Παρασκευή 21 Απριλίου 2023

(†) Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης: Πηγή Ζωῆς



Ἡ ἑβδομάδα αὐτή, ἀγαπητοί μου, στὴν ἐκ­κλη­σιαστικὴ γλῶσ­σα ὀνομάζεται Δια-και­νήσιμος. Μὲ τὴν ὡραία αὐτὴ ὀνομασία ἡ Ἐκ­κλη­σία δηλώνει, ὅτι οἱ πιστοὶ ζοῦμε κάτι καινό, δηλαδὴ καινούρ­γιο. Κ᾽ εἶνε ἀλήθεια ὅτι ὅλοι ἀγαποῦ­με τὰ καινούργια πράγματα· καινούργιο σπίτι, καινούρ­γιο ροῦχο, ὅλα τὰ καινούργια. Ἑ­ορ­τά­ζουμε λοιπὸν ἕ­να μεγάλο γεγονός, τὸ με­γα­λύτερο τῆς παγ­κοσμίου ἱστορίας· κι αὐ­τὸ εἶνε, ὅτι ὁ «Χριστὸς ἀνέστη»! Αὐτὸ ἑορτά­ζουμε καὶ τὸ μελῳδοῦμε μὲ πολλοὺς ὕμνους.
Ὅλη τὴ Διακαινήσιμο ἑβδομάδα ἐπιτρέπεται κατ᾽ ἐξαίρεσιν κατάλυσις εἰς πάντα, καὶ Τετάρτη καὶ Παρασκευή· κι αὐτὸ πρὸς ἐκδήλω­σιν τῆς μεγάλης χαρᾶς ποὺ ἔχουμε γιὰ τὴν Ἀνάστασι. Καὶ ἀ­κόμα, κάτι σπά­νιο· τὶς ἡμέρες αὐτὲς ἐπιτρέ­πε­ται ἡ θεία κοινωνία καθημερινῶς, γι᾽ αὐτὸ ψάλλουμε «Σῶμα Χριστοῦ μεταλάβετε, πη­γῆς ἀ­θανάτου γεύσασθε. Ἀλληλούια».

Σήμερα Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου εἶ­νε καὶ ἡ ἑορτὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς τῆς Παναγίας. Πανηγυρίζουν ναοὶ σὲ πόλεις καὶ χωριά, στὴν πα­τρίδα μας καὶ σὲ ὅλα τὰ Βαλκάνια. Ἰδιαιτέρως μᾶς συγ­­κινεῖ, ὅτι στὴν βασιλίδα τῶν πόλεων, τὴν Κωνσταντινούπολι, ἑορτάζει ἡ μονὴ τῆς Ζωοδόχου Πη­γῆς στὸ Μπαλου­κλῆ· μὲ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ προσκυνήσω ἐκεῖ, ὅ­ταν γιὰ ἕνα ἐκκλησι­α­στικὸ ζήτημα βρέθηκα στὴν πόλι τῶν ὀνείρων μας, καὶ δά­κρυσα. Ἐκεῖ γιὰ πρώτη φορὰ ἔγινε τὸ θαῦ­μα – ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους· ἐ­μεῖς πιστεύ­ουμε· ἄνοιξε πηγὴ μὲ ἄφθο­νο νε­ρό, ἁγίασμα ποὺ θεράπευε κάθε ἀσθένεια.
Αὐτὸ λοιπὸν μᾶς δίνει τὴν ἀφορμὴ νὰ μιλήσου­με σήμερα περὶ ὕδατος.

* * *

Νερό, ἀδελφοί μου, ὑπάρχει δύο εἰδῶν· νερὸ ὑ­λι­κό, καὶ νερὸ – «ὕδωρ» πνευματικό.
Τὸ ὑλικὸ νερὸ τὸ γνωρίζουμε ὅλοι. Ὁ καλὸς Θεός, ὁ δημιουργὸς τοῦ παν­τός, πλούσιος σὲ ἔ­λεος καὶ ἀγάπη, πολλὰ καὶ ἀν­εκ­τίμητα δῶρα ἔ­δωσε στὸν ἄνθρω­πο. Τὰ ἀναγκαιότερα εἶνε τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, τὸ ὀξυγό­νο τοῦ ἀέρα καὶ τὸ νερό. Τὸ νεράκι εἶ­νε ἀπὸ τὰ πιὸ ἀπαραίτητα στὴ ζωή μας. Χωρὶς φαγητὸ μπορεῖ νὰ ζήσῃς καὶ σαράντα ἡμέρες· ἔχουν γίνει πει­ράματα. Ἀλλὰ χω­ρὶς νε­ρὸ πολὺ λιγώτερο, καὶ χωρὶς ἀέρα καθόλου. Ποιός ἔκανε τὸ νερό!
 
Τὸ νερὸ εἶνε ἕνα θαῦμα τῆς θείας δημιουρ­γίας. ῾Ρωτῆστε ἐπιστήμονες καὶ θὰ σᾶς ποῦν τὶς θαυμαστὲς ἰδιότητές του. Τὸ σπουδαῖο εἶνε, ὅτι νε­ρὸ δὲν ὑ­πάρχει σὲ ἄλλους πλανῆτες· ὑ­πάρχει μόνο στὴ Γῆ! Ὅταν πέταξαν στὴ σελήνη, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει οὔτε σταλαγματιὰ νεροῦ, ὁ Ἀ­μερι­κᾶ­νος ἀστροναύτης εἶπε· Πότε νὰ κατεβῶ στὴ Γῆ, νὰ πάω στὸ σπίτι μου ν᾽ ἀνοίξω τὴν κά­νου­λα νὰ πιῶ νερὸ νὰ δροσιστῶ!
Ὁ Θεὸς ἔδωσε τὸ νερὸ δωρεάν. Μάλιστα!
 
Τὴν ἀξία τοῦ νεροῦ τὴν αἰσθανόμαστε ἰδί­ως σὲ καιρὸ ἀνομβρίας. Στὴν οἰκονομι­κὴ χρεωκοπία προστίθεται καὶ μιὰ ἄλλη· χρεωκοπία τῶν πόρων τῆς γῆς, ποὺ εἶνε συμφορὰ μεγάλη. Τότε ὅλοι ἀ­νησυ­χοῦν, γίνονται προσευχές, λιτα­νεῖ­ες καὶ δε­ήσεις. Καὶ –παρὰ τὴν ἁ­μαρτωλότητά μας– ὁ Θεὸς εἰσ­ακούει τὶς δεήσεις ἀπὸ ἀθῷα νήπια καὶ δικαίους δούλους του, κι ὁ οὐρανὸς γεμίζει ἀπὸ σύννεφα καὶ βρέχει! Ἡ βροχὴ εἶνε μιὰ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, εἶνε χρυσάφι. Σὲ ἄλλες χῶρες, ποὺ ἔπεσε ἀνομβρία, πέθαναν χιλιάδες.
 
Θὰ ἔπρεπε νὰ δοξάζουμε τὸ Θεό. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια –ἤμουν μικρὸ παιδὶ καὶ τὸ θυ­μᾶ­μαι ζωηρά– στὸ νησί μας, ποὺ ὅπως καὶ ἄλ­λα νησιὰ πάσχει ἀπὸ λειψυδρία, τὸ νερὸ ἐθεωρεῖτο ἀγαθὸ ἀνεκτίμητο· ἔβλεπες νὰ πιάνῃ κάποιος τὸ ποτήρι μὲ τὸ νερὸ καὶ προτοῦ νὰ πιῇ νὰ κάνῃ πρῶτα τὸ σταυρό του.
 
Ἀλλὰ ἐ­μεῖς εἴμαστε ἀχάριστοι. Τὰ θεωροῦ­με ὄλα δεδομένα, φυσικὰ πράγματα, ἢ τυχαῖα· δὲν βλέπουμε ὅτι πίσω ἀπ᾽ αὐτὰ βρίσκεται ὁ Θεός. Καὶ φτάσαμε σὲ τέτοια ἀναισθησία, ἀν­αίδεια καὶ ἀ­χαριστία, ὥστε τὴ μπουκιὰ ἔχουμε στὸ στόμα καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾶμε.
 
Λοιπόν, θὰ πέσῃ τιμωρία. Τὸ εἶπε ὁ ἅγιος Κο­σμᾶς ὁ Αἰτωλός· Θὰ στερέψουν οἱ πηγές. Θὰ τρέ­χουν οἱ ἄνθρωποι νὰ βροῦν λίγο νερό· θά ᾽ρθῃ μέρα ποὺ ἕνα ποτήρι νερὸ θά ᾽χῃ μιὰ λίρα!
 
Ἀλλ᾽ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὑλικὸ νερό, ποὺ σβήνει τὴ δίψα τοῦ σώματος, ὑπάρχει καὶ τὸ πνευμα­τικὸ νερό. Αὐτὸ μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ σημερινὴ ἑ­­ορτή. Ποιό εἶνε τὸ πνευματικὸ νερό;
 
Ὅπου νὰ πᾷς, εἴτε στὸ Βόρειο Πόλο εἴτε στὴν Αὐστραλία, καὶ σὲ ὁποιαδήποτε ἐποχὴ ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του μιὰ δίψα. Ἔτσι λέει ἡ ἁγία Γρα­φή· «Ὁ Θεὸς ὁ Θεός μου, …ἐδίψη­σέ σε ἡ ψυχή μου, …ἐν τῇ γῇ ἐρήμῳ καὶ ἀβά­τῳ καὶ ἀνύδρῳ» (Ψαλμ. 62,2)· Θεέ μου, λέει, σὲ διψῶ. Τί εἶ­­νε ἡ δίψα αὐ­τή, ἡ ἔμφυτη, ἡ παγκόσμια, ἡ ἀρ­χέγονη; Εἶ­νε ἡ δίψα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀνεπιγνώστως, χω­ρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιοῦμε, ἐκ­δη­λώνεται ὡς δίψα γιὰ εὐτυχία. Ὅλοι ἐπιθυμοῦμε τὴν εὐτυχία, ἀλλὰ δι­αφωνοῦ­με στὸ ποῦ ὑπάρχει καὶ πῶς τὴν κατακτοῦ­­με. Σὲ τρία εἴδωλα στρέφεται κυρίως ὁ ταλαί­πωρος ἄνθρωπος· χρῆμα, ἡδονή, δόξα.
 
• Τὸ χρῆμα, τὰ λεφτά! Τὸ πάθος τῆς φιλαργυρί­ας εἶνε ἀκόρεστο. Μοιάζει μὲ τὴν ὑδρωπι­κία, ποὺ ὅσο πίνεις τόσο περισσότερο διψᾷς. Ἀπ᾽ ἐ­δῶ ἀρχίζει ἡ πλεονεξία καὶ ἡ κλοπή, ποὺ μᾶς ἐκ­θέτει τοὺς Ἕλληνες παγκοσμί­ως. Ὁ ἄ­πληστος ἄνθρωπος, μοιάζει μὲ τὸ μυ­θικὸ Μίδα, ποὺ ζήτησε, ὅ,τι ἀγγίζει νὰ γίνεται χρυσό, κι αὐτὸ τελικὰ ἀπέβη ἡ τιμωρία του. Ἔτσι ἡ ἀν­θρωπότης θὰ πεθάνῃ μέσ᾽ στὸ χρυσάφι τοῦ καπιταλισμοῦ, τῆς λατρείας τοῦ μαμωνᾶ, γιὰ τὸν ὁποῖον τόσα λέει ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 6,24. Λουκ. 16,9-13). Τὸ χρῆ­μα δὲν ξεδιψάει τὸν ἄνθρωπο.
 
• Ἡ ἡδονή. Ἄλλοι ζητοῦν νὰ σβήσουν τὴ δί­­ψα γιὰ εὐτυχία στὶς ἡδονές· λατρεύουν τὶς αἰ­σθησι­ακὲς ἀπολαύσεις, τὴν ἄνομη σχέσι μὲ τὴ σάρκα, μὲ τὴ γυναῖκα. Ὁ αἰώνας αὐτὸς θὰ μεί­νῃ ὡς σε­ξουαλικός. Τὸν χαρακτηρίζει μία ἀ­κό­ρεστη λύσ­σα. Οἱ ἄντρες δὲν ἀρκοῦνται σὲ μία γυναῖκα, θέλουν πολλές· ἐπιστρέφουν ἔτσι στὴν πολυγαμία καὶ στὴν ἀκολασία τοῦ εἰδωλολατρικοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου. Οὔτε ἡ φιληδονία λοιπὸν σβήνει τὴ δίψα τῆς ψυχῆς.
 
• Τέλος ἡ δόξα. Πολλοὶ ζητοῦν τὴν εὐτυχία στὴ μάταιη προβολὴ καὶ τὰ χειροκροτήματα τοῦ πλήθους, στὰ ἐγκόσμια μεγαλεῖα καὶ τὰ ἀξι­ώματα. Ἀλλ᾽ ὅσο ὑψηλότερα ἀνεβαίνει καν­είς, τόσο πιὸ ἐξευτελιστικὰ κινδυνεύει νὰ πέσῃ σὲ λίγο καὶ νὰ γί­νῃ καταγέλαστος. «Πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται», εἶπε τὸ ἀδιάψευστο στόμα τοῦ Χριστοῦ (Λουκ. 18,14). Ἡ φιλοδοξία καταντᾷ ματαιοδοξία, καὶ ὁ φιλόδοξος ὄχι μόνο δὲν ξεδιψάει ἀλλὰ νιώθει καὶ τραγικὰ ἀπατημένος.
 
Ἀκόμη ὅμως καὶ ἂν κάποιος μποροῦσε νὰ τὰ συγκεντρώσῃ ὅλα αὐτὰ στὸ πρόσωπό του, καὶ πλοῦτο καὶ ἡδονὲς καὶ δόξα –κάτι σπάνιο βέβαια–, καὶ πάλι δὲν ἱκανοποιεῖται. Καὶ ὑ­πάρ­χει τέτοιος ἄνθρωπος στὴν ἱστορία· εἶνε ὁ Σο­λομῶν, ὁ σοφὸς βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ· εἶχε στέρ­νες γεμᾶ­τες χρυσάφι, εἶχε χίλιες γυναῖ­κες, εἶχε καὶ δόξα μεγάλη τόσο στὸ ἐσωτερι­κὸ ὅ­σο καὶ στὸ ἐξωτερικό. Μετὰ λοιπὸν ἀπ᾽ ὅ­λα αὐ­τὰ τί συμπέρασμα ἔβγαλε; Εἶπε μιὰ σοφὴ κου­βέντα, ποὺ τὴν ἀ­κοῦ­με κ᾽ ἐμεῖς στὶς κηδεῖες μας· «Ματαιότης ματαιο­τήτων, τὰ πάν­τα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2· 12,8). Ἕνα ἀπατη­λὸ ὄνειρο, μία σκιὰ εἶνε ὅλα· «πάντα ὀνείρων ἀ­πατηλότερα» (νεκρ. ἀκολ.).

* * *

Γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· δὲν ὑπάρχει λοιπὸν εὐ­τυχία; γιατί τότε φυτεύτηκε μέσα μας ἡ δίψα αὐ­­τὴ τῆς εὐτυχίας; Ἀπαντῶ· ὑπάρχει, ἀδελφοί μου, μία πη­­γή, μιὰ βρύσι πνευματική, ἀπ᾽ τὴν ὁποία ῥέει τὸ «ὕ­δωρ τὸ ζῶν» (Ἰω. 4,10-11). Ὁ Χριστὸς εἶπε καὶ ὁ λόγος του εἶνε ἀθάνατη ἀλήθεια· Ἐγὼ ἔχω τὸ «ὕ­δωρ τὸ ζῶν», ἐγὼ εἶμαι ἡ πηγή (βλ. ἔ.ἀ. 4,13-14).
 
Πηγὴ πραγματικὰ εἶνε ὁ Χριστός. Ποῦ ἀλλοῦ νὰ πᾷς νὰ δροσιστῇς; νὰ αἰσθανθῇς χαρὰ καὶ ἀ­γαλλίασι; Ὅλα, μὰ ὅλα τὰ ὑλικὰ μᾶς ἀπογοητεύουν, μᾶς δημι­ουργοῦν αἴσθημα ἀνίας, κόρου καὶ ἀποστροφῆς. Κον­τὰ στὸ Χριστὸ σβήνει ὁ ἄνθρωπος τὴ μεταφυσική του δίψα.
 
Ὁ ἄνθρωπος εἶνε καὶ οἰκονομικὸ ὄν –δὲν τὸ ἀρνούμεθα, ἀφοῦ ἔχουμε καὶ σῶμα–, ἀλλὰ κυρίως εἶνε μεταφυσικὸ ὄν. Ἐδῶ σφάλλουν οἱ μαρξισταί. Δὲν εἶνε μόνο ὕλη ὁ ἄνθρωπος, κοιλιὰ καὶ ἔντερα· ἔχει μιὰ μεγάλη καὶ εὐγενῆ δίψα· διψάει τὴν εὐτυχία, τὴν ὁποία βρίσκει μόνο στὸν Ἰησοῦ Χριστό· αὐτὸς τοῦ δίνει τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν» μὲ τὴ διδασκαλία του, μὲ τὸ ὑπόδειγμα τῆς ἁγίας ζωῆς του, μὲ τὰ θαύματά του, καὶ πρὸ παντὸς μὲ τὴν ἁγία ἀνάστασί του!
 
Θέλετε ἀποδείξεις; Ὑπάρχουν ἀμέτρητες. Μία μόνο θὰ πῶ καὶ τελειώνω. Στὴν Ἀθήνα ἕ­νας ζωηρὸς νέος εἶχε μπῆ στὰ ναρκωτικά, καὶ ζητοῦ­σε νὰ βρῇ τὴ θεραπεία του. Πῆγε παν­τοῦ. Ἐπὶ τέλους γνώρισε τὸν ἀληθινὸ Ψυχίατρο, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Πίστε­ψε, μετανόησε, ἐξωμολογήθηκε, κοινώνησε, καὶ τώρα εἶνε ὑγιής. Θὰ πῶ καὶ τὸ ὄνομά του· λέγεται Σταμάτης Σπανουδάκης, γράφει ὑπέροχα τραγούδια ποὺ μεταδίδουν ῥαδιοφωνικοὶ στα­θμοὶ καὶ τηλεοράσεις. Καὶ λέει· Ἐμένα μὲ θεράπευσε ὁ Χριστός!
 
Δὲν εἶνε λοιπὸν μῦθος ἡ πίστι μας· εἶνε ζωή, γεγονός, πραγματικότης. Τὸ εἶπα, τὸ τονίζω· Κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ πάνω ἀπὸ τὰ ἄστρα δὲν ὑ­πάρχει ἄλλο ὄνομα ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς σῴσῃ· μόνο ὁ Ἰησοῦς Χριστός! Αὐτὸς εἶνε ἡ πηγὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς μας. Καὶ ἐκεῖνος κατέστησε καὶ τὴ Μητέρα του Ζωοδόχο Πηγή, ἀφοῦ ἐκείνη ἔφερε στὸν κόσμο Αὐτόν, τὴν Πηγὴ τῆς ζωῆς. Ἐκεῖ λοι­πὸν νὰ τρέχουμε ὅλοι. Νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ τὸ ὑλικὸ νερό, μὰ πρὸ παντὸς γιὰ τὸ πνευματικὸ νερό. «Πίνω», λέει ὁ ποιητής, «πίνω τὸ ἀθάνα­το νερὸ κι ἀφήνω τὸ φαρμάκι» (Ἀχιλ. Παράσχος).
 
Μακάρι ὅλοι, ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι, νὰ πιστέ­ψουμε, ὅτι μόνο κοντὰ στὸν Κύριο θ᾽ ἀ­νορθωθοῦμε. Καὶ τότε «ἀνακαινισθήσεται ὡς ἀετοῦ» ἡ πατρίδα μας (πρβλ. Ψαλμ. 102,5) διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖ­­­δες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦ­τε εἰς πάν­τας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν πανηγυρίζοντα ἱ. ναὸ Ζωοδόχου Πηγῆς Σκοπιᾶς – Φλωρίνης τὴν 20-4-1990 πρωί. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 23-3-2023.

«Πᾶνος»