σημερινῆς περικοπῆς καὶ ἄς τοὺς προσέξουμε ἰδιαίτερα.
Τὸ ἰουδαϊκὸ δικαστήριο, ποὺ τὸ
ἀποτελοῦσαν ἀρχιερεῖς, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι, συνεδρίασε τὴ νύχτα τῆς
Μεγάλης Πέμπτης καὶ πρὶν νʼ ἀνατείλη ὁ ἥλιος ἔβγαλε τὴν ἀπόφασι˙
Θάνατος στὸ Χριστό! Ἡ ποινὴ θὰ ἔπρεπε νὰ ἐκτελεσθῆ. Ἀλλʼ ἐπειδὴ οἱ
Ἰουδαῖοι ἦταν τότε ὑπόδουλοι, καμμιὰ καταδικαστικὴ ἀπόφασι σὲ θάνατο τοῦ
ἰουδαϊκοῦ δικαστηρίου δὲν μποροῦσε νὰ ἐκτελεσθῆ, ἄν δὲν ὑπέγραφε ὁ
Ρωμαίος ἡγεμόνας. Τότε ἦταν ὁ Πιλᾶτος. Θὰ ἔπρεπε λοιπὸν ἡ ποινὴ νὰ
ἐπικυρωθῆ ἀπὸ τὸν Πιλᾶτο. Γιʼ αὐτὸ τὶς πρωινὲς ὥρες, μέσα σʼ ἕνα
πανδαιμόνιο ἀπὸ φωνὲς καὶ ἰαχές, ἔφεραν τὸ Χριστὸ στὸ ρωμαϊκὸ
διοικητήριο.
Ὁ Πιλᾶτος ἀπὸ τὶς φωνὲς ξύπνησε, βγῆκε ἔξω καὶ κατάπληκτος εἶδε
ἕνα λαὸ ποὺ φώναζε καὶ ζητοῦσε τὴν καταδίκη τοῦ Χριστοῦ σὲ θάνατο. Ἀλλʼ
ὁ Πιλᾶτος δὲν ἤθελε νὰ ὑπογράψη, ἄν προηγουμένως, δὲν ἐξέταζε τὴν
ὑπόθεσι. Ἀπὸ τὴν ἐξέτασι ποὺ ἔκανε ἔβγαλε τὸ συμπέρασμα, ὅτι ὁ Χριστὸς
ἦταν τελείως ἀθῶος καὶ ἡ συνείδησί του δὲν ἐπέτρεπε νὰ γίνη ἔνοχος γιὰ
ἕνα τόσο φρικαλέο ἔγκλημα. Ὁ Πιλᾶτος διακήρυξε τὴν ἀθωότητα τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ Ἰουδαῖοι ἐπέμεναν καὶ ὁ Πιλᾶτος σκέφθηκε νὰ προκαλέση τὴ
συμπάθεια καὶ τὸν οἶκτο. Διέταξε καὶ φραγγέλλωσαν τὸν Χριστό. Τὸ
φραγγέλλωμα ἦταν μιὰ σκληρὴ τιμωρία. Ὁ κατάδικος γυμνὸς δενόταν σὲ μιὰ
κολώνα καὶ ἕνας στρατιώτης ἅρπαζε τὸ φραγγέλιο καὶ μὲ δύναμι τὸ
κατάφερνε στὴν πλάτη τοῦ καταδίκου. Τὰ χτυπήματα τοῦ φραγγελλίου ἔσχιζαν
τὶς σάρκες, ἄνοιγαν πληγές, προκαλοῦσαν ρυάκια αἵματος καὶ τὸ σῶμα τοῦ
θύματος παραμορφωνόταν. Ὑπῆρχαν περιπτώσεις, ποὺ ὁ κατάδικος δὲν ἄντεχε
καὶ πέθαινε.
Μετὰ τὸ φραγγέλλωμα οι στρατιῶτες, γιὰ νὰ γελοιοποιήσουν τὸ
Χριστό, ποὺ ὁ λαὸς τὸν κατηγοροῦσε ὅτι ἤθελε νὰ γίνη ἐγκόσμιος βασιλιᾶς,
ἔπλεξαν στεφάνι ἀπὸ ἀγκάθια, τὸ ἔβαλαν πάνω στὸ κεφάλι του γιὰ στέμμα
καὶ τὸν ἔντυσαν μὲ πορφύρα, δηλαδὴ μὲ ἔνδυμα πολυτελείας ποὺ εἶχε χρῶμα
κόκκινο, ποὺ φοροῦσαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη οἱ βασιλιᾶδες.
Σʼ αυτὴ τὴν ἀθλία κατάστασι ὁ Πιλᾶτος παρουσίασε τὸ Χριστὸ στὸ
λαό, λέγοντας˙ «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος» (Ἰωάν. 19, 6). Τὸ θέαμα, ποὺ παρουσίαζε
τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὁ Χριστός, ἦταν τέτοιο ποὺ οἱ ἄνθρωποι, ὅσο σκληροὶ κι
ἄν ἦταν, ἔπρεπε νὰ συγκινηθοῦν. Ὁ Χριστός, ὁ «ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς
υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. 44, 3), ὁ Χριστὸς ποὺ προκαλοῦσε τὸ θαυμασμὸ
γιὰ τὴν ὅλη ἐμφάνισί του, ὁ Χριστὸς ποὺ ἐξουσιάζει θάλασσες καὶ
ὠκεανούς, ὁ Χριστὸς ποὺ εἶνε ὁ βασιλιᾶς τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, στὸ
πραιτώριο τοῦ Πιλάτου εἶχε καταντήσει παιχνίδι, μὲ τὸ ὁποῖο ἔπαιζαν οἱ
στρατιῶτες τοῦ Πιλάτου. Μπροστὰ στὸ θέαμα αὐτὸ θά ʼπρεπε οἱ Ἰουδαῖοι νὰ
συγκινηθοῦν. Ὄχι μόνο δὲν συγκινήθηκαν, ἀλλὰ καί, ἀγριώτεροι ἀπὸ τὰ
θηρία, ἐξαγριώθηκαν περισσότερο, καὶ στὰ λόγια τοῦ Πιλάτου, ὅτι στὸν
ἄνθρωπο αὐτὸ δὲν βρίσκει καμμιὰ αἰτία ΄θανάτου, ἀπαντοῦσαν μὲ τὶς
κραυγές˙ «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν».
Ὁ Πιλᾶτος δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ὑποχωρήση. Εἶχε δύναμι ἀρκετή, ὥστε
νὰ διαλύση τὰ πλήθη ἐκεῖνα, ὅπως ἔκανε σὲ ἄλλη περίπτωσι. Ἀλλὰ δείλιασε.
Φοβήθηκε νὰ μὴν καταγγελθῆ στὸν Καίσαρα τῆς Ρώμης, ὅτι τὰχα δὲν δείχνει
αὐστηρότητα σὲ κάποιον μποὺ διεκδικοῦσε τὸν τίτλο τοῦ βασιλιᾶ. Φοβήθηκε
μήπως χάση τὴ θέσι τοῦ ἡγεμόνα τῆς Ἰουδαίας, ἐνῶ θά ʼπρεπε νὰ μείνη
σταθερὸς καὶ ἀκλόνητος μέχρι τέλους καὶ νὰ προτιμήση νὰ χάση ὄχι μόνο τὸ
θρόνο του ἀλλὰ καὶ τὴ ζωὴ του ἀκόμα, παρὰ νὰ βάλη τὴν ὑπογραφή του καὶ
νὰ γίνη συνένοχος γιὰ τὸ φοβερώτερο ἔγκλημα ποὺ διαπράχθηκε ποτὲ πάνω
στὴ γῆ.
Ὁ Πιλᾶτος ὑπέκυψε καὶ ὑπέγραψε τὴν καταδίκη τοῦ Χριστοῦ σὲ θάνατο. Καὶ «παρέδωκεν αὐτοῖς ἵνα σταυρωθῇ» (Ἰωάν. 19,16).
* * *
Ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Χριστὸς
σταυρώθηκε στὸ φρικτὸ Γολγοθᾶ ἔχουν περάσει δεκαεννιὰ καὶ πλέον αἰῶνες.
Ἀλλὰ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἐσταυρωμένου συνεχίζεται καὶ στὶς μέρες μας. Βέβαια
ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ὠς Θεὸς δὲν πά;σχει καὶ δὲν ὑποφέρει. Ἀλλὰ πάσχουν
καὶ ὑποφέρουν οἱ γνήσιοι ὁπαδοί του, οἱ πραγματικοὶ χριστιανοί, ὅσοι
προσπαθοῦν νὰ ἐφαρμόσουν τὰ διδάγματά του, νὰ ζήσουν ὅπως ἔζησε ἐκεῖνος.
Στὸ πρόσωπο τῶν γνησίων ὁπαδῶν του βρίζεται καὶ ἐξευτελίζεται ὁ
Χριστός. Ὅ,τι οἱ ἄνθρωποι τοῦ αἰώνα μας θὰ ἔκαναν στὸ Χριστό, ἄν ζοῦσαν
στὴν ἐποχή του, τὸ κάνουν τώρα σʼ ἐκείνους ποὺ μὲ λόγια καὶ ἔργα
παρουσιάζουν τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.
Ἀμφιβάλλετε, ὅτι ἄν ζοῦσε σήμερα ὁ Χριστὸς οἱ ἄνθρωποι τοῦ
αἰώνα μας θὰ ἔδειχναν τὴν ἴδια διαγωγὴ ποὺ ἔδειξαν οἱ σύγχρονοί του;
Ἀλλὰ δὲν ἀκοῦτε, ὅτι τὰ τελευταῖα χρόνια ὄχι μόνο ἡ ζωὴ τῶν ἀντιπροσώπων
τῆς θρησκείας μας, ποὺ ἔχουν ἀνθρώπινες ἀτέλειες καὶ ἀδυναμίες, ἀλλʼ
αὐτὴ ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ἡ καθαρὴ καὶ ἄμωμη, ἡ λαπρότερη ἀπʼ τὶς ἀκτῖνες
τοῦ ἡλίου, ἀπὸ ἄθλια ὑποκείμενα ἀνεβάστηκε στὰ θέατρα καὶ ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ
τὰ πλήγματα τῆς κριτικῆς τους, κάτω ἀπὸ τὸ νέου εἴδους τοῦτο
φραγγέλλωμα, ὁ Χριστὸς παρουσιάζεται παραμορφωμένος, σὰν κάποιο αἰσχρὸ
καὶ γελοῖο ὑποκείμενο; Τέτοιο δὲν ἦταν καὶ τὸ ἔργο «Ἰησοῦς Χριστὸς
σούπερ – στάρ», ποὺ παίχθηκε πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια; Χιλιάδες θεαταὶ
χειροκροτοῦσαν, καὶ τὰ χειροκροτήματά τους δὲν ἦταν τίποτα ἄλλο παρὰ
ἐπανάληψις τοῦ «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν». Εἶνε σὰν νὰ λένε στὸ Χριστό˙
«Χριστέ, οἱ Ἰουδαῖοι σὲ σταύρωσαν στὸ Γολγοθᾶ˙ ἐμεῖς σὲ σταυρώνουμε στὰ
θέατρα καὶ τοὺς κινηματογράφους καὶ σὲ ξευτελίζουμε»…
«Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν»! Ἀλλʼ ἐνῶ στὸν αἰώνα μας τὰ παιδιὰ
τοῦ σκοταδιοῦ ἐξακολουθοῦν νὰ φωνάζουν τὸ «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν»,
ποῦ εἶνε οἱ χριστιανοί, ποὺ λένε ὅτι ἀγαποῦν τὸ Χριστό, νὰ
διαμαρτυρηθοῦν καὶ νὰ φωνάξουν καὶ μὲ ὅλη τὴ δύναμί τους νὰ ὑπερασπίσουν
ὅσο ἀπὸ αὐτοὺς ἐξαρτᾶται τὸ ὄνομα, «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλιπ. 2, 9),
τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ;
* * *
Χριστιανοί μου! Ὁ κόσμος φωνάζει «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν». Ἀλλʼ ὅπως παρατηρεῖ ἐκλεκτὸς ἑρμηνευτὴς τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὁ ἀείμνηστος Παναγιώτης Τρεμπέλας, ὅσο ὁ ἄπιστος κόσμος φωνάζει τὸ «Σταύρωσον σταύρωσον…», οἱ πιστοὶ πρέπει νὰ φωνάζουμε καὶ νὰ καλύψουμε τὶς φωνὲς τοῦ ἀπίστου καὶ ἀθέου κόσμου. Στὴ φωνὴ τῶν ἀπίστων «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» ἐμεῖς νʼ ἀντιτάξουμε τὴ φωνή˙ «Στεφάνωσον στεφάνωσον αὐτόν»!
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »Σταγόνες ἀπὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν», σελ. 238-243 (ἕκδοσις Γ΄, »Ἀδελφότης ΣΤΑΥΡΟΣ», Ἀθῆναι 1990).