Γράφει η Εὐδοξία Αὐγουστίνου, Φιλόλογος – Θεολόγος
«Ἄνθρωπος, πού δέν νιώθει ὥς τά κατάβαθα τῆς καρδιᾶς του τά δημοτικά μας τραγούδια, δέν εἶναι σέ θέση νά νιώσει ἀληθινά τήν Ἐπανάσταση τοῦ Εἰκοσιένα... δηλαδή τό "τιμιώτατον" πού τήν κάνει ξεχωριστή, ἀνάμεσα στίς ἐπαναστάσεις πού γενήκανε» (Φώτης Κόντογλου).
Ἰδιαίτερη θέση στήν ἱστορία τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας κατέχει τό δημοτικό μας τραγούδι. Εἶναι τό μέσο μέ τό ὁποῖο ὁ λαός μας ἐξέφρασε τούς πόθους καί τούς καημούς του, τίς ἀγωνίες καί τίς προσδοκίες του, δημιουργώντας μιά μοναδική πνευματική παρακαταθήκη. Τό δημοτικό τραγούδι, πού ἀφορᾶ στήν Ἐθνεγερσία τοῦ ᾽21, πῆρε σάρκα καί ὀστά στά κλέφτικα λημέρια, ἔδωσε χαρά καί δύναμη σέ ὅσους τό ἄκουσαν, τό τραγούδησαν καί τήν ἄλλη μέρα βγῆκαν νά πολεμήσουν μέ τούς στίχους του στά χείλη τους, ὅπως οἱ ἀρχαῖοι Σπαρτιάτες, οἱ ὁποῖοι πολεμοῦσαν τραγουδώντας τίς ἐλεγεῖες πού εἶχε συνθέσει γιά τήν περίσταση ὁ ποιητής Τυρταῖος!
Ὑπολογίζονται πάνω ἀπό 400 τά δημοτικά τραγούδια τήν περίοδο τῆς Ἐθνεγερσίας μέχρι καί τήν ἀπελευθέρωση, τά ὁποῖα ὄχι μόνο καταγράφουν κι ἀποτυπώνουν τίς ἐνέργειες τῶν κλεφτῶν, ἀλλά συνεγείρουν καί τροφοδοτοῦν τήν ψυχή, μέ μοναδικό στόχο νά θεριέψουν τήν ἐλπίδα καί νά τονώσουν τό ἐθνικό αἴσθημα γιά ἐπανάσταση καί ἀπελευθέρωση.
Πονεμένος καί βασανισμένος ὁ ἀγωνιστής, δεμένος μέ τή γενέθλια γῆ του, πολεμάει καί τραγουδάει. Τό δημοτικό τραγούδι εἶναι γι᾽ αὐτόν ἀνάγκη ζωῆς. Τό ἀγαπάει, τό νοσταλγεῖ, τό βιώνει ἀπόλυτα. Τραγουδώντας συγκινεῖται, λησμονεῖ τήν πίκρα τῆς σκλαβιᾶς, πιστεύει στήν ἱστορική ἀποστολή του, ἀναθαρρεύει, γιά νά συνεχίσει τόν ὡραῖο ἀγώνα ἐναντίον τῶν βάρβαρων κατακτητῶν:
«Ἀρματωλός μές στά βουνά,
καί κλέφτης μές στούς κάμπους·
νά ᾽χα τά βράχια ἀδέρφια μου,
τά δένδρα συγγενάδια,
... καί στήν κορφή τῆς Λιάκουρας
νά κάνω τόν σταυρό μου,
..., σκλάβο νά μή μέ λένε».
Ἡ Ἐπανάσταση τοῦ ᾽21 ἀποτελεῖ ὁρόσημο καί ἀφετηρία συνάμα. Ὁ Ἕλληνας, κατεξοχήν ὁραματιστής ἀπό τήν προϊστορία του ἀκόμη, δημιούργησε ἔπη καί τραγούδια πολλά καί μοναδικά. Ἔτσι ἔχουμε ἑκατοντάδες τραγούδια ὅλων τῶν κατηγοριῶν, πού ἀναφέρονται στά πρόσωπα, στούς τόπους καί στά κατορθώματα τῶν ἡρώων τοῦ ᾽21.
Μέσα σ᾽ αὐτά βλέπουμε τό ἡρωικό πνεῦμα τῆς αὐτοθυσίας νά μετουσιώνεται σέ ἰδανικό ζωῆς. Ἐκεῖ ἐξυμνεῖται τό μεγαλεῖο τῶν ἀπρόσωπων κορυφῶν, ἡ πίκρα τῆς ἀνταριασμένης κοιλάδας, ἡ μουσική τοῦ βίαιου καταρράκτη. Ὁ ἐσωτερικός τους πυρήνας σφραγίζει ἀνεξίτηλα ἕναν πολύτιμο ψυχικό θησαυρό. Οἱ σκέψεις καί τά συναισθήματα, οἱ πόθοι καί τά πάθη, ἡ ἐκρηκτική μελαγχολία τῶν ἀγωνιστῶν ὑπογραμμίζουν τήν ἀναλλοίωτη φυλετική μας ψυχοσύνθεση:
«Παιδιά μ᾽, σάν θέτε λεβεντιά
καί κλέφτες νά γενεῖτε,
ἐμένα νά ρωτήσετε,
νά σᾶς ὁμολογήσω
τῆς κλεφτουριᾶς τά βάσανα
καί τῶν κλεφτῶν τά ντέρτια...
ζεστό ψωμί δέν ἔφαγα,
γλυκό κρασί δέν ἤπια».
Ὅσον ἀφορᾶ στά κλέφτικα τραγούδια ὁ μελετητής Κ. Mendelssohn Bartholdy σημειώνει: «Νομίζεις πώς εἶναι χείμαρροι ἀφρισμένοι, ἐκρέοντες ὄχι ἀπό ἀνθρώπινα χείλη, ἀλλ᾽ ἀπό τούς βράχους τῆς Οἴτης καί τοῦ Ὀλύμπου»:
«Χορεύουν τά κλεφτόπουλα,
γλεντᾶνε τά καημένα.
Κι ἕνα μικρό κλεφτόπουλο δέν τρώει,
δέν τραγουδάει,
μόν᾽ τ᾽ ἄρματα συγύραγε
καί τό σπαθί τροχάει».
Βασικό τους θέμα οἱ πολεμικές μάχες, ὅπου οἱ κλέφτες ἀπέναντι σέ ὑπέρτερες δυνάμεις νικοῦν πέρα ἀπό κάθε προσδοκία ἤ πεθαίνουν ἡρωικά στό πεδίο τῆς μάχης. Γιά τούς ἴδιους ἡ ζωή εἶναι ταυτισμένη μέ τήν ἀνεξαρτησία, ἐνῶ ἡ σκλαβιά ἰσοδυναμεῖ μέ τόν θάνατο, καί κάθε στιγμή καλοῦνται, εὑρισκόμενοι κατά κανόνα σέ θέση ἄμυνας, νά ὑπηρετήσουν τόν συγκεκριμένο σκοπό:
«Προσκύνα, Λιάκο, τόν πασᾶ,
προσκύνα τόν βεζίρη.
Ὅσο ᾽ναι ὁ Λιάκος ζωντανός
πασᾶ δέν προσκυνάει».
Ὅταν ὁ καπετάνιος νιώθει νά πλησιάζει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, φωνάζει γύρω του τά παλληκάρια του καί ἐκφράζει τίς τελευταῖες του ἐπιθυμίες:
«Καί βγάλτε τά χαντζάρια σας,
φκειάστε μ᾽ ὡριό κιβούρι
νά ᾽ναι πλατύ γιά τ᾽ ἄρματα,
μακρύ γιά τό κοντάρι».
Ἀκόμη καί αὐτόν τόν θάνατο ὁ ἀδάμαστος καί φλογερός ἀγωνιστής τόν ἀντιμετωπίζει ἡρωικά, ἀγέρωχα, καθώς ἀπευθύνει τόν τελευταῖο χαιρετισμό του:
«Ἀφήνω γειά στόν Ὄλυμπο
σ᾽ ὅλα τά κορφοβούνια...
Ἀφήνω γειά στόν ἥλιο μου
καί στό χρυσό φεγγάρι».
Ἡ λαϊκή μούσα, μνημειώνοντας τόν θρῆνο μέ τόν θρύλο, ἐξιδανικεύει τήν πολεμική ἀρετή, ὥστε ἀκόμη καί τά ἀντικείμενα πού χρησιμοποιεῖ ὁ ἀντρειωμένος τά ντύνει μέ ἀφθαρσία καί ἱερότητα:
«Τ᾽ ἀντρειωμένου τ᾽ ἄρματα
δέν πρέπει νά πουλιῶνται,
μόν᾽ πρέπει τους στήν ἐκκλησιά
κι ἐκεῖ νά λειτουργιῶνται».
Ἐπάξια ἐξυμνεῖ τό δημοτικό τραγούδι καί τή συμβολή τῆς ἡρωικῆς Ἑλληνίδας, πού στάθηκε παλληκαρίσια δίπλα στόν πολεμιστή:
«Τζαβέλαινα σάν τ᾽ ἄκουσε
βαριά τῆς κακοφάνη
πιάνει καί ζώνει τ᾽ ἄρματα...
τούς Τούρκους πολεμάει».
Ριζωμένα στήν παράδοση τῆς πλούσιας κληρονομιᾶς, τά δημοτικά μας τραγούδια ἔμειναν ἀναλλοίωτα στή διαδρομή τοῦ χρόνου μέσα στήν ψυχή τοῦ γενναίου λαοῦ μας, γιά νά μαρτυροῦνται οἱ θρύλοι και οἱ θυσίες στό Ζάλογγο, στήν ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου, στ᾽ Ἀρκάδι, καί τόσοι ἄλλοι θρίαμβοι στά βουνά, στά νησιά καί στούς κάμπους. Στούς χαλεπούς καιρούς μας, μέσα στό σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, ζείδωρη φθάνει ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων ἡ φωνή καί πνοή τοῦ λαοῦ μας ὡς διαχρονική ἐπιταγή:
«Ἐγώ ραγιάς δέ γίνουμαι,Τούρκους δέν προσκυνάω».
Συνάμα ἀνεβαίνει στόν οὐρανό ὡς θερμή προσευχή:
«Ἀέρας τά φυσάει
τά πλατανόφυλλα,
Θεός νά τά φυλάει
τά Ἑλληνόπουλα!».