Μέσα
στη διαχρονική προσπάθεια προσέγγισης – ερμηνείας της Γραφής, πολλοί άνθρωποι
έχουν σταθεί προβληματισμένοι μπροστά στο ερώτημα: Είναι ο Ιούδας ένοχος ή όχι,
για την στάσι του απέναντι στο Χριστό;
Ο Ι. Χρυσόστομος θέτει το ερώτημα ως βάση, για ν’ αποδείξη κλιμακωτά την ενοχή (προδοσία) του Ιούδα. Διατυπώνει ερώτημα εκφοράς, που έχει λειτουργικό χαρακτήρα:
«Αλλ’
ερεί τις∙ Και μην ει γέγραπται παθείν αυτόν ταύτα, διατί εγκαλείται Ιούδας; τα
γαρ γεγραμμένα εποίησεν. Αλλ’ ου ταύτη τη γνώμη αλλά δια πονηρίαν. Ει δε μη τον
σκοπόν εξετάζοις, και τον διάβολον απαλλάξεις των εγκλημάτων. Αλλ’ ουκ εστι
ταύτα, ουκ εστι».
Ερμηνεία
– Μετάφρασις
«Θα
ερωτήση όμως κάποιος∙ εφ’ όσον ήτο γραμμένον να τα πάθη αυτά ο Χριστός, διατί
κατηγορείται ο Ιούδας; Διότι έκανεν αυτά που ήσαν γραμμένα. Δεν τα έκανεν όμως
με την σκέψιν αυτήν, αλλά ένεκα πονηρίας. Εάν δε δεν λαμβάνης υπ’ όψιν τον
σκοπόν, τότε θ’ απαλλάξει και τον διάβολον από τα εγκλήματα. Δεν είναι όμως
δυνατά αυτά, δεν είναι» (Ε.Π.Ε. 12, Σελ. 167).
Είναι
αλήθεια ότι η απλή νόηση αντιλαμβάνεται αρχικώς «λογικά» τα περί Ιούδα, δια
μέσου μιας δικαιολογητικής μορφής συγκριτισμού.
Ο
Ι. Χρυσόστομος, όμως, για την διάκριση μεταξύ της πρώτης αντιληπτικής εικόνας
για τον Ιούδα και του αντιληπτικού αντικειμενικού βάθους (των πράξεων του
Ιούδα) επικαλείται την κατεύθυνση της προαιρέσεως. Είναι σαφής ο Ι. Πατήρ: «Δεν
τα έκανεν όμως με την σκέψιν αυτήν, αλλά ένεκα πονηρίας».
Να
υπογραμμίσουμε, ότι ο ίδιος ο Κύριος έθεσε σταθερό θεμέλιο ελέγχου έναντι του
Ιούδα:
«Ουαί
δε τω ανθρώπω εκείνω δι’ ου ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται∙ καλόν ην αυτώ ει
ουκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος» (Ματθ. ΚΣΤ΄, 20-25).
Συνεχίζει
ο Ι. Πατήρ: «Μυρίων γαρ άξιοι κολάσεων και ούτος κακείνος, ει και η οικουμένη
εσώθη. Ουδέ γαρ η προδοσία του Ιούδα την σωτηρίαν ημίν ειργάσατο, αλλ’ η του
Χριστού σοφία, και της αυτού ευμηχανίας το εύπορον, ταις ετέρων πονηρίαις εις
το ημίν συμφέρον αποχρωμένου;».
Ερμηνεία
– Μετάφρασις
«Διότι
και αυτός και εκείνος (Ιούδας και διάβολος) είναι άξιοι απείρων τιμωριών, αν
και εσώθη η οικουμένη. Διότι δεν μας έφερε την σωτηρίαν η προδοσία του Ιούδα,
αλλά η σοφία του Χριστού και η άπειρη ικανότης του να χρησιμοποιή τας πονηρίας
των άλλων προς το ιδικόν μας συμφέρον» (Ε.Π.Ε. 12, Σελ. 166-167).
Στη
συνέχεια, σε χαρισματική έξαρση θεολογικής διανόησης και λειτουργίας, ο Ι.
Πατήρ διευρύνει τον λόγο σε μεγάλες προεκτάσεις:
«Τι
ουν; φησίν∙ ει και Ιούδας μη προύδωκεν, έτερος ουκ αν προύδωκε; Και τι τούτο
προς το ζητούμενον; Ότι ει σταυρωθήναι έδει τον Χριστόν, φησί, δια τινος έδει∙
ει δε δια τινος έδει, δι’΄ανθρώπου πάντως τοιούτου.
Ει
δε πάντες ήσαν αγαθοί, ενεποδίσθη αν η οικονομία η υπέρ ημών. Μη γένοιτο! Αυτός
γαρ ο πάνσοφος ήδει πως οικονομήσει τα ημέτερα, και τούτου συμβάντος∙ εύπορος
γαρ αυτού η σοφία και ακατάληπτος. Δια γαρ τούτο ίνα μη τις νομίση, ότι
οικονομίας υπηρέτης εγένετο, ταλανίζει τον άνθρωπον».
Ερμηνεία
– Μετάφρασις
«Τι
λοιπόν; λέγει∙ Εάν δεν επρόδιδεν ο Ιούδας, δεν θα επρόδιδεν άλλος; Ποίαν σχέσιν
έχει αυτό προς το θέμα μας; Διότι έτσι, εφ’ όσον έπρεπε να σταυρωθή ο Χριστός,
λέγει, έπρεπε να σταυρωθεί από κάποιον∙ εφ’ όσον δε έπρεπε με κάποιον,
οπωσδήποτε αυτός θα ήτο άνθρωπος. Εάν δε όλοι ήσαν ενάρετοι, θα εματαιούτο το
σχέδιον της θείας οικονομίας δια την σωτηρίαν μας. Μη γένοιτο! Διότι ο ίδιος ο
πάνσοφος Θεός εγνώριζε πως θα ενεργούσε την σωτηρίαν μας και αν ακόμη
συνέβαινεν αυτό∙ διότι η σοφία Του είναι άπειρος και ακατάληπτος. Άλλωστε δι’
αυτό, δια να μη νομίσει κανείς ότι ο Ιούδας έγινεν υπηρέτης της θείας
οικονομίας, τον οικτίρει» (Ε.Π.Ε. 12, Σελ. 168-169).
1ο
Σχόλιο:
Η Δημιουργική πρόνοια του Θεού έχει διανείμει σε κάθε άνθρωπο ελευθερία και
δυνατότητα – ρόλο αυτοκαθορισμού∙ δεν δέχεται δηλ. (ο υγιής άνθρωπος) παθητικά
τον καθορισμό ή την αναγκαιότητα του περιβάλλοντος κόσμου.
Η
προαίρεση, ως έσχατο κίνητρο των ενεργειών μας, μπορεί και δέχεται
αντικαθορισμό από την Θεία Χάρι, η οποία δεν δεσμεύει την ελευθερία του
ανθρώπου.
Τα
πάθη όμως, ως αρρώστια της ψυχής, αυτά δημιουργούν δράσεις δήθεν «θέλησης και
ανάγκης», ως αναζήτηση βεβαιότητας.
Ο
Ι. Πατήρ προειδοποιεί εξ αφορμής του Ιούδα:
«Ακούσατε,
πάντες οι φιλάργυροι, οι το του Ιούδα νόσημα έχοντες∙ ακούσατε και φιλάξασθε το
πάθος. Ει γαρ ο συνών τω Χριστώ, και σημεία εργασάμενος, και τοσαύτης απολαύσας
διδασκαλίας επειδή μη απαλλάγη του νοσήματος, εις τοσούτον κατηνέχθη βάραθρον∙
πολλώ μάλλον υμείς, οι μηδέ Γραφών ακούοντες οι δια παντός τοις παρούσι
προσηλωμένοι, ευάλωτοι τω πάθει τούτω γενήσεσθε, ει μη συνεχούς απολαύοιτε
επιμελείας» (Ε.Π.Ε. 12, Σελ. 146).
Ερμηνεία
– Μετάφρασις
«Ακούστε,
όλοι οι φιλάργυροι, όσοι έχετε την ασθένειαν του Ιούδα. Ακούστε και φυλαχθήτε
από το πάθος. Διότι, εάν αυτός ο οποίος ήτο μαζί με τον Χριστόν και έκανε θαύματα
και απήλαυσε τόσην διδασκαλίαν, επειδή δεν απηλλάγη από το νόσημά του, κατέπεσε
εις τόσον βαθύ βάραθρον, πολύ περισσότερον σεις, οι οποίοι δεν ακούετε ούτε τας
Γραφάς και είσθε διαρκώς προσηλωμένοι εις τα παρόντα, θα γίνετε υποχείριοι
αυτού του πάθους, εάν δεν τύχετε διαρκούς φροντίδας».
2ο
Σχόλιο:
Ο
Ι. Χρυσόστομος υπογραμμίζει (προς αποφυγήν) την εμπαθή – ανησυχητική πλευρά της
ζωής, που βρίσκεται στο γεγονός της προσκόλλησης των ανθρώπων, ως μακρόχρονη
συνήθεια, στην υλική – φυσική πραγματικότητα. Αναφέρεται στις επιθυμίες και
απολαύσεις όλων των ειδών, που δένουν εφάμαρτα τον άνθρωπο επί της Γης:
«πολλώ
μάλλον υμείς, οι μηδέ Γραφών ακούοντες, οι διαπαντός τοις παρούσι
προσηλωμένοι…».
Η
αποδοχή των υλιστικών ορθολογικών απολύτων, ως βάση βεβαιότητας, ευρίσκεται
στις ιδεολογίες των περισσοτέρων Κοινωνικών Συστημάτων, κυρίως στον Μαρξισμό
και Αστισμό (Καπιταλισμό).
Η
υλιστική φιλοσοφία τους καθρεφτίζεται στις θεωρίες τους και στην πρακτική τους.
Καθημερινά
βλέπουμε τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό, να προωθούν
«οικοδόμηση» των κοινωνιών με «ρεαλιστικές» θεωρίες που εξεγείρονται κατά της
πνευματικότητας του Ευαγγελίου και της Εκκλησίας.
Αυτή
η άθεη – υλιστική διαμόρφωση σκέψης, έγινε έντονα φανερή στην περίοδο της
«πανδημίας» με εφαρμογή που υποστήριξε (δυστυχώς) και η οικουμενιστική διοίκηση
της Εκκλησίας με τα «ποιμαντικά» μέτρα της!
3ο
Σχόλιο:
Η
προφητεία δεν οριοθετείται από τις ανθρώπινες δυνάμεις∙ αποτελεί, ακριβώς,
υπέρβαση των δυνάμεων αυτών.
Στις
προφητείες περί Ιούδα, ο Ι. Χρυσόστομος τονίζει:
«Δεν
είναι η πρόγνωση, άνθρωπε, η αιτία της κακίας∙ μακριά μια τέτοια σκέψη. Δεν
αναγκάζει δηλ. να συμβούν εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, αλλά μόνο
τα γνωρίζει (ο Θεός) από πριν∙ όχι γιατί το προείπε ο Χριστός, γι’ αυτό έγινε
εκείνος προδότης, αλλά γιατί επρόκειτο να γίνει προδότης, γι΄αυτό το προείπε ο
Χριστός» (Ε.Π.Ε. 1, Σελ. 325).
4ο
Σχόλιο:
Ο Χριστός δεν προσκάλεσε τον Ιούδα σε μια θητεία προδοσίας – αποστασίας. Άπαγε
της βλασφημίας! Τέτοια «κλήση» δεν συνταιριάζεται με την Φύση του Θεού. Η
συνείδηση της προδοσίας δεν πηγάζει από την αγαθότητα και ευσπλαχνία του Θεού.
Η
εν Χριστώ Ορθόδοξη συνείδηση, ιδιαίτερα η Αποστολική, είναι φαντασμαγορικό
άνθος του Παραδείσου, που δεν μπόρεσε – δυστυχώς – να καλλιεργήσει ο Ιούδας.
Αυτό ακριβώς το άνθος προσπαθεί να καταστρέψει και ο σύγχρονος Ιούδας, ο
οικουμενισμός.
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ