Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021

Καθηγητής Κωνσταντίνος Βαθιώτης: Από την οδική ασφάλεια στην υγειονομική ασφάλεια.

 

Κωνσταντίνος Βαθιώτης

*** Οθόνες παντού: Το μπόλιασμα της ασφάλειας στο υποσυνείδητο του πολίτη ***

Οι ηλεκτρονικοί πίνακες μεταβλητών μηνυμάτων που υπάρχουν στις εθνικές οδούς της χώρας μας εκγύμναζαν τους οδηγούς εδώ και πολλά χρόνια για την ανάγκη τήρησης των αποστάσεων ασφαλείας.

Το σχετικό μήνυμα «Οδηγείτε προσεκτικά / Κρατάτε αποστάσεις / Drive Carefully / Keep a safe distance» αναβοσβήνει ακόμη και σήμερα, βοηθώντας τους οδηγούς να συνειδητοποιήσουν ότι η οδική ασφάλεια ήταν το γήπεδο προπόνησής τους για την επίδειξη πειθαρχίας στην τήρηση του αντίστοιχου υγειονομικού μέτρου: «Προσοχή! Κρατάμε αποστάσεις!».

Ο συσχετισμός είναι προφανής: Ο μεν οδηγός που οδηγεί σε ικανή απόσταση από το μπροστινό αυτοκίνητο δεν κινδυνεύει να (το) τρακάρει, ο μεν πολίτης που στέκεται σε ικανή απόσταση από τον διπλανό του (1,5 μ. / 2 μ.) δεν κινδυνεύει να (τον) κολλήσει.

Στους ηλεκτρονικούς πίνακες αναβοσβήνει εδώ και πολλά χρόνια και ένα άλλο μήνυμα, το οποίο θα μπορούσε ευχερώς να συσχετισθεί με προετοιμασία του υποσυνειδήτου μας για την τήρηση του νεοείσακτου υγειονομικού μέτρου της υποχρεωτικής μασκοφορίας: «Φοράμε πάντα: Κράνος / ζώνη ασφαλείας».

Ίσως στο μέλλον το μήνυμα αυτό εμπλουτισθεί με την προτροπή να φοράμε πάντα «και μάσκα».

Δεν πρέπει βεβαίως να λησμονηθεί και το λιτό μήνυμα που στέλνει συχνά-πυκνά στους οδηγούς η περιφέρεια Αττικής αναγράφοντας στους ηλεκτρονικούς πίνακες τη γενική προτροπή:

«Οδηγείτε με ασφάλεια».

Ένα τέτοιο μήνυμα δίνει το στίγμα της εποχής στην οποία ζούμε:

Εκείνο που βρίσκεται υπεράνω όλων των άλλων (όχι μόνο των θεμελιωδών δικαιωμάτων αλλά και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας) είναι η ασφάλεια του πολίτη σε όποιο πεδίο και αν κινείται, είτε ως οδηγός είτε με κάποια άλλη ιδιότητα.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι ηλεκτρονικοί πίνακες μεταβλητών μηνυμάτων επιτελούν μια σημαντική λειτουργία πλύσης εγκεφάλου, μέσω της οποίας το υποσυνείδητο του πολίτη πρέπει να μπολιασθεί με την ανάγκη αναγνώρισης της απόλυτης πρωτοκαθεδρίας της αρχής της ασφάλειας.

Πόσο δίκιο είχε ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν Μπωντριγιάρ, ο οποίος από το 1976 στο βιβλίο του “Η συμβολική ανταλλαγή και ο θάνατος” και ειδικότερα στην ενότητα με τίτλο “Ο εκβιασμός για ασφάλεια” (για την υγειονομική ασφάλεια δεν εκβιάζονται και σήμερα όλοι σχεδόν οι πολίτες του πλανήτη προκειμένου να απλώσουν το πολυπόθητο μπράτσο τους στον χειριστή της σύριγγας;) σημείωνε:

«Η ασφάλεια είναι η βιομηχανική προέκταση του θανάτου, όπως η οικολογία είναι η βιομηχανική προέκταση της ρύπανσης. Λίγοι παραπάνω επίδεσμοι στη σαρκοφάγο. Αυτό ισχύει και για τους μεγάλους θεσμούς που αποτελούν τη δόξα της δημοκρατίας μας: η Κοινωνική Ασφάλιση είναι τα κοινωνικά προσθετικά μέλη μιας νεκρής κοινωνίας […]. Αποτροπή του θανάτου με αντίτιμο τη συνεχή απονέκρωση: αυτή είναι η παράδοξη λογική της ασφάλειας. […] Το σύστημά μας ζει από την παραγωγή του θανάτου και διατείνεται πως κατασκευάζει ασφάλεια».

Φυσικά, οι πίνακες αυτοί συνεπικουρούν την λατρεία της ασφάλειας, όπως αυτή προωθείται μέσω των λοιπών οθονών τις οποίες παρακολουθεί ο πολίτης καθημερινά ευρισκόμενος όχι μόνο στο σπίτι του, αλλά και σε άλλους κλειστούς ή εξωτερικούς χώρους: Η οθόνη της τηλεόρασης, που προπαγανδίζει ανελλιπώς τα υγειονομικά μέτρα για την ασφάλεια του πολίτη έναντι της πανδημίας του κορωνοϊού, παίζει σχεδόν παντού, ακόμη και στις αίθουσες αναμονής των ιατρείων, ακόμη και σε σουβλατζίδικα, για να χαζεύει ο πελάτης όση ώρα περιμένει να εκτελεσθεί η παραγγελία του.

Κι αν υποτεθεί ότι ο πολίτης αντιστέκεται στο δηλητήριο της τηλεοπτικής υγειονομικής προπαγάνδας, αρνούμενος να παρακολουθήσει την οθόνη της τηλεόρασης που είναι ανοιχτή όπου κι αν πάει, δεν μπορεί να ξεφύγει εύκολα από την οθόνη του έξυπνου κινητού του, στην οποία σκρολάρει ανά τακτά χρονικά διαστήματα σαν εξαρτημένος χρήστης που, αντί για ναρκωτικά, χρειάζεται την τζούρα της πληροφορίας.

Μέσα όμως από τις αμέτρητες πληροφορίες με τις οποίες βομβαρδίζεται κάθε λεπτό, ο πολίτης εισάγεται τεχνηέντως σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί το κλίμα της ασφάλειας. Ακόμη και η περιήγησή του σε διάφορες ιστοσελίδες τον φέρνει σε επαφή με τον κίνδυνο να εκτεθεί σε ηλεκτρονικούς ιούς ή να πέσει σε παγίδες αετονύχηδων.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, ο σημερινός οργουελικός τρόπος ζωής των πολιτών –στο περίφημο δυστοπικό μυθιστόρημα του Όργουελ «1984» (μτφ.: Ν. Μπάρτη, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1978, σελ. 12), αναφέρεται ότι οι συσκευές των πολιτών της Ωκεανίας, τις οποίες αποκαλούσαν «τηλεοθόνες» («ταυτόχρονα πομποί και δέκτες»), μπορούσαν μεν να σκοτεινιάσουν αλλά δεν υπήρχε τρόπος να κλείσουν εντελώς– δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας ότι, αργά ή γρήγορα, θα έρθει η στιγμή όπου η ανάγκη για ασφάλεια θα αρχίσει να συμβιώνει αρμονικά με (άλλως: να εξισορροπείται από) την ανάγκη για απόλαυση ενός ελεύθερου και αξιοπρεπούς βίου.

Αν οι τηλεοθόνες εξακολουθήσουν να κατακλύζουν (και εν τέλει να στραγγαλίζουν) την καθημερινότητά μας, τότε δεν αποκλείεται να συμβεί αυτό που περιγράφεται στο προαναφερθέν οργουελικό μυθιστόρημα, δηλ. να συνδέεται με την κάθε συσκευή η «Αστυνομία της Σκέψης», «άγνωστο πόσο συχνά ή με ποιο σύστημα» (ό.π., σελ. 12/13).

Συνοψίζοντας: Όπου και να πας, παίζει μια τηλεόραση, δηλαδή παντού είναι ανοιχτή μια τηλεοπτική οθόνη. Ανά πάσα στιγμή είμαστε σκυμμένοι σε μια οθόνη τηλεφώνου, ενώ δουλεύουμε μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή. Δάσκαλοι, καθηγητές, μαθητές και φοιτητές παγιδεύτηκαν στο ψηφιακό κελλί – μια οθόνη έγινε όλη μας η ζωή. Άρα ζούμε ό,τι βλέπουμε, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε τι συμβαίνει πραγματικά. Συμβαίνει ό,τι μας λένε, μόνο που δεν μας λένε τι ακριβώς συμβαίνει.