Ὡς φῶς ἡμῖν ὤφθησαν Ραφαὴλ μέγα
Ὁμοῦ καὶ Νικόλαος οἱ κεκρυμμένοι.
Εἰρήνη ἀθλήσασα σὺν τοῖς τοκεῦσι
Ἡμῖν ἤδη ἔγνωσται θαύμασι ξένοις.
Καρυῶν ἀθλήσαντες Μονῇ τῇ πάλαι
Τῆς ἄνω ἐπέβητε Μάρτυρες δόξῃς.
Οι
Άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη συγκαταλέγονται στη χορεία των
Νεοφανών Αγίων και μάλιστα εκείνων που μαρτύρησαν σχεδόν αμέσως μετά την
άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Σχετικά με τον βίο τους γνωρίζουμε λίγα
πράγματα. Οι πρώτες πληροφορίες για την ύπαρξη των Αγίων ιστορούνται με
θαυματουργικό και αποκαλυπτικό τρόπο από το έτος 1959 μ.Χ. Από μία
ανασκαφή που έγινε στη Θερμή της Λέσβου, ανακαλύφθηκε ο τάφος ενός
αγνώστου προσώπου, που όπως αποκαλύφθηκε σε συνεχή οράματα, ανήκε στον
Άγιο Ιερομάρτυρα Ραφαήλ, ο οποίος μαρτύρησε μαζί με τον Άγιο Οσιομάρτυρα
Νικόλαο και την Αγία Ειρήνη. Ο τάφος και το λείψανο του Αγίου Νικολάου
ανακαλύφθηκε στις 13 Ιουνίου 1960 μ.Χ.
Ο Άγιος Ραφαήλ καταγόταν
από τους Μύλους της Ιθάκης και γεννήθηκε το έτος 1410 μ.Χ. Το κοσμικό
του όνομα ήταν Γεώργιος Λάσκαρης ή Λασκαρίδης και ο πατέρας του
ονομαζόταν Διονύσιος. Πριν γίνει κληρικός είχε σταδιοδρομήσει στο
βυζαντινό στρατό και έφθασε μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Σε ηλικία τριάντα
πέντε ετών γνώρισε ένα ασκητικό και σεβάσμιο γέροντα, τον Ιωάννη, ο
οποίος τον προσείλκυσε στην εν Χριστώ ζωή. Κάποια Χριστούγεννα ο
γέροντας κατέβηκε από τον τόπο της ασκήσεώς του, για να εξομολογήσει και
να κοινωνήσει τους στρατιώτες και κήρυξε τον λόγο του Θεού. Τότε ο
αξιωματικός Γεώργιος, όταν ο γέροντας κατέβηκε πάλι τα Θεοφάνεια,
αποχαιρέτισε τους στρατιώτες και τον ακολούθησε.
Μετά την κουρά
του σε μοναχό, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, αλλά τιμήθηκε και με το οφίκιο
του αρχιμανδρίτη και του πρωτοσύγκελου. Μαζί δε με τις άλλες
αποκαλύψεις, ο Άγιος Ραφαήλ αποκάλυψε ότι απεστάλη από τον Οικουμενικό
Πατριάρχη στην Εσπερία, στην πόλη της Γαλλίας που ονομάζεται Μορλαί, για
να εκπληρώσει την εντολή που του ανατέθηκε. Το γεγονός αυτό έλαβε χώρα
λίγο πριν από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Ακόμη απεκάλυψε ότι
κήρυξε τον λόγο του Ευαγγελίου στην Αθήνα, στο λόφο που είναι το μνημείο
του Φιλοπάππου.
Λίγα χρόνια πριν από την άλωση της
Κωνσταντινουπόλεως, περί το έτος 1450 μ.Χ., ο Άγιος βρέθηκε μετά από
περιπλανήσεις στην περιοχή της Μακεδονίας και μόναζε εκεί.
Κοντά
στον Άγιο Ραφαήλ βρισκόταν εκείνο το διάστημα ο Άγιος Νικόλαος ως
υποτακτικός. Ο Νικόλαος εκάρη μοναχός και στη συνέχεια χειροτονήθηκε
διάκονος. Θεωρείται Θεσσαλονικεύς στην καταγωγή, αν και αναφέρεται ότι
γεννήθηκε στους Ράγους της Μηδίας της Μικράς Ασίας. Ωστόσο μεγάλωσε και
ανδρώθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Μόλις έπεσε η Κωνσταντινούπολη στα
χέρια των Τούρκων, οι οποίοι εισέβαλαν ορμητικά στη Θράκη και καταλύθηκε
οριστικά η βυζαντινή αυτοκρατορία, ο φόβος για γενικούς διωγμούς κατά
των Χριστιανών στάθηκε ως αφορμή να καταφύγει ο Άγιος Ραφαήλ με την
συνοδεία του από το λιμάνι της Αλεξανδρουπόλεως, στη Μυτιλήνη. Εκεί
εγκαταστάθηκε μαζί με άλλους μοναχούς στην παλαιά μονή του Γενεσίου της
Θεοτόκου, η οποία στο παρελθόν ήταν γυναικεία και ήταν χτισμένη στο λόφο
Καρυές, κοντά στο χωριό Θέρμη. Ηγούμενος της μονής εξελέγη στην
συνέχεια ο Άγιος Ραφαήλ.
Έπειτα από μερικά χρόνια, το έτος 1463
μ.Χ., η Λέσβος έπεσε στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι σε μια επιδρομή
τους στο μοναστήρι, συνέλαβαν τον Άγιο Ραφαήλ και τον Άγιο Νικόλαο, τη
Μεγάλη Πέμπτη του ιδίου έτους. Ακολούθησαν σκληρά και ανηλεή
βασανιστήρια και ο Άγιος Ραφαήλ μαρτύρησε διά σφαγής με πολύ σκληρό
τρόπο. Τον έσυραν βιαίως τραβώντας τον από τα μαλλιά και την γενειάδα,
τον κρέμασαν από ένα δένδρο, τον χτύπησαν βάναυσα, τον τρύπησαν με τα
πολεμικά τους όργανα, αφού προηγουμένως τα πυράκτωσαν σε δυνατή φωτιά
και τελικά τον έσφαξαν πριονίζοντάς τον από το στόμα.
Σε μερικές
εμφανίσεις του ο Άγιος Ραφαήλ φαίνεται να συνοδεύεται από πολλούς,
δορυφορούμενους τρόπον τινά, οι οποίοι διάνυσαν πριν από αυτόν τον
ασκητικό βίο στη μονή των Καρυών, όπως είπε σε εκείνους που τα έβλεπαν
αυτά. Αποκάλυψε επίσης, ότι η μονή αυτή, η οποία είναι γυναικεία, υπέστη
επιδρομή από τους αιμοχαρείς πειρατές κατά το έτος 1235 μ.Χ. Κατά την
επιδρομή εκείνη αγωνίσθηκε μαζί με τις άλλες μοναχές τον υπέρ του
Χριστού καλό αγώνα η καταγόμενη από την Πελοπόννησο ηγουμένη Ολυμπία και
η αδελφή της Ευφροσύνη. Η Ολυμπία τελειώθηκε αθλητικώς στις 11 Μαΐου
του έτους 1235 μ.Χ., εμφανίσθηκε δε μαζί με τον μεγάλο και θαυματουργό
Άγιο Ραφαήλ.
Ο Άγιος Νικόλαος πέθανε μετά από βασανισμούς, από ανακοπή καρδιάς, δεμένος σε ένα δένδρο.
Μαζί
με τους Αγίους συνάθλησε και η μόλις δώδεκα χρονών νεάνιδα Ειρήνη,
θυγατέρα του Βασιλείου, προεστού της Θέρμης, η οποία και εμφανίζεται
μαζί τους. Αυτή μαρτύρησε ως εξής: Οι ασεβείς αλλόθρησκοι της απέκοψαν
το ένα χέρι και ακολούθως την έβαλαν σε ένα πιθάρι και κατέκαυσαν την
αγνή αυτή παρθένο, υπό τα βλέμματα των δύστυχων γονέων της, οι οποίοι
και θρηνούσαν γοερά για τον φρικτό θάνατο του παιδιού τους.
Με
τους Αγίους συνεμαρτύρησαν ο μνημονευθείς πατέρας της Αγίας Ειρήνης,
Βασίλειος, η σύζυγός του Μαρία, το μόλις πέντε ετών παιδί τους Ραφαήλ, η
ανεψιά τους Ελένη, ο δάσκαλος Θεόδωρος και ο ιατρός Αλέξανδρος, των
οποίων τα οστά βρέθηκαν κοντά στους τάφους των Αγίων, μέσα σε
ξεχωριστούς τάφους. Το μαρτύριό τους συνέβη την Τρίτη της Διακαινησίμου,
στις 9 Απριλίου του έτους 1463 μ.Χ.
Έπειτα από θαυματουργικές
υποδείξεις των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, έγινε γνωστή η ύπαρξη
των λειψάνων τους και υποδείχθηκαν τα σημεία όπου βρίσκονταν οι τάφοι
τους.Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
(Τοῦ Ἁγίου Ῥαφαήλ)
Τῆς
Ἰθάκης τὸν γόνον καὶ τῆς Λέσβου τὸ καύχημα, Ὀσιομαρτύρων τὴν δόξαν,
Ῥαφαὴλ εὐφημήσωμεν, ἀρτίως γὰρ ἡμῖν φανερωθείς, ἰάματα πηγάζει τοῖς
πιστοῖς, καὶ κατ’ ὄναρ καὶ καθ’ ὕπαρ ὑπερφυῶς ὀπτάνεται τοῖς κράζουσι·
Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ
ἐκπληροῦντι διὰ σοῦ, ἡμῶν τὰ αἰτήματα.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Τὴ
τῶν Μαρτύρων θαυμαστὴ προστασία, τῶν ἐν Θερμῇ ἠμὶν ἀρτίως φανέντων, ἀπὸ
ψυχῆς προσπέσωμεν κραυγάζοντες· Ραφαὴλ μακάριε, καὶ Νικόλαε θεῖε, καὶ
Εἰρήνη πάνσεμνε, πάσης ρύσασθε βλάβης, καὶ ἀναγκῶν καὶ πάσης ἀπειλῇς,
τοὺς τὴ πρεσβεία ὑμῶν καταφεύγοντας.
Έτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐν
Λέσβῳ, ἀθλήσαντες, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, αὐτὴν ἡγιάσατε, τῇ τῶν
Λειψάνων ὑμῶν, εὑρέσει μακάριοι. Ὅθεν ὑμᾶς τιμῶμεν, Ῥαφαὴλ θεοφόρε, ἅμα
σὺν Νικολάῳ καὶ παρθένῳ Εἰρήνῃ, ὡς θείους ἡμῶν προστάτας καὶ πρέσβεις
πρὸς Κύριον.
Κοντάκιον
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Οἱ
ἐμφανῶς ὑπὲρ Χριστοῦ ἠθληκοτες, καὶ ὑπὸ γῆν χρόνοις πολλοῖς
κεκρυμμένοι, ξενοπρεπῶς ἡμῖν ἐφανερωθησαν, Ῥαφαὴλ Νικόλαος, καὶ Εἰρήνη ἡ
θεία, καὶ οἱ συναθλήσαντες, μετ' αὐτῶν θεοφρόνως, οὓς ὡς προστάτας καὶ
θαυματουργούς, Ὁσιομαρτυρας, πάντες τιμήσωμεν.
Μεγαλυνάριον
Τοὺς
Ὁσιομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, Ῥαφαὴλ τὸν θεῖον, καὶ Νικόλαον τὸν σεπτόν,
ἅμα σὺν Εἰρήνῃ, τῆς Λέσβου τοὺς προστάτας, ὡς πᾶσι βοηθοῦντας, ὕμνοις
τιμήσωμεν.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ἡσυχαστής
Ἰωάννη, σκίρτησον ὡς Ἰωάννης,
Οὐ γαστρὸς ἐντός, ἀλλὰ τῆς Ἐδὲμ ἔνδον.
Ὀκτωκαιδεκάτῃ Ἰωάννης νέκυς ὤφθη.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ἡσυχαστὴς ἔζησε κατὰ τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Δεκαπολίτου († 20 Νοεμβρίου). Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ζήλωσε τὸν ἀσκητικὸ βίο καὶ ἀπῆλθε πρὸς τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Δεκαπολίτη, ἴσως στὸν Ὄλυμπο, γενόμενος μοναχὸς καὶ διδασκόμενος τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἡ ὑπακοή του πρὸς τὸν διδάσκαλό του ὑπῆρξε περιβόητη, γι’ αὐτὸ δὲ καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἔχαιρε καὶ δόξαζε τὸν Θεό.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ διδασκάλου του, κατὰ τὸ παράδειγμα αὐτοῦ, ἀφοῦ περιέτρεξε ξένους τόπους, ἦλθε κατόπιν στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου καὶ προσκύνησε τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἐκεῖ καλλιεργήθηκαν ἐντός του περισσότερο οἱ πηγὲς τῆς εὐσεβοῦς κατανύξεως καὶ ἡ ἀφοσίωσή του πρὸς τὸν Θεὸ προσέλαβε νέα δύναμη καὶ φλόγα.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ Χαρίτωνος, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἁπαλῶν ἐξ ὀνύχων Χριστὸν ἠγάπησας, καὶ τὴν σὴν κλῆσιν θεόφρον καταλαμπρύνεις σαφῶς, πλήρης χάριτος ὀφθεὶς τοῦ θείου Πνεύματος· ἐκκαθάρας γὰρ τὸν νοῦν, τῶν Ἀγγέλων μιμητής, ἐν σώματι ἀνεδείχθης, Πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννη, μεθ’ ὧν ἱκέτευε σωθῆναι ἡμᾶς.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς Ἀσκητῶν, ὑπογραμμὸν καὶ σέμνωμα, καὶ ἀγαθῶν, τῶν οὐρανίων μέτοχον, κατὰ χρέος εὐφημοῦμέν σε, ὦ Ἰωάννη παμμακάριστε· ὁσίως γὰρ τὸν βίον διελήλυθας, καὶ χάριτος ἐνθέου κατετρύφησας, ἐξ ἧς Πάτερ δώρησαι τοῖς δούλοις σου.
Μεγαλυνάριον.
Χάριτι τῇ θείᾳ καταυγασθείς, χαρίτων τὸν πλοῦτον, δι’ ὁσίας διαγωγῆς, Πάτερ Ἰωάννη, ἐνθέως θησαυρίσας, θαυμάτων χάριν νέμεις, τοῖς προσιοῦσί σοι.
Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Στρατηλάτης
Ὕπελθε, Σάββα, φθαρτὸν ἡδέως ὕδωρ,
Ὡς ἂν πίνῃς ἄφθαρτον ἡδονῆς ὕδωρ.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τῶν αὐτοκρατόρων Οὐάλεντος (364 – 378 μ.Χ.) καὶ Οὐαλεντινιανοῦ (364 – 374 μ.Χ.) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ χώρα τῶν Γότθων. Ἀπὸ παιδὶ ἦταν Χριστιανὸς καὶ ὄχι μόνο ἀποστρεφόταν τὶς τροφὲς ποὺ ἀπέμεναν ἀπὸ τὶς θυσίες στὰ εἴδωλα, ἀλλὰ ἐμπόδιζε καὶ ὅσους ἤθελαν νὰ δοκιμάσουν αὐτές. Ἔτσι ἔγινε σὲ πολλοὺς πρόξενος σωτηρίας.
Ἀφοῦ συνωμότησαν ἐναντίων του οἱ εἰδωλολάτρες, τὸν ἐξόρισαν μὲ τὴν βία ἀπὸ τὴν πόλη. Μετὰ ἀπὸ κάποιο διάστημα καὶ ἐνῷ ὁ Ἀθανάριχος, ὁ ἄρχοντας τῶν Γότθων, ξεκίνησε διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν χτύπησαν. Στὴν συνέχεια τὸν ἔδεσαν στὸν ἄξονα τῆς ἅμαξας καὶ τὸν κρέμασαν σὲ ἕνα δοκάρι. Ἐπειδὴ δὲν πείσθηκε νὰ δοκιμάσει ὅτι ἀπέμεινε ἀπὸ τὴ θυσία στὰ εἴδωλα, ὁδηγήθηκε στὸν ποταμό. Καὶ ἐκεῖ, ἀφοῦ τὸν ἔδεσαν σὲ ἕνα μεγάλο ξύλο στὸν τράχηλο, τὸν ἔριξαν στὸν ποταμὸ Μουσαῖο. Καὶ ἔτσι ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς δόξας.
Ἡ Ὁσία Ἀθανασία ἡ Θαυματουργός ἐξ Αἰγίνης
Ἀθανασίας τῇ κορυφῇ προσφέρω,
Στέφανον ἀθάνατον διὰ τῶν λόγων.
Ἡ Ὁσία Ἀθανασία γεννήθηκε στὴ νῆσο Αἴγινα ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. καὶ εἶχε μεγάλη κλίση γιὰ τὰ θεία. Οἱ γονεῖς της ὅμως, ὁ Νικήτας καὶ ἡ Εἰρήνη, τὴν νύμφευσαν παρὰ τὴν θέλησή της. Λίγες ἡμέρες μετὰ τὸν γάμο, ὁ σύζυγός της φονεύθηκε ἀπὸ βάρβαρους πειρατές, ποὺ ἐκείνη τὴν περίοδο ἐπέδραμαν στὴν Αἴγινα.
Τότε ἡ Ὅσια ἀφοῦ ἔμεινε χήρα, θεώρησε κατάλληλη τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκπληρώσει τὸν ἱερό της πόθο γιὰ τὴ μοναχικὴ πολιτεία. Καὶ ἐνῷ τὴν ἀπασχολοῦσε τὸ θέμα αὐτό, ἔφθασε στὴν Αἴγινα πρόσταγμα βασιλικό, διὰ τοῦ ὁποίου διατάσσονταν ὅλες οἱ ἀνύμφευτες γυναῖκες καὶ οἱ χῆρες νὰ παντρευτοῦν ἄνδρες ἐθνικούς. Ἔτσι λοιπὸν ἡ Ἀθανασία, παρὰ τὴν θέλησή της, ἦλθε σὲ δεύτερο γάμο.
Φροντίζοντας πάντοτε γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς της, ἡ Ὁσία προσευχόταν ἀδιάλειπτα καὶ προσέφερε ἀφειδῶς ἀπὸ τὰ πλούτη της στοὺς ἐνδεεῖς καὶ πάσχοντες. Ὕστερα δὲ ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα, ἔπεισε τὸν σύζυγό της νὰ γίνει μοναχός, ἂν καὶ ἦταν ἐθνικός. Αὐτός, ἀφοῦ πρόκοψε στὶς ἀρετές, μετὰ ἀπὸ λίγο χρόνο παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Κύριο.
Τότε ἡ Ὁσία διαμοίρασε τὴν περιουσία της στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀφοῦ παρέλαβε κι ἄλλες εὐσεβεῖς γυναῖκες, κατέφυγε σὲ ἀσκητήριο, ὅπου ζοῦσε μὲ αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ νηστεία. Στὸν τόπο αὐτὸ ὑπῆρχε ὡραιότατος καὶ πανάρχαιος ναὸς τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Μετὰ παρέλευση τεσσάρων ἐτῶν ἡ Ὁσία προχειρίσθηκε ἡγουμένη τοῦ ἀσκητηρίου, ἀλλὰ ἀναχώρησε σὲ τόπο ἥσυχο καὶ ἄγνωστο καὶ ἐκεῖ μὲ τὶς συνασκήτριές της ἀγωνιζόταν τὸν καλὸ ἀγώνα καὶ τρεφόταν ἀπὸ τὸ ἐργόχειρο ποὺ ἔκανε.
Ἀπὸ ἐκεῖ ἐπισκέφθηκε τὸ Βυζάντιο, ὅπου ἀσκήτεψε γιὰ ἑπτὰ χρόνια καὶ ὕστερα ἐπέστρεψε πάλι στὸν τόπο τῆς ἡσυχίας της. Ἡ Ὁσία Ἀθανασία προαισθάνθηκε τὴν κοίμησή της δώδεκα ἡμέρες πρίν, γεγονὸς ποὺ ἀνακοίνωσε στὶς μοναχὲς καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο ἐξέφρασε μὲ τὴν προσευχή της τὶς εὐχαριστίες της στὸν Κύριο. Φρόντισε δὲ νὰ γίνει ἐκλογὴ τῆς ἡγουμένης τους, γιὰ νὰ ἐξακολουθήσει ἀπρόσκοπτα ἡ συμβίωσή τους καὶ νὰ διατηρηθεῖ ὁ σύνδεσμος τῆς ἀδελφικῆς τους ἀγάπης.
Τήν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς της κάλεσε κοντά της τὶς μοναχές, ἀπηύθυνε σὲ αὐτὲς λόγια παρηγορητικὰ καὶ συνετὰ καὶ τὶς παρακάλεσε νὰ διατηρήσουν πάντοτε μία ψυχὴ καὶ μία καρδιά. Κατόπιν, ἀφοῦ ἔψαλε καὶ ἐκείνη καὶ οἱ μοναχὲς καὶ ἐνῷ εἶχε ἐξομολογηθεῖ καὶ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων τὴν προηγούμενη ἡμέρα, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της μὲ γαλήνη, δηλώνοντας πρὸς ὅσες παρευρίσκονταν, ὅ,τι τὶς περιμένει ἐκεῖ ἐπάνω.
Ἡ εἴδηση τοῦ θανάτου της, ἔφερε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς κατοίκους τοῦ νησιοῦ στὸ ἀσκητήριο. Ἐκεῖ γονάτισαν μπροστὰ στὸ ἱερὸ λείψανό της πενθώντας καὶ κλαίοντας ὅλοι ὅσοι εἶχαν δεχθεῖ ἀπὸ τὰ χέρια της βοηθήματα καὶ ἀπὸ τὰ λόγια της παρηγοριά, ἀρκετοὶ δὲ ἄρρωστοι θεραπεύθηκαν τὴν ὥρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ της.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεομάρτυρας ὁ Ράπτης ἐξ Ἰωαννίνων
Bληθείς καμίνου εν μέσω Iωάννη,
Xριστώ προσήδες ύμνον ευχαριστίας.
Δεκὰτ Ἰωάννης ὀγδοάτηῃ δέμας ἀπηνῶς καύθη.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης γεννήθηκε στὸ χωριὸ Τέροβο Ἰωαννίνων ἀπὸ φιλόθεους καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς. Ἀπὸ νωρὶς ἐγκαταστάθηκε στὰ Ἰωάννινα, ὅπου ἐξασκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ράπτη. Μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ Πατριάρχου Ἱερεμίου Α’ (1525 – 1545) καὶ ἐπὶ σουλτάνου Σουλεϊμὰν τοῦ Β’ (1520 – 1560). Περικοσμούμενος μὲ ψυχικὲς καὶ σωματικὲς ἀρετὲς κίνησε τὸν φθόνο τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι τὸν πίεζαν νὰ γίνει Μουσουλμάνος.
Ὁ Ἰωάννης ὅμως ἀπέκρουε τὶς δελεαστικὲς προτάσεις τῶν Τούρκων καὶ ἀποφάσισε νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν ἀγάπη του στὸν Χριστό. Ἔτσι προσῆλθε στὸν πνευματικό του καί, ἀφοῦ ἐξομολογήθηκε, δήλωσε τὸν πόθο του γιὰ τὸ μαρτύριο. Ὁ πνευματικὸς ὅμως τὸν ἀπέτρεψε κατ’ ἀρχὴν καὶ ἔτσι ὁ Ἰωάννης ἀνέβαλε τὴν ἐκτέλεση τῆς ἀποφάσεώς του. Συγκινημένος ὕστερα ἀπὸ λίγο, ἀπὸ τὴν ἀνάμνηση τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν Μεγάλη Πέμπτη, προσῆλθε καὶ πάλι στὸν πνευματικό του καὶ ζήτησε τὴν εὐχὴ καὶ τὴν εὐλογία του γιὰ τὸ μαρτύριο. Ἀπετράπη ὅμως γιὰ δεύτερη φορὰ ἀπὸ τὸν πνευματικό.
Ἐκεῖνος ἐπανῆλθε ἐκ νέου μὲ σταθερὴ ἀπόφαση τὴν ἑπόμενη ἡμέρα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς καὶ ἀφοῦ δήλωσε ὅτι εἶδε ὅραμα, κατὰ τὸ ὁποῖο χόρευε μέσα σὲ φλόγες μεγάλης φωτιᾶς, ἔλαβε ἀπὸ τὸν πνευματικό του τὴν ποθούμενη εὐλογία. Μεταβαίνοντας στὸ ἐργαστήριό του εἶδε νὰ ἔρχονται κοντά του οἱ Τοῦρκοι ποὺ τὸν προέτρεπαν νὰ ἀλλαξοπιστήσει, οἱ ὁποῖοι αὐτὴ τὴ φορὰ τὸν συκοφαντοῦσαν λέγοντας ὅτι, ὅταν ἦταν στὰ Τρίκαλα, ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Ὁ Νεομάρτυρας τοὺς ἀπάντησε μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Μὴ γένοιτο ποτὲ νὰ πάθω τέτοια ἐγκατάλειψη ἀπὸ τὸν Θεό, ὥστε νὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστόν μου, ἀλλὰ ἐγὼ μὲ τὸν Χριστό μου ζῶ καὶ θέλω νὰ ζήσω, καὶ εἶμαι πρόθυμος νὰ ἀποθάνω γι’ Αὐτόν».
Ἔτσι, ὁ Ἰωάννης ἀφοῦ περιφρόνησε μὲ τοὺς λόγους του τὴ θρησκεία τοῦ Μωάμεθ, ἄναψε τὸν θυμὸ τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι μαινόμενοι ὅρμησαν ἐναντίων του καὶ ἀφοῦ τὸν συνέλαβαν, τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή. Ὁμολογώντας καὶ ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ τὸν Χριστό, παραδόθηκε σὲ βασανιστήρια, τὰ ὁποία ὑπέμεινε μὲ καρτερία. Στὴν συνέχεια τὸν ὁδήγησαν στὴ φυλακὴ καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖνος παρέμενε σταθερὰ ἀμετάθετος στὴν πατρώα εὐσέβεια ὁμολογώντας συνέχεια τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, καταδικάσθηκε στὸν διὰ πυρᾶς θάνατο.
Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας Α’, κατόρθωσε μὲ πολλὰ χρήματα νὰ ἐπιτύχει τὴν ἀναβολὴ τῆς ἐκτελέσεως γιὰ λίγες ἡμέρες.
Τὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου ὁ Ἰωάννης προσήχθη καὶ πάλι ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, πρὸ τοῦ ὁποίου μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἐπανέλαβε ἀκλόνητος τὴ θερμὴ ὁμολογία τῆς πίστεώς του στὸν Κύριο καὶ Θεό μας καὶ ἔψαλλε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη». Τότε τὸν μαστίγωσαν καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φωτιά, ποὺ εἶχε ἀναφθεῖ μπροστὰ ἀπὸ μία τουρκικὴ οἰκία. Οἱ κάτοικοι τῆς οἰκίας αὐτῆς, ἐπειδὴ θεώρησαν τὰ γενόμενα μπροστὰ στὴν οἰκία τους ὡς κακὸ γι’ αὐτοὺς οἰωνό, διασκόρπισαν καὶ τὴ φωτιὰ καὶ τοὺς κατακαίοντες τὸν Ἅγιο, δήμιους.
Τότε οἱ δήμιοι, ἀφοῦ παρέλαβαν τὸν Ἅγιο μισοκαμένο καὶ ψάλλοντα διαρκῶς τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη», ἄναψαν ἐκτὸς πόλεως νέα φωτιά, στὴν ὁποία μὲ χαρὰ πήδησε ὁ Ἰωάννης. Φιλομάρτυρες Χριστιανοί, γιὰ νὰ ἀπαλλάξουν τὸν Μάρτυρα ἀπὸ τὶς ὀδύνες τῆς φωτιᾶς, πλήρωσαν τοὺς δήμιους γιὰ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Ἔτσι τελειώθηκε ὁ Νεομάρτυς Ἰωάννης στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 1526.
Οἱ Χριστιανοὶ ἀγόρασαν ἀντὶ πολλῶν χρημάτων τὰ ἐκ τῆς πυρᾶς διασωθέντα ἐλάχιστα ἱερὰ λείψανα τοῦ Νεομάρτυρος καὶ τὰ διεφύλαξαν στὸν πατριαρχικὸ ναό.
Ὁ Νεομάρτυρας Ἰωάννης ἔγινε πασίγνωστος γιὰ τὰ θαύματά του σὲ ὁλόκληρο τὸ Γένος.
Ἡ μνήμη του στὰ Ἰωάννινα τελεῖται τὴν Τρίτη τῆς Διακαινησίμου στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Μαρίνας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γόνος κάλλιστος, Ἰωαννίνων, κλέος ἔνθεον, τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεδείχθης Ἰωάννη πανεύφημε· τῶν γὰρ Μαρτύρων ζηλώσας τὴν ἄθλησιν, διὰ πυρὸς τὸν ἀγῶνα ἐτέλεσας· Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὡς τερπνόν σε φοίνικα, Ἰωαννίνων ἡ πόλις, εὐκλεῶς βλαστήσασα, κατατρυφᾷ τῆς σῆς δόξης· πόθῳ γάρ, τῷ τοῦ Δεσπότου λαμπρῶς ἀθλήσας, τέθυσαι, ὡς ὁλοκαύτωμα τῇ Τριάδι· διὰ τοῦτο Ἰωάννη, θαυμάτων βρύεις, χάριν ἀέναον.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Ἠπείρου θεῖος βλαστός, καὶ Νεομαρτύρων, ἀκροθίνιον ἱερόν· χαίροις ὁ πηγάζων, ἰάσεων τὴν χάριν, παμμάκαρ Ἰωάννη, πιστῶν ἑδραίωμα.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Χαλκηδόνος
Θραύσας βέλη σά, καὶ μεταστάς σου, βίε,
Ἔξω βελῶν ὑπῆρξε Κοσμᾶς, ὡς λόγος.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔζησε τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. Ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό του στὸν ἀσκητικὸ βίο, στὸν ὁποῖο διακρίθηκε μὲ τὴ θεάρεστη πολιτεία του συνασκούμενος μετὰ τοῦ Ὁσίου Αὐξεντίου. Γιὰ τὶς ἀρετές του τιμήθηκε μὲ τὸ ἀξίωμα τῆς θείας ἱεροσύνης καὶ κατέστη Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Χαλκηδόνος.
Εὑρισκόμενος ἀντιμέτωπος μὲ τοὺς εἰκονομάχους καὶ πιεζόμενος ἀπὸ τοὺς κρατοῦντες νὰ καταδικάσει τὴ διδασκαλία περὶ τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἔμενε ἀνένδοτος, γι’ αὐτὸ ἐξοριζόταν ἀπὸ τόπο σὲ τόπο. Ἔτσι ἔλαβε καὶ τὸ στέφανο τῆς ὁμολογίας.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὸ τίμιο λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Άγιος Τούνομ ο εμίρης, ο Μάρτυς
Φῶς ἅγιον, Τούνομ, φωτίσαν σὸν σκότος,
Πρὸς Φῶς εἴλκυσέ σε, Χριστόν, ἐν τῷ πόλῳ.
Ὁ ἔνδοξος τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς Ἐμίρης
Το Πάσχα του 1579 μ.Χ. οι Αρμένιοι (σημείωση: η αρμενική Εκκλησία είναι μονοφυσιτικών αποκλίσεων, ανήκει δηλαδή στους λεγόμενους «αντιχαλκηδόνιους») κατόρθωσαν να δωροδοκήσουν τον Τούρκο Διοικητή, και να εκδώσει απαγορευτική διαταγή προς τον Έλληνα Ορθόδοξο Πατριάρχη Σωφρόνιο Δ’, ώστε να μην έχει πρόσβαση εντός του Ναού της Αναστάσεως για την τελετή του Αγίου Φωτός. Οι φρουροί έκλεισαν την Αγία Πόρτα και ο Πατριάρχης Σωφρόνιος Δ’ με το ιερατείο και τους πιστούς του παρέμειναν έξω προσευχόμενοι, αναμένοντες την έκβαση των γεγονότων.
Πράγματι η απάντηση του Κυρίου μας ήταν άμεσος. Παρά τις απέλπιδες προσπάθειες του Αρμενίου Πατριάρχου, το Άγιο Φως δεν έλαμψε στο ιερό Κουβούκλιο ή σε άλλο σημείο εντός του Ναού. Το Άγιο Φως εξήλθε διαπερνόν την Κολόνα, η οποία μέχρι σήμερον φαίνεται σχισμένη και μαυρισμένη, και προς μεγάλη κατάπληξιν άναψαν τα κεριά, τα οποία κρατούσε στα χέρια του ο Ορθόδοξος Πατριάρχης. Στην συνέχεια ο Πατριάρχης έδωσε το Άγιο Φως στους Ορθοδόξους, οι οποίοι βρίσκονταν στην αυλή, ενώ ο Αρμένιος έφυγε ντροπιασμένος.
Το αξιοθαύμαστο γεγονός μαρτύρησε ο Εμίρης Τούνομ, ο οποίος εκείνη την στιγμή ήταν φρουρός στην Αγία Πόρτα. Αυτό έγινε αιτία να πιστέψει και να γίνει Χριστιανός. Οι Τούρκοι τον σκότωσαν για να μην μαθευτεί το γεγονός.
Συμφώνα με άλλη εκδοχή, όταν αντελήφθη το θαύμα αναφώνησε προς τους συγκεντρωμένους: «Αυτή είναι η αληθινή πίστη». Οι Τούρκοι για την αλλαξοπιστία του τον έκαψαν ζωντανό.
Όταν ο Σουλτάνος πληροφορήθηκε το θαύμα, εξέδωσε φιρμάνι και ανεγνώρισε το αποκλειστικό δικαίωμα για την λήψη του Αγίου Φωτός στον Ελληνορθόδοξο Πατριάρχη.
Τα οστά του Αγίου Τούνομ φυλάσσονται στο Μοναστήρι της Μεγάλης Παναγιάς.
Σημείωση
Τα συγγράμματα που αναφέρονται στο γεγονός δεν προσδιορίζουν το ακριβές έτος. Αναφέρουν, όμως, ότι την περίοδο εκείνη πατριάρχης Ιεροσολύμων ήταν ο Σωφρόνιος, ενώ πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας ήταν αντιστοίχως ο Ιερεμίας, ο Σιλβέστρος και ο Ιωακείμ· τέλος, σουλτάνος της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν ο Μουράτ Γ΄ (1574 - 1595 μ.Χ.). Αν ανατρέξουμε στους επίσημους καταλόγους των τεσσάρων αυτών Πατριαρχείων (βλέπε και εδώ), διαπιστώνουμε πως οι τέσσερις ελληνορθόδοξοι πατριάρχες πράγματι διετέλεσαν τα καθήκοντά τους στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα· και αν εξετάσουμε την ακριβή περίοδο πατριαρχίας του καθενός, και την αντίστοιχη περίοδο βασιλείας του σουλτάνου Μουράτ Γ΄, προκύπτει ότι το μοναδικό έτος που συνέπεσε η διοίκηση των πέντε αντρών είναι το 1579 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς ληστὴν μνήσθητί μου Χριστε, κραυγάσαντα τὴν ἐνδεκάτην τὴν ὥραν, καὶ εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ προσχωρήσαντα, Εμίρην Τούνομ ἄσμασι Μάρτυρα ὥσπερ ἱερὸν ἐν τῇ ὥρα τῆς ἀφῆς τῶν λαμπάδων τῶν Ορθοδόξων ὑπὸ Φωτὸς τοῦ Ἁγίου στεῤῥῶς, ἀθλήσαντα τιμῶμεν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν θεασάμενον ὡς πῦρ τὸ Φῶς τὸ ἅγιον, ἐπ’ ὀρθοδόξους καταβαῖνον ξένως μέλψωμεν, ἐκ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως πύλης στύλου, καὶ καλῶς ἀλλοιωθέντα ὥσπερ κήρυκα, τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐνδεκάτης ὥρας Μάρτυρα, πόθῳ κράζοντες· Χαίροις Τούνομ μακάριε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, καθομολογήσας, ὅτε εἶδες τὸ θεῖον Φῶς, Τούνομ καλλιμάρτυς, λαμπάδα Ὀρθοδόξων, ἀνάπτων καὶ Μαρτύρων, στέφος δεξάμενος.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Κουλικᾶς
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Ἰωάννης ὁ Κουλικᾶς ἢ Κουζικᾶς ἦταν εὐσεβὴς καὶ ζηλωτὴς Χριστιανός. Συνομιλώντας περὶ πίστεως μὲ κάποιους Ὀθωμανούς, κίνησε τὸν φθόνο αὐτῶν. Ἔτσι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν μπροστὰ στὸν κριτή, μαρτυρώντας ψευδῶς ὅτι ὁ Ἰωάννης ἐξύβρισε τὴ μωαμεθανικὴ πίστη. Πρὸ τῶν ψευδομαρτυριῶν αὐτῶν ὁ κριτὴς προέταξε στὸ Μάρτυρα τὸ δίλημμα τῆς ἐξωμοσίας ἢ τοῦ θανάτου.
Ὁ Νεομάρτυς Ἰωάννης μὲ παρρησία τότε καὶ ἀνδρεία, ἀπάντησε λέγοντας: «Νὰ μὴν τὸ δώσει ὁ Θεὸς νὰ ἀρνηθῶ ἐγὼ ποτὲ τὸν Κύριό μου Ἰησοῦ Χριστό, ἀκόμη κι ἄν μου δώσετε μύριους θανάτους». Ἐξοργισμένος ὁ κριτὴς ἀπὸ τὴν ἀπάντηση αὐτὴ ἐξέδωσε τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφαση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τελειώθηκε, ἀφοῦ ρίχθηκε ἐπάνω σὲ σιδερένια ἀγκάθια, τὸ ἔτος 1564.
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος Β’ Ἐπίσκοπος Μελιτηνὴς
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος ἔζησε κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Μελιτηνὴ τῆς Ἀρμενίας. Διετέλεσε ἀναγνώστης τῆς ἐκεῖ τοπικῆς Ἐκκλησίας καὶ διδάσκαλος τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου, τὸν ὁποῖο σὲ ἡλικία μόλις τριῶν ἐτῶν, ὅταν ὁ Ὅσιος ἔχασε τὸν πατέρα του, ἡ χήρα μητέρα του τὸν παρέδωσε στὸν εὐλαβὴ Ἐπίσκοπο τῆς Μελιτηνῆς Εὐτρώιο.
Ὁ Ἅγιος διακρίθηκε γιὰ τὸ ὀρθόδοξο ἦθος του καὶ τοὺς ἀγῶνες του κατὰ τῶν δυσσεβῶν αἱρετικῶν. Παρέστη στὴν Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τὸ ἔτος 431 μ.Χ., ποὺ συγκλήθηκε στὴν Ἔφεσο καὶ ὑποστήριξε θερμὰ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων καὶ περὶ τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας ὡς Θεοτόκου, ἐναντίων τοῦ Νεστορίου. Στὰ Πρακτικὰ τῆς Συνόδου διασώθηκε σύντομη ὁμιλία τοῦ Ἁγίου, στὴν ὁποία ὑποστηρίζει τὴν περὶ δύο φύσεων ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία.
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος συνδεόταν στενὰ διὰ πνευματικῆς φιλίας μὲ τὸν Ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας. Μάλιστα, ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος εἶχε συστήσει στὸν Ἐπίσκοπο Πέτρο τῶν Σαρακηνῶν νὰ ἀκολουθήσει κατὰ πάντα τρόπο στὴ Σύνοδο τοὺς Ἁγίους Κύριλλο καὶ Ἀκάκιο, ποὺ ἦταν Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι καὶ ἀγωνίζονταν κατὰ τῆς ἀσεβείας.
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος, ἀφοῦ ἐργάσθηκε γιὰ τὴ διάδοση καὶ στερέωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ὑπῆρξε θαυματουργός, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 445 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία πόθησε τὸν ἀσκητικὸ βίο. Πιέσθηκε πολὺ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του γιὰ νὰ νυμφευθεῖ, ἀποσκίρτησε ὅμως ἀπὸ τὸ θέλημα αὐτῶν καὶ κατέφυγε σὲ μοναστήρι, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Στὴν ἀρχὴ τοῦ ἀνατέθηκε τὸ διακόνημα τοῦ μαγείρου καὶ ἡ φύλαξη τοῦ πυλῶνος. Ἀφοῦ διῆλθε τὸ στάδιο ὅλων τῶν διακονημάτων προσφέροντας στοὺς ἀδελφοὺς καὶ διδάσκοντάς τους μὲ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ταπείνωσή του, ἐξελέγη ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς μονῆς, ἡγούμενος αὐτῆς.
Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ὅσιος δὲν ἐπιθυμοῦσε τὴν πρόσκαιρη δόξα τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴ ματαιότητα τοῦ βίου, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ τόπο ἔρημο καὶ ἥσυχο, ὅπου συνέχισε τὸ ἔργο τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἀσκήσεως. Ἐκεῖ καλλιέργησε τὶς ἀρετὲς καὶ ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Θεὸ τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος, ἀφοῦ ἔφθασε σὲ βαθὺ γῆρας, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ναυκράτιος ὁ Ὁμολογητής ὁ Στουδίτης
Ὁ Ὅσιος Ναυκράτιος ὁ Ὁμολογητής, ἔζησε κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν θερμὸς ὑπερασπιστὴς τῆς προσκυνήσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ γι’ αὐτὸ ὑπέστη διωγμοὺς καὶ ἐξορίες ἐπὶ αὐτοκράτορος Λέωντος τοῦ Ε’ (813 – 820 μ.Χ.). Ὅταν πέθανε ὁ αὐτοκράτορας Θεόφιλος (829 – 842 μ.Χ.), ἐπέστρεψε στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου, ἐκεῖ ποὺ ἦταν διαλυμένη καὶ κατὰ τὸ ἔτος 842 μ.Χ. ἐξελέγη ἡγούμενος αὐτῆς ἀπὸ τοὺς συναθροισθέντες μοναχούς.
Ὁ Ὅσιος Ναυκράτιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 847 μ.Χ. καὶ τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου, ὅπου ἐτελεῖτο καὶ ἡ Σύναξη αὐτοῦ.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὁ ΣΤ’ ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Κύριλλος ὁ ΣΤ’, ὁ ἐπιλεγόμενος Σεραπετζόγλου, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη καὶ διδάχθηκε τὰ ἐγκύκλια γράμματα στὴ σχολὴ τῆς γενέτειράς του. Ὑπηρέτησε ὡς ἀρχιδιάκονος στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ ἔτος 1803 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Ἰκονίου καὶ μετετέθη στὴν Ἀδριανούπολη τὸ ἔτος 1810. στὶς 4 Μαρτίου τοῦ 1813, ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Ἦταν αὐτὸς ποὺ συνέστησε τὴ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ σχολὴ ὑπὸ τοὺς τρεῖς διδασκάλους τῆς νέας μεθόδου, τὸ ἔτος 1815. Ὑπῆρξε φίλος τῶν γραμμάτων καὶ κήρυττε συνεχῶς τὸν Θεῖο λόγο. Στὶς 13 Δεκεμβρίου τοῦ 1818 παύθηκε ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν πατρίδα του, τὴν Ἀδριανούπολη, ὅπου ὑπέστη μὰ ἄλλους εἴκοσι ἑπτὰ κληρικοὺς καὶ προύχοντες τὸν διὰ ἀγχόνης θάνατο, τὸ ἔτος 1821, ὡς ἐνερχόμενος, σύμφωνα μὲ τὸ φιρμάνι ποὺ διέτασσε τὸν ἀπαγχονισμό, στὸ κίνημα ποὺ προετοίμαζε τὴν ἐλευθερία τοῦ Ρωμαϊκοῦ ἔθνους.
Ἡ ἀπόφαση γιὰ τὸν ἀπαγχονισμὸ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἐπειδὴ ἐξηκριβώθη ὅτι ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πατριάρχης τῶν Ρωμαίων, ὁ ἀπολυθεὶς καὶ εἰς Ἀδριανούπολιν ἐξορισθεὶς Κύριλλος, ὁ προκάτοχος τοῦ φονευθέντος Πατριάρχου, ἐνέχεται εἰς τὸ κίνημα τὸ παρασκευαζόμενον μεταξὺ τοῦ Ρωμαϊκοῦ Ἔθνους καὶ πρέπει νὰ ἐξαφανισθῇ καὶ οὗτος ἀπὸ προσώπου γῆς, πρὸς παραδειγματισμόν, ἐξέδωκα τὸ μυστικὸν τοῦτο φιρμάνιον καὶ διατάσσω τὸν ἀπαγχονισμὸν τοῦ Κυρίλλου. Νὰ τὸν συλλάβῃς ἀμέσως καὶ νὰ τὸν κρεμάσῃς μὲ τὴν περιβολήν του ἐντὸς τῆς Ἀδριανουπόλεως».
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Φωτιστὴς τῆς Καρελίας
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος, ὁ Θαυματουργός, τοῦ Ἀρχαγγέλσκ, ὅπως καλεῖται στὰ ἀρχαῖα χειρόγραφα Ἡμερολόγια, γεννήθηκε τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ. Περὶ τὸ ἔτος 1400 πῆγε στὰ βόρεια, γιὰ νὰ διάγει ἀναχωρητικὸ βίο, ἀλλὰ ἀργότερα, γύρω στὸ 1410, περιστοιχισμένος ἀπὸ μαθητὲς ποὺ ἤθελαν νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ἴδια κλίση, ἵδρυσε στὶς ὄχθες τῆς Μαύρης Θάλασσας, στὴν Καρελία, μονὴ ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Νικόλαο.
Στὴν ἀρχὴ τίποτε δὲν εὐνοοῦσε τὴν ἀνάπτυξη τοῦ μοναχικοῦ βίου σὲ ἐκείνη τὴν περιοχή, ὅπου κατοικοῦσαν ἄνθρωποι μὲ πρωτόγονες συνήθειες. Ἀλλὰ ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἤξερε νὰ εἶναι σταθερὸς καὶ πιστὸς στὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι παρέμεινε στὴν περιοχὴ καὶ ἐργάσθηκε γιὰ τὴ στερέωση τοῦ μοναχικοῦ βίου καὶ τὴ διάδοση τῆς πίστεως.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1435 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τῆς Καρελίας, ὅπου εἶχαν ἐνταφιασθεῖ καὶ οἱ μαθητές του Στέφανος ὁ Ἀσκητής, Ἡσαΐας καὶ Νικάνωρ.
Ἡ ἀναγνώριση τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου πραγματοποιήθηκε τὸ ἔτος 1647. Στὸ Ἡμερολόγιο τῆς Ἀδελφότητας τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ τῆς Ἀλάσκας μνημονεύεται ὡς «Φωτιστὴς τῆς Καρελίας» μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀντώνιο καὶ Εὐτυχή.
Ὁ Ὅσιος Ματθαῖος (ἢ Ματθίας)
Ὁ Ὅσιος Ματθαῖος ἢ Ματθίας ἔζησε κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. καὶ συνέδεσε τὸν βίο του μὲ τὴν Ὁσία Ἀθανασία. Ὅταν ἡ Ὁσία ἀποφάσισε νὰ μονάσει σὲ τόπο ἥσυχο, χρησιμοποίησε ὡς συνεργὸ τὸν Ματθαῖο, ὁ ὁποῖος πήγαινε στὶς ἀσκήτριες τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν συντήρησή τους, ποὺ προμηθεύονταν ἀπὸ τὰ ἐργόχειρα ποὺ ἡ Ὁσία πωλοῦσε.
Σὲ αὐτὸν τὸν μακάριο Ματθαῖο ἦλθε ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ ὅλες του οἱ κλειδώσεις ἦταν παραλυμένες. Ὁ Ὅσιος τὸν λυπήθηκε, ἔβγαλε τὸν μανδύα ποὺ φοροῦσε καὶ τὸν ἔβαλε στοὺς ὤμους τοῦ παράλυτου. Τότε ἔτριξαν φοβερὰ τὰ κόκαλά του καὶ ἀμέσως ὁ ἄνθρωπος θεραπεύθηκε. Ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο, ποὺ ἀπὸ διαβολικὴ ἐνέργεια τὸ πρόσωπό του εἶχε παραμορφωθεῖ, τὸν σταύρωσε μὲ τὸ χέρι του καὶ τοῦ χάρισε τὴ θεραπεία.
Ὁ Ὅσιος Ματθαῖος, ἀφοῦ διέλαμψε μὲ θαύματα καὶ σημεῖα στὸν τόπο τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς ἀσκήσεως, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος καὶ Φήλικος
Οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος καὶ Φήλικας τοῦ Κορὲλ ἔζησαν κατὰ τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψαν στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ποὺ εἶχε ἱδρύσει ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος, ὁ Φωτιστὴς τῆς Καρελίας.
Ἐργάσθηκαν ἱεραποστολικὰ γιὰ τὴ διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ στερέωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ Θαυματουργός ἐκ Γεωργίας
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος (Ρατισχβίλι), ὁ Θαυματουργός, ἔζησε μεταξὺ τοῦ 18ου καὶ τοῦ 19ου αἰῶνος μ.Χ. στὴ Γεωργία καὶ ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Καμπένι, τῆς ὁποίας τὸ ἀρχαῖο ὄνομα ἦταν Γεθσημανῆ. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Μαξίμου
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Μαξίμου ἁγιογραφήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 1299, ἐξαιτίας ἐνὸς ὁράματος ποὺ εἶδε ὁ Ἅγιος Μάξιμος, Μητροπολίτης Βλαντιμὶρ († 6 Δεκεμβρίου), ὅταν ἔφθασε στὸ Βλαντιμὶρ ἀπὸ τὸ Κίεβο. Στὸ ὅραμα ἡ Θεοτόκος ἐμπιστεύεται τὸ ὠμοφόριο σὲ αὐτόν, λέγοντας: «Δοῦλε, Μάξιμε, εἶναι καλὸ ποὺ ἔχεις ἔλθει νὰ ἐπισκεφθεῖς τὴν πόλη μου. Πᾶρε αὐτὸ τὸ ὠμοφόριο καὶ ποίμανε τὸ ποίμνιο τῆς πόλεως αὐτῆς». Ὅταν ὁ Ἅγιος ξύπνησε, τὸ ὠμοφόριο ποὺ τοῦ ἔδωσε ἡ Παναγία, ἦταν ἁπλωμένο στὰ χέρια του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ εἰκόνα ἀπεικονίζει τὴ Θεοτόκο σὲ ὄρθια θέση μαζὶ μὲ τὸ παιδίον Ἰησοῦ καὶ μὲ τὸν Ἅγιο Μάξιμο νὰ εἶναι γονατιστὸς καὶ νὰ δέχεται τὸ ἐπισκοπικὸ ὠμοφόριο.
Τὸ ὠμοφόριο, φυλάχθηκε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου γιὰ 112 χρόνια. Τὸ ἔτος 1412, κατὰ τὴν διάρκεια μιᾶς Ταταρικῆς ἐπιδρομῆς, τὸ ὠμοφόριο κρύφθηκε ἀπὸ τὸ νεωκόρο τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ, ὁ ὁποῖος καὶ μαρτύρησε ἀπὸ τοὺς Τάταρους.
Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της Ιβηριτίσσης στη Μόσχα
Η
επωνυμία της ιεράς εικόνας της Παναγίας, Ιβηρίτισσα, οφείλεται στην
Ιερά Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους, όπου η ιερή εικόνα έφθασε κατά τρόπο
θαυματουργικό το έτος 999 μ.Χ., αφού επέπλεε επάνω στα κύματα της
θάλασσας.
Το
έτος 1648 μ.Χ., μετά από επιθυμία του Πατριάρχου της Ρωσίας Νίκωνος,
έφεραν στη Μόσχα πανομοιότυπο αντίγραφο της ιεράς εικόνος.
Η εικόνα τιμάται, επίσης, στις 12 Οκτωβρίου, ημέρα κατά την οποία έφθασε στη Μόσχα και την Τρίτη της Διακαινησίμου.
Άγιοι Εκατόν εβδομήντα εννιά Οσιομάρτυρες οι εν τη μονή Νταού Πεντέλης μαρτυρήσαντες
Χριστὸν αἰνοῦντες τὸν Ἀναστάντα δόξῃ,
Λαμπρῶς Πατέρες συνετμήθητε ξίφει.
Οι
Άγιοι Εκατόν εβδομήντα εννιά Οσιομάρτυρες της μονής Νταού Πεντέλης
μαρτύρησαν περί τα τέλη του 17ου αιώνα μ.Χ. (πιθανώς το 1680 μ.Χ.), κατά
την εποχή που Αλγερινοί πειρατές λεηλατούσαν τα παράλια μέρη.
Κάποιος
από τους υπηρέτες της μονής, ο οποίος μισούσε τους μοναχούς,
συνεννοήθηκε με τους πειρατές και τους έβαλε στη μονή την ώρα που οι
Πατέρες εόρταζαν την Ανάσταση. Οι Πατέρες, έχοντας πολλές φορές υποφέρει
από επιδρομές και λεηλασίες, είχαν κατασκευάσει ως τελευταία έξοδο
κινδύνου ένα υπόγειο τούνελ όπου ξεκινούσε από τα δεξιά του Ιερού και
κατέληγε στη Ραφήνα. Μέσω αυτής της σύραγγας, ο προδότης οδήγησε τους
βάρβαρους στο Μοναστήρι ανήμερα της Αναστάσεως. Οι πειρατές αιφνιδίασαν
τους Μοναχούς, που τους βρήκαν όλους συναγμένους στην Εκκλησία, με
αναμμένες τις λαμπάδες, να ψάλλουν το τελευταίο «Χριστός Ἀνέστη» της
Πασχαλινής Θείας Λειτουργίας. Η σφαγή που ακολούθησε υπήρξε καθολική και
η λεηλασία ολοκληρωτική. Βρήκαν φρικτό μαρτυρικό θάνατο 179 Μοναχοί.
Από
τους μοναχούς, σώθηκε μόνο ένας ιερέας της μονής με τον υποτακτικό του,
που είχε μεταβεί στο μετόχι Γεροτσακούλι (ή Χεροσακκούλι), για να
τελέσει εκεί την ακολουθία της Αναστάσεως. Όταν επέστρεψε, βρήκε την
μονή κατεστραμμένη και σφαγμένους όλους τους Πατέρες. Ο ιερέας αφού
περισυνέλεξε τα τίμια λείψανα, τα ενταφίασε με ευλάβεια και τιμή.
Για
αιώνες ο τάφος των 179 πατέρων παρέμενε άγνωστος έως ότου το Σεπτέμβριο
του 1965 μ.Χ., κατά την πραγματοποίηση έργων ανανέωσης του δαπέδου στο
εσωτερικό του καθολικού, εντοπίσθηκαν τάφοι με ολόκληρα λείψανα μοναχών.
Στη
συνέχεια, σε άλλα σημεία του δαπέδου που πραγματοποιούνταν εργασίες,
βρέθηκαν και άλλοι τάφοι και λείψανα, που βρίσκονταν εντός αυτών και
ανέβλυζαν άρρητη ευωδία.
Η
προσπάθεια της ανεύρεσης των υπόλοιπων σωμάτων των Αγίων Πατέρων
συνεχίστηκε, όταν ύστερα από ορισμένα χρόνια εντοπίστηκαν και άλλα σε
παρακείμενο του καθολικού χώρο.
Στη
συνέχεια, ακολούθησε η ένταξη των 179 Οσιομαρτύρων Πατέρων της Ιεράς
Μονής Παντοκράτορος στο αγιολόγιο της Εκκλησίας με την από 14 Αυγούστου
1992 συνοδική απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Σήμερα,
τα λείψανα φυλάσσονται σε λάρνακα στον πρόναο του καθολικού, καθώς και
σε ειδικό χώρο, που έχει οικοδομηθεί και διαμορφωθεί προς τον σκοπό αυτό
δίπλα από το καθολικό.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ’. Ὁ καθαρώτατος Ναὸς τοῦ Σωτῆρος.
Ὡς
τοῦ Κυρίου ἁγιόλεκτοι ἄρνες, ἐξωρμημένοι ἐκ χωρῶν διαφόρων, τῇ ποίμνῃ
συνεδράμετε τοῦ Παντοκράτορος, ὅθεν θανατούμενοι ἀπηνείᾳ βαρβάρων
χαίροντες ἐξήλθετε εἰς οὐράνιον μάνδραν· καθάπερ ὅσιοι καὶ μάρτυρες
Χριστοῦ, ἐκδυσωποῦντες ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοῦ
Κυρίου ᾄραντες, Σταυρὸν Πατέρες, τῇ ἀσκήσει ὤφθητε, λίθοι πολύτιμοι
Αὐτῷ· ὅθεν βαρβάροις ἐκράζετε, λαμπρᾷ καρδίᾳ· Ἀνέστη ὁ Κύριος.
Μεγαλυνάριον
Δεῦτε
Παντοκράτορος ἡ κλεινή, Μάνδρα τῆς Πεντέλης, ἐπευφραίνου χαρμονικῶς,
ἐπὶ τῇ ἀθλήσει, τῶν σῶν Ὁσίων τέκνων, Μαρτύρων γενομένων, Χριστοῦ
ἐγέρσεως.
Άγιοι Χριστόδουλος και Αναστασία και οι συν αυτοίς Νεομάρτυρες
Ο
Άγιος Χριστόδουλος ήταν ηλικίας 14 ετών και ήταν το μοναδικό μέλος μιας
χριστιανικής οικογένειας, της οποίας η μητέρα και οι δυο θυγατέρες
αλλαξοπίστησαν. Η συνομήλικη του Αναστασία ήταν υπηρέτρια της
οικογένειας και ενίσχυσε πνευματικώς τον Χριστόδουλο.
Μαρτύρησαν
στην Πάτρα την Κυριακή των Βαΐων του 1821 μ.Χ., όπως διέσωσε ως
αυτόπτης ο ιστορικός Πουκεβίλ, Πρόξενος της Γαλλίας στην Πάτρα την εποχή
εκείνη, σημειώνοντας ότι και άλλοι μαρτύρησαν μαζί με αυτούς.
Η μνήμη τους επιτελείται την Τρίτη της Διακαινησίμου εβδομάδος.
Μνήμη Θαύματος Ἁγίου Μηνᾶ στὸ Ἡράκλειο Κρήτης
Ακόμη
από τα πολλά θαύματα του Αγίου Μηνά είναι και αυτό που έλαβε χώρα το
1826 μ.Χ. στο Ηράκλειο της Κρήτης, πόλη στην οποία ιδιαιτέρως τιμάται ο
Άγιος.
Το
1821 μ.Χ., μετά την έκρηξη της μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης εναντίον
των Τούρκων, οι κατακτητές προχώρησαν σε σφαγές χιλιάδων αμάχων σε
πολλές περιοχές. Από τους πρώτους που πλήρωσαν με το αίμα τους την
επανάσταση ήταν και οι κάτοικοι της Κρήτης. Μεταξύ των χιλιάδων θυμάτων
ήταν ο Μητροπολίτης Κρήτης, οι Επίσκοποι Χανίων, Κνωσού, Χεροννήσου,
Λάμπης, Σητείας κ.α. οι οποίοι εσφάγησαν, την 24η Ιουνίου 1821 μ.Χ.,
στον περίβολο του Μητροπολιτικού Ναού του Ηρακλείου. Μάλιστα ο ιερουργών
ιερέας εσφάγη πάνω στην Αγία Τράπεζα!
Πέντε
χρόνια αργότερα, το 1826 μ.Χ., οι Τούρκοι του Ηρακλείου σχεδίαζαν να
προβούν σε σφαγή των Χριστιανών, και πάλι στον Μητροπολιτικό Ναό του
Αγίου Μηνά, στις 18 Απριλίου, ημέρα του Πάσχα, την ώρα της Αναστάσιμης
Θείας Λειτουργίας για να πιάσουν τους Χριστιανούς απροετοίμαστους. Για
αντιπερισπασμό έβαλαν φωτιά σε διάφορα απομακρυσμένα σημεία της πόλης,
ενώ οπλισμένα στίφη είχαν συγκεντρωθεί έξω από το ναό, περιμένοντας την
ώρα της αναγνώσεως του Ευαγγελίου για να εισβάλουν και να αρχίσουν την
σφαγή.
Μόλις
όμως άρχισε η ανάγνωση εμφανίσθηκε ένας ασπρομάλλης ηλικιωμένος ιππέας
που έτρεχε γύρω από το ναό κραδαίνοντας το ξίφος του και κυνηγώντας τους
επίδοξους σφαγείς οι οποίοι τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή. Έτσι σώθηκαν
οι πολύπαθοι Χριστιανοί του Ηρακλείου από τον φοβερό κίνδυνο.
Οι
Τούρκοι νόμισαν ότι ο καβαλάρης ήταν μουσουλμάνος πρόκριτος
απεσταλμένος από τον Διοικητή της πόλης για να ματαιώσει την σφαγή. Όταν
διαμαρτυρήθηκαν στον Διοικητή, αυτός τους διαβεβαίωσε ότι δεν γνώριζε
τίποτε και μάλιστα διαπιστώθηκε ότι ο συγκεκριμένος πρόκριτος δεν είχε
βγει καθόλου από το σπίτι του.
Κατάλαβαν
τότε οι Τούρκοι ότι επρόκειτο για θαύμα του Αγίου Μηνά, κοινοποίησαν το
γεγονός στους Έλληνες και από τότε οι Mουσουλμάνοι ηυλαβούντο πολύ τον
Άγιο, προσφέροντας μάλιστα και δώρα στο ναό του.
Το
θαύμα αυτό του Αγίου Μηνά καθιερώθηκε να τιμάται στο Ηράκλειο την Τρίτη
της Διακαινησίμου, οπότε και εκτίθεται σε προσκύνηση, κατά τον
εσπερινό, λείψανο του Αγίου.
Σύναξη της Παναγίας Κακαβιώτισσας στην Λήμνο
Λίγο
έξω από το χωριό Θάνος, χτισμένη μέσα σε μία σπηλιά στις κορυφές του
βουνού Κάκαβος, βρίσκεται μία μικρή εκκλησία, η Παναγιά η Κακαβιώτισσα,
όπου κάθε Λαμπροτρίτη γίνεται μεγάλο πανηγύρι. Αν θελήσετε να την
επισκεφθείτε, ακολουθήστε τη διαδρομή από Μύρινα προς αεροδρόμιο και 800
μ. μετά τον κόμβο στρίψτε δεξιά. Μετά από 2 χλμ. χωμάτινης οδού
συνεχίστε στη διχάλα αριστερά και σε 500 μ. αφήστε το αυτοκίνητο και
ακολουθήστε το μονοπάτι στην πλαγιά. Το ναό θα τον δείτε όταν πλησιάσετε
αρκετά, μετά από περίπου 20 λεπτά ανάβασης.
Σύναξη της Παναγίας της Τρικουκιώτισσας
Η
Ιερά Μονή Παναγίας Ελεούσας της Τρικουκιώτισσας βρίσκεται στην Κύπρο,
στο Τρόοδος, δυτικά της υψηλότερης κορυφής του Ολύμπου, της Χιονίστρας
και νοτιονανατολικά του χωριού Πρόδρομος, από τον οποίο απέχει μόλις δύο
χιλιόμετρα.
Ο
Ρώσος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκυ στην περιγραφή της Μονής το 1735 μ.Χ.
τονίζει το ησυχαστικό της περιβάλλον την απίστευτα ωραία τοποθεσία της
και τις περίτεχνες οικοδομές της.
Το
μοναστήρι θεωρείται από τα αρχαιότερα της Κύπρου. Από διάφορες
πληροφορίες γνωρίζουμε ότι υφίστατο κατά την περίοδο της
Φραγκοκρατίας-Ενετοκρατίας (1191 - 1571 μ.Χ.)· μάλιστα είχε δικά της
μετόχια όπως το επωνομαζόμενο «Αδιά» κοντά στο χωριό Πενταλιά της Πάφου.
Η Μονή αρχικά ήταν μεγάλη όπως του Κύκκου (Βασίλειος Μπάρσκυ), αλλά
αργότερα εξέπεσε λόγω της μεγάλης πτωχείας των μοναχών της, απότελεσμα
των δύσκολων χρόνων της Τουρκοκρατίας.
Ο
Estienne de Luzignan αναφέρει ότι η παλαιά εικόνα της Παναγίας της
Τρικουκκιώτισσας, (σήμερα δεν γνωρίζουμε πού βρίσκεται), την οποία κατά
παράδοση ζωγράφησε ο Ευαγελιστής Λουκάς, μεταφερόταν στην πρωτεύουσα
Λευκωσία, την οποία υποδέχονταν συνήθως στην είσοδο της πόλης και στη
συνέχεια την λιτάνευαν. Μεταφερόταν δε με πομπή πίσω στο μοναστήρι της.
Ο
Νέαρχος Κληρίδης αναφέρει ότι το 1533 μ.Χ. το μοναστήρι είχε αποκτήσει
ήδη μεγάλη φήμη διότι η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της
Τρικουκκιώτισσας απάλλασε την Κύπρο από τις σφοδρές συνέπειες της
ανομβρίας.
Άλλες
παλαιότερες ονομασίες της Μονής ήταν οι εξής: Μονή των Τρικόκκων,
Τρικουκκιών, Τρικουκκιάς, Τρικουτσιάς και Τρικουκκιώτισσας.
Η
επωνυμία της Παναγίας, Τρικουκκιώτισσα ή στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα
Τρικουτσιώτισσα η Παναγία της Τρικουτσιάς, προήλθε από το δασικό δέντρο
Τρικουτσιά, που λέγεται και κοκκονιά. Για το θέμα αυτό ο Νέαρχος
Κληρίδης μας πληροφορεί τα εξής: «Το όνομα του μοναστηριού της
Τρικουκκιάς είναι η Παναγία η Τρικουκκιώτισσα, που μαρτυρά πως, την
εποχή που πρωτοκτίστηκε εκεί το μοναστήρι και τοποθετήθηκε στο ναό του η
εικόνα της Παναγίας, βρισκόταν εδώ ένα φυτό εξαιρετικά μεγάλο, που
ονομαζόταν Τρικουκκιά.
Τέτοια
φυτά μπορεί, ερευνώντας κανείς, να συνατήση στο γειτονικό δάσος και σε
όλη την οροσειρά του Τροόδους. Πρόκειται για το είδος εκείνο που στη
Βοτανική ονομάζεται κράταιγος η οξυάκανθος, επειδή εχει μυτερά αγκάθια
και κόκκινον καρπό που δεν τρώγεται. Ονομάστηκε το φυτό Τρικουκκιά,
επειδή ο καρπός του περικλείει τρεις κόκκους (σπόρους) και σε όλα τα
χωριά της οροσειράς χρησιμοποιείται ως σήμερα σαν υποκείμενο για το
μπολιασμα της αχλαδιάς». Ωστόσο υπάρχουν και άλλες ερμηνείες ως προ την
προέλευση της λέξης Τρικουκκιά.
Ο
Ν.Γ. Κυριαζής υποστηρίζει: «Η επωνυμία της Μονής πιστεύεται, ότι
οφείλεται εις την ύπαρξιν, εν τη περιοχή της, μοσφιλιών, των οποίων ο
καρπός έχει τρεις κοκκόνες, ενώ εις άλλους τόπους τέσσερεις. Τούτων
εμβολιαζομένων, αποκτώνται καλού είδους αππιδκιές, που δεν αποδίδει ο
διά του άλλου είδους εμβολιασμός». Κατά μια άλλη άποψη, ονομάστηκε έτσι,
επειδή κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας το μοναστήρι είχε το δικαίωμα
να παίρνει, από τη δεκάτη των εισοδημάτων των μετοχιών του και του
τσιφλικιού των Κουκλιών της Πάφου, το ένα τρίτο, το λεγόμενο αντικούτσιν
η τρικούτσιν (από τις λέξεις, τρία κουκκιά).
Κατά
παρόμοιο τρόπο ονομάζονταν τριτερά τα χωράφια που εφορολογούντο κατά το
σύστημα αυτό. Αυτό υποστηρίζει ο Ν. Γ. Κυριαζής με τα πιο κάτω που
έγραψε: «Κατ΄ άλλην παράδοσιν, απεκλήθη έτσι, διότι επί Τουρκοκρατίας
είχε το δικαίωμα, προς συντήρησιν της, να λαμβάνη από την δεκάτην του
τσιφλιτζιού των Κουκλιών Πάφου τα τρία κουκκιά δηλαδή, το εν τρίτον η
αντικούτσιν, εξ ου η λέξις τριτερά, διά χωράφια φορολογούμενα».
«Στις
3 Οκτωβρίου 1989 μ.Χ.», διαβάζουμε στο έργο του Ανδρέα Μιτσίδη, «Η ΜΟΝΗ
ΠΑΝΑΠΑΣ ΤΗΣ ΤΡΙΚΟΥΚΚΙΑΣ», «η Ιερά Αρχιεπισκοπή αγόρασε τη Μονή
Τρικουκκιάς από τη Μητρόπολη Μόρφου, στην ιδιοκτησία της οποίας είχε
περιέλθει μετά το χωρισμό της από τη Μητρόπολη Κυρηνείας (13 Αύγουστου
1973 μ.Χ.). Το 1997 μ.Χ. (14 Σεπτεμβρίου) η Ιερά Αρχιεπισκοπή επέτρεψε
την εγκατάσταση στη Μονή μοναζουσών με την ελπίδα πως η αρχαία και
περίφημη αυτή Μονή θα επανεύρει τόν παλαιό της εαυτό και θα γράψει νέες
λαμπρές σελίδες ζωής και δράσης».
Έτσι η Μονή επανήλθε στην κοινοβιακή τάξη από το Σεπτέμβριο του 1997 μ.Χ.
Η
σημερινή γυναικεία Αδελφότητα αγωνίζεται να ακολουθήσει πιστά την ιερή
παράδοση του Ορθόδοξου μοναχισμού και να υπηρετήσει αθόρυβα την
Εκκλησία, με την άσκηση και τη λειτουργική της ζωή.
Κύριο
έργο των μελών της, είναι η προσευχή, η ανελλιπής τέλεση των ιερών
ακολουθιών και η πνευματική μελέτη. Παράλληλα οι αδελφές ασχολούνται με
τα διακονήματα του κοινοβίου, με διάφορα εργόχειρα, με την αγιογραφία,
με την κατασκευή μοσχοθυμιάματος και με αγροτικές εργασίες.
Τέλος
η σημερινή Κοινότητα, συντονίζοντας τη ζωή της σύμφωνα με την ιερή
Παράδοση και έχοντας συναίσθηση του χρέους της, απέναντι στην ιστορία
της Μονής, αγωνίζεται να διαφυλάξει την ιερή παρακαταθήκη προς δόξαν του
Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της Πανάχραντου και Αειπαρθένου Μαρίας,
της μόνης ελπίδας και προστασίας της.
Η
επαναλειτουργία της Μονής οφείλεται κατ΄αρχή στη συμπαράσταση και τις
ευλογίες του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου Α΄ και η
ανοικοδόμηση της άρχισε με την οικονομική βοήθεια, του Καθηγουμένου της
Μονής Κύκκου (νυν Μητροπολίτου Κύκκου και Τηλλυρίας) κ.κ. Νικηφόρου.
Μεγάλος
Ευεργέτης της Μονής ο οποίος ουσιαστικά έβγαλε τη μικρή αυτή Μονή από
την κατάσταση της πολυχρόνιας ερήμωσης και την παρέδωσε στην προσκύνηση
των ευλαβών προσκυνητών είναι ο φιλόπονος αείμνηστος Κωνσταντίνος
Λεβέντης, με τη γνωστή μεγάλη του δωρεά προς τη Μονή.
Η
Παναγία της Τρικουκκιάς, γιορτάζεται πανηγυρικά στην περιοχή, την Τρίτη
της Διακαινησίμου καθώς επίσης και στις 15 Αυγούστου, με λιτάνευση της
άγιας εικόνας της Παναγίας.
Σύναξη της Παναγίας της Ποδίθου (ή Ποδύθου) στην Κύπρο
Το
μοναστήρι της Παναγίας της Ποδίθου ή Ποδύθου βρίσκεται κοντά στο χωριό
Γαλάτα στα δυτικά του ποταμού Κλάριου (Καρκώτη). Σύμφωνα με την
κτητορική επιγραφή, η εκκλησία του, που είναι αφιερωμένη στη Θεοτόκο
Ελεούσα, κτίστηκε, το 1502 μ.Χ., από τον Έλληνα στρατιωτικό Δημήτριο ντε
Κορόν (πριν το 1456 - 1502 μ.Χ. ή αργότερα) ο οποίος είχε διατελέσει
αξιωματούχος του τελευταίου βασιλιά της Κύπρου Ιακώβου Β΄ (1460 - 1473
μ.Χ.), και τη σύζυγο του Ελένη.
Ο
ναός της Παναγίας της Ποδίθου έχει ορθογώνιο σχήμα και στην ανατολική
πλευρά του καταλήγει σε προεξέχουσα ημικυκλική αψίδα. Οι τοίχοι της
εκκλησίας είναι κτισμένοι με ακατέργαστους λίθους και λάσπη. Ο βόρειος
και ο νότιος τοίχος εσωτερικά διαπλάθονται με δύο τυφλά τόξα ο καθένας. Η
εκκλησία έχει τρεις θύρες, από μια στο μέσο του βόρειου, του δυτικού
και του νότιου τοίχου. Ψηλά στο αέτωμα του ανατολικού τοίχου υπάρχει
μικρό ορθογώνιο παράθυρο που διατηρεί το αρχικό του υλοστάσιο. Το μικρό,
ορθογώνιο παράθυρο, που υπάρχει στο μέσο της αψίδας, ήταν αρχικά
ευρύτερο και είχε σχήμα τοξωτό.
Ο
ναός σε μεταγενέστερο χρόνο από την ανέγερσή του περιβλήθηκε από
πιόσχημη στοά, με την οποία καλύπτονται από την ίδια ξύλινη δίριχτη ,
και από στέγη από επίπεδα αγκιστρωτά κεραμίδια. Το δάπεδο της εκκλησίας
είναι καλυμμένο με οπτόπλινθους. Η κύρια είσοδος στη στοά είναι στο μέσο
του δυτικού τοίχου. Μικρότερες θύρες υπάρχουν στο νότιο και το βόρειο
τοίχο.
Ο
ναός της Παναγίας της Ποδίθου δεν διακοσμήθηκε ολόκληρος με
τοιχογραφίες. Τοιχογραφίες καλύπτουν την εξωτερική πλευρά του δυτικού
τοίχου εσωτερικά, το αέτωμα και τον ανατολικό τοίχο, την αψίδα και το
ανατολικό τμήμα του βόρειου και νότιου τοίχου και χρονολογούνται στο 16ο
και 17ο αιώνα μ.Χ.
Στην
κορυφή του δυτικού τοίχου, εξωτερικά εικονίζεται ο Παλαιός των Ημερών,
και από κάτω η παράσταση. Άνωθεν οι Προφήτες σε προκατεήγγειλαν. Κάτω
από την παράσταση αυτή εικονίζονται οι κτήτορες, ένα ζευγάρι στα
αριστερά και ένας άνδρας στα δεξιά να προσφέρουν στη Θεοτόκο το ομοίωμα
του ναού που βρίσκεται ανάμεσά τους. Η εκκλησία εικονίζεται χωρίς την
πιόσχημη στοά που προστέθηκε αργότερα.
Κάτω
από τους κτήτορες βρίσκεται η ακόλουθη αναθηματική επιγραφή +
ΑΝΗΚΩΔΟΜΟΙΘΗ Ο ΘΙΟC Κ(ΑΙ) [ΠΑΝCΕΠΤΟ] C ΝΑΩC ΟΥΤΟC ΤΗC ΥΠΕΡΑΓΗΑCC
Θ(ΕΟΤΟ)Κ(Ο)Υ ΕΛΕΟΥCΗC ΤΗ ΕΧΡΟΝΗΑ ΤΟΥ Χ(ΡΙCΤΟ)Υ ΑΦΒ΄ΔΙΑ ΕΞΩΔΟΥ Κ (ΑΙ)
ΠΟΛΛΟΥ ΠΟΘΟΥ ΚΙΡΟΥ ΜΙCΕΡ ΔΙΜΗΤΡΙ ΔΕ ΚΟΡΟ ΜΕΤΑ ΤΗC CΗΜΒΗΟΥ ΑΥΤΟΥ ΕΛΕΝΗC
Κ(ΑΙ) ΚΤΗΤΟΡΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑC ΜΟΝΗC ΤΑΥΤΗC Κ(ΑΙ) Η ΑΝΑΓΗΝΩCΚΟΝΤΑΙC ΑΥΤΩΝ
ΕΥΧΑΙCΘΕ Κ(ΑΙ) ΜΑΚΑΡΙCΑΤΕ ΑΥΤΟΥC ΔΙΑ ΤΟΝ Κ(ΥΡΙΟ)Ν ΑΜΗΝ. Κάτω από την
επιγραφή υπάρχει το οικόσημο του ντε Κορόν οι τρεις ήλιοι και δύο
δωρητές, ένας άνδρας και μια γυναίκα. Τα κεφάλια και των δύο δωρητών
έχουν καταστραφεί.
Πάνω
από την είσοδο είναι ζωγραφισμένη η εις Άδου Κάθοδος. Χαμηλότερα,
εκατέρωθεν της εισόδου εικονίζονται ο Χριστός και η Παναγία όρθιοι,
παραστάσεις συνηθισμένες στο χώρο του νάρθηκα ή της Λιτής. Στην κορυφή
του ανατολικού αετώματος εικονίζεται το Άγιον Μανδήλιον. Πιο κάτω στα
δεξιά του παραθύρου και στα νότια του τεταρτοσφαιρίου της αψίδας
εικονίζεται ο προφήτης Μωυσής να λύνει το υπόδημά του μπροστά στην
ακατάφλεκτο βάτο, ενώ στα βόρεια του τεταρτοσφαιρίου εικονίζεται ο
προφήτης Μωυσής να παίρνει τις πλάκες του Νόμου στο όρος Σινά.
Χαμηλότερα εικονίζεται ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, με τον αρχάγγελο
Γαβριήλ στα βόρεια της αψίδας και τη Θεοτόκο στα νότια της αψίδας. Ακόμη
πιο χαμηλά εικονίζονται, κάτω από τον Γαβριήλ ο Δαβίδ και κάτω από τη
Θεοτόκο ο Σολομών.
Στο
τεταρτοσφαίριο της αψίδας σε μια μεγαλόπρεπη σύνθεση εικονίζεται η
Θεοτόκος ένθρονη με τον Χριστό στα γόνατά της, στον τύπο της Νικοποιού ή
Κυριότισσας, ανάμεσα σε εξαπτέρυγα και τους αρχαγγέλους Μιχαήλ και
Γαβριήλ που στραμμένοι προς τη Θεοτόκο κρατούν λαμπάδες και θυμιούν.
Χαμηλότερα στον ημικυλινδρικό τοίχο της αψίδας εικονίζονται οι σκηνές
της Μετάδοσης και της Μετάληψης των Αποστόλων.
Ενδιαφέρον
παρουσιάζουν οι σκηνές από τη ζωή της Θεοτόκου. Τα θέματα αυτά που
είναι παρμένα από το Απόκρυφο Ευαγγέλιο του Ιακώβου προτιμούνται πολύ
συχνά τον 16ο αιώνα μ.Χ. Σε μια ζώνη ψηλά στον νότιο τοίχο εικονίζονται η
Προσφορά των Δώρων του Ιωακείμ και της Άννας, η Απόρριψη των Δώρων και η
Προσευχή του Ιωακείμ. Απέναντι στον βόρειο τοίχο εικονίζονται η
Προσευχή της Άννας, ο Ασπασμός του Ιωακείμ και της Άννας μπροστά στη
Χρυσή Πύλη της Ιερουσαλήμ και η Γέννηση της Θεοτόκου.
Ο
ζωγραφικός διάκοσμος της εκκλησίας συμπληρώνεται με την μνημειώδη
παράσταση της Σταύρωσης στο δυτικό αέτωμα (εσωτερικά) της εκκλησίας. Η
Σταύρωση του ναού της Ποδίθου, δεν έχει καμία σχέση με τη γνωστή λιτή
Σταύρωση της Βυζαντινής παράδοσης. Η σκηνή είναι πολυπρόσωπη και έντονα
επηρεασμένη τόσο εικονογραφικά όσο και τεχνοτροπικά από την δυτική
ζωγραφική. Πρόκειται μάλλον για ένα θρησκευτικό πίνακα με πολλές επί
μέρους λεπτομέρειες ιδιαίτερα αγαπητές στη Δύση και τη Λατινοκρατούμενη
Ανατολή, όπως ο Εσταυρωμένος και οι ληστές, οι έφιπποι φραγκοφορεμένοι
στρατιώτες, ο στρατιώτης που σπάζει τα σκέλη των ληστών, η Παναγία που
σωριάζεται λιπόθυμη, οι στρατιώτες που παίζουν στα ζάρια το χιτώνα του
Χριστού και φιλονικούν μεταξύ τους, η Μαρία η Μαγδαληνή πού αγκαλιάζει
τη βάση του Σταυρού του Χριστού και τέλος η αινιγματική μορφή του
γονυπετούς μοναχού στο νότιο άκρο της σύνθεσης.
Παρόλο
που ο άγνωστος ζωγράφος ακολουθεί την καθιερωμένη εικονογραφία στις
διάφορες παραστάσεις, μ' εξαίρεση την Σταύρωση, εν τούτοις στην
τεχνοτροπία και τα χρώματα επηρεάζεται έντονα από την τέχνη της
Αναγέννησης. Είναι φανερή η προσπάθειά του να αποδώσει τους όγκους των
σωμάτων καθώς και την τρίτη διάσταση, ακολουθώντας την ορθή προοπτική.
Με
τις τοιχογραφίες της Ποδίθου σχετίζονται και οι τοιχογραφίες του
παρεκκλησίου του Ακαθίστου Ύμνου (γνωστό και ως «Λατινικό Παρεκκλήσιο»),
που βρίσκεται στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή στον
Καλοπαναγιώτη. Τα δύο αυτά μνημεία διατηρούν τοιχογραφίες εξαιρετικής
τέχνης που έγιναν από ζωγράφους που γνώριζαν εξ ίσου καλά και τη
βυζαντινή τέχνη και την δυτική ζωγραφική. Ο συγκερασμός των δύο αυτών
τεχνοτροπιών δημιούργησε την λεγόμενη ιταλοβυζαντινή ζωγραφική, που είχε
ιδιαίτερα έντονη παρουσία στη περιοχή της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου.
Σύγχρονο
με την εκκλησία είναι και το επιχρυσωμένο εικονοστάσιο. Στο ξυλόγλυπτο
διάκοσμο του εικονοστασίου υπάρχει ο φτερωτός λέων του Αγίου Μάρκου, ο
δικέφαλος αετός και στους στύλους εικονίζεται δύο φορές το οικόσημο του
Ντε Κορόν, οι τρεις ήλιοι. Το ίδιο οικόσημο υπάρχει και στα λυπηρά καθώς
και στη κτητορική επιγραφή που προαναφέραμε. Με βάση τα στοιχεία αυτά,
έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο νεαρός δωρητής που απεικονίζεται σε εικόνα
του Αρχαγγέλου Μιχαήλ είναι ο Δημήτριος ντε Κορόν.
Όταν
αργότερα έγινε η μερική εικονογράφηση του ναού ο ντε Κορόν ήταν γέρος.
Για κάποιο άγνωστο σε μας λόγο , που πιθανώς να σχετίζεται με τον ντε
Κορόν, η κτητορική επιγραφή έμεινε ατέλειωτη, όπως και η τοιχογράφηση
του ναού. Το 1783 μ.Χ. το εικονοστάσι, που φαίνεται αντιμετώπιζε
προβλήματα αφού πρώτα επιδιορθώθηκε, χρυσώθηκε με ενέργειες του
Χρυσάνθου Οικονόμου της Μονής Ποδίθου. Ίσως τότε να μεταφέρθηκε η εικόνα
και ξυλόγλυπτα τμήματα του αρχικού εικονοστασίου, τα οποία ήταν σε
κατάσταση καλής διατήρησης, στο μικρό παρεκκλήσι της Θεοτόκου που
μετονομάστηκε σε Αρχάγγελο.
Αξίζει
να αναφέρουμε ότι ο ταλαντούχος ζωγράφος της που ιστόρησε την εικόνα
του Αρχαγγέλου της Ποδίθου, ζωγράφησε και την εικόνα του Αρχαγγέλου με
την ίδια ονομαστική επιγραφή από την εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στον
Άγιο Νικόλαο Πάφου καθώς και την εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του
Θαρενού από τα Πριγκιπόνησα, που βρίσκεται στο Πατριαρχικό Μέγαρο στη
Κωνσταντινούπολη.
Από
τις εικόνες που υπήρχαν στο ναό έχουν διασωθεί ο Εσταυρωμένος και τα
δύο λυπηρά, η σειρά της Μεγάλης Δέησης και από το Δωδεκάορτο μόνο η
εικόνα της Γέννησης του Χριστού. Επίσης η εικόνα του Αγίου Ιακώβου του
Αδελφοθέου με την απεικόνιση μοναχής δωρήτριας, ενώ έχει απολεστεί
εικόνα του Επιταφίου Θρήνου. Υπάρχει ακόμη ένα Δισκέλιο- αναγνωστήριο
που αποτελεί αξιόλογο δείγμα της εκκλησιαστικής ξυλογλυπτικής του 18ου
αιώνα μ.Χ.
Στο
17ο αιώνα μ.Χ. χρονολογούνται οι τοιχογραφίες των αποστόλων Πέτρου και
Παύλου που αποδίδονται στον Παύλο Λουκιανό ή «ιερογράφο», όπως συνήθιζε
να υπογράφει, από τη Λευκωσία.
Το
μοναστήρι της Ποδίθου είχε επισκεφθεί το 1734 μ.Χ. ο Ρώσος μοναχός
Βασίλειος Μπάρσκυ, ο οποίος σημείωσε στο οδοιπορικό του ότι στο
παρακείμενο διώροφο πλινθόκτιστο κτήριο διέμεναν δύο μοναχοί. Όπως
αναφέρει, το μοναστήρι βρισκόταν κοντά στον κύριο δρόμο με αποτέλεσμα
Τούρκοι περαστικοί να εισέρχονται σ' αυτό και να δημιουργούν πολλά
προβλήματα. Λίγα χρόνια μετά την επίσκεψη του Μπάρσκυ η κινητή και η
ακίνητη περιουσία του μοναστηριού καταγράφηκε στους κτηματικούς κώδικες
Α΄ και Β΄ της Ιεράς Μητροπόλεως Κηρυνείας. Από τις καταγραφές
συμπεραίνουμε ότι το μοναστήρι ήταν σχετικά πλούσιο παρά το μικρό αριθμό
μοναχών του. Το μοναστήρι αναφέρεται και από τον Αρχιμανδρίτη Κυπριανό,
το 1788 μ.Χ., ως ένα από τα μοναστήρια της Ιεράς Μητροπόλεως Κυρηνείας.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο μεν Μπάρσκυ το σημειώνει με το με ελληνικό
όνομα Ποδύθου, ενώ ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός στον κατάλογο των
μοναστηριών της Κύπρου, το γράφει ως Ποδίθου.
Σε
κατάστιχο της Αρχιεπισκοπής Κύπρου του έτους 1825 μ.Χ. αναφέρεται ότι
διέμεναν σ' αυτό τουλάχιστον δύο μοναχοί. Στη συνέχεια παρήκμασε και
εγκαταλήφθη, μετά τα τραγικά γεγονότα του 1821 μ.Χ. Ακολούθως η
κτηματική περιουσία ενοικιάζετο από τη Μητρόπολη Κηρυνείας σε ιδιώτες,
όπως τον ιερομόναχο Σωφρόνιο, ο οποίος διέμενε σ' αυτό από το 1842 μ.Χ.
έως το 1876 μ.Χ. Γύρω στα 1850 μ.Χ. ο Σωφρόνιος ίδρυσε στο κτίριο του
μοναστηριού το πρώτο δημοτικό σχολείο της Γαλάτας και δίδαξε στα παιδιά
του χωριού τα πρώτα τους γράμματα. Το ιστορικό αυτό κτίριο σωζόταν μέχρι
τα μέσα του 20ού αιώνα και αποτυπώθηκε από το φωτογραφικό φακό του
Γεωργίου Σεφέρη.
Πανηγυρίζει την Τρίτη της Λαμπρής.
Σύναξη της Παναγίας της Ασίνου στην Κύπρο
Η
εκκλησία της Παναγίας της Φορβιώτισσας, περισσότερο γνωστή ως η Παναγία
της Ασίνου, βρίσκεται στις βόρειες υπώρειες της οροσειράς του Τροόδους.
Είναι κτισμένη στην ανατολική όχθη ενός μικρού χείμαρρου, τρία
χιλιόμετρα νοτίως του χωριού Νικητάρι. Από το 1985 μ.Χ. περιλαμβάνεται,
μαζί με εννέα άλλες τοιχογραφημένες βυζαντινές εκκλησίες του Τροόδους,
στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της
UNESCO.
Πρόκειται
για το καθολικό της Μονής των Φορβίων, από όπου προέρχεται και η
προσωνυμία της. Σε επιγραφή που χρονολογείται στα 1105/6 μ.Χ., και
βρίσκεται πάνω από τη νότια είσοδο του ναού, αναφέρεται ότι κτήτορας της
Μονής ήταν ο Μάγιστρος Νικηφόρος Ισχύριος, μετέπειτα μοναχός Νικόλαος. Η
ίδρυση της Μονής χρονολογείται στα 1099 μ.Χ., ενώ συνεχίζει να
λειτουργεί και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, μέχρι τα τέλη του
18ου αιώνα μ.Χ. οπότε εγκαταλείπεται.
Η
εκκλησία αποτελείται από δύο μέρη: το μονόκλιτο καμαροσκεπή κυρίως ναό
και το νάρθηκα, ο οποίος προστέθηκε κατά το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα
μ.Χ. Οι πλαϊνοί τοίχοι του νάρθηκα απολήγουν σε αψίδα, γεγονός που
θεωρείται επίδραση της Κωνσταντινουπόλεως. Ήδη από το 12ο αιώνα μ.Χ. ο
ναός ήταν καλυμμένος με μια δεύτερη ξύλινη στέγη, στρωμένη με επίπεδα
αγκιστρωτά κεραμίδια. Σήμερα δεν σώζονται ίχνη από τα υπόλοιπα
μοναστηριακά κτίσματα.
Το
εσωτερικό του ναού της Παναγίας της Ασίνου είναι κατάγραφο. Οι
τοιχογραφίες που σώζονται σήμερα ανήκουν σε διαφορετικές χρονολογικές
περιόδους. Το παλαιότερο σύνολο χρονολογείται στα 1105/6 μ.Χ. και
εκφράζει τις νέες τάσεις της ζωγραφικής της περιόδου των Κομνηνών. Οι
τοιχογραφίες αυτές απηχούν την τέχνη της Κωνσταντινούπολης, από όπου θα
πρέπει να προερχόταν και ο ζωγράφος που τις δημιούργησε, και αποτελούν
ένα από τα σημαντικότερα σύνολα βυζαντινής τέχνης της περιόδου. Η ισχυρή
επίδραση της πρωτεύουσας εξηγείται από το γεγονός ότι ο τότε
αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081 - 1118 μ.Χ.) κατέστησε την Κύπρο
τη σημαντικότερη στρατιωτική βάση της νοτιοανατολικής Μεσογείου, λόγω
των γεωπολιτικών συνθηκών της εποχής.
Πολλές
παραστάσεις από το αρχικό σύνολο του 1105/6 μ.Χ. σώζονται κυρίως στην
αψίδα του Ιερού και στο δυτικό τοίχο του ναού, ο οποίος υπέστη διάφορες
καταστροφές κατά καιρούς, συμπεριλαμβανομένων των σεισμών. Κατά το 14ο
αιώνα μ.Χ., για παράδειγμα, θα πρέπει να κατέρρευσε το τεταρτοσφαίριο
της αψίδας του Ιερού, οπότε ξανακτίστηκε και διακοσμήθηκε με
τοιχογραφίες. Παράλληλα προστέθηκαν οι εξωτερικές αντηρίδες, και λίγο
αργότερα η τοξωτή αντηρίδα στο ανατολικό άκρο του βόρειου τοίχου.
Ο
νάρθηκας διακοσμήθηκε με τοιχογραφίες λίγο μετά την οικοδόμησή του κατά
το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα μ.Χ., και επαναδιακοσμήθηκε στα 1332/3
μ.Χ. με έντονες φράγκικες επιδράσεις. Στο εικονογραφικό πρόγραμμα του
νάρθηκα ξεχωρίζει ιδιαίτερα η απεικόνιση μεγάλου αριθμού δωρητών. Στην
Παναγία της Ασίνου σώζονται και μερικές μεταγενέστερες τοιχογραφίες που
χρονολογούνται στο 17ο αιώνα μ.Χ.
Πανηγυρίζει την Τρίτη της Λαμπρής.
Σύναξη της Παναγίας Κουτσουριώτισσας στην Ερατεινή Φωκίδος
Τα
Μοναστήρια μας είναι πρώτιστα τόπος ασκήσεως, προσευχής, περισυλλογής,
πνευματικής καταρτίσεως και τελειότητος. Το πνεύμα ξεκάθαρο από την
καθημερινή πάλη, τους θορύβους και τις μέριμνες, απαλλαγμένο από τις
μικρότητες και αδυναμίες ανεβαίνει όλο και ψηλότερα στις κορυφές της
αρετής και αγιότητος.
Ένα
τέτοιο Μοναστήρι ήταν παλαιότερα και είναι σήμερα η Παναγία η
Κουτσουριώτισσα. Ας παρακολουθήσουμε την ιστορική πορεία της. Η Παναγία
διάλεξε ένα βραχώδη, απόκρημνο λόφο ύψους 800 περίπου μέτρων από την
θάλασσα, πλησίον του χωριού Αμυγδαλιά Δωρίδος, για να κτισθεί το
Μοναστήρι της. Πριν από το κτίσιμο του Μοναστηριού περί το 1670 μ.Χ.,
προηγήθηκε ένα θαύμα της Παναγίας μας: Η εύρεση της Αγίας Εικόνος της.
Το θαύμα ξεκίνησε από την Ιερά Μονή Ταξιαρχών Αιγίου.
Ένας
Μοναχός της Μονής έβλεπε ένα φως ξεχωριστό από άλλα τυχόν φώτα για την
ζωηράδα και την λαμπρότητά του στην ίδια πάντοτε θέση. Ασφαλώς του
γεννήθηκε η απορία και η περιέργεια τι να είναι το φως αυτό. Δεν άργησε
και πολύ για να λυθεί η απορία του. Φαίνεται ότι θα ήταν πρόσωπο
φωτισμένο από τον Θεό, χαρισματούχο.
Είδε
στο όνειρό του την Παναγία η οποία του είπε περίπου: «Στο σημείο
ακριβώς που βλέπεις το φως είναι η εικόνα μου και θέλω να κατοικήσω
εκεί».
Λόγια
λίγα σύντομα, αλλά αποκαλυπτικά, ό, τι έπρεπε για να ενεργήσει αμέσως.
Ξεκίνησε, πέρασε τον Κορινθιακό και μέσω Ερατεινής ήλθε στο σημείο όπου
έβλεπε το φως. Κατέβηκε στον απόκρημνο βράχο όπου συνάντησε μια σπηλιά
και στην είσοδο της ένα δέντρο, όπου στο κούφιο κορμό του βρέθηκε η
εικόνα της Παναγίας. Λίγο πιο μέσα από την είσοδο κτίσθηκε ναΐδριο που
υπάρχει και σήμερα, όπου τοποθετήθηκε η Αγία και Θαυματουργός Εικόνα.
Το
θαύμα έγινε γνωστό και άρχισαν να έρχονται πολλοί προσκυνητές. Από τότε
πήρε το όνομα: «Παναγία η Κοτσουριώτισσα», από το κούτσουρο-κοίλο
δέντρο που βρέθηκε η εικόνα.
Για
την εξυπηρέτηση των πιστών αργότερα στην κορυφή του λόφου κτίστηκε Ναός
περί το 1670 μ.Χ. με κελλιά γύρω. Φαίνεται ότι αργότερα επανδρώθηκε η
Ιερά Μονή και είχε ικανοποιητική πρόοδο μέχρι το 1825 μ.Χ. που
κατεστράφη από τους Τούρκους και το 1835 μ.Χ. ανοικοδομήθηκε με τα πέριξ
κελλιά. Προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στους πέριξ κατοίκους που κατά
περιόδους κυνηγημένοι από τους Τουρκαλβανούς κατέφευγαν στο Μοναστήρι
για προστασία. Ο Ναός και τα κελλιά επέστησαν εκτεταμένες ζημιές από τον
σεισμό στις 15ης Ιουνίου 1995 μ.Χ. και με την άοκνη προσπάθεια μιας
νέας αδελφότητος και το ενδιαφέρον του Μητροπολίτου κ.κ. Αθηναγόρα
ανεγείρεται νέος περικαλλής Ναός (Καθολικό) στο ίδιο μέρος.
Ας δοξάζουμε τον Θεό για το ταπεινό τούτο Μοναστήρι και ας το αναδεικνύει τόπο προσευχής και σωτηρίας ψυχών.
Η
Παναγία η Κουτσουριώτισα πανηγυρίζει επίσης και στις 2 Φεβρουαρίου, την
2η μέρα του Πάσχα και την 2η Κυριακή του Ιουνίου (Ανάμνησης Ενθρονίσεως
Ιεράς Εικόνος).
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν
σεπτήν Σου Εἰκόνα Κουτσουριώτισσα Δέσποινα, ὡς ἁγίασμα θεῖον εὐλαβῶς
ἐδεξάμεθα, καὶ πᾶσα ἡ Φωκὶς τῇ Σῇ Μονῇ, προστρέχει καὶ λαμβάνει ἐξ
αὐτῆς, τὰς αἰτήσεις τῇ θερμῇ Σου ἐπισκοπῇ, Παρθένε ἀνακράζοντες· δόξα τῇ
Σῇ χρηστότητα Ἁγνή, δόξα τοῖς θαυμασίοις Σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς Σου
ἀρωγῇ Πανύμνητε.
Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ ἑκουσίως.
Τῇ
θαυμαστῇ Σου καὶ Ἁγίᾳ Εἰκόνι, ἧν Κουτσουριώτισσαν προσφόρως καλοῦμεν,
μετὰ σπουδῆς προστρέχοντες ἑκάστοτε, ἐξ αὐτῆς λαμβάνομεν, τὰ αἰτήματα
πάντα, καὶ πάσης λυτρούμεθα, δυσχερείας καὶ λύπης. Σὺ γὰρ παρέχεις πᾶσι
δαψιλῶς, Θεοχαριτῶτε Κόρη τὴν χάριν Σου.
Μεγαλυνάριον
Δέδωκας
Εἰκόνα Σου τὴν σεπτήν, Κεχαριτωμένη Κουτσουριώτισσα Μαριάμ, πάσῃ τῇ
Φωκίδι, θησαύρισμα ὡς θεῖον, ἁγιασμὸν καὶ χάριν πᾶσι παρέχουσαν.
Σύναξη της Παναγίας της Πορταΐτισσας στο Άγιον Όρος
Ξένως ἡμῖν ἧκες εν τῇ Σῇ Εἰκόνι,
Καὶ τῆς ποίμνης Σου πυλωρὸς ὤφθης Κόρη.
Θεοτόκου Πορταϊτίσσης τέρατ’ ἀείδω λιγυρῶς.
Στην
Ιερά Μονή των Ιβήρων βρίσκεται η θαυματουργή Εικόνα Πορταΐτισσα, η
οποία κατά την παράδοση είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά. Έχει
διαστάσεις 137 εκατοστά ύψος και 94 πλάτος, το δε βάρος 96 κιλά, μαζί με
τα αναθήματα και τα λοιπά. Η αυστηρή έκφραση του ιερού προσώπου Της,
τονιζόμενη από την επιβλητική, καθηλωτική ματιά Της, προξενεί το δέος.
Δόθηκε
το προσωνύμιο τούτο στην Παναγία, επειδή είναι τοποθετημένη η ιερά
εικόνα στο παρεκκλήσιο της μονής Ιβήρων που ευρίσκεται αριστερά της
κεντρικής Πύλης.
Αυτή
η εικόνα ήταν κτήμα μιας ευλαβούς χήρας στη Νίκαια, όταν εικονομάχοι
στρατιώτες την ανακάλυψαν στο σπίτι της, μπροστά απ' την οποία έκαιγε
ακοίμητη καντήλα. Με την υπόσχεση χρημάτων η σώφρων χήρα πήρε μια μέρα
παράταση και τη νύχτα έριξε, με το γιό της μαζί, την Εικόνα στη θάλασσα,
η οποία ξαφνικά στάθηκε όρθια και έπλεε προς την δύση.
Εκείνος
ο γιος, για να μη τον συλλάβουν, ήρθε στη Θεσσαλονίκη και μετά στο Άγιο
Όρος. Κανείς δεν ξέρει που βρισκόταν 170 χρόνια η Εικόνα, απ' το 829
μ.Χ. που έπεσε στη θάλασσα ως το 1004 μ.Χ. που βγήκε στην Ιβήρων.
Κάθονταν
οι παλαιοί άγιοι Γέροντες της Ιβήρων και μιλούσαν περί σωτηρίας ψυχής,
όταν ξαφνικά βλέπουν μέσα στη θάλασσα μια λάμψη. Μαζεύτηκαν όλοι οι
Μοναχοί του Όρους, και με βάρκες θέλησαν να πάνε στο περίεργο και
θαυμαστό σημείο. Μπόρεσαν μόνο να διακρίνουν ότι ήταν μία εικόνα της
Θεοτόκου, διότι όσο πλησίαζαν τόσο η εικόνα απομακρυνόταν.
Όποτε
οι Πατέρες συγκεντρώθηκαν στην Εκκλησία και ικέτευαν θερμώς τον
Πανάγαθο να τους επιτρέψει να πάρουν την αγία Εικόνα. Πράγματι ο Θεός
άκουσε τη δέηση τους και απάντησε ως έξης.
Έξω
απ' το Μοναστήρι ασκήτευε κάποιος Μοναχός Γαβριήλ από την Ιβηρία. Ήταν
απλός, αναχωρητής, αδιαλείπτως έλεγε «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον
αμαρτωλό και ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Η τροφή του ήταν τα
βότανα του βουνού και ποτό του το νερό και μέρα-νύχτα μελετούσε το νόμο
του Κυρίου. Ενώ προσευχόταν, νύσταξε λίγο, έκλεισε τα μάτια του και
βλέπει την αγία Θεοτόκο με ιδιαίτερη λαμπρότητα και του λέει «πήγαινε
στο Μοναστήρι σου και πες στον ηγούμενο ότι ήρθα για να τους δώσω την
εικόνα μου» μετά βάδισε στη θάλασσα, για να γνωρίσουν όλοι την αγάπη και
πρόνοια που έχω στο Μοναστήρι σας. Μόλις είπε αυτά η Παναγία, χάθηκε
απ' τα μάτια του Γαβριήλ.
Μετά
πήγε στο Μοναστήρι, είπε το νέο και οι Πατέρες με πομπή και
Θεομητορικούς ύμνους πήγαν προς την παραλία. Ο Γέρων Γαβριήλ περπάτησε
λίγο στη θάλασσα και αμέσως η εικόνα ήρθε στην αγκαλιά του. Οι Πατέρες
με πολλή ευλάβεια και χαρά την υποδέχτηκαν και έκαμαν ολονύκτιες
αγρυπνίες και δεήσεις και Λειτουργίες επί τρία μερόνυχτα, για να
ευχαριστήσουν τον Θεό και την Παναγία. Την έβαλαν στο ναό της Μονής,
αλλά εκείνη έφευγε και στεκόταν πάνω από την πύλη του Μοναστηριού. Αυτό
επαναλήφθηκε πολλές φορές, ώσπου ξαναπαρουσιάστηκε η Παναγία στον
Γέροντα Γαβριήλ και του λέει:
«Πες
στον ηγούμενο να παύσετε να με πειράζετε, διότι δεν ήρθα στο Μοναστήρι
για να με φυλάτε σεις, αλλά ήρθα για να γίνω εγώ φύλακας και φρουρός σας
και σ' αυτήν και στην μέλλουσα ζωή και όσοι θα ζήσουν με ευλάβεια και
φόβο Θεού και δεν αμελούν στην απόκτηση των αρετών, και τελειώσουν την
πρόσκαιρη ζωή τους σ' αυτόν τον τόπο, ας έχουν θάρρος και να μη
φοβούνται την κόλαση διότι αυτή τη χάρη ζήτησα από τον Θεό και Υιό μου
και την πήρα. Ως επιβεβαίωση των λόγων μου σας δίνω αυτό το σημείο, όσο
βλέπετε την εικόνα μου στο Μοναστήρι σας, δεν θα λείψει απ' το Όρος
τούτο η χάρις και το έλεος του Υιού μου και Θεού».
Όταν
τα άκουσε αυτά ο ασκητικός και θεοφόρος πατήρ Γαβριήλ έρχεται βιαστικά
στο Μοναστήρι και τα αναφέρει στον ηγούμενο ο όποιος χάρηκε πολύ,
συνάθροισε την αδελφότητα και διατάζει να κτισθεί στην είσοδο της Μονής
ειδικό παρεκκλήσιο για την φύλακα της Μονής θαυματουργή Εικόνα.
Λέγεται,
μάλιστα, ότι εάν χαθεί η εικόνα από την θέση της, τότε θ' αρχίσει η
αντίστροφη μέτρηση για την δευτέρα παρουσία του Κυρίου μας. Η Αγία αυτή
εικόνα φέρει στο κάτω μέρος της σιαγόνος της Θεοτόκου μία ουλή από το
μαχαίρι ενός πειρατή. Από την ουλή αυτή έρευσε αίμα, το οποίο πηγμένο
διακρίνεται και σήμερα επάνω στην εικόνα.
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΪΤΙΣΣΑΣ
Ο ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟΣ ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ
Τον
παλαιό καιρό ένας οδοιπόρος ξεκίνησε από την έρημο του Άθωνος και
οδοιπορώντας όλη την ήμερα, το απόγευμα έφτασε στη Μονή των Ιβήρων.
Επειδή βιαζόταν, δεν μπήκε μέσα.
Ζήτησε
μόνο λίγο ψωμί από τον πορτάρη, ο όποιος δεν του έδωσε, και νηστικός
και πικραμένος συνέχισε την πορεία του προς τις Καρυές. Σε 20 περίπου
λεπτά από τη Μονή κάθισε ο οδοιπόρος σε μία πέτρα να ξεκουραστεί λίγο
αναλογιζόμενος το γεγονός με δάκρυα και στενάζων κατά του πορτάρη. Τότε
άκουσε βήματα, σηκώνει το κεφάλι και βλέπει μία σεμνή γυναίκα, που
κρατούσε στην αγκαλιά της ένα παιδί.
Τον
πλησιάζει και τον ρωτάει με συμπονετικό ύφος: «τι έχεις και κλαις;
μήπως είσαι άρρωστος;» «Όχι» άπαντα ο οδοιπόρος, «δεν είμαι άρρωστος,
αλλά πεινάω ζήτησα από τον πορτάρη των Ιβήρων λίγο ψωμί και δεν μου
έδωσε». Η Γυναίκα του λέει: μη λυπάσαι, τέκνον, κατά του θυρωρού, διότι
θυρωρός της Μονής των Ιβήρων είμαι εγώ. Πάρε αυτό το φλουρί, γύρισε στο
Μοναστήρι και αγόρασε με αυτό ψωμί κι εγώ θα σε περιμένω εδώ. Ο
οδοιπόρος πείθεται και επιστρέφει στο Μοναστήρι, βρίσκει τον πορτάρη και
ζητεί ν' αγοράσει ψωμί δίνοντας και το φλουρί, που καθώς είπε του το
δώρισε μια γυναίκα.
Όταν
ο πορτάρης άκουσε για γυναίκα σαν να κατάλαβε, και μόλις είδε και το
φλουρί θαύμασε και έσπευσε να χτυπήσει την καμπάνα να συναθροισθούν οι
Πατέρες και να τους αναφέρει το συμβάν. Συγκεντρώθηκαν οι Πατέρες και
μόλις άκουσαν το παράδοξο γεγονός έμειναν κατάπληκτοι. Διαπίστωσαν ότι
το φλουρί που έφερε ο οδοιπόρος ήταν από παλιά αφιερωμένο στην Εικόνα
της Πορταΐτισσας, το οποίο με πολλή ευλάβεια ξανατοποθέτησαν και πάλι
προ της αγίας Εικόνας. Αμέσως όλοι μαζί πήγαν στον τόπο της εμφανίσεως
της γυναίκας, 20 λεπτά απ' το Μοναστήρι προς τις Καρυές, και δεν βρήκαν
κανένα. Σε ανάμνηση του θαύματος έστησαν εκεί ένα μικρό προσκυνητάρι.
Κατά
το 1960 μ.Χ. ο Ιερομόναχος Μάξιμος Πνευματικός Ιβηρίτης ανήγειρε
ναΰδριο στον τόπο εκείνο του θαύματος προς τιμήν της Πορταΐτισσας
Θεοτόκου. Εδώ ερχόταν ο Γέροντας κάθε δειλινό και άναβε το καντήλι στην
Εικόνα της αναπαράστασης του θαύματος κάτω απ' το δέντρο. Μια βραδιά
ακούει φωνή απ' την Εικόνα: «θέλω εκκλησία εδώ». Ξαφνιάστηκε,
σταυροκοπήθηκε και δεν είπε τίποτα, μήπως ήταν ιδέα του. Την άλλη βραδιά
πάλι τα ίδια. και τρίτη φορά ακούστηκε η φωνή και ο Γέροντας απάντησε
«δεν μπορώ» και η Παναγία του είπε: «θα σε βοηθήσω εγώ». Τότε ο Γέροντας
κουβάλησε δυο χρόνια πέτρες απ' το ποτάμι, καθάρισε τον τόπο απ' τα
βάτα και τ' άγρια ξύλα, ο μάστορας δούλεψε πρόθυμα και έγινε ένα
ωραιότατο εκκλησάκι που οι ξένοι επισκέπτες δεν χορταίνουν να το βγάζουν
φωτογραφίες.
O ΑΓΙΟΣ ΒΑΡΒΑΡΟΣ
Σύμφωνα
με τις ιστορικές παραδοσιακές πληροφορίες, η μεγάλη σε μέγεθος εικόνα
της Πορταΐτισσας, η οποία φέρει κάτω από τη δεξιά σιαγόνα τραύμα με
ξηραμένο αίμα, κτυπήθηκε με το ξίφος ενός Άραβα, ο οποίος ονομαζόταν
Ραχάι και ήταν αρχηγός ενός πειρατικού στόλου. Όταν ο στόλος αυτός
έπλευσε στη θάλασσα των Ιβήρων, ο Ραχάι έστειλε πειρατές, να κουρσέψουν
τη Μονή. Αυτοί όμως δεν μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν την εντολή του
αρχηγού τους, διότι εμποδίστηκαν από μία Γυναίκα και γύρισαν στα πλοία
τους άπρακτοι.
Όταν
ο Ραχάι άκουσε τη δικαιολογία των συντρόφων του, τους ονείδισε και
αμέσως έτρεξε εναντίον της Μονής κραδαίνοντας το ξίφος του. Όταν είδε
την αγία εικόνα της θείας Πορταΐτισσας, με θυμό τη χτύπησε με το ξίφος
του. Από την πληγή άρχισε να ρέει άφθονο αίμα, που τον περιέλουσε. Στη
θέα του αίματος από το φρικτό θαύμα, άρχισε να τρέμει, και μετανοώντας
για την ασέβεια του ζήτησε συγχώρηση. Κατόπιν βαπτίστηκε και έγινε
μοναχός και κλαίγοντας για το αμάρτημά του».
Τον
υπόλοιπο χρόνο της ζωής του έμεινε εμπρός στην αγία εικόνα και πρόσφερε
τις υπηρεσίες του στο ναό της Πορταΐτισσας. Παρακαλούσε δε τους
αδελφούς της μονής Ιβήρων, να μη τον αποκαλούν με το ασκητικό του όνομα
Δαμασκηνό, αλλά «Βάρβαρο», άξεστο, βάναυσο. Ο Άγιος Βάρβαρος τόσο πολύ
πρόκοψε στην αρετή, ώστε ύστερα από το θάνατό του έδειξε σημεία
αγιότητας. Μέχρι σήμερα ονομάζεται «άγιος Βάρβαρος», εορτάζει στις 15
Μαΐου. Το λείψανό του, κατά την ανακομιδή, βρέθηκε ακέραιο και απέπνεε
άρωμα. Το έκλεψαν οι Λατίνοι, μαζί με χίλια άλλα λείψανα της Μονής.
Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑΣ
Το
1651 μ.Χ. Ιβηρίτες μοναχοί δοκίμαζαν οικονομική στενότητα, γι’ αυτό
ανέθεσαν στη Θεοτόκο να μεριμνήσει για τη συντήρησή τους. Αμέσως η
φιλόστοργη Μητέρα έτρεξε για εξεύρεση πόρων με το ακόλουθο χαριτωμένο
θαύμα.
Εκείνη
την περίοδο ήταν βαριά άρρωστη η κόρη του τσάρου της Ρωσίας Αλεξίου
Μιχαήλοβιτς. Τα πόδια της ήταν παράλυτα και για τους γιατρούς
αθεράπευτα.
Τη
θλίψη της πριγκίπισσας και των βασιλέων γονέων της έρχεται τώρα να
μεταβάλει σε χάρη η θαυματουργή Πορταΐτισσα. Παρουσιάζεται μια νύχτα
στον ύπνο της, κι αφού της έδωσε θάρρος και υποσχέθηκε να τη θεραπεύσει
της λέει:
– Να πεις στον πατέρα σου να φέρει από την μονή των Ιβήρων την εικόνα μου την Πορταΐτισσα.
Το
πρωΐ η άρρωστη διαβίβασε την εντολή κι αμέσως ξεκίνησε έκτακτη
αποστολή, για να μεταφέρει στους Ιβηρίτες μοναχούς την επιθυμία του
τσάρου. Εκείνοι φοβήθηκαν μήπως η εικόνα δεν επιστραφεί, και αποφάσισαν
να στείλουν ένα πιστό αντίγραφο με τιμητική συνοδεία τεσσάρων
ιερομονάχων.
Μόλις
μαθεύτηκε ο ερχομός της σεπτής εικόνας στη Μόσχα, η πόλη άδειασε. Όλοι,
βασιλείς και λαός, έτρεξαν να την προϋπαντήσουν. Στ’ ανάκτορα όμως η
πριγκίπισσα κοιτόταν στο κρεβάτι, χωρίς να γνωρίζει τίποτε. Κάποια
στιγμή ζήτησε τη μητέρα της και τότε πληροφορήθηκε το μεγάλο γεγονός.
– Τι; φώναξε. Έρχεται η Παναγία, κι εμένα μέ άφησαν εδώ;
Πήδηξε
αμέσως από το κρεβάτι, ντύθηκε και έτρεξε να υποδεχθεί κι εκείνη την
Παναγία. Ο κόσμος είδε την παράλυτη πριγκίπισσα και τα έχασε. Η
συγκίνηση κορυφώθηκε, όταν από την άλλη μεριά έφθασε η αγία εικόνα κι
έγινε η τελετή της υποδοχής και της προσκυνήσεως.
– Μεγαλειότατε, είπαν οι απεσταλμένοι, προσφέρουμε τη σεπτή αυτή εικόνα σαν δώρο στο ευσεβές ρωσικό έθνος.
–
Σας ευχαριστώ, είπε συγκινημένος ο τσάρος. Σε ένδειξη της ευγνωμοσύνης
μου σας παραχωρώ μία από τις καλύτερες μονές της πρωτεύουσας, τον άγιο
Νικόλαο. Επίσης ετήσιο επίδομα από 2.500 ρούβλια, ατέλεια σε ότι
εισάγετε στην χώρα μου, καθώς και δωρεάν μετακίνηση των απεσταλμένων
σας.
Το
μετόχι αυτό παρέμεινε στην κυριότητα της μονής Ιβήρων μέχρι το 1932
μ.Χ. και της εξασφάλιζε τόσα έσοδα, ώστε κάλυπτε όλες σχεδόν τις υλικές
της ανάγκες.
Η ΚΑΝΔΗΛΑ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΪΤΙΣΣΑΣ ΑΝΤΙΔΟΤΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟΥ
Στη
σεβάσμια μονή των Ιβήρων, κατά την ετήσια αγρυπνία της πανήγυρης της
σεπτής εικόνας της Παναγίας Πορταΐτισσας (15 Αυγούστου), είχε κληθεί να
ψάλει ο περίφημος Ρουμάνος μουσικός και καλήφωνος Νεκτάριος, ο λεγόμενος
Βλάχος. Η μονή, για να τιμήσει τον επισκέπτη, όπως ήταν συνήθεια, του
παραχώρησε το δεξιό αναλόγιο. Αυτό δεν άρεσε στους ψάλτες της μονής, οι
οποίοι ήθελαν να επιδείξουν τη μουσική τους κατάρτιση και τις ψαλτικές
τους ικανότητες. Γι' αυτό δυσαρεστήθηκαν. Παρακινούμενοι από φθόνο του
διαβόλου, σκέφτηκαν την εξόντωση του Ρουμάνου ψάλτου. Έτσι, κάποιος από
αυτούς, έριξε δηλητήριο στο ποτό του.
Ο
ευλογημένος αυτός μοναχός Νεκτάριος, μόλις αισθάνθηκε τους πρώτους
πόνους από την επίδραση του δηλητηρίου, αντελήφθη τι είχε συμβεί.
Οπλισμένος με ακράδαντη πίστη στο Θεό και την εορτάζουσα Παναγία
Πορταΐτισσα, αμέσως έτρεξε στη θαυματοποιό Παναγία, πήρε το κανδήλι Της
και ήπιε ολόκληρο το περιεχόμενό του και με πολύ πόνο ψυχής είπε:
«Παναγία μου, σώσε με. Με δηλητηρίασαν».
Η
ταχεία αντίληψη και έτοιμη βοηθός και ιατρός των νοσούντων, Κυρία
Θεοτόκος, άκουσε τον πιστό δούλο Της, προσέτρεξε και τον θεράπευσε. Ο
ίδιος αργότερα ομολογούσε: «Ποτέ δεν έψαλα τόσο καλά στην Παναγία, με
τόσο καθαρό λαρύγγι και ψυχική διάθεση, καθώς την τραγική εκείνη
αγρυπνία της σώτειράς μου Παναγίας Πορταΐτισσας».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν
σεπτήν Σου εἰκόνα Πορταΐτισσα Δέσποινα, ἣ διὰ θαλάσσης ἐπέστη,
θαυμαστῶς ἐν τῇ ποίμνῃ Σου, τιμῶμεν ὡς ἁγίασμα σεπτόν, καὶ σκήνωμα τῆς
δόξης Σου πιστῶς, ἐξ αὐτῆς γὰρ ἀναβλύζεις τὰς δωρεάς, τοις πόθῳ ἐκοῶσί
Σοι· δόξα τοῖς θαυμασίοις Σου Ἁγνή, φόξα τῇ προμηθεία Σου, δόξα τῇ πρὸς
ἡμᾶς Σου πλουσίᾳ χρηστότητι.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῆ ὑπερμάχῳ.
Ὡς
πυλωρὸς καὶ ἀρωγὸς ἡμῶν καὶ ἔφορος, μὴ ἀντανέλῃς ἀφ’ ἡμῶν τὴν Σὴν
βοήθειαν, Πορταΐτισσα Παρθένε ἐκδυσωποῦμεν· ἀλλὰ πλήρου τὰς σεπτὰς
ἐπαγγελίας Σου, ἃς ἡμῖν εὐηγγελίσω ὡς φιλάγαθος, ἵνα κράζωμεν· Χαῖρε
πάντων ἀντίληψις.
Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθείς.
Τῆς
θαυμαστῆς Σου καὶ ἁγίας Εἰκόνος, πανηγυρίζοντες τὴν ἔλευσιν Κόρη,
δοξολογοῦμεν τὰ πολλά Σου θαύματα· ἐν αὐτῇ γὰρ χαίροντες, ἐδεξάμεθα
πίστει, Σὲ τὴν πάντων Ἄνασσαν, καὶ προστάτιδα ὅλων, βασιλικὰς διδοῦσαν
δωρεάς, χειρὶ πλουσίᾳ, ἡμῖν Πορταΐτισσα.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
(Μετὰ τὸν Πολυέλεον)
Κατῆρε
θαυμαστῶς, ἡ ἁγία Εἰκών Σου, καὶ ἔφθασεν ἡμῖν, ἐκ Νικαίας Παρθένε,
κομίζουσα τὰς χάριτας, τῆς σεπτῆς εὐλογίας Σου· ἧς τὴν ἔλευσιν,
πανηγυρίζομεν πόθῳ, Πορταΐτισσα, ἐν τῇ παρούσῃ ἡμέρᾳ, Χριστοῦ τῆς
ἐγέρσεως.
Ὁ Οἶκος
Ἄγγελοι
ἀοράτως, τὴν σεπτήν Σου Εἰκόνα, ἀεὶ ἐν εὐλαβείᾳ κυκλοῦσιν· ἡμεῖς δὲ
ὁρατῶς πρὸς αὐτήν, μετὰ δέους προσερχόμενοι Πορταΐτισσα, ὑμνοῦμέν Σου τὰ
θαύματα, καὶ πόθῳ Σοι
βοῶμεν ταῦτα·
Χαῖρε, δι’ ἧς μονασταὶ σκιρτῶσι· χαῖρε, δι’ ἧς δυσμενεῖς σιγῶσι.
Χαῖρε, παραδόξως ἡμῖν ἡ εἰσπλεύσασα· χαῖρε, πᾶσαν δόσιν πιστοῖς ἡ παρέχουσα,
Χαῖρε, Κόρη Πορταΐτισσα, τῶν Ἰβήρων τῆς Μονῆς· χαῖρε, πρύτανις καὶ ἔφορος, Ἄθωνος ἡ εὐκλεής.
Χαῖρε, ὅτι ἐκτρέπεις καθ’ ἡμῶν πᾶσαν βλάβην· χαῖρε, ὅτι βραβεύεις τοῖς πιστοῖς πᾶσαν χάριν.
Χαῖρε, πηγὴ θαυμάτων ἀείρυτος· χαῖρε, ἐλπὶς ἡμῶν ἀνενδοίαστος.
Χαῖρε, ἡμῶν πυλωρὸς σωτηρίας· χαῖρε, πυρσὸς ἀῤῥαγοῦς προσδοκίας.
Χαῖρε πάντων ἀντίληψις.
Μεγαλυνάριον
Ὤφθης
Πορταΐτισσα ἀληθῶς, σκέπη καὶ προστάτις, τῶν φωνούντων ἀπὸ ψυχῆς, Κόρη
Παναγία, τὸ μέγα ὄνομά Σου· διὸ τῇ χάριτί Σου πάντες προστρέχομεν.
Ανάμνηση θαύματος Αρχαγγέλου Μιχαήλ και εύρεση του Τιμίου Ήλου
Ἐν Γοναταῖς παραδόξου θαύματος, τοῦ Ἁγιάσματος παρὰ τοῦ Ἀρχιστρατήγου
Μιχαήλ
Γέρας νεουργὸν εὐλογῶ Ἀρχαγγέλῳ,
Ἁγιάσματος Γοναταῖς τοῦ ἐκ πέτρας.
Προσκύνησις τοῦ τιμίου Ἥλου τοῦ ἡλώσαντος τὴν ἄχραντον δεξιὰν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν
Προσηλώσαντα ἐν Σταυρῷ τῷ τιμίῳ,
Ἧλον σέβομαι τὸν δεξιὸν Δεσπότου.
Το
παρακάτω κείμενο προέρχεται από το «ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ», το οποίο εξεδώθει στην
Καβάλα τον Οκτώβριο του 1967 μ.Χ., δαπάνη της Ι. Μονής του Φιλοθέου.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΗΓΗΣΙΣ
Τῶν
ἐν τῆ Νήσῳ Θάσω γενομένων θαυμασίων παρὰ τοῦ Ἀρχιστρατήγου Μιχαήλ καὶ
περὶ τοῦ τιμίου Ἥλου τοῦ έκ τοῦ ζωοποιοῦ Σταυροῦ (ἤτοι μέρους τοῦ
Καρφίου οῦ τὴν Πανσέβαστον Δεξιὰν τοῦ Σωτήρος καθηλώσαντος) καὶ ἀφιέρωμα
γενομένου παρὰ τοῦ Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορος Νικηφόρου τοῦ Βοτανειάτου
εἰς τήν Ἰερὰν Μονὴν τοῦ Φιλοθέου τὴν ἐν Ἀγίω Ὅρει κειμένην..
Εὐλόγησον Πάτερ.
Κατά
τὸ χιλιοστὸν ἐνενηκοστὸν ἔτος ἀπὸ Χριστοῦ, ἦτο εἰς τὴν Νῆσον Θάσον, εἷς
ἀσκητὴς Ὅσιος καὶ Ἅγιος ἄνθρωπος, ὀνομαζόμενος Λουκᾶς, ὅστις ἀσκήτευσε
πρῶτον, εἰς τὸν τόπον τὸν νῦν λεγόμενον τοῦ Λουκά· ὅπου ἔκαμεν ἐκεῖ
ἀσκητεύων δεκατέσσαρα ἔτη, ὅτε καὶ ἔκτισε μικρὸν Ναόν, ἐπ' ὀνόματι τοῦ
Ἀγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωαννου τοῦ Θεολόγου (1).
Ἐνοχλούμενος
δὲ ὁ Ὅσιος ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ καὶ ἡσυχώτερον καὶ ἐρημικώτερον τόπον
ζητῶν, κατέβη εἰς τὰ σπήλαια, τῆς βαθείας καλουμένης Ποταμίας, ὅπου
εἶναι τώρα ὁ Ναὸς τοῦ Ἀρχιστρατήγου Μιχαήλ, ἔνθα καὶ ἤσκησεν ἐν τῷ τόπῳ
τούτῳ εἴκοσι ἔτη. Κατὰ δὲ τὸ δέκατον ἕβδομον ἔτος, τῆς ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ
τῆς βαθείας Ποταμίας ἀσκήσεώς του, προσευχόμενος ἐν μιᾷ τῶν ήμερῶν ἐκεῖ ὁ
Ὅσιος Λουκᾶς, βλέπει ἔμπροσθέν του ἐξαστράποντα τὸν Ἀρχιστράτηγον
Μιχαὴλ καὶ λέγοντα αὐτῷ, «εἰρήνη σου». Φοβηθεὶς δὲ ὁ Ὅσιος καὶ έκπλαγεὶς
ἐπὶ τῆ παραδόξῳ θέᾳ καὶ ἀστραπηφόρῳ μορφῆ, συνεχῶς ἔλεγε τὸ, «Παναγία
Θεοτόκε βοήθει μοι». Ὁ δὲ Ἀρχιστράτηγος ἐνθαρρύνων αὐτὸν, τῷ ἔλεγεν ἵνα
μὴ φοβηθῆ, διότι δὲν ἦτο ὡς αὐτὸς ἐδόκει, φάντασμα, ἀλλ' ὁ Ἀρχιστράτηγος
τοῦ Θεοῦ Μιχαήλ· καὶ εἶπεν αὐτῷ, ὅτι μὲ ἀπέστειλεν ὁ Κύριος εἰπεῖν σοι,
ὅτι μετὰ τρία ἔτη παραλαμβάνει ἐν εἰρήνῃ τὸ πνεῦμά σου, εἰς τὰς
αἰωνίους ἀναπαύσεις.
Ὁ
δὲ Ὅσιος, φοβηθεὶς περισσότερον διὰ τὸν λόγον τοῦτον, καὶ φάντασμα
νομίζων τὸ φαινόμενον, ἔπεσε προύμυτα καὶ συνεχῶς ἔκραζε τό, «Κύριε
έλέησον»· ὁ δὲ θεῖος Ἀρχιστράτηγος καὶ αὖθις παραθαρρύνας αὐτὸν, ἐφάνη
ὅτι ἐκτύπησεν ώς μέ ράβδον τινά, τὴν ἐκεῖ κατὰ πρόσωπον πέτραν λέγων,
«ἐν ὁνόματι τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἰοῦ καὶ τοῦ Ἀγίου Πνεύματος, Ἀμήν.» καὶ
εὐθῦς ἀνέβλυσεν ῦδωρ ἐξ ἐκείνης τῆς πέτρας. Λαβὼν δὲ θάρρος ὁ Ὅσιος,
ἐζήτει διὰ τὴν προτέραν ἀπιστίαν συγχώρησιν (ἐπειδὴ πολλάκις ἐδοκίμασε
νὰ τὸν ἀπατήση ὁ διάβολος διὰ πολλῶν καὶ ποικίλων φαντασιῶν).
Λέγει
αὐτῷ ὁ Ἀρχιστράτηγος, μετάλαβε ἀπὸ τοῦ ῦδατος τούτου καὶ μὴ φοβοῦ πλέον
τὰς δαιμονικὰς φαντασίας, ἀλλὰ κτίσον ἐδῶ Ναὸν εἰς πολλῶν ὠφέλειαν καὶ
ἀσθενῶν θεραπείαν· καὶ ταῦτα εἰπών ὁ Ἀρχιστράτηγος ἀφανὴς ἐγένετο. Ὁ δὲ
Ὅσιος Γέρων, ἀναστὰς καὶ χαρὰς ἀφάτου πλησθείς, ηὐχαρίστει τῷ Θεῷ καὶ
ἐτέλεσε προθύμως τὸ Θεῖον πρόσταγμα, κτίσας ὡς εἶχε δύναμιν, μικρὸν Ναὸν
εἰς ὄνομα τοῦ Ἀρχιστρατήγου Μιχαὴλ· ἔνθα οἱ προσερχόμενοι καὶ ἐκ τοῦ
ἀγιαστικοῦ ἐκείνου ὕδατος πίνοντες καὶ λουόμενοι, ἐθεραπεύοντο ἐκ πάσης
σωματικῆς καὶ ψυχικὴς ἀσθενείας.
Διαδοθείσης
γὰρ τῆς φήμης τῶν θανμάτων πανταχοῦ οὐ μόνον ἐν τῆ Νήσῳ ἀλλὰ καὶ μέχρι
τῶν πέριξ καὶ μακρὰν, ἔφερον τοὺς πάσχοντας ἐκ ποικίλων ἀσθενειῶν καὶ
ἐθεραπεύοντο. Ὁ δὲ Ὅσιος, καλῶς ἀγωνισάμενος, ἐν ἐκείνη τῇ τριετία,
ἀπῆλθε κατὰ τήν πρόρρησιν τοῦ Ἀρχαγγέλου, ἐν εἰρήνη πρὸς Κύριον. Ὅντινα
κηδεύσας ὡς ἐπρεπεν, ὁ ὐποτακτικός του Ξενοφῶν ὀνομαζόμενος, ἀπῆλθε τοῦ
λοιποῦ εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἐγκατεστάθη εἰς τὴν Ἰερὰν Μονὴν τοῦ
Φιλοθέου, ὅπου καὶ διῆλθε τὸ ὐπόλοιπον τῆς ζωῆς του, μὴ δυνηθεὶς νὰ
ὑποφέρη τὴν ἐκεῖ μοναξίαν καὶ τραχύτητα τῆς ἐρήμου.
(2)
Ὅτε δὲ ὁ Ὅσιος Λουκὰς εἶδε τὴν ὅρασιν ἐβασίλευε Νικηφόρος ὁ
Βοτανειάτης. (3) Μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Βασιλείας Ρωμαίων καὶ τὴν ἅλωσιν
τὴς Νήσου Θάσου, γενομένην μετὰ παρέλευσιν ὁλίγων ἐτών τῆς ἀλώσεως τῆς
Κωνσταντινουπόλεως παρὰ τοῦ ἰδίου Σουλτὰν Μεχμέτ· ἀφοῦ ἐξουσίασαν οἱ
βάρβαροι τὴν Νήσον καὶ ἔβλεπον τὰς παραδόξους γενομέναἰάσεις καὶ
θαυματουργίας, ἐφθόνησαν οἱ κατάρατοι καὶ εἰς λύπην τῶν σεβομένων καὶ
εὐλαβουμένων τὸ Ἁγίασμα πιστῶν, ὑπήγον ἐξ αύτῶν τρεῖς μὲ πλοιάριον καὶ
ἀφοῦ ἀνέβηκαν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἀρχιστρατήγου, ὁ θρασύτερος αὐτῶν
ἐτόλμησε καὶ εἰσῆλθεν ἐν τῷ Ναῷ καὶ ἐμίανε τὴν πηγὴν τοῦ Ἁγιάσματος,
ὅστις καὶ εὐθέως ἐκεραυνώθη καὶ ἔπεσεν ἐν τῷ Ναῷ πτῶμα νεκρόν, ἄξιον τὴς
μιαρᾶς αὐτοῦ πράξεως.
(4)
Οἱ ἄλλοι δὲ δύο ἐκ τῶν βαρβάρων φοβηθέντες, ἐκατέβηκαν ἐν τῆ θαλάσση
καὶ εἰσῆλθον ἐν τῷ πλοιαρίῳ φυγεῖν. μεθ' οὖ καὶ συνετρίβησαν παρὰ τὸν
αἰγιαλόν, ἑκ τῆς μαινομένης θαλάσσης, καὶ ἧσαν τὰ συντρίμματα αὐτῶν ἐκεῖ
εἰς ἔνδειξιν τῆς τόλμης καὶ κακίας των. Τὴν δὲ ἀκόλουθον ἠμέραν, ἧλθε
τις Ἰερεὺς Δημήτριος ὀνόματι, μετὰ τινῶν ἀσθενῶν ὅπως ἱερουργήσῃ χάριν
τῆς ὑγείας των· ὅτε βλέπει τεθανατωμένον ἐν τῷ τοῦ Ἀρχιστρατήγου Ἱ. Ναῷ,
τὸν θεήλατον έκεῖνον Ἀγαρηνὸν καὶ τὴν πηγὴν τοῦ Ἁγιάσματος ξηρὰν καὶ
μεγάλως ἐφοβἠθει μετὰ τῶν ἀκολούθων του.
Ἐσπέρας
δὲ οὔσης, ἐσύρθησαν ἀμφότεροι, εἰς ἕν μέρος ἐκεῖ πλησίον ἀπόκεντρον,
προσδοκῶντες πότε νὰ ἀνατείλῃ ἠμέρα νὰ φύγωσιν ἔχοντες συνάμα λύπην
μεγάλην, διὰ τὸ ἐπεισόδιον ἐκεῖνο καὶ τὸ περισσότερον διὰ τὴν στείρευσιν
τοῦ Ἁγιάσματος. Ὅτε κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην, φαίνεται εἰς τὸν Ἱερέα ὁ
Ἀρχιστράτηγος Μιχαὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὕπαγε εἰς τὸν Ναὸν μου καὶ ἔκβαλε
ἔξω καὶ ρίψον μακράν, τὸ ἀκάθαρτον ἐκεῖνο σῶμα καὶ λάβε τοῦς ἀσθενεῖς νὰ
καταβῆτε παρὰ τὸν αἰγιαλὸν τῆς θαλάσσης καὶ εἰς ὅποιον σπήλαιον ἰδῆτε
φῶς, εἰσέλθετε καὶ λουσθήτωσαν ἐκεῖθε οἱ ἀσθενεῖς καὶ θεραπεύονται.
Ποιήσας
δὲ ὁ Ἰερεῦς ἀγρυπνίαν, πρὸς τὸν Ὄρθρον, ἐκβαλῶν ἐκ τοῦ Ναοῦ τὸ
ἀκάθαρτον ἐκεῖνο σῶμα, καθὼς αὐτὸν ἐπρόσταξεν ὁ Ἀρχιστράτηγος,
ἐκατέβηκαν εἰς τὴν παραθαλασσίαν καὶ περιερχόμενοι τὸν αἰγιαλόν, βλέπουν
εἰς ἕν σπήλαιον μικρὸν, φῶς μέγα, καὶ φοβηθέντες ἔκραζον, τὸ «Κύριε
ἐλέησον» καὶ τὸ «Ἀρχιστράτηγε βοήθησον». Ἀρθέντος δὲ οἰκονομικῶς τοῦ
φωτός, ἐπλησίασαν εἰς τὸ σπήλαιον, καὶ ἠσθάνθησαν εὐωδίας πολλῆς καὶ
ἐπειδὴ ὁ τόπος τοῦ σπηλαίου ἧτο στενὸς καὶ εἰσήλθον γονατιστοί, ἔλαβε
τὴν ἐπωνυμίαν ὁ τόπος «Γοναταῖς» διότι ἐπὶ τῶν γονάτων κινούμενοι
εἰσέρχονται εἰς τὸ Ἁγίασμα.
Ἀφοῦ
δὲ εἰσήλθον τοιουτοτρόπως καὶ ἐλούσθησαν κατὰ τὸν λόγον τοῦ
Ἀρχιστρατήγου ἐθεραπεύθησαν οἰ ἀσθενεῖς· καὶ ἐκτοτε πάντες οὶ μετ'
εὐλαβείας καὶ πίστεως προσερχόμενοι ἐν τῷ σπηλαίῳ τούτῳ τοῦ Ἀγιάσματος
θεραπεύονται. Μείνας δὲ ὁ Ἰερεὺς Δημήτριος τὴν ἠμέραν ἐκείνην καὶ
καθαρίσας τὸν Ναὸν καὶ ἀγιάσας, ἐλειτούργησε τὴν ἐπαύριον καὶ πάλιν
κατέβη μετὰ τῶν λοιπῶν εἰς τὴν θάλασσαν, ὅπως εὕρωσι θαλάσσιον τι καὶ
ψαρεύσωσιν. Ἰδόντες δὲ έκεῖ τὰ συντρίμματα τοῦ πλοιαρίου καὶ τῶν δύο
ἀσεβῶν ἐκείνων τὰ σώματα, ἐρριμένα ἐκεῖ νεκρὰ εἰς τὸν αἰγιαλόν,
ἐφοβήθησαν καὶ ἀνεχώρησαν, διηγούμενοι ὅσα εἰδον. (Τὸ Ἁγίασμα τοῦτο,
εἷναι αὐτὸ ἐκεῖνο τὸ ἴδιον, ὅπερ ἀνέβλυσεν ἐνώπιον τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ, διὰ
θαυματουργίας τοῦ Ἀρχιστρατήγου, καὶ ὡς νὰ ἐβυθίσθη ἐκ τῆς πρώτης αὐτοῦ
Πηγῆς, ἀνέβλυσε κάτω ἐν τῷ εἰρημένῳ σπηλαίῳ ὅπου καὶ ἕως τοῦ νῦν ρέει
ἀεννάως)· καὶ ταῦτα μὲν περὶ τῶν θαυμάτων τοῦ Ἀρχιστρατήγου ἐν τῷ
Ἀγιάσματι.
Τώρα
δὲ νὰ εἴπωμεν καὶ περὶ τοῦ τιμίου Ἤλου, ἤτοι τοῦ ἐκ τῆς Πανσεβάστου
Δεξιᾶς τοῦ Σωτῆρος ἐν τῷ Ζωηφόρω Σταυρῷ Καρφίου καὶ τῶν ἐκ τούτου
τελεσθέντων θαυμασίων ἐν τῆ Νήσῳ ταύτῃ. Κατὰ τὸ ἐξ ἀνάγκης ἐπινοηθὲν καὶ
ἐπικρατοῦν παλαιὸν σύστημα, ἐνεκα τῶν βαρυτάτων φόρων καὶ δασιμάτων,
ὅπου εἶχον ἐπιφορτίσῃ τὰς Ἰερὰς Μονάς, κατὰ τὰς πρώτας τῆς δουλείας
ἡμέρας οἱ Ἀγαρηνοί: Οἱ τῆς Ἰερὰς Μονῆς τοῦ Φιλοθέου Πατέρες, ἐν στερήσει
ὄντες καὶ ἀπορίᾳ τῶν ἀναγκαίων καὶ ἀπαραιτήτων χρειωδῶν καὶ ἐκ τῶν
χρεῶν στενοχωρούμενοι, ἐξέλεξαν ἕνα τὸν Σεβασμιώτερον Ἰερομόναχον,
Γαβριήλ ὀνομαζόμενον καὶ ἀπεφάσισαν νὰ στείλουν αὐτὸν, μετὰ καὶ έτέρων 2
ἀδελφῶν συνοδείαν εἰς τὴν Βλαχίαν πρὸς συνδρομήν, διότι οι φιλόχριστοι
τότε τῆς Βλαχίας Ἡγεμόνες, μεγάλως ἐβοήθουν τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὡς εἰς
τοιοῦτον δὲ μέρος αὐτοὺς ἀποστέλλοντες, ὤφειλον νὰ δώσωσιν αὐτοῖς, ὅπως
φέρουν μεθ' ἑαυτῶν καὶ τὰ σεβασμιώτερα Ἅγια κειμήλια.
Ἅνωθεν
δὲ ἐκ τῶν παλαιοτέρων χρόνων ὡς ἦν γνωστόν, εὐρίσκεται ἐν τῆ Ἰερᾷ ταύτῃ
τοῦ Φιλοθέου Μονῆ, μέρος τοῦ τιμίου Ἥλου, τοῦ ἐκ τῆς Δεξιάς τοῦ
Σωτῆρος, ἀφιερωθὲν μετὰ Χρυσοβούλου καὶ ἐπισήμου συσκευῆς, ὑπὸ τοῦ
εὐσεβοῦς Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορος, Νικηφόρου τοῦ Βοτανειάτου· (5) ὅπερ
καὶ ἔδωκαν μετὰ μέρους Ἀγίου Λειψάνου τοῦ Ἀγίου Παντελεήμονος, πρὸς τον
ρηθέντα Γαβριήλ Ἰερομόναχον καὶ τὴν Συνοδείαν του:
Οἵτινες
λαβόντες αὐτὰ καὶ ἐμβάντες εἰς πλοῖον, ἐπλεον διὰ τὴν
Κωνσταντινούπολιν, ὅπως έφοδιασθῶσιν ἐκεῖθεν διὰ Πατριαρχικῶν συστατικῶν
Γραμμάτων, πρὸς τοὺς Ἡγεμόνας τῆς Βλαχίας καὶ τοὺς ἐκεῖθε Ἀρχιερεῖς:
Μικρὸν δὲ πλεύσαντες καὶ μόλις πέντε μιλίων διάστημα, ἄνεμος αὐτοὺς
εὑρίσκει σφοδρὸς, πρὸς τήν Νῆσον Θάσον αὐτοὺς διώκων, ὅπου ὑπὸ τῆς βίας
τῶν κυμάτων φερόμενοι, βιαίως καὶ ἀκράτητα, ἔφθασαν εἰς τὴν βαθεῖαν
Ποταμίαν, ἐν τῷ κάτωθι αὐτῶν μετοχίῳ τῆς Ἰερὰς Μονῆς (6) Φιλοθέου ὡς
νεκροὶ ἀπὸ τὸν φόβον. Ὅθεν ἔσυραν ἐκεῖθεν τὸ πλοῖον καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ
Μετόχιον, (τὸ ὁποῖον τότε ἧν παρὰ τῷ Ναῷ τοῦ Ἀρχιστρατήγου)· καὶ ἀφοῦ οἱ
θαλασσοπειραταὶ κατέκαυσαν αὐτό, ἔπειτα ὡς εἰς ἀπόκρυφον μέρος ἐκτίσθη
τὸν ἐν τῆ βαθείᾳ Ποταμίᾳ εὑρισκόμενον νῦν, καθὼς καὶ τὸ Χρυσόβουλον τοῦ
ἀοιδίμου Βασιλέως Ἀνδρονίκου τοῦ Παλαιολόγου διαλαμβάνει, ἐκδοθὲν τὸ
1287 ἔτος ἀπὸ Χριστοῦ. εἰς ὅ ἀπαριθμοῦνται οἱ τόποι, ὅσους πρὸ χρόνων,
εἶχεν ἐν τῆ Νήσῳ ταύτῃ, ἡ Ἰερὰ Μονὴ τοῦ Φιλοθέου, ἀναφέρει καὶ τοῦ
Μετοχίου τούτου τοῦ Ἀρχιστρατήγου. (7)
Ἐν
τούτω ἐλθόντες οἱ Πατέρες ἐκεῖνοι πρὸς παραμυθίαν καὶ πυρὰν ἀνάψαντες
ἐθερμαίνοντο καὶ ἐκάθηντο ἀμέριμνοι. Κατ' ἐκείνην δὲ τὴν νύκτα ἧλθον
θαλασσοπειραταί, οἵτινες ἰδόντες τὸ πλοῖον ἔξωθεν τραβισμένον καὶ ἄνωθεν
φῶτα, ἐπήδησαν ἔξαφνα καὶ ἐφόνευσαν ἅπαντας καὶ τοὺς Μοναχοὺς καὶ τοὺς
ναύτας. Ὡς δοκεῖ τότε, κατὰ θείαν οἰκονομίαν ἐν καιρῷ, ὅπου οἱ ἄγριοι
θῆρες ἐκεῖνοι ἐβασάνιζον αὐτοῦς καὶ ἐζητοῦσαν χρήματα, ἐπρόφθασέ τις καὶ
ἔκρυψεν ἐν τῷ τοίχῳ τοῦ Ναοῦ τὸ κιβώτιον τὸ περιέχον τὸν τίμιον Ἥλον
καὶ τὸ ἅγιον λείψανον τοῦ Ἀγίου Παντελεήμονος. (8) Ὅθεν δὲν εὐρέθη παρὰ
τῶν ληστοπειρατῶν οὔτε ἐκάη τὸ κιβώτιον τὸ περιέχον τὰ ἱερὰ ταῦτα
ἀντικείμενα· τοῦ Ναοῦ καὶ τῶν οἰκημάτων τοῦ Μετοχίου καέντων καὶ πάντων
ἀσπλάγχνως θανατωθέντων, ἔμειναν κεκρυμένα ταῦτα καὶ ἀσύλητα.
Μετὰ
καιρὸν δὲ, κατὰ θείαν οἰκονομίαν ἀπεκαλύφθησαν οὕτω πως: Ἰωάννης τις
ἐνόσει πολυχρονίως καὶ οὐδεμίαν θεραπείαν εὕρισκε τοῦ πάθους αὐτοῦ· εἰς
αὐτὸν καθ' ὕπνους ἐφάνη ὁ Ἀρχιστράτηγος Μιχαήλ, παρακινῶν αὐτὸν, ὅπως
ἀπέλθῃ εἰς τὸ ἐν Γοναταῖς Ἀγίασμα αὐτοῦ νὰ θεραπευθῆ. Ἀναστὰς δὲ, καὶ
τοῖς οἰκείοις διηγησάμενος τὰ ὁραθέντα, εὐθὺς παρέλαβον αὐτὸν οἱ
συγγενεῖς αὐτοῦ καὶ ἔφερον εἰς τὸ Ἀγίασμα καὶ ἐλούσθη καὶ ἐθεραπεύθη
τελείως. Ἕνεκα δὲ τῆς θεραπείας του ταύτης, ἐκινήθη εἰς τὸ ν' ἀνεγείρῃ
τὸν Ναόν ὅτε βαλὼν οἰκοδόμσυς καὶ καθαίροντες τοὐς τοίχους, διὰ νὰ
βάλωσι θεμέλια, εὗρον ἐν τῷ τοίχῳ τὸ κιβώτιον.
Συσκεφθέντες
δὲ ἀναμεταξύ των διὰ νὰ τὸ κρύψωσι διὰ τὴν ἀξίαν τῆς ἀργυρᾶς θήκης καὶ
νὰ δώσωσι τὸ ἅγιον λείψανον μόνον πρὸς τὸν ἐν τῷ χωρίω τότε τοῦ Θεολόγου
διαμένοντα ἄνωθεν ἐν τῷ Μετοχίω τῆς Μονῆς Φιλοθέου Πνευματικὸν Θεωνᾶν
Φιλοθεΐτην: Τὸν τίμιον Ἧλον τοῦ Σωτῆρος, ὅστις ἧτο μέσα εἰς Σταυρὸν
ξύλινον, ἔθεσαν ἐπί τινα ἀγριελαίαν πλησίον τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἀρχιστρατήγου.
Παραδώσαντες δὲ τὸ Ἅγιον λείψανον τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος εἰς τὸν
ρηθέντα Πνευματικὸν ἠρώτησεν αὐτοὐς περὶ τῆς θήκης τοῦ κιβωτίου καὶ τοῦ
τιμίου Ἥλου· αὐτοί τῷ εἶπον ψευδῶς ὅτι αὐτὸ μόνον εὖρον ὑποκάτω ὑπὸ μίαν
πλάκαν.
Κατὰ
θείαν παραχώρησιν δὲ δαιμονισθέντες καὶ ἔντρομοι γενόμενοι ἐκ τῆς
δικαίας αὐτῶν τιμωρίας, ἐδωκαν τὸ ἀργυροῦν κιβώτιον. Τὸν δὲ τίμιον Ἥλον
μέ τὸν Σταυρὸν τὸν περιέχοντα αὐτόν, παντελῶς ἠγνόησαν καὶ ἐλησμόνησαν
ὅτι ἔβαλον αὐτὸν εἰς τὴν ἀγριελαίαν. Ἐν δὲ τῷ τόπῳ έκείνῳ ήν τις
Γεώργιος, ποιμὴν ποοβάτων ὅστις ἔχων μάνδραν ἐκεῖ πλησίον, ἐβλεπε καθ'
ἑκάστην νύκτα φῶς ὡς ἄστρον φαῖνον ὑπήγενε δὲ τὴν ἡμέραν καὶ οὐδέν
ἔβλεπε. Ἐν μιᾷ δὲ νυκτὶ λαμβάνει καὶ τὸν υἱόν του καὶ πηγαίνουν εἰς τὴν
ἀγριελαίαν ἐκείνην καὶ βλέποντες τὴν λάμψιν ἐφοβήθησαν καὶ δέν ἀνέβηκαν
εἰς τὴν ἐλαίαν. Ἀπῆλθον δὲ εἰς τὸ χωρίον τοῦ Θεολόγου καὶ εἶπον τῷ
εἰρημένῳ Πνευματικῷ Θεωνᾷ ὅλην τὴν ὑπόθεσιν.
Διότι
δὲν εἷχε παρέλθει πολὺς καιρὸς ὅπου εἶχον θανατώση τοῦς Φιλοθεΐτας
έκείνους Μοναχοὺς οἱ βάρβαροι καὶ ὅπου ἰάθη ὁ Ἰωάννης, ὅστις ἀνεκαίνισε
τὸν Ναόν. Ὅθεν συνεπέρανεν ὁ Πνευματικὸς ὅτι ὁ τίμιος Ήλος ήτο έκεΐ εἰς
τὴν ἀγριελαίαν καὶ ἀπήλθον καὶ εὖρον τὸν Σταυρὸν καὶ μέσα εἰς αὐτὸν τὸν
τίμιον Ἤλον. Λαβόντες δὲ αὐτὰ εὐλαβῶς καὶ ἐντίμως, ἐφερον λιτανεύοντες
εἰς τὸ χωρίον Θεολόγον, ὅπου ἐξήλθον πάντες οί τοῦ χωρίου εἰς ὑπάντησιν,
καὶ κατέθεσαν ταῦτα ἐν τῷ ὡρισμένῳ Εὐκτηρίῳ παρὰ τῷ Μετοχίῳ τῆς Ἰερᾶς
Μονῆς τοῦ Φιλοθέου.
Ἐξ
ὧν πολλὰ καὶ δυσδιήγητα θαύματα γεγόνασι τότε. Ὅθεν μαθόντες οἱ τῆς
Μονῆς Φιλοθέου, ἐγραψαν τῷ συναδέλφῳ αὐτῶν Πνευματικῷ Θεωνᾷ, νὰ παραλάβη
τὸν τίμιον Ἥλον καὶ νὰ τὸν ἐπαναφέρη εἰς τὴν Ἰερὰν Μονήν. Ὅτε λαβῶν
αὐτὸν ὁ Πνευ ματικὸς κατὰ τὴν προσταγήν τοῦ τότε Ἡγουμένου (9), ἐφερεν
αὐτὸν εἰς τὴν Ἰεράν Μονήν. Ὁ δὲ Ἀρχιστράτηγος ὤφθη τῷ Ἡγουμένῳ
μεμφόμενος αὐτῷ καθ' ὕπνους καὶ συνάμα ἐλέγχων καὶ προστάζων αὐτὸν νὰ
στείλῃ τὸν τίμιον Ἧλον ὀπίσω πρὸς φύλαξιν τῶν χριστιανῶν. Αὐτὸς δὲ ῶκνει
καὶ ἀνεβάλλετο τὸν καιρὸν νὰ τὸν ἀποστείλῃ.
Ὅθεν
ἐπροστάχθη πάλιν κατ' ὅναρ σφοδρότερον, ὅπως ἀποστείλῃ αὐτὸν καὶ μὴ
ἐμποδίσῃ οὔτε νὰ ζητήσῃ αὐτὸν ὀπίσω, (αἰνιττόμενος διὰ τούτων, ὅτι θά
ἐλάμβανεν αὐτὸς αὐτὸν ἐκεῖσε, ὡς ἀκριβῶς τοῦτο συνέβη). Διότι ἀπελθῶν ὁ
Ἡγούμενος ἐν τῷ Σκευοφυλακίῳ, ἵνα λάβῃ αὐτὸν ἐκεῖσε, οὐχ εὗρεν αὐτὸν
ἐκεῖ μὲ ἔκπληξίν του, ἔστειλε λοιπὸν τὸν εἰρημένον Πνευματικὸν ἐν Θάσῳ
πρὸς ἀναζήτησιν, διότι ἐγνώρισεν ἐκ τῶν λόγων τοῦ Άρχιστρατήγου ὅτι
παρέλαβεν αὐτὸν ἐν θάσῳ.
Ὁ
δὲ, τῶν προβάτων ποιμὴν, ὁ προϊδῶν τὸ φῶς ἐν τῆ ἀγριελαίᾳ, ὁρᾷ
λαμπρόχερον πάλιν τὸ φῶς ἐκεΐνο, καὶ δοὺς εἴδησιν ἐν τῷ παρὰ τῷ χωρίῳ
τοῦ Θεολόγου Φιλοθεΐτη Πνευματικῷ καὶ λοιποῖς, ἧλθον μετὰ λιτανείας καὶ
παρέλαβον αὐτὸν μετὰ προπομπῆς πολλῆς καὶ ἐναπέθεσαν ἐν τῷ Εὐκτηρίῳ τῷ
παρὰ τῷ Μετοχίω τῆς τοῦ Φιλοθέου Ἰερὰς Μονῆς (10). Μετ' οὗ πολὺ τοῦ
χρόνου διάστημα, ἱερεὐς τις Ἀναστάσιος τὸ ὄνομα ἐκ τοῦ χωρίου Βουλγάρων,
νοσῶν βαρυτάτην ἀσθένειαν καὶ τὴν τοῦ τιμίου Ἥλου ἐπικαλούμενος
δύναμιν, ἔτυχε τῆς ταχίστης ἰάσεως.
Οὕτω
δὲ ἐπιτυχῶν ὐγείας τελείας ὁ Ιερεὐς Ἀναστάσιος, πρὸς μνήμην
ἀνεξάλειπτον τοῦ γενομένου εἰς αὐτὸν θαύματος, κατεσκεύασε τὴν ὁ ρωμένην
Εἰκόνα τοῦ Ἀρχιστρατήγου καὶ τὸ μέρος τοῦ τιμίου Ἥλου ἔθηκεν ἐν Αὐτῇ,
μετὰ τοῦ Σταυροῦ τοῦ περιέχοντος αὐτὸν, πρὸς φύλαξιν καὶ διατήρησιν
πάντων τῶν ἐν τῆ θεοφρουρήτῳ ταύτῃ Νήσῳ Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν (11).
Ἐπειδὴ δὲ ἦτο ἡ λαμπροφόρος Δευτέρα τοῦ Πάσχα ἡμέρα, ὅτε καὶ πάλιν ἐφάνη
ὁ τίμιος Ἥλος, ἐπὶ τῇ ἀγριελαία, ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Ἀρχιστρατήγου τὸ
δεύτερον· διὰ τοῦτο ἐπεκράτησεν ἡ καλὴ συνήθεια αὕτη ἔκτοτε πανηγυρίζειν
πρὸς ἀνάμνησιν τοῦ θαύματος ἐν τῆ κώμῃ τοῦ Θεολόγου καὶ ἀπέρχεσθαι ἀφ'
ἐσπέρας, μετὰ κοινῆς λιτανείας καὶ δεήσεως, εἰς τὸν τόπον τὸν ἴδιον,
ἤτοι ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Ἀρχιστρατήγου καὶ ἐκτελεῖν τὴν ἑορτήν ὡς πρέπει καὶ
τὴν θείαν λειτουργίαν. Ταῦτα καὶ τὰ διὰ τοῦ παντίμου Ἥλου ἐν τῃ Ἰερᾷ
Μονῆ τοῦ Φιλοθέου ἱστορούμενα.
Ἅτινα
εἰς τὸ ὁρώμενον ὕφος, χάριν ὠφελείας καὶ μνήμης ἱστορήσαντες, δεδώκαμεν
τῆς ἐν τῇ Νήσῳ ἀναγινώσκειν ἐτησίως, ἐπὶ κοινῇ ἀκροάσει τῶν ἐν τῆ
λαμπρᾷ ταύτῃ πανηγύρει συναθροιζομένων πιστῶν, πρὸς ὠφέλειαν καὶ ψυχικὴν
σωτηρίαν.
Ἠκούσατε
ἀδελφοὶ Χριστιανοί, τὰ συντομως ἐκτεθέντα τοῦ Ἀρχιστρατήγου Μιχαήλ
θαυμάσια, τὰ ἐν τῇ Νήσῳ ταύτῃ ἐκ προνοίας θείας τελεσθέντα· τὰ ὁποῖα
βέβαια ἐτέλεσεν ὁ Ἀρχιστράχηγος κατὰ θείαν ἀπόρρητον οἰκονομίαν διὰ τὴν
σωτηρίαν ἡμῶν. Ἀποστείλας ἡμῖν ὁ Θεὸς τὸν Ἀρχιστράτηγόν του, νὰ μᾶς
βοηθήσῃ καὶ ἐξυπηρετήσῃ μὲ τὰς διαφόρους θεραπείας καὶ τὰ θαυμάσιά του,
καὶ ζήσωμεν κατὰ τὸ θέλημα καὶ πρόσταγμα αὐτοῦ ὅπως ἐπιτύχωμεν τῆς παρ'
αὐτοῦ σκέπης καὶ εὐλογίας.
Ὁ
εὔσπλαγχνος καὶ οἰκτίρμων καὶ φιλάνθρωπος Θεός, ὁ μὴ θέλων τοῦ
ἀμαρτωλοῦ τὸν θάνατον, ἀλλά τὴν ἐπιστροφήν ἀναμένων καὶ προσδεχόμενος,
διὰ νὰ ζήσωμεν καὶ μὴ ἀποθάνωμεν τὸν πνευματικὸν θάνατον, ἤτοι τὸν τῆς
ψυχῆς, καὶ κολασθῶμεν καὶ ἀποξενωθῶμεν τῆς χάριτος αὐτοῦ, πολλὰς καὶ
διαφόρους ἀφορμὰς καὶ διδασκαλίας ἔδωκεν ἡμῖν ἀνωθεν, καὶ δι' Ἀγγέλων
καὶ δι' ἀνθρώπων Ἁγίων καὶ πνευματοφόρων, Προφητῶν καὶ Πατριαρχῶν·
πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως λαλήσας πρότερον τοῖς Πατρᾶσι διὰ Γραφῶν καὶ
Προφητειῶν, ὕστερον ἀπέστειλε τὸν Μονογενῆ Αὐτοῦ Υἱὸν καὶ ἔλαβε τὴν
ἡμετέραν σάρκα, ἐκ τῶν καθαρωτάτων αἱμάτων τῆς Ἀειπαρθένου θεοτόκου καὶ
συνανεστράφη μεθ' ἡμῶν καὶ συνωμίλησε˙ καὶ τελευταῖον ἐδέξατο θάνατον
ἐπονείδιστον, ὅπως ἡμᾶς ἐλευθερώσῃ ἐκ τῆς δουλείας τοῦ διαβόλου καὶ ἀπὸ
τὸν θάνατον τῆς ψυχής˙ καὶ ἀναστήσας τὴν ἡμετέραν φύσιν, ὕψωσεν εἰς
οὐρανοὺς καὶ συγκάθεδρον τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ αὐτοῦ ἐποίησε˙ δείξας ἡμῖν
μετάνοιαν καὶ ὁδὸν σωτηρίας, παραγγείλας, ὁσάκις ἄν σφάλωμεν νὰ
μετανοῶμεν, λέγων, «ὁσάκις ἄν πέσῃ ἔγειραι καὶ σωθήσῃ».
Ἀπέστειλεν
ἔπειτα τοὐς Ἀποστόλους καὶ ἐφώτισαν τὰ πεπλανημένα ἔθνη, ἐκ τῶν ὁποίων
οἱ φωτισθέντες εἴμεθα καὶ ἡμεῖς καὶ ἔδειξαν ὅσοι φρόνιμοι ἦσαν καὶ
ἄξιοι, μεγάλην μετάνοιαν, δι' ἥν καὶ ἐπέτυχον ζωῆς αἰωνίου. Ἐκ τῶν
ὁποίων οἱ φρονιμώτεροι διὰ νὰ μὴ προδώσωσι τὴν Πατρώαν εὐσέβειαν καὶ
πίστιν αὐτῶν, ὑπεφερον μεγάλα βάσανα καὶ μαρτύρια καὶ θάνατον βίαιον,
ἄλλοι ἔκαμαν ὐπερφυσικοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνας ἅτινα μεγάλα κατορθωματα
κατώρθωσαν, ὄχι μόνον ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ πλῆθος γυναικῶν.
Αὐτῶν
τῶν γενναίων Ἡρώων τῆς Πίστεως τὴν εὐσέβειαν, ὡς Ἰεραν Παρακαταθήκην,
καὶ τὸ κήρυγμα τὸ Θεόσδοτον, ἐλάβομεν καὶ ἡμεῖς, καὶ ἄν πολιτευθῶμεν καὶ
ζήσωμεν καθῶς αὐτοὶ ἔζησαν, ἔχομεν νὰ λάβωμεν καὶ τὰ αὐτὰ βραβεῖα καὶ
τὰ χαρίσματα μὲ αὐτούς, καὶ νὰ γίνωμεν κατὰ χάριν Υἱοὶ Θεοῦ καὶ τέκνα
Χριστοῦ. Ὅστις καὶ καταξιοῖ ἀδελφοὺς ἡμάς καλεῖν, «Μήτηρ μου καὶ Ἀδελφοί
μου οὗτοί εἰσιν, οἱ τὸν λόγον ὄντες τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες
αὐτὸν». Τέκνα λοιπὸν ὄντες τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς διὰ τῆς Πίστεως τῆς εἰς
τὸν Χριστὸν καὶ ἀδελφοὶ Χριστοῦ καὶ Θεοὶ κατὰ χάριν καὶ υἱοὶ Ὑψίστου. Ἐν
οὐρανοῖς ἔχομεν τὸ πολίτευμα καὶ Ἀγγέλους ἔχομεν φύλακας καὶ ὐπηρέτας
εἰς κληρονομίαν αἰωνίου σωτηρίας.
Ἀλλ'
ὤ πόσον εἷναι μέγα κακὸν εἰς, ἡμᾶς! πόση δυστυχία καὶ συμφορὰ μεγάλη!
νὰ ἐκπίπτωμεν ἀπὸ τὸ τόσον ὕψος καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν αἰθέρα τοῦ οὐρανοῦ διὰ
μίαν κατά πικρον ἀμαρτίαν; Διά τοῦτο κράζει καὶ ἐλεεινολογεῖ ἡμᾶς καὶ ὁ
ψαλμωδὸς Δαυΐδ λέγων, «ἐγῶ εἶπα Θεοὶ ἐστὲ καὶ Υἱοὶ Ὑψίστου πάντες,
ὐμεῖς δὲ ὡς ἀνθρωποι ἀπαθνήσκετε, καὶ ὡς εἷς τῶν ἀρχόντων πίπτετε». Ἰδοὺ
ὅπου μὰς λέγει φανερὰ διὰ τοῦ προφήτου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὅτι
παρακούοντες τοῦ θεοῦ ὡς οἱ Προπάτορες ἡμῶν καὶ πρωτόπλαστοι Ἀδὰμ καὶ
Εὔα ἀποθνήσκομεν, καὶ ὐπερηφανευόμενοι καὶ ἀλαζονευόμενοι, ώς ὁ Ἐωσφόρος
ἐκεῖνος, ὁ εἷς τῶν ἀρχόντων, πίπτομεν, ἐκ τῆς οὐρανίου δόξης καὶ
λαμπρότητος, καὶ γινόμεθα ὅμοιοι μὲ τοὺς ὐπηρέτας του ἐζοφωμένοι καὶ
σκοτεινοί.
Πόσων
δακρύων εἷναι ἄξιοι οἱ ἀμαρτωλοί, οἱ ἀμετανόητοι ἀμαρτωλοί; πόσων
θρήνων καὶ ὀδυρμῶν; καὶ πόσον εἷναι ἀθλιώτεροι καὶ δυστυχέστεροι
ἐκεῖνοι, οἵτινες ἐμετανόησαν καὶ ἐξομολογήθησαν καὶ ἡγιάσθησαν διὰ τῆς
ἀγίας καὶ φρικτῆς Μεταλήψεως τῶν Θείων Μυστηρίων, καὶ πάλιν ὡς κύνες
ἐπιστρέφουν ἐπὶ τὸν ἴδιον ἔμετον καὶ ἐπὶ τὸν ἴδιον βόρβορον τής προτέρας
ἀμαρτίας; ἀλλοίμονον εἰς τὴν τοιαύτην ἀθλιότητα καὶ τὴν μεγάλην ζημίαν
των!
Καὶ
ποῖος νὰ μὴ κλαύσῃ καὶ θρηνήσῃ τούτους τοὐς δυστυχεῖς, οἵτινες
νοσοῦντες εἰς θάνατον, ἰατρεύθησαν καὶ ἦλθον εἰς τὴν ζωήν, καὶ πάλιν
ἔπεσον εἰς τὴν ἰδίαν καταδίκην καὶ ἀθλιότητα; Ὤ ρῦσαι Κύριε, τῆς
τοιαύτης ἀναισθησίας καὶ πωρώσεως! ὁ χθές, σκεῦος ἡγιασμένον καὶ
ἡγνισμένον καὶ θεὸς κατὰ χάριν, σήμερον δυσωδία καὶ ἀηδέστατος βόρβορος.
Καὶ διὰ ποίαν ἄραγε ἀπόλαυσιν; ἤ μάλλον διὰ βλάβην καὶ τής ἰδίας
ταλαιπώρου σαρκός, τῆς ἐκ τῆς βρωμερῆς ἀμαρτίας προσγενομένης ὡς διά
μέθης ἀμέτρου οἰνοποσίας, ἤ τῆς ἐκ μέθης παραφροσύνης, ἤ δι' ἕν ἄλογον
μῖσος καὶ φθόνον, ἤ διὰ κατηγορίαν καὶ ὕβριν τοῦ πλησίον, ἤ διὰ
βλασφημίαν καὶ ψευδορκίαν! ἐκ πάντων δὲ τούτων, παθαίνουσιν οἱ ταῦτα
πράττοντες, ζημίαν ἀπέραντον καὶ αἰώνιον!
Οὐαὶ
τῆς καταδίκης καὶ τῆς ζημίας καὶ συμφορᾶς τῶν ἁμαρτωλῶν, τών
ἀμετανοήτων ἀμαρτωλῶν! καὶ ποῖος νὰ δώσῃ εἰς ἡμᾶς πηγὰς δακρύων, διὰ νὰ
τοὺς κλαύσωμεν καὶ θρηνήσωμεν ἐπαξίως; Ὅταν ποτέ ἐτόλμησαν οἱ Ἑβραῖοι,
ἐκεῖνο τὸ φοβερὸν καὶ θεοστυγές ἀμάρτημα, νὰ σταυρώσουν τὸν Ποιητήν καὶ
Σωτῆρά των, ἔκλαυσαν με τὴν πτῶσιν αὐτῶν σκοτισθέντες, ἡ σελήνη καὶ ὁ
ήλιος καὶ έταράχθη ἡ γῆ, καὶ ἐσχίσθησαν αἱ πέτραι, καὶ ἤνοιξαν οἱ τάφοι,
καὶ ἀνέστησαν ἐκ τῶν τάφων πολλὰ σώματα νεκρά, μήπως δώσωσιν αὐτοῖς
αἴσθησιν καὶ μετανοήσωσι καὶ σωθῶσιν:
Ἐκεῖνοι
ὅμως ἔμειναν ἀναίσθητοι καὶ ἀδιόρθωτοι οἱ ἀθλιοι, ὡς κατακυριευμένοι
ἀπὸ τὸν φθόνον καὶ τὴν κακίαν, τὴν μισαδελφίαν καὶ ἀσπλαγχνίαν των˙ καὶ
ἄν «χαρὰ γίνεται ἐν τῷ οὐρανῷ, ἐπὶ ἑνὶ ἀμαρτωλῷ μετανοοῦντι», βέβαια ἐπὶ
τοὺς ἀμετανοήτους· τούτους ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀδιορθώτους λύπη γίνεται. Διὰ
τοῦτο καὶ ὁ φιλάνθρωπος καὶ πολυεύσπλαγχνος Θεὸς εἰς τοὺς ἀμετανοήτους
μένοντας, ὡς ἀπειθοῦντας εἰς τὸ Θεῖον αὐτοῦ πρόσταγμα κάι εἰς τὴν
πρόσκλησίν του πέμπει τὸν θυμὸν τῆς ὀργῆς του, ὡς λέγει ὁ Ἀπόστολος,
«ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας».
Ὁ
δὲ προφήτης Δαβίδ, προτρέπων εἰς τὴν μετάνοιαν λέγει, «δεῦτε τέκνα.
ἀκούσατέ μου, φόβον Κυρίου διδάξω ὑμᾶς... παῦσον τὴν γλῶσσάν σου ἀπὸ
κακοῦ καὶ χείλη σου τοῦ μὴ λαλῆσαι δόλον... ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ
ποίησον ἀγαθόν˙ ζήτησον εἰρήνην καὶ δίωξον αὐτήν», ἤτοι ἐπιδίωξον νὰ
φθάσῃς καὶ κατορθώσῃς αὐτήν διότι οΐ «ὀφθαλμοΐ Κυρίου έπὶ δικαίους καὶ
ὦτα αὐτοῦ εἰς (τὴν) δέησιν αὐτῶν˙ πρόσωπον δὲ Κυρίου ἐπὶ τοὺς ποιοῦντας
(τὰ) κακὰ τοῦ ἐξολοθρεῦσαι ἐκ (τῆς) γῆς τὸ μνημόσυνον αὐτῶν».
Ἐπειδὴ
δὲ ἡμεῖς, οἱ τοῦ Ἀρχιστρατήγου Μιχαήλ Πανηγυρισταί ἠθροίσθημεν σήμερον
διὰ νὰ τὸν δοξολογήσωμεν, ὡς Ἀρχάγγελον Κυρίου καὶ βοηθὸν καὶ προστάτην
μας· πρέπει νὰ ἑορτάσωμεν αὐτὸν, καθὼς αὐτὸς ἀγαπᾷ, ὄχι μὲ πεπλανημένους
καὶ μανιώδεις χοροὺς καὶ μὲ ἄσεμνα ἄσματα, τὰ ὁποῖα οἱ ἀνήθικοι καὶ
αἰσχροὶ τραγωδῶσι καὶ οἱ ἀσεβεῖς καὶ εἰδωλολάτραι ἔκαμνον εἰς τὰς
Πανηγύρεις των καὶ τὰς Ἑορτάς των, διότι καὶ τοιούτους εἶχον θεούς,
χορευτάς, πόρνους, μεθύσους καὶ ἀσώτους: Ἀλλὰ ἡμεῖς ᾶς τὸν πανηγυρίσωμεν
ὡς Ἀρχιστράτηγον Θεοῦ μὲ ἀγγελικὰς καὶ Θείας ὐμνωδίας καὶ ἐκκλησίαστικὰ
ἄσματα.
Διότι
ἡμεῖς ὡς Χριστιανοί, οὕτω διδασκόμεθα παρὰ τῆς Χριστοῦ Έκκλησίας, νὰ
ψάλωμεν μόνον εἰς τὰς Ἑορτὰς μας καὶ εἰς ταῖς χαραῖς καὶ ταῖς εὐθυμίαις
μας, ὄχι δὲ καὶ νὰ τρωγῳδῶμεν, διότι δὲν ἔχομεν εἰς τοῦτο ἄδειαν ἰδοὺ τὶ
λέγει ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος, «εὐθυμεῖ τις ψαλλέτω» καὶ ἀλλαχοῦ «οἱ
τραγῳδῶντες πληροῦνται πνεύματος δαίμονος, οἱ δὲ ψάλλοντες πληροῦνται
Πνεύματος Ἀγίου». Ἐὰν οὕτω ποιῶμεν, τότε ἀληθῶς ἔχομεν φίλον καὶ βοηθον
καὶ ὐπέρμαχόν μας τὸν Ἀρχιστράτηγον καὶ τότε δέχεται τὴν Ἑορτὴν καὶ
Πανήγυρίν μας, ὅταν κάμωμεν ὡς αὐτὸς ἀγαπᾷ· ὅταν ὅμως κάμνωμεν τὰ
ἐναντία τῆς θελήσεώς του, τότε κάμνομεν αὐτον ἐχθρὸν καὶ πολέμιόν μας.
Διότι αὐτὸς εἶναι παραστάτης καὶ ὑπηρέτης Θεοῦ καὶ διωρισμένος ἀπὸ αὐτὸν
νὰ μὰς βοηθῇ εἰς τὰς χρείας καὶ τὰς ἀνάγκας μας, εἰς ἐκείνας ὅπου μὰς
προξενοῦν τὴν σωτηρίαν, καὶ χαρίζει ήμῖν ἴασιν καὶ ὐγείαν, ἀλλ' ὅταν
μετανοῶμεν καὶ ἀφίνωμεν τὰ κακὰ καὶ κάμνομεν τὰ καλά. Ὅταν δὲ, μετὰ τὴν
ἴασιν καὶ ὐγείαν, ἐπιστρέφομεν εἰς τὰς πρώτας κακίας καὶ ἀμαρτίας, τότε
παντελῶς δέν μἀς βοηθεῖ, ἀλλὰ καὶ παιδεύει καὶ τιμωρεῖ, ώς ἀπειθεῖς καὶ
ἀτάκτους.
Ἀλλ'
ὧ μέγιστε τοῦ Θεοῦ Ἀρχιστράτηγε, ἐπισκίασον καὶ ἡμὰς τῇ χάριτί σου καὶ
ἐπίστρεψον τὴν αἰχμαλωσίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν καὶ ἐπίστρεψον πρὸς Θεῖον
φόβον τὰς καρδίας ἡμῶν καὶ ἀξίωσον τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἀμήν.*
*«
Τοῖς μὴ πίστει καθαρᾶ καὶ ἀπλῆ καὶ ὁλοψύχω κσρδία τὰ τοῦ Σωτήρος ἡμῶν
καὶ θεοῦ καὶ τῆς ἀχράντως αὐτὸν τεκούσης Δεσποίνης ἡμῶν θεοτόκου καὶ τὼν
λοιπῶν Ἁγίων ἐξαίσια θαύματα δεχομένοις ἀλλὰ πειρωμένοις ἀποδείξεσι καὶ
λόγοις σοφιστικῆς ὡς ἀδύνατα διαβάλλειν, ἤ κατὰ τὸ δοκοῦν αὔτοῖς
παρερμηνεύειν καὶ κατὰ τὴν ἰδίαν γνώμην συνιστᾶν ἀνάθεμα».
(Ὄρα εἰς τὸ Τριώδιον ἐκ τοῦ Συνοδικοῦ τῆς ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Ἁγίας Συνόδου).
(1) Ἐκ τούτου ἐπεκράτησε καὶ ὠνομάσθη ἡ Κώμη αὔτη Θεολόγου.
(2)
«Ἐν τινι ὑπομνήματι ἐπὶ Βασιλείου (867 886) εὔρηται δὲ ὅτι, τῷ (868),
ἀφίκετο ἐκ Θάσου Ξενοφῶν τις Μοναχὸς, μαθητὴς τοῦ Όσίου Λουκᾶ τοῦ
Θασίου, μετὰ τὴν αὐτοῦ κοίμησιν καὶ ἐγκαταβίωσεν ἐν τοῖς ὁρίοις τῆς
Μονὴς Φιλοθέου» (ὅρα σελίδι 585 ἐκ τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὅροι Ἱστορίας τοῦ
πανοσιολογ. Γερασ. Σμυρνάκη).
(3)
Ὁ αὐτὸς δὲ οὗτος πάλιν λέγει ὡς ἐξὴς ἐν τῇ 583 σελίδι. «Βραδύτερον δ'
ἀναφέρεται Νικηφόρος ὁ Βοτανειάτης (1078 1081) ὅστις ηὕξησε καὶ
ἀνεκαίνισε τὴν Μονὴν σαθρωθεῖσαν, πλεῖστα δὲ κειμήλια ἀφιέρωσεν, ἐν οἶς
καὶ μέρος τοῦ τιμίου Ἤλου.
(4) ΕὐΘὺς δὲ ἐκτοτε ἕπαυσε τοῦ νὰ ῥέει ἔσωθεν ἐκ τοῦ Ναοῦ ἡ πηγὴ τοῦ Ἁγιάσμστος καὶ ἀνέβλυσε κάτω ἐν τῇ παραθαλασσία.
(5)
ΣΗΜ. Ὁ δὲ Πανοσιολογιώτατος Γεράσιμος Σμυρνάκης ἐν τῆ Ἀγιορειτικῆ αὐτοῦ
ἱστορία περὶ τοῦ τιμίου Ἤλου, ἀναφέρει ὡς ἐξῆς : «Προσέτι ὑπῆρχε καὶ
τμήμα τοῦ τιμὶου Ἤλου τοῦ Σωτῆρος, δωρηθὲν ὑπὸ τοῦ Νικηφόρου
Βοτανειάτου, ἤδη ἀποκείμενον ἐν τῷ ἐν Θάσῳ Μετοχίῳ τῆς Μονῆς ἐν τῷ Χωρίω
Θεολόγῳ»... Ἐπίσης παρακατιών ὁ αὐτὸς λέγει ὡς ἐξῆς : «Ὅτε Νικηφόρος ὁ
Βοτανειάτης ἐπεσκέφθη τὸ Ἀγιον Ὄρος, ἀφιέρωσε πολλὰ κειμήλια τῇ Μονῇ
Φιλοθέου, ἐν οἶς καὶ τὸν τίμιον Ἤλον. Κατὰ τὸ 1630 ὁ Μητροπολίτης
Μαρωνείας θελήσας ν' ἀποσπάσῃ αὐτὸν ἐκ θάσου, δὲν ἠδυνήθη, ἐξαναστάντων
τῶν κατοίκων κατ' αὐτοῦ, οἴτινες θεωροῦσιν αὐτὸν ὡς ἀλεξίκακον διὰ τὸν
τόπον αὐτῶν ἄχρι σήμερον...»
(6)
Λέγω ἐν τῷ κάτωθι Μετοχίῳ διότι ἡ Ἰερὰ Μονὴ τοῦ Φιλοθέου ἔχει καὶ ἄλλο
Μετόχιον ἐν τῇ κώμῃ τοῦ Θεολόγου ὡς γνωστὸν τυγχάνει τοῖς πᾶσι.
(7)
Τὸ κάτωθι Μετόχιον συνορεύεται ἐκ τὴς δυτικὴς αὐτοῦ πλευρὰς ἀπὸ τὸν
Λάκκον τῆς Σόφενας περιλαμβανομένου ὅλου τοῦ Λάκκου ἀπὸ θαλάσσης ἄχρις
ἀνω, ὅπου στρέφονται καὶ περιλαμβάνουν τὸ λεγόμενον Κελλὶ καὶ προχωροῦν
ἐπάνωθεν τῶν κορυφῶν τοῦ δάσους εἰς τὸν λεγόμενον Σταυρὸν καὶ
κατεβαίνουν ἀπὸ τὰ κναδάδικα καὶ τὸ ἐλαιοπρίνι καὶ κατέρχονται ἕως
θαλάσσης, ὅπου περιλαμβάνουν τὸ κατὰ θάλασσαν Ἀγίασμα καὶ τὴν Ἐκκλησίαν
τοῦ Μιχαὴλ Ἀρχαγγέλου περιστρεφόμενα καὶ περικλείοντα τὸν ἐλαιῶνα ὅλον
καὶ τὸν παλαιὸν Ἁρσανᾶν μετὰ τοῦ Λάκκου τῆς Σόφενας καὶ τὴν βαθείαν
Ποταμίαν.
(8) Αύτό συνεπιμαρτυρεῖ καὶ ὁ περί ταῦτα Ιστορικός Γεράσιμος Σμυρνάκης ἐν σελίδι 585 τῆς αὐτοῦ Ιστορίας.
(9) Ἦτο δὲ τότε Κοινόβιος ἡ Ἱερά Μονὴ τοῦ Φιλοθέου καὶ ὡς τοιαύτη, εἷχε καὶ Ἡγούμενον κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν τάξιν.
(10)
Ἧτο δὲ τότε, ὅτε εὐρέθη τὸ δεύτερον ἐν τῇ ἀγριελαία ὁ τίμιος Ἧλος τοῦ
Σωτήρος, μετὰ τὸ Πάσχα ἡ δευτέρα τῆς Διακαινισήμου καὶ ἐπειδὴ καθὼς
ὑπεδείχθει, ὁ Ἀρχιστράτηγος Μιχαήλ μετέφερεν αὐτὸν ἐκ τῆς Ἱερᾶς τοῦ
Φιλοθέου Μονῆς καὶ κατέθεσεν ἐν τὴ παρὰ τῷ Ναῷ αὐτοῦ ἀγριελαία. Ἐκ
τούτου ἠκολούθησεν νὰ ἑορτάζηται ἐξαιρετικῶς ἐκεῖ ὁ Ἀρχιστράτηγος μετὰ
τοῦ τιμίου Ἤλου τῇ Τρίτη τῆς Διακαινισήμου. Ὅπου κατ' ἔτος, κατέρχονται
μετὰ προπομπής καὶ λιτανείας φέροντες τὸν τίμιον Ἧλον μετὰ τῆς εἰκόνος
τοῦ Ἀρχιστρατήγου καὶ ἀφ' ἑσπέρας μετὰ ἀγρυπνίας ἐπιτελοῦσι τὴν ἑορτὴν
καὶ τὴν πρωΐαν τῆς Τρίτης τῆς Διακαινισήμου γίνεται ἡ θεὶα λειτουργία
καὶ συνευωχοῦνται καὶ πάλιν ἐπανέρχονται μετὰ λιτανείας καὶ ἐναποθέτουν
τὸν τίμιον Ἦλον μετὰ τῆς εἰκόνος τοῦ Ἀρχιστρατήγου ἐν τῷ Μετοχίῳ τῆς
Μονῆς.
(11)
Αὐτὴν τὴν κατασκευὴν εἶδον ἰδίοις ὁφθαλμοῖς τὴν Εἰκόνα τοῦ
Ἀρχιστρατήγου ἱστορισμένην ἐν μέσῳ ἑξαπτερύγου, ὄπισθεν ἕχουσαν
ἐφηρμοσμένον Σταυρὸν ἐξ ἀργύρου πάντα περικεχρυσωμένα, μὲ τὴν ἐπιγραφήν
τοῦ ἀνωθεν Ιερέως Ἀναστασίου καὶ ἰδιαιτέρως τὴν ἐπιγραφὴν Ἀνθίμου
Ἱερομονάχου Φιλοθεΐτου μὲ τὴν χρονολογίαν τοῦ τελευταίου 1866 μηνὶ
Μαρτίῳ τοῦ πρώτου δυσανάγνωστος κατασταθεῖσα ἡ χρονολογία.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´.
Τῶν
οὐρανίων Στρατιῶν ὁ Ταξίαρχος, ὁ Μιχαὴλ ὁ θαυμαστὸς καὶ Ἀρχάγγελος, ὁ
τῷ ἀστέκτῳ θρόνῳ παριστάμενος, ὁ λαμπρὸς καὶ πάμφωτος, λειτουργὸς τῆς
Τριάδος, λύτρωσαι κακώσεων, καὶ δεινῶν ἡμᾶς πάντας, τοὺς προσφυγόντας
σκέπη σου σοφέ, ὁ ἐν κινδύνοις προστάτης καὶ πρόμαχος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´.
Οἱ
τῷ τεμένῃ τῷ πανσέπτῳ προστρέχοντες, τοῦ Ἀρχαγγέλου ἐκ ψυχῆς
ἀνακράξωμεν, μετὰ ζεούσης πίστεως Ἁγίασμα αὐτοῦ, πόθῳ ἀρυόμενοι ἐκ
δεινῶν συμπτωμάτων, τάχος ἐκλυτρούμενοι, Ἥλου χάριτι θείᾳ, καὶ νοσημάτων
τὴν ἀπαλλαγήν, ἐπαπολαύσωμεν σθένει τοῦ Πνεύματος.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τῷ
Ἀρχαγγέλῳ οἱ πιστοὶ νῦν προσπελάσωμεν, ὡς χορηγοῦντι δαψιλῶς πᾶσιν
ἰάματα, ἀναμέλποντες ἐφύμνια μετὰ πόθου, ὡς τὴν χάριν ἐκ Θεοῦ λαβὼν
Ἀρχάγγελε, ἀπὸ πάσης ἡμᾶς ῥῦσαι περιστάσεως, τούς σοι κράζοντας· Χαῖρε,
θεῖε Ἀρχάγγελε.
Κάθισμα
Ἦχος δ´. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
(Μετὰ τὴν α΄ στιχολογίαν)
Δεῦτε
ἅπαντες πιστοί, δεῦτε θεάσασθε θερμώς, θαῦμα παράδοξον καὶ γάρ, σήμερον
ἔλαμψεν ἡμῖν, ἐν τῷ πανσέπτῳ Ναῷ τοῦ Ἀρχιστρατήγου Ἁγίασμα σεπτόν,
παθῶν καθάρσιον, καὶ πάντων τῶν δεινῶν ἐλατήριον, ἐν ᾧ λαμπρῶς τελοῦντες
τὴν Πανήγυριν· πᾶς ὁ τῆς Θάσου λαὸς γηθόμενος· καὶ γὰρ παρέχει, πᾶσιν
ἰάσεις, τοῖς προσιούσιν αὐτῷ μετὰ πίστεως.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α´. Τὸν Τάφον σου Σωτήρ.
(Μετὰ τὸν Πολυέλεον)
Ἀρχάγγελε
Θεοῦ, Μιχαὴλ πρωτοστάτα, ὁ πάντων τῶν πιστῶν, βοηθός τε καὶ φύλαξ·
συμφώνως τιμῶμέν σε, ἀνυμνοῦντες τὴν δόξαν σου· σὺ γὰρ γέγονας,
Ἁμαρτωλῶν σωτηρία, καὶ ἀντίληψις, καὶ κραταιὰ προστασία, πᾶσι τοῖς
προστρέχουσι.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ´. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν
οὐρανίων Στρατιῶν ὁ Ταξίαρχος, ὁ Μιχαὴλ ὁ θαυμαστὸς καὶ πανένδοξος, ὁ
τῷ ἀστέκτῳ θρόνῳ παριστάμενος, μέσον ἡμῶν πάρεσο, παρεμβάλων καὶ σκέπων,
πτέρυξι φρουρῶν ἡμᾶς, τῆς ἀΰλου σου δόξης, καὶ τῶν δεινῶν λυτρούμενος
ἀεί, ὁ ἐν κινδύνοις προστάτης θερμότατος.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος β´. Τὰ ἄνῳ ζητῶν.
(ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ)
Προστάτην
θερμόν, καὶ φύλακα Ἀρχάγγελε, πλουτοῦντες ἀεί, οἱ πίστει σοι
προστρέχοντες, ἐκτενῶς βοῶμέν Σοι, Μιχαὴλ Ἀρχιστράτηγε, πρόφθασον, καὶ
ἐκ κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς ταῖς θείαις μεγίσταις προστασίαις σου.
Ὁ Οἶκος
Ἄγγελος
Ταγματάρχης, τῶν ἀΰλων Ἀγγέλων, ἐκτίσθης πρὸς Θεοῦ πανταιτίου· ἐν σιγῇ
νοερᾷ Μιχαήλ, φωτὸς ἐκ τοῦ πρώτου, φῶς ὄντως δεύτερον, διό σοι ἐφύμνια
βοῶμεν ταῦτα·
Χαῖρε, νοὸς κοσμογόνου κτίσμα· χαῖρε, φωτὸς πρωτοφώτου χύμα.
Χαῖρε, Πρωτοστάτα θεότητος πύρινε· χαῖρε, τῆς Τριάδος λειτουργὲ λαμπρότατε.
Χαῖρε, πνεῦμα θεοείκελον ἄϋλον πυριφλεγές· χαῖρε, ζῶον τὸ ἀθάνατον Θεοῦ ὑμνολογικόν.
Χαῖρε, τοῦ ἐμπυρίνου οὐρανοῦ προστατεύων· χαῖρε, τοῦ διακόσμου νοητοῦ ὁ ἐξάρχων.
Χαῖρε, φωστὴρ εὐγνωμόνων τάξεων· χαῖρε, πρηστὴρ ἀχαρίστου πνεύματος.
Χαῖρε, δι᾿ οὗ φύσις Ἀγγέλων ἐστη· χαῖρε, δι᾿ οὗ ὁ Σατὰν κατεβλήθη.
Χαῖρε, θεῖε Ἀρχάγγελε.
Μεγαλυνάριον
Νόων
πάντων θείων τὴν καλλονήν, σκέπην Ὀρθοδόξων καὶ ἀπόρων τὸν βοηθόν,
Μιχαὴλ τὸν μέγαν, πιστῶν πάντων προστάτην, καὶ μέγαν πολιοῦχον, πιστῶς
ὑμνήσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τὸ
Ἁγίασμά σου ἐν Γοναταῖς, ἄλλην κολυμβήθραν, ὑπερβᾶσαν τοῦ Σιλωάμ, καὶ
τοῦ ἐν ταῖς Χώναις, παρέχει γὰρ τοῖς πᾶσι, τὴν ἴασιν ἀφθόνως, Θεοῦ
Ἀρχάγγελε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τὸ
τῆς Νήσου Θάσου κλέος λαμπρόν, Κώμης θεολόγου, τὴν κρηπῖδα καὶ
ὀφθαλμόν, καὶ τῶν ἀσθενούντων, ταχὺν ὄντως Σωτῆρα, Ἀρχάγγελον Κυρίου,
ἀνευφημήσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Σὲ
τὸν ἀστραπόμορφον Μιχαήλ, ἡ τῆς Νήσου Κώμη, Θεολόγου ἐν τοῖς δεινοῖς,
ἔχειν ἠξιώθη, φρουρόν τε καὶ προστάτην, διὸ καὶ μεγαλύνει, σοῦ τὴν
πανήγυριν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Εἰ
καὶ ἐσαθρώθη ὁ Σὸς Ναός, ἀλλ᾿ ἡ τούτου χάρις, διαμένει διὰ παντός,
ὑγιεῖς τηροῦσα, τοὺς πόθῳ σου τιμῶντας, Εἰκόνα τὴν Ἁγίαν καὶ τὸ Ἁγίασμα.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Δεῦτε
οἷ ἐν νόσοις παντοδαπαῖς, πόθῳ θεῖον Ἧλον, ἀσπαζόμεθα καὶ σεπτήν,
Μιχαὴλ τοῦ θείου, Εἰκόνα σεβασμίαν, καὶ χάριν ἰαμάτων ἀπαῤῥυόμεθα.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Πάντων
νοσημάτων ἀπαλλαγήν, πυρετῶν καὶ ῥίγους, ἰατρὸν καὶ θεραπευτήν, ἔχομεν
τὸν μέγαν, Ἀρχάγγελον Κυρίου, καὶ Ἧλον τοῦ Δεσπότου, τὸν ἀεισέβαστον.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Δέχου
τὰς αἰτήσεις Παμβασιλεύ, τοῦ Σου Ἀρχαγγέλου, Ταξιάρχου τε Μιχαήλ, καὶ
τῆς Σῆς Ἀχράντου, Μητρὸς τῆς Ὑπεραγνοῦ, καὶ ῥῦσαι σοῖς ἱκέτας, πάσης
κακώσεως.
Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος α΄.
Τῶν
νοερῶν Δυνάμεων Ἀρχιστράτηγε, Μιχαὴλ πρωτοστάτα τῶν θείων Ταγμάτων,
ταῖς ἡλιακαῖς ἀκτῖσι καταλαμπόμενος, ὡς φῶς λευχειμονῶν ἐν ὑψίστοις καὶ
καταυγάζων κόσμον τοῖς θαύμασι, καὶ μαρμαρυγαῖς τὴν οἰκουμένην
φωταγωγῶν, ἀδιαλείπτως Θεῷ παριστάμενος, καὶ τὸν Τρισάγιον ὕμνον
ἀναμέλπων, πρεσβεῦε σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος α΄.
Ἀγάλλεται
σήμερον ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, λαμπρυνομένῃ τῇ χάριτι, καὶ πιστῶς
πανηγυρίζει τῶν φιλεόρτων τὸ σύστημα ἐπὶ τῇ τερατουργίᾳ τοῦ θαύματος,
τοῦ Ταξιάρχου καὶ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, τοῦ ἓν Γοναταῖς Ἁγιάσματος, καὶ
δοξάζει Χριστόν, τὸν τὴν χάριν νέμοντα τοῖς ἐκ πόθου, βοῶσιν αὐτῷ· χαῖρε
πρωτοστάτα Θεότητος πύρινε, καὶ Τριάδος λειτουργέ, χριστωνύμων σθένος,
πηγὴ θαυμάτων ποικίλων, καὶ πᾶσι τάς ἰάσεις παρέχων, φρουρὸν καὶ ὅπλον
βασιλέων, πιστῶν κραταιότατον· ἡμῶν δὲ προστάτα καὶ πρόμαχε, τῇ
προστασίᾳ σου διασῴζων ἡμᾶς, καὶ παρέχων φωτισμόν, ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος β´.
Μέγας
ἦχος τῶν ἐορταζόντων πέφηνεν, ὁ μέγας Ταξίαρχος, τῶν Ἀσωμάτων Δυνάμεων,
ἐν τῷ σεπτῷ Ναῷ τοῦ ἐν Γοναταῖς Ἁγιάσματος, νοερῶς ἐποπτανόμενος,
νοσοῦντας θεραπεύει, καὶ παντοίων κινδύνων λυτροῦται, τοὺς
ἐπικαλουμένους τὴν θείαν ἀντίληψιν· διὸ πάντες πιστοί, ἐν φωνῇ
ἀγαλλιάσεως, μεγαλύνομεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ· δοξολογοῦντες τὰ ὑπερφυῆ καὶ
ἐξαίσια αὐτοῦ θαυμάσια, καὶ βοῶντες εὐχαρίστως· σῶζε ἡμᾶς καὶ σκέπε,
Μέγιστε, Μιχαὴλ Ἀρχάγγελε, ἐκ παντοίων κινδύνων, καὶ κολάσεως λύτρωσαι.
Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος δ´.
Σήμερον
συγκαλεῖται ἡμεῖς, τάς ὀμηγύρεις τῶν πιστῶν, ἡ πανέορτος πανήγυρις, τοῦ
Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, δεῦτε οὖν φιλέορτοι, ἑορτάσωμεν ψαλμικώς, τὰς αὐτοῦ
μεγαλουργίας· ἰδοὺ γὰρ οἱ προστρέχοντες πίστει καὶ πόθῳ ἐν τῷ σεπτῷ
αὐτοῦ Ἁγιάσματι, κορέννυνται ἰάματα ψυχῶν τε καὶ σωμάτων, παραλύτους γὰρ
συνέσφιγξε, καὶ πᾶσαν αἴτησιν τοῖς πᾶσι χορηγεῖ· πάντες οὖν πρὸς αὐτὸν
βοήσωμεν, φύλαξον ἡμᾶς, ἐν τῇ σκέπῃ τῶν πτερύγων σου, ἐκ πάσης ἐπηρείας,
ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν, καὶ σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Σύναξη της Παναγίας της Τσαμπίκας στην Ρόδο
Χαίρει ἡ Ῥόδος τῇ σεπτῇ σου Εἰκόνι,
Ἐξ ἧς ἐκβλύζει ἡ χάρις σου Τσαμπίκα.
Η
εικόνα της Παναγίας της Τσαμπίκας βρισκόταν αρχικά στο Μοναστήρι της
Παναγίας του Κύκκου (Κύπρος). Από την Κύπρο, με θαυματουργικό τρόπο, η
εικόνα έφευγε και πήγαινε στο βουνό Ζαμβύκη του Αρχάγγελου της Ρόδου. Η
απώλεια της εικόνας προκάλεσε αναστάτωση στους μοναχούς του Κύκκου που
κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να την εντοπίσουν.
Στο
βουνό Ζαμβύκη η Παναγία κρύβεται από τα βλέμματα των Χριστιανών σε ένα
κυπαρίσσι. Όμως πολύ ταπεινά και απλά φανερώνεται σε βοσκό που μένει
στην απέναντι περιοχή της βρύσης του Αιμαχού (Γιεμαχιού). Ο βοσκός είδε
το φως της Παναγίας αλλά αρχικά δεν έδωσε καμία σημασία. Το είδε και την
επόμενη βραδιά. Όταν όμως το είδε και για τρίτη φορά αποφάσισε να
ανεβεί στο απέναντι βουνό, για να δει από κοντά με τα μάτια του, τι ήταν
αυτό το φως.
Όταν
έφθασε στο ύψωμα ο βοσκός μαρμάρωσε στο θέαμα που είδε να προβάλλεται
μπροστά του. Είδε την εικόνα της Παναγίας να φωτίζεται από ακοίμητο
κανδήλι στο «κυπαρίσσι το αεράτο» (έτσι λέγεται το δέντρο που είχε
σταθμεύσει η Μεσίτρια των ανθρώπων). Από το γεγονός αυτό πήρε η εικόνα
και το όνομα της, αφού η λέξη «τσάμπα», στην τοπική διάλεκτο της ρόδου
σημαίνει σπίθα, φωτιά.
Αυτό
το κυπαρίσσι σώζεται μέχρι σήμερα και στη ρίζα του υπάρχει μια τρύπα
που σε πολύ τακτά χρονικά διαστήματα βγάζει ζεστό και κρύο αέρα.
Τελικά
οι Κυκκώτες εντόπισαν την εικόνα στο νησί της Ρόδου και την μετέφεραν
πίσω στην Κύπρο. Η εικόνα όμως και πάλι γύρισε πίσω στο βουνό της. Οι
Κύπριοι όταν την ξαναέφεραν πίσω για να είναι σίγουροι ότι είναι η
εικόνα τους, την έκαψαν λίγο από πίσω για να έχουν κάποιο σημάδι που θα
την αναγνώριζαν πιο εύκολα. Η εικόνα όμως και για τρίτη φορά έρχεται στη
νέα της κατοικία (το σημάδι σώζεται πολύ καθαρά μέχρι σήμερα).
Η
εικόνα από τότε δεν έφυγε ποτέ από τη Ρόδο. Όταν ζητήθηκε να μεταφερθεί
για προσκύνημα σε άλλα μέρη της Ελλάδος αυτή επέστρεψε και πάλι πίσω.
Όταν το 2002 μ.Χ. κτίστηκε παρεκκλήσι προς τιμή της Παναγίας της
Τσαμπίκας στο Πέρα Χωριό στην Κύπρο και οι κάτοικοι ζήτησαν να γίνει το
εγκαίνιο του την 24η Ιουλίου, ο Μητροπολίτης Ρόδου, κ.κ. Κύριλλος,
συνοδευόμενος από τρείς κληρικούς, έφερε την εικόνα στην Κύπρο, τέλεσε
το εγκαίνιο του ναού και η εικόνα για πρώτη φορά έφυγε από τη θέση της
για τρεις μέρες.
Το
Μοναστήρι της Παναγίας της Τσαμπίκας, γιορτάζει το Γενέσιο της Θεοτόκου
την 8η Σεπτεμβρίου και την Γ΄ Κυριακή των Νηστειών (Σταυροπροσκύνησης).
Ένα
από τα παλιότερα θαύματα της Παναγίας Τσαμπίκας είναι και αυτό που
συνδέεται με τα μεγάλα κτήματα γύρω από το Μοναστήρι. Αυτά τα κτήματα
ανήκαν σ έναν Τούρκο Πασά, του οποίου η γυναίκα δεν τεκνοποιούσε. Εκείνη
μαθαίνοντας για την Παναγία, προσευχήθηκε κι έφαγε το φυτιλάκι που
έκαιγε στο καντήλι της εικόνας της. Έγινε το θαύμα κι έμεινε έγκυος. Ο
Τούρκος δεν μπορούσε να πιστέψει πως το παιδί ήταν δικό του. Ούτε
πίστευε πως επρόκειτο για θαύμα. Όταν όμως γεννήθηκε το μωρό, κρατούσε
στη μικρή χούφτα του το φυτιλάκι του καντηλιού. Έτσι, ο Τούρκος Πασάς
δώρισε στην εκκλησία όλα αυτά τα κτήματα που βρίσκονται γύρω απ το ναό.
Ἀπολυτίκιον
Κρήνην
έχουσα των δωρεών σου την εικόνα σου, η νήσος Ρόδος, Θεοτόκε Τσαμπίκα,
γεραίρει σε και καυχωμένη ενθέως σοις θαύμασι τον ασπασμόν του Αγγέλου
προσάδοι σοι Χαίρε κράζουσα, Παρθένε θεοχαρίτωτε, λαού του χριστωνύμου
το διάσωσμα.
(Απολυτίκιον Παναγίας Τσαμπίκας. Σύνθεση του Μητροπολίτου Ρόδου κ.κ. Κυρίλλου).
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ως
οὐράνιον γέρας, ἐκ τῆς Κύπρου ἐφέστηκε, πάλαι ἡ Εἰκών σου τῇ Ῥόδῳ,
παραδόξως Θεόνυμφε, ἐκβλύζουσα θαυμάτων ποταμούς, καὶ χάριτος ἀεὶ τῶν
δωρεῶν, διανέμουσα τὸν πλοῦτον τὸν μυστικόν, τοῖς πόθῳ ἐκβοῶσί σοι· Δόξα
τῇ εὐδοκίᾳ σου Ἁγνή· δόξα τοῖς θαυμασίοις σου· δόξα τῇ θαυμαστῇ περὶ
ἡμᾶς, Τσαμπίκα προνοίᾳ σου.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τῇ
ἀντιλήψει σου ἀεὶ πιστῶς προστρέχοντες, ἀπὸ κινδύνων χαλεπῶν καὶ πάσης
θλίψεως, ἐκλυτρούμεθα Τσαμπίκα Εὐλογημένη. Ἀλλ᾿ ὡς ἔχουσα πλουσίαν τὴν
συμπάθειαν, ταῖς πρεσβείας σου χορήγει τὰ συμφέροντα, τοῖς βοῶσί σοι·
Χαῖρε Μῆτερ Θεόνυμφε.
Μεγαλυνάριον
Ἔχοντες
Εἰκόνα σου τὴν σεπτήν, Ἄχραντε Τσαμπίκα, ὡς τῆς χάριτος θησαυρόν,
ταύτην προσκυνοῦμεν, καὶ ᾄδομεν συμφώνως, εὐχαριστίας ὕμνον, ἀεὶ τῇ δόξῃ
σου.
Σύναξη της Παναγίας Φοβεράς Προστασίας στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους
Η
εικόνα της Θεοτόκου η λεγόμενη «Φοβερά προστασία» ήταν το μόνο
αντικείμενο που σώθηκε από μια φοβερή πυρκαϊά, η οποία κατέστρεψε
ολόκληρο, ένα μετόχι της Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου στην Κρήτη.
Μεταφέρθηκε στη μονή, όπου εξακολουθεί να επιτελεί πολλά θαύματα, όπως
μαρτυρείται από τους πατέρες της μονής και τους προσκυνητές. Η εικόνα
βρίσκεται στο τέμπλο παρεκκλησίου του Καθολικού και την Τρίτη της
Διακαινησίνου λιτανεύεται από το μοναστήρι στο Πρωτάτο, όπου ανταποδίδει
την επίσκεψη του «Άξιον Εστίν», που έχει γίνει την προηγούμενη μέρα στο
Κουτλουμούσι.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Μονὴ
Κουτλουμουσίου τὴν ἁγίαν Εἰκόνα Σου, Φοβερὰ Προστασία κεκτημένη
ἀγάλλεται· ὡς δρόσος γὰρ ἐκ ταύτης μυστική, ἡ χάρις Σου προέρχεται ἀεί,
καὶ εὐφραίνει τὰς καρδίας καὶ τὰς ψυχάς, Παρθένε τῶν βοώντων Σοι· δόξα
τῇ Προστασίᾳ Σου ἁγνή, δόξα τῇ ἀντιλήψει Σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς Σου
προμηθείᾳ ἄχραντε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Ὁ ὑψωθείς.
Τὴν
Φοβεράν Σου Προστασίαν Παρθένε, δίδου ἡμῖν τοῖς σὲ τιμῶσιν ἐκ πόθου, ἐκ
τῶν ψυχῶν διώκουσα τὸν φόβον τοῦ ἐχθροῦ· φλόγα δὲ ὑπάναψον, τοῦ γλυκέος
Υἱοῦ σου, ἐντολῶν τὴν τήρησιν, ζωηῤῥύτων διδοῦσα, ὅπως ἐγκάρπως
φθάσωμεν Ἁγνή, εἰς Βασιλείαν, αὐτοῦ τὴν τρισπόθητον.
Μεγαλυνάριον
Προστασία
κέκληται Φοβερά, Ἄχραντε Παρθένε, ἡ εἰκών σου ἡ ἱερά, τῶν ἐχθρῶν τὰ
πλήθη, φοβίζουσα πιστῶν δέ, πληροῦσα εὐφροσύνης, καρδίας Πάναγνε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἄξιόν
ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν Σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ
παναμώμητον καὶ μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ καὶ
ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοῦσαν,
τὴν ὄντως Θεοτόκον Σέ μεγαλύνομεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τὴν
τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν
ἀδιαφθόρως, Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν· τὴν ὄντως Θεοτόκον, Σὲ μεγαλύνομεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἔχει
Σὴν Εἰκόνα τὴν ἱεράν, τοῦ Κουτλουμουσίου, ἡ ἐν Ἄθῳ σεπτὴ Μονή, Φοβερὰ
τοῦ κόσμου, καὶ θεία Προστασία, καταφυγὴ γλυκεῖα, καὶ μέγα στήριγμα.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Κράζουσι
χορείαις Χριστιανῶν, κεχαριτωμένη Προστασία ἡ Φοβερά, θλίψεων παντοίων,
κινδύνων πειρασμῶν, καὶ νόσων ἀνιάτων, λύτρωσιν δώρησαι.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Πρέσβευε
ἀπαύστως τῷ Σῷ Υἱῷ, Γένους Προστασία, Ὀρθοδόξων ἡ Φοβερά, ἵνα ἐπηρείας,
ῥυώμεθα καὶ βλάβης, ἐχθρῶν οἱ προσιόντες, τῇ ἀντιλήψει Σου.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἡ
σεπτὴ Εἰκών Σου Μῆτερ Θεοῦ, ὄντως κεκλημένη, Προστασία ἡ Φοβερά, τοὺς
ἀσπαζομένους, Αὐτὴ πληροῖ ἰσχύος, καὶ θάῤῥους ἀντικροῦσαι, τὸν
παναλάστορα.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Πάντας
προστατεύεις ὡς ἀληθῶς, σέβοντάς Σε Κόρη, καὶ φιλοῦντας τὴν Σὴν μορφήν,
τοὺς ἐγγὺς καὶ πόῤῥω, ὡς Φοβερὰ τῷ ὄντι, καὶ θεία Προστασία, τῶν
ἀνυμνούντων Σε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Πᾶσαι
τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι
Πάντες μετά τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν εἰς τό σωθῆναι ἡμᾶς.