Σάββατο 22 Απριλίου 2023

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΣΑΒΒΑΤΟ 22 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2023


Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Συκεώτης
 

Καὶ Θεοδώρῳ, καὶ νεκρῷ Θεοδώρου,
Τὸ θαυματουργεῖν δῶρον ἐκ Θεοῦ μέγα.
Εἰκάδι δευτερίῃ Συκεώτην τύμβος ἔκρυψεν.

Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Συκέα ἢ Συκεῶν τῆς Ἀναστασιοπόλεως, πρώτης πόλεως τῆς ἐπαρχίας Ἀγκυρανῶν καὶ ἦταν υἱὸς τῆς πόρνης Μαρίας καὶ τοῦ Κοσμᾶ, ἀποκρισάριου τοῦ βασιλέως Ἰουστινιανοῦ. Ἡ ἐκ πορνείας γέννηση τοῦ Ὁσίου δὲν ἐμπόδισε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀναδείξει Ἀρχιερέα τιμιότατο καὶ νὰ τὸν πλουτίσει μὲ παράδοξες θεοσημεῖες καὶ θαυματουργίες. 

Στὸ σχολεῖο προέκοπτε στὴ μάθηση καὶ σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν ἔδειξε κλίση στὸ μοναχικὸ βίο. Μία νύχτα καὶ ἐνῷ ὁ Ὅσιος εἶχε γίνει δωδεκαετής, ἐμφανίσθηκε σὲ αὐτὸν ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος ὁ Τροπαιοφόρος καὶ ἀφοῦ τὸν ξύπνησε τοῦ εἶπε: «Σήκω, Θεόδωρε, ἔφθασε ὁ ὄρθρος, πᾶμε νὰ προσευχηθοῦμε». Ὁ Ὅσιος εἶχε τόση εὐλάβεια πρὸς τὸν Ἅγιο Γεώργιο, ὥστε κάθε μεσημέρι φεύγοντας ἀπὸ τὸ σχολεῖο ἀνέβαινε στὸ γειτονικὸ πετρῶδες ὄρος, ὅπου ἦταν τὸ προσκύνημα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Τὸν ὁδηγοῦσε ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος μὲ τὴ μορφὴ ἑνὸς παλικαριοῦ.

Ὁ Ὅσιος ἀκολούθησε τὴ μοναχικὴ πολιτεία σὲ νεαρὴ ἡλικία μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου Ἀναστασιοπόλεως Θεοδοσίου. Λίγο ἀργότερα χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος.

Ἀμέσως ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ ἔλαβε τὸ σχῆμα τοῦ μοναχοῦ στὴ μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Χουζιβᾶ.

Στὴν συνέχεια ἐπέστρεψε στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του καὶ παρέμεινε μόνιμα στὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἐκεῖ οἰκοδομοῦσε τὸν ἑαυτό του μὲ νηστεῖες καὶ χαμαικοιτίες, μὲ ἀγρυπνίες καὶ ψαλμῳδίες, γι’ αὐτὸ καὶ ἀπολάμβανε ἀπὸ μέρος τοῦ Θεοῦ, ποταμὸ ἀπὸ περισσότερα χαρίσματα ἐναντίων τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων καὶ τῶν κάθε εἴδους ἀσθενειῶν.

Ἡ μητέρα του, ἔχοντας φρόνημα σαρκικό, ἐγκατέλειψε τὸν υἱό της καὶ ἀφοῦ πῆρε ὅσο μέρος τῆς περιουσίας τῆς ἀναλογοῦσε, νυμφεύθηκε τὸν Δαβίδ, ἄνδρα τῆς αὐτοκρατορικῆς φρουρᾶς τῆς Ἄγκυρας.

Ἡ ἀδελφὴ τῆς μητέρας του, ἡ Δεσποινία, ἡ μητέρα της Ἐλπιδία καὶ ἡ ἀδελφὴ τοῦ Ὁσίου, ἡ Βλάττα, δὲν δέχονταν νὰ ἀποχωρισθοῦν ἀπὸ αὐτόν. Ἀπεναντίας παρατηροῦσαν μὲ προσοχὴ τὴν ἐνάρετη ζωή του καὶ προσπαθοῦσαν νὰ τὸν μιμηθοῦν ὅσο μποροῦσαν, ἐξαγνίζοντας καὶ ἀγιάζοντας τὸν ἑαυτό τους μὲ σωφροσύνη καὶ καθαρότητα βίου, μὲ ἐλεημοσύνες καὶ προσευχές.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἐπισκόπου Ἀναστασιοπόλεως, Τιμοθέου, οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, πῆγαν στὴν Ἄγκυρα καὶ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ἀγκύρας, Παῦλο, νὰ ἀναδείξει Ἐπίσκοπο τῆς πόλεώς τους τὸν Ὅσιο Θεόδωρο. Ὁ Ὅσιος δὲν δεχόταν μὲ κανένα τρόπο τὴν πρόταση αὐτή. Ἔτσι οἱ Χριστιανοὶ κατέφυγαν στὴ βία. Τὸν ἔβγαλαν ἔξω καὶ ἀφοῦ τὸν τοποθέτησαν ἐπάνω σὲ ἕνα φορεῖο, τὸν ἀπήγαγαν.

Κατὰ τὴν χειροτονία του σὲ Ἐπίσκοπο κάποιος εἶδε ἕνα τεράστιο ἀστέρι ποὺ ἀκτινοβολοῦσε, νὰ κατέρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ στέκεται ἐπάνω στὴν ἐκκλησία, ἀστράφτοντας καὶ φωτίζοντας τὴν πόλη καὶ τὴν γύρω περιοχή.

Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἔφθασε στὴν Ἀναστασιόπολη μαζὶ μὲ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως Κίννας, Ἀμίαντο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐνθρονίσθηκε. Ἔκτοτε ἔλαμπε συνεχῶς ὡς ἥλιος μὲ τὰ θεία χαρίσματα τῶν ἰαμάτων, μὲ τὴν αὐστηρότητα τοῦ βίου του, μὲ ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ τὶς ἀγαθοεργίες.

Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἐπιθύμησε νὰ ἐπισκεφθεῖ γιὰ δεύτερη φορὰ τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐκεῖ προσκύνησε τὸν Τίμιο Σταυρό, τὸν Τάφο τοῦ Κυρίου καὶ ὅλα τὰ ἁγιάσματα ποὺ ὑπῆρχαν στὴν περιοχή, καθὼς καὶ τὰ κοντινὰ μοναστήρια. Τὸν ἐνοχλοῦσε ὅμως ὁ λογισμὸς καὶ τὸν ἔπεισε τελικὰ νὰ μὴν ἐπιστρέψει πίσω στὴν πατρίδα του, ἀλλὰ νὰ ζήσει ἡσυχαστικὴ ζωὴ σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ μοναστήρια ποὺ ὑπῆρχαν ἐκεῖ. Νόμισε πὼς εἶχε πέσει ἔξω ἀπὸ τὸ μοναχικὸ μέτρο, ἐπειδὴ ἀνέλαβε τὴν πνευματικὴ εὐθύνη τῆς Ἐπισκοπῆς καὶ διότι τὸν στεναχωροῦσαν οἱ ἐνοχλητικὲς καταστάσεις ποὺ ὑπῆρχαν σὲ αὐτήν. 

Πῆγε λοιπὸν στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ ζοῦσε ἐκεῖ σὲ ἕνα κελλὶ κάποιου ἀγωνιστοῦ μοναχοῦ, ποὺ τὸν ἔλεγαν Ἀνδρέα. Κάποια νύχτα ὅμως παρουσιάσθηκε στὸν ὕπνο του ὁ Ἅγιος Γεώργιος καί, ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε ἕνα ραβδί, τοῦ εἶπε: «Σήκω καὶ περπάτα, διότι πολλοὶ ἄνθρωποι λυποῦνται, γιατί ἀπουσιάζεις. Δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὸ νὰ ἐγκαταλείψεις τὴν Ἐπισκοπή σου καὶ νὰ ζεῖς ἐδῶ». Ἔτσι ὁ Ὅσιος ἀποχαιρέτισε τοὺς πατέρες τῆς μονῆς καὶ πῆρε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.

Ὅταν ἔφθασε στὰ μέρη τῆς Γαλατίας, κοντὰ στὸ μοναστήρι τῶν Δρυΐνων, τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴν μιλήσουν σὲ κανέναν γι’ αὐτό, καθὼς αὐτοὶ ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ δὲν τὸν γνώριζαν.

Ὡστόσο ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου κυκλοφόρησε παντοῦ. Ἔτσι ἔρχονταν πολλοὶ στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του.

Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στὴν Ἀναστασιόπολη προξενώντας ἔτσι μὲ τὴν ἐπιστροφή του, χαρὰ σὲ ὅλους. Ὅμως ὁ Ὅσιος εἶχε ἀποφασίσει νὰ παραιτηθεῖ, γιὰ νὰ ἀκολουθήσει τὴν ἡσυχαστικὴ ὁδό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνάντησε τὸν Ἐπίσκοπο Ἀγκύρας Παῦλο καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν παραίτησή του. Ὁ Ἐπίσκοπος Παῦλος δὲν ἤθελε νὰ δεχθεῖ τὴν παραίτηση τοῦ Ὁσίου. Καὶ ἀφοῦ ἔγινε ἔντονη συζήτηση μεταξύ τους, στὸ τέλος ἀποφάσισαν νὰ στείλουν μήνυμα στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Κυριακό, γιὰ νὰ τοῦ θέσουν τὸ θέμα αὐτό. Ὁ Πατριάρχης Κυριακός, μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ βασιλέως, ἔδωσε ἐντολὴ στὸν Μητροπολίτη Ἀγκύρας νὰ δεχθεῖ τὸ αἴτημα τοῦ Ὁσίου, νὰ τοῦ δώσει μάλιστα καὶ τὸ ὠμοφόριο τῆς Ἐπισκοπῆς, γιὰ νὰ διατηρεῖ τὸ ἀξίωμά του, καθὼς ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος καὶ ἀποχωροῦσε ἀπὸ τὴν Ἐπισκοπὴ χωρὶς νὰ ἔχει διαπράξει ἀδίκημα.

Ἔτσι ὁ Ὅσιος ἦλθε στὴν περιοχὴ τῆς Ἡλιουπόλεως καὶ ἀπομονώθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου στὴν Ἄκρηνα, πολὺ κοντὰ στὸ χωριὸ Πίδρος. Τὴν ἴδια ἐποχὴ ὁ Ὅσιος ἔλαβε ἐπιστολὲς καὶ ἀπὸ τὸν βασιλέα Μαυρίκιο καὶ τὸν Πατριάρχη Κυριακό, οἱ ὁποῖοι τὸν προέτρεπαν νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ τοὺς εὐλογήσει. Ἔτσι λοιπὸν πῆγε στὴ θεοφύλακτη πόλη, ὅπου κήρυξε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ θεράπευσε πολλούς.

Ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στὴ Γαλατία, ἀλλὰ ἐπισκέφθηκε γιὰ δεύτερη φορὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 610 μ.Χ., ἐπὶ Πατριάρχου Θωμᾶ, στὸν θάνατο τοῦ ὁποίου βρέθηκε. Καὶ ἀφοῦ τιμήθηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Σέργιο ἐπανῆλθε στὸ μοναστήρι του, ὅπου συνέχισε τὸ θεοφιλὴ βίο του.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 613 μ.Χ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐκ σπάργανων ἐπλήσθης τῆς θείας χάριτος, καὶ τῷ Θεῷ ἀνετέθης ὡς Σαμουὴλ ὁ κλεινός, τὴν ὑπέρτιμον στολὴν Πάτερ κληρούμενος· ὅθεν θαυμάτων αὐτουργός, καὶ Χριστοῦ μυσταγωγός, Θεόδωρε ἀνεδείχθης, θεοδωρήτως ἐκλάμπων, τὰς ψυχοτρόφους δωρεὰς τοῖς πιστοῖς.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὡς πυρίνῳ ἅρματι, ταῖς ἀρεταῖς θεοφόρε, ἐπιβὰς ἀνέδραμες, εἰς οὐρανίους οἰκήσεις, ἄγγελος, μετὰ ἀνθρώπων συμβιοτεύων, ἄνθρωπος, σὺν τοῖς Ἀγγέλοις περιχορεύων· διὰ τοῦτο ἀνεδείχθης, θαυμάτων θεῖον δοχεῖον Θεόδωρε.

Μεγαλυνάριον.
Δῶρον καθιέρωσας τῷ Θεῷ, Θεόδωρε Πάτερ, τὸν σὸν βίον τὸν ἱερόν· ὅθεν θεοσδότων, μετέσχες χαρισμάτων, καὶ δωρεὰν βλυσταίνεις, πᾶσι τὰς χάριτας.

Ὁ Ἅγιος Ναθαναὴλ ὁ Ἀπόστολος

 
Τὸν Ναζαρηνὸν γνοὺς Ναθαναὴλ μέγαν,
Τὴν Ναζαρὲτ σίγησον ἄχρηστον λέγειν.

Περὶ τοῦ Ἀποστόλου Ναθαναὴλ γνωρίζουμε τόσα μόνο σαφὴ καὶ θετικά, ὅσα τὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο περιέσῳσε μεταξὺ τοῦ Φιλίππου καὶ αὐτοῦ διαμειφθέντα καὶ μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ναθαναήλ, ὅταν ἐκεῖνος ἄκουσε ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Φίλιππο τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία, γιὰ τὸν Ὁποῖο ἔγραψε ὁ Μωυσῆς στὸ Νόμο καὶ οἱ Προφῆτες.

Στοὺς Συναξαριστὲς ὁ Ἀπόστολος Ναθαναὴλ ταυτίζεται μὲ τὸν Ἀπόστολο Βαρθολομαῖο (υἱὸς τοῦ Θολομαίου), ἄλλοτε δὲ μὲ τὸν ζηλωτὴ Σίμωνα, τὸν Ἀπόστολο ἀπὸ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου τελέσθηκε ὁ γάμος στὸν ὁποῖο παρακάθισε καὶ ὁ Ἰησοῦς μὲ τὴν μητέρα Του.

Οἱ λόγοι τῆς ταυτίσεως τοῦ Ἀποστόλου Βαρθολομαίου πρὸς τὸ Ναθαναήλ, εἶναι οἱ ἑξῆς: α) Στοὺς καταλόγους τῶν μαθητῶν στὰ Συνοπτικὰ Εὐαγγέλια καὶ στὶς Πράξεις ὀνομάζεται μόνο ὡς Βαρθολομαῖος, ἐνῷ στὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο μόνο ὡς Ναθαναὴλ καὶ β) στοὺς καταλόγους αὐτοὺς συγκαταριθμεῖται πάντοτε μὲ τὸν Ἀπόστολο Φίλιππο.
Ἡ ἀποστολικὴ δράση τοῦ Ἀποστόλου Ναθαναὴλ ἐπεκτείνεται μέχρι τὴν Ἀφρική, τὴ Μαυριτανία καὶ τὴ Βρετανία, ὅπου καὶ σταυρώθηκε ἀπὸ εἰδωλολάτρες.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸς θεασάμενος, τὴν σὴν εὐθεῖαν ψυχήν, καὶ τρόπον τὸν ἔνθεον, Ναθαναὴλ ἱερέ, ὡς Κτίστης ἐβόησεν· Ἴδε Ἰσραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστιν· ὅθεν καὶ ὑπηρέτης, καὶ Ἀπόστολος θεῖος, τῆς τούτου παρουσίας, ἐδείχθης τοῖς πέρασι.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῷ Χριστῷ προσέδραμες, ὡς τῶν ῥημάτων, τῶν αὐτοῦ ἀκήκοας, Ναθαναὴλ ἀπὸ ψυχῆς, καὶ Ἀποστόλοις ἠρίθμησαι, τὰ ὑπὲρ λόγον ἀμέσως μυούμενος.

Μεγαλυνάριον.
Μύστης τοῦ Σωτῆρος θεοειδής, Ναθαναὴλ ὤφθης, καὶ Ἀπόστολος εὐκλεής· ἔνθεν εὐσεβείας, μυσταγωγὸς ἐδείχθης, ζωῆς ἀνακηρύξας, τὸ Εὐαγγέλιον.

Ὁ Ἅγιος Νέαρχος ὁ Μάρτυρας

Τοῦ πρὸς σέ, Σῶτερ, ἐμπύρου θείου πόθου,
Νέαρχος εἶπεν, οὐδὲ πῦρ με χωρίσει.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νέαρχος τελειώθηκε διὰ πυρός. Εἰκάζεται ὅτι ἦταν φίλος τοῦ Ἁγίου Μάρτυρα Πολυεύκτου. Ἐὰν θεωρηθεῖ ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀληθές, τότε ὁ Ἅγιος Νέαρχος πρέπει νὰ μαρτύρησε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) καὶ Οὐαλεριανοῦ (251 – 259 μ.Χ.).

Ὁ Ἅγιος Γάιος Ἐπίσκοπος Ρώμης


Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Γάιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Δαλματία καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ρώμης τὸ ἔτος 283 μ.Χ. Σύμφωνα μὲ ὁρισμένους ἐρευνητὲς ἦταν συγγενὴς τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ καὶ ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Μάρτυρα Γαβίνου († 19 Φεβρουαρίου). Ὑπέστη πολλοὺς διωγμοὺς καὶ κακώσεις, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ καὶ γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα ἀναγκάσθηκε νὰ καταφύγει σὲ σπήλαιο μακριὰ ἀπὸ τὴ Ρώμη. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 296 μ.Χ.
 
Σύναξη των Οσίων Κολλυβάδων Πατέρων, των εκ του Αγιωνύμου Άθωνος ορμωμένων
 

Γέγηθε ὑμῖν ὁ Ἄθως Κολλυβάδες,
Νύμφη δὲ Χριστοῦ, νῦν Ἐκκλησία χαίρει

Σπείραντες Θεοῦ τήν γνῶσιν Κολλυβάδες,
δράγματα ζωῆς ἐθέρισαν ἀφθόνως

Ἡμέρα Λαμπρᾶς καταπαύσεως δεῦτε
ἐργάτας φωτός στέψωμεν Κολλυβάδας.

Στην ιστορία της Εκκλησίας μας το Πνεύμα το Άγιο αναδεικνύει κάποιες πνευματικές προσωπικότητες, οι οποίες όχι μόνο χαρακτηρίζουν την εποχή τους, αλλά και γίνονται φωτεινοί φάροι για τις επερχόμενες γενεές. Γι’ αυτό ατενίζοντας προς αυτούς μπορούμε και εμείς, οι «εις τους εσχάτους καιρούς καταντήσαντες», να διαπλεύσουμε ακίνδυνα, «αβρόχοις ποσί» την θάλασσα των πειρασμών, των παθών, των πλανών του διαβόλου και να φθάσουμε στο λιμάνι της «όντως ζωής», της απαθείας, του...

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Κολλυβάδων Πατέρων τὴν χορείαν τιμήσωμεν, Πνεύματος Ἁγίου τοὺς μύστας, οἰκονόμους τῆς χάριτος, Χριστοῦ τὸ Εὐαγγέλιον ἡμῖν, ἐδίδαξαν ἐν χρόνοις χαλεποῖς· καὶ ἀστέρες ὡς ὑπέρφωτοι τῶν ψυχῶν, τῆς πλάνης σκότος λύουσιν· χαίροις, τῶν θεοφόρων ἡ πλειάς, χαίρετε γένους στήριγμα, χαίρετε ἀληθείας οἱ πυρσοί, καὶ πίστεως ἐκφάντορες.

Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Κατὰ χρέος ἅπαντες, τῶν Κολλυβάδων, τὴν χορείαν μέλψωμεν, τοὺς ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς, τρανῶς ἡμῖν ἐκδιδάξαντας· τῆς ἀληθείας, τὸ μέγα μυστήριον.

Έτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῶν Κολλυβάδων τόν χορόν ἐγκωμιάσωμεν, τόν ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς μεγαλουργήσαντα, ἐν σοφίᾳ καί συνέσει θεοκινήτῳ. Ἐκ τοῦ Ἀθωνος αἰθρίως ἁνατείλαντα, καί τήν κτίσιν ὑπερκάλως ὡραΐσαντα· πόθῳ μέλποντες· Λόγου χαίρετε σάλπιγγες.

Μεγαλυνάριον
Χαίρετε Πατέρες θεοειδεῖς, Κολλυβάδες θεῖεοι, Ἐκκλησία σάλπιγξ χρυσῆ· χαίρετε οἱ πράξει, καὶ λόγῳ δαδουχοῦντες, πιστοὺς εἰς τὸ γινώσκειν, δόγματα ἅγια.

Ὁ Οἶκος
Ἄπρατον τοῦ Κυρίου καί ἀνώνητον χάριν ἐκτήσασθε σοφοί Κολλυβάδες· ἐν ὁσίοις τρόποις ἐπί γῆς καλῶς αὐτήν ἐμπορευσάμενοι, καί ἄχρι βίου τελευτῆς ὑμῶν, ἐν ἀκριβεῖ συνέσει καί καρδίας καθαρότητι, φυλάξαντες ταύτην ἀμέμπτως. Διό καί χορηγεῑτε δαψιλεῖ χρηστότητι τὰς δωρεάς, τοῖς ἐπαινοῦσι τά ἐξαίρετα τῆς πολιτείας ὑμῶν ἔπαθλα, καί ψάλλουσιν ἀνεμποδίστως ταῦτα·

Χαίρετε ἔσοπτρα τῆς σοφίας·
χαίρετε ἄροτρα ἀληθείας.

Χαίρετε τοῦ θείου λόγου οἱ ἀκάματοι σπορεῖς·
χαίρετε θεολογίας οὐρανίου σκαπανεῖς.

Χαίρετε τούς ἐν τῇ πλάνῃ σώσαντες Χριστοῦ σαγήνη
χαίρετε ψυχάς πεινώντων θρέψαντες δικαιοσύνῃ.

Χαίρετε Σταυρόν Κυρίου ἄραντες προθύμῳ γνώμῃ·
χαίρετε ζυγόν τοῦ σκότους ἐκτινάξαντες ὡς κόνιν.

Χαίρετε Εὐαγγελίου οἱ κηρύξαντες τούς νόμους·
χαίρετε καρδίας δέει στέρξαντες θεσμοὺς πατρῴους.

Χαίρετε τῆς ἡσυχίας τῆς καλλίστης ἐρασταί·
χαίρετε τοῦ Παραδείσου λαμπροφόροι οἰκισταί.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
(Μετά τήν α' στιχολογιάν)
Τἁς σάλπιγγας Χριστοῦ, τάς ἠχούσας τῷ κόσμῳ, ζωῆς ἀληθινῆς, τόν θεόσδοτον νόμον, Πατέρας οὐρανόφρονας, Κολλυβάδας θαυμάσωμεν τούτοις χαίρετε, ἀπό καρδίας βοῶντες· τῆς ἀμείνονος, χαρᾶς ἡμᾶς κοινωνῆσαι, ἀξίους ποιήσατε.

Έτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τὸ προσταχθέν.
(Μετά τήν β' στιχολογιάν)
Τούς θεωρούς τῆς λαμπρᾶς φωτοχυσίας, καί κοινωνοῦντας τῆς ὑψίστης κληρουχίας, τούς ὡς Παῦλος τά κάλλη, οὐρανοῦ ὁρῶντας, Πατέρας τούς Κολλυβάδας οἱ γηγενεῖς, τιμῶντες ἐν ἐτησίοις ἑορτασμοῖς· πόθῳ κρείττονι εἴπωμεν, τῆς Ἀναστάσεως ἰδεῖν, ἡμᾶς καταξιώσατε· τήν ἀγήρω τερπνότητα.

Έτερον Κάθισμα
Ἠχος δ' Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
(Μετά τόν Πολυέλεον)
Τά κειμήλια πιστοί, τῶν θεοσδότων δωρεῶν, καί χαρίτων δαψιλῶν, τοὺς πληρεστάτους ποταμούς, τούς Κολλυβάδας Πατέρες μεγαλυνοῦμεν. Τούτων τήν πολλήν ἐκθειάζοντες, δόξαν ἐκ Θεοῦ, ἥν ἐκτήσαντο· ὅτι φθαρτῶν ἠλὸγησαν ἐμφρόνως, ἵνα Κυρίῳ ἀρέσωσιν· Αὐτῶν ζηλοῦντες τήν πολιτείαν, τῶν κακῶν ἀποστῶμεν.

Έτερον Κάθισμα
Ὴχος πλ. δ'. Ἀνέστης ἐκ νεκρῶν.
Πατὲρων Ἱερῶν, Κολλυβάδων τήν μνήμην, αἰνέσωμεν πιστοί, χαρμονικῶς βοῶντες· χαίρετε μαργαρίτες, τῆς Ἐκκλησίας οἱ πολυτίμητον χαίρετε, εὐλογίας· τῆς οὐρανίου πηγαί ἀθόλωτοι, Θεοφανείας ἔσοπτρα λαμπρά, καί φίλοι τῆς σοφίας. 


Άγιος Βικτωρινός ο Μάρτυρας

Δεν έχουμε πληροφορίες για τον βίο του Αγίου.

Όσιος Ανανίας εκ Μαλλών Κρήτης


Πρώτος Αδελφός, ανακαινιστής και Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Παναγίας Εξακουστής Μαλλών Ιεράπετρας, υπήρξε ο Χατζη-Ανανίας, κατά κόσμον Αντώνιος Μπαρμπεράκης, που γεννήθηκε το έτος 1837 μ.Χ. στις Μαλλες Ιεράπετρας από απλούς, φτωχούς αλλά θεοσεβείς γονείς, τον Ιωάννη και την Αθηνά, οι οποίοι μεγάλωσαν το παιδί τους «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου».

Ο Αντώνιος δεν έμαθε γράμματα, αλλά από μικρός είχε έφεση στα ιερά γράμματα και επιθυμούσε να περιβληθεί το αγγελικό σχήμα. Απέφευγε κάθε σωματική απόλαυση. Ως βρέφος δεν θήλαζε Τετάρτη και Παρασκευή και αρνούνταν πεισματικά να πιάσει τον μαστό της μητέρας του. Δεν έφαγε ποτέ κρέας, ψάρι και τυροκομικά. Μόνο τα Σαββατοκύριακα και τις μεγάλες εορτές έτρωγε λάδι και το Πάσχα κατέλυε οστρακοειδή, σουπιές και καλαμάρια. Ήταν πάντοτε ξυπόλυτος και ντυμένος κατάσαρκα με τρίχινα και χονδρά ράσα ενώ για κρεββάτι του είχε το δέρμα ενός ζώου, συνήθως προβάτου, και μαξιλάρι του μία κακόβολη πέτρα. Έτσι, σε ηλικία μόλις 14 ετών εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι και κατέφυγε στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καψά Σητείας, όπου εκάρη Μοναχός και υπήρξε μαθητής και συμμοναστής του Οσίου Ιωσήφ του Γεροντογιάννη, ιδρυτού της σημερινής Μονής Καψά, ο οποίος τον όρισε διάδοχό του.

Μετά το θάνατο του Οσίου Ιωσήφ το 1870 μ.Χ. εξελέγη Ηγούμενος της Μονής, αλλά κάποιες συκοφαντίες τον ανάγκασαν αργότερα να καταφύγει στα Ιεροσόλυμα. Επειδή έμεινε στους Αγίους Τόπους, όπου είχε πάει να προσκυνήσει τα Ιερά Προσκυνήματα φέρει τον τίτλο του Χατζή, που στα αραβικά σημαίνει προσκυνητής.

Ο νόστος και η αγάπη του για την πατρίδα τον έφεραν πίσω στις Μάλλες το έτος 1877 μ.Χ., όπου κατέφυγε στην Εξακουστή και επιδόθηκε στο ανακαινιστικό έργο της Μονής.

Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους δραστήριους εκείνους μοναχούς που έδρασαν κατά τα τέλη του 19ου αιώνα μ.Χ., ως ανακαινιστές ξεχασμένων μοναστηριών και ως ιδρυτές καινούργιων.

Ο Χατζη-Ανανίας ανακαίνισε το σπηλαιώδη ναό και ανοικοδόμησε τον παλαιό ναό, τον οποίο και μετέτρεψε σε καθολικό της νεοσύστατης Μονής. Συμφωνα με τον Γάλλο αρχαιολόγο Πωλ Φωρ βρήκε εκεί «ερείπιόν τι ναού, αγνώστου ονόματος και μικρόν τι Εξωκκλήσιον, επωνομαζόμενον δε Παναγία Εξακουστή...». Αυτό επιβεβαιώνεται και από άλλες πηγές, που αναφέρουν ότι ο Χατζή- Ανανίας ανακαίνισε την εκκλησία που υπήρχε εκεί και άρχισε να οικοδομεί την καινούργια Μονή κοντά στο σπήλαιο. Η αποπεράτωση των εργασιών της ανακαίνισης της Μονής έγινε πέντε χρόνια μετά και αναφέρεται σε επιγραφή που σώζεται στη βάση του κωδωνοστασίου του Ναού: «ΤΗ 21η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1882 / ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΕΞΑΚΟΥΣΤΗΣ / ΜΝΗΣΘΗΤΙ ΚΥΡΙΕ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΣΟΥ ΑΝΑΝΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ / ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ».

Ο Ναός έχει σχήμα μονόκλιτης Βασιλικής, με στέγη σαμαροειδή, όπως συνηθίζεται στην Κρήτη. Οι εικόνες του τέμπλου είναι νεώτερες, όμως δεξιά και αριστερά του Τέμπλου βρίσκονται εντοιχισμένες δύο παλιές εικόνες της Υπεραγίας Θεοτόκου Βρεφοκρατούσης και του Τιμίου Προδρόμου, ενώ παλιός είναι και ο Δεσποτικός Θρόνος. Το τέμπλο είναι ξυλόγλυπτο εξαιρετικής τέχνης και είναι έργο των περίφημων ξυλογλυπτών (νιταδόρων) αδελφών Παναγιώτου και Ιωάννου Μακράκη και Ζαχ. Φαρσάρη από το Μέσα Λασίθι Οροπεδίου.

Στη νότια πλευρά του περιβόλου και σε μικρή απόσταση υπάρχει βράχος, η κορυφή του οποίου καλύπτεται από τους κλάδους συκιάς.

Στη βάση του υπάρχει μικρός σπηλαιώδης ναός αφιερωμένος στην ένδοξη Μεταμόρφωση του Κυρίου. Αρχικά ήταν μικρό φυσικό σπήλαιο, το οποίο διαμορφώθηκε πρόχειρα σε ναΰδριο και γι’ αυτό θεωρείται αχειροποίητος η θεόκτιστος ναός, στον οποίο ανακαλύφθηκε η εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Αργότερα καλύφθηκε με τοίχο η δυτική πλευρά του και κλείσθηκε με πόρτα, ενώ σοβατίσθηκε το εσωτερικό του και κατασκευάσθηκε μικρό τέμπλο. Το Θυσιαστήριο του είναι φυσικός βράχος. Πάνω στο Θυσιαστήριο υπάρχει βράχος, χωρίς όμως να έχει ερευνηθεί γιατί η διάμετρος είναι πολύ μικρή.

Συμφώνα με την παράδοση το ναΰδριο αυτό δεν υπήρχε, αλλά υπήρχε απλώς μικρό φυσικό σπήλαιο. Σ’ αυτό αναγκάσθηκε να καταφύγει μικρό παιδί ο Αντώνιος Μπαρμπεράκης, ο μετέπειτα Μοναχός Χατζη-Ανανίας, μία μέρα του χειμώνα που έβοσκε εκεί κοντά τα ζώα της οικογένειας του για να προφυλαχθεί από τη βροχή και αποκοιμήθηκε. Τότε είδε στο όνειρό του την Παναγία, η οποία του είπε ότι είναι εκεί και να ερευνήσει να βρει την εικόνα της. 

Το παιδί εκείνο ξύπνησε φοβισμένο και έφυγε. Το ίδιο όνειρο είδε και την επόμενη μέρα όταν αναγκάστηκε και πάλι να καταφύγει στο σπήλαιο αυτό για να προφυλαχθεί από τη βροχή και αποκοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε ερεύνησε στο βάθος του σπηλαίου και ανακάλυψε μία εικόνα της Παναγίας, την οποία μετέφερε το βράδυ στο πατρικό σπίτι του. Ο πατέρας του Αντωνίου φοβήθηκε να κρατήσει την εικόνα στο σπίτι του, επειδή θεωρούσε ανάξιο και ακατάλληλο τον χώρο αυτό για την Παναγία. Έτσι παρήγγειλε στο γιό του να επιστρέψει την εικόνα στον τόπο που την βρήκε. Από τότε ο μικρός Αντώνιος πήγαινε καθημερινά στο χώρο αυτό και άναβε κανδήλι μπροστά στην εικόνα. Αργότερα μαζί με τον πατέρα του διαμόρφωσαν εκείνο το σπήλαιο σε Ναΰδριο.

Μετά από πολλά χρόνια, ο Αντώνιος έγινε Μοναχός στη Μονή Καψά και έλαβε το όνομα Ανανίας, και επέστρεψε, όπως είπαμε, στη γενέτειρά του το έτος 1877 μ.Χ. για να εγκατασταθεί στην μέχρι τότε ερειπωμένη Μονή Εξακουστής. Η φωτισμένη προσωπικότητα και η αγιότητα του Χατζή- Ανανία προσέλκυσε και άλλους Μοναχούς στο Μοναστήρι, οι οποίοι πρόσφεραν και την πατρική τους περιουσία, με αποτέλεσμα τη σύντομη αποπεράτωση και επάνδρωση της Μονής. 

Η γύρω περιοχή ανήκε στην οικογένεια Τσακιράκη, που τη δώρισε για την ανέγερση της Μονής και βοήθησε τον Χατζή-Ανανία στο έργο του. Νέοι προσκυνητές κατέφθαναν καθημερινά στο νεόδμητο τότε μοναστήρι και υποψήφιοι μοναχοί εγκαταστάθηκαν σ' αυτό. Το 1881 μ.Χ. η Μονή αριθμούσε οκτώ μοναχούς και δύο λαϊκούς κατοίκους. Ηγούμενος της Μονής παρέμεινε ως το 1895 μ.Χ. ο Χατζή-Ανανίας, ο οποίος προσπάθησε με τα πλούσια διοικητικά του χαρίσματα να αποκτήσει το μοναστήρι πόρους για να μπορέσει να επιβιώσει. 

«...Η της Μονής περιουσία, η οποία κατ’ αρχάς αποτελείτο κατ’ έκτασιν εκ κτήματος οκτώ στρεμμάτων πέριξ της Μονής, ηυξήθη δι’ αγορών εις τριάκοντα στρέμματα, καλλιεργημένα και δενδροφυτευμένα. Εις την περιουσίαν ταύτην, δι’ αγορών ομοίως και αφιερώσεων, προσετέθησαν και άλλα εις εννέα διαφόρους θέσεις κτήματα, εν οις και ελαιοτριβείον εντός του χωρίου Μαλλών...», σημειώνει ο Ν. Ι. Παπαδάκης στο έργο του «Η Εκκλησία της Κρήτης».

Το 1893 μ.Χ. κανονικός Ηγούμενος της Μονής εξελέγη ο Ιερομόναχος Μεθόδιος Βρυγιωνάκης από τους Αρμένους, αλλά τίποτα δεν γινόταν στη Μονή χωρίς τη γνώμη και του Χατζή-Ανανία, τον οποίο όλοι αναγνώριζαν ως κτίτορα. Τα χρόνια αυτά η Αδελφότητα της Μονής είχε δύναμη οκτώ Μοναχούς και δύο δοκίμους, ενώ διέθεται αξιόλογη κτηματική περιουσία και ικανό αριθμό αιγοπροβάτων. Το επόμενο έτος ο π. Μεθόδιος παραιτήθηκε και στη θέση του ηγουμένου εξελέγη ο Ιερομόναχος Ιερόθεος Μπαρμπεράκης, ανηψιός του Χατζή-Ανανία. Λίγο αργότερα, λόγω δύσκολων συνθηκών, ο τότε Επίσκοπος Ιεράς και Σητείας Αμβρόσιος ανέθεσε πάλι στον Χατζή-Ανανία την επιστασία της Μονής από τις 7 Απριλίου 1898 μ.Χ. έως 3 Φεβρουαρίου 1899 μ.Χ.

Η σπουδαία αυτή πορεία του Μοναστηριού διακόπηκε με το ξεκίνημα του 20ου αιώνα μ.Χ., αφού η Μονή κρίθηκε διαλυτέα σύμφωνα με τον Καταστατικό Νομό της Κρητικής Πολιτείας 276/1900 της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας, με την οποία οι δέκα (10) μοναχοί μετατέθηκαν και εγγράφησαν στη Μονή Φανερωμένης. Ομως το 1903 μ.Χ. η Μονή επανασυστάθηκε και ο Χατζή-Ανανίας με όλη την αδελφότητα των μοναχών επανήλθαν στον αγαπημένο τους τόπο, την Μονή της μετανοίας τους.

Λίγα χρόνια αργότερα, ο ίδιος ο Ηγούμενος Ανανίας εκοιμήθη οσιακά τη νύκτα του Πασχα, στις 22 Απριλίου του 1907 μ.Χ., την ώρα μάλιστα της τελετής της Αναστάσεως.

Στη συνείδηση όσων τον γνώρισαν από κοντά είναι ένας άγιος, που η φήμη του φτάνει ως τις μέρες μας και διατηρείται ζωντανή στους κατοίκους της περιοχής Ιεράπετρας και Βιάννου.

Εκτός από το χάρισμα της ιάσεως ασθενών, ήταν προικισμένος από τον Θεό και με το προορατικό χάρισμα, με το οποίο βοήθηκε πολλούς πιστούς να συναισθανθούν την αμαρτωλότητά τους και να μετανοήσουν. Τα Λείψανά του μετά την εκταφή αποπνέουν άρρητη ευωδία και επιτελούν θαύματα σε όσους με πίστη επικαλούνται την βοήθεια του.

Όπως είναι φυσικό μετά τον θάνατο του Οσίου Ανανία η Μονή γνωρίζει περίοδο παρακμής, αφού ο βασικός πόλος έλξεως των προσκυνητών δεν βρίσκεται πια στη ζωή. Το 1920 μ.Χ. αριθμούσε μόλις τέσσερις μοναχούς, ενώ το 1935 μ.Χ. η Μονή κρίθηκε διαλυτέα και άρχισε η ερήμωσή της. Ο Οργανισμός Διαχειρίσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας πώλησε στην τότε Κοινότητα Μαλλών όσα κτήματα είχαν απομείνει.

Κατά το διάστημα της Γερμανοϊταλικής Κατοχής τα κελλιά λεηλατήθηκαν και ερημώθηκαν. Δεν καταστράφηκαν μόνο το παρεκκλήσιο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, αλλά και το Καθολικό της Μονής και το κελλί του Ιερομονάχου π. Ιωακείμ Χατζάκη, που πήγαινε τακτικά για να λειτουργεί στο Μοναστήρι του.

Άγιος Γρηγόριος Γραβανός ο Νισύριος


Ο Άγιος Γρηγόριος ήταν μέλος του κινήματος των Κολλυβάδων. Όταν το κίνημα των Κολυββάδων ξεπέρασε τα όρια του Αγίου Όρους, οι μοναχοί διασκορπίστηκαν στα νησιά του Αιγαίου. Ο Άγιος Γρηγόριος μαζί με άλλους ήρθε στην Πάτμο και αργότερα στους Λειψούς, όπου έχτισε ερημητήριο προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Εξαιτίας πειρατικών επιδρομών, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το νησί και να επιστρέψει αργότερα στην Πάτμο, όπου συνάντησε το Μακάριο το Νοταρά (βλέπε 17 Απριλίου), που έμενε στο Κάθισμα των Αγίων Πάντων που δημιούργησε ο ίδιος στο λόφο της Κουμάνας. Ο Άγιος Γρηγόριος παρέμεινε με το Μακάριο για λίγο και μετά έφυγε για ένα άλλο μέρος του νησιού, που ονομάζεται Γραβά (το Γραβανός προέρχεται από το μέρος αυτό).

Έγινε ευρέως γνωστός ως πνευματικός και υπάρχει η παράδοση ότι ακόμη και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τον επισκέφθηκε. Κάποια στιγμή, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Πάτμο για την Ικαρία, όπου και κοιμήθηκε το 1812 μ.Χ.

Άγιος Πλάτων ο Ιερομάρτυρας επίσκοπος Μπάνια Λούκα



Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Πλάτων, κατὰ κόσμο Μιλιβόγιε Ἰωάννοβιτς, γεννήθηκε στὶς 29 Σεπτεμβρίου 1874 στὸ Βελιγράδι ἀπὸ τὸν Ἠλία Ἰωάννοβιτς καὶ τὴν Γιέλκα Σοκόλοβιτς. Μετὰ τὴν ἐγκύκλια μόρφωσή του ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἐκάρη μοναχός. Λίγο ἀργότερα χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος. Τὸ ἔτος 1896 ἀπεστάλη γιὰ σπουδὲς στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Μόσχας. Ἐπιστρέφοντας τὸ ἔτος 1901 ἀπὸ τὴ Ρωσία, μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν σπουδῶν του, διορίσθηκε προϊστάμενος τῆς μονῆς Ρακοβίτσα καὶ καθηγητής. Κατὰ τὸν Α’ Παγκόσμιο πόλεμο ὁ Ἀρχιμανδρίτης Πλάτων κατετάγη στὸ σῶμα τῶν στρατιωτικῶν ἱερέων καὶ μετὰ τὸ πέρας τοῦ πολέμου ἀφιέρωσε τὴν διακονία του στὴν περίθαλψη τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν πληγέντων. Τὸ ἔτος 1936 ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος καὶ τὸ ἔτος 1939 μετατίθεται στὴν Ἐπισκοπὴ τῆς Μπάνια Λούκα.

Ἄρχισε ὅμως ὁ Β’ Παγκόσμιος πόλεμος. Ὁ Ἐπίσκοπος Πλάτων ἔπρεπε νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν Κροατία, γιατί ἦταν Σέρβος. Ἀρνήθηκε ὅμως, λέγοντας ὅτι ἡ ἐκλογή του ἔγινε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μὲ βάση τοὺς Κανόνες καὶ τὸν πνευματικὸ νόμο. Ὄφειλε λοιπόν, νὰ παραμείνει κοντὰ στὸ ποίμνιό του καὶ νὰ δώσει τὴν ψυχή του γι’ αὐτό, ἐὰν χρειαζόταν. Ὡστόσο οἱ ἀρχὲς τὸν ἀνάγκασαν νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἐπαρχία του. Ὁ Ἐπίσκοπος ζήτησε νὰ μείνει δύο – τρεῖς ἡμέρες προκειμένου νὰ προετοιμασθεῖ γιὰ τὴν ἀναχώρησή του. Δὲν πρόλαβε ὅμως. Οἱ Οὐστάτσι τὸν συνέλαβαν μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα Δουσὰν (Σούμποτιτς) καὶ τὸν ἐκτέλεσαν. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρα Πλάτωνος τὸ ἔριξαν στὸν ποταμὸ Βρμπάνια. Λίγες ἡμέρες ἀργότερα κάποιοι Χριστιανοὶ τοῦ χωριοῦ Κουμσάλε τὸ περισυνέλεξαν καὶ τὸ ἐνταφίασαν στὸ στρατιωτικὸ κοιμητήριο τῆς Μπάνια Λούκα. Τὸ ἔτος 1973 τὰ τίμια λείψανά του μετακομίσθηκαν στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Μπάνια Λούκα.
Ἡ κανονικὴ πράξη ἁγιοποιήσεως τοῦ Ἱερομάρτυρος Πλάτωνος ἔγινε ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, τὸ ἔτος 1998.
 
Οσία Καλή
 

Καλῆς τὶ καλῶν πρωτίστως ἐπαινέσω;
Καλὰ γὰρ ἐν αὐτὴ πολλὰ συνέδραμον.
Κάλλος εἰκάδι δεύτερη καλῶν Καλῆς θέμις ὑμνέειν.

Εἰς τὸ λείψανον τῆς Ἁγίας Καλῆς,
ὑπὸ Μανουὴλ Φιλῆ.

Ὁ πῆχυς οὗτος τῆς Καλῆς τῆς ὀλβίας,
ᾯ τοὺς μίτους ἔνηθε τῆς εὐποιΐας.

Η Οσία Καλή έζησε πριν το 15ο αιώνα μ.Χ. και καταγόταν από την Ανατολή, δηλαδή τη Μικρά Ασία.

Η ακροστιχίδα του Κανόνος της Αγίας μάς πληροφορεί ότι αυτός αποτελεί ποιήμα «τού Κρήτης», δηλαδή κάποιου Αρχιεπισκόπου της Κρήτης. και στα δύο χειρόγραφα που διασώζουν την Ακολουθία της Οσίας δεν αναγράφεται το ορθόν «Τού», αλλά η ερμηνεία του, δηλαδή το όνομα του συγκεκριμένου υμνογράφου «Ανδρέου Κρήτης». Άρα, σύμφωνα με τα χειρόγραφα, ποιητής είναι ο διάσημος για τον Μέγα Κανόνα του, Άγιος Ανδρέας, Αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Αν ο υμνογράφος της Ακολουθίας είναι όντως ο Ανδρέας Κρήτης, τότε και η Οσία πρέπει να έζησε τουλάχιστον πριν την κοίμηση του Αγίου, δηλαδή πριν το 740 μ.Χ. Βέβαια, πίσω από την φράση «Τού Κρήτης» μπορεί να κρύβεται κάποιος άλλος Αρχιερεύς της Κρήτης. Γι' αυτό έχει προταθεί ως υμνογράφος της Ακολουθίας της Οσίας ο Νικηφόρος Μοσχόπουλος, Μητροπολίτης Κρήτης και «κατ' επίδοσιν» Μηθύμνης και Πρόεδρος Λακεδαιμονίας. Αυτός έζησε πλησιέστερα στο χρόνο συντάξεως των χειρογράφων (15ος - 16ος αιώνας), δηλαδή το 13ο αιώνα μ.Χ. και στις αρχές του 14ου αιώνος μ.Χ. (Το 1285 μ.Χ. είναι ήδη Μητροπολίτης Κρήτης, ενώ τα τελευταία ίχνη του αναφαίνονται κατά τον Οκτώβριο του 1322 μ.Χ.) και είχε σχέσεις τόσο με τη Λέσβο όσο και με το Σινά. Σ' αυτή την περίπτωση η Οσία θα πρέπει να έζησε το αργότερο μέχρι το πρώτο ήμισυ του 14ου αιώνος μ.Χ.

Η οικογένεια της Οσίας ήταν πλούσια και η περιουσία της διατέθηκε από την Αγία σε έργα φιλανθρωπίας και ευποιίας. Δεν πρέπει να ήταν μοναχή, διότι αυτό δεν αναφέρεται πουθενά στην Ακολουθία και φιλοξενούσε τους άστεγους και ενδεείς στον οίκο της, αφού ήταν αφιερωμένη στη διακονία των ελαχίστων και πασχόντων αδελφών της.

Η Καλή έζησε με σωφροσύνη, παρθενία, άσκηση, νηστείες και αδιάλειπτη προσευχή. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του βίου της είναι η φιλανθρωπία. Κίνητρό της ήταν ο πόθος της να τηρεί τις εντολές του Χριστού, να μιμείται τη θεϊκή ευσπλαχνία και φιλανθρωπία και να εκφράζει με κάθε τρόπο την αγάπη της προς τους συνανθρώπους της.

Στην Ακολουθία της αναφέρονται και θαύματα της Αγίας. Κάποια φορά που ζύμωσε ψωμί, για να το μοιράσει στους φτωχούς, ο Θεός έκανε ώστε να μην λιγοστεύει το ψωμί που της απόμενε, όπως στην Παλαιά Διαθήκη δεν ελαττωνόταν το αλεύρι της χήρα στο Σαρεπτά, παρ' όλο που τρεφόταν με αυτό ο Προφήτης Ηλίας, η χήρα και τα παιδιά της.

Αλλά και μετά την κοίμησή της η Αγία συνέχισε αδιάκοπα να ευεργετεί τους ανθρώπους, χαρίζοντας την θεραπεία πιο ασθενείς με τις ικεσίες της προς τον Κύριο. Είναι τόσα πολλά τα θαύματα των ιάσεων, ώστε ο υμνογράφος κάνει λόγο για «πέλαγος θαυμάτων» και την αποκαλεί «θαυματόβρυτον». Θεραπεύει ποικίλα νοσήματα ψυχών και σωμάτων, αλλά κυρίως ασθένειες επώδυνες, χρόνιες και δυσίατες, ρευματισμούς και αρθρίτιδες, παραλύσεις των αρθρώσεων και παραμορφώσεις των μελών του σώματος.

Η μνήμη της Οσίας Καλής αναφέρεται, επίσης, στις 15 Μαΐου και το Σάββατο της Διακαινησίμου.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Ὡς τῶν αἰχμαλώτων.
Ὡς τῆς παρθενίας κάλλος θαυμαστὸν καὶ τῶν πεινώντων διατροφή, θεραπεία ἀσθενῶν, τῶν Ὁσίων ἀγλάϊσμα, τῆς εὐποιΐας κανὼν, Καλὴ θαυματόβρυτε, πρέσβευε Χριστῷ τὰ καλὰ δοθῆναι ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ´. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐπὶ γῆς ἐβίωσας, νηστείαις καὶ ἀγρυπνίαις, προσευχαῖς σχολάζουσα, μελέταις θείων λογίων, πράξεσι καὶ εὐποιΐαις ἀκοπιάστως· νυν δὲ ζῇς ἐν οὐρανίοις, ἔνθα σχολάζεις θεωρίαις καὶ πρεσβείαις πρὸς τὸν Σωτῆρα ὑπὲρ ἡμῶν, ὦ Καλή.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις, τῶν Παρθένων ἡ καλλονή, ἐνδεῶν, ἀπόρων ὁ ἀκένωτος θησαυρός, τῶν δεινῶς πασχόντων ἰάτραινα ἀρίστη, Καλὴ Ὁσιωτάτη, λάμπουσα θαύμασι.

Ὁ Οἶκος
Θυγάτηρ μὲν ὤφθης τοῦ πρώτου Ἀδάμ. Τῷ Δευτέρῳ δὲ συνήφθης ἐκ πράξεως, τὰς ἀρετάς, ὥσπερ προῖκα, τούτῳ φέρουσα δαψιλῶς, ἀξιέραστε. Σὺ γὰρ πέφυκας τρανῶς τῶν Παρθένων καύχημα, τῶν ἐλεημόνων τε ἡ ἀρχέτυπος στήλη, ἐν ἐλέει τὸν ἐλεήμονα Νυμφίον σου θεραπεύσασα. Διὰ τοῦτο μεγάλως σὲ ἐδόξασε, διαυγεστάτην πηγὴν ἀναδείξας σε, κρουνοὺς θαυμάτων βρύουσαν καὶ χειμάῤῥους ἰαμάτων ἀενάως ἐκβλύζουσαν. Ἀλλὰ πρέσβευε νῦν πρὸς τὸν Σωτῆρα ὑπὲρ ἡμῶν, ὦ Καλή.

Κάθισμα
Ἦχος α´. Τὸν τάφον σου, Σωτήρ.
Ὡς ἥλιος ἡμῖν, ἡ ἁγία σου μνήμη, ἀνέτειλε σαφῶς, τὰς ἡμῶν διανοίας φωτίζουσα, πανεύφημε, τῶν θαυμάτων ταῖς λάμψεσι, τῶν τιμώντων σοῦ ἀξιόχρεῳς, παρθένε, τὸ μνημόσυνον τὸ ἱερὸν θείοις ὕμνοις, Καλὴ παμμακάριστε. 

Πηγές:http://www.saint.gr/04/22/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/4/d/22/sxsaintlist.aspx 
«Πᾶνος»