Ὁ Ὅσιος Κυριακὸς ὁ Ἀναχωρητής
Σκίλλης ἀμύνῃ Κυριακὲ πικρίᾳ,
Γεῦσιν γλυκεῖαν, ᾗ θανεῖν κατεκρίθης.
Σκιλλοβόρος δ' ἐννάτῃ μύσεν εἰκάδι Κυριακός.
Ἦταν ἄνθρωπος ποὺ καλλιεργοῦσε ὑπομονήν καὶ πραότητα. Γι' αὐτὸ καὶ πέτυχε στὴν ἀσκητική του ζωή.
Γεννήθηκε στὴν Κόρινθο τὸ 5ο αἰῶνα, ἀπὸ ἱερέα πατέρα, τὸν Ἰωάννη. Τὴν μητέρα του τὴν ἔλεγαν Εὐδοξία καὶ εἶχε ἀδελφὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κορίνθου Πέτρο.
Ἀπὸ ἱερατικό, λοιπόν, γένος ὁ Κυριακός, σὲ νεαρὴ ἡλικία πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Λαύρα τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου. Ἐκεῖ, ὁ Μέγας Εὐθύμιος, τὸν ἔκανε μοναχὸ καὶ τὸν ἔστειλε στὸν ἀσκητὴ Γεράσιμο. Ὅταν πέθανε ὁ Γεράσιμος, ὁ Κυριακὸς ἐπέστρεψε στὴν Λαύρα τοῦ Εὐθυμίου, ὅπου μὲ ζῆλο καλλιεργοῦσε τὶς ἀρετές του, ὥσπου κάποια στάση ποὺ ἔγινε στὴ Λαύρα τοῦ Εὐθυμίου τὸν ἀνάγκασε νὰ πάει στὴ Λαύρα τοῦ Σουκᾶ.
Ἐκεῖ 40 χρονῶν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ ἀνέλαβε τὴν ἐπιστασία τοῦ Σκευοφυλακίου. Ἐκεῖνο ποὺ τὸν διέκρινε ἀπέναντι στοὺς συμμοναστές του, ἦταν ὁ γαλήνιος τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο τοὺς ἀντιμετώπιζε, γι’ αὐτὸ καὶ ἦταν παράδειγμα πρὸς μίμηση ἀπὸ ὅλους.
Ἑβδομήντα χρονῶν ὁ Κυριακός, ἔφυγε καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ μὲ ὑπομονὴ γύρισε πολλὰ μοναστήρια καὶ σκῆτες, ὅπου ἔζησε μὲ αὐστηρότατη ἄσκηση. Τελικά, πέθανε 107 χρονῶν, καὶ σὲ ὅλους ἔμεινε ἡ ἐνθύμηση τοῦ ἀσκητή, ποὺ ἔδειχνε «πραότητα πρὸς πάντας ἀνθρώπους». Πραότητα, δηλαδή, σ’ ὅλους ἀνεξαίρετα τοὺς ἀνθρώπους.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἠκολούθησας, καταλιπῶν τὰ τῆς γῆς, καὶ βίον ἰσάγγελον, ἐπολιτεύσω σαφῶς, ὡς ἄσαρκος Ὅσιε· σὺ γὰρ ἐν ταῖς ἐρήμοις, προσχωρῶν θείῳ πόθῳ, σκίλλῃ πικρᾷ τὴν πάλαι, πικρὰν γεῦσιν ἀπώσω. Διὸ Κυριακὲ θεοφόρε, ἀξίως δεδόξασαι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἀπαλῶν ἐξ ὀνύχων τῷ Χριστῷ ἠκολούθησας, τὴν ἀγγελικὴν πολιτείαν ὁλοτρόπως ἑλόμενος· διὸ ἐν ταῖς ἐρήμοις προσχωρῶν, τῶν θείων ἠξιώθης δωρεῶν, θεραπεύων πᾶσαν νόσον Κυριακέ, τῶν πίστει προσιόντων σοι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ὑπερμάχῳ κραταιῷ καὶ ἀντιλήπτορι
Ἡ σὲ τιμῶσα ἱερὰ Λαύρα ἑκάστοτε
Ἑορτάζει τὰ μνημόσυνα ἐτησίως.
Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον
Ἐξ ἐχθρῶν ἐπεμβαινόντων ἡμᾶς φρούρησον,
Ἵνα κράζωμεν, χαίροις Πάτερ τρισόλβιε.
Μεγαλυνάριον.
Ἄστρον ἐκ Κορίνθου ἀναφανείς, ἐν τῇ Παλαιστίνῃ, διαλάμπεις ἀσκητικῶς, καὶ καταπυρσεύεις, Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησίαν, Κυριακὲ θεόφρον, τοῖς σοῖς παλαίσμασι.
Γεννήθηκε στὴν Κόρινθο τὸ 5ο αἰῶνα, ἀπὸ ἱερέα πατέρα, τὸν Ἰωάννη. Τὴν μητέρα του τὴν ἔλεγαν Εὐδοξία καὶ εἶχε ἀδελφὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κορίνθου Πέτρο.
Ἀπὸ ἱερατικό, λοιπόν, γένος ὁ Κυριακός, σὲ νεαρὴ ἡλικία πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Λαύρα τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου. Ἐκεῖ, ὁ Μέγας Εὐθύμιος, τὸν ἔκανε μοναχὸ καὶ τὸν ἔστειλε στὸν ἀσκητὴ Γεράσιμο. Ὅταν πέθανε ὁ Γεράσιμος, ὁ Κυριακὸς ἐπέστρεψε στὴν Λαύρα τοῦ Εὐθυμίου, ὅπου μὲ ζῆλο καλλιεργοῦσε τὶς ἀρετές του, ὥσπου κάποια στάση ποὺ ἔγινε στὴ Λαύρα τοῦ Εὐθυμίου τὸν ἀνάγκασε νὰ πάει στὴ Λαύρα τοῦ Σουκᾶ.
Ἐκεῖ 40 χρονῶν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ ἀνέλαβε τὴν ἐπιστασία τοῦ Σκευοφυλακίου. Ἐκεῖνο ποὺ τὸν διέκρινε ἀπέναντι στοὺς συμμοναστές του, ἦταν ὁ γαλήνιος τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο τοὺς ἀντιμετώπιζε, γι’ αὐτὸ καὶ ἦταν παράδειγμα πρὸς μίμηση ἀπὸ ὅλους.
Ἑβδομήντα χρονῶν ὁ Κυριακός, ἔφυγε καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ μὲ ὑπομονὴ γύρισε πολλὰ μοναστήρια καὶ σκῆτες, ὅπου ἔζησε μὲ αὐστηρότατη ἄσκηση. Τελικά, πέθανε 107 χρονῶν, καὶ σὲ ὅλους ἔμεινε ἡ ἐνθύμηση τοῦ ἀσκητή, ποὺ ἔδειχνε «πραότητα πρὸς πάντας ἀνθρώπους». Πραότητα, δηλαδή, σ’ ὅλους ἀνεξαίρετα τοὺς ἀνθρώπους.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἠκολούθησας, καταλιπῶν τὰ τῆς γῆς, καὶ βίον ἰσάγγελον, ἐπολιτεύσω σαφῶς, ὡς ἄσαρκος Ὅσιε· σὺ γὰρ ἐν ταῖς ἐρήμοις, προσχωρῶν θείῳ πόθῳ, σκίλλῃ πικρᾷ τὴν πάλαι, πικρὰν γεῦσιν ἀπώσω. Διὸ Κυριακὲ θεοφόρε, ἀξίως δεδόξασαι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἀπαλῶν ἐξ ὀνύχων τῷ Χριστῷ ἠκολούθησας, τὴν ἀγγελικὴν πολιτείαν ὁλοτρόπως ἑλόμενος· διὸ ἐν ταῖς ἐρήμοις προσχωρῶν, τῶν θείων ἠξιώθης δωρεῶν, θεραπεύων πᾶσαν νόσον Κυριακέ, τῶν πίστει προσιόντων σοι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ὑπερμάχῳ κραταιῷ καὶ ἀντιλήπτορι
Ἡ σὲ τιμῶσα ἱερὰ Λαύρα ἑκάστοτε
Ἑορτάζει τὰ μνημόσυνα ἐτησίως.
Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον
Ἐξ ἐχθρῶν ἐπεμβαινόντων ἡμᾶς φρούρησον,
Ἵνα κράζωμεν, χαίροις Πάτερ τρισόλβιε.
Μεγαλυνάριον.
Ἄστρον ἐκ Κορίνθου ἀναφανείς, ἐν τῇ Παλαιστίνῃ, διαλάμπεις ἀσκητικῶς, καὶ καταπυρσεύεις, Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησίαν, Κυριακὲ θεόφρον, τοῖς σοῖς παλαίσμασι.
Ὁ Ἅγιος Μαλαχίας ὁ Νέος Ὁσιομάρτυρας
Ἦταν γιὸς ἱερέα ἀπὸ τὴ Ρόδο.
Κάποτε πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ συκοφαντήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους ὅτι ἔβρισε τὸν Μωάμεθ. Ἀμέσως συνελλήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὶς ἀρχές, ποὺ τὸν ἐκβίαζαν νὰ ἐξωμόσει. Ὁ Μαλαχίας ἔδειξε μεγάλο θάρρος, μὲ τὸ ὁποῖο ἐξήγειρε τὴν ὀργὴ τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τὸν μαστίγωσαν, τρύπησαν τοὺς ἀστραγάλους του καὶ τὸν ἔδεσαν πίσω ἀπὸ ἕνα ἄγριο ἄλογο.
Μετὰ ἀπὸ μία σειρὰ φρικτῶν βασανιστηρίων, ὁδηγήθηκε ὁ μάρτυρας ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ὅπου σουβλίστηκε καὶ κάηκε πάνω σὲ ἀναμμένη φωτιά.
Ἔτσι παρέδωσε τὴν Ἁγία του ψυχὴ στὶς 29 Σεπτεμβρίου 1500.
Κάποτε πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ συκοφαντήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους ὅτι ἔβρισε τὸν Μωάμεθ. Ἀμέσως συνελλήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὶς ἀρχές, ποὺ τὸν ἐκβίαζαν νὰ ἐξωμόσει. Ὁ Μαλαχίας ἔδειξε μεγάλο θάρρος, μὲ τὸ ὁποῖο ἐξήγειρε τὴν ὀργὴ τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τὸν μαστίγωσαν, τρύπησαν τοὺς ἀστραγάλους του καὶ τὸν ἔδεσαν πίσω ἀπὸ ἕνα ἄγριο ἄλογο.
Μετὰ ἀπὸ μία σειρὰ φρικτῶν βασανιστηρίων, ὁδηγήθηκε ὁ μάρτυρας ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ὅπου σουβλίστηκε καὶ κάηκε πάνω σὲ ἀναμμένη φωτιά.
Ἔτσι παρέδωσε τὴν Ἁγία του ψυχὴ στὶς 29 Σεπτεμβρίου 1500.
Ἡ Ἁγία Πετρωνία ἡ Μάρτυς
Ξίφει κλίνασα τὴν κάραν, Πετρωνία,
Ψυχῆς ἐρείδεις ὄμμα τῇ θείᾳ πέτρᾳ.
Ξίφει κλίνασα τὴν κάραν, Πετρωνία,
Ψυχῆς ἐρείδεις ὄμμα τῇ θείᾳ πέτρᾳ.
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ἐδῶ μερικοὶ Συναξαριστὲς ἀναφέρουν καὶ τὴ μνήμη τῆς Ὁσίας Ἀναστασίας τῆς ἀσκήτριας.
Ἐδῶ μερικοὶ Συναξαριστὲς ἀναφέρουν καὶ τὴ μνήμη τῆς Ὁσίας Ἀναστασίας τῆς ἀσκήτριας.
Οἱ Ἅγιοι 150 οἱ Μάρτυρες
Δεκάς δεκαπλή μαρτύρων και πεντάκις,
Δέκα αθλούσι και κομίζονται στέφη.
Γνωρίζουμε μόνο ὅτι μαρτύρησαν στὴν Παλαιστίνη.
Δεκάς δεκαπλή μαρτύρων και πεντάκις,
Δέκα αθλούσι και κομίζονται στέφη.
Γνωρίζουμε μόνο ὅτι μαρτύρησαν στὴν Παλαιστίνη.
Οἱ Ἅγιοι Τρύφων, Τρόφιμος καὶ Δορυμέδων
Tρυφήν τρόφιμον Tρόφιμός τε και Tρύφων,
Συν τω Δορυμέδοντι εύρον την άνω.
Tρυφήν τρόφιμον Tρόφιμός τε και Tρύφων,
Συν τω Δορυμέδοντι εύρον την άνω.
Στοὺς Συναξαριστὲς ἀναφέρεται γι’ αὐτοὺς μόνο ἡ φράση: «ἡ σύναξις τούτων τελεῖται πλησίον τῆς Ἁγίας Ἄννης ἐν τῷ Δευτέρῳ».
Ἡ Ἁγία Γουδελία (ἢ Γοβδελία)
Σοὶ τὴν κεφαλὴν τῇ κεφαλῇ τῶν ὅλων,
Χριστέ, προσῆξεν ἐκ ξίφους Γουδελία.
Σοὶ τὴν κεφαλὴν τῇ κεφαλῇ τῶν ὅλων,
Χριστέ, προσῆξεν ἐκ ξίφους Γουδελία.
Ἦταν Περσίδα χριστιανὴ ἀπόστολος, ποὺ κατάφερε νὰ φέρει πολλοὺς ἀπίστους στὸν δρόμο τῆς διὰ Χριστοῦ σωτηρίας.
Ἔζησε τὸν τέταρτο μετὰ Χριστὸν αἰῶνα, ὅταν βασιλιὰς τῆς Περσίας ἦταν ὁ Σαπώρ. Ἐπειδὴ δυναμικὰ ἐκτελοῦσε τὸ Ἱεραποστολικό της ἔργο, τὴν συνέλαβαν καὶ τὴν ἔκλεισαν γιὰ πολλὰ χρόνια στὴν φυλακή. Οἱ ἐκεῖ κακοπάθειές της ὑπῆρξαν φοβερές. Μόνο ἡ θεία χάρη τὴν ἐνίσχυσε, ὥστε νὰ κατανικήσει τὴν ὑγρασία, τὸ σκοτάδι καὶ τὶς συχνὲς στερήσεις καὶ αὐτοῦ τοῦ νεροῦ. Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ τὰ μακροχρόνια βάσανα, δὲν ἐλάττωσαν καθόλου τὴν φωτιὰ τῆς πίστης καὶ τὴν φλόγα τῆς γενναιότητάς της.
Κατόπιν τῆς ἔγδαραν τὸ κεφάλι, χωρὶς νὰ ὑποκύψει ἡ καρτερία της. Τελικὰ πέθανε μὲ σταυρικὸ θάνατο.
(Νομίζω πὼς ἐδῶ, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ἔγινε σύγχυση μεταξὺ τῶν Συναξαριακῶν πηγῶν. Δηλαδή, ὁ Ἅγιος Γοβδελαᾶς ποὺ τιμοῦμε τὴν ἴδια μέρα ἔγινε, ἀπὸ λάθος ἀντιγραφές, Γουδελία ἢ Γοβδελία μὲ πανομοιότυπη βιογραφία.
Ἐνῷ ἄλλες πηγὲς ἀναφέρουν, ὅτι πράγματι ὑπῆρξε μάρτυς Γουδελία, ποὺ μαρτύρησε διὰ ξίφους χωρὶς ἄλλα βιογραφικὰ στοιχεῖα, ποὺ ὅμως εἶναι περισσότερο πιθανὸ καὶ ἀποδεκτό).
Ἔζησε τὸν τέταρτο μετὰ Χριστὸν αἰῶνα, ὅταν βασιλιὰς τῆς Περσίας ἦταν ὁ Σαπώρ. Ἐπειδὴ δυναμικὰ ἐκτελοῦσε τὸ Ἱεραποστολικό της ἔργο, τὴν συνέλαβαν καὶ τὴν ἔκλεισαν γιὰ πολλὰ χρόνια στὴν φυλακή. Οἱ ἐκεῖ κακοπάθειές της ὑπῆρξαν φοβερές. Μόνο ἡ θεία χάρη τὴν ἐνίσχυσε, ὥστε νὰ κατανικήσει τὴν ὑγρασία, τὸ σκοτάδι καὶ τὶς συχνὲς στερήσεις καὶ αὐτοῦ τοῦ νεροῦ. Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ τὰ μακροχρόνια βάσανα, δὲν ἐλάττωσαν καθόλου τὴν φωτιὰ τῆς πίστης καὶ τὴν φλόγα τῆς γενναιότητάς της.
Κατόπιν τῆς ἔγδαραν τὸ κεφάλι, χωρὶς νὰ ὑποκύψει ἡ καρτερία της. Τελικὰ πέθανε μὲ σταυρικὸ θάνατο.
(Νομίζω πὼς ἐδῶ, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ἔγινε σύγχυση μεταξὺ τῶν Συναξαριακῶν πηγῶν. Δηλαδή, ὁ Ἅγιος Γοβδελαᾶς ποὺ τιμοῦμε τὴν ἴδια μέρα ἔγινε, ἀπὸ λάθος ἀντιγραφές, Γουδελία ἢ Γοβδελία μὲ πανομοιότυπη βιογραφία.
Ἐνῷ ἄλλες πηγὲς ἀναφέρουν, ὅτι πράγματι ὑπῆρξε μάρτυς Γουδελία, ποὺ μαρτύρησε διὰ ξίφους χωρὶς ἄλλα βιογραφικὰ στοιχεῖα, ποὺ ὅμως εἶναι περισσότερο πιθανὸ καὶ ἀποδεκτό).
Οἱ Ἅγιοι Γοβδελαᾶς, Δᾴδας, Κάσδοος καὶ Κασδόα
Εις τον Γοβδελαάν
Ὁ Γοβδελαᾶς πείρεται τοῖς καλάμοις,
Τὸν καλάμῳ τυφθέντα Χριστόν μου σέβων.
Eις τον Δάδαν.
Ξίφει μεληδὸν σῶμα πᾶν τετμημένος,
Τὸ πνεῦμα σῴζεις, Μάρτυς Ὑψίστου Δάδα.
Eις τον Kασδόον και Kασδόαν.
Ἀθλοῦσιν ἄμφω Κασδόος καὶ Κασδόα,
Ὁ μὲν σπαθισθείς, ἡ δὲ θλασθεῖσα ξύλῳ.
Ὁ Γοβδέλαος ἦταν γιὸς τοῦ βασιλιὰ Σαβωρίου. Ἔγινε χριστιανὸς ἀπὸ ἕναν ἀξιωματικό τοῦ πατέρα του, τὸν Δᾴδα. Ὅταν τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ Σαβὼρ διέταξε καὶ συνελήφθησαν καὶ οἱ δυό. Ὅταν αὐτοὶ ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στοὺς Θεούς, τὸ μὲν Δᾴδα τὸν τεμάχισε ζωντανό, τὸν γιὸ του Γοβδέλαο τὸν ὑπέβαλε σὲ βασανιστήρια, καὶ ἔγδαρε τὸ κεφάλι του, ἔκοψε τὰ μέλη του καὶ κέντησε τὸ σῶμα του μὲ καλάμια.
Ὁ Κάσδοος ἦταν συγγενὴς τοῦ βασιλιὰ καὶ ἐπειδὴ ἔγινε χριστιανὸς τὸν ἔγδαρε ζωντανό.
Ἡ Κασδόα ἦταν κόρη τοῦ βασιλιά, καὶ ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου Γοβδέλαου. Αὐτὴ εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὸν ἀδελφό της στὴν φυλακή, ὁ ὁποῖος τὴν ἔκανε χριστιανή. Ὅταν μαθεύτηκε αὐτὸ ὁ βασιλιὰς τὴν συνέλαβε, καὶ ἐπειδὴ δὲν μπόρεσε νὰ ἀλλάξει τὴν πίστη της τὴν βασάνισε σκληρὰ μέχρι θανάτου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Βασίλειον ἀξίαν ὡς φθαρτὴν καταλέλοιπας, καὶ τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων ἠκολούθησας ἔνδοξε, καὶ ἤθλησας στερρῶς ὑπὲρ αὐτοῦ, βασάνους ἀνυποίστους ἐνεγκών· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν ᾀσματικῶς, Γοβδελαᾶ κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Δυάδα τὴν ἁγίαν τῶν Μαρτύρων τιμήσωμεν, σὺν Γοβδελαᾷ τὴν Κασδόαν τοὺς γενναίους ὁμαίμονας· φωτὶ γὰρ ἐλλαμφθέντες θεϊκῷ, ἐνήθλησαν στερρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, καὶ πρεσβεύουσιν ἀπαύστως ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν ἐκβοώντων πάντοτε· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῇ ψυχῇ δεξάμενος, τῆς εὐσεβείας τὸ φέγγος, τὴν πατρῴαν ἔλιπες, ἅπασαν πλάνην καὶ δόξαν· ἤθλησας, ὑπὲρ Κυρίου ἀνδρειοφρόνως· ἤνεγκας τὰς πολυτρόπους στερρῶς βασάνους· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις ὦ Μάρτυς Γοβδελαᾶ ἔνδοξε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἀθλοφόρε Γοβδελαᾶ, ὁ στερρῶς ἀθλήσας, δι’ ἀγάπην τὴν τοῦ Χριστοῦ, σὺν τῇ αὐταδέλφῳ, Κασδόᾳ τῇ πανσέμνῳ, μεθ’ ἧς ἡμῖν ἐξαίτει, πταισμάτων ἄφεσιν.
Ὁ Κάσδοος ἦταν συγγενὴς τοῦ βασιλιὰ καὶ ἐπειδὴ ἔγινε χριστιανὸς τὸν ἔγδαρε ζωντανό.
Ἡ Κασδόα ἦταν κόρη τοῦ βασιλιά, καὶ ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου Γοβδέλαου. Αὐτὴ εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὸν ἀδελφό της στὴν φυλακή, ὁ ὁποῖος τὴν ἔκανε χριστιανή. Ὅταν μαθεύτηκε αὐτὸ ὁ βασιλιὰς τὴν συνέλαβε, καὶ ἐπειδὴ δὲν μπόρεσε νὰ ἀλλάξει τὴν πίστη της τὴν βασάνισε σκληρὰ μέχρι θανάτου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Βασίλειον ἀξίαν ὡς φθαρτὴν καταλέλοιπας, καὶ τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων ἠκολούθησας ἔνδοξε, καὶ ἤθλησας στερρῶς ὑπὲρ αὐτοῦ, βασάνους ἀνυποίστους ἐνεγκών· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν ᾀσματικῶς, Γοβδελαᾶ κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Δυάδα τὴν ἁγίαν τῶν Μαρτύρων τιμήσωμεν, σὺν Γοβδελαᾷ τὴν Κασδόαν τοὺς γενναίους ὁμαίμονας· φωτὶ γὰρ ἐλλαμφθέντες θεϊκῷ, ἐνήθλησαν στερρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, καὶ πρεσβεύουσιν ἀπαύστως ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν ἐκβοώντων πάντοτε· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῇ ψυχῇ δεξάμενος, τῆς εὐσεβείας τὸ φέγγος, τὴν πατρῴαν ἔλιπες, ἅπασαν πλάνην καὶ δόξαν· ἤθλησας, ὑπὲρ Κυρίου ἀνδρειοφρόνως· ἤνεγκας τὰς πολυτρόπους στερρῶς βασάνους· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις ὦ Μάρτυς Γοβδελαᾶ ἔνδοξε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἀθλοφόρε Γοβδελαᾶ, ὁ στερρῶς ἀθλήσας, δι’ ἀγάπην τὴν τοῦ Χριστοῦ, σὺν τῇ αὐταδέλφῳ, Κασδόᾳ τῇ πανσέμνῳ, μεθ’ ἧς ἡμῖν ἐξαίτει, πταισμάτων ἄφεσιν.
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός ἐκ Ζαντόσκ (Ρῶσος)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Οἱ Ἅγιοι τρεῖς Νεομάρτυρες ἐν τῷ Βραχωρίῳ Ἀγρινίου († 1786)
Οι Άγιοι Τρεις Νεομάρτυρες εν τω Βραχωρίω Αγρινίου ήταν Πελοποννήσιοι και πραγματεύονταν στα μέρη των Ιωαννίνων, όπου έμαθαν να μιλούν και τα τούρκικα. Το 1786 μ.Χ. αποφάσισαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους τον Μωρία.
Στο δρόμο, όταν έφτασαν στο Βραχώρι της Αιτωλίας, υπήρχαν φοροεισπράκτορες Τούρκοι, πού εισέπρατταν τον φόρο. Οι τρεις Μάρτυρες για ν' αποφύγουν το χαράτσι τους χαιρέτισαν τούρκικα και πέρασαν ελεύθερα στην πόλη, διότι τους πέρασαν για Τούρκους.
Κατόπιν όμως τους ανακάλυψαν, τους συνέλαβαν και τους βασάνισαν για ν' αρνηθούν τον Χριστό. Αυτοί όμως, έμειναν σταθεροί στην πίστη τους και έτσι πήραν το στεφάνι του μαρτυρίου με απαγχονισμό.
Στο δρόμο, όταν έφτασαν στο Βραχώρι της Αιτωλίας, υπήρχαν φοροεισπράκτορες Τούρκοι, πού εισέπρατταν τον φόρο. Οι τρεις Μάρτυρες για ν' αποφύγουν το χαράτσι τους χαιρέτισαν τούρκικα και πέρασαν ελεύθερα στην πόλη, διότι τους πέρασαν για Τούρκους.
Κατόπιν όμως τους ανακάλυψαν, τους συνέλαβαν και τους βασάνισαν για ν' αρνηθούν τον Χριστό. Αυτοί όμως, έμειναν σταθεροί στην πίστη τους και έτσι πήραν το στεφάνι του μαρτυρίου με απαγχονισμό.
Οἱ Ἅγιοι ἐν Στροφάσιν ἀναιρεθέντες Μάρτυρες
Οι Άγιοι Μάρτυρες «Οἱ ἐν Στροφάσιν ἀναιρεθέντες» μαρτύρησαν το 1530 μ.Χ. (ή 1537 μ.Χ.).
Για τους Αγίους αυτούς, μαθαίνουμε από την Ακολουθία τους, ποίημα του Παχωμίου Ρουσσάνου, που δημοσιεύτηκε με τον τίτλο: «Ἀκολουθία ψαλλομένη εἰς τοὺς ὁσίους πατέρας τοὺς ἐν Στροφάσιν ἀναιρεθέντες καὶ εἰς ἅπαντος τοὺς παραπλήσιον τέλος λαχόντας».
Επίσης, από τον Μπανατιώτη ιστοριογράφο Παναγιώτη Χιώτη δημοσιεύτηκε «μικρά χρονική σημείωσις σωζομένη εν ταις χερσί των καλογήρων», κατά την οποία «....εστάθηκε το άνωθεν Μοναστήριον εις την κατάστασίν του έως εις τους 1537 Ιουλίου 29. Εις τον οποίον καιρόν απέρασεν η αρμάδα των Τούρκων από την Ζάκυνθον, και δεν έκαμε βλάψιμον. Και γυρίζοντας έπειτα εις τα Στροφάδια η αυτή αρμάδα τα έκαψε, και τα ερήμωσεν....».
Ἀπολυτίκιον
Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.
Εν μονή των Στροφάδων θεαρέστως βιώσαντες και της εν Χριστώ απαθείας εποφθέντες κειμήλια υπέστητε βαρβάρων την ορμήν, Πατέρες, και μαρτύρων κοινωνοί ανεδείχθητε ως άρνες στυγνώς σφαγιασθέντες, οσιόαθλοι. Δόξα τω ενισχύσαντι υμάς, δόξα τω στεφανώσαντι, δόξα τω δωρουμένω δι' υμών πιστοίς τα κρείττονα.
Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ’. Τη υπερμάχω.
Των αρετών τα τιμαλφέστατα κειμήλια και τα λαμπρότατα αθλήσεως αλάβαστρα, εν τη νήσω της Στροφάδος χειρί βιαία τους κτανθέντας ασκητάς ανευφημήσωμεν ως Πατέρων ιερόν και θείον σύλλογον ανακράζοντες: Χαίροις, Άγιον άθροισμα.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις, των Πατέρων σεπτός χορός, των αναιρεθέντων εν Στροφάσιν ανηλεώς, χαίροις, συστοιχία λαμπρέ οσιοάθλων, οφρύν η των βαρβάρων καταπατήσασα.
Για τους Αγίους αυτούς, μαθαίνουμε από την Ακολουθία τους, ποίημα του Παχωμίου Ρουσσάνου, που δημοσιεύτηκε με τον τίτλο: «Ἀκολουθία ψαλλομένη εἰς τοὺς ὁσίους πατέρας τοὺς ἐν Στροφάσιν ἀναιρεθέντες καὶ εἰς ἅπαντος τοὺς παραπλήσιον τέλος λαχόντας».
Επίσης, από τον Μπανατιώτη ιστοριογράφο Παναγιώτη Χιώτη δημοσιεύτηκε «μικρά χρονική σημείωσις σωζομένη εν ταις χερσί των καλογήρων», κατά την οποία «....εστάθηκε το άνωθεν Μοναστήριον εις την κατάστασίν του έως εις τους 1537 Ιουλίου 29. Εις τον οποίον καιρόν απέρασεν η αρμάδα των Τούρκων από την Ζάκυνθον, και δεν έκαμε βλάψιμον. Και γυρίζοντας έπειτα εις τα Στροφάδια η αυτή αρμάδα τα έκαψε, και τα ερήμωσεν....».
Ἀπολυτίκιον
Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.
Εν μονή των Στροφάδων θεαρέστως βιώσαντες και της εν Χριστώ απαθείας εποφθέντες κειμήλια υπέστητε βαρβάρων την ορμήν, Πατέρες, και μαρτύρων κοινωνοί ανεδείχθητε ως άρνες στυγνώς σφαγιασθέντες, οσιόαθλοι. Δόξα τω ενισχύσαντι υμάς, δόξα τω στεφανώσαντι, δόξα τω δωρουμένω δι' υμών πιστοίς τα κρείττονα.
Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ’. Τη υπερμάχω.
Των αρετών τα τιμαλφέστατα κειμήλια και τα λαμπρότατα αθλήσεως αλάβαστρα, εν τη νήσω της Στροφάδος χειρί βιαία τους κτανθέντας ασκητάς ανευφημήσωμεν ως Πατέρων ιερόν και θείον σύλλογον ανακράζοντες: Χαίροις, Άγιον άθροισμα.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις, των Πατέρων σεπτός χορός, των αναιρεθέντων εν Στροφάσιν ανηλεώς, χαίροις, συστοιχία λαμπρέ οσιοάθλων, οφρύν η των βαρβάρων καταπατήσασα.
Όσιος Θεοφάνης ο Φιλεύσπλαχνος από την Γάζα
Ο Όσιος Θεοφάνης ο Φιλεύσπλαχνος καταγόταν από την συριακή πόλη της Γάζας. Ήταν πολύ ευγενικός και ελεήμων. Χάρισε όλη του την περιουσία στους φτωχούς και ο ίδιος ζούσε στην ένδεια.
Προς το τέλος της ζωής του αρρώστησε από υδρωπικία που του προκαλούσε μεγάλο πόνο. Το σώμα του άρχισε να πρήζεται, να σαπίζει και να αναδύει μια δυσωδία. Παρόλα αυτά, ο Όσιος Θεοφάνης υπέμενε και αυτή τη δοκιμασία καρτερικά και ευχαριστούσε τον Θεό.
Μια σφοδρή καταιγίδα μαινόταν ενώ πέθαινε, και η σύζυγός του φοβόταν ότι δεν θα ήταν σε θέση να τον κηδεύσει όπως πρέπει. Ο Όσιος Θεοφάνης όμως την παρηγόρησε και της προφήτευσε ότι ο φιλεύσπλαχνος Θεός, που γνωρίζει την ώρα του θανάτου του, θα σταματήσει την καταιγίδα. Πράγματι, όταν ο Όσιος Θεοφάνης παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, επικράτησε ηρεμία.
Μετά το θάνατο του Οσίου, το σώμα του αφού καθαρίστηκε από τις πληγές και την φθορά, άρχισε να αναβλύζει μύρο ως απόδειξη της αγιότητάς του.
Μετακομιδή του Ιερού λειψάνου του Αγίου Δονάτου Επισκόπου Ευροίας Ηπείρου
Για τον βίο του Αγίου Δονάτου βλέπε στις 30 Απριλίου. Σήμερα η Εκκλησία μας εορτάζει την μετακομιδή του Ιερού του λειψάνου από την Εκκλησία της Παναγίας του Murano της Βενετίας στην Παραμυθία και εναποτέθηκε μετά πάσης ευλαβείας και λαμπρότητας στον ομώνυμο μεγαλοπρεπή Ιερό Ναό.
«Πᾶνος»