Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου μὲ θέμα:
Θέσις τῆς Δ΄ Οἰκουμενικὴς Συνόδου:
«Ὁ Χριστὸς εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος»
[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 17-7-1983]
(Β 95)
«Ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν».
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τὴ μνήμη τῶν 630 θεοφόρων Πατέρων, ποὺ συνεκρότησαν τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴν Χαλκηδόνα. Τὸ θέμα τῆς Συνόδου ἦταν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος.
Βέβαια, πρὶν ξεκινήσουμε νὰ δοῦμε τὸ περιεχόμενο τῆς Συνόδου αὐτῆς, τὸ ἐξαιρετικὰ ἐπίκαιρο σὲ κάθε ἐποχή, θὰ ἤθελα νὰ ἔκανα μιὰ διασάφηση γύρω ἀπὸ τὸ θέμα «δόγμα», διότι ὅλες οἱ Σύνοδοι φυσικὰ δογμάτισαν. Στὴν ἐποχή μας, ἡ ὁποία δὲν θὰ ἤθελε νὰ ἀκούσει οὔτε τὴ λέξη, οὔτε τὸ περιεχόμενο «δόγμα»- ἄλλη παράγραφος ὅτι ἡ πιὸ δογματικὴ ἐποχὴ εἶναι ἡ ἐποχή μας, αὐτὴ ποὺ φιλελευθεριάζει, ἡ πιὸ δογματική- θὰ ἤθελα νὰ κάνω μία διασάφηση τὸ τί εἶναι δόγμα· τὸ ὁποῖο, ὅπως σᾶς εἶπα, τόσο τρομάζει στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, ὅταν ἀκούει γιὰ δόγματα. Νομίζει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ὅτι τὸ δόγμα εἶναι κάτι ποὺ θὲς δὲν θὲς πρέπει νὰ τὸ δεχτεῖς ἢ σοῦ ἀρέσει ἢ δὲν σοῦ ἀρέσει, ἄλλο ἐὰν αὐτὸ σοῦ δεσμεύει ἢ δὲν σοῦ δεσμεύει τὴν ἐλευθερία. Ἕνα εἶδος δηλαδὴ πειθαναγκασμοῦ νομίζει ὅτι εἶναι τὸ δόγμα. Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη ὑπάρχει.
Σᾶς εἶπα ὅμως ὅτι ἡ ἐποχή μας εἶναι δογματική. Εἶναι δογματικὴ μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ἡ ἐποχή μας· διότι βλέπετε σὰν κοπάδια, θὰ ξαναπῶ τὴ λέξη, σὰν κοπάδια οἱ ἄνθρωποι πηγαίνουν σὲ ποικίλους δογματισμοὺς τῆς ἐποχῆς μας νὰ ἐνταχθοῦν. Τί εἶναι παρακαλῶ ἡ μόδα; Ἡ μόδα δὲν εἶναι παρὰ ἕνας δογματισμός. «Τάδε ἒφη Παρίσι». «Τάδε ἒφη Νέα Ὑόρκη». Αὐτὸ εἶπε τὸ Παρίσι, αὐτὸ εἶπε ἡ Νέα Ὑόρκη, αὐτὸ εἶπε ἡ Δύσις, αὐτὸ εἶπε ἡ μόδα. Καὶ βλέπετε, θὰ ξαναπῶ γιὰ τρίτη φορά, τοὺς ἀνθρώπους σὰν κοπάδια, νὰ πηγαίνουν νὰ ἐνταχθοῦν σὲ αὐτὴν τὴ μάνδρα, μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ποὺ λέγεται «δόγμα».
Ἀλλὰ δὲν εἶναι, ἀγαπητοί μου, αὐτὸ τὸ πρᾶγμα τὸ δόγμα. Καὶ ἐπειδὴ βλέπετε τοὺς ἀνθρώπους νὰ θέλουν νὰ εἶναι θρησκευτικὰ αχρωμάτἱστοι, ἄλλο ὅτι πάλι ἔχουν τὴν πιὸ αὐστηρὴ πίστη στὴν ἀθεΐα τους-πίστη εἶναι, πίστη εἶναι στὴν ἀθεΐα· διότι ἀπέδειξες ὅτι δὲν ὑπάρχει ὁ Θεός; Τὸ πιστεύεις ὅτι δὲν ὑπάρχει ὁ Θεός. Ἔ, βλέπετε λοιπὸν σήμερα τοὺς ἀνθρώπους μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια, ποὺ ἔχουν θεοποιήσει τὴν ἐλευθερία, ἐνῶ εἶναι οἱ πιὸ ἀνελεύθεροι ἄνθρωποι ὅλων τῶν αἰώνων καὶ ὅλων των ἐποχῶν, σκλαβωμένοι στὰ πάθη τους οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι, θέλοντας νὰ ἀντιδράσουν, λέγουν ὅτι τὸ δόγμα δεσμεύει τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, τὴν ἀνθρώπινη διάνοια νὰ δεχθεῖ ὅ,τι θέλει.
Δὲν εἶναι αὐτό, ἀγαπητοί μου. Τὸ δόγμα εἶναι ἀλήθεια ἀποκεκαλυμμένη καὶ κατοχυρωμένη. Αὐτὸ εἶναι. Ἐξηγῶ. Ὁ ἥλιος εἶναι μία ἀλήθεια. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια εἶναι ἕνα δόγμα. Εἴτε τὸ θέλεις, εἴτε δὲν τὸ θέλεις, εἶναι μία πραγματικότητα. Θὰ δεχθεῖς λοιπὸν ὅτι ὑπάρχει ὁ ἥλιος καὶ ἔχει τίς ἰδιότητες αὐτὲς ποὺ ἔχει. Τί κάνω τώρα ὅταν σοῦ πῶ τί εἶναι ὁ ἥλιος; Μιὰ κατοχύρωση. Ὅταν ἡ ἐπιστήμη ἀποκαλύπτει τί εἶναι ὁ ἥλιος, ἐρευνᾷ καὶ φανερώνει τί εἶναι ὁ ἥλιος, αὐτὸ εἶναι μία ἐπιστημονικὴ ἀλήθεια. Αὐτὸ θὰ τὸ λέγαμε γιὰ μιὰ στιγμὴ στὸ χῶρο τῆς θρησκείας, τῆς πίστεως, ἕνα δόγμα. Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι μία πραγματικότητα. Καὶ τί κάνει τώρα ἡ ἐπιστήμη; Κατοχυρώνει αὐτὴ τὴν ἀλήθεια καί μας τὴν παρουσιάζει. Αὐτὸ εἶναι ἀγαπητοί μου τὸ δόγμα.
Ἔρχεται νὰ μᾶς πεῖ ἡ Ἐκκλησία ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Τριαδικός. Δὲν τὸ ἐπινοήσαμε. Μᾶς ἀπεκαλύφθῃ. Καὶ ἀφοῦ μᾶς ἀπεκαλύφθῃ, σημαίνει ὅτι θὰ τὸ δεχθοῦμε ὡς ἀποκεκαλυμμένο. Ὅταν ἔρχεται κάποιος νὰ τὸ ἀμφισβητήσει, τότε ἡ Ἐκκλησία φροντίζει νὰ περιφρουρήσει αὐτὴν τὴν ἀλήθεια· καὶ αὐτὴ ἡ περιφρούρηση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας λέγεται «δόγμα». Γιατί ὅμως ἔρχεται ἡ Ἐκκλησία νὰ περιφρουρήσει τὴν ἀλήθεια; Ἔρχεται διότι πιστεύει -κι ἔτσι εἶναι- ὅτι τὸ δόγμα, δηλαδὴ αὐτὴ ἡ ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια εἶναι ἡ βάση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Συνεπῶς ἐὰν χάσει αὐτὴν τὴ βάση, τότε δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τὴ σωτηρία. Γιὰ λόγους λοιπὸν ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας, κατοχυρώνει αὐτὴν τὴν ἀλήθεια ἀκριβῶς γιὰ νὰ ἐπιτύχει ὁ ἄνθρωπος τὴ σωτηρία του. Ὅπως ἀκριβῶς, θὰ λέγαμε, ἔρχεται ἡ Ἰατρικὴ νὰ μᾶς κατοχυρώσει μὲ μίαν ἀλήθεια καὶ νὰ μᾶς πεῖ ὅτι «θὰ ζήσετε ἔτσι κι ἔτσι κι ἔτσι, θὰ λάβετε τὰ μέτρα σας ἐναντίον μιᾶς ἀσθένειας ἔτσι κι ἔτσι κι ἔτσι, γιὰ νὰ μὴν ἀρρωστήσετε». Συνεπῶς δὲν κάνει τίποτε ἄλλο ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, παρὰ νὰ περιφρουρεῖ, νὰ περιχαρακώνει καὶ νὰ φανερώνει τὴν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια. Πῶς τὴ φανερώνει; Προσέξτε. Μὲ μιὰ διατύπωση. Καὶ πῶς τὴν φανερώνει; Μὲ τὸ στόμα ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ ἀκριβῶς κάνει ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὸ εἶναι τὸ δόγμα. Γιατί λοιπὸν φοβόμαστε; Γιατί τρομάζουμε; Καὶ ἔχουμε βγάλει καὶ τὸ ρῆμα ὅτι «δογματίζεις» μὲ αὐτὰ ποὺ λές. Καὶ ἐννοοῦμε ὅτι μιλᾷς αὐθαίρετα. Σήμερα ἅμα λέμε τὸ ρῆμα «δογματίζω» σημαίνει ὅτι μιλάω αὐθαίρετα. Ἡ Ἐκκλησία δὲν μιλάει αὐθαίρετα. Ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ ἀπεκαλύφθῃ, τὸ ξαναλέγω ἄλλη μία φορά, τὸ κατοχυρώνει καὶ τὸ παρουσιάζει.
Κάνοντας αὐτὴν τὴν διασάφηση ἐρχόμαστε τώρα στὸ κύριό μας θέμα. Ἀγαπητοί μου, ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τί κατοχύρωσε; Ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος σὲ μία ὑπόσταση. Αὐτὴ εἶναι ἡ διατύπωση ποὺ ἔκανε ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Αὐτὴ ἡ διατύπωσις εἶναι ἀναγκαιοτάτη καὶ ἐπικαιροτάτη, διότι δὲν ἀπασχόλησε τότε τοὺς ἀνθρώπους μὲ τίς χριστολογικὲς ἐκεῖνες ἔριδες, ἀλλὰ ἀπασχολεῖ καὶ σήμερα τὸν ἄνθρωπο. Μὲ ἄλλα λόγια, αὐτὸ ποὺ διετύπωσε ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, εἶναι τὸ ἐρώτημα τοῦ Κυρίου στοὺς μαθητές Του, ἀλλὰ καὶ πρὸς ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα: «τίνα μὲ λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου;» [Ματθ.16,13]. «Ἐγὼ παρουσιάζομαι ὡς ἄνθρωπος· οἱ ἄνθρωποι τί λέγουν γιὰ μένα; Ποιός εἶμαι;». Τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοί μου, εἶναι τὸ μέγα πρόβλημα καὶ τὸ μέγα ἐρωτηματικὸ σὲ ὁλόκληρη τὴν παγκόσμια ἱστορία. Δὲν ὑπάρχει κανένα ἀπολύτως φλέγον, θεμελιώδους σημασίας, ζωῆς καὶ θανάτου θέμα, ὅσο τὸ θέμα: «τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Δὲν ξέρω ἂν καταλαβαίνετε, ἀγαπητοί, τί ἀκριβῶς εἶναι τὸ πρόβλημα αὐτό. Ἐὰν ὑπάρχει ἢ δὲν ὑπάρχει Ἀμερικὴ μπορῶ νὰ ζήσω εὐτυχισμένος. Ἐὰν ὑπάρχουν ἢ δὲν ὑπάρχουν ἀστέρια καὶ πόσα εἶναι καὶ ἂν κατοικοῦνται ἢ δὲν κατοικοῦνται, δὲν μὲ ἀφορᾷ ἐμένα. Ἐὰν δὲν γνωρίζω τίποτε ἀπὸ τὴν Ἐπιστήμη καὶ τὴν Τεχνική, δὲν μὲ ἀφορᾷ. Μπορῶ νὰ ζήσω πάλι εὐτυχισμένος. Ἄν ὅμως ὁ Χριστὸς εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι ἢ δὲν εἶναι, ἀφορᾷ καὶ τὴν παροῦσα μου ζωὴ καὶ τὴν αἰώνιά μου ζωή. Γιατί τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀπάντηση ποιός εἶμαι ἐγὼ ὁ ἄνθρωπος καὶ ποιός εἶναι ὁ προορισμός μου. Ὅπως καταλαβαίνετε λοιπὸν εἶναι θεμελιώδους σημασίας τὸ ἐρώτημα: «Οἱ ἄνθρωποι τί λένε γιὰ μένα; Ποιός εἶμαι;». Καὶ ναὶ μέν, ὅπως τότε ἀπήντησαν οἱ σύγχρονοι τοῦ Χριστοῦ, ὅπως μεταφέρουν οἱ μαθητές, αὐτὰ ποὺ ἔλεγαν οἱ σύγχρονοί του: «οἱ μὲν Ἰωάννην τὸν βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ Ἠλίαν, ἕτεροι δὲ Ἱερεμίαν ἢ ἕνα τῶν προφητῶν»: Ἄλλοι λένε ὅτι εἶσαι ὁ Ἰερεμίας, ἄλλοι λένε ὅτι εἶσαι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι λέγουν ὅτι εἶσαι ἕνας διδάσκαλος, ἄλλοι ἕνας προφήτης». Δηλαδὴ ποικίλες ἀπόψεις.
Οἱ ἄνθρωποι σήμερα τί λένε; Ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός; Ἐπικαιρότατο θέμα. Ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός; «Εἶναι κοινωνιολόγος», λένε οἱ ἄνθρωποι. Εἶναι σοφός, λένε ἄλλοι. «Εἶναι μάγος», λένε κάποιοι τρίτοι· «ποὺ σπούδασε δὲν ξέρω ποῦ, μαγικὰ πράγματα καὶ φακιρικά. Καὶ ἦρθε νὰ τὰ παρουσιάσει». «Εἶναι ἕνας πολὺ καλὸς ἄνθρωπος», λένε κάποιοι τέταρτοι κ.ὅ.κ. Καὶ ὁ Κύριος θέτει τὸ ἐρώτημα: «Ἐσεῖς, (ποιοὶ ἐσεῖς; Ἐσεῖς ποὺ ζεῖτε μαζί μου καί -προσέξτε- ἔχετε τὴν ἐμπειρία τοῦ προσώπου μου. Θὰ τὸ πῶ ἄλλη μία φορά. Ἔχετε τὴν ἐμπειρία τοῦ προσώπου μου. Ὄχι τὴν ψιλὴ γνώση, ἀλλὰ τὴν ἐμπειρία τοῦ προσώπου μου)· ἐσεῖς τί λέτε;». Διότι αὐτὸ τὸ ἐρώτημα τίθεται γιά τὸν κάθε πιστὸ τῆς κάθε ἐποχῆς. «Ἐσεῖς τί λέτε;».
Καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος λέγει: «σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε: «εἶσαι Θεάνθρωπος. Τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος». Νὰ μὴν τὸ ἀναλύσω πιὸ πολύ. Διότι τὸ «Χριστὸς» ἀναφέρεται στὴν ἀνθρώπινη φύση. «Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» ἀναφέρεται στὴν θεία φύση. Λοιπὸν αὐτὴ ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ κάθε πιστοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, στὸ πρόβλημα αὐτό· ποιός εἶναι ὁ Χριστός. Ἀλλὰ βλέπετε ὅμως ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ βαφτίστηκαν καὶ ἀνήκουν στὴ μάντρα τοῦ Χριστοῦ, πάντοτε δὲν μποροῦν νὰ σκέπτονται ἢ νὰ ἔχουν τὴν ἐμπειρία τοῦ Χριστοῦ, τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Τὸ γιατί, εἶναι ἕνα μεγάλο κεφάλαιο ποὺ δὲν εἶναι τῆς ὥρας νά σᾶς τὸ πῶ. Ἀλλὰ μόνο τοῦτο. Ὅτι σὰν ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι θέτουν τὸ ἐρώτημα: «Ποιός ἄραγε εἶναι ὁ Χριστός;» Δὲν ἔχεις ἄρα ἐμπειρία. Τέλος πάντων ἐρωτᾷς. Τί ἀπάντηση θὰ σοῦ δώσω;
Καὶ ἐπειδὴ ἀρχίζεις νὰ λέγεις ἐσὺ κάποιες ἀπαντήσεις, ἔρχεται ἡ Ἐκκλησία νὰ κατοχυρώσει καὶ νὰ σοῦ πεῖ, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος σὲ ἕνα πρόσωπο, σὲ μία ὑπόσταση. Τί σημαίνει αὐτό; Αὐτὴ εἶναι μία τεράστια ἀλήθεια, ἀγαπητοί μου. Προσέξατε. Ὁ Ἄρειος, τὸν ὁποῖο ἀντιμετώπισε ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, εἶπε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός, ἀλλὰ εἶναι κτίσμα. Δηλαδὴ δὲν ἔχει θεότητα. Ἀλλὰ τώρα στὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἔγινε τὸ ἀντίστροφο. Ὅτι εἶναι πραγματικὰ ὁ Θεός, ἀλλὰ ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πῆρε ἀνθρώπινη φύση. Καὶ ἂν πῆρε ἀνθρώπινη φύση, αὐτὴ ἢ ἦταν φαινόμενη ἢ ἀπερροφήθῃ ἀπὸ τὴ θεία φύση καὶ δὲν ἔχει καὶ πάρα πολλὴ σημασία. Αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ ἔμεινε στὴν Ἱστορία ὡς Μονοφυσιτισμός. Δηλαδὴ ἡ πίστη ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει μόνο μία φύση, τὴ θεία, ὄχι τὴν ἀνθρώπινη. Εἶναι δύο ἀκρότητες. Ἡ μία θέση ἀρνεῖται τὴ θεία φύση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἄλλη ἀρνεῖται τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ οἱ δύο αὐτὲς ἀκρότητες εἶναι θεμελιώδους σημασίας, ποὺ προσβάλλουν τὴ σωτηρία. Πῶς τὴν προσβάλλουν τὴ σωτηρία;
Ὡς πρὸς τὴν πρώτη θέση, ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός, τότε δὲν εἶναι δυνατὸν καὶ νὰ σώσει· διότι ὅλα τὰ κτίσματα ἔχουν ἀνάγκη σωτηρίας. Ἔχουν ἀνάγκη καὶ οἱ ἄγγελοι σωτηρίας. Δὲν εἶναι τῆς ὥρας νά σᾶς τὸ πλατύνω πολύ, γιατί δυστυχῶς σὲ ἕνα λειτουργικὸ κήρυγμα δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς πάρα πολλὰ πράγματα. Γι᾿ αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ παρακολουθοῦμε τίς ὁμιλίες ποὺ εἶναι τακτὲς καὶ ἄνετες καὶ ὡριαῖες καὶ νὰ μελετοῦμε, γιὰ νὰ διαφωτιζόμαστε. Καὶ οἱ ἄγγελοι, σᾶς εἶπα, ἔχουν ἀνάγκη σωτηρίας. Καὶ ξέρετε πότε σώθηκαν οἱ ἄγγελοι; Ὅταν ἔγινε ἡ Ἐνανθρώπησις τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ Τὸν ἀνεγνώρισαν ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐνηνθρώπησε. Διότι τὸν Θεὸ δὲν Τὸν εἶδαν οὔτε οἱ ἄγγελοι. Καὶ ὅταν ἔψαλλαν τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ» σημαίνει Τὸν ἀνεγνώρισαν τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Δὲν λέγει ὁ Ἀπόστολος ὅτι «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων»; Καὶ οἱ ἄγγελοι θὰ κάμψουν γόνυ στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι θέμα πίστεως. Πιστεύοντας- εἶναι ἡ τελευταία τους δοκιμασία τῶν ἀγγέλων. Πιστεύοντας στὴ θεανθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἐστερεώθησαν καὶ παγιώθησαν στὴ σωτηρία καὶ τώρα πλέον δὲν κινδυνεύουν. Ὄχι ὅτι δὲν μποροῦν. Δὲν εἶναι ἄτρεπτοι. Ἀλλὰ δὲν κινδυνεύουν νὰ πέσουν. Ὅπως ἔπεσαν κάποιοι, ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ ἡ ἔκφρασις, συνάδελφοί των ἄγγελοι. Εἶναι οἱ δαίμονες. Καὶ οἱ ἄγγελοι ἔχουν ἀνάγκη τῆς σωτηρίας. Καὶ οἱ ἄγγελοι ἔχουν ἀνάγκη τῆς πίστεως. Ἐπίστεψαν οἱ ἄγγελοι καὶ ἐσώθησαν. Ἐπίστεψε καὶ ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἡ Θεοτόκος καὶ ἐσώθημεν. Καὶ καθένας ποὺ πιστεύει στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, σώζεται. Ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ σωθῶ ἐγὼ ὁ ἄνθρωπος ποὺ φέρω ὕλη καὶ πνεῦμα, εἴτε ἂν εἶμαι ἄγγελος καὶ φέρω μόνο πνεῦμα, ἐὰν αὐτὸν ποὺ πιστεύω εἶναι μόνο κτίσμα· διότι ἂν ἦταν κτίσμα, δὲν ἦταν Θεὸς καὶ Ἐκεῖνος θὰ εἶχε ἀνάγκη σωτηρίας. Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ ἔχοντας ὁ ἴδιος τὴν ἀνάγκη τῆς σωτηρίας νὰ σώσει τὴν κτίση.
Πᾶμε στὸ ἄλλο ἄκρο. Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι δέχονται μόνον τὴ θεία φύση καὶ ὄχι τὴν ἀνθρώπινη. Ἄν μοῦ πεῖτε «αὐτὸ δὲν ὑπάρχει σήμερα». Ἀρνοῦνται τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ὄχι τὴν ἀνθρωπότητα. Λάθος. Ὁ Μονοφυσιτισμὸς ἕρπει σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν. Ἕρπει. Καὶ μόνο γιατί ἀρνοῦμαι τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, μονοφυσίτης εἶμαι στὴν πραγματικότητα. Γιατί ἀρνοῦμαι τὴν ἀνθρώπινή Του φύσῃ. Καὶ λέγω: «Τὸ θεῖον εἰκονίζεται;». Βέβαια τὸ θεῖον δὲν εἰκονίζεται. Ἀλλὰ ἐὰν ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, εἰκονίζεται. Ἐὰν ἀρνοῦμαι λοιπὸν τὴν εἰκόνα, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο κατοχύρωσε ἡ 7η Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (Ζ΄), τότε ἀναμφισβήτητα πιστεύω στὸν Χριστὸ ὅτι εἶναι πραγματικὸς ἄνθρωπος.
Λοιπὸν ἐὰν ἀρνηθῶ τὴν ἀνθρώπινη φύση, τί συνέπειες ἔχει αὐτό; Ἔχει φοβερές, ἐξίσου ὅπως καὶ ἡ πρώτη περίπτωσις, συνέπειες. Ποιές; Σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔγινε πραγματικὰ ἄνθρωπος. Σημαίνει λοιπὸν ὅτι ὁ Θεὸς δὲν προσέλαβε τὴν κτίση. Καὶ ἀφοῦ δὲν τὴν προσέλαβε, δὲν μπορεῖ νὰ τὴ θεραπεύσει. Λέγουν οἱ Πατέρες: «Ἐκεῖνο ποὺ δὲν προσλαμβάνεται, δὲν θεραπεύεται». Ὁ Χριστὸς ἀνέλαβε ὄχι μόνο τὸ ὑλικὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνθρώπινη ψυχή. Εἶναι τρία πράγματα. Εἶναι ὁ Θεὸς Λόγος, εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ψυχή Του καὶ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα Του. Ὅταν λέμε «ἔγινε ἄνθρωπος» σημαίνει ἔγινε καὶ τὰ δύο αὐτά. Ψυχὴ καὶ σῶμα. Παρὰ ταῦτα, εἶναι ἕνα πρόσωπο. Δὲν εἶναι δύο πρόσωπα, τὸ θεῖον καὶ τὸ ἀνθρώπινο. Ἀλλὰ εἶναι ἕνα πρόσωπο.
Θὰ μοῦ πεῖτε «μυστήριο». Μὰ ναί. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς θὰ πεῖ «πιστεύω». Γιατί δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα εἶναι γύρω μου. Μήπως στὸ χῶρο τῆς ἐπιστήμης δὲν ὑπάρχουν μυστήρια; Στὸ χῶρο τῆς φύσεως δὲν ὑπάρχουν μυστήρια; Τί νομίζετε; Ὅτι κατανοοῦμε τὰ μυστήρια τῆς κτίσεως; Ξέρουμε τί εἶναι κύτταρο; Ξέρουμε τί εἶναι ζωή; Ξέρουμε τί εἶναι ἄνθρωπος; Τί ξέρουμε; Ξέρουμε τί εἶναι ὕλη; Ξέρουμε τί εἶναι ἐνέργεια; Δὲν ξέρουμε τίποτε. Μόνο περιγράφουμε. Δὲ διαφέρουμε πάρα πολὺ ἀπὸ τὸν Ἀριστοτέλη, ὁ ὁποῖος ἔκανε περιγραφὴ τῶν ὄντων. Τὴ λεγομένη «περιγραφικὴ ἐπιστήμη». Δὲ διαφέρουμε πολύ. Βέβαια ἐξηγήσαμε πολλὰ πράγματα. Ἀλλὰ δὲ διαφέρουμε πολύ. Γιατί στὸ βάθος καὶ στὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, περιγραφὴ τῶν ὄντων κάνουμε, περιγραφὴ τῶν φαινομένων κάνουμε, ἀλλὰ δὲν μπήκαμε στὴν οὐσία τῶν πραγμάτων. Τί εἶναι ὕλη; Ξαναλέγω ἄλλη μία φορά. Τί εἶναι ἐνέργεια; Τί εἶναι ζωή; Οὐδεὶς ἀπάντησε μέχρι τώρα. Γιατί λοιπὸν πρέπει νὰ λέμε ὅτι ὑπάρχουν μυστήρια στὴ κτίση καὶ ὄχι μυστήρια στὴν πίστη; Πολὺ περισσότερο ὑπάρχουν μυστήρια στὸν μεταφυσικὸ κόσμο.
Ἀλλὰ τὸ θέμα «πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὅτι εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος» δὲν εἶναι ἐπαρκές. Δὲν εἶναι δηλαδὴ κάτι ποὺ θὰ πῶ «τὸ παραδέχομαι». Ὄχι ἀγαπητοί μου, δὲν εἶναι ἁπλῶς αὐτό. Εἶναι κάτι παραπέρα. Αὐτὸ θέλω νὰ προσέξετε τώρα. Μπορεῖ κάποιος νὰ πεῖ ὅτι «πιστεύω ὅτι εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος». Αὐτὸ ὅμως τί βγαίνει; Βγαίνει ὅτι ὁ Θεὸς ἦρθε νὰ μᾶς ἐπισκεφτεῖ. Καὶ ἦρθε νὰ μᾶς ἐπισκεφθεῖ ὄχι ὅπως στὸ Σινᾶ. Ἀλλὰ νὰ γίνει ὅμοιος μὲ ἐμᾶς καὶ ὄχι μόνο νὰ γίνει ὅμοιος μὲ ἐμᾶς καὶ νὰ κουβεντιάσουμε ἀλλὰ νὰ Τὸν πάρουμε μέσα μας καὶ νὰ μᾶς πάρει μέσα Του. Δηλαδὴ μία ἕνωση ἀσύλληπτη, ἀσύλληπτη. Αὐτὸ κάναμε σήμερα. Κοινωνήσαμε. Τί θὰ πεῖ «κοινωνήσαμε»; Γινήκαμε κοινωνοὶ τοῦ Θεοῦ. Τοῦ Θεοῦ κοινωνοί; Ναί. Διὰ τῆς ἀνθρωπίνης Του φύσεως. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι ἕνα πρόσωπο, γινόμαστε κοινωνοὶ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο θέμα τὸ ἀνεξερεύνητο, τὸ πολυτιμότατο. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο καὶ στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ στὴ μέλλουσα ζωὴ εἶναι ἡ κορυφή. Ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει κοινωνία μὲ τὸν Θεό! Τὸ καταλαβαίνετε αὐτό; Εἶναι ἀσύλληπτο. Εἶναι ἀσύλληπτο. Καὶ ὅμως, ἀγαπητοί μου, αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικότητα.
Τὸ δόγμα λοιπὸν τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου αὐτὸ θέλει νὰ κατοχυρώσει. Ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τέλειος ἄνθρωπος καὶ τέλειος Θεός. Ἕνα δόγμα ποὺ πραγματικὰ ὄχι μόνο πρέπει νὰ τὸ πιστεύουμε ἁπλᾶ, ἀλλὰ πρέπει καὶ νὰ τὸ βιώσουμε. Ὅτι ἔχουμε κοινωνία μετὰ τοῦ Θεοῦ. Ἀκοῦτε τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη νὰ λέγει στὸ προοίμιο τοῦ Εὐαγγελίου του: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος». Ἐδῶ ἀναφέρεται στὴ θεία φύση. «Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν». Ἐδῶ ἀναφέρεται στὴν ἀνθρώπινη φύση. Εἴδατε; Ὁ Λόγος ἔγινε σάρξ. Δὲν λέγει -προσέξτε- δὲν λέγει «ἔγινε ἄνθρωπος». Ἀλλὰ λέγει «ἔγινε σάρξ». Διότι ἡ λέξις «σάρξ», «σάρκα» ἔχει βέβαια τὴν ἔννοια τοῦ ἀνθρώπου, ἔχει τὴν ἔννοια, ὅπως σὲ πολλὰ σημεῖα ἡ Ἁγία Γραφὴ λέγει τὸν ἄνθρωπο «σάρκα». Καὶ ἐννοεῖ τὸν ἄνθρωπο. Ἀλλὰ ἔχει καὶ μία ἰδιαίτερη ἑρμηνεία ἡ λέξη «σάρκα». Μιὰ λεπτὴ ἑρμηνεία. Εἶναι ἡ ἑξῆς: ὅτι ὅταν λέμε «σάρκα» ἐννοοῦμε ρεαλιστικὰ κρέας. Κρέας, κρέας, κρέας. Ρεαλιστικά. Ὅταν λοιπὸν λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο», ἂν θέλουμε νὰ τὸ ἑρμηνεύσουμε, νὰ τὸ μεταφράσουμε, θὰ λέγαμε: «Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε κρέας!». Ὠμό! Δὲν τὸ ἀκοῦμε καλά. Αὐτὸ ὅμως κατὰ λέξη θὰ πεῖ. Τί θὰ πεῖ αὐτό;
Ἐπίτηδες τὸ βάζει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης αὐτό. Γράφει τελευταῖος τὸ Εὐαγγέλιό Του καὶ ἤδη ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν προφητεύει γιὰ τοὺς Γνωστικοὺς τί θὰ ποῦν γιὰ τὸν Χριστό, γνωρίζει τί εἶπαν, ἤδη καὶ ὁ Παῦλος ἀλλὰ καὶ ἡ πραγματικότητα, οἱ Γνωστικοὶ ποὺ ἀρνοῦνταν τὴν Ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ τότε βάζει τὸν ὅρο «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο». Τὸ ἴδιο πρᾶγμα θά μᾶς τὸ πεῖ, ἀγαπητοί μου , στὴν Α΄του Ἐπιστολή, στὸ προοίμιο πάλι: «Ἐκεῖνο ποὺ τὰ μάτια μας εἶδαν, τὰ χέρια μας ἔπιασαν καὶ τὰ αὐτιὰ μας ἄκουσαν· περὶ τοῦ Λόγου τῆς ζωῆς». Μὰ ὁ Λόγος τῆς ζωῆς βλέπεται; Ὁρᾷται δηλαδή; Ἀκούγεται; Ψηλαφᾷται; Θέλει μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, μὲ ἄλλα δηλαδὴ λόγια, μὲ τρεῖς αἰσθήσεις ἀπὸ τίς πέντε, νὰ μᾶς κάνει μὲ αὐτὸν τὸν ρεαλιστικὸ τρόπο νὰ καταλάβουμε ὅτι πραγματικὰ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος. Ἄρα τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Τί μεγαλειῶδες εἶναι αὐτό, ἀγαπητοί! Ἄν κάποτε αὐτὸ περάσει ἀπὸ τὴν ψιλή, δηλαδὴ γυμνὴ γνώση τοῦ μυαλοῦ μας, κατεβεῖ στὴν ὕπαρξή μας, κατεβεῖ στὴν καρδιά μας, τότε θὰ γίνει ἐμπειρία. Καὶ τότε παντοῦ καὶ πάντοτε θὰ αἰσθανόμαστε τὴ θεανθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μόνο ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς σώζει. Αὐτὸς ποὺ εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ Αὐτὸς ποὺ εἶναι τέλειος ἄνθρωπος.
Στὰ κηρύγματα τῆς ἐποχῆς μας τὰ ἀνόητα, ἂς κωφεύουμε, ποὺ λέγουν ὅ,τι λέγουν, παραμύθια, γραώδεις μύθους, γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐμεῖς ἂς μελετᾶμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκεῖ θὰ τὸν ἀνακαλύπτουμε. Ἄς ζοῦμε τίς ἐντολές Του καὶ τότε θὰ ἔρθει νὰ μείνει μέσα μας. Ἀκοῦστε τί εἶπα: «Ἄς τηροῦμε τίς ἐντολές Του καὶ τότε θὰ ἔρθει νὰ μείνει μέσα μας». Δηλαδὴ θὰ ἔχουμε ἐμπειρία. Τὸ εἶπε ὁ Ἴδιος: «Αὐτὸς ποὺ τηρεῖ τίς ἐντολές μου, θὰ ἔρθουμε νὰ μείνουμε μέσα του. Καὶ ἐγὼ ὁ Υἱὸς καὶ ὁ Πατὴρ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον». Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἔχεις ἐμπειρία. Νὰ γιατί σᾶς εἶπα ὅτι εἶναι ἐμπειρία τὸ θέμα. Τὸ μαθαίνω πρῶτα λογικά, δηλαδὴ νοητικά, ὄχι λογικά, νοητικὰ καὶ κατόπιν τί; Κατόπιν αὐτὸ τὸ κάτι γίνεται ζωή μου, γίνεται ἐμπειρία μου. Καὶ τότε μπορῶ νὰ λέγω ὅτι καὶ ἡ παροῦσα ζωὴ καὶ ἡ μέλλουσα δὲν εἶναι παρὰ ἕνα πρᾶγμα. Ὁ παρὼν κόσμος καὶ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ θὰ γίνουν ἕνα πρᾶγμα. Ὅλα ἀνήκουν στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅλα μέσα στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ὅλα μέσα στὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ. Εἶμαι ὁ εὐτυχέστερος ἄνθρωπος.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• http://www.theognosia.gr/el/kyriakodromio (ἀπομαγνητοφωνημένες ὁμιλίες μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου διὰ χειρὸς τοῦ κυρίου Ἀθανασίου Κ.)
• http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/omiliai kyriakvn/omiliai kyriakvn 193.mp3