Ἐξ ἀρετῆς μὲν Ὑάκινθος ὡς λίθος,
Λαμπρὸς πλέον δὲ ἐκ ῥοῆς τῶν αἱμάτων.
Οὐλομένῳ τριτάτῃ Ὑάκινθος κάτθανε λιμῷ.
Eμή τροφή θέλημα ποιείν Kυρίου,
Tροφή δε φησιν Yάκινθος ερρέτω.
Oυλομένω τριτάτη Yάκινθος κάτθανε λιμώ.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ (98 – 117).
Ἦταν ἄνθρωπος μὲ ἐξαιρετικὴ συμπεριφορὰ καὶ διετέλεσε κουβικουλάριος τοῦ αὐτοκράτορα. Διεκπεραίωνε τὰ καθήκοντά του μέσα στὸ παλάτι κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο. Ἦταν προσεκτικὸς καὶ δὲν μολύνθηκε ἀπὸ τὴ χλιδὴ τῶν ἀνακτόρων. Ἡ ψυχή του ὁλόκληρη ἦταν δοσμένη στὸν Σωτῆρα Χριστό.
Γι’ αὐτό, ὅταν ὁ Τραϊανὸς διέταξε διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ Ὑάκινθος δὲν δίστασε νὰ ὁμολογήσει μπροστὰ στὸν αὐτοκράτορα ὅτι εἶναι χριστιανός. Ὁ Τραϊανὸς ἐξεπλάγη καὶ τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι ἀχάριστος, γιὰ τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ τὴν ὑπόληψη ποὺ τοῦ πρόσφερε τὸ παλάτι. Τότε ὁ Ὑάκινθος μὲ ψυχικὴ ἄνεση ἀπάντησε: «Ἂν ἡ εὐγνωμοσύνη εἶναι ἀρετή, βασιλιά, ποιὰ ἀπολογία θὰ μπορέσω νὰ δώσω ἀρνούμενος τὸν Σωτῆρα μου Χριστό, ὁ ὅποιος ἔχυσε γιὰ μένα τὸ αἷμα του, ὁ ὁποῖος μοῦ χάρισε τὴν πίστη, τὴν ἐλπίδα, τὴν ἀγάπη, ὁ ὁποῖος μου δίνει λιμάνι στὶς τρικυμίες τῆς ψυχῆς, παρηγοριὰ στὴν θλίψη, ἀσφάλεια στὰ κύματα, θώρακα στὶς δοκιμασίες; Καὶ ὁ ὁποῖος μοῦ ἐπιφυλάσσει συμμετοχὴ αἰώνια στὴν βασιλεία Του καὶ τὴν δόξα;».
Ὁ Τραϊανός, στενοχωρημένος ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Ὑακίνθου, διέταξε νὰ τὸν φυλακίσουν χωρὶς νὰ τοῦ δίνουν καθόλου φαγητό, ἐκτὸς καὶ ἂν ἤθελε νὰ φάει εἰδωλόθυτα. Σαράντα ἡμέρες πέρασε ἔτσι ὁ Ὑάκινθος, χωρὶς νὰ ἀγγίξει τὰ εἰδωλόθυτα. Τὴν 41η, ὅμως, παρέδωσε τὸ πνεῦμά του στὸν Κύριο.
(Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ, μαζὶ μ’ αὐτὴ τοῦ Ἅγιου Διομήδη, ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, ἐπαναλαμβάνεται περιττῶς καὶ τὴν 3η Ἰουνίου).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς Λίθος ὑάκινθος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἀστράπτεις τοῖς πέρασι, ταῖς τῶν χαρίτων αὐγαῖς, παμμάκαρ Ὑάκινθε· σὺ γὰρ ὁμολογίᾳ, πυρσωθεὶς εὐσεβείας, ἔλαμψας ἐν ἀθλήσει, τῇ τοῦ Λόγου μιμήσει· ἐντεῦθεν καταφαιδρύνεις, τοὺς σὲ γεραίροντας.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς τερπνὸς ὑάκινθος καὶ πανευώδης, διαπνέεις πάντοτε, τῆς ἀληθείας τὴν ὀσμήν, τοῖς ἐκ ψυχῆς ἐκβοῶσί σοι· χαίροις Μαρτύρων τὸ κλέος Ὑάκινθε.
Μεγαλυνάριον.
Νεότητος ἄνθει ἀθλητικήν, εὔχροιαν ἀνθήσας, ὑακίνθινον καὶ τερπνήν, ἄνθος θυμηδίας, χαρίτων διαπνοίᾳ, ὤφθης τῇ Ἐκκλησίᾳ, Μάρτυς Ὑάκινθε.
Ὁ Ἅγιος Ἀνατόλιος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἱερέας καὶ ἀντιπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας, κατὰ τὸ ἔτος 449 ἔγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Στὸν πατριαρχικὸ θρόνο, τὸν πρότεινε ὁ μονοφυσίτης Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Διόσκορος Α’, ἐλπίζοντας ὅτι θὰ τὸν ἔχει συνεργό του.
Ὅμως δὲν κατόρθωσε νὰ πετύχει τὰ σχέδιά του, γιατί πρῶτος ὁ Ἀνατόλιος ἦταν αὐτὸς ποὺ ὑπέγραψε τὴν καθαίρεση τοῦ Διόσκουρου στὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ ἔγινε στὴν Χαλκηδόνα καὶ ἐνέταξε στὰ δίπτυχα τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Φλαβιανοῦ, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τὸν ὁποῖο εἶχε καθαιρέσει ὁ Διόσκορος κατὰ τὴν λῃστρικὴ Σύνοδο τῆς Ἔφεσου τὸ 449 μ.Χ., καὶ ἐπιπλέον ἔστειλε ἐπιστολὲς πρὸς ὅλους τους ἐπισκόπους νὰ ἀναθεματίζουν τοὺς αἱρετικούς.
Ὁ Ἀνατόλιος ἀφοῦ ποίμανε σωστὰ καὶ μὲ τὸν καλύτερο τρόπο τὴν Ἐκκλησία, θανατώθηκε ἄδικα ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς τὸ 458 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἔργω τὴν κλῆσίν σου, σφραγίζων Ὅσιε, λόγοις καὶ πράξεσι, τῷ κόσμῳ ἔφανας, τῆς ὑπὲρ νοῦν Ἀνατολῆς, τὴν ἔλλαμψιν Ἱεράρχα· σὺ γὰρ Ἀνατόλιε, τὸν Χριστὸν ἀνεκήρυξας, διπλοῦν ταῖς θελήσεσιν, ἀσυγχύτως καὶ φύσεσιν, ὑπόστασιν δὲ φέροντα μίαν, πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τὴν ἀνατολήν, τῆς θείας φωτοφανείας, φέρων ἐν ψυχῇ, ὡς λύχνον Ὀρθοδοξίας, διαλύεις τὴν νύκτα, τῶν αἰρέσεων Ὅσιε, καὶ πρὸς ὄρθρον θείας πίστεως, κατευθύνεις Ἀνατόλιε, τοὺς ἐκ πόθου ἀκβοῶντάς σοι· Αὐτὸς ἡμῶν φωτισμός, ὤφθης μύστα Χριστοῦ.
Μεγαλυνάριον.
Τῇ φωτοδοσίᾳ τῆς μυστικῆς, ἐκλελαμπρυσμένος, Ἱεράρχα ἀνατολῆς, φῶς τῷ κόσμῳ ὤφθης, καὶ τῷ Πατρὶ τῶν φώτων, ἡμᾶς ἀεὶ προσάγεις, ὦ Ἀνατόλιε.
Τὸ Καρπενήσι, καὶ συγκεκριμένα τὸ χωριὸ Μέγα, εἶναι ὁ τόπος ὅπου γεννήθηκε ὁ νέος Ὁσιομάρτυρας Γεράσιμος, καὶ κατὰ κόσμον Γεώργιος.
Ἕνδεκα χρονῶν, πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ παρέμεινε κοντὰ σὲ ἕναν παντοπώλη. Κάποια μέρα, μετέφερε πάνω στὸ κεφάλι του ἕνα χάλκινο δίσκο, ποὺ εἶχε πινάκια γεμάτα πηγμένο γάλα. Σὲ κάποια στιγμὴ ὅμως γλίστρησε, τοῦ ἔπεσε ὁ δίσκος μὲ τὰ πινάκια καὶ τοῦ ἔσπασαν ὅλα. Καὶ ἐνῷ ἔκλαιγε μέσα στὸ δρόμο γιὰ τὴ δυστυχία ποὺ τὸν βρῆκε, τὸν πῆρε κοντὰ της μιὰ ἐπίσημη Ὀθωμανίδα κυρία, ποὺ τὸν παρηγόρησε. Στὴν συνέχεια μὲ διάφορες περιποιήσεις, τὸν ξεγέλασε καὶ κατάφερε νὰ τὸν ἐξισλαμίσει.
Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια ὁ Γεώργιος, κατάλαβε τὸ ἁμάρτημά του καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν πατρίδα του. Ἀργότερα πῆγε στὸ Ἅγιο Ὅρος, ἐκάρη μοναχὸς καὶ ὀνομάστηκε Γεράσιμος. Ἐπιθυμώντας ὅμως τὸ μαρτύριο, ἐπέστρεψε στὴ βασιλεύουσα καὶ ἀποκήρυξε τὸν Ἰσλαμισμό.
Κατόπιν μπροστὰ στὸν πρώην κύριό του, κήρυξε μὲ θάρρος τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ τὰ βασανιστήρια, ὁ Γεράσιμος ἔμεινε ἀμετακίνητος στὴν πίστη του. Τότε, στὶς 3 Ἰουλίου 1812 τὸν ἀποκεφάλισαν στὸ Μπαμπὰ Χουμάϊ τῆς Κωνσταντινούπολης. Τότε ἦταν 25 χρονῶν.
Τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου, ἐνταφιάστηκε στὴν ἀρχὴ στὸ νησὶ Πρώτη. Ἀργότερα μεταφέρθηκε στὴ Μονὴ τοῦ Πυρσοῦ στὸ Καρπενήσι.
Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου βρίσκεται τυπωμένη στὴν Ἀκολουθία του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τοῦ Μεγάλου Χωρίου ἔνθεον βλάστημα, Εὐρυτανίας δὲ γέρας καὶ ἐγκαλλώπισμα, καταισχύνας τὸν ἐχθρὸν στερρᾷ ἀθλήσει σου, Ὁσιομάρτυς τοῦ Χριστοῦ, ἀνεδείχθης ἀληθῶς Γεράσιμε Ἀθλοφόρε. Διὸ μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ὑπὲρ τῶν πίστει εὐφημούντων σε.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀστὴρ νεόφωτος τὴν Ἐκκλησίαν, καταυγάζεις Ἅγιε, ἀθλητικαῖς μαρμαρυγαῖς, Ὁσιομάρτυς Γεράσιμε, καταπαλαίσας ἐχθρὸν τὸν ἀλάστορα.
Μεγαλυνάριον.
Ἤθλησας νομίμως ὑπὲρ Χριστοῦ, καὶ διπλῶν βραβείων, ἠξιώθης περιφανῶς· ἐντεῦθεν τὸ Μέγα, Χωρίον ἡ πατρίς σου, ἐν σοὶ Ὁσιομάρτυς, χαίρει Γεράσιμε.
Tμηθείσι Θεοδότω και Θεοδότη,
Θεός θεών δίδωσιν άξια στέφη.
Eις την Δολινδούχ.
Yπέρ Θεού τείναντος ως δέρριν πόλον,
Tείνει Δολινδούχ τον τένοντα (ήτοι τον τράχηλον) τω ξίφει.
Eις τον Διομήδην.
Eκ σπονδύλων έσπεισεν αίμα Kυρίω,
Άσπονδος εχθρός δαιμόνων Διομήδης.
Eις τον Eυλάμπιον.
Tι την κεφαλήν δήμιε κλίνον λέγεις,
Eυλαμπίω κλίνοντι παν σπάθη μέλος;
Eις τον Aσκληπιάδην.
Aσκληπιάδης την θάλασσαν εισέδυ,
Ζητών εφευρείν τον καλόν μαργαρίτην.
Συνελήφθησαν ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Τραϊανὸ (98 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος τοὺς ἐξανάγκαζε νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Ἐπειδὴ ὅμως ἀρνήθηκαν νὰ πειστοῦν στὶς διαταγὲς τοῦ βασιλιά, ἀφοῦ βασανίστηκαν, κατόπιν τοὺς ἔκλεισαν στὴ φυλακή, ὅπου ἦταν καὶ ὁ Ἅγιος Ὑάκινθος ὁ Κουβικουλάριος, ἀπὸ τὸν ὅποιο καὶ στηρίχτηκαν στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Ὑάκινθος, κατόπιν ἔβγαλαν καὶ αὐτοὺς ἀπὸ τὴν φυλακή, καὶ τοὺς ὁδήγησαν στὸ ναὸ γιὰ νὰ φάγουν ἀπὸ τὰ εἰδωλόθυτα. Οἱ Ἅγιοι αὐτοί, ὄχι μόνο δὲν ἔφαγαν, ἀλλὰ καὶ ἤλεγξαν μὲ θάρρος τὴν θρησκεία τῶν εἰδώλων.
Τότε τοὺς κρέμασαν πάνω σὲ ξύλα καὶ ξέσχισαν τὶς σάρκες τους. Ἔπειτα μὲ βάρβαρο τρόπο ἀφοῦ τοὺς κατέβασαν ἀπὸ τὰ ξύλα, τοὺς ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ὅλοι ἔλαβαν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Τὰ δὲ τίμια λείψανά τους, ἐνταφίασαν μὲ τιμὲς οἱ χριστιανοὶ στὸν τόπο ὅπου μαρτύρησαν.
Yπέσχε Mάρκος τη τομή τον αυχένα,
Oδόν χαράττων Mωκιανώ του πάθους.
Ὅταν δὲ ὁ Ἅγιος Μωκιανὸς βάδιζε στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσής τους, τὸν ἀκολούθησαν ἡ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιὰ του κλαίγοντας. Τότε ὁ Ἅγιος, ἀντὶ νὰ δειλιάσει εἶπε στὴν οἰκογένειά του νὰ μὴν κλαίει ἀλλὰ νὰ χαίρεται γιὰ τὸ μαρτύριο ποὺ τοῦ ἀξιώνει ὁ Θεός.
Ἐνῷ ἀντίθετα ἡ γυναῖκα τοῦ Ἁγίου Μάρκου, ὅταν ἀποκεφαλίστηκε ὁ ἄντρας της, πῆρε τὸ κεφάλι του στὰ χέρια της μὲ χαρὰ σὰν πολύτιμο θησαυρό.
Γάλα νοητὸν πηγάζει Θεοκῦμον,
Γαλακτοτροφοῦσα ἡ θεία Εἰκών σου.
(Θεοτόκου Μαρίης γέρας ἀγλαὸν τριτάτῃ ὕδειν.)
Ἡ εἰκόνα της, πάντα σύμφωνα μὲ προφορικὲς παραδόσεις ποὺ βρίσκονται στὴ Μονὴ Χιλανδαρίου, βρισκόταν στὴ Λαύρα τοῦ Ὅσιου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου.
Πρὶν πεθάνει ὁ Ὅσιος Σάββας εἶπε σ' αὐτοὺς ποὺ ἦταν γύρω ἀπὸ τὸ κρεβάτι του, ὅτι κάποτε θὰ ἐπισκεφθεῖ τὴ Λαύρα κάποιο βασιλοπαῖδι, Σάββας ὀνομαζόμενος καὶ αὐτός. Νὰ τοῦ δοθεῖ λοιπὸν ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας Γαλακτοτροφούσης σὰν εὐλογία.
Γεγονὸς ποὺ ἔγινε τὸν 13ο αἰῶνα, ὅταν τὴ Λαύρα ἐπισκέφθηκε ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Σέρβος, κτήτορας τῆς Μονῆς Χιλανδαρίου τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Αὐτὸς μετέφερε τὴν ἁγία αὐτὴ εἰκόνα στὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ συγκεκριμένα στὴ μονὴ τὴν ὁποία ὁ ἴδιος ἵδρυσε.
Σήμερα βρίσκεται σὲ ἐκκλησία τῶν Καρυῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ποὺ ὑπόκειται στὴ Μονὴ Χιλανδαρίου, καὶ εἶναι τοποθετημένη στὸ δεξιὸ μέρος τοῦ τέμπλου, ὅπου κανονικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ ἦταν ὁ Κύριος, ποὺ βρίσκεται στὸ ἀριστερὸ μέρος τοῦ τέμπλου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν θείαν σου Εἰκόνα ὡς τῆς δόξης σου σκήνωμα, Γαλακτοτροφοῦσα Παρθένε, προσκυνοῦντες δοξάζομεν· ἐκ ταύτης γὰρ πηγάζεις μυστικῶς, τὸ γάλα τῶν ἀΰλων δωρεῶν, καὶ ἐκτρέφεις τὰς καρδίας καὶ τὰς ψυχάς, τῶν πίστει ἐκβοώντων σοι· δόξα τοῖς μεγαλείοις σου Ἁγνή, δόξα τοῖς θαυμασίοις σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς σου ἀφάτῳ χρηστότητι.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τὴν μητρικῶς θηλάζουσαν ὥσπερ βρέφος, τὸν ἐξ αὐτῆς ἀνερμηνεύτως γεννηθέντα, τὴν μόνην Θεοτόκον ὑμνήσωμεν, τὴν γαλακτοτροφοῦσαν Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν· πολλῶν γὰρ κινδύνων ἡμᾶς ῥύεται.
Μεγαλυνάριον.
Γαλακτοτροφούσης τὴν ἱεράν, καὶ σεπτὴν Εἰκόνα, προσκυνήσωμεν ἀδελφοί· χάριν γὰρ βλυσταίνει, ἀρρήτου συμπαθείας, καὶ θάλπει τὰς καρδίας, καὶ τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ο Όσιος Ιωακείμ γεννήθηκε στα μέσα του 17ου αιώνα μ.Χ. (ή σύμφωνα με άλλες πηγές στα τέλη του 16ου αιώνα μ.Χ), στο χωριό Σκιαδά που βρίσκεται στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του όρους Ερύμανθος, στη περιοχή της σημερινής Τριταίας, της επαρχίας των Παλαιών Πατρών (Αχαΐα). Σε νεαρή ηλικία και παρά τη θέληση του, αρραβωνιάστηκε μια ευσεβή νέα, που καταγόταν από το ίδιο χωριό.
Ο Ιωακείμ όμως, φλεγόμενος του πόθου της μοναχικής ζωής, εγκατέλειψε γονείς και αρραβωνιαστικιά και έγινε μοναχός στο Μοναστήρι της Χρυσοπηγής, που βρίσκεται πάνω από το χωριό Δίβρη του νομού Ηλείας. Στο Μοναστήρι της Χρυσοπηγής ο Άγιος έφθασε σε μεγάλα ύψη αρετής και αγιότητας, ώστε κρίθηκε άξιος από τον Ηγούμενο της Μονής για να λάβει το μέγα αξίωμα της Ιεροσύνης. Ζώντας έτσι ταπεινά μέσα στην αδελφότητα, μετά την κοίμηση του Καθηγούμενου της Μονής, εκλέγεται Ηγούμενος.
Εν συνεχεία πήγε στη Μονή των Νοτενών, που βρίσκεται κοντά στη γενέτειρά του και τιμάται απ’ ονόματι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και έγινε Καθηγούμενος της. Δεν παρήλθαν, όμως, πολλά χρόνια και, φλεγόμενος από τον πόθο της ησυχίας, παραιτήθηκε από το αξίωμα του ηγουμένου, και αποσύρθηκε σε κάποιο σπήλαιο, που υπήρχε κοντά στο Μοναστήρι.
Στο μικρό εκείνο σπήλαιο, ο όσιος επιδόθηκε σε σκληρή άσκηση, με διαρκείς προσευχές, νηστείες και αγρυπνίες, υπομένοντας κάθε σκληραγωγία και στενοχώρια της ασκητικής πολιτείας, προκειμένου να καθαρίσει τον εαυτό του από τα πάθη και να γίνει εύχρηστο σκεύος του Αγίου Πνεύματος. Η τροφή του ήταν χυλός αλεύρου βρασμένου με μέλι, ή άγρια χόρτα βρασμένα.
Οι μεγάλοι του πνευματικοί αγώνες ήταν κρυφοί, γιατί φοβόταν ότι «η φανερή αρετή χάνεται, καθώς ο θησαυρός ο φανερός κλέπτεται». Έτσι όλες τις νύκτες κοιμόταν όρθιος, κρεμασμένος με σχοινιά από τις μασχάλες του, έχοντας εμπρός του ένα Τετραευάγγελο ανοικτό.
Αν και όταν εντελώς αγράμματος, εν τούτοις τόσο πολύ κατανοούσε την Αγία Γραφή και τα συγγράμματα των θείων Πατέρων, ώστε και ο τότε Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών, Παρθένιος Ε' (1750-56 και 1759-70 μ.Χ.), ο οποίος ήταν πολύ πεπαιδευμένος στην ελληνική σοφία, καταδεχόταν να πηγαίνει σ’ αυτόν και να τον συμβουλεύεται.
Έτσι, λοιπόν, ζούσε και αγωνιζόταν όλες τις ημέρες της ζωής του ο όσιος Ιωακείμ, έως ότου έφθασε «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Εφ. δ΄ 13), περί τα μέσα του 18ου αιώνα μ.Χ. Τότε, καταλαβαίνοντας την ώρα της εκδημίας του, κάλεσε τους πατέρες της Μονής και τους νουθέτησε πως να πολιτεύωνται και να ζουν εν ειρήνη, κατά το μοναχικό τους πολίτευμα. Έπειτα, αφού έκαμε το σημείο του Σταυρού, είπε: «Εἰς χεῖράς σου, Χριστέ, παρατίθημι τὸ πνεῦμά μου», και έτσι απέπνευσε. Ενταφιάσθηκε ευλαβώς στον νάρθηκα του Ιερού ναού, στο μοναστήρι.
Τρία χρόνια μετά την κοίμηση του οσίου (ή σύμφωνα με άλλες πηγές δέκα χρόνια μετά), ο ανωτέρω Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών θέλησε να κάνει την ανακομιδή των Λειψάνων του. Ένας, όμως, από εκείνους που έσκαβαν, τραβώντας απρόσεκτα, έβγαλε κομμένο από τους ώμους το δεξιό χέρι του Οσίου με όλο το κρέας και το δέρμα του. Τότε εξεπλάγησαν όλοι και άρχισαν προσεκτικά να βγάζουν με τα δάκτυλα το χώμα από τον τάφο, έως ότου το υπόλοιπο σώμα του αγίου βγήκε όλο ακέραιο, πλήρες ευωδίας, και κατά κάποιον τρόπον στάθηκε όρθιο, όπως εκείνο του αγίου Σπυρίδωνος.
Τότε η φήμη του Ιερού Λειψάνου διαδόθηκε παντού και πολλοί χριστιανοί έτρεχαν σ’ αυτό, άλλοι μεν χάριν προσκυνήσεως, άλλοι δε για να ιατρεύσουν τα πάθη τους, και αμέσως λάμβαναν την θεραπεία τους. Και όχι μόνον οι χριστιανοί, αλλά και πολλοί τούρκοι πήγαιναν, και θεραπεύονταν από τον Άγιο.
Μετά από λίγα χρόνια, κατά την μεγάλη επιδρομή των Τουρκαλβανών στον Μωρέα, μετά την αποτυχημένη εξέγερση των Ορλωφικών (1770 μ.Χ.), «κρίμασιν οἷς οἶδεν ὁ Κύριος», το ιερό Λείψανο διαλύθηκε και η Αγία Κάρα του Οσίου κλάπηκε μαζί με άλλα πολύτιμα αντικείμενα της Μονής.
Σήμερα στην Ιερά Μονή των Νοτενών σώζονται λίγα Λείψανα από το ιερό σκήνος του οσίου Ιωακείμ του Νέου, που ευωδιάζουν και κάνουν διάφορες θεραπείες στους πιστούς, ενώ εμπρός από το σπήλαιο, στο οποίο ασκήτευε, έχει οικοδομηθεί εκκλησία επ’ ονόματί του, όπου και η μνήμη τιμάται με λαμπρότητα στις 3 Ιουλίου.
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ὅσιος Ἀνατόλιος ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ (Ρῶσος)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Ἡ εὕρεσης τοῦ τάφου καὶ τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ραφαὴλ ἐν Μυτιλήνῃ (1959)
Ἡ Ἁγία Θεοδότη ἡ Μάρτυς
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῆς Ἁγίας.
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Οἱ Ἅγιοι Μιχαὴλ καὶ Θωμὰς οἱ διὰ Χριστὸν Σαλοί ἐν Σολβισεγκόντσκ (Ρῶσοι)
Ο Άγιος Βασίλειος έζησε στη Ρωσία μεταξύ του 13ου και του 14ου αιώνα μ.Χ. και λόγω των αρετών του εξελέγη Επίσκοπος Ριαζάν και Μούρωμ. Ήταν εκείνος που διαπλέοντας θαυματουργικά νερό, μετέφερε τη θαυματουργική εικόνα της Παναγίας του Μούρωμ στην πόλη του Ριαζάν. Κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη. Η Εκκλησία εορτάζει, επίσης, τη μνήμη του στις 10 Ιουνίου.
Δεν έχουμε πληροφορίες για τον βίο του Αγίου παρά μόνο ότι μετέφερε στο Μούρωμ μια εικόνα της Παναγίας (βλέπε 12 Απριλίου) όταν οι κάτοικοί της πόλης ήταν ακόμη ειδωλολάτρες. Ο Άγιος Κωνσταντίνος προσπαθούσε να τους διδάξει την αλήθεια και να κηρύξει το Ευαγγέλιο, αλλά αυτοί δεν πίστευαν μέχρι που αποφάσισαν να τον φονεύσουν. Ο Άγιος τότε προσευχήθηκε θερμά στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Η Μητέρα του Θεού άκουσε την ικεσία του και φώτισε τις καρδιές των κατοίκων του Μούρωμ, οι οποίοι δέχθηκαν τον λόγο του Θεού και βαπτίσθηκαν Χριστιανοί.
Ο Άγιος Ηλιόδωρος ήταν Επίσκοπος Αλτίνου της Ιταλίας και θείος του Αγίου Νεποτιανού (βλέπε 4 Μαΐου).
Δεν έχουμε λεπτομέριες για τον βίο του Ρώσου Αγίου.
Κρήτη χορεύει τιμῶσα ἐγκωμίοις
Τίμιον δῆμον Ἁγίων θεοφόρων.
Κρήτη λιγαίνει χορὸν Ἀγὶων πανευκλεῶν.
Kάθε
πρώτη Κυριακή του Ιουλίου, η Εκκλησία μας, εορτάζει την σύναξη πάντων
των εν Κρήτη διαλαμψάντων Αγίων. Η Κρήτη, ευδόκησε ο Θεός, να έχει στην
ιστορία της, σημαντικές μορφές του Χριστιανικού πνεύματος που έδρασαν
και εδίδαξαν στο νησί. Αυτό το μαρτυρούν τόσο οι βιβλιογραφικές πηγές
που υπάρχουν, όσο και οι Κρητικοί Άγιοι που τιμώνται από την Εκκλησία,
με πιο γνωστούς τον Απόστολο Τίτο, τον πρώτο επίσκοπο της Κρήτης (βλέπε 25 Αυγούστου) και τον θαυματουργό Άγιο Μύρωνα (βλέπε 8 Αυγούστου).
Την Χριστιανική λατρεία από τα βάθη των αιώνων στο νησί της Κρήτης τη
μαρτυρούν οι πολυάριθμες παλαιοχριστιανικές Βασιλικού ρυθμού, αλλά και
πολλά άλλα μεγαλόπρεπα οικοδομήματα που ακόμα και σήμερα εντυπωσιάζουν
με την επιβλητικότητα τους.
Ο Χριστιανισμός στην Κρήτη επισήμως
ξεκινάει με την παρουσία του Αποστόλου Τίτου, ο οποίος ως συνοδός του
Απόστολου Παύλου και του Βαρνάβα μετείχε στην Αποστολική Σύνοδο των
Ιεροσολύμων στα 49 μ.Χ. Πιστός μαθητής του Παύλου τον ακολουθεί στις
περιοδείες του σε Ευρώπη και Ασία, ενώ μεταξύ 62 και 63 μ.Χ. οι δυο τους
βρίσκονται στο νησί θεμελιώνοντας τη Χριστιανική λατρεία. Ο Παύλος
αναθέτει στον αγαπημένο του μαθητή την οργάνωση της Εκκλησίας στην Κρήτη
αναφέροντας στην Α’ προς Τίτον Επιστολή : «Τούτου χάριν κατέλιπον σε εν
Κρήτη». Η γη των Κρητών είναι ποτισμένη στο διάβα των αιώνων με το αίμα
Αγίων Μαρτύρων, οι οποίοι εστέφθησαν με το αμάραντο της νίκης του
Χριστού στεφάνι.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τὴν
ἔνδοξον χορείαν, Κρητῶν Ἁγίων πάντων, ἥνπερ ἀενάοις πλουτίζει, Τριὰς ἡ
Παναγὶα, ἐκ νέων ποικίλων Ἀθλητῶν, ὑμνήσωμεν οἱ πάντες εὐλαβῶς,
προσκυνοῦντες τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱον, σὺν Πνεύματι, τῷ Ἁγίῳ. Δόξα σοι
παντευλόγητε Τριάς, δόξα ἑν τοῖς Ἁγίοις σου, ὅτι διὰ πρεσβειών αὐτῶν,
ἡμεῖς σῳζώμεθα.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοὺς
ἐν Κρήτῃ Ἁγίους, ἐγκωμίοις ὑμνήσωμeν, Θείους Ἁποστόλους Ὁσὶους,
Ἱεράρχας καὶ Μάρτυρας, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν τε τοὺς χοροὺς, τοὺς θαύμασι
ἀεὶ καὶ ἀρεταῖς, ὡς τῆς πίστεως φωστῆρας ἀειλαμπεῖς, τὴν νῆσον
ἐκλαμπρὺνοντας. Δόξα τῷ ἁγιάσαντι αὐτούς, δόξα τῷ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ
βεβαιοῦντι δι’ αὐτῶν, πίστιν τὴν ὀρθόδοξον.
(Ποιηθέν υπό Ἐμμανουήλ Ἱερὲως).
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς
φυτείας τοῦ Τίτου, ᾱνθη τὰ εὔοσμα, Εὐαγγελίου τοῦ λόγου, τοὺς
ἀμαράντους βλαστούς, ἀρετῶν τῶν ἐν Χριστῷ, τοὺς Θείους βότρυας. τοὺς
ἀποστάζοντας ἡμῖν, ἀληθείας γλυκασμὸν, τοὺς ἐν τῇ Κρήτῃ Ἁγίους,
εὐφημήσωμεν τὴν Τριάδα, δοξολογοῦντες τὴν Ἁγίαν πιστῶς.
(Ποιηθέν υπό Κυρίλλου Ἱερομονάχου).
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχάς τῆς φύσεως.
Ὥσπερ
λειμῶνα πάντερπνoν, τῶν δωρεῶν τοῦ Πνεύματος, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης
κατέχουσα, τοὺς ἐν αὐτῇ ἐκλάμψαντας, θεοφόρους Ἁγίους, τῇ Συνάξει αὐτῶν
σεμνῶς ἐπαγάλλεῖαι, Τριάδι τῇ Ἀγίᾳ, κραυγάζουσα· Ἀλληλούϊα.
(Ποιηθέν υπό Εὐαγγέλου Ἱερέως).
Έτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Εὐαγγελίου
τοὺς καρποὺς ἀνευφημήσωμεν, Κρητῶν Ἁγίων τὸν χορὸν τὸν Οεοσύστατον, ὡς
γεώργια τοῦ Τίτου τοῦ ἀρχιθρόνου· παῤῥησίαν γὰρ πλουτοῦντες διασῴζουσι,
ἀπὸ πάσης συμφορᾶς καὶ περιστάσεως, τοὺς κραυγάζοντας· χαίροις τίμιον
ἄθροισμα.
Μεγαλυνάριον
Χαἱροις συστοιχία
πανευκλεής, σύναψις ὀλβία. θεηγόρος παρεμβολή, ἓνωσις ἁγία, λαμπρᾷ ἐν
ἁρμονίᾳ, Ἁγίων οὓς ἠ νῆσος, Κρητῶν ἐξέθρεψε.
(Ποιηθέν υπό Κυρίλλου Ἱερομονάχου).
Έτερον Μεγαλυνάριον
Τοὺς
ἐν Κρήτῃ πάντας ὑπὲρ Χριστοῦ, πολιτευσαμένους, πολυτρόπως δι’ ἀρετῆς,
εἰς μίαν χορείαν, συνάψαντες συμφώνως, δεῦτε πιστοὶ ἐν ὕμνοις, πόθῳ
τιμήσωμεν.
(Ποιηθέν υπό Κυρίλλου Ἱερομονάχου).
Έτερον Μεγαλυνάριον
Χαἰροις
τῶν Ἁγίων Κρήτης χορός, θείων Ἀποοτόλων, Ἱερέων Ἱεραρχῶν, Μαρτύρων
Ὁσίων, γνωστῶν τε καὶ ἀγνώστων μὴ παύσησθε Κυρίῳ, ἀεὶ πρεσβεὐοντες.
(Ποιηθέν υπό Εὐαγγέλου Ἱερέως).
Έτερον Μεγαλυνάριον
Ἡ
νῆσος σεμνύνεται τῶν Κρητῶν, ἐπὶ τῇ Συνάξει, τῶν Ἁγίων τῶν εὐκλεῶς, ἐν
αὐτῇ ἀγῶσι, ποικίλοις δοξασθέντων, καὶ δόξης μετεχόντων, Κυρίου πάντοτε.
(Ποιηθέν υπό Εὐαγγέλου Ἱερέως).
Ὁ Οἶκος
Ἅπαντες
οἱ τῆς Κρήτης, παροικοῦντες τὴν νῆσον, τιμήσωμεν Ἁγίων τὸν δῆμον, τοὺς
ἐνταῦθα Χριστὸν τὸν Θεόν, ἐν διαφόροις καιροῖς μεγαλύναντας, ὁμοφροσύνῃ
πίστεως, καὶ πρὸς αὐτοὺς εἴπωμεν ταῦτα·
Χαῖρε Ἁγίων ἡ συνοδεἱα·
χαῖρε Δικαίων ἡ συναυλία.
Χαῖρε Ἐκκλησίας λαμπρὸν ἀγαλλίαμα·
χαῖρε Κρητονήσου τερπνὸν ἐγκαλλώπιομα.
Χαῖρε ἄθροισμα οὐράνιον εὐκλεῶν Ἱεραρχῶν·
χαῖρε σύστημα πανάριστον Ἀθλοφόρων ἱερῶν.
Χαῖρε ἡ τῶν Ὁσίων πανολβἱα χορεία·
χαῖρε Νεομαρτύρων ἡ κλυτὴ συστοιχία.
Χαῖρε χαρίτων πλοῦτος ἀσύλητος·
χαῖρε θαυμάτων βρύσις ἀκένωτος.
Χαῖρε Κρητῶν μυοστικὴ δᾳδουχία·
χαῖρε ἡμῶν πρὸς Θεὸν μεσιτεία.
Χαῖροις τίμιον ἄθροισμα.
Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α’ Στιχολογίαν
Χορὸς
ὁ θαυμαστός, τῶν ἐν Κρήτῃ Ἁγίων, τιμάσθω εὐσεβῶς, μελιχραῖς ὑμνῳδίαις,
ὡς σκεύη πολυτίμητα, δωρεῶν Θείου Πνεύματος, ὡς πολύφωτοι, τῆς εὐσεβεἱας
ἀστέρες, καταυγάζοντες. τοὺς παροικοῦντας τὴν νῆσον, ἀκτῖσι τῆς
χάριτος.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μετὰ τὴν β’ Στιχολογίαν
Ἡ
Κρήτη ἀγάλλεται, δαυϊτικῶς πανδημεί, ἐν ῦμνοις γεραίρουσα, τῶν ἐν αὐτῇ
εὐκλεῶν, Ἁγίων τὸ ἄθροισμα· τούτους γὰρ ὁ Δεσπότης, τοῦ παντὸς
θαυμαστώσας, ἔδειξε τῆς πατρίδος, κραταιοὺς πολιούχους, προστάτας τε
προμάχους ἀεί, καὶ ῥὺστας ἐν θλίψεσιν.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Ὁ
Θαυμαστώσας τοὺς ἐν Κρήτῃ Ἁγίους, καὶ δι' αὐτῶν μεγαλυνθεὶς ὑπὲρ λόγον,
Θεὸς ὁ προσκυνούμενος, προσώποις ἐν τρισί, σῶσον ὡς φιλάνθρωπος, ταῖς
αὐτῶν ἱκεσίαις, πάντας τοὺς ἐλπίζοντας, οἰκτιρμῶν σου τῷ πλούτῳ, καὶ ἐξ
ἑχθρῶν δεινῆς ἐπιδρομῆς, ταύτην τὴν νῆσον συντήρει ἀλώβητον.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
Εὑφραίνου
ἡ λαμπρά, κληρουχία τοῦ Τίτου, τελοῦσα τῶν ἐν σοὶ, Θεοφόρων Ἁγίων, τὴν
μνήμην τὴν πανεύσημον, καὶ Χριστῷ πίστει βόησον· πολυεύσπλαγχνε, εὐχαῖς
τῶν σῶν θεραπόντων, δίδου ἅπασι, τῶν οἰκτιρμῶν σου τὸν πλοῦτον, καὶ
ἕλεος ἄνωθεν.
Σύναξη των Αγίων Νεομαρτύρων των μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως μαρτυρησάντων
Νέοι ἀθληταί, ὤλεσαν τήν γραῦν ῎Αγαρ.
Καί νῦν σύνεισι τοῖς ἀθληταῖς τοῖς πάλαι.
Βῆ δέ Πόλον πληθύς, νεάθλων ἄστυ θεοῖο.
Την
β΄ Κυριακή μετά των Αγίων Πάντων, δηλαδή η γ΄ Ματθαίου, τιμούμε τους
Άγιους Νεομάρτυρες που μαρτύρησαν μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως
το 1453 μ.Χ.
Η Σύναξη των Αγίων Νεομαρτύρων είναι μη θεσπισθείσα αλλά κατ’ έθος τελούμενη.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νέοι
Μάρτυρες, παλαιάν πλάνην, καταστρέψαντες, ὕψωσαν πίστιν, τῶν
᾽Ορθοδόξων, καί στερρῶς ἠγωνίσθησαν τήν γάρ ἀνόμων θρησκείαν ἐλέγξαντες,
ἐν παρρησίᾳ Χριστόν ἀνεκήρυξαν, Θεόν τέλειον. Καί νῦν ἀπαύστως
πρεσβεύουσι, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἀγάλλου
μυστικῶς, ἡ Χριστοῦ ᾽Εκκλησία, ὁρῶσα σούς υἱούς, Νεομάρτυρας κύκλῳ,
τραπέζης σου καί βήματος, ἱσταμένους ἐν κόνεσιν, ὡς νεόφυτα, τῶν ἐλαιῶν
καί τῷ Κτίστῃ ἀνακραύγαζε· σύ τῶν Μαρτύρων ὑπάρχεις, Χριστέ τό στερέωμα.
Ὁ Οἶκος
Ἀεί
μέν, καί ἐν πᾶσιν ὀφείλομεν, ἀδελφοί, ἐξυμνεῖν καί θαυμάζειν τῆς περί
ἡμᾶς τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ προνοίας τά ἀνεξιχνίαστα κρίματα, οὐχ ἦττον
δέ, καί ἐπί τῇ πολυχρονίῳ ταύτῃ τοῦ ἡμετέρου γένους τυραννικῇ
αἰχμαλωσίᾳ· αὕτη καί γάρ, πλείστων τε ἄλλων κατά ψυχήν ἀγαθῶν ἡμῖν τοῖς
τυραννουμένοις παραίτιος γέγονε, καί ἐξαιρέτως, δι' αὐτῆς καί ἐξ αὐτῆς ὁ
εὐκλεής οὗτος, καί Χριστῷ πεφιλημένος, καί τῆς οὐρανίου ἀποθήκης ἄξιος
καρπός ἀνεβλάστησεν, οἱ Νεοφανεῖς, λέγω, μάρτυρες· οἱ νῦν εἰς εὐφημίαν
προκείμενοι· οὗτοι γάρ, οἱ καρτερόψυχοι, τῇ τοῦ Χριστοῦ δυνάμει
θωρακισθέντες, πάντα τά τοῦ βίου τερπνά, ὡς σκύβαλα ἐλογίσαντο· καί
σαρκός μηδόλως φεισάμενοι, εἰς τό στάδιον τῆς ἀθλήσεως ἀπεδύσαντο, τήν
μέν τῶν ᾽Αγαρηνῶν ἀσέβειαν θριαμβεύσαντες, τήν δέ τοῦ Χριστοῦ πίστιν, ἐν
παρρησίᾳ ἀνακηρύξαντες· ὑπέρ ἧς, καί πολυειδέσι βασάνοις ἀνδρείως,
μέχρι τέλους ἐνεκαρτέρησαν, καί τόν τοῦ μαρτυρίου ἀνεδήσαντο στέφανον,
πρός τόν στεφανίτην ἀναβοῶντες, σύ τῶν μαρτύρων ὑπάρχεις, Χριστέ, τό
στερέωμα.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τῶν
λειψάνων αἱ θεῖαι ὑμῶν σοροί, ἰατρεῖα ὑπάρχουσι θαυμαστά· ἀπόδειξις
ἔμψυχος, τῆς ὀρθῆς ἡμῶν πίστεως· καί θησαυροί παντοίων, θαυμάτων
κοσμόπλουτοι· κροκοβαφῆ καί ἄσηπτα, πυξία τοῦ πνεύματος· τῶν ἐπουρανίων,
ἀρωμάτων φιάλαι, νικῶσαι κιννάμωμον, μύρον νάρδον καί κάλαμον, καί τῆς
γῆς τά ἀρώματα· πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν
δωρήσασθαι, ἡμῖν τοῖς πόθῳ τιμῶσιν, ὑμᾶς Νεομάρτυρες.
Άγιοι Πάντες Ιεράρχες εν Νόβγκοροντ της Ρωσίας
Για τους Άγιους Πάντες Ιεράρχες εν Νόβγκοροντ της Ρωσίας βλέπε στις 10 Φεβρουαρίου.