Προσευχή του Διάκου την παραμονή της μάχης της Αλαμάνας
T I M A M E Η Ρ Ω Ε Σ και T I Σ Ε Θ Ν Ε Γ Ε Ρ Σ Ι Ε Σ
Για ιδές καιρό που διάλεξε
ο χάρος να με πάρει
τώρα π’ ανθίζουν τα κλαδιά
και βγάζει η γής χορτάρι
Ο μεγάλος αυτός ήρωας και πρωτεργάτης της Εθνεγερσίας του 1821 Αθανάσιος Διάκος (Αθανάσιος Μασαβέτας), γεννήθηκε στη Μουσουνίτσα της Παρνασσίδος το 1788. Σε νεαρή ηλικία μπήκε δόκιμος στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου της Αρτοτίνας, όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα κι αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος. Στα είκοσί του άφησε το μοναστήρι και πήρε τα όπλα εναντίον των Τούρκων. Ο Διάκος ήταν άφταστος στ’ αγωνίσματα, στα όπλα και στην ανδρεία. Το 1820 εκλέγεται αρχηγός στο αρματολίκι της Ρούμελης και παράλληλα μυείται στη Φιλική Εταιρεία.
Το 1821 ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης στη Λιβαδειά και στις 22 Απριλίου 1821 στη γέφυρα της Αλαμάνας, προσπάθησε ν’ ανακόψει την πορεία του Ομέρ Βρυώνη και του Κιοσέ Μεχμέτ προς την Πελοπόννησο. Ο Αθανάσιος Διάκος έλεγχε το δρόμο από τη Δαμάστα με 500 άνδρες. Το πρωϊ της 23ης Απριλίου ο κύριος όγκος των Οθωμανών, μ’ επικεφαλής τον Κιοσέ Μεχμέτ προσπαθεί να περάσει από την Αλαμάνα.
Ο Διάκος βλέπει πως ο αγώνας είναι άνισος, όμως αρνείται να φύγει για να σωθεί! Μένει και πολεμά μέχρις εσχάτων. Πληγώνεται στην μάχη και πέντε Αλβανοί τον πιάνουν αιχμάλωτο και τον μεταφέρουν στη Λαμία. Οι Τούρκοι του λένε να προσκυνήσει και να συνεργαστεί μαζί τους, για να του χαρίσουν τη ζωή του. Ο Διάκος αρνιέται λέγοντάς τους : «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω». Αφού αρνήθηκε να συνεργασθεί με τους Τούρκους, έπρεπε να τιμωρηθεί παραδειγματικά! Έτσι τον θανάτωσαν με ανασκολοπισμό! Το άλικο αίμα του πότισε το δένδρο της λευτεριάς κι η θυσία του έγινε φωτεινό παράδειγμα για τους αγωνιζόμενους Έλληνες.
Ποίημα μοναδικό, που ενέπνευσε γενιές με πατριωτισμό, αγάπη, θαυμασμό, πνεύμα ηρωικό και θυσίας για την πατρίδα μας !!!
Τα αριστουργήματα αυτά δεν τα διδάσκονται σήμερα οι μαθητές μας με εντολές του υπουργείου παιδείας, για αυτό βγάζουμε απάτριδες διεθνιστές, μηδενιστές, γενίτσαρους, διεστραμμένους νέους και κατ' επέκταση ακατάλληλους πολίτες.
Η μέριμνα του υπουργείου παιδείας, εδώ και 40 χρόνια, εξαντλείται στην αποχριστιάνιση, στο γκρέμισμα των ιδανικών του γένους μας, στον πολυπολιτισμό, στη σεξουαλική απελευθέρωση, στη "φυλομετάβαση" και κάθε διαστροφή της ανθρώπινης οντότητας.
Εργαλεία στο γκρέμισμα, δυστυχώς, οι απαίδευτοι συνάδελφοί μου όλων των βαθμίδων, με φωτεινές εξαιρέσεις λειτουργών, δασκάλων, καθηγητών που το έργο τους το ανήγαγαν σε θυσιαστική ιεραποστολή για να κρατήσουν ανόθευτη την Ορθόδοξη και Εθνική μας Παράδοση γαλουχώντας τα παιδιά μας.
καθηγητής Γ. Κ. Δύρας
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Ἤτανε νύχτα. Τὰ βουνά, οἱ λαγκαδιαίς, τὰ δέντρα,
οἱ βρύσαις, τ᾿ ἀγριολούλουδα, ὁ οὐρανός, τ᾿ ἀγέρι,
στέκουν βουβὰ ν᾿ ἀκούσουνε τὴν προσευχὴ τοῦ Διάκου.
«Ὅταν ἡ μαύρ᾿ ἡ μάνα μου, ἐμπρὸς σὲ μίαν εἰκόνα,
Πλάστη μου, μ᾿ ἐγονάτιζε μὲ σταυρωτὰ τὰ χέρια
καὶ μώλεγε νὰ δεηθῶ γιὰ κειοὺς ποὺ τὸ χειμῶνα
σὰ λύκοι ἐτρέχαν στὰ βουνά, μὲ χιόνια, μ᾿ ἀγριοκαίρια
γιὰ νὰ μὴ ζοῦνε στὸ ζυγό, ἔνοιωθα τὴ φωνή μου,
νὰ ξεψυχάει στὰ χείλη μου. ἐσπάραζε ἡ καρδιά μου,
μοῦ ἐτρέμανε τὰ γόνατα, σὰν νἄθελε ἡ ψυχή μου
νὰ φύγῃ μὲ τὴ δέηση ἀπὸ τὰ σωθικά μου.
Ὕστερα μὤλεγε κρυφὰ νὰ σοῦ ζητῶ τὴ χάρη
νὰ μ᾿ ἀξιώσῃς μία φορὰ ἕνα σπαθὶ νὰ ζώσω
καὶ νὰ μὴν ἔρθῃ ὁ θάνατος νὰ μ᾿ εὕρῃ, νὰ μὲ πάρῃ
πρὶν πολεμήσω ἐλεύθερος, γιὰ σὲ πρὶν τὸ ματώσω.
Πατέρα παντοδύναμε! Ἄκουσες τὴν εὐχή μου.
μοῦ φύτεψες μὲς στὴν καρδιὰ ἀγάπη, πίστη, ἐλπίδα,
ἔδωκες μίαν ἀχτίδα σου, ἀθέρα στὸ σπαθί μου
καὶ μοὖπες: Τώρα πέθανε γιὰ μέ, γιὰ τὴν πατρίδα!
Ἕτοιμος εἶμαι, Πλάστη μου! Λίγαις στιγμαὶς ἀκόμα
καὶ σβυῶνται τ᾿ ἄστρα σου γιὰ μέ. Γιὰ μὲ θὰ σκοτειδιάσῃ
τὤμορφο γλυκοχάραμα. Θὰ μοῦ κλειστῇ τὸ στόμα,
ποὺ ἐκελαδοῦσε στὰ βουνά, στὴ ρεματιά, στὴ βρύση.
θὰ μαραθοῦν τὰ πεῦκα μου. Ἀραχιασμέν᾿ ἡ λύρα,
ποὺ μοὖταν ἀδερφοποιτὴ κι᾿ ὁποὺ μ᾿ ἐμὲ στὴ φτέρη
ἀγκαλιασμένη ἐπλάγιαζε, τώρα θὰ μείνη στεῖρα
καὶ στάψυχο κουφάρι της θὰ νὰ βογγάῃ τ᾿ ἀγέρι.
Ὅλα τ᾿ ἀφίνω μὲ χαρά, χωρὶς ν᾿ ἀναστενάξω.
Καὶ τὤχω περηφάνειά μου, ποὺ ἐδιάλεξες ἐμένα
αὐτὴν τὴν ἔρμη τὴν πορειὰ μὲ τὸ κορμὶ νὰ φράξω.
Εὐχαριστῶ σε, Πλάστη μου! Δὲ θὰ χαθοῦν σπαρμένα
καὶ δὲ θὰ μείνουν ἄκαρπα τ᾿ ἄχαρα κόκκαλά μου.
Εὐλόγησε τηνε τὴ γῆ ὁποὺ θὰ μ᾿ ἀγκαλιάσῃ
καὶ στοίχειωσε κάθε κλωνὶ ἀπὸ τὰ χώματά μου,
νὰ γένῃ ἀδιάβατο βουνὸ τὸ μνῆμα τοῦ Θανάση.
Θέ μου! Ξημέρωσέ τηνε τὴν αὐριανὴ τὴ μέρα!
Θὰ μᾶς θυμᾶτ᾿ ἡ Ἀρβανιτιὰ καὶ θὰ τὴν τρώ᾿ ἡ ζήλεια.
Θὰ χλημητᾶνε τ᾿ ἄλογα, θὰ καῖνε τὸν ἀγέρα
μὲ τ᾿ ἄγρια τὰ χνῶτα τοὺς γκέκικα καρυοφύλλια,
θὰ γένουν πάλαι τὰ Θερμιὰ λαίμαργη καταβόθρα…
Χιλιάδες ᾖρθαν θερισταὶ καὶ Χάρος ὀργοτόμος,
μουγκρίζουν, φοβερίζουνε πὼς δὲ θὰ μείνη λώθρα
σ᾿ αὐτὴν τὴ δύστυχη τὴ γῆ, φωτιά, δρεπάνι, τρόμος…
Κ᾿ ἐμεῖς θὰ πᾶμε μὲ χαρὰ σ᾿ αὐτὸν τὸν καταρράχτη.
Ἐπάνωθέ μας θἆσαι σύ, καὶ τὰ πατήματά μας
θὰ νἄχουνε γιὰ στήριγμα τὴ φοβερή τη στάχτη,
πὤμεινε σπίθ᾿ ἀκοίμητη βαθειὰ στὰ σωθικά μας.
Δυνάμωσέ μας, Πλάστη μου! Γιὰ ν᾿ ἀκουστῇ στὴ Δύση
πὼς δὲν ἀπονεκρώθηκε καὶ πὼς θ᾿ ἀνθοβολήσῃ
τώρα μὲ τὰ Μαγιάπριλα ἡ δουλωμένη χώρα.
Εὐλογημέν᾿ ἡ ὥρα!»
***
Ἔσκυψ᾿ ὁ Διάκος ὡς τὴ γῆ, ἕσφιξε μὲ τὰ χείλη
κ᾿ ἐφίλησε γλυκὰ γλυκὰ τὸ πατρικό του χῶμα.
Ἔβραζε μέσα του ἡ καρδιά, καὶ στὰ ματόκλαδά του
καθάριο, φωτοστόλιστο, ξεφύτρωσ᾿ ἕνα δάκρυ…
Χαρὰ στὸ χόρτο πὤλαχε νὰ πιῇ σὲ τέτοια βρύση!
***
Πλαγιάζει ὁ λιονταρόψυχος! Τὰ νειάτα, τὴ θωρειά του
τ᾿ ἀστέρια βλέπουν μὲ χαρὰ καὶ κάπου κάπου ἀφίνουν
κρυφὰ τὸ θόλο τ᾿ οὐρανοῦ γιὰ νὰ διαβοῦν σιμά του.
Μοσχοβολάει τριγύρω του καὶ τὸν σφιχταγκαλιάζει
στὸν κόρφο της ἡ ἄνοιξη, σὰν νἄτανε παιδί της.
Χαρούμενα τὰ λούλουδα φιλοῦν τὸ μέτωπό του
χάνει μὲ μιᾶς τὴν ἀσκημιὰ καὶ τὴν ταπεινοσύνη
ὁ ἔρμος ἀζώηρος, ἡ ποταπὴ ἡ λαψάνα,
γλυκαίνει τὸ χαμαίδρυο, στοῦ χαμαιλειοῦ τὴ ρίζα
ἀποκοιμιέται ὁ θάναρος καὶ τὸ περιπλοκάδι,
ποὺ πάντα κρύβεται δειλὸ καὶ τ᾿ ἄπλερο κορμί του
ἀλλοῦ στυλόνει τὸ φτωχό, δυναμωμένο τώρα
τρελλό, περηφανεύεται καὶ θέλει νὰ κλαρώσῃ
στ᾿ ἀνδρειωμένο μέτωπο γιὰ ν᾿ ἀκουστῇ πὼς ἦταν
στὴ φοβερὴ παραμονὴ μία τρίχ᾿ ἀπ᾿ τὰ μαλλιά του.
***
Πλαγιάζει ὁ λιονταρόψυχος! Τοῦ ὕπνου του οἱ ὥραις
ὅσο κι᾿ ἂν φύγουν γρήγορα, μεσότοιχο θὰ γένουν
ν᾿ ἀποστομώσουν τὸ θολό, τ᾿ ἀγριωμένο κῦμα
τοῦ χρόνου ποὺ μᾶς ἔπνιξε. Μ᾿ ἐκείνην τὴν ρανίδα
πὤσταξ᾿ ἀπὸ τὰ μάτια του θὰ ξεπλυθῇ ἡ μαυράδα,
ποὺ ἐλέρωνε τῆς μοίρας μας τὸ νεκρικὸ δεφτέρι.
Ὁ Διάκος στὸ κρεββάτι του, ζωσμένος τὴ φλοκάτη,
σὰν ἀητὸς μὲς στὴ φωλειά, ὀλάκαιρο ἕνα γένος
ἔκλωθ᾿ ἐκείνην τὴν βραδειά. Ὅταν προβάλ᾿ ἡ μέρα,
θὰ νἄβγουν τ᾿ ἀητόπουλα μὲ τροχισμένα νύχια,
μὲ θεριεμένα τὰ φτερά, ν᾿ ἀρχίσουν τὸ κυνήγι…
Πλάστη μεγαλοδύναμε! Ἀξίωσέ μας ὅλους,
πρὶν μᾶς σκεπάσῃ ἡ μαύρη γῆ, στὰ δουλωμένα πλάγια
νὰ κοιμηθοῦμε μία νυχτιὰ τὸν ὕπνο τοῦ Θανάση!