Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Ἱεροσολυμήτης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ πεντακόσιοι τεσσαράκοντα ἕξι Μάρτυρες
Τὸν Παφνούτιον γῆς τάφῳ κεκρυμμένον,
Ἀπεικὸς ἐστι καὶ σιγῆς κρύψαι τάφῳ.
Τῇ δ' ἐνάτῃ δεκάτῃ Παφνούτιον ἔνθεν ἄειραν.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Παφνούτιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Πέρασε κατ’ ἐξοχὴν στὴν Αἴγυπτο τὴν εὐεργετικὴ καὶ πολύαθλη ζωή του. Ὅταν ξεκίνησε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀρριανὸς γνωρίζωντας ἀπὸ τὶς διαδόσεις γιὰ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ Παφνουτίου ἐπάνω στοὺς χριστιανικοὺς πληθυσμοὺς σκεπτόταν πῶς μποροῦσε νὰ τὸν συλλάβει.
Ὁ Παφνούτιος συνήθιζε νὰ περνᾶ τὴν ζωή του σὲ ἐρημικοὺς τόπους καὶ κάποια ἡμέρα, κατὰ τὴν ὥρα τῆς νυχτερινῆς προσευχῆς του, Ἄγγελος Κυρίου τοῦ φανέρωσε ὅτι κηρύχθηκε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν καὶ ὅτι τὸν καταζητεῖ ὁ ἔπαρχος. Κλήθηκε μόνος του νὰ προσέλθει ἐνώπιον τῶν διωκτῶν, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὸν ἐπέλεξε ὡς ὄργανο γιὰ νὰ ντροπιάσει τὸν Ἀρριανὸ καὶ τὰ εἴδωλα.
Ὁ Παφνούτιος ὑπάκουσε καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὶς ὄχθες τοῦ Νείλου. Μόλις ἔφθασε, εἶδε τὸν Ἀρριανὸ νὰ ἀποβιβάζεται ἀπὸ πολυτελὲς πλοῖο μὲ συνοδεία ἀρχόντων καὶ στρατιωτῶν. Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν γνώριζε προσωπικὰ τὸν Ἅγιο Παφνούτιο. Αὐτὸς ὅμως ἀναγνώρισε τὸν ἔπαρχο, ὁ ὁποῖος ἔκπληκτος εἶδε τὸν σεβάσμιο γέροντα νὰ προχωρεῖ πρὸς αὐτόν.
- Μὲ ζητᾶς, τοῦ εἶπε καὶ δὲν θέλησα νὰ σὲ ὑποβάλλω σὲ κόπο. Εἶμαι ὁ Παφνούτιος.
Ὁ Ἀρριανὸς τινάχθηκε. Τὸ ὄνομα τοῦ Παφνουτίου καὶ ἡ αἰφνίδια ἀφθόρμητη ἐμφάνιση καὶ παράδοσή του ἔφεραν στὸν ἔπαρχο σκοτισμὸ καὶ σύγχυση. Συνῆλθε ὅμως γρήγορα καὶ μεταχειρίσθηκε γλῶσσα ἀπρεπὴ καὶ σκληρὴ πρὸς τὸν Ἅγιο. Τὸν ἔβρισε, γιατί ἀκολουθοῦσε τὸν Χριστὸ καὶ διέγειρε τὰ πλήθη στὴν πίστη πρὸς Αὐτόν. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἀπείλησε τὸν Ἅγιο ὅτι θὰ τὸν τιμωρήσει ἀδυσώπητα, ἂν δὲν προσκυνήσει τὰ εἴδωλα. Ὁ Παφνούτιος ἀπολογήθηκε σύντομα γιὰ τὴν πίστη του καὶ δήλωσε ὅτι δὲν ὑπάρχει γι’ αὐτὸν ἀνώτερη εὐχαρίστηση ἀπὸ τὸ νὰ βασανισθεῖ καὶ νὰ χύσει τὸ αἷμα του ὑπὲρ τοῦ Λυτρωτοῦ του.
Μὲ διαταγὴ τοῦ ἐπάρχου οἱ δήμιοι ὑπέβαλαν τὸν Παφνούτιο σὲ βασανιστήρια. Τοῦ κατέξυσαν τὶς σάρκες τόσο πολύ, ὥστε τὰ αἵματα ποὺ ἔρρεαν πότισαν τὸ ἔδαφος. Καὶ ἦταν τόσο βαθιὲς οἱ πληγὲς ποὺ εἶχαν ἀνοίξει, ὥστε φαίνονταν τὰ ἐντόσθια τοῦ Μάρτυρος. Τότε ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ἀπηύθυνε προσευχὴ πρὸς τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ Τὸν ἱκέτευσε νὰ μὴν τὸν ἀφήσει νὰ πεθάνει, ἂν ἤθελε καὶ ἂν τὸν ἔκρινε χρήσιμο γιὰ περισσότερους ἀγῶνες στὴ φοβερὴ ἐκείνη ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία οἱ ψυχὲς εἶχαν τόση ἀνάγκη γιὰ παρηγοριὰ καὶ ἐνίσχυση.
Ἡ δέησή του εἰσακούσθηκε. Χάρη τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ φωτισμοῦ πολλῶν σκοτισμένων ἀπὸ τὴν πλάνη, ἡ Θεία Χάρη ἐπιτέλεσε ἐκπληκτικὰ πράγματα. Οἱ πληγὲς τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου ἔκλεισαν ἐκείνη τὴ στιγμή. Οἱ δύο στρατιῶτες ποὺ τὸν κατέξυσαν, ὅταν εἶδαν τὸ θαῦμα ἔπεσαν στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ ὁμολόγησαν καὶ οἱ ἴδιοι τὸν Χριστό. Οὔτε περιορίσθηκαν μέχρι ἐκεῖ. Ἀφοῦ ἔσπευσαν πρὸς τὸν Ἀρριανό, ἀπέρριψαν τὶς στρατιωτικές τους ζῶνες καὶ δήλωσαν ὅτι ἔγιναν καὶ οἱ ἴδιοι Χριστιανοί. Ὁ Ἀρριανὸς αἰσθάνθηκε ἔκπληξη καὶ ὀργή. Ὅταν ὅμως εἶδε τὴν ἐπιμονὴ καὶ τῶν δύο, τοὺς ἀποκεφάλισε. Ὁ ἕνας ὀνομαζόταν Διονύσιος καὶ ὁ ἄλλος Καλλίμαχος καὶ ἀνέβηκαν καὶ οἱ δύο στὸν οὐρανὸ ὡς φωτεινοὶ ἀστέρες τοῦ νοητοῦ στερεώματος.
Μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Παφνούτιος φυλακίσθηκε. Μέσα στὴν φυλακὴ ὑπῆρχαν, μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ σαράντα πρόκριτοι, ποὺ ἦταν ἔγκλειστοι ἐκεῖ, γιατί καθυστεροῦσαν τοὺς φόρους πρὸς τὸ δημόσιο. Οἱ ἄνδρες αὐτοὶ κινήθηκαν ἀπὸ θαυμασμό, ὅταν γιὰ δύο συνεχόμενες νύχτες ἔβλεπαν σὲ κάποιο σκοτεινὸ μέρος, ἐκεῖ ὅπου προσευχόταν ὁ Ἅγιος Παφνούτιος, κάποια ἐξαίσια καὶ ὑπερφυσικὴ λάμψη. Ποιὸς ἄραγε ἦταν ὁ ἄνδρας αὐτός; Ὁ Παφνούτιος ἐπωφελήθηκε ἀπὸ τὴν περιέργειά τους, γιὰ νὰ τοὺς ἑλκύσει στὴ χριστιανικὴ πίστη. Πίστεψαν δὲ ὅλοι καὶ ἀπὸ τὴν ψυχὴ τους ἦταν ἕτοιμοι καὶ γιὰ βασανισμοὺς καὶ γιὰ θάνατο.
Ὁ Ἀρριανός, ὅταν πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς αὐτό, ἐξοργίσθηκε. Ἡ κατάκτηση ἐκείνη τοῦ Παφνουτίου σὲ τόσους διακεκριμένους ἄνδρες τὸν καταθορύβησε καὶ τοῦ φάνηκε ὡς αἶσχος καὶ ἥττα ὄχι μόνο τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας ἀλλὰ καὶ δική του. Μάταια ὅμως προσπάθησε μὲ τὸν πλέον περιποιητικὸ τρόπο νὰ ἐξευμενίσει τοὺς προκρίτους, νομίζοντας ὅτι στὸ διάβημα προέβησαν ἀπὸ ὀργὴ γιὰ τὴ φυλάκισή τους. Καὶ οἱ σαράντα ἐνέμειναν στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, προσπάθησαν μάλιστα νὰ ἑλκύσουν πρὸς αὐτὴν καὶ τὸν Ἀρριανό.
Ἀλλὰ αὐτὸς εἶχε κλειστὴ τὴν ψυχή του γιὰ τὴν σωτηρία καὶ τὸ φῶς. Ἀφοῦ ἀπέβαλε κάθε ἐλπίδα, διέταξε νὰ θανατωθοῦν οἱ νέοι ἐκεῖνοι Χριστιανοί. Τοὺς ἔφεραν λοιπὸν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ἄναψαν πυρκαγιὰ μεγάλη καὶ εἶπαν στοὺς στρατιῶτες νὰ ρίξουν τοὺς Ἁγίους ἄνδρες σὲ αὐτήν. Ἀλλὰ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες δὲν εἶχαν τὴν ἀνάγκη βίας. Μόνοι τους, καθὼς κρατοῦσε ὁ ἕνας τὸ χέρι τοῦ ἄλλου εἰσῆλθαν χαρούμενοι στὶς φλόγες ψάλλοντας καὶ ἔτσι ἀξιώθηκαν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους.
Ὁ Θεὸς θέλησε νὰ γίνουν πραγματικότητα καὶ ἄλλες πολλὲς ἐπιστροφὲς διὰ τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου. Καὶ ὅπως ἄλλοτε ὁ Ἰησοῦς ξέφυγε ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς Του, ποὺ ζήτησαν νὰ Τὸν φονεύσουν, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ὁ ἴδιος ἔγινε ἄφαντος ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Ἀρριανοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ μανία ἔγινε μεγαλύτερη.
Τὰ κατορθώματα τοῦ Παφνουτίου ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ ἐξακολούθησαν. Ἡ παρουσία του ἔφλεξε τὰ εὐσεβὴ στήθη τοῦ Εὐστοργίου καὶ τῆς Ἐρμιόνης, ποὺ ἦταν πλούσιο ἀντρόγυνο, ἐνῷ στὰ ἴχνη τους ἀκολούθησε καὶ ἡ κόρη τους Στεφανώ, μόλις δεκαοκτὼ χρονῶν στὴν ἡλικία. Ἡ πίστη κόχλαζε τώρα θερμότερα στὰ στήθη τους. Γεμάτοι ἀπὸ φιλαδελφία διαμοίραζαν τὰ πλούτη τους περιθάλποντας τοὺς διωκόμενους Χριστιανούς, τὰ ὀρφανὰ καὶ τῆς χῆρες τῶν Μαρτύρων. Προχωρώντας δὲ καὶ ἀκόμα περισσότερο μετέβαιναν καὶ στοὺς τόπους τῶν Μαρτυρίων γιὰ ἐνθάρρυνση τῶν ἀνακρινόμενων καὶ βασανιζόμενων πιστῶν.
Ὅταν ὁ Ἀρριανὸς πληροφορήθηκε τὴ διαγωγὴ αὐτῆς τῆς χριστιανικῆς οἰκογένειας παρέδωσε καὶ τοὺς τρεῖς στὸ θάνατο. Ἐκεῖνοι τὸν δέχθηκαν μὲ τὴν πλέον θαυμαστὴ γενναιότητα.
Τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου αὐξήθηκαν. Δέκα ἕξι νεαροί, σχεδὸν παιδιὰ ἀκόμη, τῶν ὁποίων οἱ πατέρες ἦταν ἀπὸ τοὺς σαράντα ἐκείνους ἄνδρες ποὺ τελειώθηκαν στὶς φλόγες τῆς φωτιᾶς, πίστεψαν καὶ οἱ ἴδιοι καὶ ὁμολόγησαν μὲ παρρησία τὴν πίστη τους. Ὁ Ἀρριανὸς προσπάθησε νὰ τοὺς μεταπείσει ἐπιδεικνύοντας πρὸς αὐτοὺς καὶ τὴν διαταγὴ τοῦ βασιλέως, στὴν ὁποία διαγράφονταν οἱ ὁδηγίες τοῦ διωγμοῦ. Ἰδιαίτερα ζήτησε ὁ ἔπαρχος νὰ σώσει ἀπὸ τὴν καταδίκη τὸν μικρότερο ἀπὸ τοὺς νεαροὺς ἐκείνους, ἕνα πολὺ μικρὸ παιδί, δεκατριῶν ἀκόμη χρόνων.
Ἀλλὰ στὴν καρδιὰ τοῦ μικροῦ ὑπῆρχε ὥριμη ἀποφασιστικότητα καὶ φλογερὴ ἀφοσίωση πρὸς τὸν Χριστό. Ζήτησε νὰ δεῖ τὴν βασιλικὴ διαταγή. Καὶ ὅταν ὁ Ἀρριανὸς τὴν παρέδωσε στὰ χέρια του, ἐκεῖνος πῆρε τὴν πλέον τολμηρὴ ἀπόφαση. Κοντὰ ἔκαιε καὶ κάπνιζε ὁ εἰδωλολατρικὸς βωμός. Ἀφοῦ ὅρμησε λοιπόν, ὁ μικρός, ἔριξε στὴ φωτιὰ τὸ αὐτοκρατορικὸ ἔγγραφο φωνάζοντας: «Ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ὁ Πατέρας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Τὸ θέαμα τοῦ ἐγγράφου ποὺ καιγόταν ἐξαγρίωσε τοὺς παρευρισκόμενους ἱερεῖς τῶν εἰδώλων. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀρριανός, παράφρων ἀπὸ ὀργὴ καὶ θέλοντας ἄμεση καὶ παραδειγματικὴ ἐκδίκηση, ἔριξε μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια στὴ φωτιὰ τὸν ριψοκίνδυνο ἐκεῖνο νέο, ποὺ ἔπαιρνε τὴν ἔμπνευση ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ σάρκες του κατακαίγονταν, ἀλλὰ ἡ ὄψη του παρουσίαζε τὴν δόξα ἐκείνη ποὺ εἶχε καὶ ὁ Ἅγιος Στέφανος, ὅταν ἔπεφτε νεκρὸς ἀπὸ τοὺς λιθοβολισμοὺς τῶν Ἰουδαίων. Οἱ ὑπόλοιποι νέοι, γεμάτοι ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ ἐκεῖνο παράδειγμα τοῦ μικρότερου ἀπὸ αὐτούς, ἀπευθυνόμενοι πρὸς ἐκεῖνον ἐνῷ καιγόταν, τὸν παρακαλοῦσαν νὰ δεηθεῖ πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ἀποδειχθοῦν καὶ ἐκεῖνοι ἄξιοι μιμητές του καὶ νὰ ἀξιωθοῦν τὸ στέφανο ποὺ ἔλαβαν καὶ οἱ πατέρες τους δεχόμενοι τὸ μαρτύριο.
Ὁ νέος Μάρτυρας παρέδωσε τὴν ἅγια ψυχή του, ἀφοῦ σφράγισε τὸ πρόσωπό του μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Δὲν ἄργησαν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν στὸν μαρτυρικὸ δρόμο οἱ ὑπόλοιποι φίλοι καὶ συμμαθητές του. Ἦταν δεκαπέντε καὶ κανένας ἀπὸ αὐτοὺς δὲν λιποψύχησε μέχρι τὴν τελευταία στιγμή. Καὶ ὅταν ὁδηγοῦνταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη γιὰ νὰ ἐκτελεσθοῦν, προσεύχονταν καὶ ἔψαλλαν.
Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ἐξακολούθησε νὰ κηρύττει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Κάποια ἡμέρα, κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ Νείλου, συνάντησε ὀγδόντα ἁλιεῖς νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὶς βάρκες τους καὶ τὰ δίχτυά τους. Τοὺς ἁλίευσε καὶ αὐτούς.
Πίστεψαν στὸν Χριστό, διαλαλοῦσαν τὴν πίστη τους καὶ τὴν ἐπισφράγισαν καὶ αὐτοὶ μὲ τὸν μαρτυρικὸ θάνατό τους.
Μετὰ ἀπὸ λίγο διάστημα ὁ Ἅγιος Παφνούτιος προσῆλθε μόνος του στὸν Ἀρριανό. Ἡ ἄγρια χαρὰ τοῦ ἐπάρχου ὑπῆρξε ἀπερίγραπτη, ὅταν ἔλαβε καὶ πάλι στὰ χέρια του τὸν πρωτεργάτη τῆς δικῆς του λύπης καὶ ντροπῆς. Διέταξε νὰ θανατωθεῖ μὲ τὸ φρικτὸ βασανιστήριο τοῦ τροχοῦ. Ἀλλὰ τὰ μέλη τοῦ Ἁγίου ὅταν κατακόβονταν, ἀμέσως θεραπεύονταν καὶ ὁ θεωρούμενος ὡς πτῶμα καὶ σύντριμμα παρουσιάσθηκε τελικὰ γεμάτος ζωή.
Ὁ Ἀρριανὸς προσῆλθε μετὰ ἀπὸ κάποια ὥρα γιὰ νὰ δεῖ τὸ πτῶμα τοῦ Ἁγίου. Ἀλλὰ ὁ Παφνούτιος βρέθηκε ὄρθιος ἐνώπιόν του καὶ τοῦ εἶπε: «Μὲ γνωρίζεις, Ἀρριανέ; Ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμάσια σχετικὰ μὲ ἐμένα τὰ πραγματοποιεῖ ὁ Κύριός μου Ἰησοῦς Χριστός, γιὰ νὰ ἐλεγχθεῖ ἡ ἀσέβειά σου καὶ γιὰ νὰ καταλάβεις ὅτι πολεμώντας ἐνάντια σὲ Αὐτόν, χτυπᾶς στὸ κέντρο. Καὶ γιὰ νὰ καταλάβεις ἐπίσης ὅτι λατρεύεις κουφὰ καὶ τυφλὰ εἴδωλα κατασκευασμένα ἀπὸ ὕλη ἀναίσθητη».
Ὁ Ἀρριανὸς δὲν ἤξερε τί νὰ ἀπαντήσει στὴν πρώτη ἐκείνη στιγμὴ τῆς καταπλήξεως καὶ τοῦ θαυμασμοῦ. Μίλησε ὅμως ὁ πραιπόζιτος Εὐσέβιος, ποὺ ἦταν παρὼν ἐκεῖ. Δήλωσε ὅτι καὶ αὐτός, ἀπέναντι σὲ τόσο ἀκαταμάχητα θαύματα, ἀποκηρύσσει τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ κηρύττει τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Καὶ ἀφοῦ ἀποτάνθηκε στοὺς τετρακόσιους στρατιῶτες ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ, τοὺς κάλεσε μὲ τὸν πλέον φλογερὸ τόνο νὰ κάνουν καὶ ἐκεῖνοι τὸ ἴδιο.
Οἱ στρατιῶτες, ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὴ σκολιότητα καὶ τὴ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς τῶν ἀνωτέρων λετουργῶν τοῦ εἰδωλολατρικοῦ καθεστῶτος, ψυχὲς ἁπλὲς καὶ εὐθεῖες καθὼς ἦταν καὶ γι’ αὐτὸ ἐπιδεκτικὲς τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ φωτός, ἀκολούθησαν τὸ παράδειγμα τοῦ πραιπόζιτου. Μὲ φωνὴ μεγάλη, ποὺ κάλυψε ὅλη τὴ γύρω ἔκταση, ὁμολόγησαν τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου στόλισε τὰ μέτωπα καὶ τῶν νέων αὐτῶν ἀθλητῶν. Σὲ τέσσερις τεράστιες πυρακτωμένες καμίνους καὶ μέσα στὶς φλόγες ὁ πραιπόζιτος Εὐσέβιος καὶ οἱ τετρακόσιοι στρατιῶτες βρῆκαν ἔνδοξο θάνατο ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ μία ἀκόμη φορὰ πραγματοποιήθηκε μέσῳ τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου θαῦμα ἱκανὸ νὰ κερδίσει καὶ τὴν περισσότερο ἄπιστη ψυχή, σὲ ὅποια τυχὸν εἶχε ἀπομείνει ἴχνος λογικῆς καὶ καθαρᾶς καρδίας.
Ἀφοῦ συνέλαβε ὁ Ἀρριανὸς τὸν Παφνούτιο, τὸν ἔριξε στὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ Νείλου μὲ μία μεγάλη πέτρα στὸ λαιμό. Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος φάνηκε νὰ ἐξαφανίζεται στὰ βάθη καὶ ὁ Ἀρριανὸς ἐξακολούθησε τὸ ταξίδι του στὸ μεγαλοπρεπὲς πλοῖο του. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ κάποια λεπτά, μπροστὰ στὸ πλοῖο τοῦ ἐπάρχου, παρουσιάσθηκε ὁ Ἅγιος, λέγοντάς του ἀπὸ τὰ νερά: «Ἀρριανέ, ἐσὺ μὲν χρειάζεσαι πλοῖο καὶ ἄνεμο γιὰ νὰ πλέεις. Ἐγὼ ὅμως οὔτε πλοῖο οὔτε ἄνεμο χρειάζομαι, γιατί κυβερνήτης μου εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος καὶ τὴ φορὰ αὐτὴ μὲ λύτρωσε ἀπὸ τὸν θάνατο».
Ὁ Ἀρριανὸς καταλήφθηκε ἀπὸ φόβο, ἀλλὰ ἡ πωρωμένη του ψυχὴ ἔμεινε ἀφώτιστη. Συνέλαβε τὸν Ἅγιο Παφνούτιο καὶ τὸν ἔστειλε πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Διοκλητιανό, μὲ σύντομη ἔκθεση γιὰ ὅσα συνέβησαν σὲ σχέση μὲ τὸν Χριστιανὸ αὐτό. Ὁ Διοκλητιανὸς προσπάθησε νὰ κατανικήσει ὁ ἴδιος τὴν πίστη τοῦ Παφνουτίου. Ἀλλὰ γρήγορα εἶδε ὅτι ἡ ἀπόπειρα δὲν μποροῦσε νὰ καρποφορήσει. Διέταξε λοιπὸν τὴν σταύρωση τοῦ Ἁγίου καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀφοῦ τὸ θέλησε καὶ ὁ ἴδιος περισσότερο αὐτὴν τὴν φορά, ὁ μέγας ἐκεῖνος Ἅγιος ἔλαβε μαρτυρικὸ τέλος καὶ τετρακόσιοι σαράντα ἕξι πιστοὶ ποὺ ἦλθαν στὴν πίστη μέσῳ αὐτοῦ κάτω ἀπὸ τὴν ἔνθεη ὤθησή του, ἔλαβαν καὶ ἐκεῖνοι τὸ μαρτυρικὸ στέφανο.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τους καὶ στὶς 25 Σεπτεμβρίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θυσίαν τὴν ἔνθεον, πιστῶς προσφέρων Θεῷ, ὡς θῦμα εὐπρόσδεκτον, προσανηνέχθης αὐτῷ, ἀθλήσεως ἄνθραξιν· ὅθεν ὡς ἱερέα, καὶ στερρὸν Ἀθλοφόρον, ἔδειξέ σε ὁ Κτίστης, χαρισμάτων ταμεῖον· ἐξ ὧν καὶ ἡμῖν παράσχου, Ἱερομάρτυς Παφνούτιε.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Αἱμάτων ῥοαῖς, στολήν σου τὴν ὑπέρτιμον, φοινίξας λαμπρῶς, Παφνούτιε μακάριε, χαρμοσύνως ἔδραμες, πρὸς ναὸν κραυγάζων τὸν οὐράνιον· Τῆς ζωῆς σὺ Σῶτερ πηγή, ὁ πᾶσι βλυστάνων οἰκτιρμῶν ποταμούς.
Μεγαλυνάριον.
Θείας βασιλείας σε κοινωνόν, Παφνούτιε μάκαρ, ἀπειργάσατο ὁ Χριστός· τούτου γὰρ τὸ πάθος, ἔφερες τῇ σαρκί σου, διὸ παθῶν λυτροῦσαι, τοὺς σὲ γεραίροντας.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες
Εις τον Θεόδωρον.
Κοινωνὸς ὤφθης, Θεόδωρε, τοῦ πάθους,
Τῷ καὶ παθητῷ, καὶ παθῶν ὑπερτέρῳ.
Εις την Φιλίππαν.
Φιλῶ Φιλίππαν, ὡς ἀθλητοῦ μητέρα,
Φιλῶ Φιλίππαν, ὡς ἀθλοῦσαν ἐκ ξίφους.
Εις τους Σωκράτην και Διονύσιον.
Ἔνυξε λόγχῃ νεκρὸν Ὑψίστου πάλαι,
Νύττει δὲ καὶ νῦν Μάρτυρας ζῶντας δύο.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας καὶ μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἀντωνίνου (138 – 161 μ.Χ.). Ἔχοντας ζῆλο γιὰ τὴν πατρώα εὐσέβεια κατέστρεφε εἴδωλα καὶ ναοὺς εἰδωλικούς. Συνελήφθη ὅμως καὶ ὑπέστη γι’ αὐτὸ φρικώδη βασανιστήρια. Τὸν ἔβαλαν ἐπάνω σὲ πυρακτωμένες σχάρες καὶ στὴ συνέχεια τοῦ ἔδεσαν τὰ πόδια σὲ ἄλογα ποὺ τὸν ἔσυραν μέχρι θανάτου. Ἀκολούθως τὸν ἔριξαν σὲ καμίνι φωτιᾶς μὲ τοὺς στρατιῶτες Σωκράτη καὶ Διονύσιο καὶ τὸν ἱερέα τῶν εἰδώλων Διόσκορο, ποὺ βλέποντας τὰ μαρτύρια τοῦ Ἁγίου, πίστεψαν στὸν Χριστό. Ἔπειτα, ἀφοῦ πρῶτα τὸν φυλάκισαν, τὸν σταύρωσαν καὶ τὸν πλήγωσαν μὲ βέλη γιὰ τρεῖς συνεχεῖς ἡμέρες. Ἔτσι μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Θεόδωρος καὶ ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς δόξας.
Ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, Φιλίππα, μετὰ τὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ υἱοῦ της, ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ ὡς Θεὸ ἀληθινὸ καὶ μαρτύρησε διὰ ξίφους. Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Διόσκορος μαρτύρησε διὰ τοῦ πυρὸς καὶ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Σωκράτης καὶ Διονύσιος μαρτύρησαν ἀπὸ χτυπήματα με λόγχη μέσα σὲ κάμινο.
Ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Νέος
Ο Άγιος Αγαθάγγελος (κατά κόσμον Αθανάσιος) καταγόταν από την πόλη Αίνο της Θράκη και ο πατέρας του ονομαζόταν Κωνσταντίνος, η δε μητέρα του Κρυσταλλία.
Από μικρός έμεινε ορφανός από πατέρα και εξαιτίας της φτώχιας του πήγε ναύτης σε ένα τούρκικο πλοίο στο οποίο ο πλοίαρχος τον πίεζε να δεχθεί τον μουσουλμανισμό.
Κάποια νύχτα, ενώ το πλοίο βρισκόταν στο λιμάνι της Σμύρνης, προφασιζόμενος ότι θέλει να πάει για κάποια υπόθεσή του στην πόλη, διέταξε τον νέο να προπορευθεί κρατώντας φανάρι, για να του φωτίζει τον δρόμο. Έτσι προχωρώντας τον οδήγησε στο τούρκικο νεκροταφείο, όπου, κρατώντας τη μαχαίρα του, τον απείλησε πως, αν δεν γίνει μουσουλμάνος, θα τον σφάξει. Ο άγιος φοβήθηκε και είπε ότι δέχεται. Αμέσως τότε εκείνος, μέσα στη νύχτα, τον οδήγησε στον δικαστή, όπου ομολόγησε και περιετμήθει αμέσως.
Μετά από λίγες ημέρες αρρώστησε βαριά και φοβούμενος μήπως πεθάνει στην άρνηση μόλις ανέρρωσε ζήτησε άδεια από τον πλοίαρχο και πήγε στην πατρίδα του. Μετά από λίγο καιρό επειδή πάλι κινδύνευσε να φονευθεί από τον πλοίαρχο, έφυγε μετανοημένος και πήγε στο Άγιο Όρος και εισήλθε στη Μονή του Εσφιγμένου, αφού έγινε δεκτός από τον ηγούμενο Ευθύμιο. Εκεί, εκάρη μοναχός και ονομάστηκε Αγαθάγγελος.
Μετά από λίγο καιρό, ο Άγιος Αγαθάγγελος, πήρε την απόφαση να μαρτυρήσει για τον Χριστό και αφού προετοιμάστηκε κατάλληλα, με την επίβλεψη του γέροντος Γερμανού, αναχώρησε από το Άγιον Όρος και πήγε στη Σμύρνη, όπου δημόσια αποκήρυξε τον μουσουλμανισμό. Με εντολή του δικαστή τον άρπαξαν οι βάναυσοι οπλοφόροι και χτυπώντας τον, τον έκλεισαν στη φυλακή με τα πόδια στην ποδοκάκη και βαριά αλυσίδα στον λαιμό. Όσοι Χριστιανοί βρέθηκαν στη φυλακή τον ευλαβούνταν ως μάρτυρα. Ο Μητροπολίτης Σμύρνης, με την παράκληση του ηγουμένου Ευθυμίου, παράγγειλε σε όλους τους ιερείς και όλους τους Χριστιανούς της Σμύρνης και έκαναν θερμή δέηση υπέρ του μάρτυρα.
Την νύχτα της Παρασκευής τον έφεραν πάλι στο κριτήριο. Ο άγιος έμεινε στέρεος στην ομολογία, οπότε διατάχθηκε ο δι’ αποκεφαλισμού θάνατός του. Με φωνές και αλαλαγμούς οι δήμιοι τον οδήγησαν στο τόπο της εκτέλεσης, όπου και αποκεφαλίστηκε στις 19 Απριλίου 1818 μ.Χ., ήμερα Σάββατο και ώρα πέμπτη, σε ηλικία 19 χρονών (κατά άλλους ο Άγιος μαρτύρησε το 1819 μ.Χ. σε ηλικία 24 χρονών).
Ο λαός της Σμύρνης αγόρασε το λείψανο του νεομάρτυρα και το μετέφερε με τιμές στο ναό του Αγίου Γεωργίου. Το λείψανο του ενταφιάστηκε στον τάφο του νεομάρτυρα Δήμου, που μαρτύρησε στη Σμύρνη το 1763 μ.Χ. (βλέπε 10 Απριλίου). Η αγία και θαυματουργική κάρα του νεομάρτυρα Αγαθάγγελου, καθώς και το δεξί του χέρι, το δεξί του πόδι και μια πλευρά του, αποδόθηκαν τιμής ένεκεν στη Μονή Εσφιγμένου το 1844 μ.Χ., κατόπιν αιτήσεως της.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀσκήσεως νάμασι, καταρδευθεῖς τὴν ψυχήν, Μαρτύρων ἐξήστραψας, μαρμαρυγᾶς φωταυγεῖς, σοφὲ Ἀγαθάγγελε, ὅθεν ἐν ἀμφοτέροις, ἀκριβῶς διαπρέψας, ἤσχυνας τοὺς ἐξ Ἄγαρ, τὸν Χριστὸν μεγαλύνας. Αὐτὸν οὒν ὁσιομάρτυς, ἠμὶν ἰλέωσαι.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν Ὁσίων ζηλωτὴν καὶ ὁμοδίαιτον καὶ τῶν Μαρτύρων μιμητὴν καὶ ἰσοστάσιον Ἀνυμνοῦμέν σε συμφώνως Ὁσιομάρτυς· Φερωνύμως γὰρ ἐφάνης νέος ἄγγελος Ἀγαθῶν ἀγγελιῶν τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν τοῖς βοῶσί σοι· χαίροις μάκαρ Ἀγαθάγγελε.
Μεγαλυνάριον
Πῦρ τὸ ζωηφόρον ἔνδον λαβών, ὅλως ἀνεφλέχθης, τῇ ἀγάπῃ τοῦ Ἰησοῦ· ὅθεν καὶ ἀθλήσας, αὐτοῦ βλέπεις τὸ κάλλος, ὡς πάλαι ἐπεθύμεις, ὦ Ἀγαθάγγελε.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Πισιδίας
Ὁ Γεώργιος, ὡς γεώργιον μέγα,
Ἔχων ἀπῆλθεν εἶδος ἀρετῆς ἅπαν.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Πισιδίας. Προσκληθεῖς μαζὶ μὲ ἄλλους Ἐπισκόπους στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐπρόκειτο νὰ ἐπιβληθεῖ ἡ κατάργηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, στὴν Σύνοδο τοῦ 754 μ.Χ., ἀντιστάθηκε σθεναρὰ στὰ ἐντάλματα τῶν κρατούντων εἰκονομάχων καὶ στὴν ἀσέβειά τους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐξορίσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε’ τὸν Κοπρώνυμο (741 – 775 μ.Χ.) καὶ εὑρισκόμενος στὴν ἐξορία κοιμήθηκε. Γιὰ τοὺς ἀγῶνες του ὑπὲρ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ὀνομάσθηκε Ὁμολογητής.
Ὁ Ἅγιος Τρύφωνας Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Θεὸν ποθήσας ὁ τρυφὴν μισῶν Τρύφων,
Θεοῦ παρέστη τῷ κατοικητηρίῳ.
Μετά το θάνατο του Πατριάρχη Στεφάνου του Β', διάδοχος του εκλέχθηκε τον Δεκέμβριο του 928 ο μοναχός Τρύφων. Ο Τρύφωνας μόναζε σε κάποια μονή της Μικρός Ασίας και διακρινόταν για την ευλάβεια και την αγιότητα του. Η Εκκλησία τον προτίμησε, γιατί είχε μεγάλα ηθικά πλεονεκτήματα. Αλλά ο αυτοκράτορας Ρωμανός ο Λεκαπηνός, τάχθηκε και αυτός υπέρ της εκλογής του, με κάποια σκοπιμότητα όμως.
Σκεφτόταν δηλαδή ότι θα του ήταν εύκολο μετά από κάποιο χρόνο, να πείσει τον Τρύφωνα σε παραίτηση, για να αναδείξει άντ' αυτού Πατριάρχη το γιο του Θεοφύλακτο. Γι' αυτό και βοήθησε τον Τρύφωνα στο έργο του για την Εκκλησία, με πολλές ελεημοσύνες και δωρεές σε μοναστήρια και πτωχοκομεία. Ανυπόμονος όμως καθώς ήταν ο Ρωμανός, το 931 που ο γιος του ήταν μόλις 15 ετών, είπε στον Πατριάρχη να παραιτηθεί, για ν' αναλάβει το θρόνο ο γιος του.
Ο Τρύφωνας φυσικά δεν συμφώνησε, διότι το βασιλοπαίδι ήταν ανήλικο και θα δημιουργούσε φοβερό σκάνδαλο και κηλίδα στην Εκκλησία. Τότε ο Ρωμανός έβαλε τον τότε μητροπολίτη Καισαρείας Θεοφάνη, που ο λαός για την αναισχυντία του τον φώναζε «χοιρινό», και με δόλιο τρόπο απέσπασε την υπογραφή του ανυποψίαστου Τρύφωνα σε λευκό χαρτί. Από πάνω συνέταξαν την παραίτηση του, και έτσι κατόρθωσαν να τον διώξουν και να βάλουν στη θέση του τον 16ετή Θεοφύλακτο, που άφησε επαίσχυντη μνήμη με τη σκανδαλώδη διαγωγή του. Ο Άγιος Τρύφων αποσύρθηκε σε μονή, όπου έζησε οσιακά για άλλους τρεις μήνες και κοιμήθηκε με ειρήνη.
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἡγούμενος τῆς μονῆς Φιλοθέου Ἁγίου Ὄρους
Aνυπόδητος Συμεών βαίνων μάκαρ,
Tον πτερνίσαντα τους βροτούς πατείς όφιν.
Ὁ Ὅσιος Συμεών, ὁ καὶ «ἀνυπόδητος καὶ μονοχίτων» ἀποκαλούμενος, γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 1500 στὸ χωριὸ Βαθύρρεμα Λαρίσης, τοῦ ὁποίου σήμερα σώζονται ἐλάχιστα ἐρείπια.
Καταγόταν ἀπὸ εὐσεβὴ οἰκογένεια, ὁ δὲ πατέρας του Ἀνδρέας, ποὺ ἦταν ἱερέας, φρόντισε γιὰ τὴν κατὰ Χριστὸν ἀγωγὴ τοῦ Συμεὼν καὶ τὴ μόρφωσή του. Σὲ ἡλικία δεκαπέντε ἐτῶν ὁ Συμεὼν ἐγκατέλειψε τὴν οἰκία του κινούμενος ἀπὸ ἔνθεο ζῆλο καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν μοναχικὸ βίο. Ἀφοῦ ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν γενέτειρά του, μετέβη στὸν Ἐπίσκοπο Δημητριάδος Παχώμιο, ἱεράρχη ἐνάρετο, στὴν ἐπαρχία τοῦ ὁποίου ὑπαγόταν τότε τὸ Βαθύρρεμα. Ἐκεῖνος τὸν ἔκειρε μοναχὸ καὶ τὸν χειροτόνησε διάκονο.
Ἔπειτα ὁ Συμεὼν μετέβη στὴ μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου – Ἁγίου Δημητρίου Οἰκονομείου ἢ Κομνηνείου στὸν Κίσσαβο, ὅπου κατὰ τὸ Συναξάριο, περνοῦσε τὸν βίο του μὲ σκληραγωγία, νηστεία πολλή, ἀγρυπνία ἄμετρη, ὁλονύκτια στάση, μὴ ἔχοντας ὑποδήματα καὶ φορώντας μόνο ἕνα ἱμάτιο παλαιὸ καὶ σκισμένο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε «ἀνυπόδητος καὶ μονοχίτων».
Ἀφοῦ γιὰ μεγαλύτερη ἄσκηση, ἀναχώρησε ἀπὸ τὴ μονὴ αὐτή, μετέβη στὴ μονὴ Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Ἀπὸ τὴ μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας ἐγκαταστάθηκε ἔπειτα στὴ μονὴ Φιλοθέου, τῆς ὁποία διετέλεσε ἡγούμενος μὲ παράκληση τῶν ἀδελφῶν αὐτῆς.
Ἀπὸ ἐκεῖ ἀναγκάσθηκε νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἕνεκα ἀσέβαστης συμπεριφορᾶς τῶν μοναχῶν αὐτῆς, ἡ ὁποία ἔφθασε μέχρι τὴν φυλάκιση τοῦ Ὁσίου στὸν πύργο τῆς μονῆς καὶ ἦλθε στὸ Πήλιον ὄρος, τὸ ὁποῖο τότε καλεῖτο Ζαγόριο. Ἐκεῖ, στὴ θέση Φλαμούριο τῆς Ζαγορᾶς, ἔχτισε μονὴ πρὸς τιμὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, στὴν ὁποία καὶ μόνασε μὲ ἄλλους μοναχούς.
Ἀφοῦ ρύθμισε τὰ τῆς μονῆς καὶ κατέστησε αὐτὴν κοινόβιο εὐλαβῶν μοναχῶν, ἄφησε τὴν ἡσυχία τοῦ μοναστηριοῦ καὶ στράφηκε πρὸς τὸν κόσμο, πρὸς τοὺς ὑπόδουλους στοὺς Τούρκους Χριστιανοὺς καὶ πρὸς τὸ Γένος, ἀναλαμβάνοντας ἔργο ἱεραποστολικὸ καὶ ἐθνικό. Ἐπισκέφθηκε τὰ μέρη τῆς Ζαγορᾶς, τῶν Ἀθηνῶν, τῆς Λάρισας, τῆς Λαμίας, τῶν Γρεβενῶν καὶ τῶν Θηβῶν, διδάσκοντας τὸ λαό.
Ἀπὸ τὴν Βοιωτία, ὁ Ὅσιος Συμεὼν μετέβη στὸν Εὔριπο (Χαλκίδα). Ἐκεῖ τὸ κήρυγμά του διαβλήθηκε καὶ παρ’ ὀλίγον νὰ ὑφίστατο τὸ διὰ πυρᾶς μαρτύριο. Οἱ κατακτητὲς Τοῦρκοι φθόνησαν τὴν παρρησία τοῦ Ὁσίου, καθὼς καὶ τὶς τιμὲς καὶ τὴν εὐλάβεια ποὺ οἱ Χριστιανοὶ ἀπέδιδαν σὲ αὐτόν. Γιατί ὅλοι συνομιλοῦσαν μὲ καύχηση γιὰ τὸν Ὅσιο, δεδομένου μάλιστα ὅτι ἀσθενεῖς καὶ κλινήρεις ἐρχόμενοι πρὸς αὐτὸν θεραπεύονταν, τὸ δὲ πλῆθος ἔτρεχε πλησίον του γιὰ νὰ ἐξομολογηθεῖ καὶ νὰ ὠφεληθεῖ πνευματικά. Κατηγορήθηκε λοιπὸν ὁ Ὅσιος ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὸν Κεχαγιᾶ, δηλαδὴ τὸν ἐπίτροπο πασᾶ τοῦ Εὐρίπου, ὅτι δίδασκε καθημερινὰ τοὺς Μουσουλμάνους νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν θρησκεία τους ὡς ψευδὴ καὶ πλανημένη καὶ νὰ γίνουν Χριστιανοί.
Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ψευδοῦς αὐτῆς κατηγορίας ἦταν νὰ συλληφθεῖ ὁ Ὅσιος, νὰ ἁλυσοδεθεῖ καὶ νὰ ὁδηγηθεῖ στὸ μέσον τοῦ παζαριοῦ, ὅπου τὸ πλῆθος τῶν Τούρκων ἄρχισε νὰ συγκεντρώνει ξύλα γιὰ νὰ τὸν κάψει. Τότε ἕνας Ἄραβας καὶ μερικὲς γυναῖκες, στὸ ἄκουσμα τῆς καύσεως τοῦ Ὁσίου, ἔσπευσαν στὴν μητέρα τοῦ Κεχαγιᾶ καὶ τὴν παρακάλεσαν νὰ τὸν σώσει ἀπὸ τὸν θάνατο. Ἡ ἄμεση ἐπέμβαση τῆς μητέρας πρὸς τὸν υἱό της Κεχαγιᾶ, οἱ παραινέσεις αὐτῆς καὶ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ψεύδους, εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα νὰ κληθεῖ ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἐνώπιον τοῦ Κεχαγιᾶ πρὸς ἀπολογία. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ ἀφεθεῖ ὁ Ὅσιος ἐλεύθερος καὶ νὰ κηρύσσει πλέον ἐλεύθερα τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὴ μονή του καὶ λίγο ἀργότερα μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου συνέχισε τὸ ἔργο τοῦ κήρυκος τοῦ θείου λόγου. Ἐκεῖ βρισκόμενος, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1594. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς νήσου Χάλκης.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ροαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἐκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας καί γέγονας φωστήρ, τῆ οἰκουμένη λάμπων τοῖς θαύμασι, Συμεών Πατήρ ἡμῶν Ὅσιε, πρεύσβευε Χριστῶ τῶ Θεῶ, σωθῆναι τᾶς ψυχᾶς ἡμῶν.
Ἡ Ἁγία Ἀσυνὲθ ἡ διὰ Χριστὸν Σαλή
Ἡ Ἁγία Ἀσυνὲθ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρωσία. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῆς Ἁγίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀλπέγιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀλπέγιος ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Μπὰθ τῆς Ἀγγλίας. Ἀργότερα διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν αὐστηρότητα τοῦ βίου του καὶ τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες.
Τὸ ἔτος 984 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τοῦ Οὐΐντσεστερ, ὅπου ἀπέσπασε τὸν σεβασμὸ γιὰ τὶς πολλὲς ἀρετές του, ἰδιαίτερα δὲ γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν φιλανθρωπία του πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἐνδεεῖς. Τόσο πολὺ φρόντισε γιὰ τοὺς φτωχούς, ὥστε ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του κανένας ἐπαίτης δὲν βρισκόταν στὴν ἐπαρχία του.
Μετὰ ἀπὸ εἴκοσι δύο ἔτη ἀρχιερατείας, ἀνέλαβε, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιθυμεῖ, τὸ θρόνο τῆς Καντουαρίας κατὰ τοὺς δυσχειμέρους χρόνους τῶν Δανικῶν καὶ Νορβηγικῶν ἐπιδρομῶν. Ἔφθασε μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ προσφέρει ἑκουσίως τὸν ἑαυτό του ὡς ὅμηρο στοὺς κατακτητές, γιὰ νὰ σώσει τὸ ποίμνιό του. Ὑπέστη πολλὰ βασανιστήρια καὶ τέλος ἀποκεφαλίσθηκε τὸ ἔτος 1012.
Οἱ Ἅγιοι Ἑρμογένης, Γάϊος, Ἐξπέδιτος, Ἀριστόνικος, Ροῦφος καὶ Γαλατὰς οἱ Μάρτυρες
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων.
Ὁ Ἅγιος Βίκτωρ ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Γκλαζὼφ
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Βίκτωρ, Ἐπίσκοπος Γκλάζωφ, κατὰ κόσμον Κωνσταντίνος Ἀλεξάνδροβιτς Ὀστροβίντωφ, διετέλεσε βικάριος τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια καὶ γεννήθηκε στὶς 20 Μαΐου τοῦ 1875 στὸ χωριὸ Ζολοτόε τῆς περιφέρειας Σαρατόβσκαγια. Ὁ πατέρας του ἦταν ἱεροψάλτης καὶ ἡ οἰκογένειά του τὸν ἀνέθρεψε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου.
Ὁ Κωνσταντίνος φοίτησε ἀρχικὰ στὴν ἱερατικὴ σχολὴ τοῦ Σαράτωβ καὶ στὴν συνέχεια στὴν ἱερατικὴ ἀκαδημία τοῦ Καζάν. Φοιτητής, ἀκόμη, κείρεται μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Βίκτωρ. Τὸ ἔτος 1903 ἀποφοιτᾶ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκαδημία ὡς διδάκτωρ τῆς Θεολογίας καὶ διορίζεται ὑπεύθυνος τοῦ ναοῦ Τρόιτσκι τῆς πόλεως Χβαλίνσκ. Ἀπὸ τὸ 1905 ἕως τὸ 1908 ὁ Βίκτωρ κατέχει τὴν θέση τοῦ ἱερομονάχου τῆς ἱεραποστολῆς τῶν Ἱεροσολύμων καὶ μετὰ τὸ
1908 γίνεται ἐπιθεωρητὴς τῆς ἱερατικῆς σχολῆς τῆς πόλεως τοῦ Ἀρχαγγέλσκ.
Μετὰ ἀπὸ λίγο μετατίθεται στὴν πρωτεύουσα καὶ διορίζεται ὡς ἱερομόναχος τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ. Τὸ 1910 γίνεται ἀρχιμανδρίτης καὶ ἀναλαμβάνει καθήκοντα ἡγουμένου τῆς μονῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ζελενέτσκ, ποὺ βρίσκεται στὴν ἐπαρχία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Στὴν δύσκολη περίοδο τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, ἀπὸ τὶς 21 Φεβρουαρίου ἕως τὸν Δεκέμβριο τοῦ ἔτους 1919, ὁ ἀρχιμανδρίτης Βίκτωρ ἐκτελεῖ τὰ καθήκοντα τοῦ ὑπευθύνου τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου.
Τὸ ἔτος 1919 ὁ Ἅγιος Βίκτωρ συλλαμβάνεται στὴν Ἁγία Πετρούπολη, σὲ λίγο ὅμως ἀποφυλακίζεται. Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1920 χειροτονεῖται Ἐπίσκοπος Οὐρζούμσκι καὶ βικάριος τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια. Τὴν ἴδια χρονιὰ τὸ στρατοδικεῖο τῆς ἐπαναστάσεως τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια καταδικάζει τὸν ἀρχιερέα Βίκτωρα σὲ φυλάκιση μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου μὲ τὴν Πολωνία, ὅμως σὲ πέντε μῆνες ἀποφυλακίζεται. Λόγω τῶν ἔντονων διαδηλώσεών του συλλαμβάνεται καὶ πάλι στὶς 12 Αὐγούστου τοῦ 1922 καὶ ἐκτοπίζεται γιὰ τρία χρόνια στὴν περιοχὴ τοῦ Ναρίμ. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, τὸ ἔτος 1924, τοῦ ἀφαιρεῖται τὸ δικαίωμα παραμονῆς σὲ μεγάλες πόλεις.
Ὁ Ἐπίσκοπος ἐπιστρέφει στὴ Βιάτκα καὶ τὴν ἴδια χρονιὰ διορίζεται Ἐπίσκοπος τοῦ Γκλαζὼφ καὶ προσωρινὸς διοικητὴς τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια καὶ Ὄμσκαγια. Στὶς 14 Μαΐου τοῦ 1926 συλλαμβάνεται καὶ πάλι κατηγορεῖται γιὰ ὀργάνωση παράνομου ἐπαρχιακοῦ γραφείου καὶ ἐκτοπίζεται γιὰ τρία χρόνια μὲ ἀφαίρεση τοῦ δικαιώματος παραμονῆς, ὄχι μόνο σὲ μεγάλες πόλεις, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐπαρχία Βάτσκαγια. Ἔτσι μένει πλέον στὴν πόλη Γκλάζοβο. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1926 τοῦ ἀνατίθεται ἡ διοίκηση τῆς γειτονικῆς ἐπαρχίας Βότκινσκαγια καὶ τῆς ἐπαρχίας Ἰζέβσκαγια.
Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1927 ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ ἀπευθύνεται στὸν Μητροπολίτη Σέργιο, μὲ ἐπιστολὴ στὴν ὁποία τὸν προειδοποιεῖ γιὰ τὶς κακὲς συνέπειες τοῦ συμβιβασμοῦ μὲ τοὺς ἄθεους. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ μετατίθεται στὸ Σάντρινκ μὲ δικαίωμα διοικήσεως τῆς ἐπαρχίας Αἰκατερινμπούργκσκαγια. Ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει στὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου καὶ δὲν ἔφυγε γιὰ τὸ Σάντρινκ.
Ὁ Ἅγιος ἀπέρριπτε τὴν ἰδέα τῆς «νόμιμης ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας» μέσῳ τῆς δημιουργίας μιᾶς Κεντρικῆς Διοικήσεως ἀναγνωρισμένης ἀπὸ τὴν ἐξουσία, ἡ ὁποία δῆθεν θὰ ἐξασφάλιζε τὴν ἐξωτερικὴ ἠρεμία τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ τὸ σχέδιο ὑποταγῆς τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἐξουσία τὸ θεωροῦσε ὡς ἀλλοτρίωση καὶ μέσο τὸ ὁποῖο μετέτρεπε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ οἶκο τοῦ Θεοῦ σὲ μία κοσμικὴ ὀργάνωση τῆς ἐξουσίας.
Τὸν Μάρτιο τοῦ 1928 ὁ Ἅγιος ἀποστέλλει νέα ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς ἱερεῖς, μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς προφυλάξει ἀπὸ τὴν ἰδέα τῆς βίαιης ἑνώσεως τῆς Ἐκκλησίας (μὲ τρόπο ποὺ θὰ μετατραπεῖ σὲ κομματικὴ ὀργάνωση) μὲ τὴν κρατικὴ ἐξουσία. «Τὸ θέμα μας», ἔγραφε, «εὑρίσκεται ὄχι στὴν ἀποχώρηση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ στὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας».
Στὶς 22 Μαρτίου τοῦ 1928 συλλαμβάνεται στὸ Γκλάζωφ καὶ καταδικάζεται σὲ τρία χρόνια φυλακίσεως σὲ στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς παραμονῆς του στὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως τῆς νήσου Σολόφσκι ἐργάζεται ὡς λογιστής, λειτουργεῖ κρυφὰ καὶ χειροτονεῖ μὲ ἄλλους Ἐπισκόπους, Ἀρχιερεῖς γιὰ τὴν Ἐκκλησία.
Σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τοῦ στρατοπέδου ἀπαγορευόταν ἡ μακριὰ ἐνδυμασία καὶ ὅλοι οἱ κρατούμενοι ἔπρεπε νὰ κουρευτοῦν. Ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει σὲ αὐτὴ τὴ διάταξη. Ἔτσι τὸν ἔκλεισαν στὴν ἀπομόνωση, διὰ τῆς βίας τὸν ξύρισαν καὶ ἔκοψαν τὰ μαλλιά του τραυματίζοντας τον στὸ πρόσωπο, καὶ κόντυναν τὰ ἐνδύματά του.
Τὸ ἔτος 1931, μετὰ τὴν ἀποφυλάκισή του, διαμένει στὸ χωριὸ Οὔστ – Τσίλμα τῆς βόρειας Ρωσίας. Ὅμως σὲ μερικοὺς μῆνες, τὸ 1932, συλλαμβάνεται πάλι καὶ ἐξορίζεται αὐτὴ τὴν φορὰ στὴν Αὐτονομία τῶν Κόμι, στὴ Σιβηρία. Ἐδῶ, στὸ χωριὸ Νέριτσα, ἔζησε τρία χρόνια. Ὁ Ἅγιος βοηθοῦσε τοὺς χωρικοὺς στὶς δουλειὲς καὶ συζητοῦσε μαζί τους γιὰ τὴν πίστη. Συχνὰ ἀπομακρυνόταν στὸ δάσος καὶ προσευχόταν.
Ἀγωνιζόμενος γιὰ τὴν ἀλήθεια ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ δέχθηκε ὅλα τὰ βάσανα μὲ πνευματικὴ χαρὰ καὶ ὑπομονή, μιμούμενος τοὺς Μάρτυρες τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καὶ διατηρώντας μία ἀξιοθαύμαστη πνευματικὴ ἠρεμία καὶ εἰρήνη.
Κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1934 ἀπὸ πνευμονία.
Στὶς 18 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 1997 τὰ ἱερὰ λείψανά του βρέθηκαν ἄφθαρτα στὸ κοιμητήριο τοῦ χωριοῦ Νέριτσα, παρόλο ποὺ ἔμειναν ἐνταφιασμένα σὲ βαλτῶδες ἔδαφος περὶ τὰ ἑξήντα τρία χρόνια. Μεταφέρθηκαν στὴ Μόσχα καὶ στὶς 2 Δεκεμβρίου τοῦ 1997 πραγματοποιήθηκε ἡ ἐπίσημη μετακομιδὴ τους στὸ γυναικεῖο μοναστήρι τῆς πόλεως Βιάτκα.
Ὁ Ὅσιος Σεβαστιανὸς τοῦ Καραγκάντα
Ὁ Ὅσιος Σεβαστιανὸς τοῦ Καραγκάντα, κατὰ κόσμον Στέφανος Βασίλεβιτς Φομίν, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1884 στὴν ἐπαρχία Ὀρὲλ τῆς Ρωσίας. Τὸ 1906 εἰσῆλθε στὴ μονὴ τῆς Ὄπτινα καὶ ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Σεβαστιανός. Τὸ 1923 χειροτονήθηκε διάκονος καὶ τὸ 1927 πρεσβύτερος. Διακόνησε στὴν περιοχὴ Καραγκάντα τοῦ Καζακστὰν καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1966.
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Μωυσῆ τοῦ Θαυματουργοῦ
Τὴν ἡμέρα αὐτὴ τιμᾶται ἡ μνήμη τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Μωυσέως, Ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας, τοῦ Θαυματουργοῦ. Ἡ κυρίως μνήμη τοῦ Ἁγίου τιμᾶται τὴν 25η Ἰανουαρίου. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Όσιοι Απόστολος και Θεοχάρης οι αυτάδελφοι
Αδελφὰ Θεόχαρες σὺν ̓Αποστόλῳ
̓Εν γῇ ἐν πόλῳ τε φρονεῖτε σωφρόνως.
Θεόχαρες τέρφθητι χαρὰν τὴν θείαν
Σὺν ̓Αποστόλῳ ἐν πόλῳ σελασφόρῳ
Θεοχάρους τε Αποστόλοιο ἀθλοσύνην ἀείδω.
Σε
κάθε εποχή ο Θεός αναδεικνύει αγίους ανθρώπους οι οποίοι αν και ζουν
στις ίδιες συνθήκες ζωής με όλους τους άλλους συνανθρώπους τους, οι
ίδιοι «αγωνιζόμενοι τον καλόν αγώνα της πίστεως», φωτίζουν ως
πνευματικοί φάροι τον κόσμο τον οποίο και διακονούν εν ονόματι του
Κυρίου μας.
Σε
μια εποχή δύσκολη για όλο το γένος μας (τέλος του 18ου αρχές του 19ου
αιώνα μ.Χ.) ο Θεός έδωσε την ευλογία Του στην πόλη της Άρτας να
γεννηθούν, να ζήσουν, να ασκηθούν, να διδάξουν και να αγιάσουν δύο κατά
σάρκα αδέλφια οι όσιοι Θεοχάρης και Απόστολος.
Οι
Όσιοι αυτάδελφοι Θεοχάρης και Απόστολος ήταν παιδιά του ευσεβή ιερέα
Γεωργίου Ντούϊα, εφημέριου του Ιερού Ναού της Αγίας Σοφίας Άρτας, και
της ενάρετης πρεσβυτέρας Φωτεινής. Ο Θεός τους χάρισε τρεις γιους (ο
τρίτος λεγόταν Κωνσταντίνος), τους οποίους ανάθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καὶ
νουθεσίᾳ Κυρίου».
Φρόντισαν
πρώτα απ’όλα να γίνουν άνθρωποι του Θεού και η πορεία της επίγειας ζωής
τους να είναι και πορεία προς τον ουρανό και τον αγιασμό τους.
Παράλληλα ενδιαφέρθηκαν να μορφώσουν τα παιδιά τους με την όποια
καλύτερη παιδεία υπήρχε στην πόλη την εποχή εκείνη.
Ο
μεγαλύτερος γιος τους ο Θεοχάρης (γεννήθηκε γύρω στα 1760 μ.Χ.) διέθετε
μεγάλη έφεση για τα γράμματα. Διδάχθηκε την «θύραθεν σοφία» στην
περίφημη τότε σχολή της Άρτας, τη σχολή Μανολάκη Καστοριώτη. Εκεί την
εποχή εκείνη δίδασκε ο μεγάλος δάσκαλος και ιεροψάλτης, Δημήτριος
Οικονομόπουλος Βενδραμής από το Μεσολλόγι. Στη σχολή διδάσκονταν ο όσιος
Θεοχάρης, αλλά ο ίδιος με την αγία του ζωή και τις θεόπνευστες
παραινέσεις δίδασκε τους συμμαθητές του, πολλοί από τους οποίους
παρακινήθηκαν και έγιναν ιερείς και μοναχοί. Από την ηλικία αυτή
φανερώθηκε η δύναμη και η πειθώ του λόγου του Αγίου, αφού έβγαινε φυσικά
από μια καρδιά που τη φλόγιζε η αγάπη του Θεού.
Τον δε «ἁπλὸ καὶ ἀκέραιον στὴν ψυχὴ» Απόστολο ανέλαβε ο ίδιος ο πατέρας του.
Τα
δύο αδέλφια ο Θεοχάρης και ο Απόστολος είχαν ιδιαίτερη έφεση και αγάπη
προς την εκκλησιαστική ζωή και με ιδιαίτερη ταπείνωση και επιμέλεια
διακονούσαν τον ιερέα πατέρα τους στα λειτουργικά του καθήκοντα.
Παράλληλα όλη η οικογένεια ήταν ανεξάντλητη πηγή αγάπης και προσφοράς,
υλικής και πνευματικής προς τους συνανθρώπους και τους ενορίτες τους.
Η
χαρά των γονιών ήταν μεγάλη για την πρόοδο και την καλλιέργεια των
παιδιών τους. Η καρδιά του ευλαβέστατου ιερέα σκιρτούσε από την επιθυμία
και την προσδοκία να δει και να απολαύσει τους δυο γιους του
λειτουργούς στο άγιο και υπερουράνιο θυσιαστήριο. Τέτοια άγια φιλοδοξία
είχε ο ενάρετος ιερέας! Πραγματικά με πολλή προσοχή έκανε την πρόσκληση
στα δυο του παιδιά να γίνουν ιερείς ό,τι πιο ευλογημένο και άγιο μπορεί
να υπάρξει επί της γης. Πλήρωσε μάλιστα και τα εμβατίκια (χρηματικά ποσά
προς τον Αρχιερέα, για την χειροτονία και τοποθέτηση σε ιερέα σε
συγκεκριμένο ναό) στην Μητρόπολη Άρτης για να χειροτονηθούν τα παιδιά
του ιερείς στον ναό της Αγίας Σοφίας που και ο ίδιος ιερουργούσε.
Η
απάντηση των σοφών νέων ήταν: «Μη βιάζεσαι πατέρα. Έχει ο Θεός».Έβλεπαν
οι Άγιοι το ύψος και το μεγαλείο της Ιερωσύνης του Χριστού και δεν
έσπευδαν, αλλά όπως και οι μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας μας απέφευγαν
με δέος και ευλάβεια τη μεγάλη αυτή τιμή.
Ο
ευλογημένος ιερέας ήθελε ο πρώτος γιος του ο Θεοχάρης να νυμφευθεί
πρώτα και μετά να ιερωθεί. Ο Θεός όμως είχε άλλα αποφασίσει γι' αυτόν. Ο
Θεοχάρης είχε ήδη πάρει την απόφαση να ακολουθήσει το αγγελικό
πολίτευμα, δηλαδή το δρόμο της ασκήσεως και της μοναχικής πολιτείας και
αντέλεγε με πολύ σεβασμό: «επιθυμώ όταν τελειοποιήσω τις σπουδές μου και
έλθω στη νόμιμη ηλικία, εκείνο το οποίο η Θεία Πρόνοια με φωτίσει,
εκείνο και θα πράξω».
Μαζί
με τους γονείς καμάρωνε και ο Μητροπολίτης την πρόοδο των νέων αυτών
και προσδοκούσε να λαμπρύνουν την τοπική Εκκλησία με την απόφασή τους να
ιερωθούν.
Όταν
τελείωσε τις σπουδές του ο Θεοχάρης, η οικογένεια του σεβαστού Ιερέα
Γεωργίου Ντούϊα, κατά παραχώρηση Θεού, δοκιμάστηκε. Εκοιμήθησαν εν Κυρίῳ
και οι δύο γονείς, ο ιερέας Γεώργιος και η πρεσβυτέρα Φωτεινή. Έφυγαν
όμως ειρηνικοί απ' τον κόσμο αυτό γιατί όσο μπόρεσαν έκαναν το χρέος
τους προς τον Θεό και τους συνανθρώπους τους αφήνοντας πίσω στα παιδιά
τους μια σημαντική περιουσία και κληρονομιά.
Και
η περιουσία αυτή, που μπόρεσαν και μετέδωσαν στα παιδιά τους, ήταν η
αληθινή και γνήσια πίστη τους, η αγία ζωή τους και η κατά Θεόν πορεία
πάνω στις αξίες της πίστεως και της πατρίδας.
Ο
Θεοχάρης και ο Απόστολος, σαν μεγαλύτεροι αδελφοί, μετά τον θάνατο των
γονέων τους φρόντισαν τον μικρότερο αδελφό τους Κωνσταντίνο. Όταν
ανδρώθηκε φρόντισαν να νυμφευθεί. Από το γάμο αυτό με την Σωσσάνη
απέκτησε δύο γιους, τον Γεώργιο και τον Θεοχάρη. Οι ίδιοι, αφού
αποκατέστησαν τον αδελφό τους Κωνσταντίνο στο πατρικό τους σπίτι,
αποσύρθηκαν σε ένα μικρό σπιτάκι κοντά στο ναό της Αγίας Σοφίας
«απαρνηθέντες τα εγκόσμια».
Τα
δύο αδέλφια απερίσπαστα πια από τα του κόσμου, ρίχνονται με θάρρος και
γενναιότητα σε μεγάλους ασκητικούς αγώνες. Η αδιάλειπτη προσευχή, η
μελέτη του λόγου του Θεού, η ολονύκτια στάση, η ψυχοτρόφος νηστεία, η
σιωπή και η εγκράτεια, η μετάνοια και η ολόθερμη αγάπη προς τον Θεό ήταν
η καθημερινή τους πράξη και ζωή.
Η
τροφή τους ήταν λιτή αποτελούμενη από ψωμί και νερό που έπιναν μετά τη
δύση του ηλίου. Μερικές φορές έτρωγαν και λίγα φρούτα. Ο πρώτος
βιογράφος τους, αρχιμανδρίτης Κωνστάντιος ηγούμενος της Ιεράς Μονής Κάτω
Παναγιάς, αναφέρει ότι το ψωμί το έβαζαν σε ένα πήλινο σκεύος με μικρό
άνοιγμα (ίσα που να χωρεί το ένα χέρι) για να υπογραμμίσει το λιτόν της
τροφής τους. Αλλά και όταν κάποιοι ευσεβείς και ελεήμονες χριστιανοί
τους πήγαιναν φαγητά, αυτοί με ευχαρίστηση, ευγένεια και πολλές ευχές τα
δέχονταν, όχι για να τα γευτούν οι ίδιοι - ούτε κατ΄ελάχιστον - αλλά
για να ελεήσουν πολλούς συνανθρώπους τους που βρίσκονταν σε ανέχεια και
δύσκολη θέση. Μάλιστα για να τους πείσουν να τα πάρουν τους έλεγαν ότι
αυτοί έφαγαν αρκετά και αυτά που τους προσφέρουν ήταν τα υπόλοιπα.
Φυσικά όλους τους υποχρέωναν να μην αναφέρουν πουθενά την πράξη τους
αυτή.
Ενώ
δεν είχαν μοναχικό σχήμα και δεν είχαν καρεί μοναχοί έκαναν και
τηρούσαν με ακρίβεια τον κανόνα του μεγαλόσχημου μοναχού. Κοινωνούσαν
των αχράντων μυστηρίων μία φορά την εβδομάδα και ακολουθούσαν τη ζωή και
το παράδειγμα των πατέρων και ασκητών της εποχής τους το πνεύμα των
οποίων πέρασε σ' αυτούς και με τη διδασκαλία του Αγίου Κοσμά του
Αιτωλού.
Από
το μικρό σπιτάκι τους δεν έβγαιναν παρά μόνο όταν είχαν απόλυτη ανάγκη
και όταν η αγάπη προς τον πλησίον τους, υποχρέωνε σε διακονία και
προσφορά. Έτσι ο Θεοχάρης δίδασκε τα πρώτα γράμματα στα Αρτηνόπουλα στο
μικρό και χαριτωμένο εκκλησάκι της Παναγίας της Κασσοπίτρας (Κασσιόπης)
μέχρι το 1818 μ.Χ. Εκεί δεν τους μάθαινε μόνο ξερά γράμματα και δεν τους
μετέδιδε μονάχα στείρες γνώσεις αλλά έπλαθε κυρίως την ψυχή τους
ποτίζοντάς τα με το καθάριο νερό της πίστεως και του Ευαγγελίου και
ανάβοντας μέσα τους την αγάπη προς την έρμη και δούλα πατρίδα. Δεν είναι
τυχαίο ότι απ΄αυτόν τον δάσκαλο βγαίνει σπουδαίος μαθητής, ο εθνεγέρτης
και αρχηγός της Φιλικής Ετερείας, ο εκ Κομποτίου Νικόλαος Σκουφάς.
Αλήθεια ποιος μπορεί να μετρήσει τους παλμούς της καρδιάς δασκάλου και
μαθητή μέσα στη διαδικασία μετάγγισης ζωής; Ποιος μπορεί να
σκιαγραφήσει, έστω και κατ΄ολίγον, τι συνέβαινε στην ψυχή του νεαρού
Σκουφά, ακούγοντας το φλογερό δάσκαλο;
Σημαντικό
το έργο του οσίου Θεοχάρη και μεγάλη η πνευματική ωφέλεια του Αρτηνού
λαού από τις θεόπνευστες επίσης ομιλίες του στο μονύδριο των Αγίων
Αναργύρων.
Ο
Όσιος Θεοχάρης προσέφερε αφιλοκερδώς και ακούραστα τις υπηρεσίες του
στην Μητρόπολη Άρτης όταν Αρχιερατικός επίτροπος ήταν ο ηγούμενος της
Ιεράς Μονής Θεοτοκίου Βενέδικτος «ο μεγαλοπρεπής και ελεήμων». Ο
Βενέδικτος εκτιμώντας την μεγάλη αυτή και αγία προσωπικότητα τον κάλεσε
να εργαστεί ως γραμματέας του. Ο Θεοχάρης παρά το φόρτο και τον κόπο της
εργασίας αυτής ουδέποτε παραπονέθηκε και αρνήθηκε κάτι, παρά μόνο σε
περιπτώσεις διαζυγίου, αφωρισμού και τιμωρίας ιερέα. Η αγία του ψυχή και
η συνείδησή του δεν το άντεχε, γι' αυτό προσποιούνταν τον άρρωστο και
κατέφευγε στο αγαπητό του κελλί όπου έβρισκε παρηγοριά στην προσευχή του
Ιησού και στις πολυάριθμες μετάνοιες.
Ο
Βενέδικτος μετά από πολλές παρακλήσεις του Αγίου, κατάλαβε ότι ο
Θεοχάρης δεν ήταν γι' αυτή τη δουλειά και τον απάλλαξε από τα καθήκοντά
του δίνοντας το χρόνο όλο για προσευχή και μελέτη του λόγου του Θεού και
των αγίων Πατέρων.
Στην ασκητική αυτή πορεία, συνοδοιπόρος και συνασκητής ο άγιος Απόστολος αδελφός κατά σάρκα και πνεύμα του Οσίου Θεοχάρη.
Οι
Αυτάδελφοι όσιοι αγάπησαν πλήρως τώρα τον μονήρη βίο. Μόνο ο Απόστολος
έβγαινε από το μικρό ασκηταριό που βρίσκονταν στην καρδιά της πόλης για
να ψωνίσει τα αναγκαία και να καλλιεργήσει το μικρό αμπέλι τους.
Αναφέρεται
επίσης ότι οι άγιοι είχαν δύο στάμνες (πήλινα δοχεία) για νερό. Κατά τη
νύκτα πήγαιναν τη μία στάμνα στο πηγάδι που τη γέμιζαν οι γυναίκες την
ημέρα. Το βράδυ πήγαινε ένας απ΄αυτούς την έπαιρνε και άφηνε για γέμισμα
την άλλη στάμνα. Κι αυτό το έκαμαν γιατί ήταν εραστές της ησυχίας και
της προσευχής. Με αυτή τους τη στάση και προσευχή συμπαραστάθηκαν
δυναμικά στο λαό της πόλης κατά τη διάρκεια των μεγάλων και θανατηφόρων
επιδημιών πανώλης (πανούκλας) που ενέσκυψαν στην Άρτα, η πρώτη στις 2
Μαΐου του 1816 μ.Χ. και η δεύτερη το 1823 μ.Χ.
Οι
δύο αδελφοί δεν απομακρύνθηκαν από την πόλη αλλά νυχθημερόν κλεισμένοι
στο ερημητήριό τους προσεύχονταν μέχρι που ο Θεός και διά πρεσβειών του
Αγίου Βησσαρίωνος, του οποίου την κάρα έφεραν και λιτάνευσαν οι Αρτηνοί,
απομάκρυναν το θανατικό και ο λαός ξαναγύρισε στα σπίτια τους. Με τη
στάση τους αυτοί οι άγιοι αυτάδελφοι έδωσαν δύναμη και κουράγιο στους
κατοίκους της πόλης οι οποίοι πλέον με πολύ σεβασμό τιμούσαν αυτούς.
Οσίας και φιλόθεας ζωής και το τέλος οσιακό και ειρηνικό έρχεται.
Ο
Θεοχάρης προγνωρίζει την ώρα του θανάτου και παρακαλεί τον αυτάδελφό
του και συναθλητή Απόστολο να ειδοποιήσει τον ιερέα να έλθει να τον
κοινωνήσει την δωδεκάτη μεσημβρινή ώρα της Μεγάλης Παρασκευής. Ο ιερέας
με θλίψη και σεβασμό έρχεται στο μικρό σπιτάκι όπου ο όσιος Θεοχάρης με
ιδιαίτερη ευλάβεια κοινωνεί για τελευταία φορά τα Άχραντα Μυστήρια. Μετά
δίνει τις τελευταίες οδηγίες και επιθυμίες στον «ἁπλοῦν καὶ ἀκέραιον τῇ
ψυχῇ Ἀπόστολον».
Τον
παρακαλεί πρώτα πρώτα να συνεχίσει με τον ίδιο ζήλο την ίδια φιλόθεη
και φιλάνθρωπη ασκητική ζωή. Επιθυμία του είναι στην κηδεία του να
παραστεί ο Μητροπολίτης Άρτης, να ενταφιασθεί στον ναό των Αγίων
Αναργύρων και ουδέποτε να γίνει ανακομιδή των λειψάνων του. Την οικεία
του τέλος δωρίζει στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας όπου εφημέρευε ο
πατέρας του και όπου εκεί ο ίδιος είχε τις πρώτες και σημαντικές
πνευματικές εμπειρίες.
Η
αγγελία του θανάτου του την Μεγάλη Παρασκευή του 1828 μ.Χ. προκάλεσε
οδύνη και θλίψη στον αρτηνό λαό που με σεβασμό και ευλάβεια έτρεξαν
άπαντες στην εξόδιο ακολουθία του στην οποία χοροστάτησε ο Σεβασμιώτατος
Μητροπολίτης Άρτης Νεόφυτος. Ο Νεόφυτος με λόγια απλά και συγκινητικά
εκφώνησε επικήδειο λόγο, ανέφερε τις αρετές, την πίστη και την ασκητική
ζωή του Θεοχάρους και προέτρεψε τους πιστούς να μιμηθούν την αγία του
ζωή. Ο ίδιος ευχήθηκε για τον εαυτό του να τύχει τέτοιας μεγάλης
ευλογίας και να πεθάνει τέτοια μεγάλη μέρα. Πραγματικά την άλλη χρονιά,
το 1829 μ.Χ., την Μεγάλη Παρασκευή εξεδήμησε προς Κύριον και ο σεμνός
αυτός Ιεράρχης.
Στην
κηδεία του Οσίου συνέβησαν «εξαίσια και μεγάλα θαύματα». Οι τέσσερις
λαμπάδες του νεκροκρέβατου κατά την νεκρική πομπή ενώ ήταν σβησμένες,
άναψαν, και άρρητη ευωδία σκόρπισε το άγιο σκήνωμά του. Η ευωδία αυτή
πλημμύρισε και το ναό των αγίων Αναργύρων αλλά και το μικρό σπιτάκι που
ζούσε ο Άγιος. Άλλη μαρτυρία επίσης αναφέρει, ότι κατά την ώρα της
εξοδίου ακολουθίας, άναψαν από μόνα τους τα κεριά του πολυελαίου των
Αγίων Αναργύρων, θαύμα και πιστοποίηση από το Θεό της αγίας και φωτεινής
ζωής του.
Ο Άγιος ενταφιάσθηκε στο κοιμητήριο των Αγίων Αναργύρων, στο χώρο μπροστά από την είσοδο της νότιας πλευράς του ναού.
Κατά
το 1866 μ.Χ. όταν ηγούμενος του μονυδρίου ιερομόναχος Κορνήλιος,
ανακαίνισε το μονύδριο, βρήκε στο χώρο αυτό κάτω από μια πλάκα
σκεπασμένη την «χαριτόβρυτον αὐτοῦ κάραν πνέουσαν ἄρρητον εὐωδίαν». Αφού
την προσκύνησε ευλαβικά την κάλυψε όπως αρχικά ήταν, σεβόμενος την
επιθυμία του Αγίου. Έτσι ο χώρος της ταφής του αγίου παραμένει μέχρι
σήμερα απείρακτος.
Ο
Απόστολος συνέχισε να ζει σύμφωνα με τις τελευταίες υποθήκες του
μεγαλυτέρου αδελφού του. Μοναχικά, ασκητικά, φιλάνθρωπα και
εκκλησιαστικά. Καθημερινά φρόντιζε να συμπαρίσταται στους πάσχοντας
συναθρώπους και η ελεημοσύνη προς όλους ήταν υποδειγματική. Κοντά του οι
κατατρεγμένοι, τα ορφανά και οι φτωχοί έβρισκαν παρηγοριά και ελπίδα.
Δεκαεπτά
χρόνια ζει μετά την κοίμηση του αγίου αυταδέλφου του Θεοχάρη, κοντά
στον άλλο τους αδελφό Κωνσταντίνο την ίδια θεοφιλή ζωή.
Όταν
και ο ίδιος προείδε το τέλος του παρακάλεσε τον αδελφό του να ταφεί
χωρίς τιμές στο κοιμητήριο της Αγίας Σοφίας. Πραγματικά όταν παρέδωσε
την ψυχή του στον Κύριο κατά το έτος 1845 μ.Χ., το λέιψανό του
ενταφιάσθηκε στο κοιμητήριο της Αγίας Σοφίας στο χώρο πίσω από το ιερό
Βήμα του ναού. Τρεις μέρες μετά το θάνατο του Οσίου Αποστόλου ευσεβείς
γυναίκες πήγαν στον τάφο - όπως είναι συνήθεια μέχρι σήμερα - να ρίξουν
νερό και να τον καλλωπίσουν. Έκπληκτες βρέθηκαν μπροστά σ΄ένα απρόσμενο
θέαμα. Βρήκαν «ἐκφυὲν εἰς τὸ μέσον τοῦ τάφου πρωτοφανὲς θαυμάσιον ἄνθος
ἐκπέμπον ἄρρητον εὐωδίαν», πράγμα που φανέρωνε εκ Θεού την αγιότητα του
οσίου Αποστόλου.
Η
μνήμη των οσίων αυταδέλφων παρέμεινε ανεξάληπτη στους κατοίκους της
πόλεως της Άρτας οι οποίοι από την ημέρα του θανάτου τους, τους τιμούσαν
ως Αγίους μνημονεύοντάς τους κατά την Τετάρτη της Διακαινησίμου
Εβδομάδος (Πάσχα).
Με
τις ενέργειες του αειμνήστου ιερέως Σταύρου Παπαχρήστου, Εφημερίου του
ιερού ναού της Αγίας Σοφίας, καθιερώθηκε επίσημα η γιορτή τους.
Η μνήμη τους σήμερα τελείται πάνδημα και μεγαλόπρεπα την Κυριακή των Μυροφόρων στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν
κλεινῶν αὐταδέλφων τὴν δυάδα τιμήσωμεν, τὸν θεοειδῆ Θεοχάρην καὶ τὸν
σύμπνουν ̓Απόστολον· ὁσίαν γὰρ ἀνύσαντες ζωήν, ̔Αγίων ἠριθμήθησαν
χοροῖς, καὶ πρεσβεύουσιν ἀπαύστως ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν ἐκβοώντων πάντοτε· δόξα
τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ δοξασθέντι δι ̓ ὑμῶν,
ἐσχάτοις ἔτεσιν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θεἶα
θρέμματα ὢφθητε Ἄρτης, καί κειμήλια ἠθῶν ὁσίων, ὧ Θεόχαρες σοφὲ καὶ
Ἀπόστολε· ἐν ἀρεταῖς γὰρ ἐνθέοις ἐμπρέψαντες, τῆς τῶν Ἁγίων τιμῆς
ἠξιώθητε. Ἀλλ' αἰτήσασθε, Αὐτάδελφοι παμμακάριστοι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ
μέγα ἕλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν
αὐταδέλφων τὴν ὁσίαν δυάδα, ἀνευφημήσωμεν ἐν ὕμνοις ἐνθέοις, σὺν
Θεοχάρει τὸν κλεινὸν ̓Απόστολον· οὗτοι γὰρ βιώσαντες, τῶν ̔Αγίων τὸν
βίον, ῞Αγιοι ἐδείχθησαν, καὶ Χριστοῦ κληρονόμοι· οἷς καὶ βοῶντες εἴπωμεν
πιστοί· χαίρετε ῎Αρτης, βλαστοὶ εὐθαλέστατοι.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸν
ἀγαπήσαντες, τῶν ἀγαθῶν τὴν πηγὴν, ζωήν ἀνεπίληπτον, ὁμοφωνίᾳ ψυχῆς,
πιστῶς ἐβιώσατε· ὅθεν τῷ ούρανίῳ μεταστάντες νυμφῶνι, Θεόχαρες Θεοφόρε·,
καῖ Ἀπόστολε μάκαρ, πρεσβεύσατε ἡμῖν δοῦναι, χάριν καὶ ἒλεος.
Ὁ Οἶκος
Εὐαγγελίου
τοῦ Χριστοῦ. τοὺς νόμους ἐκπληροῦντες, ᾶγίαν ἔζησαν ζωὴν, ἐν μέσῳ
τύρβης κοσμικῆς, αὐτάδελφοι οἰ θεῖοι· τὸ ἓν γὰρ Φρονήσαντες μιᾷ προθέσει
ἀληθεῖ, ὅσα εὔφημα καί σεμνὰ, ὅσα δίκαια καί ἁγνὰ, ἐνεκολπώθησαν
προθύμως. ἅπαν πρόσολον καί γεῶδες νόημα ἀποβάλλοντες· ἐντεῦθεν ἐν
νηστείᾳ διηνεκεῖ, καὶ ἀγρυπνίᾳ συντόνῳ καὶ εὐχῇ ἀκαταπαύστῳ, ἡσύχως
διαβιοῦντες, τὸν ἐν Αγίοις ἀναπαυόμενον, ἁγιοπρεπῶς ἐδόξασαν Λόγον ᾧ καί
πρεσβεύουσιν ὑπὲρ ἡμῶν τῶν βοώντων αὐτοῖς συμφώνως· χαίρετε Ἄρτης
βλαστοὶ εὐθαλέστατοι.
Μεγαλυνάριον
Σύμψυχοι
ὁμότροποι ἀδελφοί, Θεόχαρες μάκαρ Καὶ Ἀπόστολε ἀληθῶς, ῶφθητε ἐν Ἄρτῃ,
βιώσαντες ὁσίως· διὸ τῆς τῶν Ἁγίων δόξης ἐτύχετε.
Σύναξις Πάντων τῶν Σιναϊτῶν Ἁγίων
Θεοεικέλους Σιναΐτας Ὁσίους,
Καὶ Ἀθλητὰς ἄσμασι κοινοῖς δει μέλπειν.
Το
Σιναϊτικό Αγιολόγιο περιλαμβάνει σπουδαίες επώνυμες και ανώνυμες μορφές
που έδρασαν τόσο κατά την περίοδο της Παλαιάς όσο και της Καινής
Διαθήκης. Στο Αγιολόγιο αυτό περιλαμβάνονται εκείνοι για τους οποίους
διατηρήθηκαν μαρτυρίες και βάσει αυτών αναγνωρίσθηκαν Άγιοι. Πρόκειται
για εκατόν ογδόντα μία άγιες μορφές, των οποίων η μνήμη εορτάζεται
συνολικά κατ΄ έτος την Τετάρτη της Διακαινησίμου, ημέρα αφιερωμένη στην
«Σύναξη πάντων των Σιναϊτών Αγίων». Το Ησυχαστήριο μάλιστα της Τάρφας
τιμάται στην εορτή της Συνάξεως των Σιναϊτών Αγίων.
Από
τις μορφές αυτές έξι συνδέονται με την Παλαιά Διαθήκη και είναι κυρίως
γνωστές από το βιβλίο της Εξόδου όπου περιγράφεται η φυγή των Εβραίων
από την Αίγυπτο προς τη γη της Επαγγελίας. Οι υπόλοιπες μορφές
συνδέονται με την περίοδο της Καινής Διαθήκης και έζησαν από τον 3ο
αιώνα έως τις ημέρες μας.
Οι Άγιοι που εορτάζουν είναι:
Α) Ααρών Προφήτης, αδελφός Προφήτου Μωϋσέως.
Β) Αβραάμιος όσιος δενδρίτης.
Γ) Αικατερίνα μεγαλομάρτυς, πολιούχος Ι. Μ. Σινά.
Δ) Αμμούν όσιος αββάς Ραϊθούς.
Ε) Αναστάσιος ηγούμενος Ι. Μ. Σινά, και Πατριάρχης Αντιοχείας ομολογητής.
Στ)
Αναστάσιος Ιερομάρτυς διάδοχος στην ηγουμενία και στην πατριαρχεία του
άνωθεν μνημονευθέντος και σφοδρού πολεμίου των Μονοφυσιτών.
Ζ) Αναστάσιος όσιος Ραϊθούς.
Η) Αναστάσιος όσιος ασκητής, συγγραφεύς των: Διηγήσεων περί των Σιναϊτών Πατέρων.
Θ) Ανατόλιος Όσιος εκ Ραϊθώ, Ιεροσολυμίτης.
Ι) Ανωνύμων οσιομαρτύρων των εν Σινά και Ραϊθώ αναιρεθέντων.
Ια) Ανωνύμων δυο οσίων αυταδέλφων διδύμων, εκ Κωνσταντινουπόλεως.
Ιβ)
Ανωνύμων τριών, των οποίων Φαρανίτες ψαράδες, βρήκαν σε σπήλαια τα άγια
λείψανά τους, τα οποία κατέπαυσαν τον κλύδωνα της θάλασσας.
Ιγ) Ανωνύμων οσίων αοράτων ασκητών της ερήμου Σίδδης.
Ιδ) Ανωνύμων οσίων δύο ευγενών αυταδέλφων ασκητών.
Ιε) Ανωνύμου οσίου δενδρίτου ασκητού.
Ιστ) Ανωνύμου οσίου ασκητού της ερήμου Σίδδης.
Ιζ) Ανωνύμου οσίου γυμνητεύοντος ασκητού.
Ιη) Ανωνύμου μάρτυρος, γόνου της Φαράν, εκ των αναιρεθέντων.
Ιθ) Βενιαμίν αββά Αιλίμ, οσιομάρτυρος εκ των αναιρεθέντων.
Κ) Γαλακτίωνος Μάρτυρος.
Κα) Γεωργίου Οσίου, μαθητή Οσίου Ιωσήφ Ραϊθηνού.
Κβ) Γεωργίου Οσίου Αρσελαΐτου, ηγουμένου Σινά, και θαυμαστώς τους πίθους της Μονής ελαίου γεμίσαντος.
Κγ) Γεωργίου ηγουμένου Σινά, αδελφού Ιωάννου Κλίμακος.
Κδ) Γεώργιος Όσιος Βυζάντιος, του ασκήσαντος εν τινί νήσω της Ερυθράς.
Κε) Γεώργιος Όσιος Φαραωνίτης, μαθητής του άνωθεν Γεωργίου.
Κστ) Γεώργιος Όσιος Γαδημήτης.
Κζ) Γρηγόριος Όσιος Σιναΐτης.
Κη) Δανιήλ Όσιος Φαραωνίτης.
Κθ) Δόμνος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Λ) Δουλάς Όσιος ηγούμενος Σινά.
Λα) Δουλάς Όσιος πρεσβύτερος, ηγούμενος Σινά.
Λα) Ελένη Ισαπόστολος, της κτισάσης ναό επί της Βάτου
Λβ) Ελισσαίος Όσιος Αρμένιος.
Λγ) Επιστήμη Μάρτυς.
Λδ) Επιφάνιος Όσιος έγκλειστος.
Λε) Ευθύμιος πατριάρχης Ιεροσολύμων.
Λστ) Ευσέβιος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Λζ) Ζαχαρίας Όσιος, ο ασκήσας εν Σινά και εν Γεράροις.
Λη) Ζήνων Όσιος σημειοφόρος.
Λθ) Ηλίας Προφήτης.
Μ) Ηλίας Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Μα) Ησαΐας Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Μβ) Ησύχιος Όσιος Χωρηβίτης.
Μγ) Ησύχιος Όσιος, ηγούμενος μονής του Βάτου.
Μδ) Θεόδουλος Όσιος, γιός Οσίου Νείλου Σιναΐτου.
Με) Θεόδουλος πρεσβύτερος, Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Μστ) Ιγνάτιος Όσιος, ιερομόναχος και πνευματικός, εκ Ρεθύμνου.
Μζ) Ιερεμίας Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Μη) Ιησούς του Ναυή.
Μθ) Ιουλιανός Όσιος ο απλός, ο εν τη Αγία Κορυφή ασκήσας.
Ν) Ιουστινιανός Όσιος ο βασιλόπαις, ο τη σιωπή ασκήσας.
Να) Ισαάκ Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Νβ) Ιωάννης Όσιος της Κλίμακος.
Νγ) Ιωάννης Όσιος ό Κίλικας, ηγούμενος Ραϊθούς.
Νδ) Ιωάννης Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Νε) Ιωάννης αρχιεπίσκοπος Σινά, Ιερομάρτυς, εξ Αθηνών.
Νστ) Ιωάννης Όσιος Σαββαΐτης.
Νζ) Ιωσήφ Όσιος Ραϊθούς.
Νη) Λογγίνος ή Ίσαυρος, Όσιος ο πνευματοφόρος, ηγούμενος Σινά.
Νθ) Μακάριος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Ξ) Μαριάμ, αδελφή Προφήτου Μωϋσέως.
Ξα) Μαρίνα Οσία Ραϊθούς.
Ξβ) Μάρκος Όσιος, μαθητής Αββά Σιλουανού.
Ξγ) Μάρκος Οσιομάρτυς, εκ των αναιρεθέντων.
Ξδ) Μαρτύριος Όσιος, γέροντας Ιωάννου της Κλίμακος.
Ξε) Ματθαίος Όσιος ο ακτήμων, εκ Πελοποννήσου.
Ξστ) Ματθίας Όσιος του εν Αρανδουλά.
Ξζ) Ματόης Όσιος πρεσβύτερος Ραϊθούς.
Ξη) Μεγέθιος Όσιος ο ασκητής της κοιλάδας των Αγ. Τεσσαράκοντα.
Ξθ) Μιχαήλ Όσιος Ιβηρίτης, της ερήμου του Αρσελάου.
Ο) Μωϋσής Προφήτης.
Οα) Μωϋσής Όσιος νηστευτής Φαραωνίτης.
Οβ) Νείλος Όσιος Σιναΐτης.
Ογ) Νετράς Όσιος, επίσκοπος Φαράν.
Οδ) Νίκανδρος Όσιος.
Οε) Νίκων Όσιος.
Οστ) Νιστέρωος Όσιος Ραϊθούς.
Οζ) Ξόϊος Όσιος Θηβαίος.
Οη) Ορέντιος Όσιος.
Οθ) Παύλος Πατρεύς, ηγούμενος Ραϊθούς, οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Π) Παύλος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Πα) Πέτρος Όσιος Πιονίτης.
Πβ) Πρόκλος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Πγ) Σάββας Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Πδ) Σεραπίων Όσιος Ιερομόναχος και πνευματικός.
Πε) Σέργιος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Πστ) Σέργιος Όσιος αναχωρητής.
Πζ) Σιλουανός Οσιομάρτυς.
Πη) Στέφανος Όσιος ερημίτης, Χωρηβίτης.
Πθ) Στέφανος Όσιος Βυζάντιος.
Ρ) Στέφανος Όσιος Κύπριος.
Ρα) Στέφανος Όσιος του Μαλωχά.
Ρβ) Στρατήγιος Όσιος ο έγκλειστος.
Ργ) Συμεών Όσιος ο πεντάγλωσσος.
Ρδ) Υπάτιος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Ρε) Φιλόθεος Όσιος ο Σιναΐτης.
Ρστ) Χριστόφορος Όσιος ο Ρωμαίος.
Ρζ) Ψώης Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων, μαθητής Οσίου Μωϋσέως Φαρανίτου.
Ρη) Ωρ Προφήτης.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐν
Σινᾷ τῷ ἁγίῳ διαφόροις ἐν ἔτεσι, καὶ ἐν Ῥαϊθῷ ὑπὲρ φύσιν ἐν σαρκὶ
ἠγωνίσασθε, Πατέρων τῶν Ὁσίων ἡ πληθύς, καὶ δῆμος θεοφόρων Ἀσκητῶν, διὰ
τοῦτο εὐφημοῦμεν πάντας ὑμᾶς συμφώνως ἀνακράζοντες· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι
ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν πᾶσιν ἰάματα.
Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Οσίου Ιωσήφ του Γεροντογιάννη
Τὴν ἐκκομιδὴν τῶν σεπτῶν σου λειψάνων,
ὑμνοῦντες Πάτερ σὴν χάριν ἐξαιτοῦμεν.
Η
ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Οσίου Ιωσήφ του Γεροντογιάννη (βλέπε 7
Αυγούστου) έγινε στις 7 Μαΐου του έτους 1982 μ.Χ., 108 χρόνια από την
κοίμησή του, ύστερα από ολονύκτια αγρυπνία και η μνήμη της γιορτάζεται
την Τρίτη προς Τετάρτη της Διακαινησίμου. Τα ιερά λείψανα τοποθετήθηκαν
μέσα σε αργυρή λάρνακα μαζί με την τίμια κάρα του σε περίβλεπτη θέση του
ναού και εκπέμπουν άρρητη ευωδία.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν
σεπτῶν σου λειψάνων ἱερῶς ἑορτάζοντες, Ἰωσὴφ θεοφόρε, τὴν ἐκ τάφου
ἐκκόμισιν, πληρούμεθα ὀσμῆς πνευματικῆς, καὶ χάριτος πλουσίας ἐξ αὐτῶν·
θείας δόσεις γὰρ παρέχεις ὡς ἀληθῶς, τοῖς πίστει ἐκβοῶσί σοι· δόξα τῷ
δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ,
πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος β΄. Τοῖς τῶν αἰμάτων σου.
Ἀγγελικῶς
ἐν Καψᾷ βιωσάμενος, τῆς τῶν Ἀγγέλων εὐκλείας ἠξίωσαι· ἡμεῖς δὲ τῶν
θείων λειψάνων σου, περικυκλοῦντες τὴν θήκην βοῶμέν σοι· σὺ εἶ Ἰωσὴφ
ἡμῶν καύχημα.
Μεγαλυνάριον
Ἡ
τῶν σῶν λειψάνων θεία σορός, πίστει ἁγιάζει, τοὺς προσπίπτοντας
εὐλαβῶς, Ἰωσὴφ τρισμάκαρ· διὸ πάσης ἀνάγκης, καὶ νόσων καὶ κινδύνων,
ἡμᾶς ἀπάλλαττε.
Σύναξη της Παναγίας της Υψενής στη Ρόδο
Τῇ Μονῇ σου Πάναγνε τὴν σὴν Εἰκόνα,
Ὡς ταμεῖον δέδωκας τῆς χάριτός σου.
Η
αγία και πανυπέρτιμος Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου της «Υψενής» υπήρχε
κρυμμένη κάτω από ένα δένδρο ελιάς, στην ομώνυμη περιοχή του χωριού
Λάρδος, όπου παλαιά υπήρχεΜονή της Υπεραγίας Θεοτόκου. Στον τόπο αυτόν
αποσυρόταν συχνά για άσκηση και προσευχή ο Όσιος Πατήρ Μελέτιος (βλέπε
12 Φεβρουαρίου), ο οποίος μία νύκτα έγινε αυτόπτης ενός θαυμαστού
θεάματος. Φωτεινή στήλη κατέβαινε από τον ουρανό φωτίζοντας το δένδρο
και τον γύρω χώρο.
Έκπληκτος
πλησίασε και ερευνώντας βρήκε μία παλαιά Εικόνα της Θεομήτορος. Η
Θεοτόκος την επομένη νύκτα του παρουσιάστηκε σε όνειρο λέγοντάς του, να
οικοδομήσει επ ὀνόματί της στον τόπο της ευρέσεως Ναό, για να
τοποθετήσει την Εικόνα, και, ιδρύοντας εκεί Μονή, να συνεχίσει σε αυτήν
την ασκητική πολιτεία του.
Παράλληλα
του υπέδειξε ένα μέρος κοντά στο σημείο εκείνο λέγοντάς του να σκάψει
για να βρει τα αναγκαία χρήματα για ένα τόσο μεγάλο έργο. Ο Όσιος
υπάκουσε στην εντολή της Υπεραγίας Θεοτόκου, έσκαψε στο μέρος που του
υπεδείχθη και βρήκε θαμμένο στη γη θησαυρό με τον οποίο κατόρθωσε να
ανταποκριθεί στις δαπάνες της οικοδομής. Έκτισε τον Ναό, μέσα στον οποίο
θησαύρισε την τιμία Εικόνα, και επανίδρυσε την ερειπωμένη Μονή, όπου
και έζησε ασκητικά μέχρι το τέλος της επιγείου ζωής του.
Η
θαυματουργός Εικόνα φυλάσσεται μέχρι σήμερα στην ομώνυμη Μονή τιμωμένη
από τους πιστούς και πηγάζουσα θαύματα στους προσερχομένους με πίστη και
ευλάβεια.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν
σεπτήν σου Εἰκόνα, θαυμαστῶς φανερώσασα, πάλαι τῷ Πατρὶ Μελετίῳ, τῷ
Ὁσίῳ δομήτορι, ἐκβλύζεις νῦν ἐκ ταύτης Ὑψενή, τῶν θείων δωρεῶν σου τὴν
πηγήν, καταρδεύουσα τὴν ποίμνην σου μυστικῶς, ἐκ πόθου σοι ἐκβοῶσαν·
Δόξα τοῖς θαυμασίοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ προμηθείᾳ σου, δόξα τῇ θαυμαστῇ
σου πρὸς ἡμᾶς, Μῆτερ χρηστότητι.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τῇ
Ὑψενῇ οἱ εὐσεβεῖς τὸν ὕμνον ᾄσωμεν. καὶ ἀσπασώμεθα αὐτῆς ὅλης ἐκ
πίστεως, τῆς Μορφῆς τὸν πανυπέρτιμον χαρακτῆρα· Ἀναβλύζει γὰρ τὰ ῥεῖθρα
τῶν ἰάσεων, καὶ παρέχει τὴν ἐνέργειαν τῆς χάριτος, τοῖς κραυγάζουσι·
Χαῖρε, Μῆτερ Ἀπείρανδρε.
Ὁ Οἶκος
῎Αγγελοι
μετὰ δέους, ἀτενίζουσι Μῆτερ, τὴν θείαν σου Εἰκόνα· ἡμεῖς δέ, οἱ ἐν
Ῥόδῳ πιστοὶ ἐξ αὐτῆς, τῶν πολλαπλῶν Ὑψενὴ χαρισμάτων σου, τὰς δωρεὰς
λαμβάνοντες, βοῶμέν σοι ἐν εὐλαβεία·
Χαῖρε, τοῦ κόσμου ἡ σωτηρία·
χαῖρε, ἀνθρώπων ἡ προστασία.
Χαῖρε, θαυμαστὴ εὐσεβούντων ἀντίληψις·
χαῖρε, μυστικὴ μοναζόντων παράκλησις.
Χαῖρε, ἡ ἀποκυήσασα τὸν φιλάνθρωπον Χριστόν·
χαῖρε, ἡ καταποντίσασα τὸν παγκάκιστον ἐχθρόν.
Χαῖρε, ὅτι ἐκβλύζεις ἰαμάτων τὰ ῥεῖθρα·
χαῖρε, ὅτι παρέχεις σωτηρίας τὴν χάριν.
Χαῖρε, νυμφὼν χαρίτων ὁλόφωτος·
χαῖρε, πηγὴ θαυμάτων ἀκένωτος.
Χαῖρε, Μονῆς φερωνύμου ἡ σκέπη·
χαῖρε, ἡμῶν ἐν κινδύνοις ἡ ῥύστις.
Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις
Θεονύμφευτε Ὑψενή, τῶν ἀπεγνωσμένων, γλυκυτάτη καταφυγή· χαίροις τῆς
Μονῆς σου, χαρὰ καὶ σωτηρία, καὶ τῶν ἐν ἀσθενείαις, θεία ἀντίληψις.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις
Θεονύμφευτε Ὑψενή, ἔφορος καὶ σκέπη, τῆς ἁγίας ταύτης Μονῆς· χαίροις ἡ
ἰάσεις, ἀφθόνως χορηγοῦσα, καὶ πάντας ἐκ κινδύνων, δεινῶν ἐξαίρουσα.
Όσιος Νίκανδρος ο Σιναΐτης ο εκ Καστελορίζου
Στο
Σιναϊτικό Κώδικα του 1716 περιέχεται ο βίος και η πολιτεία του Όσίου
Νικάνδρου του νέου ασκητού που έλαμψε με την αρετή και την αγιότητα του
στην Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης του αγίου και θεοβαδίστου όρους
Σινά. Σύμφωνα με τον κώδικα αυτό ο όσιος Νίκανδρος γεννήθηκε το 1581
μ.Χ. στο Ριζόκαστρο δηλαδή στο Καστελορίζο όπου υπήρχε μετόχι της Ιεράς
Μονής του Σινά οι Άγιοι Απόστολοι. Έγινε μοναχός στο Σινά το 1611 μ.Χ.
και κοιμήθηκε το 1631 μ.Χ. επί Αρχιεπισκόπου Ιωάσαφ.
Στην
Ιερά Μονή του Σινά ήταν κάποιος πολύ ενάρετος ιερομόναχος από το
Ρέθυμνο της Κρήτης ονομαζόμενος Ιγνάτιος. Ο Ιγνάτιος πήρε κοντά του ως
υποτακτικό του τον Καστελορίζιο μοναχό Νίκανδρο. Επιθυμώντας και οι δύο
να γνωρίσουν τα μοναστήρια και τα ησυχαστήρια του Αγίου Όρους πήγαν εκεί
και έμειναν 5 χρόνια. Όμως ξαναγύρισαν και πάλι στη μετάνοια τους στο
Σινά γιατί διεπίστωσαν οτι εκεί υπήρχε μεγαλύτερη ησυχία και εκεί
πέρασαν και τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής τους.
Ο
ιερομόναχος Ιγνάτιος ήταν πολύ καλός και ενάρετος πνευματικός. Είχε
τέλεια ακτημοσύνη και εγκράτεια και ακατάπαυστο έργο του ήταν η
προσευχή. Ο μαθητής του όμως Μοναχός Νίκανδρος ξερπέρασε το δάσκαλο του.
Είχε περισσότερο εγκράτεια από εκείνον και τέλεια και ακούραστη υποταγή
στο Γέροντα του και έτσι έφτασε σε πλήρη απάθεια. Ποτέ δε φάνηκε να
χαίρεται ή να λυπάται αλλά πάντα στεκόταν στο ίδιο και απαράλλακτο ήθος.
Έβαζε σε όλους μετάνοια και σε ότι του έλεγαν έβαζε μπροστά το
«ευλόγησον πάτερ».
Ο
Νίκανδρος κοιμήθηκε ένα χρόνο και κάτι πριν από το Γέροντα του Ιγνάτιο.
Όταν συμπληρώθηκε χρόνος από τη ταφή του άνοιξαν οι πατέρες το
κοιμητήριο για να βάλλουν άλλον αδελφό. Μπήκε μέσα ο Γέροντας και
πνευματικός του για να δεί το λείψανο του και το βρήκε σώο και ακέραιο
έχοντας το χρώμα του κρόκου και αναβλύζοντας μύρο. Ο Γέροντας του
Ιγνάτιος, βγαίνοντας απο το κοιμητήριο με δάκρυα στα μάτια είπε: «Σε
ευχαριστώ Κύριε που και ζωντανό ακόμα μου έδωσες αυτή τη πληροφορία για
τον υποτακτικό μου».
Σημείωση:
Σε αρκετές διαδικτυακές πηγές αναφέρεται ως ημέρα εορτής του Οσίου
Νικάνδρου η 29η Ιανουαρίου. Όμως σύμφωνα με την Ιερά Μητρόπολη Σύμης, ο
Όσιος Νίκανδρος εορτάζει την Τετάρτη της Διακαινησίμου.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος α΄ Της ερήμου πολίτης.
Του
Σιναίου οικήτωρ και Μεγίστης αγλάϊσμα της Αγίας Μονής σου ιερόν,
περιτείχισμα, εδείχθης ω Νίκανδρε σοφέ, βιώσας ώσπερ άγγελος εν γή, και
παρέχεις την σην χάριν τοις ευλαβώς προστρέχουσι τη σκέπη σου. Δόξα το
δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε αγιάσαντι, δόξα τω δωρησαμένω σε ημίν
πρέσβυν ακοίμητον.
Όσιος Λεόντιος ο εν Βλαχέρνα Αρκαδίας
Για
τον βίο του Οσίου Λεοντίου δεν γνωρίζουμε πολλά. Οι κυριότερες πηγές
για τα λιγοστά για τα βιογραφικά του στοιχεία είναι ο Κώδικας της Ιεράς
Μονής του Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας και ο υπ' αριθμόν 163 Κώδικας της
Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Σχολής της Δημητσάνας. Πολλά άλλα στοιχεία
διέσωσε η προφορική παράδοση της περιοχής.
Ο
Όσιος Λεόντιος έζησε πριν το 1770 μ.Χ. (ίσως το διάστημα μεταξύ 1650 -
1750 μ.Χ.). Η καταγωγή του ήταν από το χωριό Στεμνίτσα Γορτυνίας και το
επώνυμό του ήταν Πασωμένος.
Για
τους γονείς του, την ακριβή ημερομηνία γέννησής του, την παιδική και
την νεανική του ηλικία, δεν γνωρίζουμε κάτι. Η μοναχική του κουρά έγινε
πιθανότατα σε μία από τις πολλές Μονές που ήκμαζαν την εποχή εκείνη στην
περιοχή της Στεμνίτσας.
Τα
στοιχεία περί του βίου του γίνονται πιο συγκεκριμένα, όταν ο Άγιος
αρχίζει την ασκητική του πορεία στην κορυφή του όρους Καστανιά, που ίσως
πρόκειται για το αρχαίο όρος «Κνάκαλος» όπως το αναφέρει ο Παυσανίας,
με υψόμετρο 1.200 μέτρων, ακριβώς απέναντι από το χωριό της Βλαχέρνας. Η
ευρύτερη περιοχή της Βλαχέρνας και τα σπήλαια που κοσμούν τα γύρω όρη
ήταν τόπος ασκήσεως αναχωρητών.
Σε
ένα τέτοιο, φυσικό σπήλαιο, κατοίκησε ο Όσιος Λεόντιος. Στην πορεία του
χρόνου προχώρησε στην διάνοιξη του σπηλαίου και στην κατασκευή
μονυδρίου προς τιμήν της Καταθέσεως της Τιμίας Εσθήτος της Θεοτόκου.
Αφορμή ήταν η παρουσία, της ιεράς εικόνος της Κυρίας Θεοτόκου, στην
οποία αναγράφεται «ΜΗΤΕΡΑ ΘΕΟΥ η Βλαχέρνα». Από την εικόνα αυτή πήρε το
σημερινό του όνομα το χωριό και από Μπεζενίκος μετονομάστηκε σε
Βλαχέρνα. Η εικόνα αυτή της Θεοτόκου είχε κρυφτεί κάτω από το κελί του
Οσίου Λεοντίου μέσα σε μικρή κρύπτη του βράχου, ώστε να παραμείνει
προστατευμένη και να μην πέσει στα βέβηλα χέρια των τούρκων. Η εικόνα
ευρέθη θαυματουργικώς μετά την απελευθέρωση από τους τούρκους.
Στο
σπήλαιο λοιπόν αυτό, και υπό την σκέπη της Θεοτόκου, ο Όσιος Λεόντιος
έζησε χρόνους απομόνωσης και αφιέρωσης στην προσευχή και την άσκηση.
Παράλληλα δεν παρέβλεψε να προσφέρει πνευματική ωφέλεια στους κατοίκους
της περιοχής και σε όλους όσους περνούσαν από εκεί. Χαρακτηριστικό της
αγάπης και της φιλανθρωπίας του είναι το ακόλουθο.
Το
χωριό ήταν πέρασμα όσων εδιάβαιναν από την Τρίπολη προς τα Καλάβρυτα
και τον Πύργο. Ο δρόμος ήταν χαραγμένος περίπου όπως η σημερινή οδική
αρτηρία που ενώνει την Τρίπολη με την Βλαχέρνα και συνεχίζει για τα
Καλάβρυτα και τον Πύργο. Στο τμήμα αυτό του δρόμου κοντά στην Βλαχέρνα
δεν υπήρχε νερό προς ξεκούραση των οδοιπόρων.
Ο
Όσιος επισημαίνοντας την ανάγκη των ανθρώπων για λίγη ξεκούραση και
δροσερό νερό, μετέφερε νερό μέσα σε ασκί και το τοποθετούσε σε πιθάρι
στον ίσκιο ενός δέντρου δίπλα στο δρόμο, εκεί όπου και σήμερα υπάρχει το
τοπωνύμιο «δέντρος». Έτσι, οι οδοιπόροι εύρισκαν λίγη ανάπαυση στην
μακρά οδοιπορία τους, κυρίως κατά τους ζεστούς μήνες του καλοκαιριού.
Το
διακόνημα αυτό δεν ήταν μικρό. Ο Άγιος είχε μακρύ δρόμο να διανύσει
κάθε φορά από την κορυφή του βουνού έως τον δρόμο για να μεταφέρει το
νερό και να επιστρέψει και πάλι στο ασκητήριό του. Όμως, εκείνος
συνδύαζε μέσα από το διακόνημα αυτό αγάπη για τον άνθρωπο και αγάπη για
τον Θεό. Κάθε φορά που επέστρεφε, αφού είχε ήδη μεταφέρει το νερό για
τους οδοιπόρους, έπαιρνε το ανηφορικό μονοπάτι προς το ασκητήριό του
κουβαλώντας μία μεγάλη πέτρα κάθε φορά, ώστε να βρίσκεται συνεχώς σε
σωματική άσκηση, να συγκεντρώνει υλικά για την ανοικοδόμηση του ναού
προς τιμήν της Θεοτόκου της Βλαχέρνας, αλλά και την κατασκευή του τάφου
του.
Δίπλα
στο ασκητήριό του και τον ναό που έκτισε προς τιμήν της Παναγίας μας,
κατασκεύασε μία μικρή δεξαμενή νερού και καλλιεργούσε κήπο για τις
ανάγκες του.
Ο
Κύριος ημών Ιησούς Χριστός για να τον ανταμείψει για τον αγώνα του και
την προθυμία του, που τον ακολούθησε και τον διακόνησε σε όλη του την
ζωή, του έδωσε το χάρισμα να προγνωρίσει την κοίμησή του.
Ήταν
Μεγάλο Σάββατο όταν ο Άγιος Λεόντιος ασθένησε, ένας φίλος του τσοπάνης
της περιοχής θέλησε να τον επισκεφθεί και να του προσφέρει γάλα για να
τον ανακουφίσει.
Ο
Άγιος όμως δεν είχε δοχείο άδειο για να αδειάσει το γάλα, είπε έτσι
στον ποιμένα να έρθει αύριο να πάρει το δοχείο του και συγχρόνως του
έδωσε οδηγίες για την ταφή του εντός του σπηλαίου και στον τάφο τον
οποίο ο ίδιος είχε κατασκευάσει.
Την
άλλη μέρα την Κυριακή του Πάσχα πηγαίνοντας ο τσοπάνης να πάρει το
δοχείο, βρήκε τον Άγιο κοιμηθέντα και αμέσως έκανε ό,τι ο Άγιος του είχε
ανακοινώσει.
Ο
τάφος του Αγίου σώζεται μέχρι σήμερα έχει σχήμα ορθογωνίου
παραλληλεπιπέδου, η στέγη του είναι θολωτή, με μικρή τρύπα στη μέση.
Εκεί βρισκόταν και το ραβδάκι του Αγίου το οποίο έχει απομείνει το μισό
και φυλάσσεται μέχρι σήμερα μαζί με μικρά τεμάχια του Ιερού Λειψάνου
που, εδώ εις τον Ιερόν Ναό του Αγίου Αθανασίου της Βλαχέρνας, έχουν
τεθεί προς προσκύνηση.
Σύμφωνα
με τον κώδικα της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας, που αποτελεί
πλέον την πιο έγκυρη πηγή της ζωής του Αγίου Λεοντίου, μαθαίνουμε «ότι
μετά από παρέλευση ενός έτους οι χωρικοί μετά του ποιμένος εκχώσαντες το
λείψανον του Οσίου, εύρον αυτό λελυμένον και ευωδίας ανάπλεων». Ένα
μεγάλο δείγμα Αγιότητος, τιμής και ανταμοιβής από το Θεό προς τον Όσιο
για τον αγώνα του και την οσιακή βιωτή του.
Η
παράδοσις μας διασώζει ότι κάποιος τσοπάνης από το χωριό του Οσίου
Λεοντίου μετά από προτροπή του Αγίου εργαζόταν στο αιγοποίμνιο του
Ιωάννου Κατσούλη, κοντά στους πρόποδες του όρους του Οσίου, από εκεί
μετέφερε το ιερό λείψανο του Οσίου στη Στεμνίτσα και συγκεκριμένα στην
Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου.
Το
1779 μ.Χ. απόσπασμα Αλβανών πήγε στη Στεμνίτσα και έκαψε αρκετά σπίτια,
πυρπόλησαν και την Ιερά Μονή του Αγίου Δημητρίου, όπου βρήκαν την κάρα
του Οσίου Λεοντίου και την πούλησαν σε χριστιανούς της Πρέβεζας.
Ένα
από τα θαύματα του Οσίου, που διασώζει η παράδοση, έγινε στο
ποιμνιοστάσιο που προαναφέραμε. Ο ποιμένας διαπίστωσε ότι το γάλα από
μία συγκεκριμένη γίδα μοσχοβολούσε.
Παρακολούθησε
σε ποιο σημείο έβοσκε το συγκεκριμένο ζώο και είδε ότι έμπαινε στην
σπηλιά του Οσίου και έτρωγε χόρτο που φύτρωνε στον τάφο του Αγίου. Την
επόμενη ημέρα το χορτάρι είχε φυτρώσει και πάλι πάνω στον τάφο.
Ο
Κώδικας της Μονής του Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας διασώζει ένα ακόμη
θαύμα. Κοντά στην Ιερά Μονή του Αγίου Δημητρίου είχε ξεσπάσει ραγδαία
βροχή και χαλάζι, με διάρκεια πολλών ημερών, δημιουργώντας τεράστια
προβλήματα και μεταβάλλοντας την περιοχή σε χειμάρρους. Οι μοναχοί της
Μονής είχαν απελπιστεί από την φυσική καταστροφή, ύψωσαν την κάρα του
Οσίου Λεοντίου προς τον ουρανό και έκαναν δέηση. Αμέσως η βροχή
σταμάτησε και η περιοχή σώθηκε από μεγαλύτερα δεινά.
Ο Όσιος Λεόντιος εορτάζει την Τετάρτη του Πάσχα στην Ιερά Μονή Παναγίας των Βλαχερνών (στο όρος Καστανιά).
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ΄.
Στεμνίτσης
το βλάστημα και της Βλαχέρνης φρουρόν, τιμώμεν σε, όσιε, των εν δακρύων
ροαϊς και πόνοις ασκήσεως, λάμψαντα εν ερήμοις και εν όρεσι όντως ένθα
και ωκειώθης τω Χριστώ θείω πόθω. Αυτόν ουν ικέτευε Λεόντιε σωθήναι τας
ψυχάς ημών.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Τῆς
Στεμνίτσης τόν γόνον καί Βλαχέρνης τόν ἒφορον, τόν τῆς Ἀρκαδίας
σπηλαίων πνευματέμφορον λέοντα, τόν ὃσιον Λεόντιον πιστοί, λαμπάσι
Ἀναστάσεως φαιδραῖς, ὑπαντήσωμεν τιμῶντες σεμνοπρεπῶς, καί πίστει
αναβοῶντες˙ Δόξα τῷ Ἀναστάντι ἐκ νεκρῶν, δόξα τῷ σε ἀναστήσαντι, δόξα τῷ
ἀνιστῶντι καί ἡμᾶς, ἐκ τάφου θλίψεων.
«Πᾶνος»