Ἡ ἑβδομάδα αὐτή, ἀγαπητοί μου, στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα ὀνομάζεται Δια-καινήσιμος. Μὲ τὴν ὡραία αὐτὴ ὀνομασία ἡ Ἐκκλησία δηλώνει, ὅτι οἱ πιστοὶ ζοῦμε κάτι καινό, δηλαδὴ καινούργιο. Κ᾽ εἶνε ἀλήθεια ὅτι ὅλοι ἀγαποῦμε τὰ καινούργια πράγματα· καινούργιο σπίτι, καινούργιο ροῦχο, ὅλα τὰ καινούργια. Ἑορτάζουμε λοιπὸν ἕνα μεγάλο γεγονός, τὸ μεγαλύτερο τῆς παγκοσμίου ἱστορίας· κι αὐτὸ εἶνε, ὅτι ὁ «Χριστὸς ἀνέστη»! Αὐτὸ ἑορτάζουμε καὶ τὸ μελῳδοῦμε μὲ πολλοὺς ὕμνους.
Ὅλη τὴ Διακαινήσιμο ἑβδομάδα ἐπιτρέπεται κατ᾽ ἐξαίρεσιν κατάλυσις εἰς πάντα, καὶ Τετάρτη καὶ Παρασκευή· κι αὐτὸ πρὸς ἐκδήλωσιν τῆς μεγάλης χαρᾶς ποὺ ἔχουμε γιὰ τὴν Ἀνάστασι. Καὶ ἀκόμα, κάτι σπάνιο· τὶς ἡμέρες αὐτὲς ἐπιτρέπεται ἡ θεία κοινωνία καθημερινῶς, γι᾽ αὐτὸ ψάλλουμε «Σῶμα Χριστοῦ μεταλάβετε, πηγῆς ἀθανάτου γεύσασθε. Ἀλληλούια». Σήμερα Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου εἶνε καὶ ἡ ἑορτὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς τῆς Παναγίας. Πανηγυρίζουν ναοὶ σὲ πόλεις καὶ χωριά, στὴν πατρίδα μας καὶ σὲ ὅλα τὰ Βαλκάνια. Ἰδιαιτέρως μᾶς συγκινεῖ, ὅτι στὴν βασιλίδα τῶν πόλεων, τὴν Κωνσταντινούπολι, ἑορτάζει ἡ μονὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς στὸ Μπαλουκλῆ· μὲ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ προσκυνήσω ἐκεῖ, ὅταν γιὰ ἕνα ἐκκλησιαστικὸ ζήτημα βρέθηκα στὴν πόλι τῶν ὀνείρων μας, καὶ δάκρυσα. Ἐκεῖ γιὰ πρώτη φορὰ ἔγινε τὸ θαῦμα – ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους· ἐμεῖς πιστεύουμε· ἄνοιξε πηγὴ μὲ ἄφθονο νερό, ἁγίασμα ποὺ θεράπευε κάθε ἀσθένεια.
Αὐτὸ λοιπὸν μᾶς δίνει τὴν ἀφορμὴ νὰ μιλήσουμε σήμερα περὶ ὕδατος.
* * *
Νερό, ἀδελφοί μου, ὑπάρχει δύο εἰδῶν· νερὸ ὑλικό, καὶ νερὸ – «ὕδωρ» πνευματικό.
Τὸ ὑλικὸ νερὸ τὸ γνωρίζουμε ὅλοι. Ὁ καλὸς Θεός, ὁ δημιουργὸς τοῦ παντός, πλούσιος σὲ ἔλεος καὶ ἀγάπη, πολλὰ καὶ ἀνεκτίμητα δῶρα ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο. Τὰ ἀναγκαιότερα εἶνε τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, τὸ ὀξυγόνο τοῦ ἀέρα καὶ τὸ νερό. Τὸ νεράκι εἶνε ἀπὸ τὰ πιὸ ἀπαραίτητα στὴ ζωή μας. Χωρὶς φαγητὸ μπορεῖ νὰ ζήσῃς καὶ σαράντα ἡμέρες· ἔχουν γίνει πειράματα. Ἀλλὰ χωρὶς νερὸ πολὺ λιγώτερο, καὶ χωρὶς ἀέρα καθόλου. Ποιός ἔκανε τὸ νερό!
Τὸ νερὸ εἶνε ἕνα θαῦμα τῆς θείας δημιουργίας. ῾Ρωτῆστε ἐπιστήμονες καὶ θὰ σᾶς ποῦν τὶς θαυμαστὲς ἰδιότητές του. Τὸ σπουδαῖο εἶνε, ὅτι νερὸ δὲν ὑπάρχει σὲ ἄλλους πλανῆτες· ὑπάρχει μόνο στὴ Γῆ! Ὅταν πέταξαν στὴ σελήνη, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει οὔτε σταλαγματιὰ νεροῦ, ὁ Ἀμερικᾶνος ἀστροναύτης εἶπε· Πότε νὰ κατεβῶ στὴ Γῆ, νὰ πάω στὸ σπίτι μου ν᾽ ἀνοίξω τὴν κάνουλα νὰ πιῶ νερὸ νὰ δροσιστῶ!
Ὁ Θεὸς ἔδωσε τὸ νερὸ δωρεάν. Μάλιστα!
Τὴν ἀξία τοῦ νεροῦ τὴν αἰσθανόμαστε ἰδίως σὲ καιρὸ ἀνομβρίας. Στὴν οἰκονομικὴ χρεωκοπία προστίθεται καὶ μιὰ ἄλλη· χρεωκοπία τῶν πόρων τῆς γῆς, ποὺ εἶνε συμφορὰ μεγάλη. Τότε ὅλοι ἀνησυχοῦν, γίνονται προσευχές, λιτανεῖες καὶ δεήσεις. Καὶ –παρὰ τὴν ἁμαρτωλότητά μας– ὁ Θεὸς εἰσακούει τὶς δεήσεις ἀπὸ ἀθῷα νήπια καὶ δικαίους δούλους του, κι ὁ οὐρανὸς γεμίζει ἀπὸ σύννεφα καὶ βρέχει! Ἡ βροχὴ εἶνε μιὰ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, εἶνε χρυσάφι. Σὲ ἄλλες χῶρες, ποὺ ἔπεσε ἀνομβρία, πέθαναν χιλιάδες.
Θὰ ἔπρεπε νὰ δοξάζουμε τὸ Θεό. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια –ἤμουν μικρὸ παιδὶ καὶ τὸ θυμᾶμαι ζωηρά– στὸ νησί μας, ποὺ ὅπως καὶ ἄλλα νησιὰ πάσχει ἀπὸ λειψυδρία, τὸ νερὸ ἐθεωρεῖτο ἀγαθὸ ἀνεκτίμητο· ἔβλεπες νὰ πιάνῃ κάποιος τὸ ποτήρι μὲ τὸ νερὸ καὶ προτοῦ νὰ πιῇ νὰ κάνῃ πρῶτα τὸ σταυρό του.
Ἀλλὰ ἐμεῖς εἴμαστε ἀχάριστοι. Τὰ θεωροῦμε ὄλα δεδομένα, φυσικὰ πράγματα, ἢ τυχαῖα· δὲν βλέπουμε ὅτι πίσω ἀπ᾽ αὐτὰ βρίσκεται ὁ Θεός. Καὶ φτάσαμε σὲ τέτοια ἀναισθησία, ἀναίδεια καὶ ἀχαριστία, ὥστε τὴ μπουκιὰ ἔχουμε στὸ στόμα καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾶμε.
Λοιπόν, θὰ πέσῃ τιμωρία. Τὸ εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· Θὰ στερέψουν οἱ πηγές. Θὰ τρέχουν οἱ ἄνθρωποι νὰ βροῦν λίγο νερό· θά ᾽ρθῃ μέρα ποὺ ἕνα ποτήρι νερὸ θά ᾽χῃ μιὰ λίρα!
Ἀλλ᾽ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὑλικὸ νερό, ποὺ σβήνει τὴ δίψα τοῦ σώματος, ὑπάρχει καὶ τὸ πνευματικὸ νερό. Αὐτὸ μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ σημερινὴ ἑορτή. Ποιό εἶνε τὸ πνευματικὸ νερό;
Ὅπου νὰ πᾷς, εἴτε στὸ Βόρειο Πόλο εἴτε στὴν Αὐστραλία, καὶ σὲ ὁποιαδήποτε ἐποχὴ ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του μιὰ δίψα. Ἔτσι λέει ἡ ἁγία Γραφή· «Ὁ Θεὸς ὁ Θεός μου, …ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου, …ἐν τῇ γῇ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ» (Ψαλμ. 62,2)· Θεέ μου, λέει, σὲ διψῶ. Τί εἶνε ἡ δίψα αὐτή, ἡ ἔμφυτη, ἡ παγκόσμια, ἡ ἀρχέγονη; Εἶνε ἡ δίψα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀνεπιγνώστως, χωρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιοῦμε, ἐκδηλώνεται ὡς δίψα γιὰ εὐτυχία. Ὅλοι ἐπιθυμοῦμε τὴν εὐτυχία, ἀλλὰ διαφωνοῦμε στὸ ποῦ ὑπάρχει καὶ πῶς τὴν κατακτοῦμε. Σὲ τρία εἴδωλα στρέφεται κυρίως ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος· χρῆμα, ἡδονή, δόξα.
• Τὸ χρῆμα, τὰ λεφτά! Τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας εἶνε ἀκόρεστο. Μοιάζει μὲ τὴν ὑδρωπικία, ποὺ ὅσο πίνεις τόσο περισσότερο διψᾷς. Ἀπ᾽ ἐδῶ ἀρχίζει ἡ πλεονεξία καὶ ἡ κλοπή, ποὺ μᾶς ἐκθέτει τοὺς Ἕλληνες παγκοσμίως. Ὁ ἄπληστος ἄνθρωπος, μοιάζει μὲ τὸ μυθικὸ Μίδα, ποὺ ζήτησε, ὅ,τι ἀγγίζει νὰ γίνεται χρυσό, κι αὐτὸ τελικὰ ἀπέβη ἡ τιμωρία του. Ἔτσι ἡ ἀνθρωπότης θὰ πεθάνῃ μέσ᾽ στὸ χρυσάφι τοῦ καπιταλισμοῦ, τῆς λατρείας τοῦ μαμωνᾶ, γιὰ τὸν ὁποῖον τόσα λέει ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 6,24. Λουκ. 16,9-13). Τὸ χρῆμα δὲν ξεδιψάει τὸν ἄνθρωπο.
• Ἡ ἡδονή. Ἄλλοι ζητοῦν νὰ σβήσουν τὴ δίψα γιὰ εὐτυχία στὶς ἡδονές· λατρεύουν τὶς αἰσθησιακὲς ἀπολαύσεις, τὴν ἄνομη σχέσι μὲ τὴ σάρκα, μὲ τὴ γυναῖκα. Ὁ αἰώνας αὐτὸς θὰ μείνῃ ὡς σεξουαλικός. Τὸν χαρακτηρίζει μία ἀκόρεστη λύσσα. Οἱ ἄντρες δὲν ἀρκοῦνται σὲ μία γυναῖκα, θέλουν πολλές· ἐπιστρέφουν ἔτσι στὴν πολυγαμία καὶ στὴν ἀκολασία τοῦ εἰδωλολατρικοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου. Οὔτε ἡ φιληδονία λοιπὸν σβήνει τὴ δίψα τῆς ψυχῆς.
• Τέλος ἡ δόξα. Πολλοὶ ζητοῦν τὴν εὐτυχία στὴ μάταιη προβολὴ καὶ τὰ χειροκροτήματα τοῦ πλήθους, στὰ ἐγκόσμια μεγαλεῖα καὶ τὰ ἀξιώματα. Ἀλλ᾽ ὅσο ὑψηλότερα ἀνεβαίνει κανείς, τόσο πιὸ ἐξευτελιστικὰ κινδυνεύει νὰ πέσῃ σὲ λίγο καὶ νὰ γίνῃ καταγέλαστος. «Πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται», εἶπε τὸ ἀδιάψευστο στόμα τοῦ Χριστοῦ (Λουκ. 18,14). Ἡ φιλοδοξία καταντᾷ ματαιοδοξία, καὶ ὁ φιλόδοξος ὄχι μόνο δὲν ξεδιψάει ἀλλὰ νιώθει καὶ τραγικὰ ἀπατημένος.
Ἀκόμη ὅμως καὶ ἂν κάποιος μποροῦσε νὰ τὰ συγκεντρώσῃ ὅλα αὐτὰ στὸ πρόσωπό του, καὶ πλοῦτο καὶ ἡδονὲς καὶ δόξα –κάτι σπάνιο βέβαια–, καὶ πάλι δὲν ἱκανοποιεῖται. Καὶ ὑπάρχει τέτοιος ἄνθρωπος στὴν ἱστορία· εἶνε ὁ Σολομῶν, ὁ σοφὸς βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ· εἶχε στέρνες γεμᾶτες χρυσάφι, εἶχε χίλιες γυναῖκες, εἶχε καὶ δόξα μεγάλη τόσο στὸ ἐσωτερικὸ ὅσο καὶ στὸ ἐξωτερικό. Μετὰ λοιπὸν ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ τί συμπέρασμα ἔβγαλε; Εἶπε μιὰ σοφὴ κουβέντα, ποὺ τὴν ἀκοῦμε κ᾽ ἐμεῖς στὶς κηδεῖες μας· «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2· 12,8). Ἕνα ἀπατηλὸ ὄνειρο, μία σκιὰ εἶνε ὅλα· «πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα» (νεκρ. ἀκολ.).
* * *
Γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· δὲν ὑπάρχει λοιπὸν εὐτυχία; γιατί τότε φυτεύτηκε μέσα μας ἡ δίψα αὐτὴ τῆς εὐτυχίας; Ἀπαντῶ· ὑπάρχει, ἀδελφοί μου, μία πηγή, μιὰ βρύσι πνευματική, ἀπ᾽ τὴν ὁποία ῥέει τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν» (Ἰω. 4,10-11). Ὁ Χριστὸς εἶπε καὶ ὁ λόγος του εἶνε ἀθάνατη ἀλήθεια· Ἐγὼ ἔχω τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν», ἐγὼ εἶμαι ἡ πηγή (βλ. ἔ.ἀ. 4,13-14).
Πηγὴ πραγματικὰ εἶνε ὁ Χριστός. Ποῦ ἀλλοῦ νὰ πᾷς νὰ δροσιστῇς; νὰ αἰσθανθῇς χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι; Ὅλα, μὰ ὅλα τὰ ὑλικὰ μᾶς ἀπογοητεύουν, μᾶς δημιουργοῦν αἴσθημα ἀνίας, κόρου καὶ ἀποστροφῆς. Κοντὰ στὸ Χριστὸ σβήνει ὁ ἄνθρωπος τὴ μεταφυσική του δίψα.
Ὁ ἄνθρωπος εἶνε καὶ οἰκονομικὸ ὄν –δὲν τὸ ἀρνούμεθα, ἀφοῦ ἔχουμε καὶ σῶμα–, ἀλλὰ κυρίως εἶνε μεταφυσικὸ ὄν. Ἐδῶ σφάλλουν οἱ μαρξισταί. Δὲν εἶνε μόνο ὕλη ὁ ἄνθρωπος, κοιλιὰ καὶ ἔντερα· ἔχει μιὰ μεγάλη καὶ εὐγενῆ δίψα· διψάει τὴν εὐτυχία, τὴν ὁποία βρίσκει μόνο στὸν Ἰησοῦ Χριστό· αὐτὸς τοῦ δίνει τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν» μὲ τὴ διδασκαλία του, μὲ τὸ ὑπόδειγμα τῆς ἁγίας ζωῆς του, μὲ τὰ θαύματά του, καὶ πρὸ παντὸς μὲ τὴν ἁγία ἀνάστασί του!
Θέλετε ἀποδείξεις; Ὑπάρχουν ἀμέτρητες. Μία μόνο θὰ πῶ καὶ τελειώνω. Στὴν Ἀθήνα ἕνας ζωηρὸς νέος εἶχε μπῆ στὰ ναρκωτικά, καὶ ζητοῦσε νὰ βρῇ τὴ θεραπεία του. Πῆγε παντοῦ. Ἐπὶ τέλους γνώρισε τὸν ἀληθινὸ Ψυχίατρο, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Πίστεψε, μετανόησε, ἐξωμολογήθηκε, κοινώνησε, καὶ τώρα εἶνε ὑγιής. Θὰ πῶ καὶ τὸ ὄνομά του· λέγεται Σταμάτης Σπανουδάκης, γράφει ὑπέροχα τραγούδια ποὺ μεταδίδουν ῥαδιοφωνικοὶ σταθμοὶ καὶ τηλεοράσεις. Καὶ λέει· Ἐμένα μὲ θεράπευσε ὁ Χριστός!
Δὲν εἶνε λοιπὸν μῦθος ἡ πίστι μας· εἶνε ζωή, γεγονός, πραγματικότης. Τὸ εἶπα, τὸ τονίζω· Κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ πάνω ἀπὸ τὰ ἄστρα δὲν ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς σῴσῃ· μόνο ὁ Ἰησοῦς Χριστός! Αὐτὸς εἶνε ἡ πηγὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς μας. Καὶ ἐκεῖνος κατέστησε καὶ τὴ Μητέρα του Ζωοδόχο Πηγή, ἀφοῦ ἐκείνη ἔφερε στὸν κόσμο Αὐτόν, τὴν Πηγὴ τῆς ζωῆς. Ἐκεῖ λοιπὸν νὰ τρέχουμε ὅλοι. Νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ τὸ ὑλικὸ νερό, μὰ πρὸ παντὸς γιὰ τὸ πνευματικὸ νερό. «Πίνω», λέει ὁ ποιητής, «πίνω τὸ ἀθάνατο νερὸ κι ἀφήνω τὸ φαρμάκι» (Ἀχιλ. Παράσχος).
Μακάρι ὅλοι, ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι, νὰ πιστέψουμε, ὅτι μόνο κοντὰ στὸν Κύριο θ᾽ ἀνορθωθοῦμε. Καὶ τότε «ἀνακαινισθήσεται ὡς ἀετοῦ» ἡ πατρίδα μας (πρβλ. Ψαλμ. 102,5) διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν πανηγυρίζοντα ἱ. ναὸ Ζωοδόχου Πηγῆς Σκοπιᾶς – Φλωρίνης τὴν 20-4-1990 πρωί. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 23-3-2023.
«Πᾶνος»