Ὁ Ὅσιος Εὐμένιος ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Γορτύνης
Τὸ λεῖον Εὐμένιος ὄμμα Γορτύνης,
Πανευμενὲς κατεῖδεν ὄμμα Κυρίου.
Ὀγδοάτῃ δεκάτῃ θάνεν Εὐμένιος μεγαλήτωρ.
Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ὁ Εὐμένιος ὑπέβαλλε τὸν ἑαυτό του σὲ πολλὲς σκληραγωγίες καὶ ἀσκήσεις. Ἡ ἐγκράτεια ἦταν ἐκείνη ποὺ τὸν διέκρινε περισσότερο. Διότι στὸ μυαλό του, εἶχε πάντα τὴν συμβουλὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, «πᾶς ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται». Καθένας, δηλαδή, ποὺ ἀγωνίζεται, ἐγκρατεύεται σὲ ὅλα, ἀκόμα καὶ στὴν τροφὴ καὶ στὸ ποτό, προκειμένου νὰ πετύχει τὸν πνευματικό του σκοπό. Καὶ ὁ Εὐμένιος, ἀκολουθώντας τὰ λόγια τοῦ θεόπνευστου Ἀποστόλου, πέτυχε.
Ἀξιώθηκε νὰ ἱερωθεῖ καὶ νὰ γίνει Ἐπίσκοπος Γορτύνης στὴν Κρήτη. Ἀπὸ τὴ νέα του θέση, ἡ ἀρετή του ἔλαμψε ἀκόμα περισσότερο καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τὴν χάρη καὶ τὴν δύναμη νὰ θαυματουργεῖ. Καὶ ὅπως ἀναφέρει ἡ παράδοση, μιὰ φορὰ μὲ ἀναμμένες λαμπάδες κατέκαυσε ἕναν δράκοντα, ποὺ ὅρμησε ἐναντίον του.
Ἔπειτα ὁ Εὐμένιος πῆγε στὴν Ρώμη, ὅπου μὲ τὴ θεία του διδασκαλία καὶ μὲ θαύματα στερέωσε τοὺς πιστούς. Ποθώντας, ὅμως, περισσότερη σκληραγωγία καὶ ἄσκηση, πῆγε στὴ Θηβαΐδα τῆς Ἄνω Αἰγύπτου, κοντὰ στοὺς μεγάλους ἀσκητές.
Ἐκεῖ παρέδωσε καὶ τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό. Τὸ δὲ λείψανό του μεταφέρθηκε καὶ θάφτηκε μὲ τιμὲς στὴν ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς του, στὴν Κρήτη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ταχὺν προμηθέα σε, καὶ ἀρωγὸν εὐμενῆ, κεκτήμεθα Ὅσιε, ὡς τοῦ Χριστοῦ μιμητήν, Εὐμένιε ἔνδοξε· σὺ γὰρ ἀναβλυστάνων, συμπαθείας τὰ ῥεῖθρα, βρύεις τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἰαμάτων πελάγη. Ἀλλὰ καὶ τοῖς τιμῶσί σε, σκέπη γενήθητι.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὤφθης πλοῦτος ἄσυλος τῇ Ἐκκλησίᾳ, βλύζων πᾶσιν ἄφθονον, χάριν θαυμάτων τοῖς πιστοῖς· διό σε πάντες γεραίρομεν, θευματοφόρε Εὐμένιε Ὅσιε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὁ τῆς Γόρτυνος ποδηγός, καὶ τῆς Κρήτης πάσης, ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμός· χαίροις τῶν θαυμάτων, ἀκένωτος χειμάρρους, Εὐμένιε τρισμάκαρ, πιστῶν ἀντίληψις.
Ἡ Ἁγία Ἀριάδνη
Σῴζει ῥαγεῖσα τὴν Ἀριάδνην πέτρα.
Χριστὸς γὰρ αὐτήν ἔσκεπε ζωῆς πέτρα.
Ἂν καὶ δούλα, ἦταν ἀνώτερη καὶ λαμπρότερη ἀπὸ πολλὲς κυρίες, δοῦλες τῶν κοσμικῶν ματαιοτήτων καὶ τῶν γήϊνων μολυσμῶν.
Ἡ Ἁγία Ἀριάδνη ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Ἀδριανοῦ καὶ Ἀντωνίνου (117 – 139 μ.Χ.), καὶ ἔγινε χριστιανὴ στὴν Φρυγία, πόλη τῶν Προμισέων. Ὅταν τὸ πληροφορήθηκε ὁ ἀφέντης της, Τέρτυλος, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἰσχυρότερους πρόκριτους τῆς πόλης, τὴν πίεζε νὰ ἐπανέλθει στὴν εἰδωλολατρία. Ἐκείνη ὅμως ἐπέμενε στὴν χριστιανικὴ ὁμολογία της, καὶ στάθηκε ἀδύνατο νὰ τὴν πείσουν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, κατὰ τὴν ἥμερα μάλιστα ποὺ γιόρταζε τὰ γενέθλιά του ὁ γιὸς τοῦ κυρίου της.
Τότε τὴν ἔδειραν σκληρὰ καὶ τὴ βασάνισαν γιὰ πολύ, ἀφοῦ ἔγδαραν τὶς σάρκες της μὲ σιδερένια νύχια. Γιὰ νὰ ἀποφύγει περισσότερες πιέσεις, ἐγκατέλειψε τὸ σπίτι τοῦ κυρίου της. Καὶ ἐνῶ τὴν καταδίωκαν, ἔπεσε σὲ γκρεμὸ ὅπου καὶ βρῆκε τὸν θάνατο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῇ τοῦ Χριστοῦ κυβερνωμένη παλάμῃ, οὐκ ἐδουλώθης τὴν ψυχὴν Ἀριάδνη, ἀλλ’ ἐλευθέρᾳ γνώμη ἠνδραγάθησας· πᾶσαν γὰρ ἐπίνοιαν, τοῦ ἐχθροῦ καθελοῦσα, στέφος χαριτόπλοκον, ἐκ Θεοῦ ἐκομίσω· ὃν ἐκδυσώπει Μάρτυς ἐκτενῶς, ἐλεηθῆναι, τοὺς σὲ μακαρίζοντας.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῆς ζωῆς ποθήσασα, τὴν ζωοπάροχον πέτραν, ἀκλινὴς διέμεινας, τῇ τοῦ δολίου μανίᾳ· πέτρα δέ, διαρραγεῖσά σε δεξαμένη, ἥρμοσε, τῷ ἀθανάτῳ Μάρτυς Νυμφίῳ· ὃν δυσώπει Ἀριάδνη, ἡμῖν δοθῆναι πταισμάτων ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριον.
Ἀδούλωτον σώζουσα τὴν ψυχήν, ἐδούλωσας Μάρτυς, δι’ ἀγώνων τὸν δυσμενῆ, καὶ τῆς ἐλευθέρας, Σιὼν πολῖτις ὤφθης, ἐν ᾗ ὦ Ἀριάδνη, ἡμῶν μνημόνευε.
Ἡ Ἁγία Ἀριάδνη ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Ἀδριανοῦ καὶ Ἀντωνίνου (117 – 139 μ.Χ.), καὶ ἔγινε χριστιανὴ στὴν Φρυγία, πόλη τῶν Προμισέων. Ὅταν τὸ πληροφορήθηκε ὁ ἀφέντης της, Τέρτυλος, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἰσχυρότερους πρόκριτους τῆς πόλης, τὴν πίεζε νὰ ἐπανέλθει στὴν εἰδωλολατρία. Ἐκείνη ὅμως ἐπέμενε στὴν χριστιανικὴ ὁμολογία της, καὶ στάθηκε ἀδύνατο νὰ τὴν πείσουν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, κατὰ τὴν ἥμερα μάλιστα ποὺ γιόρταζε τὰ γενέθλιά του ὁ γιὸς τοῦ κυρίου της.
Τότε τὴν ἔδειραν σκληρὰ καὶ τὴ βασάνισαν γιὰ πολύ, ἀφοῦ ἔγδαραν τὶς σάρκες της μὲ σιδερένια νύχια. Γιὰ νὰ ἀποφύγει περισσότερες πιέσεις, ἐγκατέλειψε τὸ σπίτι τοῦ κυρίου της. Καὶ ἐνῶ τὴν καταδίωκαν, ἔπεσε σὲ γκρεμὸ ὅπου καὶ βρῆκε τὸν θάνατο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῇ τοῦ Χριστοῦ κυβερνωμένη παλάμῃ, οὐκ ἐδουλώθης τὴν ψυχὴν Ἀριάδνη, ἀλλ’ ἐλευθέρᾳ γνώμη ἠνδραγάθησας· πᾶσαν γὰρ ἐπίνοιαν, τοῦ ἐχθροῦ καθελοῦσα, στέφος χαριτόπλοκον, ἐκ Θεοῦ ἐκομίσω· ὃν ἐκδυσώπει Μάρτυς ἐκτενῶς, ἐλεηθῆναι, τοὺς σὲ μακαρίζοντας.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῆς ζωῆς ποθήσασα, τὴν ζωοπάροχον πέτραν, ἀκλινὴς διέμεινας, τῇ τοῦ δολίου μανίᾳ· πέτρα δέ, διαρραγεῖσά σε δεξαμένη, ἥρμοσε, τῷ ἀθανάτῳ Μάρτυς Νυμφίῳ· ὃν δυσώπει Ἀριάδνη, ἡμῖν δοθῆναι πταισμάτων ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριον.
Ἀδούλωτον σώζουσα τὴν ψυχήν, ἐδούλωσας Μάρτυς, δι’ ἀγώνων τὸν δυσμενῆ, καὶ τῆς ἐλευθέρας, Σιὼν πολῖτις ὤφθης, ἐν ᾗ ὦ Ἀριάδνη, ἡμῶν μνημόνευε.
Όσιος Ρωμύλος της Ραβάνιτσας
Στους Συναξαριστές δεν αναφέρεται κανένα υπόμνημα για τον όσιο αυτό. Βιογραφία του υπάρχει στο υπ' αριθμ. 154 χειρόγραφο της Σκήτης των Καυσοκαλυβίων, που συνέγραψε ο μαθητής του εν λόγω Οσίου, Γρηγόριος.
Ο όσιος Ρωμύλος γεννήθηκε κατά το 1300 μ.Χ. στην παραδουνάβια πόλι Βιδίνιο από ευσεβείς γονείς, πατέρα Έλληνα και μητέρα Βουλγάρα. Κατά το άγιο βάπτισμα ονομάσθηκε Ράϊκος. Από την παιδική του ηλικία έδειχνε πόθο για
μάθηση και οι διδάσκαλοί του, θαυμάζοντας την σοφία και την σύνεσή του, τον αποκαλούσαν «παιδαριογέροντα». Όταν ανδρώθηκε, για να αποφύγει τον γάμο που εσκέπτοντο οι γονείς του, έφυγε κρυφά σε μοναστήρι της επαρχίας
του Τιρνόβου. Εκεί, μετά την κανονική δοκιμασία, εκάρη μικρόσχημος με το όνομα Ρωμανός και διακονούσε με πολλή ευλάβεια στον ναό ως εκκλησιαστικός.
Την ίδια εποχή ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναϊτης (βλέπε 6 Απριλίου) αναχώρησε με τους μαθητές του από το Άγιον Όρος και εγκαταστάθηκε στα Παρόρια (σημ. Στράντζα), στα βυζαντινοβουλγαρικά σύνορα. Όταν ο Ρωμανός άκουσε για
τον διδάσκαλο αυτόν της νοεράς προσευχής και του ησυχαστικού βίου, ζήτησε ευλογία από τον ηγούμενο να τεθεί υπό την καθοδήγησή του. Μαζί του πήρε και άλλον αδελφό, τον Ιλαρίωνα.
Ο όσιος Γρηγόριος τούς δέχθηκε με πολλή χαρά και, καθώς ο Ρωμανός ήταν δυνατός, με ισχυρή κράση, του ανέθεσε τις βαρύτερες και κοπιαστικότερες υπηρεσίες, τις οποίες εκτελούσε με απόλυτη υπακοή. Μετέφερε ξύλα και
πέτρες από το όρος, νερό από το ποτάμι που έρρεε στους πρόποδες, και έφτιαχνε τον πηλό για τις οικοδομές. Παράλληλα διακονούσε στο μαγειρείο και στο ζυμωτήριο της μονής και είχε την φροντίδα των ασθενών αδελφών. Του
ανατέθηκε επίσης η περιποίηση ενός ηλικιωμένου μοναχού, ασθενούς και θυμώδους, ο οποίος ένεκα των ασθενειών του έπρεπε να τρώγει μόνον φρέσκα ψάρια. Ο Ρωμανός υπηρετούσε τον σκληρό εκείνον γέροντα με θαυμαστή
πραότητα και μακροθυμία και ψάρευε στο ποτάμι. Τον χειμώνα, που τα νερά ήταν παγωμένα, έσπαζε τους πάγους και με τα πόδια γυμνά στο ψυχρότατο νερό ψάρευε με την απόχη. Με τον τρόπο αυτόν ο Ρωμανός γινόταν μάρτυς
κατά προαίρεσιν, καθώς θυσίαζε την ζωή του κάθε στιγμή υπέρ της αγάπης του πλησίον.
Με τον θάνατο του ασθενούς γέροντος και του οσίου Γρηγορίου, ο Ρωμανός, τον οποίον όλοι αποκαλούσαν «καλορωμανό», υποτάχθηκε μαζί με τον Ιλαρίωνα σε άλλον γέροντα. Οι ληστές όμως, που λεηλατούσαν τα μέρη εκείνα
και κατατυραννούσαν τους μοναχούς, τους ανάγκασαν να αναχωρήσουν στην Στάρα Ζαγορά της Βουλγαρίας, όπου σύντομα κοιμήθηκε ο γέροντάς τους.
Έκτοτε ο Ρωμανός υποτάχθηκε στον Ιλαρίωνα, επειδή ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία. Όταν ο τσάρος των Βουλγάρων Ιωάννης Αλέξανδρος (1331 – 1371 μ.Χ.) κατεδίωξε τους ληστές, επέστρεψαν στην ερημική ησυχία των
Παρορίων, για να συνομιλούν με τον Θεό διά της νοεράς προσευχής. Με τις αρετές, οι οποίες τού είχαν γίνει δευτέρα φύσις, και την αδιάλειπτη ευχή ο Ρωμανός αξιώθηκε να λάβει από τον Θεό πολλά χαρίσματα, ιδιαίτερα το
χάρισμα των αειρόων δακρύων.
Αργότερα με την ευλογία του Ιλαρίωνος αποσύρθηκε σε τέλεια μόνωση, για να εντρυφά απερίσπαστος στις θείες θεωρίες. Αφού έζησε πολλά χρόνια κατ' αυτόν τον τρόπο, εκάρη μεγαλόσχημος με το όνομα Ρωμύλος. Οι Τούρκοι
όμως σε επιδρομές τους κατέστρεψαν το μοναστήρι, και ο όσιος Ρωμύλος με τον μαθητή του Γρηγόριο κατέφυγαν στο Άγιον Όρος, όπου εγκαταστάθηκαν στα Μελανά, κοντά στην Μεγίστη Λαύρα. Οι αγιορείτες μοναχοί σύντομα
αναγνώρισαν τις αρετές του και τον επισκέπτονταν χάριν ψυχικής ωφελείας. Διέκοπταν όμως την αγαπημένη του ησυχία, και αναγκάσθηκε να αναχωρήσει σε απομονωμένο κελλί, στους πρόποδες του Άθωνος.
Την εποχή αυτή, μετά την ήττα του σερβοβουλγαρικού στρατού του Ιωάννη Ούγγλεση από τους Οθωμανούς και τον θάνατο του ίδιου στην μάχη του Έβρου (Μαρίτσα, 1371 μ.Χ.), ακολούθησε η εισβολή των ατάκτων οθωμανικών
στρατευμάτων στην Θράκη και την Μακεδονία. Τότε πολλοί μοναχοί, φοβούμενοι την γενική ανασφάλεια των καιρών, έφυγαν από το Άγιον Όρος. Παρακινούμενος και ο όσιος Ρωμύλος αναχώρησε στην Αυλώνα της Αλβανίας. Το
διάστημα που έμεινε εκεί διόρθωσε τα διεστραμμένα ήθη των κατοίκων και τους δίδαξε την ορθή πίστη, διότι είχαν απομακρυνθεί πολύ από τον χριστιανισμό. Ποθώντας όμως την ησυχία, απομακρύνθηκε στην μονή της Θεοτόκου,
στην Ραβάνιτσα της Σερβίας. Ο τόπος αυτός υπήρξε η τελευταία επίγεια διαμονή του, διότι ύστερα από λίγο καιρό απήλθε προς Κύριον (1375 μ.Χ.). Ο τάφος, στον οποίον οι μαθητές του ενταφίασαν το πολύαθλο σώμα του, αναδίδει
άρρητη ευωδία. Επιτελούνται δε συνεχώς πολλά θαύματα και ιάσεις στους προσερχομένους με πίστη.
Ο όσιος Ρωμύλος γεννήθηκε κατά το 1300 μ.Χ. στην παραδουνάβια πόλι Βιδίνιο από ευσεβείς γονείς, πατέρα Έλληνα και μητέρα Βουλγάρα. Κατά το άγιο βάπτισμα ονομάσθηκε Ράϊκος. Από την παιδική του ηλικία έδειχνε πόθο για
μάθηση και οι διδάσκαλοί του, θαυμάζοντας την σοφία και την σύνεσή του, τον αποκαλούσαν «παιδαριογέροντα». Όταν ανδρώθηκε, για να αποφύγει τον γάμο που εσκέπτοντο οι γονείς του, έφυγε κρυφά σε μοναστήρι της επαρχίας
του Τιρνόβου. Εκεί, μετά την κανονική δοκιμασία, εκάρη μικρόσχημος με το όνομα Ρωμανός και διακονούσε με πολλή ευλάβεια στον ναό ως εκκλησιαστικός.
Την ίδια εποχή ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναϊτης (βλέπε 6 Απριλίου) αναχώρησε με τους μαθητές του από το Άγιον Όρος και εγκαταστάθηκε στα Παρόρια (σημ. Στράντζα), στα βυζαντινοβουλγαρικά σύνορα. Όταν ο Ρωμανός άκουσε για
τον διδάσκαλο αυτόν της νοεράς προσευχής και του ησυχαστικού βίου, ζήτησε ευλογία από τον ηγούμενο να τεθεί υπό την καθοδήγησή του. Μαζί του πήρε και άλλον αδελφό, τον Ιλαρίωνα.
Ο όσιος Γρηγόριος τούς δέχθηκε με πολλή χαρά και, καθώς ο Ρωμανός ήταν δυνατός, με ισχυρή κράση, του ανέθεσε τις βαρύτερες και κοπιαστικότερες υπηρεσίες, τις οποίες εκτελούσε με απόλυτη υπακοή. Μετέφερε ξύλα και
πέτρες από το όρος, νερό από το ποτάμι που έρρεε στους πρόποδες, και έφτιαχνε τον πηλό για τις οικοδομές. Παράλληλα διακονούσε στο μαγειρείο και στο ζυμωτήριο της μονής και είχε την φροντίδα των ασθενών αδελφών. Του
ανατέθηκε επίσης η περιποίηση ενός ηλικιωμένου μοναχού, ασθενούς και θυμώδους, ο οποίος ένεκα των ασθενειών του έπρεπε να τρώγει μόνον φρέσκα ψάρια. Ο Ρωμανός υπηρετούσε τον σκληρό εκείνον γέροντα με θαυμαστή
πραότητα και μακροθυμία και ψάρευε στο ποτάμι. Τον χειμώνα, που τα νερά ήταν παγωμένα, έσπαζε τους πάγους και με τα πόδια γυμνά στο ψυχρότατο νερό ψάρευε με την απόχη. Με τον τρόπο αυτόν ο Ρωμανός γινόταν μάρτυς
κατά προαίρεσιν, καθώς θυσίαζε την ζωή του κάθε στιγμή υπέρ της αγάπης του πλησίον.
Με τον θάνατο του ασθενούς γέροντος και του οσίου Γρηγορίου, ο Ρωμανός, τον οποίον όλοι αποκαλούσαν «καλορωμανό», υποτάχθηκε μαζί με τον Ιλαρίωνα σε άλλον γέροντα. Οι ληστές όμως, που λεηλατούσαν τα μέρη εκείνα
και κατατυραννούσαν τους μοναχούς, τους ανάγκασαν να αναχωρήσουν στην Στάρα Ζαγορά της Βουλγαρίας, όπου σύντομα κοιμήθηκε ο γέροντάς τους.
Έκτοτε ο Ρωμανός υποτάχθηκε στον Ιλαρίωνα, επειδή ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία. Όταν ο τσάρος των Βουλγάρων Ιωάννης Αλέξανδρος (1331 – 1371 μ.Χ.) κατεδίωξε τους ληστές, επέστρεψαν στην ερημική ησυχία των
Παρορίων, για να συνομιλούν με τον Θεό διά της νοεράς προσευχής. Με τις αρετές, οι οποίες τού είχαν γίνει δευτέρα φύσις, και την αδιάλειπτη ευχή ο Ρωμανός αξιώθηκε να λάβει από τον Θεό πολλά χαρίσματα, ιδιαίτερα το
χάρισμα των αειρόων δακρύων.
Αργότερα με την ευλογία του Ιλαρίωνος αποσύρθηκε σε τέλεια μόνωση, για να εντρυφά απερίσπαστος στις θείες θεωρίες. Αφού έζησε πολλά χρόνια κατ' αυτόν τον τρόπο, εκάρη μεγαλόσχημος με το όνομα Ρωμύλος. Οι Τούρκοι
όμως σε επιδρομές τους κατέστρεψαν το μοναστήρι, και ο όσιος Ρωμύλος με τον μαθητή του Γρηγόριο κατέφυγαν στο Άγιον Όρος, όπου εγκαταστάθηκαν στα Μελανά, κοντά στην Μεγίστη Λαύρα. Οι αγιορείτες μοναχοί σύντομα
αναγνώρισαν τις αρετές του και τον επισκέπτονταν χάριν ψυχικής ωφελείας. Διέκοπταν όμως την αγαπημένη του ησυχία, και αναγκάσθηκε να αναχωρήσει σε απομονωμένο κελλί, στους πρόποδες του Άθωνος.
Την εποχή αυτή, μετά την ήττα του σερβοβουλγαρικού στρατού του Ιωάννη Ούγγλεση από τους Οθωμανούς και τον θάνατο του ίδιου στην μάχη του Έβρου (Μαρίτσα, 1371 μ.Χ.), ακολούθησε η εισβολή των ατάκτων οθωμανικών
στρατευμάτων στην Θράκη και την Μακεδονία. Τότε πολλοί μοναχοί, φοβούμενοι την γενική ανασφάλεια των καιρών, έφυγαν από το Άγιον Όρος. Παρακινούμενος και ο όσιος Ρωμύλος αναχώρησε στην Αυλώνα της Αλβανίας. Το
διάστημα που έμεινε εκεί διόρθωσε τα διεστραμμένα ήθη των κατοίκων και τους δίδαξε την ορθή πίστη, διότι είχαν απομακρυνθεί πολύ από τον χριστιανισμό. Ποθώντας όμως την ησυχία, απομακρύνθηκε στην μονή της Θεοτόκου,
στην Ραβάνιτσα της Σερβίας. Ο τόπος αυτός υπήρξε η τελευταία επίγεια διαμονή του, διότι ύστερα από λίγο καιρό απήλθε προς Κύριον (1375 μ.Χ.). Ο τάφος, στον οποίον οι μαθητές του ενταφίασαν το πολύαθλο σώμα του, αναδίδει
άρρητη ευωδία. Επιτελούνται δε συνεχώς πολλά θαύματα και ιάσεις στους προσερχομένους με πίστη.
Οἱ Ἁγίες Σοφία καὶ Εἰρήνη οἱ Μάρτυρες
Εἰρήνη καὶ Σοφία τμηθεῖσαι κάρας,
Σὲ τὴν ὑπὲρ νοῦν εἶδον εἰρήνην Λόγε.
Σὲ τὴν ὑπὲρ νοῦν εἶδον εἰρήνην Λόγε.
Οι Αγίες Σοφία και Ειρήνη μαρτύρησαν δια ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Κάστωρ
Οὐ θὴρ ὁ Κάστωρ, ἀλλ᾽ ἀνὴρ τις γεννάδας,
Ἤ μᾶλλον εἰπεῖν, ἀνδριὰς πρὸς αἰκίας.
Οὐ θὴρ ὁ Κάστωρ, ἀλλ᾽ ἀνὴρ τις γεννάδας,
Ἤ μᾶλλον εἰπεῖν, ἀνδριὰς πρὸς αἰκίας.
Στὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Σ. Εὐστρατιάδη, μαζὶ μὲ τὸν Κάστορα, προβάλλεται καὶ μία Ἁγία μὲ τὸ ὄνομα Θεοδώρα. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Άγιος Ιλαρίων της Όπτινα
Ο Άγιος Ιλαρίων γεννήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1805 μ.Χ. και κοιμήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου του 1873 μ.Χ. Δεν έχουμε άλλες λεπτομέρειες για τον βίο του Αγίου.
Σύναξις των εκ Θεσσαλιώτιδος Αγίων
Η πρώτη Κυριακή μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού είναι αφιερωμένη στους
εκ Θεσσαλιώτιδος Αγίους. Στον χορό των Αγίων ανήκουν οι:
1) Ο εκ Πεζούλης νέος ιερομάρτυς Σεραφείμ, επίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου (βλέπε 4 Δεκεμβρίου).
2) Ο εκ Καλογραιανών Άγιος Αρσένιος Ελασσώνος (βλέπε 13 Απριλίου).
3) Ο εκ Βατσουνιάς Άγιος Παρθένιος επίσκοπος Ραδοβυσδίου (βλέπε 21 Ιουλίου).
4) Ο Οσιομάρτυς Νικόλαος ο Νέος ο εν Βουνένη (βλέπε 9 Μαΐου).
5) Ο εκ Μυριχόβου οσιομάρτυς Δαμιανός ο εν Κισσάβω και Λαρίση (βλέπε 14 Φεβρουαρίου).
6) Ο Άγιος Νεομάρτυς Κωνσταντίνος εκ Καπούας (βλέπε 18 Αυγούστου).
7) Ο εκ Σκλαταίνης όσιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω (βλέπε 23 Ιανουαρίου).
8) Ο εκ Γολίτζης όσιος Ακάκιος ο Καυσοκαλυβίτης (βλέπε 12 Απριλίου).
1) Ο εκ Πεζούλης νέος ιερομάρτυς Σεραφείμ, επίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου (βλέπε 4 Δεκεμβρίου).
2) Ο εκ Καλογραιανών Άγιος Αρσένιος Ελασσώνος (βλέπε 13 Απριλίου).
3) Ο εκ Βατσουνιάς Άγιος Παρθένιος επίσκοπος Ραδοβυσδίου (βλέπε 21 Ιουλίου).
4) Ο Οσιομάρτυς Νικόλαος ο Νέος ο εν Βουνένη (βλέπε 9 Μαΐου).
5) Ο εκ Μυριχόβου οσιομάρτυς Δαμιανός ο εν Κισσάβω και Λαρίση (βλέπε 14 Φεβρουαρίου).
6) Ο Άγιος Νεομάρτυς Κωνσταντίνος εκ Καπούας (βλέπε 18 Αυγούστου).
7) Ο εκ Σκλαταίνης όσιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω (βλέπε 23 Ιανουαρίου).
8) Ο εκ Γολίτζης όσιος Ακάκιος ο Καυσοκαλυβίτης (βλέπε 12 Απριλίου).
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ηχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σεραφείμ Φαναρίου, Ελλασώνος Αρσένιον, συν τω κλεινώ Παρθενίω και Βουνένης Νικόλαον· συν τούτοις τον σοφόν Δαμιανόν, Καππουας Κωνσταντίνον ευκλεή, Διονύσιον και Ακάκιον εν ωδαίς και ύμνοις μεγαλύνωμεν. Δόξα τω στεφανώσαντι ημάς, δόξα το αγιάσαντι, δόξα τω ενεργούντι δι’ υμών πάσιν ιάματα.
Ηχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σεραφείμ Φαναρίου, Ελλασώνος Αρσένιον, συν τω κλεινώ Παρθενίω και Βουνένης Νικόλαον· συν τούτοις τον σοφόν Δαμιανόν, Καππουας Κωνσταντίνον ευκλεή, Διονύσιον και Ακάκιον εν ωδαίς και ύμνοις μεγαλύνωμεν. Δόξα τω στεφανώσαντι ημάς, δόξα το αγιάσαντι, δόξα τω ενεργούντι δι’ υμών πάσιν ιάματα.
«Πᾶνος»